Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό VI: Ελληνικός φιλελευθερισμός

Σεπ 25th, 2009 | | Κατηγορία: Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό, Φιλελευθερισμός | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

Ισχυρίζονται ορισμένοι ότι ο φιλελευθερισμός είναι ασυμβίβαστος με την «ελληνική πραγματικότητα», διότι η Ελλάδα δεν βίωσε την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, αλλά ούτε, πολλώ μάλλον, τη Μεταρρύθμιση. Γενικεύσεις αυτού του είδους συγχέουν την γένεση των ιδεών με την εξάπλωση τους. Από τη στιγμή που μια νέα αντίληψη δεί το φως της ημέρας ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων συνθηκών και αιτίων, μπορεί να γίνει κτήμα οιουδήποτε. Η μακραίωνη ιστορία των Ιαπώνων δεν έδινε νύξεις για το «ιαπωνικό θαύμα» έως τη στιγμή που αυτό πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι Γερμανοί εθεωρούντο —σχεδόν εθνοφυλετικώς— ως αμετανόητοι στρατοκράτες και κρατολάτρες, μέχρι που οικοδόμησαν μιαν εξαιρετικά σταθερή, ευημερούσα φιλελεύθερη δημοκρατία μετά τον πόλεμο. Οι λαοί της Νοτιοανατολικής Ασίας εθεωρούντο έως την ανάδειξη των τεσσάρων «τίγρεων» εσαεί αιχμάλωτοι της κομφουκιανής «αρμονίας» και στασιμότητας, οι Εβραίοι εθεωρούντο φτιαγμένοι για το ρόλο του θύματος, έως τη συγκρότηση του κράτους του Ισραήλ.

Η περίπτωση των Ελλήνων διαφέρει κατά το ότι δεν χρειάστηκε να ξεκινήσουν εκ του μηδενός όπως οι Κορεάτες. Η Τουρκοκρατία τους απομόνωσε μεν πολιτικώς από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και την Αναγέννηση αλλά οι πνευματικοί δεσμοί με αυτά τα κινήματα υπήρξαν ισχυροί, όπως καταδεικνύει κυρίως το ζωντανό, αισιόδοξο, μαχητικό κίνημα του ελληνικού διαφωτισμού που έχει δυστυχώς υποτιμηθεί ή και τελείως αγνοηθεί ως συστατικό στοιχείο του πολιτισμού μας, καθώς οι ιδέες του κατηγορήθηκαν ως «ξενόφερτες», κυρίως από την Εκκλησία. Η πολιτισμική διαπίδυση είναι ωστόσο πάντοτε διαδικασία σταυρογονιμοποίησης. Η ίδια η Αναγέννηση στη Δύση δεν υπήρξε προϊόν παρθενογένεσης αλλά άντλησε τις βασικές της ιδέες και στάσεις από το επιστημονικό, φιλοσοφικό και αισθητικό κεκτημένο της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, που είχαν αναπτύξει τους δικούς τους πολιτισμούς υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες. Έτσι, όταν τον 15ο αιώνα αρχίζει στη Δύση να αμφισβητείται η Μεσαιωνική βεβαιότης για την μηδαμινότητα των επιγείων οι Αναγεννησιακοί, αψηφώντας τις κατηγορίες για αθεΐα, ειδωλολατρεία και, υπονόμευση του χριστιανισμού ανακαλύπτουν και αναβιώνουν αρχαία πρότυπα που, ως τότε είχαν μείνει ανενεργά. Κάλλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί τότε ότι οι απόγονοι των Βησιγότθων και του Αλάριχου μόνον για να καταστρέψουν πολιτισμούς ήσαν ικανοί και σ’ αυτό θα επεδίδοντο εσαεί. Η Αναγέννηση, ωστόσο, εκδηλώνεται με ένα κύμα βυθού, που φέρνει τους Ευρωπαίους λογίους και το εγγράμματο κοινό γενικώς, καταμεσίς στο χώρο της Αθήνας και της Ρώμης, με αποτέλεσμα να αλλάξουν έτσι οι αντιλήψεις για τον προορισμό του ανθρώπου.

Ερωτήματα του τύπου «Πώς πρέπει να ζω; Γιατί πρέπει να υπακούω; Τι σημαίνει ελευθερία, καθήκον, εξουσία; Έχω δικαίωμα να αυτοκυβερνώμαι, να καταξιώνομαι στα μάτια των άλλων, να ερευνώ τη φύση, τους νόμους, την κοινωνία, τις ιδέες, τους κανόνες ηθικής;» που άρχισαν να απασχολούν τους ανθρώπους τον 15ο αιώνα, ήσαν όλα προϊόντα αυτόνομου προβληματισμού που αναζητούσε απαντήσεις εκτός των δοτών ιερών κειμένων. Η Αναγέννηση είναι πριν απ’ όλα τόλμη. Πνευματική τόλμη.

Ελληνική νομοκρατία — Διαφωτισμός

Η θυελλώδης αυτή σε ρυθμό, αποφασιστικότητα και αυτοσυνειδησία επιστροφή στους προχριστιανικούς προβληματισμούς της πολιτισμένης αρχαιότητος δεν σημειώθηκε ούτε στη βυζαντινή αυτοκρατορία ούτε στην οθωμανική που τη διαδέχθηκε. Η χριστιανική Ανατολή ακολούθησε το δικό της χωριστό δρόμο, δεν ανέπτυξε ποτέ σχολαστική θεολογία στην ερμηνευτική της, δεν προσπάθησε δηλαδή να στηρίξει το χριστιανικό δόγμα με το λογικό, με κίνδυνο να προκαλέσει κάποτε αποδέσμευση του λογικού από το δόγμα όπως έγινε στη Δύση. Η κυριαρχία της Ορθόδοξης εκκλησίας επί των ψυχών δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από κανένα οργανωμένο μεταρρυθμιστικό κίνημα, γεννώντας έτσι έναν χριστιανικό πλουραλισμό, προοίμιο κοσμικού πλουραλισμού, όπως συνέβη στη Δύση. Τα ιδανικά των αρχαίων απερρίπτοντο από το Πατριαρχείο ως ειδωλολατρικά. Μόνο η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε και εξελίχθηκε. Η Ορθοδοξία δεν είχε ποτέ να αντιμετωπίσει στο χώρο της κανέναν Μακιαβέλλι, Λεονάρντο ντα Βίντσι, Hobbes, Λούθηρο ή Locke. Οι υπόδουλοι Έλληνες δεν έχουν ως τα μέσα του αιώνος «των φώτων», δηλαδή του 18ου, καμία σχεδόν επαφή με τις Αναγεννησιακές ιδέες ούτε με τον Διαφωτισμό ο οποίος προβάλλει απαιτητικά, μαχητικά τη χρήση του λόγου για την αναζήτηση της αλήθειας και την κατάργηση της αυθεντίας του δόγματος.

Στο ελευθερωτικό αυτό κίνημα των συνειδήσεων που έχει τις ρίζες του στον Locke, μετέχουν κορυφαίοι διανοητές από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες όπως o Hume στην Αγγλία, οι Εγκυκλοπαιδιστές στη Γαλλία και ο Εμμανουήλ Καντ στη Γερμανία, ο οποίος στο δοκίμιό του «Τι είναι ο Διαφωτισμός», χαρακτηρίζει το κίνημα ως υλοποίηση της επιταγής του Ορατίου “sapere aude” την λατινική δηλαδή εκδοχή της ρήσης του Αισχύλου: «Τόλμησον φρονείν». O Condorcet και o Helvetius αισιοδοξούσαν ότι η ανθρωπότητα θα προοδεύσει χάρη στο «φυσικό φως» (lumen naturale) μιας αλήθειας προσπελάσιμης με το λογικό (στην επιστήμη αλλά και στην ηθική, την διακυβέρνηση των ανθρώπων και την τέχνη). Κοινό χαρακτηριστικό των κορυφαίων στοχαστών του Διαφωτισμού είναι το γεγονός ότι οι σχέσεις τους με την Εκκλησία ήσαν από ψυχρές (Hume) έως εχθρικές (Βολταίρος). Κοινή τους πίστη ήταν ότι με την εφαρμογή του λογικού ο άνθρωπος μπορούσε να λύσει όλα τα προβλήματα.

Οι ανατρεπτικές αυτές θεωρίες άρχισαν να μεταλαμπαδεύονται στον υπόδουλο ελληνισμό περί τα μέσα του 18ου αιώνα καθώς συνδέθηκαν με τη λαχτάρα της Παλιγγεννεσίας και συγκρούσθηκαν με την παραδοσιακή ορθόδοξη ερμηνεία της χριστιανικής πίστης. Εάν οι Έλληνες διαφωτιστές δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στο γενικότερο κίνημα του 18ου αιώνα, πρωτοτύπησαν πάντως ως προς τον ελληνόφωνο χώρο, εισάγοντας μηνύματα καινοφανή και αμφισβητώντας την κατεστημένη ιδεολογία του Πατριαρχείου. Το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού έχει βρει τον ακαταπόνητο μελετητή του στο πρόσωπο του καθηγητού Κ.Θ. Δημαρά, του οποίου το βιβλίο «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» (1977) στη σειρά «Νεοελληνικά Μελετήματα», υπό τη διεύθυνση του Φιλίππου Ηλιού, περιέχει πολύτιμες πληροφορίες, ιδέες και αξιολογήσεις στις οποίες οφείλει πολλά τούτο το κεφάλαιο. «Ο Διαφωτισμός —γράφει ο Δημαράς— είναι αισιόδοξος. Αποδίδει κατά συνέπεια ιδιάζουσα σημασία στα θέματα της αγωγής, προάγει τις ζωντανές γλώσσες σε βάρος των νεκρών, καλλιεργεί την ελεύθερη κριτική έρευνα, τη γνώση του φυσικού κόσμου, κηρύχνει την ανεξιθρησκεία, διδάσκει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου». Οι Έλληνες λόγιοι του διαφωτισμού υιοθετούν άλλοτε άλλες από τις αντιλή-ψεις που χαρακτηρίζουν το —καθόλου ενιαίο— ρεύμα στη Δύση, φιλονικούν συχνά μεταξύ τους και ενίοτε συμβιβάζονται με τους συντηρητικούς του Πατριαρχείου ή αλλάζουν στρατόπεδο. Γενικώς ειπείν, πάντως, το κίνημα ιδεών που ονομάστηκε νεοελληνικός διαφωτισμός χαρακτηρίζεται από 4 στοιχεία που αλληλοδιαπλέκονται: 1) Στροφή στην αρχαιοελληνική σκέψη, 2) Ενασχόληση με τις φυσικές επιστήμες, 3) Ενδιαφέρον για τη φωτισμένη Ευρώπη, και 4) Προβληματισμός για το γλωσσικό που είναι καθαρώς νεοελληνικό πρόβλημα.

Ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσίαζε η αρχαιολατρεία, κυρίως διότι έπρεπε πρώτα να αποκατασταθεί η αξιοπρέπεια του όρου «Έλλην» που σήμαινε για τους Βυζαντινούς ειδωλολάτρης. Ο Ρωμιός, ζώντας υπό δουλεία Ασιάτη κυριάρχου έπρεπε να ξαναβρεί την επαφή του με προγόνους που κατατρόπωναν βαρβάρους, όχι μόνον πνευματικώς αλλά και στρατιωτικώς στα πεδία των μαχών, έπρεπε δηλαδή να νοήσει εαυτόν ως ανήκοντα σε υπερήφανο έθνος και όχι απλώς στο χριστιανικό Γένος. Ο Ρήγας Φερραίος, δεν φοράει τυχαία την περικεφαλαία αρχαίου Έλληνα. Αυτή η αρχαιολατρεία εξ ανακλάσεως που έφτασε στην Ελλάδα σε δυτικοευρωπαϊκή συσκευασία έφερνε έτσι φυσιολογικώς τους υπόδουλους Ρωμιούς κοντά στην Ευρώπη και τις αξίες της. Ο Ναπολέων ήξερε τι έκανε όταν, την ώρα που τα γαλλικά στρατεύματα πλησίαζαν τον ελληνικό χώρο κατά την πρώτη γαλλική κατάκτηση της Επτανήσου, έδινε στις 26 Μαρτίου του 1797 εντολή στους επιτελείς του να μην παραλείπουν να μνημονεύουν στις προκηρύξεις τους την αρχαία Αθήνα και τη Σπάρτη. Η έμφαση στο προγονικό κλέος των αρχαίων λειτουργούσε για τους Έλληνες διαφωτιστές ως πρώτη ύλη για τη συγκρότηση έθνους, εθνικής συνείδησης. Ο συγκρατημένος τρόπος με τον οποίο ορισμένοι από αυτούς επαινούν τη συσπειρωτική λειτουργία της Εκκλησίας, οφείλεται στο γεγονός ότι η αδιάρρηκτη σύνδεση «Πίστης» και «Γένους» στην οποία επέμενε το Πατριαρχείο, άφηνε ως μόνη διέξοδο απαλλαγής από τον Ασιάτη δυνάστη μια επιστροφή στον βυζαντινό μεσαίωνα. Οι Έλληνες διαφωτιστές, και ιδίως ο Κοραής, δεν παγιδεύθηκαν σε αυτό το πολωτικό σχήμα.

Δυσκολίες συνάντησαν οι διαφωτιστές σε κάθε τους βήμα. Η αρχαιολατρεία τους θεωρήθηκε ύποπτη ειδωλολατρείας, το ενδιαφέρον τους για τις φυσικές επιστήμες αντιχριστιανικό, αφού ακόμη και το ηλιοκεντρικό σύστημα που υποστήριζαν υποβάθμιζε το πρωτείο της Γης, δεν συμβιβαζόταν με την Παλαιά Διαθήκη και υπέσκαπτε την πίστη στη μοναδικότητα του ανθρώπου, του μόνου πλάσματος που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Πλάστη. Το ενδιαφέρον για την Ευρώπη, αυτήν την εστία αθεΐας, ανηθικότητας και παντός «βολταιρισμού» ήταν νοσηρό, ύποπτο και καταδικαστέο. Προβληματισμός για τη

γλώσσα δεν χρειαζόταν. Τα αρχαία δεν περιείχαν κείμενα με αιώνιες αλήθειες ενώ η καθομιλουμένη ήταν γλωσσικό ιδίωμα του λαού που δεν ενδιέφερε ιδιαιτέρως τον πιστό, αφού αυτός έπρεπε κυρίως να μαθαίνει —με τη βοήθεια ιεροδιδασκάλων— τα εκκλησιαστικά ελληνικά για να εντρυφεί στα ιερά κείμενα. Ιδιαίτερο σκανδαλισμό προκαλούσε στο ιερατείο η ιταμή διεκδίκηση του δικαιώματος στην επίγεια ευτυχία, και η αναζήτηση ανθρωποκεντρικής ηθικής και δεοντολογίας στην κοινωνική συμβίωση. Η άποψη που διετύπωσε ο Κοραής στα «Προλεγόμενα» στο έργο του Αριστοτέλη «Ηθικά Νικομάχεια» ότι «η ατομική ηδονή είναι επιτρεπτή εφόσον επιδιδόμενοι εις αυτήν δεν βλάπτουμε άλλους», σκανδάλισε τους ιερωμένους καθώς αμφισβητούσε την αξία του ασκητισμού και έμοιαζε να ανατρέπει τη Μεσαιωνική αντίληψη για τη ζωή ως «κοιλάδα δακρύων» την οποία ο άνθρωπος είναι ταγμένος να διασχίσει προσδοκώντας και μόνον «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Η επιμονή των κορυφαίων Ελλήνων διαφωτιστών να διατρανώνουν συνεχώς την πίστη τους στο θείο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τις «δεσιδαιμονίες», δεν τους εξιλέωσε στα μάτια του Πατριαρχείου, διότι το κριτήριο εκτίμησης μιας ιδέας παύει έτσι να είναι θεολογικό και γίνεται απροσχηματί-στως κοινωνικό ή ατομικό. Την μετατόπιση αυτή του κέντρου βάρους από το θείο στο ανθρώπινο τη συνέλαβε πεντακάθαρα η Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία αρνήθηκε με πείσμα να θεωρήσει γνήσιες τις ομολογίες πίστεως πολλών διαφωτιστών.

Στην εξέλιξη του κινήματος του νεοελληνικού διαφωτισμού που αρχίζει τα μέσα του 18ου αιώνος και τελειώνει με την έναρξη του Αιώνα του 1821, ο Δημαράς διακρίνει τρία στάδια. Ένα πρώτο στάδιο προδρομικό που αρχίζει γύρω στα 1750, κυριαρχείται από τις ιδέες του Βολταίρου και ξεκινάει εκ των άνω. Είναι το στάδιο του διαφωτισμένου δεσποτισμού που λήγει το 1774 με το τέλος του πρώτου ρωσο-τουρκικού πολέμου, ο οποίος, κατά την έκφραση του Δημαρά, οδήγησε στο «ξεσπαργάνωμα του Ελληνισμού». Το δεύτερο στάδιο που διαρκεί ως το τέλος του αιώνα κυριαρχείται από τη Γαλλική Επανάσταση, τις ιδέες της και τον αντίκτυπο της στον υπόδουλο Ελληνισμό. Το στάδιο αυτό ο Δημαράς το ονομάζει «περίοδο ανακαίνισης». Το τρίτο στάδιο αρχίζει το 1800 και λήγει το 1821 με το ξέσπασμα της Επανάστασης. Πρόκειται για την εποχή της παλιγγενεσίας για τους Έλληνες κατά την οποία ο διαφωτισμός εμφανίζει και ριζοσπαστικές αντικληρικές τάσεις, ενώ η αντίδραση του Πατριαρχείου οξύνεται. Η περιοδίκευση αυτή δεν εξυπακούει βεβαίως ότι σινικά τείχη χωρίζουν το ένα στάδιο από το άλλο. Απλώς βοηθάει να καταλάβει ο αναγνώστης τη δυναμική αυτού του ιδιότυπου κινήματος, του νεοελληνικού διαφωτισμού που βρίσκεται σε συνεχή σχεδόν αντιδικία με τους βυζαντινολάτρες του Πατριαρχείου, δεν έχει πάντοτε συνείδηση της αυτονομίας του ούτε ξεκά-θαρους στόχους, ωστόσο όμως λειτούργησε ελευθερωτικώς προς δύο κατευθύνσεις: Αναθεώρησε εκ βάθρων την παράδοση και τη δοτή αλήθεια αφενός και προετοίμασε πνευματικώς τους υπόδουλους Ρωμιούς να πάρουν ως άτομα τα όπλα κατά του δυνάστη αφετέρου.

Πρώτο στάδιο (1750-1773): Διαφωτισμός εκ των άνω

Από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Φαναριώτες —πλούσιοι Έλληνες εμπορευόμενοι που ακολουθώντας το Πατριαρχείο εγκαταστάθηκαν το 1601 στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, έχοντας συρρεύσει από την Τραπεζούντα, την Καραμανία και τα νησιά του Αιγαίου— είχαν αρχίσει να αποκτούν κύρος ως Μεγάλοι Διερμηνείς της Πύλης. Ο νόμος απαγόρευε στους Οθωμανούς να μαθαίνουν και να μιλάνε ξένες γλώσσες. Οι Φαναριώτες που ξεκίνησαν ως μεταφραστές των αναφορών των ξένων πρεσβειών έφθασαν να αναλαμβάνουν αποστολές στην Ευρώπη για λογαριασμό του Σουλτάνου. Οι Μαυροκορδάτοι ήσαν η σημαντικότερη από τις μεγάλες φαναριώτικες οικογένειες που κατέκτησαν υψηλά αξιώματα. Ο Αλέξανδρος (1636-1709), ο επονομασθείς «εξ απορρήτων» —κατά ελληνοποίηση του λατινικού αξιώματος του «σεκρετάριου» και του τουρκικού μουχαρέμ-εσράχ— διέπρεψε ως μεγάλος διερμηνεύς και παρότρυνε τους συμπατριώτες του να ταξιδεύουν συχνά «στην πεπολιτισμένην Ευρώπην». Μετά το 1771 και την ήττα του Τσάρου Μεγάλου Πέτρου στον ποταμό Προύθο, ο Σουλτάνος, έχοντας χάσει κάθε εμπιστοσύνη στους Ρουμάνους που συντάχθηκαν με τους Ρώσους, ανέθεσε σε Φαναριώτες τη διακυβέρνηση των ως τότε αυτοδιοικουμένων παραδουνάβιων περιοχών. Ο αρχαιομαθής και αρχαιολάτρης Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1680-1730), υιός του Αλεξάνδρου, ανεδείχθη ο πρώτος Έλλην ηγεμών της Βλαχίας (1709) και κατόπιν της Μολδαβίας (1710) με χρίσμα του Πατριάρχη και τελετουργικό που θύμιζε στέψη Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το Γένος αποκτά έτσι, εκτός της εκκλησιαστικής και πολιτική ηγεσία, με πείρα ασκήσεως πολιτικής σε βαλκανικό επίπεδο.

Η στροφή προς την Ευρώπη είναι, την περίοδο αυτή, ιδιαίτερα έντονη σε Έλληνες λόγιους που έχουν ελευθερωθεί από τις δογματικές παρωπίδες και έχουν ξεπεράσει τους φανατισμούς που γέννησε το σχίσμα μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής εκδοχής του Χριστιανισμού. Οι Φαναριώτες προσλαμβάνουν Γάλλους οικοδιδασκάλους για τα παιδιά τους οι οποίοι κηρύσσουν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Στο Βουκουρέστι οι νεαροί βλαστοί των ελληνικών οικογενειών στην αυλή του Έλληνα ηγεμόνα μαθαίνουν Γαλλικά και διαβάζουν τις ιδέες των Γάλλων φιλοσόφων στο πρωτότυπο. Παράλληλα αυξάνονται οι μεταφράσεις και τα περιοδικά που εκλαϊκεύουν τις νέες ιδέες και τα πορίσματα των φυσικών επιστημών. Το 1794 συγκροτείται στην Κωνσταντινούπολη μια «λαϊκή λέσχη» που γίνεται δεκτή ως παράρτημα της «Εταιρείας των Ιακωβίνων», όπως αναφέρει ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης στο ενδιαφέρον βιβλίο του «Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη» (σελ. 56).

Προκύπτει τότε με οξύτητα το ζήτημα του γλωσσικού οργάνου στο οποίο πρέπει να διατυπωθούν με αρτιότητα και κομψοέπεια οι νέες ιδέες. Συχνά λείπουν ως και οι απαραίτητοι όροι. Το 1768 ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), θέλοντας να εκφράσει την —πρωτόφαντη για την χριστιανοσύνη της Ανατολής— έννοια της ανοχής σε ποικίλα θρησκευτικά δόγματα, δηλαδή την “Tolerantia” του John Locke, πλάθει τον όρο «ανεξιθρησκεία» («Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας» Λειψία 1708). Η έννοια πέρασε έτσι οριστικά στην ελληνική γλώσσα, έστω και αν η αντίστοιχη πρακτική υστέρησε κάπως σε σχέση με τη Δύση. Το 1804 ο Κοραής αποδίδει τον όρο civilisation με τον νεολογισμό «πολιτισμός». Η δημιουργική γλωσσοπλασία οργιάζει αλλά το γλωσσικό δεν λύνεται. Στη Δύση, ο Διαφωτισμός οδήγησε πολύ ομαλά στην αντικατάσταση της λατινικής γλώσσας από τις εθνικές που είχαν ήδη καλλιεργηθεί σε μεγάλο βαθμό από συγγραφείς και λογίους σε κάθε χώρα. Οι Έλληνες δεν είχαν αυτήν την επιλογή. Εάν ήθελαν να επικοινωνήσουν πλήρως με τους προγόνους τους έπρεπε να αναστήσουν τα αρχαία με κίνδυνο το όλο εγχείρημα να μείνει υπόθεση μιας χούφτας αρχαιομαθών λογίων. Οι υποστηρικτές της επαναφοράς των αρχαίων θεμελίωναν τις προτάσεις τους στο αγωνιστικό σκεπτικό ότι ο γλωσσικός αρχαϊσμός ήταν πρώτον πράξη αντίστασης στον Τούρκο δυνάστη ο οποίος είχε συντελέσει στη διαφθορά της γλώσσας, δεύτερον φιλοευρωπαϊκή πράξη, καθώς στη Δύση φούντωνε ο νεοκλασικισμός και τρίτον πράξη φρονηματισμού για τους Έλληνες που θα βίωναν έτσι την προγονική δόξα στον πιο πολύτιμο ανθρώπινο θεσμό, τη γλώσσα τους. Εάν, έλεγαν οι αρχαϊστές, τα αρχαία κείμενα μεταφράζονταν απλώς στην «κοινή» της εποχής, τούτο θα απομάκρυνε έτι μάλλον τους Έλληνες από τη γλώσσα των προγόνων τους καθώς αυτή θα μετατρεπόταν έτσι, οικεία βουλήσει, σε ξένη γλώσσα, ενώ θα καθιέρωνε πια οριστικώς την νεοελληνική ως ένα ακατέργαστο ιδίωμα στο οποίο είχαν «εκφυλισθεί» τα αρχαία με την πάροδο των αιώνων.

Αντίθετα, οι επειγόμενοι να διαδώσουν «τα φώτα» της αρχαίας σκέψης στους υπόδουλους για να τους προετοιμάσουν για τον ξεσηκωμό, υποστήριζαν το πρωτείο του υπόδουλου ατόμου, δημιουργού της δικής του γλώσσας ή αυθόρμητης γλωσσικής τάξης, που θα έλεγε ο Hayek, με το λίαν πρακτικό επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν χρονικά περιθώρια για πειραματισμούς. Ο Ρήγας, π.χ. επέμενε ότι για να ξεσηκωθεί ο υπόδουλος Έλληνας και όχι μόνον ο Έλληνας αλλά όλοι οι Βαλκάνιοι που μάθαιναν Ελληνικά, αυτός έπρεπε να καταλαβαίνει «τους λαλούντας υπέρ των συμφερόντων του» και τούτο θα συνέβαινε μόνον όταν αυτοί «των λαλώσιν εις την συνήθη αυτώ εκ βρέφους διάλεκτον». Μήπως έπρεπε να βρεθεί μια μέση λύση, μια «μέση οδός» όπως συνιστούσε ο Κοραής; Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του Δημαρά ότι τον φθίνοντα 18ο αιώνα, η ροπή προς την αρχαία γλώσσα δεν είναι καθόλου δείγμα συντηρητισμού και στείρας προγονολατρείας αλλά συνδυάζεται συχνά με προοδευτικά κηρύγματα, όπως στην περίπτωση του Νεοφύτου Δούκα. Αντίθετα, ο Φαναριώτης Δημήτρης Καταρτζής, που πιστεύει με φανατισμό στην ανάγκη αγωγής και παιδείας του υπόδουλου Ελληνισμού, θέλει οπωσδήποτε γρήγορη και άνετη επικοινωνία και γι’ αυτό προτιμούσε την κοινή της εποχής η οποία σε τίποτε —έγραφε το 1783— δεν υστερεί από τις άλλες γλώσσες, είναι μάλιστα και καλύτερη.

Κατά το πρώτο στάδιο του διαφωτισμού, η συμβολή των Φαναριωτών είναι αξιόλογη. Ο Νικόλαος Καταρτζής μεταφράζει Βολταίρο ο οποίος θέλγει τους υπόδουλους Έλληνες, διότι έχει ταχθεί σαφώς κατά του Σουλτάνου και υπέρ της απελευθερώσεως τους. Ακόμη και το αντιθρησκευτικό του μένος του συγχωρείται αρχικώς από το Πατριαρχείο. Ο Ευγένιος Βούλγαρης αν και κληρικός, μεταφράζει τον «Μέμνωνα» του Βολταίρου στα Ελληνικά —φροντίζοντας βέβαια να υπογράψει μόνο με τα αρχικά του—τηρώντας ωστόσο αποστάσεις ασφαλείας από το Γάλλο διαφωτιστή καθώς διαπιστώνει ότι «ο Βολτάριος πάντοτε είναι Βολτάριος καλά κακοίς συναφύρων εν τοις εαυτού πονήμασιν». Η εκ 576 σελίδων «Λογΐκή» του Ευγενίου Βούλγαρη που τυπώθηκε το 1766 μνημονεύει τον Hobbes, τον Locke αλλά και τον Νεύτωνα. Το 1770 ο Βούλγαρης εγκαθίσταται στην αυλή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης στην Αγία Πετρούπολη. Μετά την Γαλλική Επανάσταση και τις ακρότητες της, ο Βούλγαρης μεταμελείται και συντάσσει μιαν «Επιστολή» απαντητική έργου που δεν είχε διαβάσει κατατάσσοντας τον Βολταίρο στα «μεγάλα και ξακουστά επί δυσεβεία ονόματα».

Ο Βούλγαρης, από τους πολυμαθέστερους και πολυγραφότερους Έλληνες λογίους του 18ου αιώνος, άριστος γνώστης της λατινικής, ιταλικής, γερμανικής, γαλλικής, αγγλικής, εβραϊκής και ρωσικής, ανήκει εν μέρει στον διαφωτισμό, λόγω των ενδιαφερόντων του στους τομείς των μαθηματικών, των φυσικών επιστημών, αλλά ξεκόβει από αυτόν όταν καταδικάζει τις αισθήσεις λέγοντας ότι είναι «εξαλλοιούμεναι και σφαλερόταται» και τους φιλοσόφους που απομακρύνονται από τα ιερά δόγματα. Ωστόσο, μετέφρασε το κύριο φιλοσοφικό έργο του Locke “Essay on human understanding” με τον τίτλο «Υποτύπωσις ή υπόμνημα φιλοσοφικόν περί του κατά άνθρωπον νου εκ του Άγγλου Λωκίου». Χαρακτηριστικό της αντιφατικότητας αυτού του λογίου είναι ότι καταπολεμά το ηλιοκεντρικό σύστημα του Κοπέρνικου με επιχειρήματα από τη Βίβλο.

Δεύτερο στάδιο (1774-1800) Περίοδος ανακαίνισης

Οι τύχες του Ελληνισμού κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, διέπονται ιδεολογικώς μεν από τις ιδέες των Εγκυκλοπαιδιστών του Βολταίρου και της Γαλλικής Επανάστασης, πολιτικώς δε από τις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Η άνοδος της Αικατερίνης της Μεγάλης στο θρόνο το 1763 και η συμπάθεια της τόσο προς τον Βολταίρο όσο και προς το υπόδουλο ομόδοξο Γένος, καλλιέργησε στους Ρωμιούς ελπίδες ότι σύντομα θα τους ελευθέρωνε ο «Μόσκοβος». Οι ελπίδες αυτές αναπτερώθηκαν μετά τον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο από τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) που εξασφάλισε στη Ρωσία δικαίωμα παρέμβασης στα εσωτερικά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε περίπτωση διωγμών των χριστιανών. Την εποχή εκείνη των μεγάλων προσδοκιών το Πατριαρχείο είναι ανεκτικό σε νεωτερισμούς, εφόσον αυτοί δεν βρίσκονται σε απόλυτη δυσαρμονία με το δόγμα. Ο θρησκευτικός αυτός ουμανισμός, που διέπει τις διαδοχικές πατριαρχίες του Κυρίλλου Λούκαρη καλλιεργεί ένα κλίμα ανοχής στην καινοτομία. Η εντολή του Πατριαρχείου «Παυσάτω η καινοτομία» είναι μεταγενέστερη. Το κλίμα αλλάζει άρδην μετά τη σαφή ήττα των Ρώσων στον δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792) που παρωθεί το Πατριαρχείο να γίνει πολύ πιο προσεκτικό στις σχέσεις του με την Πύλη και πολύ πιο αδιάλλακτο στη στηλίτευση των ιδεολογικών του αντιπάλων κορυφαίος των οποίων είναι βεβαίως πάντοτε ο Βολταίρος. Το 1792 ξανατυπώνεται ο «Μέμνων» προς μεγίστη ενόχληση του Πατριαρχείου ενώ το 1793 εμφανίζονται —ως τεκμηριώνει ο Δημαράς— τα επίθετα «βολταιρόφρων» και «βολταιρολάτρης». Περί το τέλος του αιώνος, αυτό τούτο το όνομα του Γάλλου στοχαστή γίνεται επίθετο σε εκφράσεις όπως «δεν ήτον ως οι άλλοι Βολταίρος παντελώς» ή επί το λαϊκότερον «όλος φραντσέζος και όλος Βολταίρος έγινες πια πανάθεμά σε». Το Πατριαρχείο δεν μένει με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο κύμα «βολταιρολατρείας». Ήδη το 1791, σε μια εγκύκλιό του ο Πατριάρχης αναφέρει ότι «ο παμπόνηρος και μισάνθρωπος Δαίμων ηύρεν εις τους παρόντας αιώνας όργανα παντελούς ασεβείας και αθεΐας τους Βολταίρους». «Η καμπύλη την οποία διαγράφουν οι τύχες του Βολταίρου στην Ελλάδα —γράφει ο Δημαράς— παρουσιάζουν μιαν ανησυχητική ακρίβεια» («Νεοελληνικός Διαφωτισμός», σελ. 171).

Την υπεράσπιση της ορθής πίστης και την κατατρόπωση του κινήματος του Διαφωτισμού αναλαμβάνει την περίοδο αυτή για λογαριασμό του Πατριαρχείου ο Αθανάσιος Πάριος (1725-1813) τον οποίο ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης ονομάζει «βαλκανικό αντίστοιχο του de Maistre». Ο Πάριος θεωρεί ότι είναι το σκεύος εκλογής της θείας Πρόνοιας για να προστατεύσει τους συμπατριώτες του από ολισθήματα, λάθη και αμαρτίες. Οι απόψεις που υποστηρίζει στα πολυάριθμα έργα του αποτυπώνουν τις ιερές αλήθειες, ενώ ο ίδιος αποφεύγει, ως ισχυρίζεται, οιαδήποτε προσωπική γνώμη, διευκρινίζοντας ότι: «Τοιγαρούν, ουδέν εκ της εμού κοιλίας αλλά πάντα τα εκ των θείων γραφών… ταύτα ερώ». Το μίσος του προς την Ευρώπη —στην οποία ο ίδιος αρνήθηκε να πάει αν και του δόθηκε η ευκαιρία — είναι αβυσσαλέο. Αυτοί που πηγαίνουν σ’ αυτό το «χάος της απώλειας» επιστρέφουν —γράφει στην «Αντιφρόνηση», σελ. 38-45— «φυσιωμένοι με την αξίωσιν να περνώσιν μεταξύ ημών καθάπερ εν ημιόνοις ημίθεοι». Τον Βολταίρο χαρακτηρίζει ο Πάριος «παμμίαρον» και «θεομίσητον». Στο έξαλλο έργο του, «Χριστιανική Απολογία», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1798 στο Πατριαρχικό Τυπογραφείο της Κωνσταντινουπόλεως, ο Πάριος κατηγορεί τους Γάλλους ως «μωρόν λαόν» και «λιμπερτίνους» αποφαίνεται δε γενικώς ότι «οι άνθρωποι ούτε γεννώνται ούτε είναι ελεύθεροι». Την ίδια χρονιά εκδίδεται μια οξύτατη εγκύκλιος του Πατριάρχη με την οποία καταδικάζεται η «Νέα Πολιτική Διοίκηση» του Ρήγα Φερραίου ως κείμενο «πλήρες σαθρότητός» ενώ οι κατά τόπους ιεράρχες εντέλλονται να κατάσχουν τα αντίτυπα που βρίσκουν και να τα στέλνουν στο Πατριαρχείο για να καούν. Στην «Πατρική διδασκαλία» που εκδόθηκε την ίδια χρονιά με την «Χριστιανική Απολογία» από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο (1798), ο ανώνυμος συγγραφέας προειδοποιεί τους πιστούς να μην παρασυρθούν από το «νυν θρυλλούμενον σύστημα της ελευθερίας» και εξυμνεί την «ισχυράν βασιλείαν των Οθωμανών». Το κείμενο αυτό το οποίο υπεστήριξε ομοθύμως ο Πάριος στο φυλλάδιο του «Νέος Ραψάκης» εξόργισε σε τέτοιο σημείο τον Αδαμάντιο Κοραή ώστε αυτός εξέδωσε —επίσης ανωνύμως— την ίδια χρονιά (το 1798) στο Παρίσι ένα φυλλάδιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αδελφική διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανική Επικράτειαν Γραικούς εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνύμως εκδοθείσης εν Κωνσταντινουπόλει ‘Πατρικής διδασκαλίας’». Κατά την περίοδο εκείνη οι υπόδουλοι Έλληνες υφίστανται έναν πραγματικό καταιωνισμό —πατριαρχικής εμπνεύσεως— εκδόσεων όπως είναι το «Τρόπαιον της ορθοδόξου πίστεως… προς… αναίρεσιν των φληνάφων δυσεβών» (1791), το «Βιβλίον καλούμενον έλεγχος κατά αθέων και δυσεβών», (ένα ανώνυμο δηλαδή φυλλάδιο του 1793 που αποκαλεί τον Βολταίρο «καταγέλαστον-σιμόν μορμολύκειον»), η «Αθλιότης των δοκησισόφων», η «Ανασκευή της του Βολταίρου Βίβλου», το «Τρόπαιον κατά των οπαδών του Κοπερνίκου» (1794), η «Στηλίτευσις της φραμαζονικής αφέσεως» και άλλα τέτοια.

Τη δύσκολη αυτή για τον διαφωτισμό εποχή, κορυφαίος εκπρόσωπος του κινήματος είναι ο Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807). Φαναριώτης λόγιος επηρεασμένος από τις ιδέες των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών που έζησε και. πέθανε στο Βουκουρέστι όπου τιμήθηκε με τον τίτλο του Μεγάλου Λογοθέτη. Ο Καταρτζής φλέγεται από το όραμα του διαφωτισμού των μαθητών στα σχολεία σε γλώσσα κατανοητή στα παιδιά και από την ανάγκη επικοινωνίας με τη σκέψη της Δύσεως. Ένα από τα πρώτα του έργα το 1783 είναι μια «Συμβουλή στους νέους» για το πώς να αξιοποιούν τα «φράγκικα» διαβάσματα που τόσο ενοχλούσαν την ορθόδοξη σκέψη. Όλα τα κύρια θέματα του Διαφωτισμού είναι συγκεντρωμένα στο έργο του Καταρτζή ο οποίος διέπεται από την εγγενή αισιοδοξία του κινήματος και προσδοκά πολλά από το σχολείο, από την ανταλλαγή ιδεών και την πνευματική επικοινωνία. Ενθαρρυνόμενος από τον ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Σούτσο προωθεί πλείστες όσες μεταφραστικές προσπάθειες εκ των οποίων το έργο “La Science du gouvernement” του Real de Curban είναι το σημαντικότερο. Πρόκειται για κείμενο που περιγράφει, θεμελιώνει και συστηματοποιεί το διαφωτισμένο δεσποτισμό εκκινώντας από την αφετηρία ότι «η καλλιέργεια των ηθών του έθνους είναι αποτεταμιευμένη στον εξουσιαστή του… Όθεν κάθε βασιλείας δύναμη ή αδυναμία, ευτύχημα ή δυστυχία, προέρχεται απταίς αρεταίς ή κακίαις, και απτήν αξιότητα ή αναξιότητα των αυθέντων και βασιλέων». Πρόκειται για μιαν αντίληψη προόδου η οποία είναι καθαρώς έργο φωτισμένου ηγεμόνα.

Ο Καταρτζής ευλαβείται τα θρησκευτικά θέσμια αλλά δεν δεσμεύεται από αυτά, καθώς στη σκέψη του η εξ αποκαλύψεως αλήθεια διαχωρίζεται πλήρως και στεγανοποιείται από την ερευνημένη αλήθεια όπως την προσεγγίζει ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους. Κατά την εκσυγχρονισμένη εκδοχή του χριστιανισμού που προωθεί δεν αποδίδεται τόση σημασία στη δογματική όσο στην ηθικοπρακτική πλευρά της θρησκευτικής διδασκαλίας. Δεν διστάζει να αντιπαραθέσει στη σχολαστική, το σωκρατικό ιδανικό της αυτογνωσίας και αυτοβελτίωσης με εκμάθηση της αρετής. Με το «σχέδιο της αγωγής των παιδιών Ρωμηών και Βλάχων που πρέπει να γίνεται μετά λόγου στα κοινά σπητικά σχολεία» πειράται να υλοποιήσει αυτές τις αρχές επιδιώκοντας πάντοτε, όπως λέει, «Μόνο να ωφελήσω το γένος μου». Ο Καταρτζής υπήρξε ο πρώτος ο οποίος μέσα στο πνεύμα του Διαφωτισμού εκπονεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα εκπαίδευσης που προβλέπει μετάδοση γνώσεων από τη Δύση και την Αρχαιότητα στη «φυσική γλώσσα», καθώς κάμνουν τώρα οι Εγγλέζοι, οι Φραντσέζοι και όλα τα άλλα ευ πεπολιτισμένα έθνη της Ευρώπης…». Ο ίδιος εξηγεί την προτίμηση του για αυτή την κοινή της εποχής, την «λαλουμένη» όπως την είπε ο Κοραής, την επονομασθείσα δημοτική αργότερα, επικαλούμενος την πάγια φιλελεύθερη γλωσσολογική αρχή ότι «κανείς δεν έχει εξουσία να δώσει σε μια λέξι το πάθος όπου δεν έχει αυτή στο στόμα του λαού». Με την έκρηξη μισαλλοδοξίας του Πατριαρχείου μετά τη Γαλλική Επανάσταση και υπό την πίεση ως φαίνεται και του ηγεμόνος Μιχαήλ Σούτσου ο οποίος έρρεπε προς τον γλωσσικό καθαρισμό, ο Καταρτζής εγκαταλείπει το 1791 το γλωσσικό θεμέλιο του παιδευτικού του προγράμματος αλλά ο ίδιος θα συνεχίσει να γράφει σε μια γλώσσα την οποία αποκαλεί «αιρετή» (ένα είδος πρωτοκαθαρεύουσας) χωρίς να σταματήσει να υπεραμύνεται θεωρητικώς της «φυσικής» γλώσσας του λαού την οποία θεωρούσε ως ζωντανή συνέχεια της αρχαίας.

Την εποχή που έγραφε, στοχαζόταν και δρούσε o Καταρτζής, ένας Έλληνας λόγιος οπαδός του Διαφωτισμού έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Έτσι, όταν εκδίδει το 1781 μια «Θεωρία της Γεωγραφίας» ο Καταρτζής φροντίζει να φυλαχθεί εκ των προτέρων από τις κακοτοπιές. Σε ένα σημείο εξηγεί ότι δεν «νεωτερίζει» (λέξη που βρισκόταν στο στόχαστρο του Πατριαρχείου) αλλά «Πυθαγορίζει» εκθέτοντας την άποψη ότι η γη κινείται περί τον ήλιο και όχι αντιστρόφως όπως έλεγε η Βίβλος. Συγχρόνως, αυτοπροστατεύεται δηλώνοντας ότι τα ευρήματα των φυσικών επιστημών είναι απλώς πιθανά. Στην «Απολογία» του που γράφτηκε το 1780, αναφέρεται στα παθήματα των λογίων που είχαν εκτεθεί ως νεωτεριστές και περιγράφει τη σκηνή όπου οι εχθροί της καινοτομίας έφεραν στην αίθουσα όπου ο Ευγένιος Βούλγαρης δίδασκε μαθηματικά έναν βρομερό μπακάλη «απόζοντα της πολυσυνθέτου δυσοσμίας της τέχνης αυτού…», ο οποίος εκράδαινε μιαν πρακτική αριθμητική στο χέρι, ενώ οι κεκράκτες φωνασκούσαν: «Τι δαπανάτε τον καιρόν μάτην; υπέλεγον τοις ακροαταίς τινές βωμολόχοι· θέλετε αριθμητικά; Ιδού οι μπακάληδες… αυτούς κάμετε διδασκάλους αν αγαπάτε να μάθετε τα αριθμητικά». Φυλάγοντας πάντοτε τα νώτα του, ο Καταρτζής διακηρύσσει μεν ότι η πατερική διδασκαλία προφέρει «αλήθειαις αιώνιαις» αλλά δηλώνει ταυτόχρονα —και κάπως προκλητικά—για την αρχαία ελληνική γλώσσα: «Την τιμώ μέχρις ειδωλολατρείας».

