ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Μαρ 16th, 2005 | Σωκράτης Μεταξάς| Κατηγορία: Πολιτική, Φιλελευθερισμός | Email This Post | Print This Post |Η ιδεολογία στο γερμανόγλωσσο χώρο είναι αρνητικά προσδιορισμένη. Ιστορικά συνδέθηκε με ρεύματα ιδεών που πάντα στο τέλος συμπορεύονταν με ένα συναισθηματικό λαϊκισμό, που ποτέ δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα που επιδίωκε. Ο φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα συνδέθηκε νωρίς με τον εθνικισμό, ο κομμουνισμός με το θεοκρατικό ολοκληρωτισμό κι ο σοσιαλισμός πάλι στα μέσα του 20ου αιώνα με τον εθνικισμό και τα άπειρα θύματα της θηριωδίας του. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στο γερμανόγλωσσο χώρο για το τέλος των ιδεολογιών όχι όμως και των ιδεών και προτάσεων για την επίλυση των προβλημάτων.
Υπάρχει μια αμφίσημη σχέση μεταξύ των δύο όρων, πολιτικής και ιδεολογίας. Χρειάζεται η πολιτική μια ιδεολογία για να έλξει „τις μάζες“ στην σωστή κατεύθυνση; Ή μήπως η ιδεολογία δρομολογεί εκείνη την πολιτική που η ίδια κρίνει για ορθή; Σήμερα, όχι μόνο εδώ στον γερμανόγλωσσο χώρο της κεντρικής Ευρώπης αλλά και σε όλο τον κόσμο ζούμε σε μια εποχή αποϊδεολογικοποίησης, όπως οι περισσότεροι καταμαρτυρούν. Δεν μετράει σήμερα μόνο το χρήμα και η εξουσία; Μήπως πολιτική και ιδεολογία δεν είναι παρά το επικάλυμμα αυτών; Ο Pierre Bourdieu δεν ζητούσε την αποκάλυψη των κρυφών μηχανισμών της ορατής αλλά και μη αισθητής εξουσίας;
Καυτά ερωτήματα που δυστυχώς η επίλυση αυτών απαιτεί διατριβές επί διατριβών. Γι’ αυτό παραιτούμαι από κάθε προσπάθεια ικανοποιητικής επίλυσης των παραπάνω ερωτημάτων. Αρκούμαι στο να επισημάνω, πόσο σημαντικά είναι τα δύο αυτά ζητήματα που έθεσα υπό ένα άλλο πρίσμα. Το πρίσμα της πρακτικής πολιτικής.
Αν κανείς δεχτεί την υπόθεση πως η πολιτική ορίζεται ως ένα γενικό πλαίσιο που επιτρέπει τη συλλογική δράση προς επίτευξη ατομικών ή και ομαδικών στόχων, η ιδεολογία ως ένα σύστημα προτάσεων προς επίλυση προβλημάτων και όχι ως „θρησκοληπτική“ μισαλλόδοξη περιχαράκωση που χωρίζει τον κόσμο σε δικούς μας και σε όλους τους άλλους, τότε γίνεται εύκολα δεκτή η διαπίστωση, πως κανόνες ή πλαίσια κανόνων προσδιορίζουν την πολιτική όπως και την ιδεολογία.
Το πρίσμα της πρακτικής πολιτικής μας δείχνει δηλαδή, όπως οι τρόποι καλής συμπεριφοράς που μαθαίνουμε κατά την ανατροφή μας στο σπίτι και στο σχολείο, μας δείχνουν τους αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς αλλά δεν μας εγγυώνται ταυτόχρονα και την επιτυχία των επιδιώξεών μας, κάτω από ποιους κανόνες έχουμε να συντονίσουμε τη δράση μας, έτσι ώστε να ελπίζουμε, ότι θα έχουν οι στόχοι μας όπως και οι προτάσεις μας μιαν ελπίδα να ακουστούν στο γενικό φόρουμ της δημόσιας συζήτησης. Το κλειδί της πολιτικής και της ιδεολογίας γίνεται μ’ αυτό τον τρόπο ο τρόπος συζήτησης και αντιπαράθεσης και όχι η a priori αλήθεια.