Η Εκκλησία συλλαμβάνει αμέσως τους κινδύνους που συνιστά για την ίδια η αναβίωση του προ-χριστιανικού πολιτισμού (σε μια γλώσσα προσιτή στους μορφωμένους πιστούς), που καλλιεργεί την περιέργεια και επανεξετάζει εξ υπαρχής όλες τις έννοιες. Αυτή, ωστόσο, η —διαβρωτική για το δόγμα— περιέργεια ήταν γοητευτική για μια τάξη εύπορων Ελλήνων που διαθέτουν πια «την άνεση η οποία επιτρέπει την άσκηση ανιδιοτελών φροντίδων», όπως το διατυπώνει ο Δημαράς («Βήμα», 5.3.71). Η λαχτάρα πολλών από αυτούς να διαβάσουν τους αρχαίους στο πρωτότυπο είναι ο λόγος που αρχίζουν ξαφνικά να τυπώνονται τόσες «Γραμματικές» και βοηθήματα για εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών. Η ροπή προς τους αρχαίους ικανοποιούσε βιωμένες περιέργειες και γεννούσε νέες υπονομεύοντας έτσι αποφασιστικά το μονοπώλιο της Εκκλησίας στην εκπαίδευση. Από την πλευρά του το Πατριαρχείο είχε δίκιο να αρχίσει να ανησυχεί όταν οι δάσκαλοι άρχισαν να στρατολογούνται όλο και περισσότερο μεταξύ των λαϊκών. Αυτή η εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης, αυτή η εθνικοποίηση του Γένους μόνο κινδύνους μπορούσε να εγκυμονεί για το ιερατείο που εξαπολύει μύδρους κατά του Πλάτωνα, του Ζήνωνα και του Αριστοτέλη, ενώ ο ανεξάντλητος Πάριος ονειδίζει τους αρχαίους και ιδίως τον Σωκράτη, για τα ήθη τους. Το 1817, δύο χρόνια πριν από τη σχετική εγκύκλιο του Πατριαρχείου, ο Μιχαήλ Περδικάρης στιγματίζει το έθιμο να δίνονται στα παιδιά ονόματα αρχαίων όπου «άλλος επωνομάσθη Εμπεδοκλής, άλλος Θρασύβουλος και άλλος Γάδαρος και άλλος Γόμαρος». Τον χειμώνα του 1814-1815 ο Πατριάρχης Κύριλλος Ζ’ εξεδήλωνε τη δυσφορία του διότι οι λόγιοι προτιμούσαν τον Θουκυδίδη και τον Δημοσθένη από τον Συνέσιο και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Το 1819 το Πατριαρχείο καταρτίζει καταλόγους απηγορευμένων βιβλίων. Την εποχή εκείνη —διαπιστώνει ο Δημαράς— «η επιστροφή στα αρχαία… ήταν μια από τις μορφές τις οποίες έπαιρνε το φιλελεύθερο και προοδευτικό πνεύμα».

Η διαπάλη των διαφωτιστών με τους παραδοσιακούς στα τέσσερα μεγάλα μέτωπα, αρχαίοι, Ευρώπη, φυσικές επιστήμες, γλωσσικό, οξύνεται την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα διότι τότε πυκνώνουν αφάνταστα οι επαφές Ελλήνων με τη Δύση. Την εποχή εκείνη σχηματίζονται παροικίες πλουσίων Ελλήνων με διάφορες πόλεις της Ευρώπης, οι οποίοι συναλλάσσονται καθημερινώς με τους ξένους στη γλώσσα τους. Η Βιέννη, αυτό «το εργαστήριο της νέας των Γραικών φιλολογίας», όπως την ονομάζει το 1815 ο Κοραής συγκεντρώνει εύπορους Έλληνες μακριά από το Πατριαρχείο όπου ανθεί ο νεωτερικός ελληνικός στοχασμός. Από την πλευρά του το ιερατείο είχε κάθε λόγο να ανησυχεί. Ήδη από το 1753 ο αρχιεπίσκοπος της Σμύρνης Ιερόθεος Δενδρινός αρνείται να βοηθήσει τον λόγιο Ιώσηπο Μοισιόδακα να μεταβεί στην Πάδουα να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του λέγοντας ότι «αθεΐζουσι… όσοι σπουδάζουν εν τη Φραγγία και μετά την επιστροφή αυτών συναθεΐζουσιν και ετέρους». Ωστόσο, οι Έλληνες του εξωτερικού ούτε τον χριστιανισμό απεμπολούν ούτε τους υπόδουλους συμπατριώτες τους ξεχνούν ούτε με τα χέρια σταυρωμένα μένουν. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Δημαράς είναι εντυπωσιακά. Ο αγράμματος έμπορος Ιωάννης Πρίγκος στο Άμστερνταμ μαζεύει βιβλία και τα στέλνει στην πατρίδα. Τον συνδυασμό του κερδώου με τον λόγιο Ερμή ενσαρκώνουν με την πολύπλευρη δράση τους ο Ζαβίρας στη Βουδαπέστη, ο Κρομμύδας στη Μόσχα, ο Μπέλιος στη Βιέννη και βεβαίως ο ίδιος ο Κοραής —που ξεκίνησε ως ιατρός και εμπορευόμενος— στο Παρίσι. Πληθαίνουν επίσης τα περιοδικά και οι εκδόσεις με πρωτεργάτες τον Πολυζώνη Λαμπατζινιώτη, τον ‘Ανθιμο Γαζή, τον Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Νεόφυτο Δούκα. Στην Ύδρα οι πλούσιοι καραβοκυραίοι πασχίζουν να βρουν τους καλύτερους δασκάλους για τα παιδιά τους. Οι περιουσίες δεν είναι κτηματικές όπως στην Ευρώπη ώστε να παρωθούν στη συντήρηση προνομίων αλλά κινητές. Οι Έλληνες έμποροι και εφοπλιστές που πλούτισαν την εποχή των Ναπολεοντίων πολέμων δεν επενδύουν σε πάγιο κεφάλαιο διότι δεν εμπιστεύονται το οθωμανικό κράτος. «Έχουν συνηθίσει —κατά τη διατύπωση του Δημαρά— να κινούνται και να κουβαλάν μαζί τους και το βιος τους. Αυτοί δεν φοβούνται τη μεταβολή, γιατί γνωρίζουν ότι και οι περιουσίες τους έτσι έγιναν, μέσα στις μεταβολές».

Οι Έλληνες της εποχής εκείνης νιώθουν ο καθένας τους υπεύθυνος για την τύχη του Γένους, χρηματοδοτούν σχολεία, δίνουν υποτροφίες, πολλαπλασιάζουν τις μεταφράσεις, προσανατολίζονται στα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη. Η κίνηση αυτή που αγκαλιάζει και Φαναριώτες, μεταβάλλει τις νοοτροπίες, αλλάζει τα ήθη και τις συμπεριφορές. Οι Έλληνες του διαφωτισμού που προετοιμάζουν έτσι την παλιγγεννεσία, αρχίζουν πια να νοούν την επιδίωξη επίγειας ευτυχίας, ελευθερίας και ατομικής στοχοθεσίας ως κάτι το θεμιτό και το συμβατό με τη χριστιανική πίστη. Η σκλήρυνση του Πατριαρχείου που διαλύει το 1819 το φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης, απαγορεύει την είσοδο της αλληλοδιδακτικής του Κοραή στα σχολεία της Κωνσταντινούπολης και στέλνει σχετικές εγκυκλίους στους απανταχού πιστούς (που έμειναν στο λαϊκό φαντασιώδες ως οι διαβόητες «απανταχούσες») αλλά και στο Νεόφυτο Βάμβα, τον Βενιαμίν Λέσβιο, τον Θεόφιλο Καΐρη και τον Κωνσταντίνο Κούμα να αποχωρήσουν από τα σχολεία όπου δίδασκαν, δεν πτοεί κανέναν. Ο Γρηγόριος ο Ε’ εκδίδει στη δεύτερη πατριαρχία του εγκύκλιο κατά των Ρώσων καλώντας «όλους τους ευσεβείς και ορθόδοξους χριστιανούς… εις το πιστόν ραγιαλίκι». Στην τρίτη πατριαρχία του εκδίδει εγκύκλιο εναντίον των αρχαίων ονομάτων χαρακτηρίζοντας αυτή την πρακτική «καταφρόνησιν της χριστιανικής ονοματοθεσίας», ενώ ο παμπόνηρος Αλή Πασάς είχε ήδη διαγνώσει ως σημάδι αναταραχής στις ελληνικές κοινότητες το γεγονός ότι οι γονείς βάφτιζαν τα παιδιά τους Λεωνίδα, Θεμιστοκλή και Αριστείδη. Λίγο πριν από τον απαγχονισμό του από τους Τούρκους, ο Γρήγοριος ο Ε’ κατεδίκασε την Επανάσταση και αναθεμάτισε τον Υψηλάντη. Ο «Λόγιος Ερμής», το σημαντικότερο τότε περιοδικό του Ελληνισμού που εξέδιδε ο Ανθιμος Γαζής στη Βιέννη, διέκοψε την έκδοση του για να μην υποχρεωθεί να δημοσιεύσει αυτά τα επαίσχυντα πατριαρχικά κείμενα, που ενώ δεν επηρέασαν κανέναν αγωνιστή, διέβαλαν το Πατριαρχείο στα μάτια των υποδούλων. Το μαρτύριο του Γρηγορίου απώθησε αυτές τις επώδυνες μνήμες.

Τρίτο στάδιο (1801-1821) Προετοιμασία της Παλιγγεννεσίας

Η περίοδος των αρχών του 19ου αιώνα αντιστοιχεί στην πιο ριζοσπαστική φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού που παίρνει συχνά βίαιο χαρακτήρα λόγω και της αμετροέπειας του Πατριαρχείου και των ποικίλων κεκρακτών του. Κορυφαίο κείμενο πολιτικής σκέψης και κοινωνικής κριτικής της εποχής είναι η «Ελληνική Νομαρχία» (1806) του «Ανωνύμου του Έλληνος». Πολλές γνώμες έχουν ακουστεί για τον πιθανό συγγραφέα. Έχουν μνημονευθεί ο Φώσκολος, ο Περραιβός, ο Ψαλλίδας, ο Κοκκώνης, ακόμη και ο Κάλβος. Ωστόσο, σημασία δεν έχει το όνομα αλλά το έργο του «Ανωνύμου» το οποίο υπεραμύνεται του ατόμου και εξαίρει το πολίτευμα της νομαρχίας, του κράτους του νόμου όπως θα λέγαμε σήμερα. Η «Ελληνική Νομαρχία» ξεχωρίζει ως το αρτιότερο όλων των ανωνύμων κειμένων του νεοελληνικού διαφωτισμού που κυκλοφορούν μετά την Γαλλική Επανάσταση και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τον ανώνυμο συγγραφέα του «Ρωσοαγγλογάλλου» το 1805 και τον ανώνυμο του «Λιβέλλου των Αρχιερέων» το 1810 καθώς και ίο φυλλάδιο «Κρίτωνος Στοχασμοί» το 1819, το οποίο ζητά να ισχύει «η ιερά δεσποτεία των νόμων οι οποίοι… προστατεύουν με ισότητα όλους».

Ο συγγραφεύς της «Ελληνικής Νομαρχίας» ξεχωρίζει κυρίως διότι έχει διαυγέστατη αντίληψη για την αξία των νόμων. «Εις την αναρχίαν —γράφει— ελεύθεροι είναι μόνον οι ισχυρότεροι, εις την Μοναρχίας εις, ουδείς εις την Τυραννίαν και όλοι εις την ΝΟΜΑΡΧΙΑΝ». Το φιλελεύθερο κήρυγμα του εκπληκτικού αυτού κειμένου συνοψίζεται στο ότι «Ελευθερία είναι η υπακοή εις τους νόμους», όχι στους οιουσδήποτε νόμους αλλά σε αυτούς τους οποίους οι πολίτες «διέταξαν οι ίδιοι» έτσι ώστε «υπακούοντάς τους ο καθείς υπακούει εις την θέλησίν του και είναι ελεύθερος» (§ 15). Η Νομαρχία —λέει— τιμά «την αξιότητα του υποκειμένου». Πρόκειται, δηλαδή, για έννοια η οποία και φραστικώς προσεγγίζει στο πρωτείο του ατόμου. Αναλύοντας την ασφάλεια δικαίου, που προσφέρει η έννομη τάξη ως πλαίσιο αναπτύξεως των ιδιωτικών πρωτοβουλιών, ο «Ανώνυμος ο Έλλην» σημειώνει ότι σε συνθήκες Νομαρχίας «ο πραγματευτής ευρίσκει ασφάλειαν εις το έχειν του, ο τεχνίτης έπαινον εις τα έργα του, ο νέος ευρύχωρον οδόν… να δείξει την αγχίνοιάν του… ο πτωχός δεν φοβείται ατιμίαν αλλά ευρίσκει συμπάθειαν» (§ 27). Όλες οι αρχές του φιλελευθερισμού υπάρχουν σε αυτό το κείμενο. Η προστασία της ιδιοκτησίας, η αξιοκρατία, οι βιοτικές ευκαιρίες, ο νόμος ως προστάτης των αδυνάτων γενικώς, η ανεμπόδιστη άνθηση της ιδιωτικής στοχοθεσίας, η αλληλεγγύη, ενώ εξαίρεται ο ανταγωνισμός με τη διατύπωση ότι «η Ελευθερία εμφυτεύει εις τας καρδίας των πολιτών την άμιλλαν προς το ευ πράττειν» (§ 28).

Προβλέποντας την έκρηξη δημιουργικότητας των Νεοελλήνων και την «πολυσθένειά τους» ο σχεδόν προφητικός αυτός λόγος της «Ελληνικής Νομαρχίας» συνδέει κατά τρόπο άμεσο την ελευθερία του ατόμου με την ατομική προκοπή και την κοινωνική κινητικότητα: «Αν π.χ. ένας νέος μεγάλου πνεύματος —γράφει ο Ανώνυμος Έλλην— γεννάται υπό δουλείαν, υιός χαλκέως, τι άλλο μπορεί να γίνει παρά ένας χαλκεύς; Αν όμως ο αυτός υιός ευρίσκεται εις ελευθέραν πολιτείαν, τότε ες τα κοινά φροντιστήρια ήθελε… αποκατασταθεί όσον μπορούσε αξιώτερος… Καθώς εν άνθος ευώδες —εξηγεί με τα ιδιόμορφα ελληνικά του— όταν γεννάται ανάμεσα εις τα δάση όπου κανείς δεν το βλέπει ή καταβιβρώσκεται από τα θηρία ή κατασήπεται από τον καιρόν… τοιούτης λογής ακολουθεί και εις τας υποδουλωμένας πόλεις εις τας οποίας όταν ευρίσκεται κανένα άξιον υποκείμενον, μη έχον τον τρόπον να εμφανισθεί, αποθνήσκει χωρίς τινάς να γνωρίσει την αξιότητά του». Ο συγγραφέας της «Νομαρχίας» δονείται τόσο έντονα από τη δύναμη των νέων ιδεών ώστε χρησιμοποιεί ενίοτε σκληρή γλώσσα για τους συμπατριώτες του που έχουν μείνει εγκλωβισμένοι στις παλαιές νοοτροπίες. Οι προεστοί είναι κατ’ αυτόν «άφρονες και μωροί», ο ιεράρχης «ληστής της εκκλησίας» οι Φαναριώτες «βρωμοάρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως».

Παρά τον κάποιον λαϊκισμό του, ωστόσο, παρά τις υπερβολές του και τις συχνά εύκολες γενικεύσεις του, ο «Ανώνυμος ο Έλλην» επισημαίνει με ενάργεια το βουλευόμενο και βουληφόρο άτομο ως θεμέλιο και στήριγμα της πολιτείας. Σε αντίθεση με αυτή τη στάση, άλλοι «Ανώνυμοι» βυθίζονται στον απελπισμό. Ο «Ρωσοαγγλογάλλος» είναι μια σκηνική σάτιρα χωρίς καμία λογοτεχνική αξία που εκφράζεται συχνά με οξύτητα κατά του ιερατείου (Ω δυστυχία των Γραικών, γένος πεπλανημένων / πόσα κακά υποφέρετε εκ των ιερωμένων) κατά των Φαναριωτών ηγεμόνων στις παρίστριες χώρες (νέος αυθέντης έγινε και πάγει στην Βλαχίαν / για να γυμνώσει τον λαόν χωρίς φιλανθρωπίαν) κατά των Ρώσων που έταξαν ελευθερία και έφεραν καταστροφές, κατά της Γαλλίας που «ύβριζε την τυραννία / μα διψούσε για σολδία» και της Αγγλίας που ενδιαφερόταν να περιορίσει την επιρροή των Γάλλων και των Ρώσων στην περιοχή και όχι να ελευθερώσει την Ελλάδα. Η «Ελληνική Νομαρχία» αντιθέτως, δεν έχει καμία σχέση με την νεοελληνική αυτή μανία καταδιώξεως και παραπόνων προς κάθε κατεύθυνση ούτε με τον δακρυρρόεντα αυτοοικτιρμό της Ελλάδος «πτωχής κόρης πτωχά ενδεδυμένης» την οποία όλοι κατατρέχουν όπως την απεικονίζει ο «Ρωσοαγγλογάλλος».

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 λήγει απότομα το κίνημα του Διαφωτισμού που δεν ξαναγεννιέται με τη συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους. «Οι ατομικές ευθύνες της προεπαναστατικής λογιοσύνης —γράφει ο Δημαράς— θα παραχωρήσουν τώρα τη θέση τους στην αρμοδιότητα του Κράτους και των οργάνων του» («Ελληνικός Διαφωτισμός», σελ. 92).

Διαφωτισμός και μετακένωση. Η προσφορά του Κοραή

Η ακροθιγής ως τώρα παρουσίαση του ελληνικού διαφωτισμού και των αντιπάλων του αδικεί οπωσδήποτε ένα βαθύρριζο κίνημα που αναπτύχθηκε πολυκεντρικώς, επέδειξε εκπληκτική πολυμορφία και καλλιέργησε την εθνική συνείδηση χωρίς ωστόσο να αποκηρύξει τη θρησκευτική. Όσοι κάνουν τον κόπο να εντρυφήσουν στο βιβλίο του καθηγητή Δημαρά θα βρουν αφθονία στοιχείων για τους Μαυροκορδάτους (πατέρα και γιο), για τον Παναγιώτη Κοδρικά (1762-1827), τον Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836), τον Γρηγόριο Κωσταντά, τον Βενιαμίν τον Λέσβιο (1759-1824), τον Δανιήλ Φιλιππίδη (1755-1832). Κορυφαία μορφή του Ελληνικού Διαφωτισμού, ωστόσο, αναδεικνύεται ο μεγάλος Έλληνας πρωτοφιλελεύθερος, ο Αδαμάντιος Κοραής, η προσφορά του οποίου απαιτεί ειδική μνεία και λεπτομερέστερη παρουσίαση.

Ο Κοραής γεννήθηκε το 1748 στη Σμύρνη σε μια οικογένεια με πλούσια παράδοση λογιοσύνης και εμπορικών δραστηριοτήτων. Σε τρυφερή ηλικία γεύεται τις εκπαιδευτικές μεθόδους του αντιδραστικού αντιδυτικού κληρικού Ιερόθεου Δενδρινού και τη διδασκαλία του «πολλά πτωχήν συνοδευομένην με ραβδισμόν πλουσιοπάροχον» όπως θα σημειώσει αργότερα στην «Αυτοβιογραφία» του. Το 1771 πηγαίνει στο Άμστερνταμ να κάνει τον έμπορο με μέτρια επιτυχία. Το 1777 ταξιδεύει στην Ευρώπη και το 1778 επιστρέφει στη Σμύρνη όπου ασφυκτιά ύστερα από τις ευρωπαϊκές του εμπειρίες. Το 1782 πηγαίνει στο πανεπιστήμιο του Montpellier για ιατρικές σπουδές και το 1788 ιατρός πια, εγκαθίσταται στο Παρίσι για όλο το μακρό του βίο έως το θάνατο του στις 6 Απριλίου 1833. Οι περιστάσεις της ζωής του, το οξύ ερευνητικό του πνεύμα, η απομάκρυνση του από την οθωμανική αυτοκρατορία από το 1782, η παρρησία του σε συνδυασμό με την ασίγαστη λαχτάρα του να συμβάλει στην ουσιαστική ελευθέρωση των συμπατριωτών του, όχι μόνο από τον Τούρκο αλλά και από την άγνοια και τη δεισιδαιμονία, καθιστούν τον Κοραή τον μεγάλο Έλληνα λόγιο του Διαφωτισμού του οποίου το έργο συνεχίζει να συγκλονίζει συνειδήσεις και να γεννά προβληματισμούς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους ακόμη και σήμερα. Μακριά από το πατριαρχείο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο πόθος της ελευθερίας καλλιεργείται μέσω της παιδείας και ότι καρπός της παιδείας είναι η αρετή. Η σκέψη και η βιοσοφία της Αναγέννησης γίνονται έτσι η ιδεολογία του Κοραή ο οποίος αφιερώνει όλες του τις δυνάμεις στην «μετακένωση» της δυτικής παιδείας στην Ελλάδα και την αποκατάσταση της επαφής του νέου ελληνισμού με τη γραμματεία των αρχαίων. Ο ίδιος πιστεύει βαθύτατα στη σταυρογονιμοποίηση των πολιτισμών και σημειώνει ότι αν δεν είχαν διασωθεί π.χ. τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη «πολύς καιρός ακόμη ήθελε περάσει» για να εμφανιστεί ο Locke και ο Montesquieu.

Μέσω της «μετακένωσης» ο Κοραής προσδοκούσε ότι οι υπόδουλοι Έλληνες θα συνειδητοποιούσαν τις μεγάλες πολιτισμικές διαφορές που τους χωρίζουν από τον Ασιάτη δυνάστη και θα προετοίμαζαν τον ξεσηκωμό εναντίον του. Οι εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων γίνεται έργο ζωής για τον Χίο λόγιο. Πλούσιοι έμποροι, όπως οι Ζωσιμάδες, χρηματοδοτούν πρόθυμα την εκδοτική του προσπάθεια. Έτσι, με τις δικές του φροντίδες εκδίδονται τα έργα του Ιπποκράτη (1800), Ηλιόδωρου (1804), Αυλιανού και άλλων (1805), Ισοκράτη (1807), Πολυαίνου (1809), συνεχίζει δε ακαταπόνητος εκδίδοντας Όμηρο, Πλούταρχο, Ιεροκλή, Στράβωνα, Αισώπειους μύθους, Ξενοκράτη, Γαληνό, Μάρκο Αυρήλιο, Πλάτωνα, Αριστοτέλη. Έως την Επανάσταση, εκδίδονται 20 τόμοι. «Όταν ο Κοραής λέει και ξαναλέει το ‘Δράξασθε παιδείας’ ξέρει καλά —σημειώνει ο Δημαράς— ότι συμβουλεύει τους πατριώτες του να αδράξουν ένα όπλο». Ο συνήθως τόσο συγκρατημένος σε προσωπικές αξιολογικές κρίσεις Δημαράς διακηρύσσει απερίφραστα τη γνώμη του για τον Χίο λόγιο, λέγοντας για έναν πρώην οπαδό του που τον απεκήρυξε υπό την πίεση του Πατριαρχείου ότι ο «Οικονόμου είναι και αυτός ένας από τους λογίους… που απελάκτισαν την πνευματική κληρονομιά του Κοραή και παρεμπόδισαν έτσι ως ακόμη και στις μέρες μας τη φυσιολογική ανάπτυξη του νέου ελληνισμού» («Ελληνικός Ρομαντισμός», σελ. 48). Ο Κοραής συναιρεί την εθνική με την ατομική πολιτική ελευθερία. Αποβλέπει στην ενδυνάμωση του ατόμου έτσι ώστε αυτό να μπορεί να αγωνισθεί συνειδητά για την ελευθερία τόσο του ίδιου όσο και του έθνους. Αντιλαμβάνεται την παιδεία υπό την καθαρώς φιλελεύθερη οπτική γωνία ως εξοπλισμό του ατόμου στην αντιπαράθεση του με την εξουσία, όχι ως κρατική μέθοδο χειραγωγήσεως του ατόμου. Η σχέση του με την «επίσημη» τρόπον τινά εκκλησιαστική παιδεία που εκπορευόταν από το Πατριαρχείο υπήρξε εξ υπαρχής ανταγωνιστική. Άλλωστε, δεν κρύβει γενικώς την απέχθεια του στο Βυζάντιο. Ο Κοραής ποτέ δεν ησυχάζει. Φλέγεται από τη λαχτάρα της επικοινωνίας. Στην προσπάθειά του να οργανώσει τη μετάδοση του μηνύματός του πρωτοστατεί στο άνοιγμα του πρώτου τυπογραφείου στο Ναύπλιο μέσω του Γάλλου Ambroise Firmin Didot και ασχολείται ακόμη και με καθαρώς παιδαγωγικά θέματα, συνιστώντας με θέρμη την πρωτοπόρα, στα χρόνια του, αλληλοδιδακτική μέθοδο.

Παρά τους ενθουσιασμούς του, ο Κοραής αποφεύγει ωστόσο τις ακρότητες. Η στάση του εμπνέεται πάντοτε από την αριστοτελική «μεσότητα». Παροτρύνει έτσι τους συμπατριώτες του ως πεφωτισμένος χριστιανός και λόγιος να μείνουν «μακράν από την Σκύλλαν της αθεΐας και την Χάρυβδη της δεσιδαιμονίας», να ακολουθήσουν γενικώς την «μέση οδό» μεταξύ αυταρχισμού και αναρχίας, αρχαίας γλώσσας και ακαλλιέργητης λαλιάς. Οι απόψεις του για τη γλώσσα —την οποία ο Κοραής νοούσε ως όργανο και όχι ως σκοπό της αγωγής— συνετέλεσαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας κατανοητής σε όλους λογίας γλώσσας με βάση την κοινή. Φυσικά του επετέθησαν τόσο οι συντηρητικοί όσο και οι δημοτικιστές και ιδιαίτερα ο Νερουλός, με την αγοραία κωμωδία του τα «Κορακίστικα». Η υπερέχουσα μέριμνα του Κοραή είναι να διαμορφωθεί ένα γλωσσικό όργανο κατάλληλο ως φορέας της «μετακένωσης». Γνωρίζει ότι γλώσσα, παιδεία και ελευθερία είναι έννοιες συγγενείς εξ αίματος και ότι χωρίς ευέλικτο, πλούσιο και ακριβές γλωσσικό όργανο οι υπόδουλοι δεν θα αφυπνίζονταν ποτέ. Για το λόγο αυτό, προτείνει έναν γενναίο «καθαρμό» και «διόρθωση» του λεξιλογίου με αντικατάσταση ξένων λέξεων και ενεργοποίηση ελληνικών θεωρώντας ότι είναι ολέθρια «η από ξένους δάνεισις ή να το είπω καθαρότερα, ψωμοζήτησης λέξεων και φράσεων» («Προλεγόμενα», σελ. 136-7). Οι κανόνες που πρότεινε ήσαν απλοί: Όπου μια ξένη λέξη μπορεί να αντικατασταθεί από ελληνική να προτιμάται η ελληνική. Όπου η λαλούμενη μπορεί να καλύψει τις ανάγκες να προτιμάται η λαλούμενη διότι ουδείς δικαιούται «να λέγει εις το έθνος: Ούτω θέλω να λαλής…» («Προλεγόμενα», σελ. 49-50). Όπου υπάρχει επιλογή μεταξύ λέξεων ιδιωματικών και λέξεων της κοινής, να προτιμάται η κοινή.

Η έμφαση του Κοραή στην ανάγκη καθαρμού, εξού και η διαδικασία που εισηγήθηκε, ονομάστηκε καθαρισμός και η γλώσσα που πρότεινε «καθαρεύουσα», εξισορροπείτο ωστόσο από την ανάγκη να προτείνονται οι γλωσσικές λύσεις και όχι να επιβάλλονται διότι ο Κοραής πίστευε ακραδάντως ότι «μόνον ο καιρός έχει την εξουσίαν να μεταβάλει των εθνών τις διαλέκτους». Εάν, διευκρινίζει, η δική του πρόταση για τον καθαρμό απερρίπτετο «φρονιμωτέραν άλλην συμβουλήν εις το έθνος να δώσει τις δεν έχει παρά την συμβουλήν του χυδαϊσμού (Σ.Σ. ο όρος δεν έχει πάρει τότε ακόμη υποτιμητική σημασία καθώς προσδιορίζει απλώς το παγκοίνως λεγόμενο, το λαϊκό) ήγουν να γράφη καθώς μιλεί και να μη γυρεύει να σιάση την γλώσσαν που έλαβεν από τους γονείς του». Ο Κοραής θέλει δηλαδή να συμβάλει στη διαμόρφωση της αυθόρμητης γλωσσικής τάξης, δεν θέλει ούτε να τη βιάσει ούτε να υποταγεί παθητικά σε αυτήν. Ως σεμνός μεταρρυθμιστής υποβάλλει, επιχειρηματολογεί και ευελπιστεί, δεν επιβάλλει, δεν κανοναρχεί και κυρίως δεν μεγαλοφρονεί. Στην ουσία δεν είναι καθαρευουσιάνος αλλά εισηγητής της «μέσης οδού» ή μάλλον της βελτιωμένης δημοτικής όπως πολύ αργότερα ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και σήμερα ο καθηγητής Μπαμπινιώτης, ο οποίος καθιερώνει πια ως επίθετο της γλώσσας την ελληνική μετά την λήξη του γλωσσικού εμφυλίου μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων. Η υποθήκη του Κοραή, ωστόσο, στο γλωσσικό ξεπερνά κατά πολύ τα στενά όρια του ζητήματος καθώς δείχνει τον βαθύτατο σεβασμό του φιλελευθέρου αυτού λογίου στο πρωτείο του ατόμου αλλά και στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αλλάξει η αυθόρμητη τάξη με τη συμμετοχή των διαμορφωτών της. Ο Κοραής αναζητά τις γλωσσικές λύσεις μέσα από την ίδια τη γλώσσα, δεν τις επιβάλλει ως δική του έμπνευση: «Οι λόγιοι άνδρες του έθνους —γράφει— είναι φυσικά οι νομοθέται της γλώσσης την οποίαν λαλεί το έθνος· αλλά είναι (πάλιν το λέγω) νομοθέται δημοκρατικού πράγματος. Εις αυτούς ανήκει η διόρθωση της γλώσσης αλλά η γλώσσα αυτή είναι κτήμα όλου του έθνους και κτήμα ιερόν. Όθεν πρέπει να ανακαινίζεται με ευλάβειαν και ησυχίαν, καθώς ανακαινίζονται τα ιερά των θεών, και όχι με την θορυβώδη και τυραννικήν αυθάδειαν με την οποίαν υψώθη της Βαβέλ ο πύργος» («Προλεγόμενα», σελ. 51-2).

Την ίδια στάση της Αριστοτελικής «μεσότητος» υιοθετεί ο Κοραής και στην πολιτική. Ελκύεται έτσι από το γαλλικό κίνημα των Ιδεολόγων ο ηγέτης των οποίων, φιλόσοφος Destutt de Tracy τον αποτρέπει από την μετάφραση στα ελληνικά των έργων του Ρουσσώ, διότι οι Ιδεολόγοι τον θεωρούσαν —ορθότατα— εμπνευστή του κράτους του Τρόμου. Ωστόσο, ο Κοραής αποδοκιμάζει και τον Βοναπαρτισμό: «Λατρεύω την ελευθερία —γράφει— αλλά θα ήθελα να την βρίσκω πάντοτε θρονιασμένη ανάμεσα στη δικαιοσύνη και τον ανθρωπισμό». Με θαυμαστή συνέπεια τάσσεται πάντοτε υπέρ των φιλελεύθερων προσωπικοτήτων και κινημάτων στην επαναστατημένη και μετεπαναστατική Γαλλία. Έτσι, υποστηρίζει τον Condorcet και τους Γιρονδίνους στην πρώτη φάση, τους Ιδεολόγους στα χρόνια του Διευθυντηρίου και του Ναπολέοντος, τον Benjamin Constant και τον «φιλελευθερισμό της αντιπολίτευσης» κατά την Παλινόρθωση. Ενθουσιάζεται με την κατάργηση των προνομίων της αριστοκρατίας και την καθιέρωση όρκου των κληρικών στο σύνταγμα αλλά εναντιώνεται στη μισαλλοδοξία των Ιακωβίνων ενώ απεχθάνεται τον Μαρά και τον Ροβεσπιέρο. Οι βαρβαρότητες που διαδραματίζονται στη Γαλλία τον κάνουν να εκφρασθεί με συμπάθεια για το σταθερό, δημοκρατικό «πολίτευμα των Αγγλοαμερικανών». Εκτός από τη μετάφραση στα Ελληνικά της επαναστατικής «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου», συμβάλλει —όπως αναφέρει ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης («Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη», σελ. 105) στην ελληνική έκδοση του έργου του Pierre-Claude-François Daunou (επιφανούς Ιδεολόγου) με τίτλο “Essai des garanties individuelles” το οποίο μεταφράσθηκε στα Ελληνικά από τον Φίλιππο Φουρναράκη με τον τίτλο «Δοκίμιον περί των προσωπικών ασφαλειών». Το έργο αυτό συνοψίζει την ουσία των ιδεών του γαλλικού φιλελευθερισμού και εκφράζει απολύτως τη σκέψη του Κοραή κυρίως ως προς το επίμαχο θέμα της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ο Κοραής ενσαρκώνει, μπορεί κανείς να πει την αφετηρία του ελληνικού φιλελευθερισμού. Τούτο δεν διαφαίνεται μόνο στα γραφτά του αλλά στη στάση του γενικώς. Όταν αρχίζει ο Αγώνας, ο Κοραής καταπνίγει τους δισταγμούς του για το πρόωρο ξέσπασμα της Επαναστάσεως (ο ίδιος θα ήθελε καλύτερη πνευματική προετοιμασία του Γένους για τη μεγάλη ώρα, η οποία πίστευε πως δεν θα είχε συμπληρωθεί πριν από το 1850) και προσανατολίζει τη δραστηριότητά του στην ευόδωσή της. Ηλικίας 73 ετών δεν μπορεί ο ίδιος να συμμετάσχει στον ξεσηκωμό: «Είκοσιν έτη ηλικίας ολιγότερα αν είχα ούτε θεοί ούτε δαίμονες ήθελαν με εμποδίσει» θα γράψει. Κάνει υποδείξεις για τη μετάφραση δυτικών έργων στα Ελληνικά και ζητά να εκδοθεί ένα περιοδικό για την μετακένωση της δυτικής παιδείας στον ελληνικό χώρο. Η λαχτάρα του είναι να εξευρωπαϊσθούν γρήγορα οι Έλληνες, έτσι ώστε οι χώρες της Ευρώπης να τους υποστηρίξουν αμέσως εγκαταλείποντας πάραυτα τη φιλοτουρκική τους πολιτική. Το πρωτείο του Λόγου, ο διαφωτισμός, γίνεται έτσι όπλο στον απελευθερωτικό αγώνα. Όπως δεν σταματά να εξηγεί, όποια θρησκεία είναι εναντίον της φιλοσοφίας (δηλαδή της αναζήτησης της αλήθειας με τις δυνάμεις του λογικού) δεν είναι θρησκεία αλλά δεισιδαιμονία. Αυτή η υποβάθμιση της εξ αποκαλύψεως αλήθειας εξαγρίωσε το Πατριαρχείο που δεν ήταν διατεθειμένο να δεχθεί συζήτηση του δόγματος. Ο Κοραής, όμως, απτόητος, δεν σταματά ούτε στιγμή να ζητάει την εξασφάλιση των δικαιωμάτων του ατόμου και προαγωγή του διαλόγου χωρίς παρωπίδες, αναθέματα και αφορισμούς. Φοβάται ότι με τη γέννηση του πρώτου ελληνικού κράτους στην ιστορία, ο ελληνισμός κινδυνεύει να επιστρέψει στο Μεσαίωνα και στο πνεύμα της αυθεντίας, χωρίς καν να αξιοποιήσει το μόνο αγαθό που προσέφερε η Τουρκοκρατία, ότι δηλαδή όλοι οι Έλληνες έγιναν ίσοι και δεν υπάρχουν Έλληνες ευγενείς που θάπρεπε να καταργηθούν με επανάσταση ανάλογη με αυτή της Γαλλικής. Απελπίζεται όταν οι προτροπές του —επί κυβερνήσεως Καποδίστρια— μοιάζουν να πέφτουν εις ώτα μη ακουόντων. «Η ταλαίπωρος Ελλάς —διαπιστώνει σε μια στιγμή καταθλίψεως— δεν ανεστήθη αληθώς αλλά τάφον μόνον ήλλαξεν και πέρασεν από νεκροθαπτών Τούρκων χείρας εις Χριστιανούς νεκροθάπτας» («Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένην από Τούρκους Ελλάδα να πράξει εις τας παρούσας περιστάσεις δια να μη δουλωθή εις χριστιανούς τουρκίζοντας» σελ. 14. Πρόκειται για φυλλάδιο που ο Κοραής εξέδωσε στο Παρίσι σε δύο μέρη, ένα το 1830 και ένα το 1831 υπό το ψευδώνυμο Γ. Πανταζίδης).

Την τελευταία δεκαετία της ζωής του δέχεται τιμές από παντού, ακόμη και από αυτούς που πολέμησαν τις ιδέες του. Ένα πύργωμα στο Μεσολόγγι παίρνει το όνομα του. Η Εθνική Συνέλευση το 1827 τού εκφράζει την ευγνωμοσύνη του έθνους. Οπαδοί του στην Ελλάδα μετέχουν ενεργά στη ζωή του νεαρού κράτους. Με το θάνατο του το σκηνικό αλλάζει. Ενώ στη Χίο έμποροι και μεγαλέμποροι του κάνουν μεγαλοπρεπές μνημόσυνο, στο Ναύπλιο και στην Αθήνα δεν έγινε επίσημη τελετή. Στην Πόλη, το Πατριαρχείο την απαγόρευσε την τελευταία στιγμή. Στο κάτω-κάτω έχουν περάσει μόλις 13 χρόνια από τότε που ο Νικόλαος Σάββας Πίκκολος (Φιλ. Ηλιου: «Τύφλωσον κύριε τον Λαόν σου», σελ. 7) έγραφε σε ανέκδοτη επιστολή του ότι «Κατά το 1820 έτος, πατριαρχεύοντος μεν του Γρηγορίου, διερμηνεύοντος δε του Ιωάννου Καλλιμάχη, ηγεμονεύοντος δε του μεν Μιχαήλ Σούτζου εν Μολδαυΐα, του δε Αλεξάνδρου Σούτζου εν Βλαχία, ο Σιναΐτης Ιλαρίων έδωκε γνώμην να τιμωρηθώσι με θάνατον πέντε εξ σπουδασταί και ηπείλησε να φέρη τον Κοραήν σιδηροδέσμιον».

Οι περιπέτειες της Κοραϊκής σκέψης δεν τελειώνουν τον 19ον αιώνα. Σε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο «Ιδεολογικές χρήσεις του Κοραϊσμού στον 20ό αιώνα», ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιου δίνει μια συναρπαστική εικόνα της μάχης γύρω από την πνευματική κληρονομιά του μεγάλου Χίου διανοητή. Εξ αριστερών ο Κοραής καταδικάζεται ως: Δημιουργός της καθαρεύουσας, πράγμα που συνιστά «τη μεγάλη προδοσία του Κοραή ενάντια στη νέα Ελλάδα», (Γ. Βαλέτας)• συμβιβασμένο άτομο που εκφράζει τις ασυνέπειες και «την παραχώρηση στις δυνάμεις της μεσαιωνικής παράδοσης του φαναριωτοκοτζαμπασισμού» (Πέτρος Ρούσος)• πολέμιος της επανάστασης του 1821• ουτοπιστής, υπεύθυνος για την εισαγωγή ξένων ιδεών στην Ελλάδα και την καθ’ ημάς Ανατολή. Εδώ η αριστερή κριτική συναντάται με τους παραδοσιακούς που στιγματίζουν τον απερίγραπτο «πιθηκισμό του Ευρωπαϊσμού» όπως γράφει ο Σερρούιος το 1844 ή προτρέπουν τους Έλληνες να καταπολεμήσουν την «μετακένωση» και να διατηρήσουν την ελληνικότητα τους, όπως ο Ζαλοκώστας γράφων: «ο αγών δεν επεράνθη / μη δεχθήτε ήθη ξένα». Ο συντηρητικός Απόστολος Μακράκης το 1877 καταγγέλλει τον Κοραή ως «μετακενωτή της μωρίας» ο Μπαλάνος (1935) τον χαρακτηρίζει με γλώσσα αστυνομικού οργάνου ως «υπόπτων θρησκευτικών φρονημάτων» ενώ ο έξαλλος υμνητής της χούντας Θεόδωρος Ζήσης υποστηρίζει το 1970 ότι το καθεστώς της 21ης Απριλίου πρέπει να παραμείνει στην εξουσία «τουλάχιστον επί μιαν εκατονταετίαν ή ίσως και πλέον» για να αποκατασταθούν οι φθορές που έχει προκαλέσει στον ελληνισμό η «αντεθνική και αντιχριστιανική κατά Κοραήν ψευτοπαιδεία… με κατάλληλα όργανα του Διαβόλου, τον Δημοτικισμόν, τον Μασωνισμόν… ως και τον επαίσχυντον Κομματισμόν ή Φαυλοκρατίαν και εσχάτως τον Αναρχισμόν ή Μαρξισμόν (δηλ. τον Κομμουνισμόν) χωρίς να παραλείψωμεν… τον διεφθαρμένον και αιρετικόν ή άπιστον και ιδιοτελή Τύπον…».

Πολύ ευπρεπέστερος ο γνωστός μας Γιανναράς («Αντί», τεύχος 42, Αθήνα, 3 Απριλίου 1976) εμφανίζεται να υμνεί τη λαϊκή τέχνη και τα πολιτιστικά επιτεύγματα των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας που δεν θα μπορούσαν να έχουν γίνει «χωρίς τη λαϊκή βάση της Ορθοδοξίας, χωρίς το ήθος της λατρείας της και της γιορτής της, χωρίς τη θεολογική της αλήθεια, ένσαρκη στο λαϊκό βίωμα..». «Αυτά όλα —θλίβεται ο Γιανναράς— τα τίναξαν στον αέρα οι Κοραήδες, διαφωτιστές και Βαυαροί, για να κατασκευάσουν το νόθο σχήμα ενός ελλαδικού κράτους ‘εφάμιλλον των ευρωπαϊκών’, μιας Ελλάδας που αρνήθηκε τον Ελληνισμό και την πνευματική του παράδοση και την πολιτική του ταυτότητα». Αλλού ο Γιανναράς ζητάει «να ελευθερώσουμε την ιστορία (μας) και από τα καλούπια του Διαφωτισμού… να λυτρωθούμε από τον μυωπικό αλλοιθωρισμό του Κοραή» (Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας, σελ. 20-21). Ο Χίος σοφός είναι πάντοτε επίκαιρος και δεν έχει σταματήσει να ερεθίζει εκτός των αριστερών ή «εθνικοφρόνων» και τους ορθοδόξους. Ο εκκεντρικός αριστερορθόδοξος —αλλά όχι ορθόδοξος αριστερός— Κώστας Ζουράρις στο διασκεδαστικό, όπως όλα τα προηγούμενα, βιβλίο του «Γελάς Ελλάς Αποφράς» (σελ. 51), λέει ότι «ο φωταδιστής γενίτσαρος Κοραής, αθέλητο άθυρμα του εκδυτικισμού μας και ταυτόχρονα στοργικός αισυμνητήρ της μνήμης μας» είναι μαζί με τους άλλους συνόμοιούς του ‘φωταδιστές’ (Σ.Σ. ο όρος είναι βεβαίως περιφρονητικός και παράγεται κατ’ αντιστοιχίαν του «σκοταδιστές») «η συμπύκνωση της νεοελληνικής πνευματικής κακοτεχνίας». «Ο Κοραής και οι σύγχρονοι συνόμοιοί του —διευκρινίζει (ibid, σελ. 55)— δεν είναι ανθέλληνες. Είναι δυστυχώς φιλέλληνες, χωρίς να μπορούν να είναι Ρωμιοί. Γι’ αυτό ακριβώς και είναι όλοι τους και αδιακρίτως ευρωκεντρικοί είτε είναι δεξιοί είτε είναι αριστεροί». Μεγαλύτερη καταξίωση των ευρωκεντρικών ιδεών του διαφωτισμού και αναγνώριση της συμβολής του «ευρασθενικού» και «φραγκόσυρτου» —κατά Ζουράριν— Κοραή στη διάδοση τους δεν θα μπορούσε κανείς να αναμένει από αντίπαλο του.