Αυτό αποτελεί για μένα την πρώτη διαπίστωση περί πολιτικής και ιδεολογίας. Πρώτα συνταυτιζόταν η αλήθεια και με τα δύο, σήμερα στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, δηλ. στην εποχή των πολλαπλών επιλογών και της απόρριψης της απόλυτων αληθειών, η πολιτική και η ιδεολογία δεν οφείλουν να είναι τίποτε περισσότερο από μέσα που τυχόν δύνανται μέσω του διαρκούς ελέγχου, απόρριψης ή εφαρμογής τους να συντείνουν αποτελεσματικότερα στην επίλυση δεδομένων προβλημάτων ή όχι, στιγμιαία ή κατά μεγαλύτερες χρονικές περιόδους.
Το στοιχείο της δυναμικότητας και συνεχούς μετεξέλιξης των κοινωνιών κάνει αδύνατη την μακροημέρευση πολιτικών ή ιδεολογιών που αυτοπροβάλλουν την εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια σε θέματα πρακτικής και όχι μεταφυσικής υφής των σύγχρονων προβλημάτων. Η σχέση πολιτικής – ιδεολογίας και μέσου (όχι στόχου) πρέπει να συνδεθεί με το ερώτημα της τάξης ως κοινωνικού φαινομένου και της ασφάλειας ως υποκειμενικού αισθήματος των πολιτών, που δρουν υπό μια διαρκώς διαμορφούμενη τάξη. Το παραπάνω μοντέλο ερμηνείας της πολιτικής και της ιδεολογίας ως „πολυποίκιλα μέσα“ που αλληλοανταγωνίζονται με μόνο κριτήριο επιτυχίας την από τους πολίτες επιδοκιμασία τους και το σεβασμό του γενικού πλαισίου κανόνων από όλους, προκαλεί επακολούθως αισθήματα ανασφάλειας και σε εκείνους (άτομα -θεσμούς) που μέχρι χθες ήταν οι σταθερές του συστήματος, όσο και σε κάποιους, που διαπιστώνουν πως η μοντερνικότητα δε συμβιβάζεται ούτε επιβραβεύει τον εφησυχασμό και την αδράνεια (δημοσιοκρατικισμός).
Πολλοί θα θεωρούσαν το πλαίσιο που διαγράφω, ότι είναι αρκετά αγχωτικό και αντικοινωνικό, ή άλλοι, ότι είναι „νεοφιλελεύθερο“ και γι’ αυτό απάνθρωπο και „οικονομίστικο“, όταν στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια διαπίστωση του γεγονότος, πως η ανθρωπότητα την σήμερον έκοψε τις αλυσίδες των αυταπόδεικτων μύθων και η υποτιθέμενη μέχρι χθες συλλογική ευθύνη και δράση μετατοπίζεται από σήμερα στην ατομική επιλογή και ευθύνη, που αν και δεν γίνεται έτσι αντιληπτή, είναι όμως από τα πράγματα λιγότερο εγωιστική και κοινωνικότερη. Γιατί, αν και αυξάνει την ανασφάλεια όλων των μελών της κοινωνίας κατά τι ισόβαθμα, αυξάνεται κατά αυτόν τον τρόπο η γενική ευημερία και έτσι μεγιστοποιείται η σταθερότητα της κοινωνίας όλης. Ενώ αντίθετα για παράδειγμα ο προστατευτισμός ασφαλίζει μεν τη θέση κάποιων εις βάρος των αναγκαίων αυτοεπιβαλλόμενων αλλαγών μιας κοινωνίας, έτσι όμως τελικά θέτει όλη την κοινωνία σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Η κατάρρευση των σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών μας το επιβεβαίωσαν.