Μισός αιώνας ρομαντισμού στην ελευθερωμένη Ελλάδα

Με τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, το κίνημα του Διαφωτισμού που είχε κυριαρχηθεί από την ιδέα της εθνικής και όχι τόσο της ατομικής ελευθερίας ατόνησε. «Το φιλελεύθερο πνεύμα —διαπιστώνει ο Δημαράς— δεν είχε πια λόγο να φυσάει μια που η χώρα είχε ελευθερωθεί». Ωστόσο, οι διέπουσες ιδέες του διαφωτισμού επιβιώνουν. Ο Κολοκοτρώνης και πολλοί άλλοι υποστηρίζουν ότι ήρθε η ώρα «να γίνει η Ελλάδα φράγκικο». Οι επήλυδες από τη Σμύρνη, τις παρίστριες ηγεμονίες, την επτάνησο ή την Ευρώπη είναι κατά κανόνα μορφωμένοι, φιλελεύθεροι και αρκετά αδιάφοροι περί τα θρησκευτικά. Η Κοραϊκή έμφαση στην ανάγκη της παιδείας μετασχηματίζεται στην έννοια της «μεταλαμπάδευσης» στην Ανατολή των φώτων που παραλαμβάνει η Ελλάδα από τη Δύση. Λύνεται έτσι προσωρινώς το πρόβλημα που μνημονεύει η Έλλη Σκοπετέα στο βιβλίο της «Το Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα» ότι δηλαδή υπήρξε στην μετεπαναστατική Ελλάδα κάποια αβεβαιότης γύρω από τους σκοπούς της εκπαιδεύσεως καθώς αυτή ήταν κυριαρχημένη μέχρις ιδεοληψίας από το όραμα της Παλιγγενεσίας και αντιμετώπισε πρόβλημα αναπροσανατολισμού μετά την επίτευξη της. Το νέο κράτος βιώνει πραγματικές δυσκολίες με το γλωσσικό που ξεκίνησε ως πρόβλημα και οδηγήθηκε σε ιδεολογικό εμφύλιο πόλεμο στον οποίο μετέχει το 1853 ο Παναγιώτης Σούτσος, γράφοντας για τις σχετικές απόψεις του Κοραή: «…καταρρίπτομεν σήμερον το φραγκικόν τούτο και πτωχόν οικοδόμημα και ανεγείρομεν από του μνήματος την ελληνική γλώσσαν των προγόνων». Στην ελεύθερη Ελλάδα, η αρχαιολατρεία εκφυλίστηκε σε προγονολατρεία.

Το πνευματικό κλίμα στην μετεπαναστατική Ελλάδα σφραγίζεται από το γεγονός ότι το 1821 ξεσπάει ακριβώς την εποχή που ο ρομαντισμός προσπαθεί να ανατρέψει την τυραννία του λογοκρατικού κλασικισμού, εξαίροντας το συναίσθημα, τη θρησκευτική μυστικοπάθεια, το ηρωικό στοιχείο της προσωπικότητας, το πάθος (συχνά αχαλίνωτο) και την περιπέτεια. Στην Ελλάδα, το κίνημα του ρομαντισμού αρχίζει —κατά τον Παλαμά— με τον «Οδοιπόρο» του Παναγιώτη Σούτσου το 1831 και τελειώνει το 1880 με το ποίημα προς τον Βύρωνα που απήγγειλε ο Αχιλλέας Παράσχος στο Μεσολόγγι, στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του ρομαντικού Άγγλου φιλέλληνα και ποιητή. Το ρομαντικό κίνημα απορρίπτει τις αξίες του διαφωτισμού που στηρίζονται στο λογικό και το οικουμενικό, ερμηνεύοντας συχνά το πρωτείο του ατόμου ως πρωτείο του υποκειμενικού, του εμπαθούς, του φανατικού. Ενώ ο Κοραής και οι εκσυγχρονιστές αναζητούσαν την νεοελληνική ταυτότητα στην αρχαία Ελλάδα και την δημοκρατική Ευρώπη, προτιμώντας τον λόγο από το μύθο, το διάλογο από την αυθεντία και τον πολίτη από τον υπήκοο, οι Έλληνες της ρομαντικής παράδοσης προσηλώθηκαν γενικώς στον Μεσαίωνα, το Βυζάντιο, το Στέμμα, τη Ρωσία, την ορθόδοξη πίστη, τα ήθη και τα έθιμα της Τουρκοκρατίας, τη διακυβέρνηση όχι από νόμους αλλά από πρόσωπα συνδεόμενα μεταξύ τους με δίκτυα πατρωνείας, καταγγέλλοντας το κράτος δικαίου, τους απρόσωπους νόμους και τα δικαιώματα του ανθρώπου ως θέσμια ξενόφερτα και απορριπτέα. Η διχοτομία αυτή δεν έχει εκλείψει έως τις μέρες μας.

Ο καθηγητής Π. Κιτρομηλίδης στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συμβολή του στον τόμο «Όψεις της Ελληνικής Κοινωνίας του 19ου αιώνα» (σελ. 23-38), με τίτλο «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα: Προοπτικές από τον ελληνικό 19ο αιώνα», δίνει γλαφυρά την ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ φιλελεύθερων και αντιφιλελεύθερων σε μια Ελλάδα που μόλις έβγαινε από την Επανάσταση. Ο Κοραής παραμένει ο κορυφαίος εκπρόσωπος του διαφωτισμού, της μετακένωσης, του εκσυγχρονισμού, του εξευρωπαϊσμού και του φιλελευθερισμού (οι έννοιες αλληλοεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό) επιμένοντας παρά την ρομαντική πλημμυρίδα, στην ανεξιθρησκεία, την ελευθερία του ατόμου, την κατάργηση των προνομίων, την αποκέντρωση και την ενίσχυση της νομοθετικής εξουσίας και όχι στην ανάγκη να προικοδοτηθεί η χώρα με ξένο βασιλικό οίκο ενώ αλληλογραφεί με τον Thomas Jefferson για τη διαμόρφωση των θεσμών του νεαρού ελληνικού κράτους. Παράλληλα, ως προτρεπτικός λόγιος, πιστός στην παράδοση του Ρήγα Φερραίου κονταρομαχεί ακατάπαυστα τόσο με τους νοσταλγούς του Βυζαντίου το οποίο κατ’ αυτόν ήταν εποχή σκοταδισμού και διαφθοράς όσο και με το φιλορωσικό κόμμα, που το εξέφραζε καθώς και με την αναβίωση του θρησκευτικού φανατισμού, ακόμη και του μυστικισμού (βλ. συνομιλίες του Μακρυγιάννη με την Παναγία).

Η σημασία του Βυζαντίου είναι διττή για τους Νεοέλληνες ρομαντικούς. Πρώτον, η αυτοκρατορία αυτή η οποία «ξενόφρων βασιλεύει επί χίλια εκατόν τεσσαράκοντα τρία έτη, αλλά λήγει παντάπασιν ελληνική», όπως αναφέρει ο Σπ. Ζαμπέλιος σε μακρά μελέτη του την οποία προτάσσει σε μια συναγωγή δημοτικών τραγουδιών το 1852 (Δημαράς: «Ελληνικός Ρομαντισμός», σελ. 378), αποκαθιστά τη συνέχεια του Ελληνισμού, όπως θα επιχειρήσει να τεκμηριώσει αργότερα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στο μνημειώδες έργο του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (1860-1876). Δεύτερον, ενώ κατοχυρώνει την οικουμενική —υποτίθεται— ορθόδοξη πίστη προσθέτει σε αυτήν μια γενναία δόση «ελληνισμού». Ο αντιφατικός σχιζοειδής όρος «ελληνοχριστιανικός» πολιτισμός που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Ζαμπέλιο το 1852 περνάει αυτούσιος εκατό χρόνια αργότερα, στο Ελληνικό Σύνταγμα του 1952 από όπου θα τον παραλάβει η χούντα για να στηρίξει το καθεστώς της. Η ανάπτυξη των ιδεολογημάτων περί το Βυζάντιο από τον Παπαρρηγόπουλο οδήγησε και σε μια ρομαντική επανασημασιολόγηση της έννοιας «λαός» ο οποίος εξαίρεται για την σταθερότητα των πεποιθήσεων του σε αντίθεση με ορισμένους δυτικοθρεμμένους ετερόχθονες. Εις πείσμα των λογίων του Διαφωτισμού που θέλησαν να τον παραπλανήσουν με ειδωλολατρικές ιδέες (αρχαιότης) και δυτικότροπα έθιμα (Ευρώπη) ο «λαός» υμνείται διότι διετήρησε στην ψυχή του τη συνέχεια: η θρησκεία, τα τραγούδια, η λαογραφία, τα ήθη και έθιμα, οι παραδόσεις, όλα θεωρήθηκαν ότι συνέδεαν την ψυχή του γνήσιου Ρωμιού με το Βυζάντιο.

Διεφάνη έτσι ο κίνδυνος αναβιώσεως Βυζαντινών πρακτικών και ανάδυση μιας νέας μορφής καισαροπαπισμού, ο οποίος είχε άλλωστε καλλιεργηθεί έντονα επί Τουρκοκρατίας, καθώς οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν τη διάκριση κοσμικού-θρησκευτικού και είχαν καθιερώσει τον Πατριάρχη ως ηγέτη του «χριστιανικού μιλλιέτ». Εξηγείται έτσι ως ένα σημείο η πρωτοφανής βιαιότητα των επιθέσεων κατά του Βυζαντίου, όπως του Ρίζου Νερουλού, ο οποίος σε ένα λόγο του στην Ακρόπολη ως Πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν διστάζει να πει ότι «η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος και μακρότατη σειρά πράξεων μωρών και αισχρών βιαιοτήτων». Από την πλευρά του ο Παύλος Καλλιγάς απορρίπτει δημόσια στην Εθνοσυνέλευση του 1864 τον όρο «ελληνοχριστιανικός» και δηλώνει ότι «ποτέ το έθνος το ελληνικόν δεν ανέμιξε θρησκείαν και πολιτείαν». Εκατό χρόνια αργότερα, η χούντα του Παπαδόπουλου, αυτήν ακριβώς την παράδοση αναβιώνει με τα ελληνοχριστιανικά της «ιδανικά», τον «από μηχανής Φοίνικα» (κατά την επιτυχημένη έκφραση της Σκοπετέα), την καθαρεύουσα του στρατώνα, τον αγροτικό λαϊκισμό και τον συμπλεγματικό αντιδυτικισμό.

Η προσπάθεια αναβίωσης του Βυζαντίου ως της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας του ελληνισμού συνδυάζεται με θρησκευτική μισαλλοδοξία και φανατισμό. Από το 1850 έως το 1860 διαπιστώνεται κατά τον Δημαρά ένας «θρησκευτικός κραδασμός» στην Ελλάδα, με τα κηρύγματα του Παπουλάκου, το θάνατο του 1852 του Κοσμά Φλαμιάτου στη φυλακή για τις θρησκευτικές ταραχές που είχε προκαλέσει, ενώ το 1853 πεθαίνει στη φυλακή ο ζηλωτής των ιδεών του διαφωτισμού Θεόφιλος Καϊρης, ο οποίος στην απελπισία του κηρύσσει την αίρεση της «θεοσέβειας» και πλη ρώνει με τη ζωή του την αποκοτιά του, καθώς η συνεργασία του κράτους με την —αυτοκέφαλη ήδη από το 1833— Ελληνική Εκκλησία, είναι εξαιρετικά στενή και εξασφαλίζει αρίστη αστυνόμευση των θρησκευτικών φρονημάτων. Το 1856 η Εκκλησία του «Βασιλείου Αθηνών-Πειραιώς», όπως ονομάσθηκε ειρωνικώς, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο και το 1859 ο Παναγιώτης Συνοδινός δικάζεται για προσβολή της θρησκείας. Το φιλελεύθερο αίτημα του Κοραή για κατοχύρωση της ανεξιθρησκείας έχει ξεχασθεί ενώ αναπτύσσεται ανενδότως η επίθεση κατά των ιδεών του διαφωτισμού όπως διαπιστώνει ο Δημαράς (ibid, σελ. 333-335). Το 1862 ο N.T. Βούλγαρης εξηγεί ότι «η εις την αρχαίαν Ελλάδα αποκλειστικώς ατενίζουσα… μερίς των υπερβολικώς και κατά θεωρίαν μάλιστα φιλελευθεριαζόντων, εύκολον ήτο να θεώρηση επωφελές την παραγκώνισιν της πατρίου ορθοδοξίας». Ο Πασχάλης Φίλης καταγγέλλει, το 1865, τις διατάξεις «περί ανεξιθρησκείας» των Συνελεύσεων του Άργους και της Επιδαύρου ως έργο των «θιασωτών του Κοραή» ενώ ένας κληρικός ονόματι Νικόδημος

Σακελλαριάδης λέει ότι το αντικληρικό πνεύμα «μετηνέχθη εν τη ημετέρα πατρίδι ως λοίμη τις φθοροποιά, έκ της εσπερίας Ευρώπης». Στο μεταξύ η ρομαντική λογοτεχνία και ποίηση καλλιεργεί τον αυτοσχεδιασμό, τον πενθισμό, τη νοσταλγία ενδόξων περασμένων, την έξαρση της χριστιανικής πίστης, την κατάθλιψη και το ερωτικό συναίσθημα ως απογοήτευση, απόγνωση και δυστυχία που παίρνει ενίοτε πεισιθάνατους τόνους («Θέλω την φίλην μου ωχράν ως νεκρικήν σινδόνα…», γράφει ο Παράσχος). «Την παλαιά ευψυχία —διαπιστώνει ο Δημαράς (ibid σελ. 388)— την ενισχυμένη και από τον ωραίο προεπαναστατικό φιλελληνισμό, την είχε διαδεχθεί μια εκνευρισμένη τάση προς την επίδειξη των εθνικών αρετών».

Ο απελπισμός των Ελλήνων του «προτύπου βασιλείου» είχε σοβαρές αιτίες. Η εικόνα της Ελλάδος είχε αμαυρωθεί διεθνώς, καθώς οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες είχαν απογοητευθεί από τις μικρότητες και τις διαμάχες στο νεοσύστατο κράτος. Η σύγκρισή τους με την Ευρώπη καταθλίβει —από τότε— τους Έλληνες. Την εποχή εκείνη στα λήμματα που συλλέγει ο Κουμανούδης μνημονεύεται και το «ψωροημείς». «Η Ψωροκώσταινα και το ελληνικό κράτος έχουν την ίδια περίπου ηλικία» γράφει η Σκοπετέα. Η απόπειρα κατάργησης της ελληνικής ταυτότητος από τον Γερμανό λόγιο Ιάκωβο Φίλιππο Φαλμεράυερ, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι οι κάτοικοι της χερσονήσου ήσαν όλοι, χωρίς εξαίρεση Σλάβοι που κατά τον Μεσαίωνα είχαν μάθει ελληνικά από τους ιερείς, ολοκλήρωσε τον ζόφο καθώς συνδυαζόταν με μια υπαρκτή πολιτική απειλή εκ μέρους των Βουλγάρων. Το γεγονός ότι οι Έλληνες κηρύσσονταν εις αφάνειαν ως «βαρβάρων παντοδαπών πανσπερμηδόν εξαμβλώματα» όπως είπε ο Παπαρρηγόπουλος σε γιορτή του Πανεπιστημίου την 20.5.1857 έθιγε καίρια το ιδεολόγημα του «περιούσιου λαού» που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου.
Η σύνδεση του 1821 με την αρχαιότητα είχε λειτουργήσει ως μείζον κίνητρο για τον στρατευμένο ευρωπαϊκό φιλελληνισμό και ως σπουδαίο σημείο διαφορισμού των Ελλήνων αγωνιστών του ’21 από τα λοιπά βαλκανικά εθνικά κινήματα. Η αμφισβήτηση της αρχαίας καταγωγής, δηλαδή στην ουσία της μοναδικότητος των Ελλήνων από τον Φαλμεράυερ έμοιαζε να υπονομεύει αυτόν τούτο τον λόγο υπάρξεως του ελληνικού κράτους. Ενώ η αντίδραση κατά του Φαλμεράυερ υπήρξε βίαιη, κανείς τότε δεν αμφισβήτησε τον πυρήνα της σκέψης του ότι δηλαδή η ταυτότητα ενός λαού εξαρτάται από τη βιολογική του συνέχεια. Κανείς δεν είχε τη νηφαλιότητα να διαχωρίσει την (βιολογική) νομιμότητα της καταγωγής από τις πολιτισμικές επιδόσεις. Ο Ισοκράτης —αρχαίος Αθηναίος με αδιαμφισβήτητες περγαμηνές ελληνικότητος— που ταύτισε τον ελληνισμό με την παιδεία λησμονήθηκε. Η δημογραφική διαπίστωση ότι βιολογικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων βρίσκονται σήμερα σε όλα τα Βαλκάνια, την Τουρκία, ακόμη και το Αφγανιστάν και τις Ινδίες δεν εξαιρεί βεβαίως την Ελλάδα. Οι προ 150ετίας Έλληνες όμως δεν ήθελαν απλώς να είναι κατ’ ευθείαν εξ αίματος απόγονοι των αρχαίων και μόνον, αλλά ήθελαν να είναι και οι μόνοι απόγονοι των αρχαίων. Έχοντας μεθύσει από τις αφελείς προσδοκίες αρχαιολατρών φιλελλήνων που γύριζαν τα χωριά της Ρούμελης και του Μωριά ψάχνοντας για Πλάτωνες, δεν άντεξαν το πλήγμα Φαλμεράυερ ο οποίος εξέφρασε την διάψευση αυτών των προσδοκιών στο ρατσιστικό γλωσσικό ιδίωμα της εποχής του. Η διέξοδος από το αδιέξοδο δεν άργησε πάντως να βρεθεί και πήρε το όνομα: Μεγάλη Ιδέα.

Σε αντίθεση με άλλες μικρότερες, η Μεγάλη Ιδέα έχει ληξιαρχική πράξη γεννήσεως. Στις 14 Ιανουαρίου του 1844 η Εθνοσυνέλευση συζητούσε την πρόταση ορισμένων πληρεξουσίων να γίνει διάκριση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων Ελλήνων έτσι ώστε μόνο οι πρώτοι —οι οποίοι ήσαν πελάτες των κατά τόπους κομματαρχών— να γίνονται δεκτοί στα δημόσια λειτουργήματα της χώρας. Παίρνοντας το λόγο ο Ηπειρώτης πολιτικός Ιωάννης Κωλέττης, ηγετικό στέλεχος της κυβέρνησης, θυμήθηκε τους οπλαρχηγούς και αγωνιστές του ’21 που προέρχονται από κάθε γωνιά της υπόδουλης Ελλάδος και εξέφρασε ρητορικώς την επιθυμία να μπορούσε να τους έβλεπε και αυτούς στα έδρανα των πληρεξουσίων «δια να συνομολογήσωσιν μετ’ εμού πόσον εμακρύνθημεν της μεγάλης εκείνης της πατρίδος ιδέας, την οποίαν εις αυτό του Ρήγα το τραγούδι είδομεν κατά πρώτον εκπεφρασμένην». Η έκφραση επανέρχεται δύο ακόμη φορές στο ίδιο κείμενο αλλά το νόημα της δεν ξεκαθαρίζει. Από τον λόγο του Κωλέττη δεν προκύπτει καθόλου ότι η μεγάλη της πατρίδος ιδέα είναι ταυτόσημη με την ιδέα της μεγάλης πατρίδος. Ο Κωλέττης δεν αναφέρεται στην Αγιά Σοφιά ή την Πόλη. Ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι στην πρώτη εκείνη διατύπωση εμπερικλειόταν «δυνάμει» ο μύθος του «μαρμαρωμένου Βασιλιά», δηλαδή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που θα ξυπνούσε από τον μακραίωνα λήθαργο του μόλις ο Σταυρός θα αντικαθιστούσε την Ημισέληνο στη Βασιλεύουσα, ο Κωλέττης δεν μνημονεύει την ανάγκη να ληφθεί κανένα συγκεκριμένο μέτρο για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.

Η ερμηνεία που δίνει στη Μεγάλη Ιδέα ο Ηπειρώτης λόγιος Αθανάσιος Γούδας το 1864 «να κατακτήσωμεν την Πόλιν», είναι αδικαίωτη. Η ασάφεια διατηρήθηκε πάντως σε όλη την ιστορική διαδρομή αυτής της Ιδέας για την οποία άλλωστε δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ τίνος ακριβώς ιδέα είναι, της φυλής, του γένους, του Στέμματος, του έθνους, του κράτους, του λαού ή όλων μαζί. Αυτή η βολική αοριστία επέτρεψε στον καθένα να ερμηνεύσει τη Μεγάλη Ιδέα κατά το δικό του δοκούν και να την ενοφθαλμίσει στις δικές του βλέψεις. Οι Βαυαροί την εθεώρησαν Μεγάλη Ιδέα του στέμματος και ετάχθησαν με τη λαϊκή εκδοχή του μαρμαρωμένου βασιλιά θέλοντας έτσι να εξελληνίσουν τον άγνωστο στην Ελλάδα, θεσμό της μοναρχίας. Ο Γεώργιος ο Α’ του οποίου η ανάρρηση στο θρόνο συμπίπτει ωστόσο με εγκατάλειψη κάθε απελευθερωτικής δραστηριότητας του Βασιλείου, βαφτίζει τον πρωτότοκο γιο του Κωνσταντίνο, όνομα οιονεί άγνωστο στην Ευρώπη, αλλά φορτισμένο με σημασίες για τους Έλληνες. Η ταύτιση του μεγαλοϊδεατικού προορισμού του ελληνικού έθνους, του ελληνικού κράτους και του ελληνικού θρόνου εξυπηρετούσε το Στέμμα. Οι φανατικοί της ορθοδοξίας προβάλλουν από την πλευρά τους ως σύμβολο της Μεγάλης Ιδέας τον Σταυρό και την ταυτίζουν με την οικουμενικότητα της πίστης μάλλον παρά με τον Ελληνισμό. Ο Τρικούπης και οι νεωτεριστές την ταυτίζουν με το αίτημα της απελευθέρωσης των υποδούλων (ώστε τα όρια του ελληνικού κράτους να συμπέσουν με τα όρια του ελληνικού έθνους), χωρίς καμιά μνεία της Κωνσταντινούπολης. Επί Τρικούπη, έχει πλέον παύσει να προτείνεται στους υπόδουλους η «Αυτοκρατορία» ως αγωνιστικό κίνητρο ή πρότυπο του αλυτρωτισμού.

Υπόστρωμα πάντως της Μεγάλης Ιδέας, όπως και αν την ερμηνεύσει κανείς είναι το ενιαίο της ελληνικής ταυτότητας, που αντικρούει τον Φαλμεράυερ και συνιστά (κατά Δημαράν) «την κωδικοποίηση των αρχών του νέου ελληνισμού». Μετά τον Κριμαϊκό, πόλεμο κατά τον οποίο η Ελλάδα βρέθηκε στο λάθος στρατόπεδο υποστηρίζοντας τη Ρωσία η Μεγάλη Ιδέα προσγειώνεται πλέον οριστικώς σε καθαρώς ελλαδικούς στόχους που αφορούν τις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που κατοικούνται από Έλληνες (Κρήτη, Θεσσαλία, Ήπειρος). Ο όρος —όπως τεκμηριώνει ο Δημαράς— έδωσε διάφορα παράγωγα όπως μεγαλοϊδεάτης (1866), μεγαλοϊδεατικός (1886), μεγαλοϊδεατικώς (1894), μεγαλοϊδεατισμός (1894), μεγαλοϊδείτις (νόσος 1887). Η Μεγάλη Ιδέα τραυματίσθηκε σοβαρά το 1897 και αποθνήσκει οριστικώς με την μικρασιατική καταστροφή του 1922. Προωθώντας ως πολιτικό αίτημα την ανάγκη «ενότητος» του έθνους, η Μεγάλη Ιδέα ευνόησε, κατά τον Κιτρομηλίδη, τη μοναρχία η οποία υποτίθεται ότι την ενσάρκωνε, υπονόμευσε το δικαίωμα της διαφωνίας, εφόσον όσοι δεν την συμμερίζονταν κινδύνευαν να στιγματισθούν ως εχθροί του έθνους και δυσκόλεψε την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Τον 19ο αιώνα εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος «ανθέλλην» προκειμένου για Έλληνες που κατατάσσονται με μεγάλη ευκολία στην κατηγορία των «εθνοπροδοτών» από τους αντιπάλους τους. Η κατοπινή πολιτικοϊδεολογική μισαλλοδοξία που τραυματίζει σοβαρά τη σύγχρονη ελληνική εκδοχή της νομοκρατίας συνοδεύεται με περαιτέρω υποχώρηση των φιλελεύθερων ιδεών.

Η νομοκρατία στην Ελλάδα σήμερα

Οι ιδέες του «Ανωνύμου του Έλληνος» και του Κοραή δεν έχουν επικρατήσει ακόμη οριστικώς στην Ελλάδα όπου το κράτος δικαίου καταγγέλλεται από σύγχρονους ρομαντικούς, βυζαντινολάτρες και θιασώτες της «ορθοδόξου ταυτότητος» του Ρωμιού, ως ξενόφερτο και αταίριαστο στην «ελληνική πραγματικότητα». Ο Ζουράρις π.χ. χαιρετίζει το γεγονός ότι την άνοιξη του 1941 η Ελλάδα έμεινε «επιτέλους μόνη», ότι οι Έλληνες ξαναβρήκαν τις «αρχέγονες συνήθειες… που ελάχιστα είχαν ακροθίξει η βαυαροκρατία και ο καινοτόμος βενιζελικός εκδυτικισμός». Δεδομένου ότι, «ο νόμος του αστικού κράτους είχε σπάσει», οι Έλληνες «μέσα από την τυχερή ατυχία της ναζιστικής κατοχής λυτρώνονταν από τα δεσμά των δυτικών αστικών θεσμών και της εγχώριας δυτικόφρονης, νομοκρατίας, ξαναβρίσκοντας την αρχετυπική προσωποπαγή συναλλαγή τους» («Γελάς Ελλάς Αποφράς», σελ. 22). Ο Γιανναράς νοσταλγεί την τουρκοκρατία, ο Ζουράρις την ανομία της Κατοχής, ενώ η σύγχρονη «ελληνική πραγματικότητα» στηρίζεται συχνά ακόμη στα πρόσωπα και όχι στους νόμους όπως ζητούσαν ο «Ανώνυμος ο Έλλην» και ο Κοραής και όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις χώρες της Δύσης.

Σε μια τέτοια προσωποκρατούμενη πολιτεία, όπου οι κανόνες υποτάσσονται στην επιθυμητή έκβαση του παιχνιδιού, η πρόβλεψη είναι δύσκολη, διότι το παιγνίδι «παίζεται» ακόμη και όταν βάσει των κανόνων έπρεπε να είχε χαθεί ή «χάνεται» όταν έπρεπε να είχε κερδηθεί. Απουσιάζει η «τυπικότης» στις συναλλαγές μεταξύ Ελλήνων, όπως παρατηρεί ο Β. Καραποστόλης σε άρθρο του στο «Αντί» (26.8.88), η ομοιομορφία στις σχέσεις δημοσίων υπαλλήλων με τους πολίτες, η εύλογη προσδοκία υπηρεσιακής συνέχειας. Για να επιτύχει κανείς ένα νόμιμο σκοπό δεν φτάνει να γνωρίζει τον νόμο, πρέπει να γνωρίζει και τον κατάλληλο άνθρωπο, να μεταχειρισθεί ειδικές στρατηγικές, με αποτέλεσμα καθημερινές «μικρές βιαιότητες που λύνει τους γόρδιους δεσμούς». Έτσι υπονομεύεται, χωρίς και να καταλύεται, η ισχύς των νόμων διότι ο καθένας που αυτοεξαιρείται από τις ενοχλητικές διατάξεις γίνεται φανατικός νομοκράτης όταν οι κανόνες τον συμφέρουν. Οι προσωπικές παρορμήσεις είναι το αξιολογικό θεμέλιο, ακόμη και στην πολιτική: «Δεν υπάρχει κανένας θεσμός, μόνον ο λαός», διακηρύσσει πίσω από το γυάλινο κουβούκλιό του στις 14 Απριλίου 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου που έχει συλλάβει από καιρό τη διάθεση αυθαιρεσίας που διακατέχει μεγάλο αριθμό Ελλήνων και τη λαχτάρα νομής της εξουσίας από τους εκάστοτε «ημετέρους» χωρίς περιορισμό από νόμους. Το σύστημα λειτουργούσε ως τώρα σχετικώς ομαλά, διότι σε αντίθεση με τα προνόμια των ευγενών του Μεσαίωνα οι «τίτλοι» των εκάστοτε «ημετέρων» είναι προσωρινοί, πράγμα που καλλιεργεί στους άλλους, τους «εκτός», τους «μη-προνομιούχους» την ελπίδα ότι θάρθει κι αυτών η σειρά, χωρίς να χρειασθεί επανάσταση, ούτε καν Αλλαγή αλλά απλώς αλλαγή κόμματος στην εξουσία.

Η προσωποκρατική αντίληψη της εξουσίας δυσκολεύει τη δυνατότητα διακυβέρνησης με προοπτική, συνέπεια και συνέχεια. Το νέφος που δεν φεύγει, το μετρό που δεν λέει να ξεκινήσει, οι αστικές συγκοινωνίες που σταματούν, οι δημόσιες επιχειρήσεις που δεν παράγουν, οι τράπεζες που απεργούν αλλά και γενικώς η εκπαίδευση των παιδιών, ο πληθωρισμός, τα επιτόκια, η περίθαλψη, οι εξαγωγές και η τρομοκρατία δεν είναι —το καθένα χωριστά— άλυτα προβλήματα εγγενώς. Γίνονται δυσεπίλυτα όταν λείπει το πάγιο προβλεπτό νομοκρατικό πλαίσιο που θα επιτρέψει να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο, όταν ο σκοπός χάνεται μέσα σε μύριες άλλες, συχνά άσχετες, διαπροσωπικές στρατηγικές όπως είναι οι ανταγωνισμοί συναρμοδίων υπουργείων, οι πιέσεις οργανωμένων συμφερόντων, οι αλληλοϋπονομεύσεις, τα ρηξικέλευθα αποπροσανατολιστικά σχέδια εκείνων που θέλουν να συνδέσουν το όνομα τους με μια νέα λύση, ή ευθυνοφοβία ή αβεβαιότητα, οι συχνοί κυβερνητικοί ανασχηματισμοί, οι συσχετισμοί δυνάμεων μέσα στο κόμμα. Η διάβρωση του κράτους και των θεσμών του από αναρίθμητους μικρούς (άλλοτε αλληλοεξουδετερούμενους και άλλοτε αλληλοενισχυόμενους) δεσποτισμούς που αντιμετωπίζονται με αναρίθμητες μικρές εξεγέρσεις, καλοπιάσματα ή δωροδοκίες φθείρει την πολιτειακή σχέση, διαφθείρει τα άτομα και καταρρακώνει το νόμο ο οποίος διασφαλίζει —στις ευνομούμενες πολιτείες— την ελευθερία κυρίως των αδυνάτων, των μη δικτυωμένων, των συνεσταλμένων, των ολιγογράμματων και των φτωχών να στοχοθετούν εν ασφαλεία. Οι πραγματικοί μη-προνομιούχοι, εκείνοι δηλαδή που έχουν μικρή πρόσβαση στην εξουσία, θα έπρεπε —στην Ελλάδα τουλάχιστον— να έλκονται από τις φιλελεύθερες νομοκρατικές ιδέες που χειραφετούν το άτομο από κάθε λογής «προστάτες». Αντίθετα, η διαιώνιση της εξουσίας προσώπων επιβάλλει στους αρχόμενους να υιοθετούν την στρατηγική του Καραγκιόζη —όλο κολακεία, εξαπάτηση και «κόλπα»— έναντι απρόβλεπτου καπριτσιόζου πασά που κυβερνά ανεξέλεγκτος. Το πρόβλημα έχει σήμερα επιδεινωθεί διότι το σύγχρονο κράτος έχει τόσο επεκταθεί ώστε έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή έκρηξη προσδοκιών σε αυτούς που ευελπιστούν να ωφεληθούν, ει δυνατόν μέσω της λειτουργίας του νόμου, και όπου τούτο δεν επιτυγχάνεται, μέσω της παραβίασης του.

Στη χώρα μας που πάσχει από έλλειψη νομοκρατίας, η κρατολατρεία είναι ένα φαινόμενο ιδιάζον κατά το ότι δεν θεοποιεί —κατά εγελιανό τρόπο— την εξουσία καθ’ εαυτή αλλά μόνο το όφελος που μπορεί ο κρατολάτρης να αποκομίσει από το αντικείμενο της «λατρείας» του. Έτσι, το κράτος υμνείται (απο τον ωφελούμενα) όταν διορίζει, δωρίζει και επιδοτεί, στιγματίζεται (από τον φορολογούμενο) όταν φορολογεί ενώ αγνοείται γενικώς όταν απαγορεύει. Δύσκολα ελέγχεται από τους πολίτες, όταν κάνει οτιδήποτε από αυτά, ίσως διότι αυτός καθ’ εαυτός ο έλεγχος απαιτεί διαφάνεια, επιχειρήματα, διάλογο, έρευνα και βεβαίως στοιχειώδη ευαισθησία των κρατούντων να απαντούν στις καταγγελίες. Ο καλύτερος τρόπος ελέγχου είναι βέβαια να λειτουργεί η ελευθερία του λόγου, η οποία ευτυχώς έχει κατοχυρωθεί και λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά στην Ελλάδα. Το δικαίωμα στη διατύπωση και έκφραση των στοχασμών του ατόμου, δεν προσφέρει απλώς δίαυλο παραπόνων, βήμα κριτικής και ευκαιρίες γενικότερων προβληματισμών αλλά αποτελεί στην ουσία δέσμη τριών ξεχωριστών δικαιωμάτων τα οποία ενίοτε συγχέονται: Πρώτον του ομιλούντος ή γράφοντος να εκφράζει τους στοχασμούς του έστω και αν δεν τον ακούει ή διαβάζει κανείς, δεύτερον, του αναγνώστου ή ακροατού να επιλέγει το έντυπο ή την εκπομπή της αρεσκείας του μεταξύ πολλών και ποικίλων του είδους και τρίτον του πολίτη που δεν διαβάζει ούτε ακροάται αλλά ωφελείται από την ύπαρξη πνευματικής ελευθερίας στη χώρα που ζη. Έτσι, χάρη στην ελευθεροτυπία και τον ελεύθερο τύπο αλλά και στην «Ελευθεροτυπία» και τον «Ελεύθερο Τύπο» επετεύχθη η εξουδετέρωση του Κοσκωτά, τα θύματα του οποίου μπορεί να μην είχαν ποτέ τους διαβάσει εφημερίδα. Η ελευθερία διατυπώσεως στοχασμών θεσμοθετείται έτσι ως σωτήριος μηχανισμός ελέγχου των παρανομιών. Η έμφαση ωστόσο στην ωφελιμότητα της ελευθεροτυπίας ως βασικού γνωρίσματος του νομοκρατικού κράτους επισκιάζει ενίοτε την ευρύτερη πολιτισμική σημασία ασκήσεως αυτού του δικαιώματος. Η κατάπνιξη του πλουραλισμού στα μέσα ενημερώσεως είναι εξίσου ανελεύθερη πρακτική όπως και η στέρηση στοιχειώδους εκπαιδεύσεως σε όλους, μη τυχόν και «ξυπνήσουν» οι καταφρονεμένοι και απειλήσουν «την καθεστηκυία τάξη», όπως εφοβούντο οι συντηρητικοί της Βικτωριανής εποχής. Ο τύπος ονομάστηκε 4η εξουσία, όχι διότι διαθέτει θεσμοθετημένη δύναμη επιβολής των αποφάσεων του, αλλά διότι διατηρεί τους κρατούντες σε συνεχή εγρήγορση και εξασφαλίζει την εκκρεμοδικία του συστήματος αποσοβώντας έτσι τον εφησυχασμό, την αποστέωση, τη διαφθορά και τις πάσης φύσεως έκθεσμες, έκνομες και εγκληματικές ενέργειες στο όνομα του «λαού».

Στην Ελλάδα, η ατελής νομοκρατία σε συνδυασμό με τη λειτουγία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας γεννά σοβαρούς κινδύνους να εμφανισθεί το φαινόμενο της «τυραννίας της πλειοψηφίας» που τόσο φόβιζε τον Toqueville. Ο προσωποκρατικός χαρακτήρας των πολιτικών αναμετρήσεων καλλιεργεί την ψυχολογία του «ουαί τοις ηττημένοις» επί θυσία της απρόσωπης εφαρμογής των νόμων. Η αίσθηση της νόμιμης δύναμης μεθάει ενίοτε τους πλειοψηφούντες κυβερνήτες οι οποίοι μόλις και μετά βίας σέβονται τα δικαιώματα των ατόμων και τη διάκριση των εξουσιών που τα κατοχυρώνει. Ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου είχε δηλώσει το 1984 ότι τα δικαστήρια στις αποφάσεις τους πρέπει «να λαμβάνουν υπόψη τους τη λαϊκή ετυμηγορία όπως εκφράζεται με τη σύνθεση της Βουλής». Την άποψη αυτή δεν την επανέλαβε βέβαια το 1989 όταν άλλαξε η σύνθεση της Βουλής η οποία τον παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο. Η «Αυριανή» δεν έπαυσε να καταγγέλλει τη «δικαστική χούντα» και να καθυβρίζει τους ανακριτές και τους δικαστές στο σκάνδαλο Κοσκωτά χωρίς καν το ελαφρυντικό που διαθέτουν οι μαρξιστές οι οποίοι θεωρούν κάθε θεσμό του κράτους δικαίου ταξικό και ως εκ τούτου διαβλητό. Για το ΠΑΣΟΚ και την προπαγάνδα του καταδικαστέες είναι μόνον οι αποφάσεις που στρέφονται εναντίον του. Η στάση αυτή που καταργεί στην ουσία τη νομοκρατία βασίζεται στην αντίληψη ότι μπροστά στο μεγαλείο του «Μεγάλου Σκοπού» οι «νόμοι», η διάκριση των εξουσιών και το Σύνταγμα είναι οχληρές λεπτομέρειες. Όσοι θέλησαν να καλλιεργήσουν την ιδέα της «Ιστορικής Αποστολής» (του έθνους, της φυλής, του προλεταριάτου, του «μπλοκ των δυνάμεων της Αλλαγής») γέννησαν φανατισμούς και στην προσπάθεια τους να πραγματοποιήσουν το όραμα τους ποδοπάτησαν συχνά τις παρακαταθήκες του ελληνικού Διαφωτισμού, του Κοραή και του «Ανωνύμου του Έλληνος».

Ελληνική τελοκρατία

Η ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830 μοιάζει κάπως με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948 το οποίο επίσης συγκέντρωσε στον ίδιο γεωγραφικό χώρο ένα τμήμα ενός λαού με πανάρχαιες ρίζες, με τη διαφορά ότι το μικρό ελληνικό κράτος του 1830 δεν χρειάστηκε να συγκρουσθεί με ντόπιους πληθυσμούς, δεν χρειάστηκε να οργανώσει εισροή εκατοντάδων χιλιάδων ομογενών ενώ άφησε βέβαια εκτός των συνόρων εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες σε όμορα κράτη. Η γέννηση του ελληνικού κράτους σφραγίζεται έτσι από το «τέλος» να συμπέσουν στο προβλεπτό μέλλον τα όρια του έθνους με το κράτος.

Συντηρητική τελοκρατία
Η έξαρση του εθνικού ιδεώδους την οποία προκάλεσε το κίνημα του αλυτρωτισμού οδήγησε σε μιαν ελληνική εκδοχή «περιούσιου λαού» ο οποίος νοείται ως έχων κάποια ιστορική αποστολή να φέρει εις πέρας. Γεννήθηκε έτσι η συντηρητική εκδοχή της ελληνικής τελοκρατίας που θέλει την πολιτεία στρατευμένη στην υλοποίηση ποικιλοτρόπως —κατά τις περιστάσεις— οριζομένων «ιδανικών» του νοουμένου ως διαχρονικού «ελληνισμού». Διαμορφώθηκε με τον τρόπο αυτό και απέκτησε κύρος στη χώρα μας η περίεργη άποψη ότι οι μεγάλοι πολιτισμοί οφείλονται στη βιολογική, φυλετική ανωτερότητα των φορέων τους γενικώς και ο ελληνικός πολιτισμός στην εγγενή φυλετική, βιολογική υπεροχή των Ελλήνων ειδικώς. Ο Φαλμεράυερ ενόχλησε τους Έλληνες ρατσιστές οι οποίοι θεωρούσαν τη φυλή τους ως διαχρονικώς ακμαία, υπέροχη και υπερέχουσα. «Οι Έλληνες δεν υπέκειντο ούτε το πάλαι ούτε το νυν εις τους νόμους της φύσεως», γράφει ο Βενιαμίν ο Λέσβιος το 1820 (Δημαράς: «Ελληνικός Ρομαντισμός», σελ. 385). Οι Ιουδαίοι υποστήριξαν ότι είναι περιούσιος λαός κατ’ επιλογήν του Θεού, ενώ ένιοι Έλληνες θεώρησαν και θεωρούν ακόμη ότι η υπεροχή τους είναι βιολογική και τροσβάλλονται βαθύτατα όταν κάποιος τους πει ότι η σχέση του πολιτισμού με τη φυλή είναι —τουλάχιστον— αναπόδεικτη. Η λατρεία των «αρχαίων ημών προγόνων» —αν όχι πια της γλώσσας και των κειμένων τους— υπολαμβάνει ότι αυτοί έλαμψαν κυρίως λόγω του «αίματος» δηλαδή των γονιδίων τους τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν κατά το πλείστον ανόθευτα στον ελληνικό γονότυπο χωρίς να «εκφράζονται» σήμερα επαρκώς κατά την ορολογία που χρησιμοποιούν οι βιολόγοι. Ο Φαλμεράυερ, όχι μόνο δεν αμφισβήτησε αυτήν την καθαρώς ρατσιστική λογική, αλλά αντιθέτως την ενίσχυσε λέγοντας απλώς ότι διεκόπη η βιολογική συνέχεια του Ελληνισμού και υπονοώντας ότι αν αυτή δεν είχε διακοπεί ίσως η Ελλάδα να συνέχιζε ακόμη να παράγει ακαταπαύστως Πλάτωνες και Αριστοτέληδες. Το μόνο ελαφρυντικό εκείνων που πίστεψαν και διέδωσαν τις θεωρίες της εγγενούς ανωτερότητος της φυλής των Ελλήνων είναι ότι την άποψη αυτή τους την υπέβαλαν λίγο-πολύ οι ρομαντικοί ρατσιστές φιλέλληνες του 19ου αιώνα οι οποίοι ήθελαν τους κλέφτες του ’21 κατ’ ευθείαν βιολογικούς απογόνους των αρχαίων.

Όταν ο Κ. Τσάτσος, πλατωνιστής, αρχαιολάτρης, γερμανοσπουδασμένος, διανοούμενος, πολιτικός και κατ’ εξοχήν πνευματικός εκπρόσωπος της συντήρησης στην Ελλάδα γράφει («Ελληνική Πορεία», σελ. 85) ότι «παρ’όλας τας νοθεύσεις του αίματός μας είμεθα εμφανώς οι κατά φύσιν και παράδοσιν συνεχισταί της αρχαίας Ελλάδος» συγκρατεί κανείς τη διατύπωση «νοθεύσεις του αίματός μας». Σήμερα που ξέρουμε ότι η τεράστια ποικιλία των ανθρωπίνων πληθυσμών, είναι πλούτος για το ανθρώπινο γένος, αυτές οι αρχέγονες αντιλήψεις περί «καθαρού αίματος» που «νοθεύεται», ηχούν ως αβλαβή απολιθώματα αντιλήψεων του μεσοπολέμου. Όμως, ο ίδιος ο Τσάτσος («Ελληνική Πορεία», σελ. 102) υπό την τότε ιδιότητα του ως υπουργός Παιδείας, σε εγκύκλιο του προς τους εκπαιδευτικούς μεταφράζει αυτή την άποψη σε συγκεκριμένη πολιτική, όταν ζητάει από τους δασκάλους να «ξυπνήσουν εις την ψυχήν των παιδιών… τον ιδεατόν Έλληνα, τον ιδεατόν τύπον της ελληνικής πραγματικότητας, όπως ζη εν ληθάργω… εις το αίμα παντός Έλληνος… Ο ιδεατός δε αυτός Έλλην θα αποτελεί σύνθεσιν αρχαίου ελληνικού πνεύματος και χριστιανισμού». Το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα του Ζαμπέλιου του 1852 γίνεται έτσι συγκεκριμένο «τέλος» της εκπαιδευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Η εγκύκλιος αυτή στέλνεται στις 28.9.49. Ακριβώς 18 χρόνια αργότερα, την 21η Απριλίου 1967, κάποιοι αυτόκλητοι ένστολοι ελληνοχριστιανοί ολετήρες, γαλουχημένοι ίσως στο πνεύμα αυτής της εγκυκλίου ως παιδιά και ως έφηβοι, αποφάσισαν να βάλουν τους συμπατριώτες τους στο γύψο για απροσδιόριστη διάρκεια. Δεν έχει φυσικά ευθύνες ο Κ. Τσάτσος, γράφοντας αυτά που έγραφε το 1949, για το πραξικόπημα του Παπαδόπουλου. Γεγονός πάντως είναι ότι οι ιδέες φυλετικής υπεροχής και κρυφού μεγαλείου που ζη μέσα μας «εν ληθάργω» και ενίοτε καταπνίγεται από απάτριδες, ανθέλληνες και αντεθνικώς δρώντες αμφισβητίες των ιδανικών του ελληνισμού διαμορφώνει την αντίληψη ότι η χώρα, η φυλή, το έθνος, το κράτος και βεβαίως η κυβέρνηση έχουν μια ιστορική αποστολή να επιτελέσουν. Όσοι παρεμποδίζουν τους πραγματικούς πατριώτες να την υλοποιήσουν, πρέπει να υποστούν τα επίχειρα της κακίας τους και ας είναι ομοεθνείς.

Η ιδέα της «εθνικής αποστολής» φυτεύθηκε βαθιά στη συνείδηση των Ελλήνων αμέσως μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. «Αν σταματήσετε στην Αθήνα έναν οποιοδήποτε διαβάτη και του πείτε ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει καμία απολύτως αποστολή να εκπληρώσει στον κόσμο —γράφει ο Δημαράς— είναι πολύ πιθανό να σας χαρακτηρίσει αγράμματο ή βλάκα», («Ελληνικός ρομαντισμός», σελ. 476). Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Ελληνική Πορεία» (σελ. 8), ο Κ. Τσάτσος θέτει ένα προκαταρκτικό ερώτημα, που διατυπώνεται ως εξής: «Γιατί πρέπει να υπάρξει η Ελλάδα, ποια είναι η αποστολή της, γιατί και πώς μπορεί να την εκπληρώσει;». Είναι εξαιρετικά παράδοξη αυτή η έννοια της διαχρονικής «αποστολής» της «Ελλάδος», κυρίως διότι δεν είναι σαφές ποιος την προσδιορίζει και ποιος είναι εξουσιοδοτημένος (από ποιόν) να μεριμνά για την υλοποίηση της στο διάβα των αιώνων. Κατά την δική του εκδοχή, πάντως, η αποστολή αυτή είναι κυρίως πολιτισμική. Η Ελλάδα, λέει, θα πρέπει να διασώσει το ελληνικό μέτρο, τον «ελληνικό ισορροπημένο τύπο, την τέχνη, τα γράμματα, την φιλοσοφία, την κοινωνική πολιτική πράξη», (σελ. 24). Δεν διευκρινίζεται εάν η πολιτισμική αυτή αποστολή θα υλοποιηθεί διά του παραδείγματος (Αθηναϊκή Δημοκρατία), δια του κηρύγματος (Επιτάφιος Περικλέους), δια των εκπολιτιστικών κατακτήσεων (εκστρατείες Μεγάλου Αλεξάνδρου) ή με συνδυασμό των ανωτέρω. Ο όρος «Ελλάδα» ως υποκείμενο ως φορέας της αποστολής δεν είναι σαφές αν καλύπτει όλους τους σημερινούς Έλληνες ή μερικούς από αυτούς καθώς και αν τα αναφερόμενα ως ειδικές πολιτισμικές αξίες προς διάδοσιν (μέτρο, ισορροπία, πολιτική πράξη) επιδέχονται πλείοντες της μιας ερμηνείας και ποιος είναι αρμόδιος να ορθοτομήσει τον λόγον της αληθείας σε περίπτωση διαφορών. Παραμένει έτσι έκθετη η έννοια της «αποστολής» η οποία, όπως και η «γενική βούληση» του Ρουσσώ είναι πια επιδεκτική αλογίστου χρήσεως από αυτόκλητους επίδοξους «σωτήρες». Ο Χίτλερ εδονείτο ολόκληρος από το κάλεσμα να εκπληρώσει την «ιστορική αποστολή του γερμανικού έθνους». Και ο Μουσσολίνι επίσης.

Σε μια πρωτοφανώς εγελιανή ομιλία του στην Ακαδημία το 1963 για την επέτειο του « Όχι», την 28η Οκτωβρίου, ο Τσάτσος («Ελληνική Πορεία», σελ. 50) εξειδικεύει ως εξής το όραμά του: «Το Ελληνικό Έθνος επιδιώκει την πραγματοποίησιν μιας ενιαίας μορφής πολιτισμού ήτις αποτελεί καθ’ εαυτήν έναν ειδικόν τρόπον του γενικωτάτου σκοπού της Ιστορίας». Υπάρχει δηλαδή μια Ιστορία που έχει Σκοπό —γενικώς— ένα Ελληνικό Έθνος που τον εξειδικεύει και τον προωθεί και κάποιοι Έλληνες που τα γνωρίζουν όλα αυτά και τα μεταδίδουν στους απογόνους τους. Όσο για την «ενιαία μορφή πολιτισμού», που μοιάζει να καταργεί την ποικιλότητα των ιδεών, τρομάζει κανείς με τη διατύπωση. Η εικόνα της ελληνικής τελοκρατίας που δίνει ο ίδιος είναι αυτή μιας πυραμίδος της οποίας η κορυφή είναι ο «γενικότερος σκοπός» ενώ «την βάσιν αποτελούν οι απολύτως εξατομικευμένοι σκοποί». Έτσι, με αυτήν την «κλιμακωτή διαφοροποίηση των σκοπών και των υποκειμένων της πράξεως», επέρχεται η ποθητή «πραγμάτωση αϊδίων αρχών». Ως εδώ, λοιπόν, οι σκοποί της Ιστορίας, της Ελλάδος και άλλων συνόλων μοιάζουν τόσο έντεχνα διαρθρωμένοι ώστε δεν φαίνονται να μένουν και πολλά περιθώρια στα άτομα να επιδιώκουν πότε-πότε και κάτι δικό τους «εκτός πυραμίδος» ούτως ειπείν. Όμως οι νοητικές κατηγορίες που χρησιμοποιεί ο Τσάτσος δεν είναι μόνον η ιστορία ως κορυφή και οι εξατομικευμένοι σκοποί ως βάσις. Υπάρχουν και ενδιάμεσες ομαδοποιήσεις. Έτσι, ο κυριώτερος «αναβαθμός των υποκειμένων της ιστορίας» είναι κατ’ αυτόν «το έθνος» που αποτελεί «πνευματικήν και όχι υλικήν ενότητα». Φυσική συνέπεια αυτής της αρχής είναι βεβαίως ότι όλα τα έθνη δεν είναι ισότιμα. Άλλα έχουν «αποστολή», άλλα δεν έχουν. Όσα —λέει— δεν γίνουν «φορείς δημιουργικών πράξεων πολιτισμού» δεν είναι στην ουσία έθνη αλλά «τυχαία φυσικά φαινόμενα… αρνήσεις αξιών» τα οποία, αποφαίνεται, «δεν πρέπει να υπάρχουν» διότι «η τεχνητή κατασκευή εθνών αποτελεί βεβήλωσιν της ιδέας του έθνους». Και πάλι η διατύπωση ότι ορισμένα έθνη «δεν πρέπει να υπάρχουν», προκαλεί μια σχετική φρικίαση.

Παρακάτω στιγματίζει την «άνευ αξιολογικών κριτηρίων σπάταλον και αστόχαστον παροχήν δικαιωμάτων και ειδικώς του δικαιώματος να μεταβληθεί μια ομάς ανθρώπων εις έθνος», πράγμα που επιφέρει —λέει— την «επιπέδωσιν των εθνών». Το γεγονός ότι οι Κούρδοι π.χ. ως «ομάς ανθρώπων» μπορεί να νοούν εαυτούς ως συναποτελούντας «έθνος» δεν θα ήταν —με τη λογική του Τσάτσου— αρκετό να τους αναγνωρισθεί αυτή η ιδιότητα. Ο ίδιος δεν διευκρινίζει ωστόσο ποια υπερεθνική αρχή είναι αρμόδια να κανοναρχεί επί αυτών των ζητημάτων και πώς γεννώνται τα έθνη δια της μεθόδου της αναγνωρίσεως που δίδεται υπό όρους. Το υπόστρωμα μοιάζει πάντως και εδώ να είναι φυλετικό, διότι όπως εξηγεί παρακάτω «καθολικής επιρροής λαοί είναι οι Εβραίοι, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και τέσσερα ή πέντε εκ των νεωτέρων ευρωπαϊκών εθνών… Όλα τα άλλα έθνη… και οι χιλιάδες των λαών ανήκουν εις το άπειρον της λήθης, εις το αιώνιον σκότος. Δεν έχουν αξίαν, δεν έχουν νόημα». Από αυτό το μήνυμα ορισμένοι Νεοέλληνες έχουν συγκρατήσει ότι όλοι οι μη-Έλληνες και ιδίως εκείνοι οι οποίοι «έτρωγαν βαλανίδια όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες» (κατά τη διατύπωση του κατηγορουμένου για απάτη σε βάρος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Υπουργού του ΠΑΣΟΚ Αθανασόπουλου), μας χρωστάνε στήριξη και βοήθεια λόγω των εθνικών μας περγαμηνών και ίσως για να φέρουμε εις αίσιον πέρας την ιστορική και πολιτισμική μας αποστολή. Έτσι, η αδικαίωτη διεκδίκησή μας να αναγνωρισθούμε ως άξιοι απόγονοι κινδυνεύει να μας καταστήσει απλώς επιγόνους που δεν επιθυμούν καθόλου να γίνουν πρωτογενώς αξιοσέβαστοι ως πρόγονοι.

Οι αντιλήψεις αυτές διαποτίζουν βαθύτατα και την θεώρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου εκ μέρους των Ελλήνων συντηρητικών. «Με το να αναγνωρίζουμε τα πρωτεία στο άτομο, γράφει ο Τσάτσος («Ελληνική Πορεία», σελ. 130), διόλου δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να περιορίσουμε την ολότητα στο ελάχιστο δυνατό, στο ρόλο του συντονιστή, του διασφαλιστή των ατομικών ενεργειών. Ακριβώς χάριν του ατόμου μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία η παρέμβαση της ολότητας πολύ βαθύτερα στο έργο του παιδευτή και του διαμορφωτή. Οι ειδικές συνθήκες κάθε εποχής θα προσδιορίσουν κάθε φορά τον κύκλο ενέργειας του ατόμου και της ολότητας». Για το καλό του ατόμου λοιπόν, και ανάλογα με τις συνθήκες, η «ολότητα» θα επεμβαίνει, δια των εκάστοτε εκπροσώπων της βέβαια, καθώς η ολότητα είναι αφηρημένη έννοια. «Το άτομο —λέει ο Τσάτσος— θα διατηρεί τη σφαίρα του που αυτή βέβαια θα αυξομειώνεται ανάλογα με τις εποχές». Βλέποντας και κάνοντας λοιπόν, ως προς τη σφαίρα αυτονομίας του ατόμου, το οποίο σαφώς υποτάσσεται στα κελεύσματα της «ολότητας» ως τα συλλαμβάνουν, διατυπώνουν και επιβάλλουν οι άνθρωποι που μεριμνούν για την εκπλήρωση της εθνικής της αποστολής, την υλοποίηση του γενικωτάτου σκοπού της Ιστορίας και την εφαρμογή αϊδίων αρχών.

Απόηχο αυτών των αντιλήψεων βρίσκει κανείς σε μια δήλωση του Μιλτιάδη Έβερτ ο οποίος μιλώντας σε δημοσιογράφο της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» (25.9.88), δηλώνει οπαδός του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» και διευκρινίζει ότι «Ο φιλελευθερισμός ο απλός τα αφήνει όλα να προχωράνε μόνα τους, ελεύθερα, όπως τύχει. Ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός δέχεται την ελευθερία της έκφρασης αλλά από ένα σημείο και πέρα αποφασίζει να ενεργήσει». Ερώτηση δημοσιογράφου. «Ποιο είναι αυτό το σημείο για σας;» — Απάντηση: «Εξαρτάται από το χρόνο, το αντικείμενο…». Βλέποντας λοιπόν και κάνοντας σε θέματα παρεμβάσεως στην ελευθερία της έκφρασης. Το περίεργο είναι ότι η «συρρίκνωση» της σφαίρας του ατόμου την οποία μνημονεύει ο Τσάτσος και η οποία στην μεταπολεμική Ελλάδα γεννήθηκε εμπειρικώς από τις ανάγκες διεξαγωγής του εμφυλίου πολέμου του 1946-49 πήρε ευθύς εξαρχής οιονεί θεολογική χροιά. Γιατί άραγε χρειαζόταν τόση έμφαση στην απόσπαση δηλώσεων μετανοίας ωσάν η Μακρόνησος να ήταν ένα δημιούργημα της Ιεράς Εξετάσεως και όχι ενός αστικού κράτους; Δεν έφτανε ο προληπτικός εγκλεισμός, δεν αρκούσαν οι κατασταλτικές ποινές; Έπρεπε σώνει και καλά οι αριστεροί να νοηθούν ως ανήκοντες σε υποδεέστερη κάστα, πράγμα που τους επέτρεπε να αγωνίζονται με συνθήματα Γαλλικής Επανάστασης και να συγκαλύπτουν έτσι την ιδεολογικοπολιτική τους προσήλωση στα ανελεύθερα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού; Το κράτος της εθνικοφροσύνης είχε παρασυρθεί από τους ίδιους τους σκοπούς του.
Οι ιθύνοντες στη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα είχαν πιστέψει στην ιστορική τους αποστολή, είχαν νοήσει εαυτούς ως φορείς αιωνίων αληθειών και δεν ενδιαφέρονταν απλώς να κατισχύσουν των αντιπάλων τους, ήθελαν να τους φρονηματίσουν, να τους αναμορφώσουν, να τους κάνουν να «ανανήψουν», να γράψουν «γράμματα στο χωριό» που αναμεταδίδονταν από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου, να αποκηρύξουν το «Κακό» και να πυκνώσουν τις λεγεώνες του «Καλού» τραγουδώντας στρατιωτικά εμβατήρια και ομνύοντας πίστη στα «εθνικά ιδανικά». Η επαναστατική σκέψη ήταν αδίκημα ενώ η πράξη συχνά εσυγχωρείτο όταν ο αμαρτωλός μετανοούσε «ειλικρινώς». Το αντικομμουνιστικό ελληνικό κράτος δεν πολεμούσε τον κομμουνισμό στο όνομα των φιλελευθέρων αρχών και των δικαιωμάτων του ατόμου αλλά στο όνομα ενός άλλου «τέλους» που αγκάλιαζε κατά τρόπο οιονεί μυστικιστικό το Έθνος, τη Θρησκεία, τις Παραδόσεις, το Στέμμα και άλλες υποστασιοποιημένες εκφάνσεις της «ολότητος». Αναζητώντας αποτελεσματική διατύπωση αυτού του «τέλους» που να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικώς στον κομμουνιστικό «μύθο», ο Τσάτσος ειρωνεύεται, χωρίς να τους κατονομάζει, τους φιλελεύθερους ως αφελείς που «επεχείρησαν να μεταβάλουν σε εμψυχωτικό όραμα τον τύπο της δημοκρατίας του 19ου αιώνα, τον πάντα ανοικτό πανδέκτη κάθε ιδεολογίας και κάθε συγκρούσεως, όπου το κράτος, ένας υπεράνω παθών αγνωστικιστής, θεάται τα γινόμενα μακρόθεν έως ότου μια μέρα μάθει ότι καταλύθηκε» («Ελληνική Πορεία», σελ. 34). Μιλώντας περί «προπαγανδιστικής τέχνης» φτάνει να πει ότι η πολιτεία «έχει και δικαίωμα και υποχρέωση να απαγορεύει τέτοιες παρεισδύσεις» διότι, λέει, «και η πιο δημοκρατική πολιτεία» δεν είναι απερίφρακτος χώρος αυθαιρεσιών αλλά οργανωμένη λειτουργία ζωής» (ibid, σελ. 172). Εάν οι Έλληνες συντηρητικοί ήξεραν να νικούν και έδειχναν εμπιστοσύνη στους συμπατριώτες τους θα είχαν αποκαταστήσει το 1952 ήδη τις συνθήκες ελευθερίας του 1974, στις οποίες συνέβαλε αποφασιστικώς προς τιμήν του ο ίδιος ο Τσάτσος. Ίσως είχαμε γλιτώσει έτσι την χούντα.

Η συντηρητική αποθέωση του τελοκρατικού κράτους βρίσκεται βέβαια αποτυπωμένη στο Σύνταγμα της χούντας όπου ενέργειες «που αποσκοπούν σε βλάβη του Κράτους» επισύρουν βαρύτατες ποινές και όπου όλα τα «όργανα του Κράτους» «οφείλουν πίστην και αφοσίωσιν εις την Πατρίδα και τα εθνικά ιδεώδη». Εκτός των υπαλλήλων όμως, το χουντικό Σύνταγμα περιείχε και κάποιο «καθήκον της πίστεως του πολίτου προς το Κράτος» το οποίο —γράφει ο Θ. Παπακωνσταντίνου («Πολιτική Αγωγή», σελ. 297)— «δικαιολογεί και την δυνατότητα δια το Κράτος να στερεί της ιθαγενείας τους, τους πολίτας εκείνους οι οποίοι παραβαίνουν την θεμελιώδη ταύτην υποχρέωσίν των». Η υποταγή του ατόμου στην τελοκρατική αυτή πολιτεία παίρνει και Οργουελικούς τόνους, διότι μέσα στα καθήκοντα του πολίτου είναι και η «υποβοήθηση της αστυνομίας». Φυσικά ο τύπος πρέπει να δείχνει «ευθύνη» (ειδεμή η εφημερίδα κατάσχεται ή κλείνει). Το ανησυχητικό είναι ότι όλα αυτά δεν βγαίνουν από το πλαίσιο της παραδοσιακής εθνικοφροσύνης και της επιλεκτικής ερμηνείας του εθνικού συμφέροντος. Βεβαίως αντιστρατεύονται ευθέως την φιλελεύθερη ουσία του σημερινού συντάγματος το οποίο ενσωματώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προστατεύει.

Το σημερινό Ελληνικό Σύνταγμα και κυρίως η νομολογία κυριαρχούνται ωστόσο ακόμη από το «εθνικό συμφέρον» αλλά και πλήθος άλλων αορίστων εννοιών, επιδεκτικών ποικίλων ερμηνειών όπως είναι το δημόσιο συμφέρον, η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο εύλογος χρόνος, η δημόσια τάξη, η κοινωνική ειρήνη, ο σπουδαίος λόγος, το προσήκον ήθος, η κοινή πείρα, που αμβλύνουν τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα της ελληνικής συνταγματικής τάξης, ιδίως σε θέματα ιδιοκτησίας και οικονομικής δραστηριότητας. Όταν το άρθρο 17, παράγραφος 1 του Συντάγματος λέει ότι το Κράτος προστατεύει την ιδιοκτησία αλλά ότι τα «δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος», οι πολίτες έχουν νόμιμη απαίτηση να ξέρουν κάθε φορά πώς προσδιορίζεται αυτό το γενικό συμφέρον. Τούτο καθίσταται ακόμη επιτακτικότερο λόγω του ότι το άρθρο 106 του Συντάγματος, παράγραφος 1, εδάφιο α ‘, οριοθετεί την ιδιωτική δραστηριότητα διευκρινίζοντας ότι «…για την προστασία του γενικού συμφέροντος, η κυβέρνηση προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Η διατύπωση αυτή νομιμοποιεί υπό την βολική επικεφαλίδα του «γενικού συμφέροντος» κάθε κρατική επιδότηση προς κάθε χρεωκοπημένη επιχείρηση και όλων των ειδών τις διατιμήσεις και παρεμβάσεις στην οικονομία. Προκειμένου περί προστασίας του περιβάλλοντος και συγκεκριμένα της «μεταβολής προορισμού των δασών», το άρθρο 24, παράγραφος 1 εδάφιο δ ‘, επικαλείται το «δημόσιο συμφέρον». Σε άλλα άρθρα (όπως το 12, παράγραφος 6) γίνεται λόγος περί «κοινής ωφελείας» ή «δημόσιου ενδιαφέροντος» καθώς πρόκειται για εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων δηλ. οικονομικών κυρίως αγαθών. Η έννοια γεννά και άλλες μικρότερης εμβέλειας αλλά εξίσου αόριστες. Προκύπτει έτσι το «συμφέρον της υπηρεσίας», η «δημόσια υγεία», οι «γενικοί στόχοι ενός συνεταιρισμού» κ.ά. που νομιμοποιούν την διοικητική αστυνόμευση. Ενίοτε τα «δημόσια συμφέροντα» (π.χ. προστασία περιβάλλοντος έναντι οικονομικής αναπτύξεως) συγκρούονται μεταξύ τους και αναγκάζουν τον δικαστή να επινοήσει ένα «γενικότερο» ή «υπέρτερο» δημόσιο συμφέρον για να αιτιολογήσει την απόφαση του. Τα «εθνικά συμφέροντα» (στον πληθυντικό) καθορίζουν αν θα αφαιρεθεί ή όχι από κάποιον η ελληνική ιθαγένεια (άρθρο 4 παρ. 3 εδ. β’ και άρθρο 28 παρ. 2 εδ. α’ του Συντάγματος) ενώ στη νομολογία μνημονεύεται και το «σπουδαίο εθνικό συμφέρον», το «γενικότερο συμφέρον», το «γενικότερο κοινωνικό συμφέρον», το «γενικότερο δημόσιο συμφέρον» ακόμη και το «γενικότερο εθνικό» και τέλος το «υπέρτερο εθνικό συμφέρον».

Υπό κανονικές συνθήκες, αυτός ο πολλαπλασιαμός γνωμόνων ελευθερώνει το δικα-στή από την δουλεία τής κατά γράμμα ερμηνείας και επιτρέπει έτσι την διείσδυση του κοινού νου στις σχέσεις ανθρώπων μεταξύ τους και με το κράτος. Η άποψη του δικαστή-φερεφώνου που δεν είναι «παρά το στόμα που απαγγέλλει το νόμο», όπως τον ήθελε ο Montesquieu, είναι παρωχημένη. Ωστόσο, η επέκταση του κράτους και ο περιρρέων λαϊκισμός που καλλιεργείται στην Ελλάδα επιβάλλουν την μεγίστη δυνατή επαγρύπνηση, διότι το κλίμα αυτό μπορεί να επηρεάσει και τους δικαστές. Σε μια χώρα όπου η οικονομική ελευθερία, η προσωπική ελευθερία, το δικαίωμα εργασίας και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας υπόκεινται σε παραλλάσσουσες ερμηνείες του «δημοσίου συμφέροντος», ενίοτε και του «υπέρτερου» τοιούτου, ο πολίτης πρέπει να προσέχει πολύ διότι το δημόσιο συμφέρον διακρίνει το κράτος από τους άλλους θεσμούς και του δίνει έτσι αρμοδιότητες που όλο και αυξάνουν. Από το Σύνταγμα και την νομολογία ξεπροβάλλουν έτσι όλες οι ενσαρκωμένες αφαιρέσεις που επιτρέπουν (στην περίπτωση του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού) σε κατηγορούμενο υπουργό του ΠΑΣΟΚ να επικαλείται το εθνικό συμφέρον για να δικαιολογήσει εγκληματικές ενέργειες. Σε αντίθεση πάντως με τη συγκεκαλυμμένη συντηρητική, ή τελοκρατία της Αριστεράς, σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής, είναι ευτυχώς ρητή, απροκάλυπτη και υπερήφανη για τον εαυτό της.

Αριστερή τελοκρατία.

Δύο είναι τα θεμέλια στα οποία κάθε (μη-αναρχικός) αριστερός οικοδομεί την πολιτική του ιδεολογία: Η «Πρόοδος» (όπως και αν ερμηνεύεται) ως σκοπός και το κράτος ως μέσο υλοποίησης της. Για την πάσης φύσεως Αριστερά, τα άτομα αγωνίζονται συλλογικώς, ψηφίζουν ή υπακούουν αλλά δεν αυτενεργούν. Παλαιότερα, οι αριστεροί εννοούσαν εαυτούς ως εγγενώς καλύτερους από όλους τους άλλους, διότι κατείχαν την αλήθεια και ήξεραν τι έπρεπε κάθε φορά να γίνει. Σήμερα, η αυτοκαταξίωση δεν απαιτεί πια καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Σε μια αμερικάνικη γελοιογραφία ένας βασιλιάς με κορώνα και πορφύρα απευθύνεται σε έναν σκανδαλισμένο μικρό και του λέει: «Τι θα πει τι κάνω όλη μέρα; Βασιλεύω, αυτό κάνω». Η Αριστερά στην Ελλάδα είναι Αριστερά όλη μέρα. Δεν φθάνει αυτό; Το αποτέλεσμα της «θρησκειοποίησης» της αριστεράς που έχει εγκαταλείψει την διπολική ταξική πάλη χωρίς να την έχει υποκαταστήσει με άλλο πρότυπο κατακτήσεως και ασκήσεως της εξουσίας είναι ότι ένα τμήμα της, το μαρξιστικό, ασχολείται πια με καθαρούς σκοπούς χωρίς να μεριμνά πλέον για τα μέσα ενώ το άλλο τμήμα της, το ΠΑΣΟΚ, ασχολείται μόνο με τα μέσα για την επίτευξη καθαρώς κομματικών (όχι πια ιδεολογικών) σκοπών. Οι παραδοσιακοί αριστεροί πάντως δεν αποστέργουν για λόγους «εκσυγχρονισμού» και τα φιλελεύθερα «ανοίγματα». Έτσι, στο πρόγραμμα του «Συνασπισμού» που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1989 περιέχονται αποσπασματικώς οιονεί φιλελεύθερες απόψεις (για την αγορά, το ρόλο των ιδιωτών στην οικονομία, το κράτος δικαίου, την ΕΟΚ) πράγμα ευπρόσδεκτο αλλά πολιτικώς στείρο. Γιατί να προτιμήσουν οι Έλληνες ψηφοφόροι ψήγματα φιλελευθερισμού διατυπωμένα σε νεοκομμουνιστική διάλεκτο, δηλαδή φιλελεύθερες ιδέες μαρξιστικώς ανακυκλωμένες, από τον πραγματικό φιλελευθερισμό και τις γνήσιες ιδέες του;

Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού προτύπου στην Ανατολή, η Αριστερά στην Ελλάδα θα διατηρούσε ίσως κάποια επιρροή εάν εγκατέλειπε επισήμως τις φιλοδοξίες της να κυβερνήσει υιοθετώντας μια στάση «ηθικού φορέως» στην πολιτική ζωή της χώρας, προβάλλοντας τις ατομοκεντρικές αξίες της αξιοπρέπειας του πολίτη (όχι απλώς του εργάτη) και της προστασίας των δικαιωμάτων του, εάν δηλαδή εγκατέλειπε το γενικευτικό ιδεολόγημα της «Αλλαγής» —που είναι αδύνατον να λειτουργήσει ως κοινό όραμα σε μια κοινωνία προχωρημένου καταμερισμού εργασίας— και ασχολείτο με τις μυριάδες μικρές αλλά ουσιώδεις αλλαγές που γίνονται αναγκαίες καθημερινά, στο πλαίσιο ενός ευνομούμενου κράτους και απαιτούν θεσμοποίηση και ενσωμάτωση στους κανόνες του παιγνιδιού. Ο ίδιος ο Λεωνίδας Κύρκος, από τους δημοφιλέστερους, αν όχι πάντοτε συνεπέστερους εκπροσώπους της «φωτισμένης αριστεράς», διαπιστώνει στο βιβλίο του «Ποια Αριστερά» ότι «χρειάζεται να δούμε αυτοκριτικά το κρατικίστικο παρελθόν της Αριστεράς» και —πράγμα αρκετά εκπληκτικό για πολιτικό του ελληνικού αριστερού χώρου— υιοθετεί, αναφέροντάς την ρητά και επωνύμως, την άποψη του Τσουκαλά ότι το κράτος στην Ελλάδα υπήρξε εξ υπαρχής χορηγός εργασίας και κοινωνικού γοήτρου που εδέσποσε τελικώς επί της κοινωνίας με έναν πολυδαίδαλο και αντιπαραγωγικό μηχανισμό. Σε μια αποστροφή, αν όχι ακόμη φιλελεύθερη πάντως αποφασιστικώς αντικρατικιστική, ο Κύρκος καταγγέλλει το όνειρο διορισμού στο Δημόσιο και γενικώς την ιδιόμορφη κρατική υπερεξουσία «βάθρο του συντηρητισμού της κοινωνίας και πολεμικό αντίπαλο των νέων ιδεών της Αριστεράς που κάνουν την εμφάνιση τους στην Ελλάδα λίγα χρόνια μετά την αρχή του 20ού αιώνα» («Ποια Αριστερά», σελ. 33). Η «πλατφόρμα» αυτή —κατά την ορολογία των μαρξιστών-λενινιστών— σύντομα εγκαταλείφθηκε καθώς η μαχόμενη και η μη σκεπτόμενη —συνδικαλιστική κυρίως— αριστερά δεν έπαυσε να πιέζει προς κρατικοπαρεμβατικές λύσεις.

Το καίριο ιδεολόγημα που φυλακίζει τη σκέψη και υπερκαθορίζει τη δράση των πάσης φύσεως αριστερών τελοκρατών στην Ελλάδα αφορά την πάλη των τάξεων, δηλαδή χοντρικά την «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» και την ανάγκη «συσπείρωσης» των εργαζομένων και των «προοδευτικών δυνάμεων» γενικώς εναντίον του «ταξικού εχθρού», του «κατεστημένου» και των πολιτικών του εκπροσώπων. Η πάλη των τάξεων έχει βεβαίως πια από καιρό αποσυνδεθεί θεωρητικώς από την μαρξιστική εσχατολογία, χρησιμεύει όμως για να «νομιμοποιεί» τις πιο ποικίλες διεκδικήσεις. Το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» δεν προοιωνίζει επανάσταση κατά του κράτους δικαίου και ίδρυση σοβιέτ, αλλά θεμελιώνει διεκδικήσεις έναντι του αστικού κράτους για περισσότερες παροχές και λιγότερη ή μηδενική εργασία.

Χρησιμότατη για την κατανόηση αυτής της ελληνικής εκδοχής της πάλης των τάξεων και πιο συγκεκριμένα της κατολίσθησης από τη φιλελεύθερη εκδοχή για το δίκαιο και την έννομη τάξη στην μαρξιστοειδή αυτοκατάργηση της προσφέρει η ενδιαφέρουσα θεωρητική ανάλυση του αριστερού νομομαθούς Α.Ι. Μάνεση που περιέχεται στο εξαιρετικά πυκνό σε νοήματα και γλαφυρό στη μορφή άρθρο του με τίτλο «Κριτικές σκέψεις για την έννοια και τη σημασία του Δικαίου» στο «Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο» (σελ. 365-457). Ο συγγραφεύς διαχωρίζει εξ υπαρχής την ηθική, η οποία απευθύνεται όπως λέει στον εσωτερικό κόσμο από το δίκαιο που ενδιαφέρεται για την εξωτερική συμπεριφορά. Σε μια εξαιρετικής ευστοχίας παρομοίωση γράφει: «Το δίκαιο ρυθμίζοντας την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων την οποία κατευθύνει και προσανατολίζει σαν ένα είδος «σηματοδότη κυκλοφορίας» ώστε να αποτρέπονται οι συγκρούσεις, επιβάλλει ρυθμό και τάξη στην κοινωνική συμβίωση». Βρισκόμαστε εδώ στην καρδιά του προβλήματος: Το δίκαιο δεν προστατεύει τα αυτοκίνητα αμέσως αλλά εμμέσως, ρυθμίζοντας την κυκλοφορία τους. Τι αυτοκίνητο έχει ο καθένας και πού πηγαίνει είναι δική του δουλειά, φτάνει να το κατέχει νομίμως, να οδηγεί με έγκυρη άδεια, να τηρεί τον ΚΟΚ και να υπακούει στα κελεύσματα της τροχαίας. Η κυρωτική λειτουργία του δικαίου —εξηγεί πειστικότατα ο Μάνεσης— σημαίνει ότι η συμμόρφωση με τον σηματοδότη της κυκλοφορίας δεν επαφίεται στην καλή θέληση των οδηγών αλλά επιβάλλεται με τη χρήση νόμιμης βίας, manu militari «δια στρατιωτικής χειρός», με κυρώσεις, δηλαδή δυσμενείς συνέπειες για τους παραβάτες. Ο καταναγκασμός αυτός συνδέεται —εξηγεί— με τον «ετερόνομο χαρακτήρα του δικαίου» είναι δηλαδή ανεξάρτητος από τη θέληση των προσώπων που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του ενώ το «μονοπώλιο καταναγκασμού» είναι στα χέρια του κράτους.

Ως εδώ, η συλλογιστική άποψη του Μάνεση κατατείνει στην ιδέα του ουδέτερου κράτους που δεν «ηθικολογεί», δεν στοχοθετεί, δεν προωθεί καμιά «αποστολή», δεν χαρίζεται σε κανένα και δεν μεροληπτεί αλλά ρυθμίζει απροκατάληπτα την κυκλοφορία αυτοκινήτων, ανθρώπων, ιδεών και αγαθών. Ξαφνικά, ωστόσο, το σκηνικό αλλάζει άρδην, όταν ο Μάνεσης αποφαίνεται: «Βασικά… το εκάστοτε κρατούν ισχύον δίκαιο εξυπηρετεί κατά πρώτο λόγο τα συμφέροντα των κρατούντων. Πρόκειται για διαπίστωση που δεν επιδέχεται, νομίζω, σοβαρή και καλοπροαίρετη αμφισβήτηση». Η ρήση είναι ωστόσο τελείως αδιαφανής. Κατά τι διαφέρουν «τα συμφέροντα των κρατούντων» από των άλλων, ποιοι είναι «οι κρατούντες» και πώς ωφελούνται επιλεκτικώς από ένα σύστημα δικαίου που προστατεύει την ιδιοκτησία όλων, όπως η τροχαία ρυθμίζει την κυκλοφορία όλων των οχημάτων; Εάν βεβαίως ο Μάνεσης έχει κατά νουν ορισμένα άνομα συμφέροντα (δωροδοκίες, σκάνδαλα, «εγχρήματες ευχαριστίες», εξαγορά συνειδήσεων, εξασφάλιση προνομίων, στρέβλωση ανταγωνισμού) που συνδέονται με την ιδιότητα του πλουσίου και/ή του ισχυρού οφείλει να αποδείξει ότι το δίκαιο μεροληπτεί εξ υπαρχής σε τέτοια θέματα υπέρ κάποιων ατόμων προγενεστέρως προσδιορισθέντων όπως π.χ. ευγενών, ανηκόντων σε ειδικό θρήσκευμα, φυλή, κομματική παράταξη ή εισοδηματική κατηγορία. Τούτο, όχι μόνον αποφεύγει να κάμει ο Μάνεσης αλλά τονίζει ορθότατα το ακριβώς αντίθετο, υπογραμμίζοντας ότι πουθενά το σύγχρονο δίκαιο δεν μιλάει για πρόσωπα αλλά μόνο για ρόλους (ο εργαζόμενος, ο ενοικιαστής, ο εργοδότης). Το Μεσαιωνικό δίκαιο που προέβλεπε άλλο δίκαιο για τους ευγενείς, άλλο για τους κοινούς θνητούς ήταν όντως «δίκαιο των κρατούντων» αλλά τούτο έχει από καιρό καταργηθεί.

Το αριστερό ιδεολόγημα για το ταξικό δίκαιο έχει ωστόσο κυριεύσει για καλά τη σκέψη του Μάνεση. Έτσι, το δίκαιο που ήταν «σηματοδότης κυκλοφορίας» στη σελίδα 368 γίνεται 60 σελίδες παρακάτω (σελ. 424) «ιδεολογία», παράσταση «μιας φανταστικής σχέσης του ανθρώπου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του». Καλλιεργώντας αυτήν την «ψεύτικη συνείδηση» το δίκαιο συμβάλλει —κατά Μάνεσην— στην «αλλοτρίωση των εξουσιαζομένων» οι οποίοι φτάνουν ακόμη να δίνουν και τη «συγκατάθεση τους» στην «καταπίεση που τους ασκείται». Ο κ. Μάνεσης ξεκίνησε από τους οδηγούς αυτοκινήτων που ξέρουν άριστα πού θέλουν να πάνε και χρειάζονται τροχαία για να μη συγκρουσθούν μεταξύ τους και κατέληξε στην «ψευδή συνείδηση», αυτήν την βαθύτατα περιφρονητική μαρξιστική διατύπωση για τους εργάτες εκείνους που δεν προσεχώρησαν ως όφειλαν στο μαρξισμό και εξυβρίσθησαν γι’ αυτό το λόγο από τους Μαρξ και Έγκελς ως «κουρελοπρολεταριάτο». Ο Μάνεσης δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Διαπιστώνει απλώς (σελ. 439) ότι στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων η άρχουσα τάξη κατορθώνει να εξασφαλίσει τη συναίνεση των αρχομένων με αποτέλεσμα το δίκαιο ως «μη βίαιη οργάνωση της βίας» να «αλλοτριώνει» τη συνείδηση των εξουσιαζομένων «συμβάλλοντας στην εκμαίευση του consensus και στον εθισμό τους να υποτάσσονται». Το δίκαιο —λέει— είναι «βιασμός των συνειδήσεων». Ξεκινήσαμε από τα απαραίτητα φώτα της τροχαίας και καταλήξαμε στα μύχια της βιαζομένης συνείδησης του οδηγού χωρίς να αλλάξουμε όρο. Για το δίκαιο ο λόγος…

Μιλώντας στο Συμπόσιο του «Αντί» για τον υπαρκτό σοσιαλισμό («Αντί», 8.11.90), ο Μάνεσης ξαναβρίσκει τον φιλελεύθερο εαυτό του, προβάλλει τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες ως ιστορικές κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης— σημειώνοντας ωστόσο ότι αυτή δεν αναιρεί την «κοινωνική δικαιοσύνη» και την «οικονομική εκμετάλλευση». Επαινεί γενικώς το «κράτος δικαίου» (το οποίο διαχωρίζει σαφώς από την «κοινωνική δικαιοσύνη») λέγοντας ότι τούτο «δεν σημαίνει μεν δίκαιο κράτος από κοινωνιολογική άποψη… σημαίνει όμως ότι στο πλαίσιό του οι φορείς της εξουσίας υπόκεινται σε περιορισμούς, σε ελέγχους και σε κυρώσεις». Ακριβώς. Ο Μάνεσης επιθυμεί «ασφάλεια δικαίου», όπως την ονομάζει, «ώστε και οι μεν και οι δε να μπορούν να προβλέπουν τις συνέπειες των αμοιβαίων συμπεριφορών τους». Ο Μάνεσης, ωστόσο, θέλει μεν νομοκρατία όπως ο «Ανώνυμος ο Έλλην» αλλά νοσταλγεί και ολίγη τελοκρατία, επαινώντας «το σοσιαλιστικό ιδανικό» το οποίο κατ’ αυτόν «είναι η απορρόφηση του κράτους από την κοινωνία». Η καθαρώς ρουσσωική αυτή αντίληψη θα προϋπέθετε κάποια όντως γενική βούληση που θα επεβάλετο χωρίς να χρειάζεται κράτος με γραπτό Δίκαιο, με μονοπώλιο δύναμης και θεσμοθετημένο έλεγχο των ενεργειών του από την κοινωνία των πολιτών.

Το θέμα της αλλοτρίωσης που ακροθίγει ο Μάνεσης είναι καίριο στοιχείο πάσης τελοκρατίας που αποβλέπει πάντοτε να «ελευθερώσει» το άτομο από κάτι, αντί να ξεκινήσει όπως ο φιλελευθερισμός από το πρωτείο του ατόμου το οποίο ξέρει να ασκεί την ελευθερία του και γι’ αυτό χρειάζεται προστασία και όχι «ελευθέρωση» από κανέναν. Ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι αυτό που υποδουλώνει τους εργαζομένους και τους καλλιεργεί την «ψευδή συνείδηση» δεν είναι γενικώς ο πολιτισμός που τους διαφθείρει, ως διατεινόταν ο Ρουσσώ, αλλά μόνον ο καπιταλισμός που τους εκμεταλλεύεται. Άλλοι στοχαστές ανεκάλυψαν τους δικούς τους, ο καθένας, αλλοτριωτικούς μηχανισμούς που διαφθείρουν, υποδουλώνουν, καθυποτάσσουν, χειραγωγούν, περιορίζουν και εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Για τον αντιδημοκράτη J.S. Mill ο κίνδυνος υποδουλώσεως φώλιαζε στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα και την αρχή της πλειοψηφίας που θα οδηγούσε —ως προέβλεψε, διαψευσθείς και αυτός— ακτήμονες ψηφοφόρους μη εθισμένους στην οικονομική διαχείριση σπανιζόντων πόρων να ψηφίζουν δημαγωγούς που θα σπαταλούσαν πόρους και θα καταργούσαν τις ελευθερίες. Ο Φρόυντ μετέτρεψε τον άνθρωπο, όχι πια σε άθυρμα της θεότητας, της ιστορίας, της πλειοψηφίας, του πολιτισμού ή του κεφαλαίου αλλά των ανεξέλεγκτων υποσυνείδητων παρορμήσεων του. Ο Σαρτρ είπε ότι είμαστε σκλάβοι της ελευθερίας μας την οποία δεν μπορούμε να σηκώσουμε και γι’ αυτό αγωνιούμε ενώ ο Μαρκούζε και άλλοι νεομαρξιστές μιλούσαν κατά τη δεκαετία του ’60 και του ’70 για την ψευδή συνείδηση που καλλιεργεί η άρχουσα τάξη στην κοινωνία της αφθονίας, πείθοντας τους ανθρώπους ότι τα κελιά της φυλακής τους είναι χρυσοποίκιλτα και ότι η μέριμνα για ψυγείο, τηλεόραση και πληρωμένες διακοπές είναι το πρωταρχικό στη ζωή.

Η ιδέα αυτή προωθήθηκε από τον Habermas στην ακραία της λογική. Κατά τον σύγχρονο αυτό Γερμανό φιλόσοφο της «σχολής της Φραγκφούρτης», η ψευδής συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου οφείλεται στο γεγονός ότι η σημερινή «άρχουσα τάξη» δεν αρκείται να άρχει και να πλουτίζει όπως οι παλαιότερες, αλλά είναι και «ηγεμονική»• επιμένει δηλαδή να επιβάλει τους δικούς της τρόπους του σκέπτεσθαι στους αρχόμενους οι οποίοι ως εκ τούτου προσπαθούν να την μιμηθούν και όχι πια να την ανατρέψουν. Ο φιλελευθερισμός θεωρείται από αυτούς τους νεομαρξιστές διανοούμενους ως κατ’ εξοχήν τέτοια προσπάθεια φενακισμού και υποδουλώσεως. Όλες αυτές οι απόψεις περί «ψευδούς συνειδήσεως» υπολαμβάνουν πάντως ότι ορισμένοι διανοούμενοι, οπλισμένοι με τη «σωστή» θεωρία, γνωρίζουν προνομιακώς τι είναι η γνήσια συνείδηση, τι πρέπει να πιστεύουν οι «αρχόμενοι» και τι ακριβώς πρέπει να κάνουν —όλοι μαζί ή ένας-ένας χωριστά— για να ελευθερωθούν ως νέοι Γκιούλιβερ από τα δεσμά που υφαίνουν για αυτούς ασταμάτητα κάποιοι Λιλιπούτειοι βυσσοδόμοι.