Η ατομική δράση δεν λαμβάνει χώρα στο κενό. Λειτουργεί κάτω από κανόνες και απαιτεί τη δυναμική σχέση δράσεων όλων των υπολοίπων μελών μιας κοινωνίας. Οι κανόνες δεν προκύπτουν έτσι ξαφνικά. Είναι το καταστάλαγμα της ανθρώπινης δράσης κατά την πορεία του χρόνου. Όπως μας εξηγούν οι γνωστικοί ψυχολόγοι, οι ανθρωπολόγοι, οι κοινωνιοβιολόγοι, οι οικονομολόγοι της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δράσης (αυστριακή σχολή), ο ανθρώπινος νους είναι προϊόν της εξέλιξης, λειτουργεί βάσει γνωστικών δομών και γι’ αυτό επιλεκτικά, με προκατασκευασμένες θεωρίες κατηγοριοποιεί, αντιλαμβάνεται, καταλαβαίνει και δρα στο περιβάλλον του. Οι κανόνες αποτελούν τα εργαλεία επιβίωσής του. Όπως μας εξηγεί ο Hayek στο τελευταίο του βιβλίο, Die verhängnissvolle Anmaßung: Die Irrtümer des Sozialismus, Tübingen,1996, οι κανόνες, οι θεσμοί, οι συνήθειες ακόμα η γλώσσα, η ηθική και πρακτικές, όλα αυτά που πλαισιώνουν ως άυλα αγαθά τη μοντέρνα κοινωνία μας, είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας, όχι φυσικής επιλογής αλλά πολιτισμικής επιλογής και εξέλιξης. Οι ομάδες που επέλεξαν ή ανακάλυψαν τυχαία τους κανόνες εκείνους που αύξαναν και τον αριθμό αλλά και την ευημερία των μελών τους, μακροημέρευσαν ενώ οι άλλες είτε απορροφήθηκαν είτε απομονώθηκαν και περιορίστηκαν είτε εξαλείφθηκαν. Μια θεώρηση της πολιτικής και της ιδεολογίας στατικά και όχι δυναμικά και εξελικτικά μέσω κανόνων, όπως εξηγήθηκε, αυξάνει τον κίνδυνο της κοινωνικής αρτηριοσκλήρωσης και οδηγεί στη μιζέρια και στην οπισθοδρόμηση. “Πολιτική και ιδεολογία” ως μέσα επίτευξης ανταγωνιστικών προτεινόμενων λύσεων διατηρεί τον κοινωνικό ιστό φρέσκο και φιλικό προς την ανανέωση και την καινοτομία.
Είναι άξιο λοιπόν απορίας, αν η μικροπολιτική, η πολιτική δηλαδή που στόχο βάζει στρατηγικούς ελιγμούς ή συνεργασίες σχηματισμών, κομμάτων και προσώπων ή αναστολή λειτουργιών κομμάτων κτλ. με μόνο γνώμονα περιορισμένων συμφερόντων που δε συμβάλλουν στη βελτίωση κάποιων δομών ή πολιτικής κατάστασης και ταυτόχρονα αποφεύγουν το διάλογο και το έλεγχο των ενεργειών τους, ως σαν αυτονόητα να είναι οι ίδιοι σε κάποια δήθεν πλεονεκτική θέση κατοχής της αλήθειας, αυξάνει τον πολιτικό πλουραλισμό και τη πολιτική σταθερότητα. Η μικροπολιτική στοχεύει στην εξάλειψη του πολιτικού ανταγωνισμού (με κάθε τρόπο, όπως με τεχνικούς διαχωρισμούς του τύπου “ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά”, με στρογγύλευση και ορθότητα των ιδεολογιών, δηλαδή του τύπου ποιος είναι ο γνήσιος σοσιαλισμός, φιλελευθερισμός κτλ.. Λες και ενδιαφέρει τον πολύ κόσμο κατά πόσο γνήσιος είναι ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός και ο συντηρητισμός…) και άρα στην παρεμπόδιση ενός σταθερού πλαισίου κανόνων που ευνοεί την προοπτική και την πρόοδο.
Όποιοι δεν αρέσκονται στην ιδέα του πολιτικού ανταγωνισμού στο χρόνο και στα πρόσωπα, στις προτάσεις και στα έργα, είτε αντιστρέφονται κάθε είδους συζήτησης για την κοινή αποδοχή και τη συγκατάθεσή τους σε ένα γενικό πλαίσιο κανόνων που δημιουργείται αυθόρμητα και συλλογικά, είτε εντατικοποιούν την άσκηση πολιτικής ως μικροπολιτικής. Ηθικό δίδαγμα! Μικροπολιτική δεν ασκούν αποκλειστικά και μόνο τα συγκυβερνώντα κόμματα αλλά και η αντιπολίτευση, όπως ισχύει επίσης για τις ομάδες που ήδη σχηματοποιούνται προς μια κομματική μορφή. Η μικροπολιτική δεν έχει σχέση με τα κόμματα ως τέτοια αλλά με την αποδοχή ή όχι γενικών κανόνων και κυρίως των άγραφων. Η μικροπολιτική γίνεται πολιτική, όταν αποδέχεται, το ουδείς αναντικατάστατος στην πράξη και την θεωρία.