Το μαρξιστικό ιδεολόγημα απεδείχθη διαρκέστερο από τα άλλα, κυρίως διότι δεν συγκροτήθηκαν ως τώρα ποτέ καθεστώτα υπαρκτού υπαρξισμού ή υπαρκτής ψυχανάλυσης. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού γέννησε προβληματισμούς οι οποίοι αχρήστευσαν τελείως την «πάλη των τάξεων», η οποία είχε άλλωστε χάσει από καιρό κάθε νόημα ακόμη και ως μαρξιστικό ιδεολόγημα. Λησμονείται όντως συχνά ότι κατά τον Μαρξ οι τάξεις δεν νοούνται εκτός ταξικής πάλης, εκτός γηπέδου ούτως ειπείν. Οι τάξεις είναι η ταξική πάλη. Εάν η πάλη αυτή σταματήσει διότι οι συνειδήσεις των προλεταρίων αλλοτριώθηκαν και έχουν δεχτεί την «μη βίαιη οργάνωση της βίας» και το «δίκαιο ως βιασμό της συνειδήσεώς τους» δεν μένει πια παρά να κηρύξει κανείς το τέλος του ταξικού πολέμου και να καταγγείλει το προλεταριάτο ως εξωνημένο, όπως κάνει ο Μαρκούζε ο οποίος προσβλέπει σε συνεχή εξανάσταση —όχι πια επανάσταση— των ελίτ στα πανεπιστήμια. Εάν βεβαίως δεχθούμε, όπως κάνει ο Μάνεσης, παγίωση της «ψευδούς συνειδήσεως», προκύπτει το θεωρητικό ερώτημα ως προς ποια είναι αυτή η συνείδηση «ψευδής»; Ποια είναι δηλαδή η γνήσια;

Θα άξιζε να αναρωτηθεί κανείς εάν η πάλη των τάξεων που τροφοδότησε ιδεολογικώς τρεις επαναστατικούς «γύρους» του ΚΚΕ στην Ελλάδα και προκάλεσε χιλιάδες θύματα, είχε ποτέ κάποιο αντίκρυσμα στη χώρα μας. Πολύτιμη είναι στο θέμα αυτό η συμβολή του Κωνσταντίνου Τσουκαλά ο οποίος στο έργο του «Κράτος – Κοινωνία -Εργασία», φανερά ενοχλημένος από την «ατέρμονη ερμηνευτική των εμπειρο-στατιστικών κατηγοριών», προβαίνει σε ένα ενδιαφέρον όσο και ανορθόδοξο ιδεαλιστικό άλμα. Αν τον κατάλαβα καλά αποκαθαίρει τον τρόπο παραγωγής, ο οποίος κατά Μαρξ διαχωρίζει τους ανθρώπους σε κεφαλαιοκράτες και προλετάριους, από τις «εμπειρικές παραφυάδες» του και τον χρησιμοποιεί ως «εννοιολογική μήτρα». Καθιστά δηλαδή τον τρόπο παραγωγής αφηρημένη έννοια. Βρισκόμαστε καταμεσίς του βασιλείου των ιδεών. Η εργατική τάξη δεν είναι πια σύνολο επωνύμων ανθρώπων με λερωμένα χέρια σφιγμένα σε γροθιές και επαναστατική φλόγα στα μάτια. Είναι μια ιδέα. Το ποιος Γιάννης, Κώστας, Μήτσος, Τούλα ή Βάσω υπάγεται σε αυτήν την τάξη των καταπιεσμένων και τι ακριβώς κάνει είναι αδιάφορο επιστημονικώς, πρόκειται για «εμπειρική παραφυάδα» άνευ σημασίας. Σημασία έχει ότι ο εργάτης Χ που δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες του αντιπαλεύει —θεωρητικώς— με τον κεφαλαιοκράτη Ψ που τον εκμεταλλεύεται. Το ότι δεν υπάρχει πια ο Χ και ο Ψ στην Ελλάδα, λίγο ενδιαφέρει. Πιο τολμηρά, ο κοινωνικός αυτός στοχαστής δεν μιλάει πια για ταξική ιδιότητα και ταξική συνειδητοποίηση αλλά για «θέσεις» στην κοινωνία τις οποίες καταλαμβάνουν τα άτομα για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, διότι λειτουργούν ελαστικοί μηχανισμοί που προσδίδουν στο όλο σύστημα μεγάλη κινητικότητα, καθώς τα άτομα μετακινούνται οριζοντίως από τη μία «θέση» στην άλλη, από τη μισθωτή εργασία στην αυτοαπασχόληση, από την επαρχία στην πόλη, από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα. Μετακινούνται ωστόσο και καθέτως, με αποτελέσματα παιδιά να καταλαμβάνουν διαφορετικές «θέσεις» από τους γονείς τους. Τα υποκείμενα δηλαδή δεν είναι πια, κατά τη διατύπωσή του, «μονοσθενή και ταξικά καθηλωμένα» (ας μας συμπαθά ο Τσουκαλάς: ποτέ δεν ήταν, τουλάχιστον στην Ελλάδα), αλλά «πολυσθενή». Διαμορφώνεται έτσι μια «ρευστότητα κοινωνικών ομάδων η οποία —λέει— δεν διευκολύνει τον ταξικό αγώνα». Ο Τσουκαλάς μνημονεύει (σελ. 154) την οξυδερκή παρατήρηση του J. J. Shumpeter: «Κάθε τάξη κατά τη διάρκεια της συλλογικής της ύπαρξης μοιάζει με ξενοδοχείο ή λεωφορείο. Είναι πάντα γεμάτο αλλά πάντα με διαφορετικούς ανθρώπους».

Η συμβολή του Τσουκαλά είναι ότι τεκμηριώνει έτσι θεωρητικώς ένα εκπληκτικό ελληνικό φαινόμενο: οι Νεοέλληνες επιβάτες φανατικοί των πολλαπλών διαδρομών και προορισμών, επιβαίνουν σε διάφορα και ποικίλα λεωφορεία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Είναι «πολυσθενείς», δηλαδή ολίγον προλετάριοι το πρωί, ολίγον αγρότες και αυτοαπασχολούμενοι το μεσημέρι, μισο-δημόσιοι υπάλληλοι, μισο-επιχειρηματίες και ταυτοχρόνως εισοδηματίες ιδιοκτήτες σπιτιών το βράδυ, με ταξικώς πολύχρωμο «σόι» τα μέλη του οποίου αλληλοβοηθούνται, αλληλοσυμπληρώνουν τις ανάγκες τους και δεν ασχολούνται με την ταξική πάλη αλλά κυρίως με τη βιοπάλη. Η πολλαπλή απασχόληση οργιάζει: «Το φαινόμενο δεν εμφανίζεται μόνο διαχρονικά —διαπιστώνει ο Τσουκαλάς— αλλά και συγχρονικά με την ταυτόχρονη σύμπτωση πολλαπλών ταξικών ιδιοτήτων στον ίδιο φορέα». Είναι προφανές ότι υπό αυτούς τους όρους η ταξική πάλη αναβάλλεται διότι είναι δύσκολο να παλέψει κανείς με τον εαυτό του ή έστω και με τον εαυτό του. Ο ταξικός εχθρός δεν είναι ορατός στην Ελλάδα. Οι πλούσιοι, η «ολιγαρχία» είναι μακρινοί, άπιαστοι, φευγαλέοι και όταν επισημαίνονται γίνονται αντικείμενα συμπάθειας (Χριστίνα Ωνάση) ή ίσως φθόνου ως πρόσωπα αλλά όχι ταξικού μίσους, ως ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Ο «μερικής απασχόλησης» ή «προσωρινός» προλετάριος έχει χίλιες ευκαιρίες να προκόψει πριν αρχίσει καν να σκέφτεται την επανάσταση.

«Οδεύουμε προς μια νέα μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης», αποφαίνεται ο Τσουκαλάς, μη έχων ακόμα απαλλαγεί από το ιδεολόγημα της εκμετάλλευσης, «χωρίς καθηλωμένο προλεταριάτο». Κατ’ αυτόν, όλοι οι διαχωρισμοί, σ’ αυτόν τον σύγχρονο καπιταλισμό, οι διαφορές εργασία/ιδιοκτησία καθώς και χρόνος εργασίας/χρόνος σχόλης, οι θέσεις εργασίας, οι παραγωγικές σχέσεις «ρευστοποιούνται» ενώ αναπτύσσονται τα μαστορέματα και η «ελκτική δύναμη της ιδιώτευσης και της παραοικονομίας» (ιδίως για τους νέους). Το φαινόμενο της εποχής μας είναι «η ευέλικτη πολυδραστηριότητα» με «πολλαπλασιασμό κρυφών εισοδηματοφόρων δραστηριοτήτων και κρατικοδίαιτη ασφάλεια». «Ο μισθωτός γιατρός —σημειώνει— που δέχεται και ιδιωτική πελατεία (νόμιμα ή παράνομα), ο εκπαιδευτικός που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα, ο συνταξιούχος δικηγόρος που δίνει νομικές συμβουλές, ο φοροτεχνικός υπάλληλος που συντάσσει φορολογικές δηλώσεις… είναι παραδείγματα τέτοιων πρακτικών». Σ’ αυτήν την καθιερωμένη πολυσθένεια προστίθενται οι ευκαιριακές εποχιακές δραστηριότητες, οι εξωαγροτικές δραστηριότητες των αγροτών και όλο το φάσμα της παραοικονομίας. «Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τον Νεοέλληλα —συμπεραίνει με μια γλαφυρή και σημαντική διατύπωση (ibid σελ. 308)— αυτό είναι ότι πάντα μοιάζει να μπορεί να φαντασθεί «άλλες» καταστάσεις πραγμάτων τις οποίες κινητοποιείται συνεχώς να υλοποιήσει». Επιδιώκοντας αρμονικό συνδυασμό ατομικής πρωτοβουλίας και κρατικής προστασίας, ο πολύτροπος, πολυμήχανος σύγχρονος Έλληνας επιδίδεται έτσι ταυτόχρονα στον πλουτισμό και την προσοδοθηρία. Όπως το διατυπώνει ο συγγραφέας επιγραμματικά «Το Κράτος-Μπαμπούλας και το Κράτος-Προστάτης από το οποίο τρεφόμαστε οριοθετούν τις δύο όψεις του Ιανού που εκφράζεται με μια φαινομενικά μόνο αντιφατική κρατολατρεία και κρατοφοβία».

Η χαριστική βολή στην μαρξιστική θεωρία δίδεται με τη διαπίστωση (σελ. 178) ότι είναι λάθος να νοείται ο άνθρωπος ως «κοινωνικά ομοούσιος» με την «μοναδική εργασιακή του θέση». Αποχαιρετισμός λοιπόν στον ταξικό (δηλαδή εργασιακό) καθορισμό της συνείδησης που αποτελούσε ως τώρα τον πυρήνα της μαρξιστικής πρότασης. Η ταύτιση ανάμεσα «στο Είναι, το Πράττειν και το Επαγγελματικώς Εργάζεσθαι δεν δικαιολογείται πια στις μέρες μας», λέει ο Τσουκαλάς. Έτσι η «κεντρικότητα της εργασίας» (της οποιασδήποτε εργασίας) παύει πια να είναι «καθολικά προσδιοριστική συνθήκη της κοινωνικής πράξης». Μήπως —αναρωτιέται ο φιλελεύθερος που τον διαβάζει— υπάρχει το πρότερον εαυτού; Μήπως τα πληθυντικά εγώ αυτοκαθορίζονται σε έναν κόσμο όπου κατά διαπίστωση του Τσουκαλά «οι προλετάριοι δεν είναι πια καταδικασμένοι να είναι μόνον προλετάριοι»; Κατά τη γνώμη του η μείωση του χρόνου εργασίας και η αύξηση των ευκαιριών στις χώρες του ύστερου καπιταλισμού επιτρέπουν μεγάλη ελευθερία κινήσεων και μόρφωσης. Ακόμη και η ανεργία, τονίζει, «δεν υποχρεώνει πια σε δουλειά που δεν αρέσει», αφού συχνά «ο δυνάμει εργάτης λειτουργεί ως μονοπρόσωπη επιχείρηση» (σελ. 189).

Δεν μένει πια πολύ περιθώριο «ταξικής ανάλυσης» μετά από αυτή την ανοικτίρμονα σφαγή όλων των μαρξιστικών ιερών αγελάδων. Αυτό που μένει είναι ότι όλες αυτές οι πρωτοφανείς ευκαιρίες, πολυσθένειες και εισοδηματοφόρες δραστηριότητες παντός είδους, για να μην αναφερθούμε στις «μονοπρόσωπες επιχειρήσεις», απαιτούν σαφείς κανόνες παιγνιδιού και κυρωτική εγγύηση για το σεβασμό τους από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας. Το ουδέτερο κράτος δεν είναι πια αίτημα του «σάπιου φιλελευθερισμού» —κατά την παλαιοκομμουνιστική ορολογία— ούτε του άπληστου κεφαλαιοκράτη αλλά του σύγχρονου πολυσθενούς εργαζόμενου όπως και όλων των άλλων. Το κράτος με μαρξιστικούς σκοπούς παίρνει έτσι τη θέση του στον υπερεκχειλίζοντα ήδη σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Θα μπορούσε δε κανείς να ισχυρισθεί ότι η ύπαρξη ευκαιριών και η έστω λειψή —στην Ελλάδα— λειτουργία του ουδέτερου κράτους εξασφάλισε ως ένα βαθμό την ιδιωτική στοχοθεσία και επέστρεψε την οριζόντια και κάθετη κινητικότητα, ρευστοποίησε τις παλαιές διαιρέσεις —στο μέτρο που υπήρχαν— και κατάργησε όχι απλώς την ταξική πάλη αλλά και τη δυνατότητά της, συγχέοντας πλήρως τα διαχωριστικά όρια των υποτιθέμενων τάξεων και επιτρέποντας στα άτομα να καλλιεργήσουν πρότυπα ιδιωτικής ανελίξεως και προκοπής.

Όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί σοβαρά με κοινωνιολογικές μελέτες στη νεώτερη Ελλάδα διαπιστώνουν ότι υπάρχει μια γνήσια, ντόπια, εκ των κάτω αναβλύζουσα παράδοση κοινωνικής ανελίξεως σε όλους τους τομείς και ιδίως στον οικονομικό. Ο Α. Alexander σε μελέτη του για τους Έλληνες βιομηχάνους (μνημονεύεται στο εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο του Β. Καραποστόλη: «Η καταναλωτική συμπεριφορά στην ελληνική κοινωνία», σελ. 245), διεπίστωσε ότι το 40% των βιομηχάνων προερχόταν από οικογένειες αγροτών, τεχνιτών και μικρομαγαζατόρων, είναι δηλαδή βιομήχανοι πρώτης γενεάς. Οι Έλληνες των «χαμηλών τάξεων», σε αντίθεση με τους όμοιούς τους σε άλλες χώρες, είναι εξαιρετικά φιλόδοξοι. Ο Ν. Πουλατζάς (όπως αναφέρει ο Τσουκαλάς στο βιβλίο του «Εξάρτηση και Αναπαραγωγή», σελ. 132) μιλάει για ένα «ιδεολογικό σύνδρομο του ανοδικού διαύλου» και για το «αναρριχητικό άγχος» των ελληνικών οικογενειών. Έτσι, η εκπαίδευση νοείται πια ως κοινωνικός ανελκυστήρας. Ο ίδιος ο Τσουκαλάς τεκμηριώνει («Κράτος-Κοινωνία-Εργασία», σελ. 240) ότι «ένα στα δύο παιδιά τεχνιτών και εργατών πέρασαν σε μη-χειρωνακτικές ανώτερες απασχολήσεις» ενώ αντίστοιχα «ένας στους δύο επιστήμονες ή υπαλλήλους προέρχεται από κατώτερα στρώματα». Κατά τον τρόπο αυτό —εξηγεί— οι νέοι εκπληρώνουν «ένα βαθύτατα ριζωμένο ανελικτικό όνειρο», πράγμα που αποδεικνύει ότι η «καθηλωσιμότητα» των προλεταρίων στην ταξική τους θέση (λόγω αλλοτριώσεως, μοιρολατρείας και αδυναμίας συγκροτήσεως κεφαλαίου) δεν ισχύει για την Ελλάδα όπου η οικογένεια λειτουργεί συχνά ως τράπεζα, ως πηγή εργατικής δύναμης και ως υποκατάστατο των κοινωνικών ασφαλίσεων. Διαψεύδοντας τις μαρξιστικές προβλέψεις οι ελληνικές οικογένειες, διαπιστώνει ο Τσουκαλάς, «δεν ελπίζουν απλώς στην άνοδο των γόνων τους» αλλά «κάνουν ό,τι τους είναι δυνατό να την προγραμματίσουν» και «ως ένα βαθμό» το επιτυγχάνουν.

Το ιδεολόγημα της «πάλης των τάξεων» μπορεί μεν να αποδείχθηκε θεωρητικώς κενό περιεχομένου, ανίκανο πια να θεμελιώσει οιαδήποτε εκδοχή αριστερής τελοκρατίας, ωστόσο έχει αφήσει κατάλοιπα στο φαντασιώδες των Ελλήνων. Οι συνεχείς επιθέσεις της αριστεράς κατά των υποθετικών «εκμεταλλευτών» και η ρητορική της υπέρ των «πτωχών και κατατρεγμένων» έχουν διαβάλει ως ένα σημείο το επιχειρείν και έχουν καλλιεγήσει τη λαϊκή αντιπάθεια κατά των «χρυσοκάνθαρων» όπως τους έλεγαν τον 19ο αιώνα, των «καρχαριών» όπως τους ονόμαζαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ή των «προνομιούχων» όπως τους αποκάλεσε το ΠΑΣΟΚ. Οι γόνοι βιομηχάνων και εφοπλιστών οφείλουν διαρκώς να απολογούνται για την κοινωνική τους προέλευση ενώ η επιχείρηση θεωρείται ενίοτε σατανικό δημιούργημα. Ο Νίκος Δήμου διαπιστώνει και μιαν ανισοτιμία στη μεταχείριση πλουσίων και φτωχών («Οι Έλληνες», σελ. 159). Για τον αριστερό ηθικολόγο ο φτωχός είναι πάντοτε θύμα, δεν φταίει ποτέ ο ίδιος για τη φτώχεια του και θα δει άσπρη μέρα όταν επικρατήσει ο σοσιαλισμός στη χώρα ή έστω η «προοδευτική παράταξη» στο σωματείο. Ο πλούσιος όμως φταίει πάντοτε διότι θεωρείται ότι πλούτισε πατώντας επί πτωμάτων. Αυτός δεν είναι ποτέ «θύμα του συστήματος» και γι’ αυτό δεν του πρέπει έλεος κανένα. Η λογική αυτή εμφανίζεται κάθε μέρα στις στήλες των εφημερίδων και επηρεάζει τις κυβερνητικές αποφάσεις, όποια και αν είναι η κυβέρνηση. Έτσι οι επιχειρηματίες δεν θεωρούνται ποτέ ως «εργαζόμενοι» έστω και αν ξενυχτούν στα γραφεία τους. Το κέρδος θεωρείται κατά κάποιο τρόπο κλοπή, ενώ οι επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός φαύλου, ράθυμου και συχνά ανίκανου κράτους θεωρούνται εγγενώς «προοδευτικές» και κάθε επίθεση εναντίον τους αντιπατριωτική. Ενώ στο ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, οι Έλληνες επιδιώκουν την αυτόνομη στοχοθεσία, στο επίπεδο πολιτικής οικονομίας τα σκήπτρα τα κρατάει η παρέμβαση ακόμη και σήμερα που καταργήθηκαν στην ουσία τα οικονομικά σύνορα της ελληνικής με τις ξένες οικονομίες.

Φυσικό είναι ο νέος που αναπτύσσεται σε αυτό το κλίμα να ονειρεύεται ότι μια μέρα θα «παρέμβει» ο ίδιος, ότι θα γράψει ιστορία ως κρατικός παράγων αντί να την υφίσταται ως ιδιώτης. Το αριστερό «τέλος» κατέρρευσε αλλά η συστηματική προβολή του επί χρόνια χωρίς ουσιαστικό αντίλογο υπονόμευσε την φιλελεύθερη ιδέα για το πρωτείο του ατόμου. Το πρότυπο του «φτωχός αλλά τίμιος» διαβάλλει τον πλουτισμό ως συνώνυμο, περίπου, της απάτης. Παράλληλα η λικνιστική κρατική προστασία, οσοδήποτε χαμηλής ποιότητος, κακομαθαίνει, ως γνησία Ελληνίς τροφός περασμένης εποχής, τους προστατευόμενούς της και δεν τους ζητάει τίποτε πλην ευγνωμοσύνης και υπακοής. Τούτο γεννά κρατικοδίαιτους, εξαρτημένους ανθρώπους. Ο έγκριτος φιλελεύθερος δημοσιολόγος Παπανδρόπουλος προβλέπει «ζοφερή προοπτική για την Ελλάδα διότι μόνο το 6% της νεολαίας προκρίνει για το μέλλον την επιχειρηματική καρριέρα και μόνο το 8% του πληθυσμού έχει εμπιστοσύνη στην ιδιωτική πρωτοβουλία («Η Ελλάδα σε Κρίση», σελ. 227). Τούτο όμως δεν θα είχε και τόσο μεγάλη σημασία αν έστω αυτό το 6% μπορούσε να εργασθεί χωρίς να ονειδίζεται. Δεν πολυενδιαφέρει πόσοι είναι σήμερα οι Έλληνες που προτιμούν το βόλεμα από το ρίσκο, πόσοι φοιτητές το πτυχίο από τη μόρφωση, πόσοι νέοι τις παροχές από την κερδοφόρα επιχείρηση. Ενδιαφέρει οι λίγοι, οι ελάχιστοι έστω, ριψοκίνδυνοι, φιλομαθείς, καινοτόμοι να μπορούν να δράσουν ελεύθερα, να δημιουργή-σουν, να πείσουν, να γράψουν, να προτείνουν, να επιχειρήσουν, να πλουτίσουν να χρεωκοπήσουν, να ξαναδοκιμάσουν την τύχη τους, να τανύσουν τους μυς τους, να κάνουν αυτό που θέλουν και όχι αυτό που τους λένε. Ο νόμος των μεγάλων αριθμών παίζει ρόλο στις εκλογές και στην άσκηση πίεσης επί του κράτους να προβεί σε παροχές. Δεν παίζει τόσο ρόλο στην ανάδειξη ταλέντων. Την εποχή του Άνταμ Σμιθ δεν γίνονταν βέβαια δημοσκοπήσεις, δικαιούται όμως κανείς να αμφιβάλλει εάν εκείνοι που συμμερίζονταν την νοοτροπία του —αν όχι τις απόψεις του στο ακέραιο— αποτελούσαν την πλειοψηφία ή ξεπερνούσαν έστω το 8% των νέων Άγγλων. Η διέξοδος από το αδιέξοδο είναι και εδώ θεσμική. Ας κατοχυρωθεί το πρωτείο του ατόμου και αν κατόπιν δεν βρεθούν αρκετά άτομα να πρωτουργήσουν, τότε ας αρχίσουμε να παραπονιόμαστε.

Αναζητώντας την Αριστερά και το «τέλος» της.
Εάν ο Μάνεσης εσωτερικεύει την πάλη των τάξεων και ο Τσουκαλάς την διαλύει μέσα στην αφαίρεση υπάρχουν ωστόσο και εκείνοι που συνεχίζουν να τη θεωρούν ως κινητήρα της Ιστορίας, αν όχι της επανάστασης, να διαμαρτύρονται για την προϊούσα εξάτμισή της, να εκφράζουν νοσταλγία για την παλαιά καλή και σίγουρη «ταξική βάση» του σοσιαλισμού και να λυπούνται βαθέως διότι στη χώρα μας αυτή απουσιάζει. Έτσι, ο Αιμίλιος Ζαχαρέας στενοχωριέται με το άρθρο του στον τόμο «Η Ελλάδα σε κρίση» διότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει βιομηχανικό προλεταριάτο που να υπερβαίνει κάπως το 10% στο οποίο να μπορεί να βασισθεί ένα αξιόπιστο αριστερό κίνημα. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τον Τσουκαλά, ο Ζαχαρέας θέλει ένα καθηλωμένο βιομηχανικό προλεταριάτο με συνείδηση της αποστολής του που να υπερβαίνει το 10% ώστε να μπορεί να παλαίψει ταξικώς με κάποιες τέλος πάντων ελπίδες επιτυχίας. Με απόλυτη συνέπεια, ο καλός αυτός παρεμβατικός ζητεί (ibid. σελ. 93) να μεθοδεύσει η «αριστερά» κάποια μη σαφώς καθοριζόμενη «μεταφορά μέσων και παραγωγικών δυνάμεων στον Κεντρικό Τομέα της Παρα-γωγής» όπως αποκαλεί τη βιομηχανία, έτσι ώστε να «μεταβληθεί η δομή της απασχόλησης» για να αυξηθεί το ποσοστό των βιομηχανικών εργατών και να μπορέσει να γίνει κάποτε σοσιαλισμός στην Ελλάδα. Όλα αυτά δεν θα επιτευχθούν βεβαίως μόνα τους αλλά μέσω του κρατικού τομέα ο οποίος καλείται από τον Ζαχαρέα να επιδείξει «οικονομική αποδοτικότητα» η οποία του λείπει. «Αν δεν αλλάξει η πορεία αυτή — αποφαίνεται— σοσιαλισμός δεν γίνεται» (ibid, σελ. 94). Ο Μαρξ συνέλαβε την ιδέα του σοσιαλισμού ως ενός συστήματος που θα λύσει τα προβλήματα των ολοένα πληθυνομένων προλεταρίων. Μόλις 140 χρόνια αργότερα, ο Ζαχαρέας ζητάει όπως η ραγδαίως συρρικνούμενη προλεταριακή μάζα διογκωθεί με πρωτοβουλία του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα για να αποκτήσει ταξική βάση το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα. Πρόκειται για απίστευτη αντιστροφή μέσων και σκοπών.

Ωστόσο, ο Ζαχαρέας δεν μένει αμετακίνητος στις εκτιμήσεις του. Σε άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία» (7.2.90) εκφράζει και πάλι την δυσαρέσκεια του για την «απαράδεκτη», όπως την χαρακτηρίζει, δομή της απασχόλησης (αντιπαραγωγική, μεταπρατική, «αυτόνομη»), αλλά δεν την θεωρεί πια εμπόδιο για τον «σοσιαλισμό» (που μόλις έχει καταρρεύσει στην Ανατολική Ευρώπη) αλλά για «τη λήψη μέτρων για να επεκταθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας». Ο Ζαχαρέας, δηλαδή, υπογραμμίζει με άψογη όντως λογική συνέπεια ότι χωρίς παραγωγικές απασχολήσεις δεν συγκροτείς παραγωγική οικονομία. Στο πρόσφατο βιβλίο του «Αναζητώντας την Αριστερά» (σελ. 182 και επόμενες) επανέρχεται με περισσότερα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας στο μονοϊδεασμό του, μόνο που τώρα ο στόχος έγινε ακόμη πιο αφηρημένος: «Χωρίς μια δραστήρια (Σ.Σ. εννοεί προφανώς δραστική) μεταβολή στη σύνθεση του ενεργού πληθυσμού είναι προβληματική κάθε σοβαρή προσπάθεια εκσυγχρονισμού στην οικονομία και την κοινωνία». Ούτε σοσιαλισμός ούτε επέκταση παραγωγικής βάσης της οικονομίας αλλά εκσυγχρονισμός είναι τώρα ο σκοπός που πρέπει να υπηρετηθεί από ένα μαζικό προλεταριάτο. Τώρα μοιάζουν να τον ενοχλούν οι πολλοί που ασχολούνται στον τριτογενή τομέα, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του εργατικού δυναμικού και δη των βιομηχανικών εργατών, το γεγονός ότι «ο εργαζόμενος επιδιώκει συχνότερα να αλλάξει επάγγελμα (αυτοαπασχολούμενος) και πολύ λιγότερο να οργανωθεί για να αλλάξει τις συνθήκες της δουλειάς του», η «περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα» και το γεγονός ότι «στη συνείδηση των εργαζομένων δεν κυριαρχεί αυτό που πρυτάνευε στη σκέψη του Μαρξ, δηλαδή μια απελπισμένη σύγκρουση ανάμεσα στις απελπισμένες εργατικές μάζες και στην μειοψηφία των πλούσιων εκμεταλλευτών» (ibid, σελ. 206). Ζητάει βέβαια και πάλι «την ενίσχυση του κεντρικού τομέα της παραγωγής» αλλά δεν υποδεικνύει πια τον κρατικιστικό δρόμο αυξήσεως του προλεταριάτου και δεν είναι πια καθόλου σίγουρος τι ακριβώς ζητείται επιτέλους από αυτό το προλεταριάτο να κάνει αφού αυξηθεί.

Η σύγχυση στη στοχοθεσία των αριστερών, που εξεικονίζεται με ιδιαίτερη ενάργεια στα κείμενα του Ζαχαρέα, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι επιμένουν στα μέσα (αύξηση του προλεταριάτου) ενώ έχουν χάσει από τα μάτια τους τον σκοπό ο οποίος εκπίπτει σιγά-σιγά από το «σοσιαλισμό» στην «επέκταση της παραγωγικής βάσης της κοινωνίας» για να καταλήξει σε έναν άχρουν και άοσμο «εκσυγχρονισμό της οικονομίας» που δεν σημαίνει τίποτε και μπορεί να σημαίνει όλα. Ο Ζαχαρέας τονίζει μεν ότι ο «Τελικός Σκοπός» των κλασικών του κομμουνισμού δεν συμβιβάζεται με την ανοικτή κοινωνία ούτε φυσικά με τη διατήρηση της αγοράς η οποία —όπως υπενθυμίζει— είναι «αιτία της εκμετάλλευσης». Ωστόσο, διαπιστώνει ότι η οικονομία των χωρών τού υπαρκτού σοσιαλισμού έχει χρεωκοπήσει τη στιγμή που στη Δύση η χειρωνακτική εργασία περιορίζεται, ο μέσος όρος ζωής αυξάνει, ο χρόνος εργασίας μιας ολόκληρης ζωής μειώνεται από 90 χιλιάδες ώρες στις 40-42 χιλιάδες ενώ παράλληλα αυξάνεται το εισόδημα. Θα έλεγε κανείς ότι μετά από ένα τόσο συντριπτικό «επειδή», το μόνο «διά ταύτα» που προκύπτει είναι να ταφεί πια με όλες τις τιμές το άταφο πτώμα του μαρξισμού στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Περιέργως όμως το διατακτικό του Αιμ. Ζαχαρέα προς την Αριστερά δεν είναι να αυτοδιαλυθεί. Γράφει ένα ολόκληρο βιβλίο «Αναζητώντας την Αριστερά» για να αποφανθεί ότι «Η Αριστερά ή είναι δύναμη ανατροπής του υφισταμένου οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού ή δεν είναι παρά συμπλήρωμα ή τμήμα των άλλων πολιτικών κομμάτων. Για όσους έχουν συνδέσει τη ζωή τους με το μήνυμα του Μαρξ, το συμπληρωματικό στοιχείο δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον» (ibid, σελ. 46). Παραδέχεται ακόμη ότι «ο νεο-φιλελευθερισμός έκανε επιτυχή σύζευξη της πολιτικής με την οικονομία, ταυτίζοντας τον καπιταλισμό με την αγορά και τα δύο με την πολιτική δημοκρατία». Οι απογοητευμένοι μαρξιστές κατατάσσονται έτσι στην Ελλάδα σε δύο κατηγορίες: εκείνοι όπως ο Τσουκαλάς που αλλάζουν ιδέες και άλλοι, όπως ο Ζαχαρέας, που θέλουν να αλλάξουν την πραγματικότητα και επειδή δεν τα καταφέρνουν ολοφύρονται σαν χορός αρχαίας τραγωδίας και συμβουλεύουν τους άρχοντες-προλεταρίους χωρίς να εισακούονται και χωρίς καν την ομορφιά του τραγικού λόγου.

Η ιδεολογική σύγχυση που εξεικονίζουν τα αριστερά κείμενα συμπληρώνεται από την πολιτική αποτυχία της μαρξιστικής αριστεράς να επιτύχει οτιδήποτε στον ελληνικό πολιτικό στίβο. Συνιστώ θερμά σε όσους ενδιαφέρονται για την πρακτική όψη της αποτυχίας της αριστεράς στην Ελλάδα, να διαβάσουν το βιβλίο του Αντώνη Μπριλλάκη «Το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κίνημα» που είναι μια ευσυνείδητη —αν και όχι πλήρης— προσπάθεια καταγραφής και ανάλυσης της ιστορίας «λαθών» του κομμουνιστικού κινήματος γενικώς και του ιδιαίτερα αγκυλωμένου ελληνικού παραρτήματος του ειδικώς. Συνοπτικά, ο συγγραφέας εξετάζει αν ο σταλινισμός ήταν ή όχι αναπόφευκτος (δεν ήταν), αν ο μαρξισμός απολήγει κατ’ ανάγκη σε «Γκούλαγκ» (όχι), αν το ΚΚΣΕ έπρεπε να παρεμβαίνει στα εσωτερικά άλλων κομμάτων (δεν έπρεπε), αν οι σύγχρονες εξελίξεις του καπιταλισμού —που εξακολουθεί, ως διαπιστώνει ο συγγραφέας, να βρίσκεται σε «διαρθρωτική κρίση»— επιβάλλουν αναθεώρηση της στρατηγικής και τακτικής του κομμουνιστικού κινήματος (ναι, επιβάλλουν) και τέλος αν το εργατικό κίνημα μπορεί να ξαναγίνει φερέγγυο (μπορεί). Ωστόσο, ο αναθεωρητισμός του Μπριλλάκη δεν μνημονεύει καν την κεντρική διαπίστωση που αναδύεται από το ίδιο το βιβλίο του: Ένα σύστημα που δεν περιέχει αυτοδιορθωτικούς μηχανισμούς έναντι παραφρονούντων δικτατόρων τύπου Στάλιν ή διεφθαρμένων γραφειοκρατών τύπου Μπρέζνιεφ και των κατά τόπους υποτακτικών τους απέτυχε ως σύστημα, κρινόμενο ακόμη και με τα δικά του μέτρα.

Στο πρακτικό επίπεδο, ωστόσο, το βιβλίο του Μπριλλάκη είναι αποκαλυπτικό κατά το ότι φωτίζει τον Γολγοθά που αντιμετωπίζουν οι αναθεωρητές μέσα σε ένα ελληνικό μαρξιστικό κόμμα, όταν θελήσουν να αμφισβητήσουν το δοτό «τέλος», στις λεπτομέρειες έστω, της εφαρμογής του. Μιλώντας μετά λόγου γνώσεως για την περίοδο μεγάλης σύγχυσης της αριστεράς όταν την Ελλάδα κυβερνούσε η Ένωση Κέντρου, την ΕΔΑ κυβερνούσε το εξόριστο ΚΚΕ, και το εξόριστο ΚΚΕ οι Σοβιετικοί, ο συγγραφέας αποκαλύπτει ότι «κάθε ουσιαστική αλλαγή στο ενιαίο ΚΚ συνυφαινόταν με οδυνηρές αντιπαραθέσεις στις γραμμές του και συνεπαγόταν βαρύτατο κόστος». Διαβάζοντας την συχνά περίπλοκη και τυραννισμένη πρόζα του Μπριλλάκη που δεν έχει καθόλου απαλλαγεί από την ξύλινη γλώσσα του λενινισμού-σταλινισμού, βλέπει κανείς ότι το πνεύμα της αναθεώρησης δεν επιφοιτά μέσα σε ένα παραπαίον κόμμα σε όλους ταυτοχρόνως. Οι Μαγδαληνές δεν μετανοούν όλες μαζί: Αποκηρύσσουν διαφορετικές αμαρτίες η καθεμιά τους, επιμένοντας με ιδιαίτερο δογματισμό στις αμαρτίες που διατηρούν. Το πιο επώδυνο σε αυτή τη διαδικασία είναι ότι βάσει του μονιστικού μαρξιστικού συστήματος σκέψης, το λάθος δεν αρκεί να διαπιστωθεί αλλά πρέπει και να «χαρακτηρισθεί», να πάρει την ετικέττα που του πρέπει. Ο Μπριλλάκης ομολογεί ότι δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τα λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ σε «αριστερά» και «δεξιά» ιδίως στην περίοδο 1963-65 (ibid., σελ. 141). Τόσο μπερδεμένα είναι. Ωστόσο, δεν απορρίπτει αυτή την ταξινόμηση των λαθών που δεν κρίνονται ως λάθη εκ των αποτελεσμάτων αλλά ως εκ της παρεκκλίσεως από την κάθε φορά αξιωματικώς δοσμένη «ορθή γραμμή» —συνδυασμό ιδεολογικών επιταγών και πολιτικών αναγκών— από την οποία δεν πρέπει ο συνεπής λενινιστής-σταλινιστής να παρεκκλίνει ούτε προς τα αριστερά ούτε προς τα δεξιά. Η ίδια η κριτική του συγγραφέα αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο, όταν διαπιστώνει ότι οι Έλληνες κομμουνιστές γενικώς πειθάρχησαν στους Σοβιετικούς, πράγμα που τους οδήγησε σε μια «διεθνιστική μοιρολατρεία» που καλλιέργησε μια «νοοτροπία περιορισμένης ευθύνης» (σελ. 117). Όταν ο «καμβάς» είναι δοσμένος και το «πατρόν» επίσης, η κάθε βελονιά είναι προκαθορισμένη. Όταν όλες τις αμφιβολίες τις λύνουν τελεσιδίκως οι Σοβιετικοί και η λογική αυτή δεν αμφισβητείται από τον Μπριλλάκη παρά μόνον εκ των υστέρων, τι σημασία μπορεί να έχει αν είναι αριστερό ή δεξιό το επιμέρους λάθος του συγκεκριμένου Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ και του κάθε Κολλιγιάννη;

Για τους αριστερούς που δεν έχουν γίνει εθελουσίως ενεργούμενα της εκάστοτε καθοδήγησης αυτή η εκ προοιμίου συμμόρφωση προς ένα Γενικό Σκοπό ο οποίος καθορίζεται και ανακαθορίζεται αυθαιρέτως είναι η πιο οδυνηρή εμπειρία της κομματικής τους δραστηριότητας. Σήμερα που πολλά είδωλα έπεσαν, η κατάσταση δεν έχει αισθητώς αλλάξει. Η κόπωση, ο κόρος, οι ασταμάτητες οιονεί καλειδοσκοπικές αλλαγές εκτιμήσεων και «γραμμών», η ανεξιχνίαστη πολυτροπία της ιστορίας έχουν σπρώξει τις «προοδευτικές δυνάμεις» στη μοιρολατρεία, τους αριστερούς κάποιας ηλικίας στην αναζήτηση —κρατικής κατά προτίμησιν— θαλπωρής και τους νεότερους στην αυτάρεσκη ικανοποίηση που προσφέρει η επαναληπτική εκφορά συνθημάτων ομαδικώς, ρυθμικώς και συχνά όλως αναιτίως. Ο ορίζοντας είναι κλειστός. Τούτο είναι ολοφάνερο στο βιβλίο ενός από τους πιο ψυχωμένους, ευφυείς, προβληματισμένους και αποφασιστικούς κομμουνιστές της προδικτατορικής ΕΔΑ, του Νίκου Καρρά «Το πραγματικό κίνημα ή για ποια επανάσταση μιλάμε», όπου η αναθεωρητική του οξυδέρκεια οδηγεί τον συγγραφέα έως την έσχατη λογική απορρίψεως του όλου συστήματος πολλά χρόνια πριν από την τελική αποξήλωση του κομμουνισμού το 1989. Ο Νίκος Καρράς, χωρίς να εμπλέκεται σε λαθολογίες, κριτικές και αυτοκριτικές, διατυπώνει ρητώς την έννοια της «ιστορικής ήττας της εργατικής τάξης» και με μια φράση, σχεδόν φιλελεύθερη, υποστηρίζει ότι «σήμανε η ώρα του Ανθρώπου ως αυτοτελούς οντότητος σε διάκριση από την χειραγωγούμενη μάζα».

Τι σημαίνει λοιπόν, εάν ακόμη κάτι σημαίνει, να είναι κανείς αριστερός, σήμερα δηλαδή να έχει υιοθετήσει ένα κυρίαρχο «τέλος» για την κοινωνία και να έχει συνταχθεί με άλλους ομοϊδεάτες σε μια κομματική οργάνωση που σκοπεύει να το υλοποιήσει; Σε μια συνέντευξη του στην «Ελευθεροτυπία» (15.5.88) ο γνησιότερος εκπρόσωπος του ιδιότυπου σοσιαλισμού του ΠΑΣΟΚ Γεράσιμος Αρσένης επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό ακριβώς το ερώτημα («Τι θα πει να είναι κανείς αριστερός το 1990») και προβαίνει σε μερικές ενδιαφέρουσες, αν όχι ακριβώς πρωτότυπες διαπιστώσεις. Διαβεβαιώνει κατ’ αρχήν ότι «είτε μας αρέσει, είτε όχι, η ελληνική κοινωνία και οικονομία είναι ανοιχτή». Τι μένει λοιπόν να κάνει ένας αριστερός σε μιαν ανοιχτή κοινωνία όταν «τα παραδοσιακά εργαλεία που είχε στη διάθεση της μια κυβέρνηση στο παρελθόν έχουν χαθεί;». Η απάντηση είναι απελπιστικώς απλή: «Θα πρέπει —υποδεικνύει ο Αρσένης— να αναπτύξουμε νέες μεθόδους παρέμβασης που δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί». Έτσι, η παρέμβαση στην εποχή των ανοιχτών οικονομιών είναι η συνέχιση του κρατικισμού με άλλα μέσα. Πολύ σαφέστερος γίνεται ο Αρσένης όταν συνιστά: «Πρέπει να αυξήσουμε την παραγωγή μας με αναπτυξιακό προγραμματισμό…» («Πολιτική Κατάθεση», σελ. 24). Το πρέπει απευθύνεται βέβαια στο κράτος το οποίο και μόνο μπορεί να επιδοθεί σε «αναπτυξιακό προγραμματισμό. Περιγράφοντας την τύχη που είχε η δική του παρεμβατική πολιτική σε διεθνές επίπεδο, όταν εργαζόταν στον ΟΟΣΑ (ibid, σελ. 32) γράφει: «Στα διαρθρωτικά προβλήματα βρήκα ιδιαίτερη ανταπόκριση από τους Γάλλους και ιδίως από τους γκωλικούς. Ίσως επειδή έχουν οι ίδιοι στη χώρα τους παρεμβατική παράδοση, ήταν και παρέμειναν οι μεγάλοι υποστηρικτές προγραμματικών συμφωνιών για τις τιμές στις πρώτες ύλες. Αντίθετα οι Αγγλοσάξωνες ήσαν αντίθετοι σε κάθε είδους παρέμβαση». Για τους Έλληνες σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ ωστόσο το «τέλος» δεν καθορίζεται από θεωρία αλλά από τα κομματικά κείμενα ως τα διατυπώνει και τα ερμηνεύει ο Αρχηγός. Εδώ η τελοκρατία εναρμονίζεται με την προσωποπαγή ηγεσία και τα εκάστοτε συμφέροντα της. Η παρέμβαση εξυμνείται αλλά οι σκοποί της μένουν ασαφείς.

Ως κληρονόμοι των παραδόσεων της ελληνικής αριστεράς και της φρασεολογίας της, οι Έλληνες σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ επέδειξαν ιδιαίτερη αλαζονεία στην προβολή αναπόδεικτων ισχυρισμών πριν πάρουν την εξουσία. Επισημαινόταν έτσι επίμονα ο ολέθριος ρόλος της «δομής δύναμης» που επικρατούσε στην ΕΟΚ, καταγγέλλονταν το «διευθυντήριο των Βρυξελλών» ως επικίνδυνο για την ανεξαρτησία της Ελλάδος ενώ γράφονταν μεγάλα άρθρα για την υποδουλωτική σχέση μητρόπολης-περιφέρειας, τον καταστρεπτικό ρόλο των μονοπωλίων και των πολυεθνικών καθώς και τις «συνωμοσίες» των Αμερικανών και των ντόπιων πρακτόρων τους. Όλα αυτά ωστόσο ήσαν επιδεκτικά επιτυχούς αντιμετώπισης και θεραπείας με την απλή κατάκτηση της εξουσίας από την κυβέρνηση της Αλλαγής. Δεν χρειαζόταν επανάσταση. Ο ελληνικός σοσιαλισμός πρόβαλε έτσι ποικίλους στόχους με τους οποίους εσκόπευε να εμποτίσει το τελοκρατικό του κράτος αλλά απέφυγε πάντοτε να κατονομάσει σαφώς τον εχθρό. Οι προνομιούχοι αποτελούσαν λίαν ελαστική, σχεδόν αφηρημένη, κατηγορία καθώς στους «μη προνομιούχους» χωρούσαν περίπου όλοι. Το αποτέλεσμα ήταν οι πάντες να ζητήσουν μονομιάς τα πάντα από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ: «Τα πρώτα δύο χρόνια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ —γράφει ένας μελετητής του φαινομένου— το ελληνικό κράτος γνωρίζει ίσως μια από τις πιο εκτεταμένες μαζικές πελατειακές προσλήψεις στην ιστορία του… Η ιδιότητα του μέλους σε κάποια από τις κλαδικές του κινήματος έγινε εγγύηση για την εξασφάλιση εργασίας». (Μιχ. Σπουρδαλάκης: «ΠΑΣΟΚ», σελ. 314). Εκτός όμως από «μέτρα υπέρ», ο πολιτικός αγώνας χρειαζόταν και «κατάρες κατά». Εδώ το ΠΑΣΟΚ βρήκε δυσκολίες διότι η ελληνική ταξική κουρελού δεν προσέφερε εύκολα στόχους. Βέβαια, ο Αρσένης λοιδορούσε τους βιομηχάνους γενικώς, ο Κεδίκογλου ώκτειρε τους εμπόρους γενικώς και άλλοι αναθεμάτιζαν άλλοτε άλλους εχθρούς αλλά ο Παπανδρέου ταλαντευόταν. Μιλώντας στο Σύλλογο Ελληνικών Βιομηχανιών και για να τους καλοπιάσει έφτασε μάλιστα να δηλώσει ότι «η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα δεν είναι οι βιομήχανοι αλλά οι μεσάζοντες» (εφημερίδες, 15.5.82, όπως αναφέρει ο Μιχ. Σπουρδαλάκης στο βιβλίο του «ΠΑΣΟΚ», σελ. 303). Μετά την πολιτική λιτότητος του 1985 έγιναν προσπάθειες εξευμενισμού των βιομηχάνων αλλά χωρίς μέτρα τύπου Γκονζάλες ο οποίος παγίωσε στους δικούς του επιχειρηματίες την πεποίθηση ότι μπορούν να επενδύσουν και να κερδοφορούν ελεύθερα και χωρίς φόβο.
Η παρέμβαση χωρίς σκοπό, ή μάλλον με άλλοτε άλλους σκοπούς ανάλογα με τον υπουργό δεν επέτρεψε την απογείωση της χώρας κατά τη δεκαετία του ’80 οπότε υπήρξε πτώση της τιμής του πετρελαίου και των πρώτων υλών, πτώση των επιτοκίων στις διεθνείς χρηματαγορές, εισροή 12 δις δολαρίων από την ΕΟΚ και σταθερή ελληνική κυβέρνηση με συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι ευκαιρίες αυτές πήγαν όλες χαμένες. Η βιομηχανική παραγωγή αναπτύχθηκε με ρυθμό χαμηλότερο του 0,3% ενώ στη δεκαετία του ’60 και του ’70 οι ρυθμοί ήταν 9,8% και 4% αντίστοιχα. Ο πληθωρισμός κυμάνθηκε σε επίπεδα τριπλάσια ή τετραπλάσια της ΕΟΚ. Το Κεϋνσιανό υπόδειγμα που κυριάρχησε στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης αλλά επειδή η εγχώρια προσφορά υπήρξε μικρή, δύσκαμπτη και ετεροχρονισμένη, το περισσότερο χρήμα οδήγησε σε αύξηση εισαγωγών και «δομικό πληθωρισμό».

Οι «σκοποί της Αριστεράς», ως τους αντιλαμβανόταν το ΠΑΣΟΚ, είχαν ένα σοβαρό κενό: Δεν προέβλεπαν τίποτε για την νόμιμη κερδοφορία μέσω της αγοράς και ενίσχυσαν έτσι την παράνομη μέσω του κόμματος. Κατά μια διατύπωση του Μπουσμπουρέλη στο «Βήμα» —πριν ο δημοσιογράφος αυτός προσληφθεί στις επιχειρήσεις του Κοσκωτά— «όπου δεν ισχύουν οι νόμοι της αγοράς ισχύουν οι νόμοι της εξαγοράς». Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε στη διαχείριση των ΔΕΚΟ, στις «εγχρήματες ευχαριστίες», στα «φακελάκια» και σε μυριάδες μικρές και μεγάλες περιπτώσεις πλουτισμού εκπροσώπων του πανταχού παρόντος κράτους, χωρίς οι δωροδοκούμενοι να καταβάλουν ποτέ άξιο λόγου «πολιτικό κόστος» για τις λαθροχειρίες τους. Επανελήφθη και στην Ελλάδα το φαινόμενο της Αργεντινής όπου επεκράτησε επί χρόνια το σύνθημα: «Λαντρόν ου νο λαντρόν κερέμος α Περόν» («Είτε κλέφτης είτε όχι, τον Περόν τον αγαπάμε»). Η φιλελεύθερη λύση είναι εν προκειμένω απλούστατη: Είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς να ηθικοποιήσει τους πολιτικούς ή να περιμένει ότι θα καταψηφισθούν αυτομάτως οι εξ αυτών κλέφτες. Αυτό που χρειάζεται είναι η κατοχύρωση των νόμων της αγοράς ώστε να καταργηθεί αυτομάτως η πρακτική της εξαγοράς. Εάν οι ΔΕΚΟ είχαν ιδιωτικοποιηθεί, η τράπεζα Κρήτης θα είχε χρεωκοπήσει αμέσως και όχι αφού είχε κλέψει 34 δις από τους φορολογούμενους. Κατά την επιγραμματική διατύπωση του Παλαιοκρασσά («Μεσημβρινή», 23.11.88), «το μονοπώλιο και ο κρατικός παρεμβατισμός δίνουν διαβατήριο για την ανηθικότητα στην οικονομία: Μονοπώλιο των κρατικών τραπεζών που ελέγχουν το 85% των τραπεζικών εργασιών , μονοπώλιο του δημόσιου τομέα που απορροφά το 90% των χρηματοδοτικών πόρων… Πρέπει να μηδενιστούν η εξάρτηση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος από την κυβέρνηση, η εξάρτηση του τραπεζικού συστήματος από το κράτος, η εξάρτηση της διοίκησης οποιασδήποτε τράπεζας από κάποιον κύριο μέτοχο». Τούτο παρεδέχθη εμμέσως και ο Σημίτης όταν δήλωσε ότι «η υπόθεση της Τράπεζας Κρήτης… είναι φαινόμενο της αδυναμίας της πολιτικής εξουσίας να αποστασιοποιηθεί από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες» («Οικ. Ταχυδρόμος», 23.2.89).

Το συχνότερα επαναλαμβανόμενο επιχείρημα υπέρ της κρατικής ανάπτυξης, της κρατικής παρέμβασης, του κρατικού σχεδιασμού και της κρατικής πρωτοβουλίας στην Ελλάδα που χρησιμοποιεί συχνά ο Αρσένης, είναι αυτό που επικαλείται την ανικανότητα, εξάρτηση και αφερεγγυότητα των Ελλήνων επιχειρηματιών ως σκεπτικό για την απόφαση να παραμερισθούν από την οικονομία και να τα αναλάβει όλα το κράτος. Το επιχείρημα ενισχύεται από τις καταγγελίες αριστερών ότι οι επιχειρηματίες είναι «σαλταδόροι», ενώ η 17η Νοεμβρίου τους αποκαλεί «λούμπεν μεγαλοαστική τάξη» ή συντομογραφικώς λματ, όταν τους δολοφονεί. Η λογική αυτή εκ μέρους της αριστεράς είναι αντιφατική, διότι την εμφανίζει έτσι να υπεραμύνεται κάποιας «υγιούς» επιχειρηματικής τάξης, πράγμα που δεν προκύπτει ούτε από τη θεωρία της αλλά ούτε και από την πρακτική της. Είναι βέβαια γεγονός ότι ουδείς «προοδευτικός» πολιτικός προήγαγε ποτέ στη χώρα μας επισήμως ή έστω ανεπισήμως το καπιταλιστικό ήθος, την αξία της διακινδύνευσης, την έμπνευση που απαιτεί η εύστοχη επένδυση και την αφοσίωση που απαιτεί η κερδοφορία ενώ η κακοδιοίκηση, η ανασφάλεια και η ατελής νομοκρατία απεθάρρυναν πολλούς από την επιχειρηματική προσπάθεια. Η «επενδυτική άπνοια» για την οποία ο Αρσένης κατηγορούσε τους βιομηχάνους οφείλονταν εν πολλοίς στον ίδιο και στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ.

Η έλλειψη επιχειρηματικότητας ωστόσο δεν χαρακτηρίζει εθνοφυλετικώς τους Έλληνες, όπως δείχνει το παράδειγμα των εφοπλιστών και των αποδήμων Ελλήνων γενικώς. Ο σοσιαλισμός του ΠΑΣΟΚ άλλωστε δεν επετέθη στο κεφάλαιο, απλώς το δυσκόλεψε και το έδιωξε. Ο ελληνικός σοσιαλισμός δεν υπήρξε ποτέ ταξικό κίνημα ακτημόνων προλεταρίων οι οποίοι μη έχοντας να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους τα ήθελαν όλα, αλλά ένα κίνημα αναδιανεμητικό, μικροαστικό, αντιαμερικανικό, αντιδυτικό και κρατικιστικό με έντονο το στοιχείο της σίτισης όλο και περισσότερων στο δημόσιο πρυτανείο. Το αμάλγαμα λαϊκισμού, παροχών, σκανδάλων και εμπειροτεχνικών μεθόδων διαχειρίσεως της οικονομίας που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ κατά την οκταετία που διακυβέρνησε τη χώρα (Οκτώβριος 1981-Ιούνιος 1989) μπορούσε να χαρακτηρίσει τη δράση οιασδήποτε κυβερνήσεως χωρίς πρόγραμμα αλλά η αντιδεξιά, αντιδυτική και αντιεπιχειρηματική ρητορική υπήρξαν καθαρώς πασοκικής αν και όχι ευδιακρίτως σοσιαλιστικής εμπνεύσεως. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου δεν υπήρξε κυβέρνηση «Αλλαγής» αλλά κυβέρνηση «Συνεχείας» που απλώς ετόνισε μέχρι παροξυσμού τις τάσεις κρατικισμού, εγγενείς στο ελληνικό κράτος από της ιδρύσεως του, και οι οποίες διεμόρφωσαν την εικόνα της πολιτείας-τροφού και όχι της πολιτείας-στίβου.

Ελληνικό κράτος

Οι όροι με τους οποίους αναφερόμαστε στο σύνολο των συμπατριωτών μας, στη χώρα μας καθώς και στους θεσμούς και τις παραδόσεις μας πολύ συχνά αλληλοεπικαλύπτονται και ενίοτε γεννούν παρεξηγήσεις. Η προσπάθεια αποσαφηνίσεως επιβάλλεται κυρίως διότι οι υποστηρικτές του μεγάλου κράτους πειρώνται συχνά να συγκαλύψουν τις απόψεις τους υπό το μανδύα του πατριωτισμού και βεβαίως του «εθνικού συμφέροντος». Ο συγκινησιακά και αξιολογικά πιο φορτισμένος από όλους τους συναφείς όρους είναι η πατρίδα δηλαδή η πατρώα γη. Ίσως κάτι να δείχνει το γεγονός ότι μιλάμε για πατρίδα και όχι για μητρίδα —υπονοώντας ότι η κοινότητα που ζει επί αιώνες στον ίδιο χώρο διαμορφώνεται κυρίως από τους άνδρες— ενώ μιλάμε για μητρική γλώσσα, διότι στο βρέφος μιλάει πρώτη και κυρίως η μητέρα. Στις αγγλοσαξωνικές χώρες η λέξη πατρίδα δεν υπάρχει ως ουσιαστικό. Η λέξη fatherland έχει περιπέσει σε αχρηστία και χρησιμοποιείται λίγο ειρωνικά ως μετάφραση της γερμανικής Vaterland. Οι Άγγλοι χρησιμοποιούν τον πολύ ουδέτερο όρο «my country» (η χώρα μου) ακόμη και στην κάπως μεγαλόστομη έκφραση για τους πεσόντες “for King and country” (για το βασιλέα και τη χώρα) αλλά διατηρούν τη ρίζα της λέξης «πατρίδα» για να χαράκτηρίσουν αυτόν που την αγαπά ως patriot, τον άνθρωπο δηλαδή που εκτελεί πράξεις χαρακτηριζόμενες ως “patriotic” σε αντίθεση με αυτόν που βλάπτει τη χώρα του με unpatriotic ενέργειες ή παραλείψεις.

Η λέξη πατρίδα εμπεριέχει έτσι σε όλες τις γλώσσες μιαν αξιολογική κρίση. Θεωρείται δηλαδή κάτι καλό, άξιο υπερασπίσεως για το οποίο δίνει κανείς και τη ζωή του εάν χρειασθεί. Τούτο ενέχει τον κίνδυνο να οικειοποιηθεί τον όρο μια ομάδα, να νοήσει την πατρίδα ως ορμαθό από άψυχα, νεκρούς και ρητορείες οιονεί ιδιοκτησία των μελών της ομάδας και να καταδιώξει άλλους, έστω και αν αυτοί οι «άλλοι» είναι πλειοψηφία, όπως έκανε η χούντα όταν κατέλυσε τις αρχές υπό τους ήχους εμβατηρίων. Σήμερα στην Ελλάδα, η λέξη πατρίδα όλο και χάνει τον απόηχο «κλαγγής των όπλων» που είχε ως τώρα, του θαμπού δηλαδή ειδώλου της τυποποιημένης ιστορίας και μεγαλορρημοσύνης των πανηγυρικών της 25ης Μαρτίου. Αντίθετα, εκκαλεί πάντοτε νοσταλγία, μνήμες ανθρώπινης ζεστασιάς, χωριού ή γειτονιάς, αίσθηση εξανθρωπισμένου περιβάλλοντος, σχολικών εμπειριών και παρεών. Η πατρίδα περιλαμβάνει οπωσδήποτε ένα γεωγραφικό στοιχείο, ένα έδαφος ελεγχόμενο από μια κοινωνία κυρίαρχη στο χώρο της. Οι Κούρδοι, οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν «πατρίδα» ενώ οι Μικρασιάτες Έλληνες αναπολούν τις «χαμένες πατρίδες». Ως προς το πολιτισμικό του περιεχόμενο ο όρος στην Ελλάδα συνδέεται στενά με την παράδοση ως λογοτεχνία (από τον Όμηρο ως τον Καβάφη), ως αρχιτεκτονική (από τον Παρθενώνα έως τα νεοκλασικά της Αθήνας) και ενίοτε ως άγραφα θέσμια (ρόλος οικογένειας, λαχτάρα για εκπαίδευση).

Το έθνος είναι η πιο αφηρημένη από τις συγγενείς αυτές έννοιες, έχει διαχρονική διάρκεια, αφορά μόνον ανθρώπους και όχι εδάφη και περιλαμβάνει συχνά —όχι υποχρεωτικά— πολιτιστικές και φυλετικές συγγένειες. Στον ορισμό του έθνους δεσπόζει το στοιχείο της προτίμησης, της επιλογής. Ο Ερνέστος Ρενάν το όρισε ως «καθημερινό δημοψήφισμα» ενώ ο Άγγλος πολιτειολόγος Benedict Anderson απεκάλεσε τα έθνη «κοινότητες εν φαντασία» (imagined communities) υπό την έννοια ότι η συνοχή τους βρίσκεται στη βούληση των μελών τους, είναι δηλαδή καθαρώς υποκειμενική και διατηρείται με την πολιτισμική κληρονομιά που η κάθε γενιά μεταδίδει στην άλλη. Τα στοιχεία συνοχής του έθνους ποικίλλουν. Οι Εβραίοι συνδέονται κυρίως μέσω της θρησκείας τους —η οποία σημειωτέον δεν προσηλυτίζει— οι Έλληνες με τη γλώσσα τους και την παιδεία. Όπως είπε ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του (εδαφ. 51) εδώ και 2300 χρόνια: «Η πόλις ημών το των Ελλήνων όνομα πεποίησεν μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι» δηλαδή «η πόλη μας (εννοεί την Αθήνα) πέτυχε ώστε το όνομα των Ελλήνων να μην προσδιορίζει την καταγωγή αλλά το πνεύμα». Το μήνυμά του γίνεται ακόμη σαφέστερο όταν προστίθεται η πασίγνωστη πια φράση «και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή της κοινής φύσεως μετέχοντας» — «και να καλούνται Έλληνες μάλλον αυτοί που μετέχουν της δικής μας αγωγής (μορφώσεως, παιδείας, πολιτισμού) παρά όσοι έχουν την ίδια με εμάς καταγωγή». Στην Ελλάδα ο όρος έθνος είναι σχετικώς πρόσφατος και συνιστά συμβολή του Διαφωτισμού καθόλου ευπρόσδεκτη από το Πατριαρχείο που επέμενε στο πατροπαράδοτο Γένος. Κατά τον Δημαρά («Νεοελληνικός Διαφωτισμός», σελ. 80) το Γένος εμφανίζεται ευθύς μετά την ‘Αλωση σε εκφράσεις του τύπου «το δυστυχές ημών γένος». Μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, το Γένος εξαφανίζεται ενώ το Έθνος υφίσταται σημασιολογικές μεταλλαγές. Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» έχει την ευρύτερη δυνατή σημασία του ενώ στην διατύπωση «ένωση με το έθνος» που ζητούν οι Έλληνες εκτός των ορίων του «Ελληνικού Βασιλείου» εμφανίζεται να καλύπτει μόνο τους Ελλαδίτες. Η εθνικοφροσύνη μετά το 1950 περιόρισε τον όρο στο πλαίσιο μιας πολιτικής παράταξης.

Σήμερα χρησιμοποιούμε τον όρο Ελληνισμός για τους εκτός του ελληνικού κράτους διαβιούντες Έλληνες, που περιλαμβάνουν βέβαια, κατά κύριο λόγο, τους Ελληνοκύπριους και τους Βορειοηπειρώτες αλλά και τους αποδήμους στην Αμερική, Αυστραλία και την Αφρική, που έχουν διατηρήσει κάποια συνείδηση της καταγωγής τους έστω και αν έχουν αφομοιώσει ποικίλα πολιτισμικά κεκτημένα. Η Ελλάδα όχι απλώς ως κατονομασία της χώρας ως έχει σήμερα αλλά ως διαχρονία, είναι αρκετά ασαφής έννοια, διότι δεν συνιστά πάγια και αναλλοίωτη στο χρόνο γεωγραφική ή κρατική οντότητα. Τούτο ισχύει φυσικά και για άλλες χώρες όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Ιταλία. Η μάζα, έστω και στον πληθυντικό ως μάζες, όπως χρησιμοποιούσε τον όρο ο Λένιν, είναι όρος της φυσικής και υποβάλλει κάτι το παθητικό, το στερημένο πρωτοβουλίας, το παρασυρόμενο από δημαγωγούς ή έστω «κινητοποιούμενο» από επαναστατικά κόμματα, πάντως κάτι το συνειδησιακά ετερόνομο. Ακόμη και οι αριστεροί όταν μιλάνε με θαυμασμό για τις μάζες και τους μαζικούς αγώνες προσδιορίζουν μάλλον το εκτελεστικό όργανο της Ιστορίας, δεδομένου ότι γι’ αυτούς ο νους είναι το πρωτοπόρο κόμμα που «καθοδηγεί» τις μάζες. Ο Λένιν απεχθανόταν, ως γνωστόν, το «αυθόρμητο των μαζών». Ο «όχλος» είναι υβριστικός χαρακτηρισμός που επιφυλάσσουν οι συντηρητικοί της αριστεράς και της δεξιάς στο κατά τη γνώμη τους ανεύθυνο τμήμα της κοινωνίας, το οποίο χρειάζεται μαστίγιο για να υπακούσει.
Ο λαός είναι αξιολογικώς ουδέτερη και ίσως λιγότερο παρεξηγήσιμη από όλες αυτές τις παρεμφερείς έννοιες, υπό τον όρο βέβαια ότι χρησιμοποιείται ως συντομογραφία για ένα σύνολο ανεξαρτήτων αυτονόμων και ισοδυνάμων πολιτών που αποφασίζουν κατά πλειοψηφία όχι ως υποστασιοποιημένη οντότητα ή ως ένα μεγάλο πρόσωπο που εικονίζεται με φουστανέλλα και τσαρούχια από τους γελοιογράφους. Ο λαός διαφορίζεται από το έθνος, κυρίως ως προς τη διαχρονικότητα. Δεν περιλαμβάνει τους νεκρούς, δηλαδή τους προγόνους, ούτε τους αγέννητους, δηλαδή τους απογόνους. Ο λαός, υπό την έννοια του «λαουτζίκου», δηλαδή των κοινωνικώς κατωτέρων στρωμάτων, δεν περιλαμβάνεται πια στο σύγχρονο λεξιλόγιο. Η χρήση του όρου «λαός» από διάφορα κόμματα —κυρίως της αριστεράς— για να προσδιορίσουν τους οπαδούς ή τους ψηφοφόρους τους, είναι αδόκιμη διότι ένας όρος που χαρακτηρίζει σύνολο δεν προσφέρεται ως προσδιοριστικός του μέρους εκείνου του συνόλου που συμφωνεί με ένα κόμμα. Η εργατιά και το προλεταριάτο συνδέονται με τη θεωρία της πάλης των τάξεων. Ασφαλέστεροι καθό τελείως ουδέτεροι όροι προσδιοριστικοί των εκάστοτε ανθρώπινων συνόλων είναι ο πληθυσμός (μιας χώρας ή μιας περιοχής), το πλήθος (ανθρώπων στο δρόμο ή τα γήπεδα), το κοινό (συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων, εφημερίδων), το ακροατήριο (μιας πολιτικής συγκεντρώσεως ή μιας διαλέξεως) και φυσικά το εκλογικό σώμα, το σύνολο των ψηφοφόρων.
Το «Κράτος» (ή Πολιτεία, οι όροι είναι συνώνυμοι) είναι η οργανωμένη κοινότητα ομοεθνών ή αλλοεθνών, ομόγλωσσων ή αλλόγλωσσων, ομοθρήσκων ή ετεροθρήσκων που έχουν συμφωνήσει ή αναγκασθεί να ζουν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και να διέπονται από τους ίδιους νόμους. Το κράτος είναι δηλαδή ένα σύστημα όπου ορισμένοι άνθρωποι κατέχουν και ασκούν δικαιώματα εξουσίας επί άλλων. Η έννοια «εθνικό κράτος» διαμορφώθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση. Η Ελλάδα είναι σήμερα εθνικό κράτος ενώ η Ελβετία δεν είναι. Το «εθνικό κράτος» γεννά έτσι κάποια σύγχυση ανάμεσα στο έθνος και το κράτος, με αποτέλεσμα οι διαφωνούντες ενίοτε με ορισμένες κρατικές πρωτοβουλίες να χαρακτηρίζονται ως ένοχοι αντεθνικής συμπεριφοράς. Η κυβέρνηση είναι ο εκάστοτε φορέας μέσω του οποίου δρα το Δίκαιο, ο δίαυλος μέσω του οποίου ασκεί την εξουσία του το κράτος. Η κυβέρνηση αλλάζει, το Κράτος όχι. Κατά την άποψη των φιλελευθέρων το Κράτος είναι σύνολο υπηρεσιών εξουσιοδοτημένων να ασκούν ορισμένα περίγραπτα καθήκοντα στο πλαίσιο της έννομης τάξης τα σπουδαιότερα των οποίων είναι η απονομή δικαιοσύνης, η αστυνόμευση, η επιβολή και είσπραξη φόρων καθώς και η άμυνα της χώρας. Για τους τελοκράτες το Κράτος ενσαρκώνει αξίες τις οποίες νομιμοποιείται να επιβάλει, υπερατομικούς σκοπούς τους οποίους καλείται να προβάλει και στην περίπτωση της Ελλάδος τη Μεγάλη Ιδέα για την οποία ουδείς εδικαιούτο να αμφιβάλλει. Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας δεν κατέστησε το ελληνικό κράτος ουδέτερο. Μέγα πλήθος από «μικρές ιδέες» συσσωματώθηκαν στους επίσημους κρατικούς σκοπούς και ενσωματώθηκαν ακόμη και στο Σύνταγμα.

Προέλευση και μορφή του ελληνικού κράτους.
Στην Ελλάδα, το κράτος δεν υπήρξε προϊόν παρθενογέννεσης. Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία. Από το Βυζάντιο, οι σημερινοί Έλληνες έχουν συγκρατήσει την ορθοδοξία, τις μνήμες αυτοκρατορικού μεγαλείου και το μίσος κατά των Οθωμανών, ενώ η βυζαντινή διοίκηση και η βυζαντινή οικονομία έχουν παραμείνει μέλημα μόνο των ειδικών. Έτσι είναι ίσως άγνωστο σε πολλούς Έλληνες ότι η παρακμή του Βυζαντίου συνεβάδισε με την αποθέωση του κρατικισμού, την επαχθή φορολογία και την πάγια περιφρόνηση των Βυζαντινών στον ατομικό πλουτισμό και το εμπόριο —που εγκαταλείφθηκε στα χέρια ξένων, όπως και ο στρατός. Στο Βυζάντιο δεν σχηματίσθηκε ποτέ κεφάλαιο σε χέρια ιδιωτών ενώ υπήρχε μια έντονη τάση για αναχωρητισμό και μοναστική ζωή που στερούσε το πολυεθνικό, χριστιανικό αυτό κράτος από εργατικά χέρια ενώ σιγά-σιγά και η άμυνα παραδόθηκε στα χέρια ξένων μισθοφόρων. Η χριστιανική τελοκρατία οδήγησε σε κατάρρευση της βυζαντινής πολιτείας όταν η θηριώδης γραφειοκρατία, η ανοικτίρμων φορολογία και η αγκύλωση της οικονομίας την κατέστησαν διαβλητή στα μάτια των περισσοτέρων υπηκόων του αυτοκράτορος. Επί Τουρκοκρατίας, η δημώδης παράδοση παρέμεινε βυζαντινή ενώ η κοσμική (μη εκκλησιαστική) λογία —ελληνίζουσα και δυτικότροπη— ασπάζεται προοδευτικώς τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και ανακαλύπτει μέσω αυτού τον προχριστιανικό ελληνικό πολιτισμό. Οι δύο παραδόσεις δεν συγκρητίζονται. Ορθότατα, ο Γιανναράς χαρακτηρίζει ως κακοφωνία τον όρο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός». Ενώ ο κλασικός ελληνισμός θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο του κόσμου και τονίζει ότι τα πάντα μπορούν να κατακτηθούν με τη δύναμη του νου, η Χριστινιακή Ανατολή έμεινε πιστή στο μελαγχολικό σοφό της Βίβλου που διαπιστώνει ότι «ο προσθείς γνώσιν προστίθησιν άλγος», κηρύσσοντας την ταπείνωση, την μετάνοια, την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα σωτηρίας. Το βυζαντινό κράτος μόνο ουδέτερο δεν υπήρξε ποτέ, μόνο πλουραλισμό δεν καλλιέργησε, μόνο πολίτες δεν εξέθρεψε. Οι τομείς ανάδειξης και καταξίωσης των Βυζαντινών ήταν ο στρατός, η διοίκηση και η Εκκλησία.

Όσο για την Τουρκοκρατία, η ιδέα περί Κράτους που καλλιέργησε στα υπόδουλα «μιλλιέτ» δεν υπήρξε καθόλου αμελητέα. Σε ένα παράθεμα του Τούρκου ιστορικού Halil Inalgik που μνημονεύει ο Τσουκαλάς («Εξάρτηση και Αναπαραγωγή», σελ. 279) η εικόνα που δίνεται είναι γλαφυρή: «Κύρια φροντίδα του κράτους ήταν να εξασφαλίσει ότι κανένα άτομο δεν θα μεταπηδούσε σε άλλη κοινωνική τάξη• αυτό θεωρούνταν βασικός όρος για τη διασφάλιση της τάξης και της πολιτικής και κοινωνικής αρμονίας». Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος το εμπόριο ρυθμιζόταν κατά ασφυκτικό τρόπο έτσι ώστε οι αγορές να μένουν μικρές, αυτόνομες και προστατευόμενες —περίπου όπως γίνεται στην επίσης διαστρωματωμένη σε κάστες σημερινή Ινδία. Ο αριθμός των εμπορικών καταστημάτων ήταν προκαθορισμένος. Οι συντεχνίες ήταν πανίσχυρες και κυριαρχούνταν από την έμμονη ιδέα του «δικαίου μισθού» που θα εξασφάλιζε εργασία σε όλους, χωρίς ανισότητες πλουτισμού και χρεωκοπίες. Τις «δίκαιες τιμές» των προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και τις «δίκαιες αποδοχές» παντός εργαζομένου τις καθόριζε ο ιμάμης. Με ικανή δόση ανθυπερβολής (understatement) ο Τσουκαλάς εξηγεί ότι «το σύστημα δεν ευνοούσε τη διαδικασία της συνεχούς διεύρυνσης των καπιταλιστικών δραστηριοτήτων». Σημειώνει επίσης και το εξής λίαν αποκαλυπτικό παράθεμα του Φρειδερίκου Έγκελς: «Η τουρκική κυριαρχία —γράφει ο συνιδρυτής του μαρξισμού— δεν συμβιβάζεται με την καπιταλιστική κοινωνία, αφού η υπεραξία δεν μπορεί να προστατευθεί από τις αρπαχτικές ορέξεις του οιουδήποτε πασά. Λείπει ο θεμελιώδης όρος της αστικής ιδιοκτησίας». Ακριβώς. Η τουρκική λαϊκή δικαιοσύνη των καδήδων που βασίζονταν στην υποκειμενική, αυθαίρετη και απρόβλεπτη εφαρμογή της κορανικής δεοντολογίας δεν επέτρεπε τη λειτουργία της αγοράς διότι δεν διασφάλιζε την ιδιοκτησία. Τα πάντα κρίνονταν με βάση την αρχή της «επιείκειας» (την οποία εν παρόδω ειρήσθω επικαλούνται και οι σημερινοί Τούρκοι για να διεκδικήσουν τη μισή υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο).

Έτσι, σημειώνει ο Τσουκαλάς «η επιζήτηση του κέρδους… το να κερδίζει δηλαδή κανείς περισσότερο από όσα έχει ανάγκη,, αποτελούσε για την Οθωμανική ιδεολογία το σοβαρότερο ηθικό παράπτωμα». Η παράδοση αυτή δεν έχει τελείως εξαλειφθεί στην Ελλάδα του 20ού αιώνος.

Η στάση των Οθωμανών ιθυνόντων σε συνδυασμό με την ξενοφοβία, την απαγόρευση εκμάθησης ξένων γλωσσών μην τυχόν και υπονομευθεί η ορθή πίστη, την απέχθεια προς τη μόρφωση (το 19ο αιώνα, γράφει ο Τσουκαλάς, η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων δεν είχε ποτέ φοιτήσει σε εκπαιδευτικό ίδρυμα) και τη διάδοση των πληροφοριών (το 1728 οι ουλεμάδες έκλεισαν το πρώτο τυπογραφείο) οδήγησαν στις διομολογήσεις μέσω των οποίων η Πύλη που είχε ανάγκη από λεφτά ελευθέρωσε τους ξένους εμπόρους από τη δικαιοδοσία των οθωμανικών αρχών με κατάληξη την καταστροφή μιας αυτοκρατορίας που ήξερε να πολεμά αλλά δεν ήθελε να αναπτυχθεί οικονομικώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί Τουρκοκρατίας δεν υπάρχει καν ιδιοκτησία γης, αφού όλα τα τιμάρια ανήκουν στον Σουλτάνο ο οποίος ως εκπρόσωπος του Μωάμεθ εκχωρεί γη σε όποιον θέλει για όσο θέλει. Το οθωμανικό πρότυπο ήταν το μόνο που εγνώρισαν οι Έλληνες επί Τουρκοκρατίας, τα άλλα, τα ευρωπαϊκά ήσαν γνωστά σε μικρό μόνο κύκλο διανοουμένων. Έτσι οι ραγιάδες ενεργούσαν γνωρίζοντας ότι όλες τους οι οικονομικές δραστηριότητες ήταν επισφαλείς. Εμπορευόντουσαν και κερδοφορούσαν κατ’ ανοχήν του Σουλτάνου, καλλιεργούσαν κτήματα κατ’ ανοχήν του Σουλτάνου, θρησκεύονταν και ζούσαν κατ’ ανοχήν του Σουλτάνου. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον ότι οι έννοιες του πολίτη, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του κράτους-διαιτητή δεν βρήκαν αμέσως ευνοϊκό κλίμα για να αναπτυχθούν στην Ελλάδα όταν αυτή συγκροτήθηκε ως κράτος το 1830.

«Το επείσακτο κράτος —διαπιστώνει ο Τσουκαλάς στη συζήτηση του στο περιοδικό «Διαβάζω» (αριθ. 233 της 21.2.90) – το φτιάξαν οι Βαυαροί. Την εποχή εκείνη δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο… Το ίδιο έγινε και στη Λατινική Αμερική και αργότερα στην Ασία και Αφρική». Το ξεκίνημα υπήρξε ελπιδοφόρο. Τα πρώτα ελληνικά συντάγματα διαπνέονται από πνεύμα ισονομίας, ισοπολιτείας και πολιτικού φιλελευθερισμού. «Μεταγραφές του φιλελευθερισμού είναι τα συντάγματα»—σημειώνει ο Τσουκαλάς. Η αντίληψη όμως των Ελλήνων για τον φιλελευθερισμό δεν αντιστοιχεί στο φιλελεύθερο πρότυπο, παρά μόνο ως προς το απελευθερωτικό και αντιαυταρχικό του σκέλος. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, που στοχεύει στην εκλογίκευση των αποπροσωποποιημένων αγοραίων σχέσεων ως μόνης λογικής οικονομικής συμπεριφοράς είναι εντελώς ξένος ή και ακατανόητος για την τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων. Με την έννοια αυτή, έχουμε ένα επείσακτο σύστημα το οποίο επικάθεται πάνω σε μια κοινωνία που δεν είναι έτοιμη να το δεχθεί». Η θεμελιώδης αυτή διαπίστωση του Τσουκαλά ότι δηλ. στην Ελλάδα ο πολίτης δεν ένιωσε πολίτης, αυτόνομος, αυτεξούσιος, με δική του στοχοθεσία και πολιτικό προβληματισμό, πριν γίνει ψηφοφόρος σφραγίζει την εξέλιξη στη χώρα μας. Τεράστια σημασία για την ανάπτυξη του ξέφρενου κρατικισμού στην Ελλάδα έχει και το γεγονός ότι η διαχείριση των «εθνικών γαιών» σε συνδυασμό με την ακτημοσύνη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων αγροτών κατέστησε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες εξαρτημένους από την κρατική εξουσία ευθύς ως αυτή συνεκροτήθη. Η αυθόρμητη αντίδραση πολλών εξ αυτών εκδηλώθηκε με το κίνημα των καταπατήσεων που καλλιέργησε την αντίληψη ότι το μόνο αντίδοτο στον κρατικό αυταρχισμό είναι η παραβίαση του νόμου. Η διανομή των εθνικών γαιών που έγινε το1871 επί Κουμουνδούρου και όχι το 1841 όπως θα έπρεπε, δεν βελτίωσε αισθητώς την κατάσταση, πρώτον διότι υπήρξε λειψή (ολοκληρώνεται επί Βενιζέλου το 1922) και δεύτερον διότι έγινε πρόχειρα, ασυστηματοποίητα και πάντοτε κατά παραχώρηση μιας παντοδύναμης κρατικής εξουσίας προς την οποία οι ακτήμονες προσέτρεχαν ως ικέτες.

Η απόλυτη εξάρτηση των Ελλήνων από το κράτος τους, εξηγεί και ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο φαινόμενο. Το σύστημα καθολικής ψηφοφορίας που τόση αγωνία, προβληματισμό και αναστάτωση προκάλεσε στην Ευρώπη, όπου άλλωστε εισήχθη κατά δόσεις «πέρασε» στην Ελλάδα χωρίς καμία σχεδόν αντίρρηση. Πώς εξηγείται αυτή η έλλειψη αντιστάσεων στην καθολική ψήφο; «Ο λόγος —λέει ο Τσουκαλάς— είναι απλός: Δεν υπάρχει η αστική εκείνη τάξη, η οποία όντας τρομοκρατημένη, όπως π.χ. στην Αγγλία, μήπως σηκωθούν οι προλετάριοι και αποκτήσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αντιτίθεται με όλα τα μέσα στην επέκταση του δικαιώματος της ψήφου. Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Και συνεπώς, η καθολική ψηφοφορία η οποία αιωρείται σαν ιδεολόγημα ήδη από την αρχή του πολέμου της ανεξαρτησίας, μπαίνει χωρίς πρόβλημα στην ημερήσια διάταξη και, μόλις φύγουν οι Βαυαροί, ήδη από το ’44, έχουμε ουσιαστικά καθολική ψηφοφορία. Και από το ’64 απόλυτα». Η καθολική ψηφοφορία υπήρξε στην Ελλάδα εθνικό και όχι ταξικό αίτημα. Έτσι, με εισαγόμενο κοινοβουλευτισμό, ο Έλληνας έγινε ψηφοφόρος πολύ πριν νιώσει αστός, βιοτέχνης ή αγρότης και πολύ πριν αποκτήσει περιουσία ή μάθει γράμματα (η υποχρεωτική εκπαίδευση εισάγεται μόλις το 1895). Ο μύθος ότι η δημοκρατία υπήρξε για το λόγο αυτό ασταθής στην Ελλάδα καταρρίπτεται τεκμηριωμένα από τον Γ. Ράλλη στο βιβλίο του: «Η αλήθεια για τους Έλληνες πολιτικούς», το οποίο ο ίδιος δημοσίευσε μεσούσης της χούντας για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της ότι η δικτατορία ήταν περίπου «φυσικό» καθεστώς για τον τόπο. Από το 1844 έως το πραξικόπημα του 1967, δηλαδή επί 123 χρόνια —σημειώνει ο Ράλλης— οι Έλληνες έζησαν επί 111 έτη με κοινοβουλευτικό καθεστώς ενώ κατά το διάστημα αυτό μέσα από διαρκείς αναστατώσεις, πολέμους και καταστροφές, η Ελλάδα τριπλασίασε την αρχική της έκταση και ενσωμάτωσε όλους σχεδόν τους ελληνόφωνους πληθυσμούς στην επικράτειά της.

Το κράτος του Βενιζέλου.
Η δημοκρατία λειτούργησε ενωρίς στην Ελλάδα αλλά οι θεσμοί της ενοφθαλμίσθηκαν σε μια πολιτεία όπου δεν υπήρξαν ξεχωριστά κέντρα δύναμης, νησίδες αυτονομίας ικανές να αναπτύξουν μια ζωντανή και σφύζουσα κοινωνία των πολιτών. Η ληστεία, η αβεβαιότης, η έλλειψη υποδομής δεν ευνόησε την ανάπτυξη του καπιταλισμού. «Τρία πράγματα λείπουν από την Ελλάδα —έγραφε στα μέσα του 19ου αιώνα ο ιδρυτής της Εθνικής Τραπέζης Γ. Σταύρου. Ησυχία, τάξις και χρήματα». Το κράτος έγινε έτσι ο πανίσχυρος μοναδικός πόλος έλξης των φιλοδόξων, διαχειριστής του μεγαλύτερου τμήματος του οικονομικού πλεονάσματος, διανεμητής γαιών και χορηγός ποικίλων προσόδων, καταφύγιο για τους δυστυχούντας, επιβραβευτής των εκάστοτε φίλιων δυνάμεων και τιμωρός των εκάστοτε αντιπάλων. Η διάκριση κράτους και κοινωνίας πολιτών δεν είναι καν ορατή στην προ 10ετίας Ελλάδα, όπου συγχέονται απολύτως τα όρια της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας. Η επιμιξία επείσακτου κοινοβουλευτισμού και προκαπιταλιστικής οικονομίας διευκόλυνε την υπερτροφία ενός κρατικού μηχανισμού που κατέστη αχαλίνωτος. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου στο βιβλίο του “Man’s Freedom” διαπιστώνει ότι η «μεγέθυνση και επέκταση των εξουσιών του κράτους», προκάλεσαν στην Ελλάδα «μείωση της ελευθερίας του πολίτη και εξασθένιση της προστατευτικής του πανοπλίας έναντι του διογκούμενου Λεβιάθαν». Όσο για τον ιδιωτικό τομέα, αυτός βρίσκεται κυρίως εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, όταν αυτό δημιουργείται.

Οι πλούσιοι Έλληνες κερδοφορούν στο εξωτερικό από όπου χρηματοδοτούν όλα σχεδόν τα δημοσίας χρήσεως κτήρια του νεοσύστατου κράτους (Πανεπιστήμιο, Πολυτεχνείο, Ακαδημία, Βιβλιοθήκη, Αστεροσκοπείο, Στάδιο, Ζάππειο, μεγάλα γυμνάσια, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, άσυλα, ακόμη και φυλακές). Ταυτόχρονα, οι ευεργέτες ελοιδωρούντο ως «ετερόχθονες» ή «χρυσοκάνθαροι» και εθεωρούντο ως ξένο σώμα από τους ντόπιους προύχοντες, που είχαν στήσει έναν ισχυρό μηχανισμό κομματαρχών και εφοβούντο ότι οι του εξωτερικού θα καταργούσαν το πελατειακό σύστημα και θα έφτιαχναν κράτος ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Τέτοιος «κίνδυνος» δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε οι καπεταναίοι με τα παλικάρια τους ούτε οι ετερόχθονες με τα χρήματα τους ούτε το Φανάρι με την επιρροή του ανέκοψαν ποτέ την ανάπτυξη ενός υπερτροφικού κράτους που γίνεται ο μεγάλος μισθοδότης που διορίζει, ο μεγάλος χορηγός που δωρίζει, ο ενσαρκωτής της Μεγάλης Ιδέας και διαχειριστής πόρων, γοήτρου και σταδιοδρομιών. Η ελληνική πολιτεία παίρνει έτσι σύντομα τον χαρακτήρα της υπαλληλοκρατίας, ενώ ο εξαστισμός της Ελλάδας γίνεται κατά δόσεις, με επιμέρους ρήξεις και συμβιβασμούς. Η Επανάσταση δεν επέβαλε νέους θεσμούς αλλά καταργώντας τους οθωμανικούς φόρους και το ραγιαδιλίκι δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε ένα τμήμα του ελληνικού χώρου να καταστεί σιγά-σιγά ασφαλές για τους Έλληνες που μπορούσαν να συναλλάσσονται, να στοχοθετούν και να αυτοκυβερνώνται εν ασφαλεία. Η υπερτροφική ανάπτυξη του κράτους είναι συγχρόνως αιτία και αποτέλεσμα αλλαγών που έγιναν εκ των άνω και μιας τάσεως να ποδηγετηθούν οι νέοι πολίτες από μια πατερναλιστική ιθύνουσα τάξη συνηθισμένη να κυβερνά μέσω δικτύων εξαρτήσεως.

Τα στοιχεία που δίνει ο Τσουκαλάς («Εξάρτηση και Αναπαραγωγή», σελ. 209-226) για τον κρατικό μηχανισμό επί Όθωνος είναι εκπληκτικά. Οι βουλευτές —για πληθυσμό κάτω του εκατομμυρίου— είναι τετρακόσιοι, οι στρατηγοί —για 10.000 άνδρες— εβδομήντα ενώ στο πιο φανταχτερό —και από άποψη στολής— ναυτικό υπηρετούσαν 450 αξιωματικοί για 1150 άνδρες. Υπήρχε ωσαύτως υπερπαραγωγή ανωτέρων δημοσίων υπαλλήλων, πληθώρα διευθυντών, στρατιά ειδικών συμβούλων που συγκροτούσαν μια συμπαγή ομοειδή κατηγορία. Οι Βαυαροί που έφερε ο Όθωνας προστέθηκαν σε αυτόν τον ήδη βεβαρυμένο μηχανισμό. Η κρατική γραφειοκρατία απλώθηκε, ρίζωσε και ταίριαξε απόλυτα με το πελατειακό σύστημα των νεοπαγών κομμάτων. Περί το τέλος του αιώνα, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων σε όλο τον κόσμο (214 υπάλληλοι για δέκα χιλιάδες κατοίκους ενώ στη Γαλλία ήταν 176 και στην μη-κρατικιστική Αγγλία 73). Με κάθε κυβερνητική μεταβολή, οι δημόσιοι υπάλληλοι που έχαναν τη θέση τους έκλαιγαν και οδύρονταν μπροστά στο Υπουργείο Εσωτερικών που βρισκόταν στην πλατεία η οποία για αυτό το λόγο ονομάστηκε έκτοτε «Πλατεία Κλαυθμώνος». Έτσι, για κάθε υπάλληλο εν ενεργεία υπήρχε τουλάχιστον άλλος ένας, αντιπο-λιτευομένου κόμματος, που εποφθαλμιούσε τη θέση του και προσπαθούσε να πείσει το δικό του.κομματάρχη ότι ήταν πιστός οπαδός και έπρεπε να διορισθεί κατά προτίμησιν ευθύς ως το κόμμα «ερχόταν στα πράγματα» και απέλυε τους αντιπάλους. Η αντίληψη ότι ο διορισμός είναι όχι απλώς αμοιβή αλλά συγκεκριμένη αναγνώριση προσφοράς υπηρεσιών στο φίλιον κόμμα έλκει την καταγωγή της από αυτήν την πρακτική. Αναπτύσσεται έτσι το «προσοδικό» κράτος, όπως το ονομάζει ο Τσουκαλάς, που συγκροτεί μια κρατική τάξη, αποτελούμενη από πολιτικές δυναστείες («τζάκια») και μυριάδες κρατικοδίαιτους υπαλλήλους και μεσάζοντες. Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, το κράτος δεν παρεμβαίνει απλώς στο παιχνίδι, είναι το παιχνίδι. Ο ιδιωτικός τομέας, παρασιτεί στο κράτος. Οι Έλληνες που έλκονται από το επιχειρείν εκπατρίζονται.

Περί το τέλος του αιώνος, με την παλιννόστηση των κεφαλαίων της διασποράς και την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας αρχίζουν να εμφανίζονται σε ικανούς πια αριθμούς οι πρώτοι αυτόνομοι βιοτέχνες, βιομήχανοι και επιχειρηματίες, τους οποίους εκφράζει ο Χαρίλαος Τρικούπης. Παρά την χρεωκοπία του κράτους («Δυστυχώς επτωχεύσαμεν») —ή ίσως λόγω αυτής— και παρά την πανωλεθρία του ’97 η αστικοποίηση συνεχίζεται, ιδρύονται τα πρώτα επιμελητήρια, οι πρώτες επαγγελματικές οργανώσεις, τα πρώτα συνδικάτα. Το κίνημα υπέρ του δημοτικισμού παίρνει κοινωνικό χαρακτήρα. Με το κίνημα του Γουδή του 1909 και την έλευση του Βενιζέλου, η χώρα αρχίζει να εκσυγχρονίζεται, δηλαδή να εξευρωπαΐζεται (οι δύο έννοιες είναι πάντοτε αξεχώριστες στην Ελλάδα από την εποχή ήδη του Διαφωτισμού).

Ο Βενιζέλος ξεκίνησε από την πεποίθηση ότι η πολιτική εξουσία εγγυάται και προστατεύει την οικονομική δραστηριότητα ελευθέρων πολιτών, δεν τους υποκαθιστά και δεν τους εκτρέφει. Η πολιτική του κόμματος των Φιλελευθέρων το οποίο δημιούργησε ο Κρής πολιτικός στηρίχθηκε στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Αγγλίας και της Γαλλίας στο εξωτερικό ενώ στην ίδια την Ελλάδα βασίσθηκε στην ιδιοφυία των Ελλήνων μάλλον παρά στη λάμψη των θεσμών, τη «σοφία» του Στέμματος και τη δύναμη της παραδόσεως. Λόγω πολέμων, μικρασιατικής καταστροφής, προσφυγικού αλλά κυρίως λόγω της παγκόσμιας κρίσης της δεκαετίας του ’30 που εξέθρεψε κάθε λογής ολοκληρωτισμούς, οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν το όραμά τους ή έστω και να μείνουν —σε όλη τη γραμμή— πιστοί στον τίτλο τους. Έδειξαν όμως ότι ο εκσυγχρονισμός, ο εκφιλελευθερισμός της Ελλάδος δεν είναι ανέφικτος και ότι το έργο που είχε ξεκινήσει ως πρωθυπουργός ο Χαρίλαος Τρικούπης (1880-1885) δεν ήταν μάταιο. Η βενιζελική πολιτεία κατέτεινε στη δημιουργία απρόσωπου κράτους και ενίσχυσε τους μηχανισμούς της αγοράς. Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και η θέσπιση προσόντων για την πρόσληψή τους περιόρισε τον κομματισμό, η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα διευκόλυνε την δανειοδότηση των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 έχει και ένα καλό: Την εισροή εργατικών προσφύγων που διευκολύνουν την εκβιομηχάνιση της χώρας. Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 βελτιώνεται το τραπεζικό σύστημα της χώρας, αρχίζει να λειτουργεί ένα αξιόπιστο χρηματιστήριο, ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος (το 1927) παίρνοντας (όχι χωρίς μάχη) το εκδοτικό προνόμιο από την Εθνική Τράπεζα, ενώ αρχίζει πια να αναπτύσσεται ο ελληνικός καπιταλισμός. Όλα αυτά είναι φιλελεύθερα επιτεύγματα του κόμματος των Φιλελευθέρων.

Η μεγάλη οικονομική κρίση αναγκάζει ωστόσο τον Βενιζέλο να υψώσει δασμολογικά τείχη γύρω από την Ελλάδά, να καταργήσει την μετατρεψιμότητα της δραχμής και να δημιουργήσει συνθήκες θερμοκηπίου για τις ελληνικές επιχειρήσεις, σύνδρομο από το οποίο δεν έχουν ακόμη σήμερα απαλλαγεί ορισμένοι κρατικοβίωτοι «επιχειρηματίες». Το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό την πίεση της κρίσεως εκτρέπεται σε ανελεύθερες πρακτικές όπως ήταν ο νόμος 29/42 του 1929, το γνωστό «ιδιώνυμον» που προέβλεπε φυλάκιση, εκτόπιση, διαδικασία διάλυσης οργανώσεων και σωματείων για όποιον επεδίωκε «την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βίαιων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού πολιτεύματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν». Στο «ιδιώνυμον» αντετάχθησαν τα στελέχη των Φιλελευθέρων: Γεώργιος Καφαντάρης και Γεώργιος Παπανδρέου. Οι άλλοι λίγο-πολύ ακολούθησαν. Ο δικηγόρος Γ. Πωπ που είχε εμπνευσθεί τον τίτλο του κόμματος επεσήμανε με αρκετή δόση σαρκασμού ότι οι «Φιλελεύθεροι» δεν ήσαν τόσο φίλοι της ελευθερίας όσον φίλοι του Ελευθερίου (Βενιζέλου).

Η μεγάλη προσφορά του Βενιζέλου είναι ότι δεν εκάμφθη από το επιχείρημα τής «ελληνικής πραγματικότητος» ότι ήξερε τι ήθελε —περιορισμό του παρεμβατικού κράτους, ενδυνάμωση της αγοράς, του επιχειρείν και της κοινωνίας των πολιτών— και προσπάθησε με όλους τους τρόπους να το πετύχει έστω και υπό αντίξοες συνθήκες. «Η πρωτογενής επέκταση του ελληνικού κράτους —διαπιστώνει ο Τσουκαλάς («Διαβάζω» αρ. 233 της 21-2-90)— κρατάει έναν αιώνα και δεν ανακόπτεται παρά με τον Βενιζέλο, που θέλησε στο μεσοπόλεμο να φτιάξει ένα τυπικό φιλελεύθερο κράτος. Βέβαια, έφαγε τα μούτρα του, γιατί δεν υπήρχαν συνθήκες να το κάνει, διότι υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση κ.λπ. Αλλά οι τάσεις που ανακόπηκαν στο βενιζελικό ιντερλούδιο επανεμφανίζονται μετά το 1945». Ο ίδιος διαπιστώνει στο βιβλίο του «Κράτος, Κοινωνία, Εργασία» ότι ο Βενιζελισμός «στο μέτρο που εξέφραζε την κοινωνική δυναμική των επιχειρηματικών μερίδων της αστικής τάξης» προσπάθησε να μειώσει «το κρατικοδίαιτο προσωπικό» και να εκλογικεύσει το Κράτος «με γνώμονα τα φιλελεύθερα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα «καθώς και τις ‘διαφαινόμενες’ ανάγκες της αγοράς εργασίας». Τούτο σχεδόν επετεύχθη αφού κατά την εκτίμηση του συγγραφέα «στα μέσα της δεκαετίας του ’30 το ελληνικό κράτος εμφανιζόταν κοντά στα λειτουργικά δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα».

Ο αγώνας υπήρξε τραχύς και απαίτησε πολλές τακτικές κινήσεις, ακόμη και φαινο-μενικές μεταστροφές για να φέρει καρπούς. Ο ίδιος ο Κρής πολιτικός, ευπροσάρμοστος, οξύνους και επίμονος, χρειάστηκε πολλές φορές να αλλάξει πολιτική. Όπως γράφει γι’ αυτόν το 1936, ο Θεοτοκάς υπήρξε «βασιλικός ως το 1926 και κατόπιν δημοκρατικός, καθαρευουσιάνος στα 1910 και δημοτικιστής στα 1920, φιλελεύθερος πατριώτης στα 1912, ιμπεριαλιστής στα 1920, μετά τον πόλεμο θερμός ειρηνιστής και διεθνιστής, κατά καιρούς οπαδός της λαϊκής κυριαρχίας και αυταρχικός, συντηρητικός και ριζοσπάστης, δεξιός και αριστερός». Ο Βενιζέλος, ωστόσο, εισήγαγε στην Ελλάδα την πολιτική και την πρακτική του φιλελευθερισμού δείχνοντας έτσι παραστατικά ότι οι Έλληνες είναι ικανοί να αυτοκυβερνηθούν ως Ευρωπαίοι δημοκράτες. Η ορμή εκσυγχρονισμού η οποία διετήρησε το Κόμμα των Φιλελευθέρων στην εξουσία για πολλά χρόνια, ανεκόπη βέβαια όταν η δικτατορία του Μεταξά, ο πόλεμος και η Κατοχή έφεραν την Ελλάδα σε μια οικονομία επιβίωσης όπου κανένας εκσυγχρονισμός δεν ήταν πια εφικτός για πολλά χρόνια.

Το κράτος της εθνικοφροσύνης και του ΠΑΣΟΚ.
Ο εμφύλιος πόλεμος πρόσθεσε καθήκοντα στο κράτος το οποίο εκτός του ηυξημένου κατασταλτικού του ρόλου στην πολύνεκρη εκείνη στρατιωτικοπολιτική σύγκρουση χρειάστηκε να μεριμνήσει για δεκάδες χιλιάδες ανταρτόπληκτους ενώ η διαχείριση των ποσών της αμερικανικής βοήθειας έδωσε νέες ευκαιρίες κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Οι πρώτες εμπειρίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως υπουργού Εργασίας από τις 24 Νοεμβρίου 1946 έως τον Ιανουάριο του 1947 και ως υπουργού Μεταφορών από τις 7 Μαΐου 1948 για έξι μήνες, τον σφράγισαν με κρατικοπαρεμβατικά βιώματα σε οιονεί πολεμικές συνθήκες. Το κράτος απέκτησε τότε ρητά διατυπωμένους αντικομμουνιστικούς σκοπούς, εξέλιξη η οποία «διευκολύνθηκε πολύ —σημειώνει ο Τσουκαλάς— από την αδιάλλακτη πολιτική των κομμουνιστών» («Κράτος, Κοινωνία, Εργασία», σελ. 51). Το μετεμφυλιακό κράτος στηρίχθηκε στην ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης» και οργανώθηκε μεθοδικά με νομιμοφανείς μηχανισμούς που λειτούργησαν πίσω από την δημοκρατικότατη πρόσοψη του Συντάγματος του 1952. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου υποτάχθηκαν στις αόριστες αρχές της «δημόσιας τάξης και ασφάλειας», στα «εθνικά ιδεώδη» στο πλαίσιο ενός ιδιόμορφου δυϊσμού όπου Σύνταγμα και Παρασύνταγμα συνίσχυαν και εφαρμόζονταν πότε το ένα και πότε το άλλο, αναλόγως των φρονημάτων του πολίτη. Το καινούργιο στοιχείο ήταν ότι οι νικητές του εμφυλίου ταυτίσθηκαν με το « Έθνος» και κατεπάτησαν τα ανθρώπινα δικαιώματα των αριστερών, πράγμα που δεν είχε παρατηρηθεί στο Διχασμό. Το κράτος της εθνικοφροσύνης αναπτύχθηκε με τη δική του Παρκινσόνεια λογική υπό τις πιο ποικίλες κυβερνήσεις, απορροφώντας πόρους, βολεύοντας εθνικόφρονες ημετέρους και διογκώνοντας τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων.

Ο τρόπος με τον οποίο η ασύδοτη δημοσιοϋπαλληλία επιτυγχάνει έκτοτε να αποφεύγει εργασία και ευθύνες, εξασφαλίζοντας ταχεία ανέλιξη και προαγωγές σε καθεστώς πλήρους εργασιακής ασφάλειας περιγράφεται γλαφυρώς από τον Τσουκαλά στο «Κράτος, Κοινωνία, Εργασία», (σελ. 137-144). Ιδού ορισμένοι ευρηματικοί περιγραφικοί όροι που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας εμπνεόμενος και από τις σχετικές κλασικές μελέτες του Μαξ Βέμπερ: Αποκρυστάλλωση αναρμοδιοτήτων, διάχυση της ανευθυνότητας, φετιχοποίηση της «γνώσης», μυθοποίηση του «υπηρεσιακού μυστικού». «Ο σημερινός γραφειοκράτης —σημειώνει— επιδιώκει να είναι αναρμόδιος όπως επιδιώκει να είναι ανεύθυνος και επιδιώκει να αγνοεί. Και διεκδικώντας το συλλογικά και σωματειακά, φαίνεται να μπορεί να το επιτυγχάνει» (σελ. 140). Το μίσος προς κάθε διαδικασία επιλογής, κάθε έλεγχο παραγωγικότητας, ο «χρόνος εργασίας που τείνει να ισοδυναμεί μόνο με το χρόνο σωματικής παρουσίας (λούφα)», η απουσία οιασδήποτε πραγματικής κυβερνητικής εξουσίας επί των υπαλλήλων, η οποία έχει σοφά φιλοτεχνηθεί με την πολυνομία και τον «εμπλουτισμό των δυνατών παρελκυστικών τακτικών» αναδεικνύονται έτσι ως το παγίως ισχύον και όχι η εξαίρεση. Το ήθος του Μεγάλου Μηχανισμού επιβάλλεται στην πράξη χωρίς σχέδιο, χωρίς καν συγκεκριμένη απόφαση κανενός, απλώς με διαιώνιση της υπερέχουσας ρύμης των πραγμάτων.

Η οξυδερκής περιγραφή καταλήγει ωστόσο σε μοιρολατρεία, καθώς ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες κατά της «δυσλειτουργικότητας του κρατικού μηχανισμού στην Ελλάδα αστοχούν», διότι «η παραγωγικότητα του δημοσίου δεν μπορεί να μετρηθεί» (όπως το κέρδος στον ιδιωτικό τομέα), διότι οι στόχοι της Διοίκησης είναι πολλαπλοί και αντιφατικοί «με επάλληλες και συχνά αντιφατικές χρονοθετικές σκοπιμότητες» και διότι, τέλος, οι δημόσιες επιχειρήσεις αποφεύγουν τον έλεγχο καθώς η οργάνωσή τους «εξυπηρετεί πολλαπλούς στόχους οι οποίοι εκφράζουν πολιτική και όχι κερδοσκοπική βούληση». Ο Τσουκαλάς μοιάζει έτσι να αποδέχεται παθητικώς τη διαιώνιση ενός προϋπολογισμοφάγου και επιβλαβούς κρατικού μηχανισμού που θυμίζει βυζαντινή διοίκηση . Κατ’ αυτόν, ο καπιταλισμός έχει μεθόδους με τις οποίες «εκβιάζεται ή προκαλείται η συμμόρφωση των εργαζομένων στις επιταγές της αποτελεσματικότητος», πράγμα αδύνατον να γίνει στη δημόσια υπηρεσία όπου η «εσωτερίκευση της αδράνειας» γίνεται «κεκτημένο δικαίωμα» και αναγνωρισμένη συλλογική πρακτική.

Ο ζόφος της κρατικιστικής πρακτικής προσκομίζεται εδώ ως επιχείρημα αποστομωτικό έναντι πάσης προτάσεως αλλαγής. Πρόκειται για παραλλαγή του επιχειρήματος της «ελληνικής πραγματικότητας» το οποίο ωστόσο δεν ανέστειλε τις πρωτοβουλίες του Τρικούπη ούτε του Βενιζέλου. Ιδωμένο στατικά, φωτογραφικά, το πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα μοιάζει όντως άλυτο. Η θεώρηση αυτή βολεύει ενίοτε και ορισμένους πολιτικούς οι οποίοι μετατοπίζουν τις δικές τους ευθύνες στους ώμους της διοίκησης. Ωστόσο, η ηγεσία της διοίκησης δεν αποτελείται συνήθως από ανθρώπους που ανέβηκαν τα σκαλοπάτια, έχοντας επικρατήσει σε κάποιον ελεύθερο ανταγωνισμό με άλλους, αλλά από ανθρώπους που έχουν διοριστεί με πρόταση, πίεση και ευθύνη πολιτικών (υπάρχουν εξαιρέσεις στη δικαιοσύνη, στη διπλωματία, στις ένοπλες δυνάμεις και την Τράπεζα της Ελλάδος, όπου ακόμη και οι φαυλότεροι πολιτικοί διστάζουν να επιβάλουν ανικάνους και έχουν θεσμοθετήσει στοιχειωδώς αξιοκρατικές διαδικασίες). Το σύστημα, λοιπόν, που προωθεί την ποσοτική αύξηση των υπαλλήλων και διευκολύνει την πρόσληψη των ανικάνων είναι το πολιτικό σύστημα και υπεύθυνοι είναι οι πολιτικοί, όχι μόνο οι υπάλληλοι οι οποίοι μη έχοντας άλλα προσόντα, φυσικό είναι να χρησιμοποιούν την κομματική ιδιότητα ως εισιτήριο για μια θέση στο Δημόσιο. «Το έθνος ημών —έγραφε ο σαρκαστικός Ροΐδης— υφίσταται πολιτικήν τινα ζύμωσιν καθ’ ην τα ακαθαρτότερα στοιχεία ανέρχονται και επιπλέουν εν είδει εξαφρίσματος επί της επιφανείας. Ο τοιούτος αφρός… θέλει κυβερνά, φλυαρεί και κλέπτει ασυστόλως την Ελλάδα». Ο Ροΐδης επισημαίνει έτσι εύστοχα την αρνητική δαρβίνεια επιλογή που καταλήγει στην επικράτηση του αναξιοτέρου και συνδέεται πάντοτε με το μεγάλο κράτος.

Στις διαπιστώσεις του ο Τσουκαλάς δεν είναι μόνος. Και ο Γ. Ράλλης παραδέχεται ότι: «Δεν κατορθώσαμε να περιορίσουμε σημαντικά τη φοροδιαφυγή και δεν βελτιώσαμε σημαντικά τη διοίκηση στα εφτά χρόνια που κυβερνάμε («Ώρες ευθύνης», σελ. 195— Γραμμένο στις 24.4.1980). Σε ομιλία του στο ξενοδοχείο «Κάραβελ» που έγινε στις 28.6.80 (ibid, σελ. 227) ο τέως πρωθυπουργός γράφει: «Διευκρίνισα ότι η επέκταση της κρατικής παρεμβάσεως στον τομέα της παραγωγής έχει εξαντληθεί. Την περαιτέρω ανάπτυξη τής οικονομίας μας θα την στηρίξουμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία…». Είναι ενδεικτικό ότι η συζήτηση γίνεται, όχι για τη συρρίκνωση του οικονομικού ρόλου του κράτους, αλλά απλώς για τη μη-επέκτασή του. Όταν όμως η πολιτική διαμάχη μεταξύ των κομμάτων εκφυλίζεται σε διαφορά ως προς το ποσοστό του επιβαλλομένου κρατικισμού είναι φυσικό οι ψηφοφόροι να προτιμήσουν εκείνο το κόμμα (στη συγκεκριμένη περίπτωση το ΠΑΣΟΚ) που υπόσχεται τα περισσότερα. Επί διακυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ το μεγάλο κράτος είχε πάντως καταντήσει τόσο διαβλητό ώστε ηγετικά στελέχη του ελληνικού σοσιαλισμού όπως ο Μένιος Κουτσόγιωργας (βλ. άρθρο του «Νεοφιλελευθερισμός: Μύθος και πραγματικότητα», Βήμα, 26.7.87) αισθάνθηκαν την ανάγκη να απολογηθούν για αυτό λέγοντας ότι «το μεγάλο κράτος το έφτιαξε η Δεξιά». Ταυτόχρονα όμως επετέθησαν λαύροι κατά του Μητσοτάκη όταν επαγγέλθηκε συρρίκνωση του κράτους. Η Δεξιά ήταν έτσι διπλά ένοχη: Πρώτον διότι διόγκωσε το κράτος στο παρελθόν και δεύτερον διότι υπεσχέθη να το περιορίσει στο μέλλον.

Στο μεταξύ, στο πλαίσιο ενός Συντάγματος που αναγνωρίζει στο Κράτος ευθύνη «ανάπτυξης», όχι μόνο της χώρας αλλά και της «κοινωνίας» (τηλεόραση, παιδεία), που του αναθέτει την «πραγματοποίηση της κοινωνικής προόδου» (άρθρο 25, παράγραφος 2), το καλεί να «προστατεύει», να «μεριμνά», να «επιδιώκει», να «προγραμματίζει» και να «συντονίζει» πλείστα όσα πράγματα, έννομα αγαθά και λειτουργίες, ο αριθμός των υπαλλήλων που καλούνται να υλοποιήσουν όλους αυτούς τους μεγαλόπνοους κρατικούς σκοπούς όλο και αυξάνει. Σύμφωνα με αναλυτικά στοιχεία που κατέθεσε ο υπουργός Προεδρίας Μιλτάδης Έβερτ (εφημερίδες 23.8.90) στις 31.12.1981 υπηρετούσαν στο Δημόσιο συνολικώς 511.000 άτομα τα οποία τον Ιανουάριο του 1989 έφτασαν τις 659.885. Υπήρξε δηλαδή αύξηση σχεδόν 150.000 υπαλλήλων (23%) έργο του ΠΑΣΟΚ. Οι υπάλληλοι αποτελούν πια το 16% του ενεργού πληθυσμού της χώρας ενώ για τις αποδοχές τους διατίθενται ετησίως 1 τρισ. δραχμές, δηλαδή 10% του ΑΕΠ χωρίς να συνυπολογίζονται οι αποδοχές αξιωματικών και υπαξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων. Στην Αγγλία, με εξήμισυ φορές μεγαλύτερο πληθυσμό από τον ελληνικό, το σύνολο των υπαλλήλων του ευρύτερου δημοσίου τομέα το 1979 όταν ανέλαβε την εξουσία η Θάτσερ ήταν 733.176. Δέκα χρόνια αργότερα, ο αριθμός έπεσε στους 576.888 (“Economist”, 25.11.89). Έτσι φτάσαμε να έχουμε αριθμητικώς περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους από όσους έχει η Αγγλία. Ουδείς τολμά να ισχυριστεί ότι αυτές οι στρατιές μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο επιτελούν χρήσιμο έργο. Ο Α. Παπανδρέου σε άρθρο του στο «Βήμα» (25.10.87) έγραφε: «Τώρα έχουμε περίπου το διπλάσιο προσωπικό από αυτό που απαιτείται για να παράγουμε τις απαιτούμενες κρατικές υπηρεσίες». Τούτο δεν τον εμπόδισε καθόλου να αποφασίσει τη μονιμοποίηση 46.000 εκτάκτων τις παραμονές των εκλογών του 1989, με την Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου 61 /19.5.1989 η οποία στο σκεπτικό της απόφασης ανέφερε ότι «εύλογα οι… υπάλληλοι κατέχονται από αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας η οποία μπορεί να επηρεάσει την υπηρεσιακή τους απόδοση, καθώς και την αφοσίωση στα καθήκοντα τους» («Οικονομικός Ταχυδρόμος», 25.5.89).

Η δύσμορφη, πλαδαρή και ανίκανη αυτή διοίκηση δεν μεγαλώνει μόνη της. Σε μια χώρα όπου κατά τη ρήση του Τσαρούχη «πραγματικός αριστοκράτης είναι σήμερα αυτός που δεν θέλει διορισμό στο δημόσιο», σε μια χώρα όπου τα δίκτυα πελατειακών σχέσεων γεννήθηκαν μαζί με το κράτος και όπου παρατηρείται «θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσιν το αυτό πράγμα, να τρέφονται δαπάνη του Δημοσίου» (Ροΐδης), σε μια χώρα της οποίας ο καταστατικός χάρτης νομιμοποιεί κάθε κρατικισμό ενώ ο ιδιώτης επιχειρηματίας ονειδίζεται, καταγγέλλεται και δολοφονείται για λόγους «ταξικής πάλης» από ασύλληπτους αριστερούς τρομοκράτες, η πίεση επί των πολιτικών για διορισμούς είναι ασφυκτική και δεν λογαριάζει ούτε νόμους ούτε θεσμούς. Θα ήταν λάθος να νομίσει κάνεις ότι το σύστημα των χαριστικών διορισμών με αντάλλαγμα την ψήφο δεν έχει και τους θεωρητικούς του υποστηρικτές στη σύγχρονη Ελλάδα. Σε μια επιφυλλίδα του στο «Βήμα» με τίτλο «Η ζωτική αντιπρόταση», ο Γιανναράς εξυμνεί την προσωποκρατική εξουσία που χαρακτηρίζει τη χριστιανική Ανατολή και στιγματίζει τους παγίους απρόσωπους κανόνες παιγνιδιού που ισχύουν στη φιλελεύθερη Δύση. Ο Έλληνας, αποφαίνεται, «δεν θα συμβιβασθεί ποτέ με το αφηρημένο καθήκον ούτε με τον απρόσωπο μηχανισμό της δημόσιας διοίκησης αλλά θα τον κάνει πάντα διάτρητο με το ρουσφέτι, και την αργομισθία». Σε μια παλαιότερη επιφυλλίδα του στο «Βήμα» της 16.4.77 με τίτλο «Αποκέντρωση ίσον εξελληνισμός» την οποία θεώρησε τόσο σημαντική ώστε να την συμπεριλάβει στο βιβλίο με τη συλλογή άρθρων του με τίτλο «Νεοελληνική Ταυτότητα» (σελ. 120) είναι ακόμη σαφέστερος: «Έξω από τα οικοδομικά τετράγωνα —γράφει— απλώνονται τα ανώνυμα πλήθη των ψηφοφόρων με μοναδική πρόσβαση στην πολιτική το συκοφαντημένο ρουσφέτι αυτή την έσχατη δυνατότητα προσωπικής σχέσης του πολίτη με τον απρόσωπο κρατικό μηχανισμό».

Η ιδιόμορφη αυτή τελοκρατία του ρουσφετιού έχει και τούτη την ιδιομορφία: Το «τέλος» δεν είναι σαφές ούτε ενιαίο διότι διορίζοντες και διοριζόμενοι ξέρουν τι θέλουν για λογαριασμό τους (οι πρώτοι ψήφους και οι δεύτεροι αργομισθίες), αλλά δεν ξέρουν τι θέλουν για το κράτος. Εάν ξαφνικά ερχόταν μια κυβέρνηση που θα ήθελε να επιβάλει π.χ. κορεατικούς ή ιαπωνικούς εξαγωγικούς στόχους (όπως συνιστούν εσχάτως οι Παπανδρέου, Μουζέλης και άλλοι) δεν θα κατάφερνε τίποτε απολύτως διότι στην Ελλάδα η κρατική μηχανή δεν έχει κατασκευασθεί για να υπηρετεί σκοπούς αλλά μόνον τη δική της αναπαραγωγή και την ευημερία των υπαλλήλων. Έτσι, δεν επιτρέπει στους πρόσκαιρους χειριστές της υπουργούς σχεδόν τίποτε πλην των εργασιών συντήρησης του Λεβιάθαν και βεβαίως αξιοποίησης, προς ίδιον όφελος, των ευκαιριών διορισμού. Η χώρα κινδυνεύει έτσι από το «γραφειοκράτος» όπως το ονόμασε ο Νίκος Δήμου («Οι Έλληνες», σελ. 95) που αποκτά και σημαντική πολιτική επιρροή μέσω των μυριάδων οικογενειών που εξαρτώνται πια από αυτό. Έχει λοιπόν και η Ελλάδα τη δική της «νομενκλατούρα», τους δικούς της Βουρβώνους που έχουν μάθει να εξατομικεύουν υπέρ αυτών τις ωφέλειες στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος.

Ελληνικός κρατικισμός: Υπάρχει λύση

Δεν είναι σωστό αυτό που λέει ο Τσουκαλάς, ότι δηλαδή ο έλεγχος απόδοσης του κρατικού μηχανισμού είναι ανέφικτος. Αντί να καυχώνται οι κυβερνήσεις για το πόσα ξόδευσαν για την παιδεία γενικώς, καλό θα είναι να αρχίσουν να δίνουν στοιχεία για το πόσα παιδιά εκπαιδεύτηκαν και αποφοίτησαν ανά δάσκαλο, πόσοι φοιτητές πήραν πτυχίο και σε πόσο διάστημα ανά πανεπιστημιακό, πόσα αδικήματα διαλευκάνθηκαν με παραπομπή υπαιτίων στα δικαστήρια ανά αστυνομικό, πόσοι ασθενείς νοσηλεύθηκαν ανά ιατρό και νοσοκόμο, πόσες και τι είδους τραπεζικές εργασίες διεκπεραιώθηκαν ανά τραπεζικό, πόσες εκτελωνίσεις έγιναν ανά τελωνειακό, πόσα επιδόματα και συντάξεις δόθηκαν ανά υπάλληλο του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και γενικώς πόσες εργασίες διεκπεραιώθηκαν ανά δημόσιο λειτουργό. Η έρευνα αυτή θα οδηγούσε σε ένα πρώτο στάδιο σε διαφορισμό αμοιβών όπως εζήτησε ορθότατα ο Στ. Μάνος σε συνέντευξη του στον Τάκη Μίχα της «Καθημερινής», (31.5.89). «Νομίζω, είπε, ότι θα πρέπει να καθιερώσουμε διαφορετικές αμοιβές για τους δασκάλους και τους καθηγητές ανάλογα με την επίδοση τους». Μια άλλη μέθοδος που θα απεκάλυπτε τουλάχιστον την υπάρχουσα κατάσταση θα ήταν να υποχρεωθούν όλες οι υπηρεσίες να προσδιορίσουν επακριβώς, λεπτομερώς και συγκεκριμένως το έργο που οφείλει να επιτελεί κάθε μέρα και ο τελευταίος κλητήρας, που ανήκει στη δύναμη τους. Τούτο θα απεδείκνυε ότι η δύναμη που πιέζει για διορισμούς δεν είναι η μέριμνα για το «δημόσιο συμφέρον» αλλά η ιδιοτέλεια (πολιτικών τε και διοριζομένων). Έτσι θα εξυγιαινόταν και η σχέση της διοίκησης με την πολιτική ηγεσία διότι η σημερινή συνενοχή ευνοεί την πολιτική διαφθορά. Το «μέσο» χρειάζεται μέσο και αυτό το «μέσον του μέσου» είναι ο εξηρτημένος «μεσοδιορισμένος» υπάλληλος.
Μια ενδιαφέρουσα πρόταση για θεραπεία του κακού συζητήθηκε στις ΗΠΑ επί προεδρίας Κάρτερ. Στη χώρα αυτή έχει επίσης από καιρό διαπιστωθεί ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι που προάγονται κατ’ αρχαιότητα και δεν έχουν ελπίδα κέρδους ούτε φόβο ζημίας τείνουν συχνά να βυθίζονται στο τέλμα της αδράνειας. Υποβλήθηκε λοιπόν ένα σχέδιο βάσει του οποίου οι μόνιμοι θα προάγονται βραδέως κατ’ αρχαιότητα (εφόσον υπάρχουν κενές θέσεις) και οι μη-μόνιμοι ταχέως και κατ’ επιλογήν ειδεμή θα απολύονται. Κάτι τέτοιο θα ήταν στην Ελλάδα δύσκολο. Κάθε νέα κυβέρνηση θα έμπαινε στον πειρασμό να διώχνει τους μη-μόνιμους της προηγούμενης, με αποτέλεσμα να μην προσφέρεται κανείς ικανός να προσληφθεί σε αυτή την κατηγορία. Θα μπορούσε όμως να μελετηθεί το αγγλικό σύστημα όπου οι δύο κατηγορίες (προαγωγής) δεν διαφέρουν ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση μονιμότητος ή μη αλλά στη μέθοδο προσλήψεως. Υπάρχουν στον κρατικό μηχανισμό υπάλληλοι ταχείας εξελίξεως, το λεγόμενο «ταχύ ρεύμα» (fast stream), που μπαίνουν με φοβερά δύσκολες εξετάσεις και ξαφρίζονται περαιτέρω με πολλαπλές αξιολογήσεις σε κάθε στάδιο κατά τη διάρκεια της καριέρας τους. Στην Ελλάδα ένα τέτοιο σώμα εκλεκτών θα μπορούσε να συγκροτηθεί και να προαχθεί κατ’ αξίαν κατά κεραυνοβόλο τρόπο, με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια η Δημόσια Διοίκηση να διαθέτει ένα δυναμικό επιτελείο νέων ικανών ανθρώπων στην κορυφή της που δεν θα χρωστάνε την ανέλιξη τους σε καμία εύνοια και θα μπορούσαν να εμφυσήσουν νέο πνεύμα αξιοκρατικής επιλογής στον σύνολο μηχανισμό. Μια λύση του προβλήματος θα ήταν να ανατεθεί αυτό το έργο —καθώς και των προσλήψεων γενικώς— σε ιδιωτικούς οργανισμούς (η ICAP Hellas έχει ήδη ειδικευθεί σε τέτοιες δουλειές στην Ελλάδα) με κριτήριο την αποτελεσματικότητά τους και μόνον.

Σε ένα πρώτο στάδιο, θα έπρεπε ίσως να θεσμοθετηθεί περισσότερη διαφάνεια στις προσλήψεις, υπό την έννοια του σαφούς και νομιμοποιημένου διαχωρισμού των κομματικών από τις κρατικές θέσεις. Ισχυρίζονται ορισμένοι κρατικοσοσιαλιστές ότι μια κυβέρνηση «Αλλαγής» χρειάζεται πρόσωπα της εμπιστοσύνης της για να υλοποιήσει τα οράματά της. Έστω. Δεν είναι όμως δυνατόν να ισχυρισθεί κανείς ότι για να γίνει σοσιαλισμός πρέπει να είναι σοσιαλιστής και ο τελευταίος κλητήρας ή πυροσβέστης. Ας ορισθεί λοιπόν —ει δυνατόν με συναίνεση όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων— ότι αυτά τα 10 ή 12 χιλιάδες «πόστα» (μέσα στους 600.000 υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα) είναι καθαρώς πολιτικά και επομένως ανακλητά, προσωρινά και διορισμένα με απόφαση της Κυβερνήσεως. Όλα τα άλλα να αφαιρεθούν από τα χέρια των υπουργών οι οποίοι θα έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν σε θέματα διορισμών μόνο για το αν (σκοπιμότητα) και το τι (προσόντα) και όχι για το ποιος (πρόσωπο) θα προσληφθεί. Φυσικά, εκτός από τις προφανείς δυσκολίες του «πολιτικού κεκτημένου μας» (κακές συνήθειες, παράδοση ρουσφετιού, ποικίλες πιέσεις) θα προκύψει εδώ και μια νέα.

Όσο οι διορισμοί γίνονται ευνοιοκρατικώς με κομματικά κριτήρια, οι αποτυγχάνοντες είναι περιέργως αρκετά ήρεμοι ψυχικώς. Γνωρίζοντας ότι οργιάζει το ρουσφέτι, ότι οι διαγωνισμοί είναι διαβλητοί και ότι αυτοί που αποτυγχάνουν είναι «χαμένοι από χέρι», αντιμετωπίζουν την αποτυχία τους με αταραξία αρχαίων στωϊκών, ως εξωγενές δεινό, ως πεπρωμένο το οποίο «φυγείν αδύνατον». Το ευνοιοκρατικό σύστημα προσφέρει στον αποτυγχάνοντα την παρηγοριά του αποδιοπομπαίου τράγου. Όπως σημειώνει πολύ εύστοχα ο Wilhelm Röpke («Φιλελεύθερη ιδεολογία», σελ. 237), μιλώντας για την κοινωνία εν γένει δεν θα ήταν ίσως ευκταίο να εξασφαλιστεί πλήρης ισότης ευκαιριών σε όλον τον πληθυσμό διότι τότε η αποτυχία δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με επίκληση εξωτερικών παραγόντων (φτώχεια, οικογένεια, φυλή, ταπεινή προέλευση, κακό περιβάλλον). Όταν στο πλαίσιο της διοίκησης τα κριτήρια γίνονται αξιοκρατικά, η αποτυχία πονάει. Θα χρειασθεί τότε να οργανωθεί μια εκτεταμένη εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού για να πεισθεί ότι ντροπή είναι η άρνηση συμμετοχής στον διαγωνισμό και όχι η αποτυχία σε αυτόν. Στο τέλος-τέλος, δεν είναι πουθενά γραμμένο ότι από όλους τους λαούς, οι Έλληνες έχουν κάποιο εκ γενετής δικαίωμα να πετυχαίνουν όλοι στους διαγωνισμούς προσλήψεως των δημοσίων υπαλλήλων. Ούτε ότι το ελληνικό κράτος θα είναι μονίμως καταφύγιο των αποτυχημένων, άσυλο οκνηρών, πάροχος εύνοιας σε κομματόσκυλα, πίθος των Δαναΐδων για τους φορολογουμένους, κέρας της Αμάλθειας για τους κλέφτες, μήλον της Έριδος για τους κάθε λογής κρατικιστές και πέτρα του Σίσυφου για όσους προσπαθούν να το εκσυγχρονίσουν. Φαίνεται όμως ότι κάτι αλλάζει στην Ελλάδα, ακόμη και σήμερα. Η «Μεσημβρινή» δημοσίευσε την 19.2.91 την είδηση ότι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας από την επαρχία υπέβαλαν το αίτημα να επαναφερθεί η «λίστα» —όπου τη σειρά εκλογής των βουλευτών προκαθορίζει ο αρχηγός του κόμματος και όχι οι ψηφοφόροι με το σταυρό τους— καθώς φοβούνται ότι δεν θα επανεκλεγούν διότι οι ψηφοφόροι είναι έξαλλοι εναντίον τους από τότε που καταργήθηκαν «οι εξυπηρετήσεις». Εάν δεν πλουτίσει ξαφνικά η Ελλάς, με ανακάλυψη κοιτασμάτων χρυσού ή πετρελαίου ώστε να αρχίσουν οι υπουργοί να διορίζουν και πάλι ανέμελα και εάν στο μεταξύ προλάβει η κυβέρνηση να παγιώσει νέες μεθόδους αξιοκρατικής προσλήψεως υπαλλήλων στο δημόσιο με αδιάβλητους διαγωνισμούς, υπάρχει ελπίς να αρχίσουν να ψηφίζονται οι επαρχιώτες βουλευτές όχι πια για τις «εξυπηρετήσεις» αλλά για την πολιτική τους. Ίσως αποφευχθεί έτσι η οικονομική χρεωκοπία που απειλεί πάντοτε τις χώρες του αποχαλινωμένου κρατικισμού.

Ελλείμματα — Υπερχρέωση — Πληθωρισμός: Το τρίγωνο της αμαρτίας
Υπάρχει ένα άσφαλτο κριτήριο για να ξεχωρίσει κανείς τους φιλελεύθερους από τους αντιφιλεύθερους στον δημοσιονομικό τομέα. Όσο περισσότερο ή μάλλον όσο ειλικρινέστερα αγωνιά κανείς για τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα τόσο πιο φιλελεύθέρος είναι.

Οι κρατικιστές κεϋνσιανής, σοσιαλιστικής, φασιστικής, λαϊκιστικής, εθνικιστικής ή απλώς ρουσφετολογικής αποκλίσεως δεν αρκούνται να ξοδεύουν αλλά θέλουν να σπαταλούν χωρίς όρια, χωρίς δηλαδή να θέτουν ποτέ δημοσιονομικούς φραγμούς στην πολιτική τους. Μπροστά στο μεγαλείο του σκοπού που τους διακατέχει, το χρήμα μοιάζει ευτελές, τιποτένιο και κατά τούτο περιφρονητέο. Ο κύριος εκπρόσωπος της σχολής της «δημόσιας επιλογής» (public choice) στις ΗΠΑ κάτοχος βραβείου Νόμπελ Τζαίημς Μπουκάναν έχει ζητήσει να ψηφισθεί μια συνταγματική τροπολογία που να απαγορεύει στην κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ να υποβάλει στο Κογκρέσσο ελλειμματικό προϋπολογισμό. Μια τέτοια διάταξη θα ήταν σωτήρια στην Ελλάδα των «τριών έψιλον» όπως την έχει ονομάσει ο Ζολώτας, δηλαδή την Ελλάδα των επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων και ενισχύσεων ώστε να μην κινδυνεύει η χώρα να καταποντισθεί κάθε τόσο στο τέταρτο έψιλον των ελλειμμάτων. Ακόμη πιο χρήσιμη θα ήταν μια πρακτική που εφαρμόζει η Ταϋλάνδη (“Monde” 29.10.91) η κυβέρνηση της οποίας υποεκτιμά επίτηδες τις εισπράξεις, με αποτέλεσμα να έχει πάντοτε περίσσευμα σε κάθε δημοσιονομική χρήση. Στην Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, με αποτέλεσμα τα δημόσια έσοδα να καλύπτονται σήμερα κατά 55,3% από δανεισμό και μόνο 44,7% από φόρους και άλλες εγχώριες πηγές («Καθημερινή», 17.11.91).

Ο φαύλος κύκλος της δημοσιονομικής κραιπάλης είναι ιδιαιτέρως φαύλος στην Ελλάδα της οποίας η οικονομία δεν μπορεί εύκολα να βαστάσει μεγάλα χρέη. Εάν μιά οικονομική μονάδα (άτομο, επιχείρηση, νοικοκυριό, χώρα) χρωστά όσα περίπου εσοδεύει ετησίως (στην Ελλάδα το χρέος του ευρύτερου δημόσιου τομέα ήταν το 1989 το 105% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος κατά το «Βήμα» της 6.5.90) και εάν το επιτόκιο είναι 10% πρέπει κάθε τέλος του χρόνου το εισόδημα του χρεωφειλέτη να έχει αυξηθεί κατά 10% ώστε το χρέος τουλάχιστον να μην αυξάνει. Εάν τούτο δεν συμβαίνει, τότε το απλήρωτο μέρος του χρέους ανατοκιζόμενο αρχίζει να παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδος, όπως συμβαίνει στο Μεξικό, τη Νιγηρία ή τη Βραζιλία. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται ακόμη σε αυτή τη μοίρα, διότι κάθε χρόνο δεν πληρώνει μόνο τους τόκους αλλά και το κεφάλαιο με κανονικώς καταβαλόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Γι’ αυτό, τα δύο τρίτα των δαπανών του προϋπολογισμού που κατατέθηκε τον Ιούνιο του 1990 από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αφορούσαν την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και τους μισθούς και συντάξεις του δημοσίου. Έχοντας εξυπηρετήσει το χρέος της και πληρώσει τους υπαλλήλους της, η κυβέρνηση διαθέτει πια ολόκληρο το ένα τρίτο του προϋπολογισμού για τις ανάγκες της χώρας.

Τον σοβαρό κίνδυνο χρεωκοπίας είχε διαγνώσει το 1985 και το ΠΑΣΟΚ, όταν με τα μέτρα Σημίτη προσπάθησε να εξυγιάνει την δημοσιονομική κατάσταση. Έτσι, το λουκούλειο «τζάμπα γεύμα» που πρόσφερε στον εαυτό του το ελληνικό κράτος κατά τη δεκαετία του ’80 το πλήρωσαν οι φορολογούμενοι. Τίθεται όμως το ερώτημα: Πού βρίσκει χρήματα για να τα σπαταλά η κάθε ασύδοτη ελληνική κυβέρνηση; Η απάντηση είναι απλή: Από τη σημερινή φορολογία, από την αυριανή φορολογία (δηλαδή τον δανεισμό, εσωτερικό ή εξωτερικό) και τέλος —λίαν επικινδύνως— τυπώνοντας χαρτονόμισμα στο Χολαργό. Σε άρθρο του στο «Βήμα» (4.11.90) με τίτλο «Ανυποψίαστοι και Αυτιστές» ο Σημίτης, εξηγώντας τις μεγάλες αλλαγές που θα επέλθουν όταν ισχύσει και για την Ελλάδα η Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης, προβαίνει σε μια σημαντική αποκάλυψη: «Η έκδοση νομίσματος —γράφει ο άνθρωπος που έχει ιδίαν πείραν του φαινομένου— για την κάλυψη ελλειμμάτων δεν θα είναι τότε πια δυνατή, μια ελληνική πρακτική που όλοι αρνούνται αλλά όλοι εφαρμόζουν». Εφιαλτική εικόνα του εξωτερικού κυρίως δανεισμού δίνει στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (18.2.88) ο καθηγητής Αγγελόπουλος: «Από τα εξωτερικά δάνεια του 1975-87 —σημειώνει— που έφτασαν τα 18,365 εκ. δολάρια, τα 14,750 εκατ., δηλ. το 80,6% διετέθησαν για την εξυπηρέτησή τους. Αλλά και το απομένον ποσό των 3,595 εκατ. δεν διετέθη για παραγωγικούς σκοπούς αλλά για καταναλωτικούς, για κάλυψη ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα». Έτσι, το έλλειμμα αυτοτροφοδοτείται και γίνεται χιονοστιβάδα. Ο εξωτερικός δανεισμός συμβαίνει να είναι και ιδιαιτέρως οδυνηρός, διότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να ανακουφίσει εαυτήν βάζοντας μπρος τα πιεστήρια. Ο Χολαργός τυπώνει δραχμές και όχι δολάρια. Όταν μάλιστα ανεβαίνει διεθνώς η τιμή του δολαρίου, όπως παρατηρήθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 1991, μετά τον πόλεμο του Κόλπου, τότε οι δραχμές που απαιτούνται για τις δόσεις του εξωτερικού χρέους γίνονται περισσότερες, τα ελλείμματα μεγαλώνουν και η ανάγκη νέου δανεισμού γίνεται επιτακτικότερη.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι κατά τη δεκαετία του ’80, παρά τον πακτωλό εισροών από την ΕΟΚ, το εξωτερικό χρέος τριπλασιάσθηκε, αφού από 7,4 δισ. δολάρια, το 1981 έφτασε τα 21 εκατ. δολάρια το 1988. Οι ξένοι μας δάνεισαν χρήματα για διορισμούς και σπατάλες. Εάν, τουλάχιστον, μέρος από αυτά τα δανεικά επενδύονταν κατά τρόπο που να αυξάνει κάπως και τον εθνικό πλούτο, η ζημιά θα ήταν μικρότερη. Τούτο δεν συνέβη. Ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας έπεσε στο 1,7% ενώ της ΕΟΚ αυξήθηκε στο 2,4% επιβεβαιώνοντας έτσι την αρχή ότι οι ηυξημένες κρατικές δαπάνες δεν γεννούν πλούτο και θέσεις εργασίας αλλά ελλείμματα και ανεργία (148.000 ήσαν οι άνεργοι στην Ελλάδα το 1981 και 304.000 το 1988). Χωρίς πια την ασφαλιστική δικλείδα της μετανάστευσης (που απορρόφησε το πλεονάζον δυναμικό στη δεκαετία του ’60) και παρά τους αθρόους διορισμούς, ο αριθμός των Ελλήνων χωρίς δουλειά διπλασιάσθηκε. «Η Ελλάδα που ήταν άλλοτε ένας από τους μικρούς αγίους του ΟΟΣΑ —σημειώνει ο Economist (14.490)— είναι ήδη ένας από τους κυριώτερους αμαρτωλούς του». Στη δεκαετία του ’80 η Ελλάδα πέτυχε τις χειρότερες επιδόσεις της μετά τον πόλεμο ως προς την αύξηση του ΑΕΠ, τις επενδύσεις, τον πληθωρισμό, την ανεργία, το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα, παρά την πτώση της τιμής του πετρελαίου και τον πακτωλό από τις Βρυξέλλες.

Οι δημόσιες δαπάνες οι οποίες ήταν το 29,8% του ΑΕΠ το 1970, ανέβηκαν στο 50,1% το 1989 («Οικονομικός Ταχυδρόμος», 4.4.91), «το έλλειμμα του 1989 έφτασε το 20% του ΑΕΠ —είπε ο Μητσοτάκης μιλώντας στη Βουλή στις 1.10.90— ενώ στην Πολωνία είναι 8%, στην υπερχρεωμένη Βραζιλία 7,5%, στις ΗΠΑ 4%, ακόμη και στην καταρρέουσα οικονομία της ΕΣΣΔ δεν υπερβαίνει το 11%». Η άποψη ότι τα ελλείμματα που καλύπτονται με δανεισμό είναι ολέθρια δεν συναντά γενική αποδοχή. Ο Ζαχαρέας, π.χ., υποστηρίζει ότι ο δανεισμός δεν είναι επικίνδυνος εξ ορισμού, ούτε για τον ιδιωτικό ούτε για τον δημόσιο τομέα («Αναζητώντας την Αριστερά», σελ. 136-137). Ακολουθώντας τον Αρσένη, ισχυρίζεται ότι οι «ελλειμματικές δαπάνες είναι χρήσιμες όταν έχουν αναπτυξιακό περιεχόμενο και πολύ επικίνδυνες όταν είναι άχρηστες και αντιπαραγωγικές». Σωστό. Η διαφορά είναι ότι σε αντίθεση με το κράτος, ο ιδιώτης δεν βρίσκει δανειστές για να του χρηματοδοτήσουν τις «αντιπαραγωγικές» του δραστηριότητες και ότι σε περίπτωση αποτυχίας χρεοκοπεί. Ο Ζαχαρέας γνωρίζει καλά ότι αυτός ο μηχανισμός δεν λειτουργεί προκειμένου για το κράτος, ιδίως όταν τις τύχες του καθορίζει μια «προοδευτική» κυβέρνηση η οποία δεν πολιτεύεται για λόγους αρχής με καπιταλιστικά κριτήρια αποδοτικότητας των επενδύσεων.

Το κρατικοσοσιαλιστικό ελληνικό κράτος διέβαλε εαυτό λίαν αποτελεσματικώς, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι μόνο ραγδαίως απαξιούμενο χρήμα ξέρει να παράγει και να διανέμει για καταναλωτικούς σκοπούς. Ακόμη και οι λιγοστές κρατικές επενδύσεις που έγιναν κατά τη δεκαετία του ’80 ήταν «σε πολλές περιπτώσεις πεταμένα λεφτά», όπως διαπιστώνει το κορυφαίο κάποτε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας Λάζαρης σε άρθρο του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 6.12.87 με τίτλο «Πικρές Αλήθειες». Το νόστιμο είναι ότι κατά τον τέως υπουργό, ο κρατικός αυτός χορός δισεκατομμυρίων πρέπει να αποφεύγεται διότι «από ιδεολογική άποψη υπάρχει πρόβλημα γιατί έτσι τροφοδοτείται η σύγχυση μεταξύ κρατισμού και σοσιαλισμού» (!!!). Εξειδικεύοντας το θέμα σε άλλο άρθρο του στο «Βήμα» (3.8.88) επικρίνει τα «προκαταρκτικά του 5ετούς προγράμματος» και διαπιστώνει ότι η «χαμηλή παραγωγικότητα του μεγάλου όγκου των δημοσίων δαπανών δημιουργεί μαζί με τον πληθωρισμό έναν φαύλο κύκλο παραπέρα επέκτασης των δαπανών, αφού χρειάζονται όλο και περισσότερες δαπάνες για την εκτέλεση του ίδιου έργου». Ο Λάζαρης ισχυρίζεται δηλαδή ότι και τις λιγοστές «παραγωγικές» δαπάνες που επιχειρεί το κράτος κατορθώνει να τις καθιστά αντιπαραγωγικές και περιθωριακές. Το φάρμακο που προτείνει δεν είναι ο περιορισμός των κρατικών δαπανών ή των επενδύσεων αλλά περισσότερος σχεδιασμός με συμμετοχή του λαού που μάλιστα θα φθάνει και σε «νομαρχιακό επίπεδο».
Από την πλευρά του, ο πολύ σοβαρότερος βέβαια Σημίτης επισημαίνει σε συνέντευξη του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 23.2.89 ότι για να γίνει ανάπτυξη «πρέπει να γίνονται επενδύσεις, όχι απλώς να καταναλώνουμε πόρους» και ότι «κάθε έργο δεν συμβάλλει οπωσδήποτε στην ανάπτυξη». Απομυθοποιεί επίσης τον σχεδιασμό μέχρι νομαρχιακού επιπέδου α-λα-Λάζαρη, λέγοντας ότι αυτός «δεν αποτελεί πανάκεια για την ανάπτυξη». Μιλώντας για τις μη-κρατικές επενδύσεις, τονίζει ότι «τόσο οι ιδιώτες όσο και οι κοινωνικοί φορείς δεν μπορούν να εξαναγκασθούν σε επενδύσεις και δραστηριότητες που δεν επιθυμούν» αλλά μόνο να «παρακινηθούν σε αυτές με κίνητρα». Το σχετικά καθαρό αυτό μήνυμα νοθεύεται ωστόσο από την επιμονή του Σημίτη να διαφορίζει την «σοσιαλιστική ανάπτυξη» (που έχει λέει σκοπούς πολιτικούς, πολιτισμικούς και περιβαλλοντικούς) από την ανάπτυξη «που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας από τη συντηρητική παράταξη» και που θεωρείται μόνο από την «οικονομική σκοπιά». Υπάρχει εδώ μια αξεπέραστη αντίφαση. Από τη στιγμή που ο Σημίτης αναθέτει σοσιαλιστικούς σκοπούς στο κράτος, δεν είναι λογικό να παραπονείται εκ των υστέρων για τις σπατάλες, τα ελλείμματα του και τις παρεμβάσεις. Στο κάτω-κάτω, τι δουλειά θα κάνει ο συνεπής σοσιαλιστής που θα έρθει στην εξουσία αν δεν παρέμβει; Το παράλογο αυτής της θέσης μοιάζει να έχει συλλάβει ο ίδιος όταν ομιλεί ως Σημίτης και όχι ως σοσιαλιστής. Όταν στις 26.11.87 εξαναγκαζόταν σε παραίτηση, έστειλε μια επιστολή στον Παπανδρέου όπου του έγραφε: «Μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν συμβιβάζονται με ελαστική εισοδηματική πολιτική, όταν στόχος παραμένει ο περιορισμός του πληθωρισμού». Ο ευφημισμός «ελαστική εισοδηματική πολιτική» κρυσταλλώθηκε μετά την εκδίωξη του Σημίτη στο πολύ σαφέστερο σύνθημα «Τσοβόλα δώστα όλα». Ο Παπανδρέου άρχισε πάλι να σκορπίζει τις παροχές του αριστερά και άκρως αριστερά, με αποτέλεσμα να ξαναφουντώσει ο πληθωρισμός.
Η πολιτική επιβεβλημένης λιτότητος που εφάρμοσε ο Σημίτης και καταγγέλθηκε ως «δεξιά» από το ΚΚΕ και τους «προοδευτικούς» συνδικαλιστές δεν έδινε διέξοδο διότι προσπάθησε απλώς να περιορίσει την προσφορά χρήματος χωρίς να ελευθερώνει την οικονομία (τιμές, ωράριο, ώρες λειτουργίας καταστημάτων, αγορά εργασίας), η οποία ώφειλε πάντοτε να υπακούει στη σοσιαλιστική λογική. Η Αλλαγή δεν είχε την υπομονή πρώτα να παραγάγει πλούτο —ως υποσχέθηκε ο Σημίτης στην ΕΟΚ για να του δώσουν το δάνειο— και ύστερα να τον διαμοιράσει. Βιαζόταν, δανειζόταν και μοίραζε. Όταν οι εξωτερικές πηγές έγιναν πολύ ακριβές και δυσπρόσιτες δανείστηκε από τις ελληνικές τράπεζες με εγγύηση του δημοσίου. Όταν η εγγύηση αυτή απεδείχθη διαβλητή η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απευθύνθηκε απευθείας στην ιδιωτική αποταμίευση, εκδίδοντας ομόλογα με απιστεύτως υψηλά επιτόκια τα οποία απλώς ηύξαναν το δευτερογενές χρέος του κράτους, το χρέος δηλαδή που συνάπτει για να πληρώσει το πρωτογενές χρέος (για επιδοτήσεις, διορισμούς και αποτυχημένες επενδύσεις). Όταν βρέθηκε σε τέλειο αδιέξοδο έκανε κάτι που δεν μπορεί να κάνει ποτέ κανένας ιδιώτης άσωτος οφειλέτης: Έβαλε σε ενέργεια την εκτυπωτική μηχανή. Κατόπιν τούτου έφυγε από την εξουσία.

Αυτό που άφησε το ΠΑΣΟΚ φεύγοντας —πλην του χρέους, του πληθωρισμού και της ανεργίας— είναι η αντίληψη ότι Αλλαγή και Πρόοδος σημαίνει να μας δανείζουν οι ξένοι για να τα τρώμε, ότι η καταβολή χρησίμου έργου δεν έχει καμία σχέση με τη μισθοδοσία και ότι η εξασφάλιση ικανοποιητικού εισοδήματος είναι κυρίως δουλειά της πολιτικής εξουσίας και όχι απόρροια προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών στην ανταγωνιστική αγορά. Όταν οι επιχειρηματίες τρόμαξαν μπροστά στο χάος και σταμάτησαν τις επενδύσεις, οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ και ο ίδιος ο Παπανδρέου άρχισαν τις απειλές για να περάσουν αργότερα στις ικεσίες. Τα πυρά κατά της «ολιγαρχίας» αποδείχθηκαν άσφαιρα. Όταν είναι γνωστό ότι τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων δεν ξεπερνάνε ετησίως τα 200 δις τα οποία φορολογούμενα με συντελεστή 100% —δηλαδή δημευόμενα— δεν θα εκάλυπταν ούτε το 10% του κρατικού ελλείμματος (που έφθασε τα 23.000 δις το 1990) δεν μένουν πολλά περιθώρια στους Κεδίκογλου, Τσοβόλα, Αρσένη και στην «Αυριανή» για μετακύλιση του χρέους στους «ώμους των πλουσίων». Έτσι, το πολιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα έχει συρρικνωθεί στο πώς θα πληρώσουμε τα χρέη που μας φόρτωσε ο κρατικός Λεβιάθαν για το καθημερινό του σιτηρέσιο. Η πολιτικοϊδεολογική διάσταση έχει εξατμισθεί.

Κατά τη δεκαετία του ’80, οι Έλληνες κρατικοσοσιαλιστές έπαψαν να ισχυρίζονται ότι τα μέσα παραγωγής πρέπει να περάσουν στα χέρια της εργατικής τάξης. Τους έφθανε απλώς να αυξάνονται οι κρατικοί πόροι που θα περνούσαν από τα δικά τους χέρια. Οι οπαδοί τους και οι συνδικαλιστές τους δεν ζητούσαν βιοτικές ευκαιρίες αλλά αυξήσεις. Το ιδανικό δεν ήταν η επιτυχία στην αγορά (προϊόν προσφοράς υπηρεσιών ή εργασίας) αλλά η σιγουριά του εισοδήματος που προσφέρει η κρατική παροχή. Έτσι, υποψήφιοι άνεργοι έμειναν πια μόνον οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα. Εκατοντάδες χιλιάδες προσελήφθησαν στο δημόσιο όπου πληρώνονται για προσφορά ακαθόριστων υπηρεσιών για τις οποίες δεν ελέγχονται, χωρίς ποτέ να απολύονται ή να λιγοστεύουν. Ορισμένοι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα (τραπεζικοί, εκπαιδευτικοί) παίρνοντας παράδειγμα από τους προστατευμένους συναδέλφους τους στο Δημόσιο διεκδίκησαν και συχνά επέτυχαν τα ίδια προνόμια με τους κρατικούς, δηλαδή μονιμοποίηση, προαγωγές κατά αρχαιότητα και υψηλές αποδοχές, άσχετα με την απόδοση τους. Μεθοδεύτηκε έτσι .μια κρατικοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων εκ των κάτω ή μάλλον εκ των έσω. Το γεγονός ότι μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα όλοι αμύνονται, όλοι κάτι ζητούν και κανείς δεν έχει σχέδιο προσέδωσε στις κρατικοσοσιαλιστικές παρεμβάσεις ένα σπασμωδικό, συχνά αντιφατικό χαρακτήρα. Όταν τούτο διαπιστώνεται, εκδηλώνονται φλύαροι προβληματισμοί αριστερών οικονομολόγων για την «ορθή» παρέμβαση αλλά ουδέποτε για το εάν η παρέμβαση είναι καθ’ εαυτήν «ορθή». Αν όμως η παρέμβαση έχει πολλούς φίλους μεταξύ των Ελλήνων σοσιαλιστών, τα ελλείμματα —στα οποία κατ’ ανάγκην οδηγεί— δεν έχουν κανέναν.

Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, μιλώντας στο «Ποντίκι» (20.5.88) έθεσε με εξαιρετική σαφήνεια τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων:

«Θέλω να τονίσω ότι υπάρχει ένα τεράστιο θέμα: το θέμα των ελλειμμάτων του Δημοσίου. Υπάρχουν ακόμα και βιομηχανίες που κανονικά θα έπρεπε να κλείσουν αντί να τις συντηρούμε με πόρους του Δημοσίου. Αυτά θέλουν θάρρος και θα τα κάνουμε… Όταν χρησιμοποιούμε πόρους πέραν των δυνατοτήτων, όπως λέμε, του δημοσίου τομέα, όχι μόνο πνίγουμε και τον ιδιωτικό τομέα που δεν βρίσκει λεφτά στις τράπεζες για μεγάλες επενδύσεις αλλά επίσης εκθέτουμε την οικονομία σε κινδύνους σε ό, τι αφορά την εικόνα της Ελλάδας προς τα έξω. Εκείνο που ήθελα να πω, λέγοντας ότι έχουμε προβλήματα, είναι ότι αυτά ελπίζω μέσα στην επόμενη τετραετία, συν αυτό το έτος πενταετία, θα μπορέσουμε τουλάχιστον —αν όχι πλήρως να λύσουμε— να τα δρομολογήσουμε σωστά…».

Αυτά λέγονται δυόμιση χρόνια μετά το δάνειο των 2 δις δολαρίων που έδωσε η ΕΟΚ στο Σημίτη με ευνοϊκούς όρους, ζητώντας να μειωθεί το 1987 το έλλειμμα στο 11% του ΑΕΠ. Ο Παπανδρέου πήρε τα χρήματα, ανέβασε τα ελλείμματα στο 20% του ΑΕΠ και έδιωξε τον Σημίτη. Έξι μήνες μετά την αποπομπή του υπουργού του μιλάει στο «Ποντίκι» ωσάν απλός σχολιαστής της οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ.

Η φραστική, έστω, νηφαλιότης δεν διήρκεσε πάντως πολύ. Όχι μόνο απέφυγε να τα πει αυτά στους προεκλογικούς του λόγους αλλά όταν έχασε τις εκλογές, απέδωσε όλα τα δεινά της ελληνικής οικονομίας στην τρίμηνη κυβέρνηση Τζανετάκη του καλοκαιριού του 1989, παρόλο ότι ψήφισε όλα τα νομοθετήματα της, πλην φυσικά της παραπομπής στελεχών του ΠΑΣΟΚ και του ίδιου στο Ειδικό Δικαστήριο. Όταν ο Α. Παπανδρέου μιλούσε το 1988 στο «Ποντίκι» για τα ελλείμματα με ύφος περίφροντι, ο Τσοβόλας είχε ήδη αρχίσει να «τα δίνει όλα» για να κερδηθούν οι επόμενες εκλογές. Το Κράτος συνέχισε απερίσκεπτα να ξοδεύει πολύ περισσότερα από όσα εσόδευε και να καλύπτει το άνοιγμα με εσωτερικά δημόσια δάνεια, αδιαφορώντας για το κόστος, ανεβάζοντας τα επιτόκια και εξωθώντας έτσι τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στη φοροδιαφυγή, την παραοικονομία ή στη χρεωκοπία. Οι μόνοι ωφελημένοι υπήρξαν εκείνοι που τσέπωσαν τα ελλείμματα, οι διορισμένοι στο δημόσιο, που απλώς προσέρχονται, οι επιδοτούμενοι που απλώς ενθυλακώνουν τα επιδόματα, οι ποικίλοι δικαιούχοι που απλώς εισπράττουν χρήματα από άδεια ασφαλιστικά ταμεία, οι μεσάζοντες που απλώς μεσολαβούν και γενικώς όλοι όσοι αντλούν παροχές από το κράτος, εξαντλούν τους πόρους του και καταναλώνουν εισαγόμενα κυρίως προϊόντα.

Η Ελλάδα αποτελεί «περίπτωση εγχειριδίου», όπως λένε οι οικονομολόγοι, διότι εξεικονίζει με θαυμαστή ενάργεια την παθογόνο δράση των ελλειμμάτων που οδηγούν σε υψηλά επιτόκια, αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, προκαλούν ανεργία και αναρριπίζουν τον πληθωρισμό, είναι δηλαδή στην ουσία καθ’ εαυτά συγκεκαλυμμένος πληθωρισμός. Τα κρατικά ελλείμματα που οφείλονται σε δαπάνες του κράτους για παροχές, επιδοτήσεις και αργομισθίες αποτελούν μη-κερδισμένο εισόδημα, διότι το χρήμα που κυκλοφορεί έτσι από τσέπη σε τσέπη δεν είναι πια μέσο για ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών αλλά συνιστά αγοραστική δύναμη δοτή, που δεν γεννήθηκε μέσω συναλλαγών στην αγορά. Οι κάτοχοι αυτού του ρευστού το οποίο δεν εκέρδισαν γεννούν ωστόσο ζήτηση για πραγματικά προϊόντα και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να παραπονείται ο Παπανδρέου ως πρωθυπουργός ότι «ξοδεύουμε περισσότερα από όσα παράγουμε». Τούτο συμβαίνει μόνον διότι το παραπανίσιο χρήμα που ξοδεύουμε είναι δωρισμένο από το κράτος και όχι κερδισμένο στην αγορά. Το αποτέλεσμα είναι ότι αυξάνονται οι τιμές διότι οι αργόμισθοι και οι επιδοτούμενοι δεν αφήνουν το χρήμα στην τράπεζα, το ρίχνουν στην αγορά. Ο κάθε «προσοδοθήρας» και προσοδούχος πολίτης, ο κάθε αργόμισθος που πληρώνεται χωρίς τίποτε να προσφέρει, αυξάνει έτσι τον πληθωρισμό, με το χρήμα που λαμβάνει, χωρίς να το έχει κερδίσει, πλειοδοτώντας για την αγορά προϊόντων και ανεβάζοντας τις τιμές. Φυσικά, τις τιμές των δικών του υπηρεσιών ανεβάζει και το κράτος που ενισχύει έτσι και ως «παραγωγός» τον πληθωρισμό που δημιούργησε ως κάτοχος του εκδοτικού προνομίου.

Δημόσια ελλείμματα και πληθωρισμός, λοιπόν, συνδέονται με συγγένεια εξ αίματος. Η αύξηση των δανειακών μας αναγκών από το 1987 για να καλύψουμε τα διογκούμενα ελλείμματα, συμπίπτει σχεδόν απολύτως με την αύξηση του πληθωρισμού, όπως δείχνει με άρθρο του στο «Βήμα» της 30.9.90 ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών Γ. Κουρής. Ο ίδιος, σε προηγούμενο άρθρο του στο «Βήμα» της 30.9.90, τονίζει ότι «δεν μπορεί το Δημόσιο να κατακλύζει την οικονομία με υπερβάλουσα ρευστότητα της τάξεως των 2000 δις δραχμών και να μην υπάρξουν πληθωριστικές ανατιμήσεις». Η σχέση ελλειμμάτων με τον πληθωρισμό εξεικονίζεται στο εξής πρόχειρο πείραμα σκέψης: Εάν επιδοτούσαμε τους πάντες και τα πάντα σε πανεθνική κλίμακα έτσι ώστε οι τιμές να έμεναν τεχνητώς σταθερές και όλες οι ζημίες να αποζημώνονται στο ακέραιο από το κράτος, ο πληθωρισμός θα μπορούσε ίσως και να μηδενισθεί αλλά το έλλειμμα θα έφθανε σε δυσθεώρητα ύψη και το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» δεν θα αργούσε να εξαγγελθεί —στη δημοτική έστω— στον ελληνικό λαό και τους κοινοτικούς μας εταίρους. Για το λόγο αυτό κάθε εξυγίανση μιας νοσούσας οικονομίας που αρχίζει με κατάργηση όλων των επιδοτήσεων περιλαμβάνει —όπως έδειξε και το παράδειγμα της Θάτσερ— ένα πρώτο στάδιο όπου ο πληθωρισμός, οι χρεωκοπίες και η ανεργία θα αυξηθούν. Τούτο εξήγησε ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης μιλώντας στην Έκθεση Θεσσαλονίκης: «Η αύξηση που προκαλούν τα μέτρα της κυβέρνησης στον πληθωρισμό —είπε— είναι προσωρινή και είναι το τίμημα που πληρώνουμε για να ξερριζώσουμε την αρχική αιτία του πληθωρισμού που είναι τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα». («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία) 9.9.90). Μετά από ένα χρόνο, μιλώντας και πάλι στην Έκθεση παραδέχθηκε ότι τα αποτελέσματα της οικονομικής του πολιτικής ως προς τα ελλείμματα δεν υπήρξαν ικανοποιητικά («Βήμα», 8.9.1991). Ο Παπανδρέου μιλώντας στο «Ποντίκι» και ο Μητσοτάκης μιλώντας στη Βουλή και στην έκθεση της Θεσσαλονίκης, έβαλαν στο στόχαστρο τα ελλείμματα. Ο Συνασπισμός δεν θίγει το θέμα ωσάν να μην τον αφορά. Θα έλεγε δηλαδή κανείς ότι η πολιτική φιλελεύθερης εξυγίανσης της οικονομίας με στόχο αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και ανάπτυξη μέσω της αγοράς δεν έχει αντίλογο. Η πρακτική της εφαρμογή είναι άλλο πράγμα βεβαίως διότι θέλει «κότσια» τύπου Θάτσερ για να μειωθεί ο αριθμός των υπαλλήλων και να κλείσουν όσες δημόσιες επιχειρήσεις δεν ιδιωτικοποιηθούν.

ΔΕΚΟ: Ο πιο διαπερατός πίθος των Δαναίδων.
Περίοπτη θέση στις κρατικές δαπάνες κατείχαν κατά τη δεκαετία του ’80 οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί, γνωστές ως ΔΕΚΟ, από το ακρωνύμιο τους. Πρόκειται για έναν απίστευτης διαπερατότητος πίθο Δαναΐδων. Ο λόγος είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές υιοθέτησαν απολύτως το στυλ διοίκησης του δημοσίου. Όπως είναι γνωστό, στις ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες οι υπάλληλοι —ανεξαρτήτως βαθμίδος— δεν έχουν ποτέ προσωπική ευθύνη ούτε για τις προσλήψεις ούτε για τις απολύσεις ούτε για τις μεταθέσεις, ούτε για τη διάρθρωση της υπηρεσίας τους, ούτε για το έργο που παράγει, ούτε για τις προαγωγές, ούτε για τις αμοιβές, ούτε για τις ώρες εργασίας που απαιτούνται, ούτε για την οργάνωση, ούτε για την κατάρτιση στις νέες τεχνολογίες. Αυτά ρυθμίζονται από πολιτικούς ή συνδικαλιστές με καθαρώς πολιτικά ή συνδικαλιστικά κριτήρια. Το παρεμβατικό κράτος επιβιώνει μόνο διότι δεν έχει στην ουσία συγκεκριμένο αντικείμενο εργασίας. Η ΔΕΚΟ όμως κάτι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει διότι μπορεί μεν να είναι δημόσια αλλά δεν παύει να είναι και επιχείρηση. Θεωρητικώς, θα μπορούσε να κερδοφορήσει ή και να χρεωκοπήσει. Στην πράξη ουδεμία ΔΕΚΟ κερδοφορεί πραγματικώς (εάν αφαιρεθούν οι κρατικές ενισχύσεις) και ουδεμία χρεωκοπεί. Όλες αξιοποιούν υπέρ αυτών το κρατικό μονοπώλιο της βίας. Η «Ολυμπιακή Αεροπορία» αποσπά χρήματα από όλους τους φορολογούμενους (εφόσον το δημόσιο συνεχίζει να καλύπτει τα ελλείμματα της), ακόμη δηλαδή και από αυτούς που δεν κάνουν ποτέ χρήση των υπηρεσιών της, ενώ το κράτος-νονός που τη στηρίζει απαγορεύει με το μονοπώλιο της δύναμης που κατέχει, οιονδήποτε ανταγωνισμό από ιδιωτική ελληνική αεροπορική εταιρεία.
Σε μια γραφική περιγραφή μιας συγκρούσεως του με τους συνδικαλιστές της «Ολυ-μπιακής» ο Γ. Ράλλης (« Ώρες Ευθύνης», σελ. 61) τους απειλεί ότι θα επιτρέψει ελεύθερες πτήσεις από ξένες εταιρείες αν το προσωπικό επιμείνει στις απειλές απεργίας. «Θα την κλείσω —γράφει— γιατί η ‘ Ολυμπιακή’ δεν υπάρχει για τους 900 υπαλλήλους της αλλά για τα 10 εκατομμύρια των Ελλήνων». Ορθότατο σκεπτικό, λάθος στάση. Ο ανταγωνισμός δεν είναι ποινή την οποία επιβάλλει ο πρωθυπουργός όταν οργίζεται με τους κρατικούς λειτουργούς μιας δημόσιας επιχείρησης. Η «Ολυμπιακή» έπρεπε από τότε (Αύγουστος 1980) να μάθει να ανταγωνίζεται ή να υποστεί τις συνέπειες, είτε υπακούει το προσωπικό στα κελεύσματα της κυβερνήσεως είτε όχι. Την «Ολυμπιακή» θα την έκλεινε σε μια φιλελεύθερη χώρα η αγορά και όχι ο πρωθυπουργός. Η μεγαθυμία του Ράλλη δεν ωφέλησε πάντως καθόλου αυτήν τη συγκεκριμένη ΔΕΚΟ. Οι 900, τότε, υπάλληλοι έγιναν στο μεταξύ 7000. Το έλλειμμα της Ολυμπιακής που ανεμένετο να φθάσει τα 5,5-6 δις το 1988 διαμορφώθηκε τελικώς τη χρονιά εκείνη στα 8,5 δις («Ελευθεροτυπία», 15.3.89). Στην ευτυχή αυτή εταιρεία το ποσοστό της μισθοδοσίας έφτανε τότε το 44% του συνόλου των δαπανών ενώ στις καπιταλιστικές χώρες, που δεν δείχνουν την ίδια στοργή στο προσωπικό, η μισθοδοσία των υπαλλήλων στις αεροπορικές εταιρείες κυμαίνεται γύρω στο 30-32% (Ευρώπη), 22-30% (ΗΠΑ) και 16% (Σιγκαπούρη). Τα σωματεία των εργαζομένων στην Ολυμπιακή ζήτησαν και κάτι που όμοιό του δεν υπάρχει σε καμία αεροπορική εταιρεία του κόσμου: Να καθιερωθεί στην Ολυμπιακή το δημοσιοϋπαλληλικό βαθμολόγιο. Εάν ο Ράλλης αντί να οργίζεται είχε κόψει από τότε την επιχορήγηση στην εταιρεία, αυτή θα είχε εξυγιανθεί, οι συνδικαλιστές της θα είχαν εξημερωθεί, οι πιλότοι θα πληρώνονταν μισθούς της αγοράς, οι στρατιές των αργομίσθων θα είχαν απολυθεί και όλες οι αεροσυνοδοί θα ήσαν διαρκώς σε ενεργό υπηρεσία.

Ένας σοβαρός λόγος αποτυχίας των ΔΕΚΟ υπήρξε η ουσιαστική έλλειψη διευθυντικής ευθύνης. Όταν κατά την δεκαετία του ’80 οι ταχύτατα εναλλασσόμενοι διοικητές των ΔΕΚΟ διεπίστωναν ότι τα ταμεία τους ήσαν άδεια, δεν πτώχευαν αλλά πολιορκούσαν τους ταχέως εναλλασσόμενους υπουργούς οικονομικών αποσπώντας τους όλο και περισσότερα για τον συγκεκριμένο κάθε φορά πίθο Δαναΐδων της αρμοδιότητας τους ή αυξάνοντας τα τιμολόγια τους για τις προσφερόμενες υπηρεσίες και αναρριπίζοντας έτσι τον πληθωρισμό. Στην τακτική αυτή οι διοικητές των ΔΕΚΟ είχαν την ολόθερμη συμπαράσταση των συνδικάτων της κρατικής επιχείρησης τα οποία επίεζαν για αυξήσεις αποδοχών αδιαφορώντας τελείως για την παραγωγικότητα. Άλλωστε, οι «διαπραγματεύσεις» με τους κατ’ όνομα «εργοδότες» τους, δηλαδή το κράτος, ήταν στην ουσία συμπαιγνία διότι τις ηυξημένες αποδοχές τις αποσπούσαν από κάποιον τρίτο που δεν μετείχε στις «διαπραγματεύσεις», τον φορολογούμενο. Έτσι αναπτύχθηκε ραγδαίως το 1980 ο κρατικός συνδικαλισμός ενώ ο ιδιωτικός συρρικνώθηκε μέχρις εξαφανίσεως. Από τους διοικούντες τη Γενική Συνομοσπονδία το 1991 ουδείς είχε ποτέ δουλέψει στον ιδιωτικό τομέα. Το καθημερινό «δελτίο απεργιών» το χειμώνα του 88-89 αφορούσε κυρίως τις δημόσιες επιχειρήσεις. Πολύ σωστά παρατηρεί ο Αιμίλιος Ζαχαρέας («Η Ελλάδα σε Κρίση», σελ. 67), ότι οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, Τράπεζες, OTE, Ολυμπιακή, κατόρθωσαν «εξαιτίας των μονοπωλιακών προνομίων που έχουν εξασφαλίσει… να ιδιοποιηθούν σημαντικό τμήμα από το εθνικό εισόδημα». Ψέγει δε ορθότατα τους εκπροσώπους όλου του φάσματος της αριστεράς που τους υποστήριξαν. Μόνο παράδοξοι «σοσιαλιστικοί συνειρμοί» λέει, δικαιολογούν την άποψη ότι κάθε αγώνας εργαζομένων είναι άξιος υποστηρίξεως. Ωστόσο, ο μαρξιστής οικονομολόγος της ΕΑΡ δεν βγάζει τα συμπεράσματα που επιβάλλονται. Ότι δηλαδή μόνο η ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων και βεβαίως η κατάργηση του μονοπωλίου τους θα μπορέσει ποτέ να τις εξυγιάνει.

Η ευρύτερη αριστερά, ο Ζαχαρέας, ο Γιάνναρος, η ΕΑΡ, η Δαμανάκη εξακολουθούν να θέλουν να διδάξουν καλούς τρόπους στο τέρας του Φρανκεστάιν και να παραινούν εργαζομένους και διεύθυνση να εργάζονται «καλύτερα», να προγραμματίζουν «επιτυχέστερα» ή μάλλον «στρατηγικότερα» (κατά Γιάνναρον), χωρίς ει δυνατόν να κλέβουν πολύ. Το ΚΚΕ στο 13ο συνέδριο του που έγινε τον Φεβρουάριο του 1991, πριν από τη διάσπαση του και με ενθουσιώδη συμμετοχή των κατοπινών «ανανεωτικών» απεφάνθη ότι «στην αποκρατικοποίηση αντιπαραθέτουμε τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση του Δημόσιου Τομέα». Η θέση αυτή —την οποία υποστήριζαν στην ΕΣΣΔ μόνον οι αμετανόητοι Βουρβώνοι του κομμουνισμού πριν καταργηθούν— προέρχεται από ανθρώπους που δεν ξεκαθάρισαν ποτέ τι ακριβώς τις θέλουν τις ΔΕΚΟ: Φορείς κοινωνικής πολιτικής υπέρ των χρηστών, ευαγή ιδρύματα καταπολέμησης της ανεργίας με αθρόους διορισμούς, φροντιστήρια αναπτύξεως συνδικαλιστικών στελεχών, πρυτανεία σιτίσεως ημετέρων, ή όλα αυτά μαζί σε άλλοτε άλλες δόσεις; Οι σκοποί είναι αντιφατικοί μεταξύ τους, ο ένας υπονομεύει τον άλλον και οι ΔΕΚΟ την οικονομία της χώρας. Η θεωρητική καταξίωση των ΔΕΚΟ είναι ότι «ανήκουν στο λαό». Και αν όμως δεχθούμε ότι η έννοια λαός δεν είναι εδώ αμφιλεγόμενη —που είναι— τι ακριβώς σημαίνει «ανήκουν»; Ο «λαός» δεν μπορεί ούτε να τις πουλήσει ούτε να τις καταστήσει κερδοφόρες ούτε να εξασφαλίσει ότι θα του προσφέρουν φτηνές και καλής ποιότητας υπηρεσίες ούτε να τις κλείσει, ούτε να απολύσει τους ανάξιους που τις λυμαίνονται. Άρα, δεν του ανήκουν. Η αλήθεια είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές «ανήκουν» στη γραφειοκρατία, τα συνδικαλιστικά στελέχη και λίγο στον εποπτεύοντα υπουργό. Στο λαό ή, μάλλον, στους φορολογούμενους ανήκουν μόνον τα ελλείμματα που αυτές δημιουργούν.

Παρέμβαση και αποτυχία.
Η κρατικοπαρεμβατική ασωτεία συνοδεύθηκε από συχνές αλλαγές στάσεως των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων έναντι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το ΠΑΣΟΚ επί Αρσένη και δια του Αρσένη απειλούσε ανοιχτά τους βιομηχάνους ότι «αν δεν επενδύσουν αυτοί, θα επενδύσουμε εμείς», τους ειρωνευόταν λέγοντας ότι «κακαρίζουν χωρίς να γεννάνε αυγά» και κατήγγελλε τις εισροές ξένων κεφαλαίων λέγοντας ότι τα κεφάλαια αυτά «απομυζούν την οικονομία με βάση τους νόμους της δεξιάς». Επί Σημίτη εγκαινιάστηκε «διάλογος με τις παραγωγικές τάξεις», σταμάτησαν οι λοιδωρίες, τονίστηκε η ανάγκη «σταθερών κανόνων παιγνιδιού» ενώ το ξένο κεφάλαιο θεωρήθηκε «ευπρόσδεκτο». Επί Ρουμελιώτη αναθεωρήθηκαν εκ βάθρων οι απόψεις για τα «μονοπώλια» και τις «πολυεθνικές» όταν ο ίδιος ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας Θ. Καρατζάς δήλωσε ότι «η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία εκφράζεται με τη συνεχή αύξηση των επενδύσεων και την εισροή ξένων κεφαλαίων» («Αντί», 23.9.88).

Μιλώντας σε Έλληνες και ξένους επιχειρηματίες με την ίδια λαϊκοπατερναλιστική γλώσσα που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε στη νεολαία του κόμματός του, συνδυάζοντας παρακάλια και καθοδήγηση, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έλεγε: «Έτσι απλώνω το χέρι στο νέο επιχειρηματία, τον ικανό να συναγωνίζεται, να δημιουργεί, να ανανεώνει, να παίρνει ρίσκα. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές ή κοινωνικές πεποιθήσεις, καλώ όλους τους επιχειρηματίες που αισθάνονται αντάξιοι της αποστολής και του επαγγέλματος τους να έρθουν μαζί μας για ένα καλύτερο, φωτεινότερο μέλλον» («Καθημερινή», 17.6.87). Το επενδυτικό άγχος που κυρίευσε τον Παπανδρέου όταν πια και αυτός συνειδητοποίησε την πλήρη αποτυχία των κρατικών επενδύσεων και της κρατικοκίνητης ανάπτυξης γενικώς, εκδηλώθηκε στην ομιλία του στην έκθεση Θεσσαλονίκης («Μεσημβρινή», 7.9.87) όπου αποδέχθηκε μεν ότι σκοπός του κεφαλαιούχου είναι η κερδοφορία αλλά ταυτόχρονα υπονόμευσε το μήνυμά του λέγοντας: «Πρέπει όμως και ο επιχειρηματίας να έχει επίγνωση της κοινωνικής του ευθύνης και να κάνει ορθή χρήση του κέρδους του». Σε μια κορώνα του, απευθυνόμενος πλέον στους επιχειρηματίες απ’ευθείας, τους διέταξε: «Να επενδύσετε στην ελληνική οικονομία. Ο εργαζόμενος περιμένει και σας κρίνει». Οι κρατικοσοσιαλιστές προβάλλουν έτσι ταυτόχρονα δύο αντιφατικές προτάσεις: Όταν διαπιστώνουν ότι οι ΔΕΚΟ καταρρέουν, αρνούνται να τις ιδιωτικοποιήσουν και ζητούν —στα λόγια— να υιοθετήσει η διοίκηση τους «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια» κέρδους. Συγχρόνως, απειλούν τους ιδιώτες που εφαρμόζουν παγίως τέτοια κριτήρια στις επιχειρήσεις τους, ζητώντας τους να μην επιμένουν μόνο στο κέρδος ως άπληστοι καπιταλιστές αλλά να σκεφθούν λιγάκι και το έθνος, το λαό, τον εργάτη και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ…

Η συμπυκνωμένη φιλοσοφία του ελληνικού σοσιαλισμού περιέχεται σε αυτές τις ρήσεις του Παπανδρέου, όπου την «ορθή» χρήση του κέρδους ορίζει ο πρωθυπουργός και όπου ο «εργαζόμενος» ως υπέρτατος κριτής «παρακολουθεί» τους επιχειρηματίες δια παρενθέτου προσώπου που και πάλι είναι ο πρωθυπουργός. Ωστόσο, χρησιμοποίησε ακόμη και επί πρωθυπουργίας του διαφορετική γλώσσα, ανάλογα με τις συνθήκες. Μιλώντας στο πιο ενήμερο ακροατήριο του ΣΕΒ τον Ιούνιο του 1987 («Οικονομικός Ταχυδρόμος», 11.6.87) εμφανίστηκε πολύ σεμνότερος: «Η Πολιτεία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναλάβει την ευθύνη σε ποιους τομείς και με ποιο τρόπο θα πραγματοποιηθούν από τους ιδιώτες επιχειρηματίες οι επενδύσεις», είπε ξεχνώντας την «ορθή» χρήση του κέρδους και τον εποπτικό ρόλο «των εργαζομένων» ως προς τις αποφάσεις των επιχειρηματιών. Πρόσθεσε δε ότι «κρατικές εγγυήσεις για επιτυχή ή αζήμια έκβαση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών δεν μπορούν να υπάρξουν». Αν η φιλελεύθερη αυτή πολιτική είχε υλοποιηθεί στην πράξη και είχε συνδυασθεί με σώφρονα διαχείριση του δημοσίου χρήματος και ελευθέρωση της αγοράς, ο ελληνικός σοσιαλισμός θα θύμιζε Γκονζάλες και όχι Γκάνα επί Νκρούμαχ.

Την πεμπτουσία της κρατικοπαρεμβατικής νοοτροπίας στην Ελλάδα την εκφράζει πάντως απερίφραστα και με μεγάλη συνέπεια ο Γεράσιμος Αρσένης, ο οποίος απαριθμεί με μεγάλη στενοχώρια («Πολιτική Κατάθεση», σελ. 210-211) όλα τα μεγάλα σχέδια που ήσαν έτοιμα να εφαρμοσθούν όταν τον έδιωξαν από την κυβέρνηση, τον Ιούλιο του 1985: Ίδρυση Τράπεζας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στα πλαίσια της «στήριξης του προγράμματος βιομηχανικής ανάπτυξης», κοινωνικοποίηση των ΔΕΚΟ αλλά και «ένα πρόγραμμα αποφασιστικής παρέμβασης στη βιομηχανία, το οποίο και αυτό έμεινε στο ράφι». Η παρέμβαση είναι μονοϊδεασμός στον Αρσένη, ο οποίος δεν σταματά να λοιδορεί τους Έλληνες βιομηχάνους, καταλογίζοντάς τους ότι αντί να προσπαθούν να κερδοφορήσουν με τις δικές τους δυνάμεις, ανταγωνιζόμενοι αλλήλους, σπαταλούσαν το χρόνο τους στον προθάλαμο του υπουργού για να πάρουν δάνεια από τη Νομισματική Επιτροπή. «Τα λεφτά —γράφει— θα τα έκανες με ευνοϊκές ρυθμίσεις από το δημόσιο και τις τράπεζες. Αυτό ήταν ο πνεύμα που επικρατούσε το 1981 και αυτήν την κατάσταση είχαμε κληθεί να αλλάξουμε». Η αλλαγή σε αυτόν τον τομέα, όμως, δεν αποσκοπούσε στην κατάργηση των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών με την αποκατάσταση του υγιούς ανταγωνισμού αλλά στην κρατικοποίηση ή έστω κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων διότι άρθρον πίστεως του Αρσένη υπήρξε πάντοτε ότι «οι δημόσιες επενδύσεις είναι ο βασικός μοχλός της ανάπτυξης» (ibid, σελ. 94). Ένας δημόσιος τομέας που προικοδοτεί την Πειραϊκή Πατραϊκή με 30 δις έως το 1988 με αποτέλεσμα η δημόσια αυτή επιχείρηση να έχει 10 δις ζημίες μόνο το 1987-88, δεν είναι βέβαια μοχλός ανάπτυξης αλλά καταστροφής.

Οι κρατικοσοσιαλιστές τύπου Αρσένη έχασαν, ωστόσο, μια χρυσή ευκαιρία στην Ελλάδα. Το 1981 ανέλαβαν την εξουσία σε μια χώρα με σχετικώς υγιά οικονομία ενταγμένη στην ΕΟΚ, έχοντας εξασφαλίσει πλήρη έλεγχο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, συμπαράσταση της αριστεράς, πρόεδρο Δημοκρατίας τον Καραμανλή που γεννούσε εμπιστοσύνη στους αστούς και τους ξένους και δεν παρενέβαινε στο εργο της σοσιαλιστικής κυβερνήσεως, η οποία ήλεγχε ex officio πλήρως τα ορυχεία, τα διυλιστήρια, τις τηλεπικοινωνίες, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τις αεροπορικές μεταφορές και το τραπεζικό σύστημα, με νομιμόφρονα στρατό και σώματα ασφαλείας και απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πρόθυμη να ψηφίζει τους πιο «προχωρημένους» νόμους. Έτσι, το «κράτος της Αλλαγής» μπορούσε να γίνει μαγνήτης για όλους τους Έλληνες, προσφέροντας κρατικοκίνητη ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη, υψηλά αμειβόμενες απασχολήσεις, πρόοδο, κοινωνικές υπηρεσίες επιπέδου και όλα τα λοιπά σοσιαλιστικά αγαθά. Μπροστά στην προφανή υπεροχή του δημόσιου τομέα της οικονομίας, ο ιδιωτικός θα συρρικνωνόταν και θα έσβηνε καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες και οι δημόσιες επιχειρήσεις θα ακτινοβολούσαν ως τις εσχατιές της επικρατείας με την αποδοτικότητα, την αξιοσύνη των στελεχών τους, τη χρηστή τους διοίκηση και το πνεύμα καινοτομίας. Ποιος φιλελεύθερος θα μπορούσε κάτι να ψελλίσει μπροστά σε έναν τέτοιο κρατικιστικό θρίαμβο; Αντί θριάμβου, ωστόσο, ήρθε ο Κοσκωτάς.

Εκτός των γενικών, υπάρχουν ωστόσο και ορισμένοι καθαρώς ελληνικής κατασκευής λόγοι της αποτυχίας του κρατικοσοσιαλισμού. Ο συνήθης χρονικός ορίζων της τετραετίας μηδενίστηκε κατά την 8ετία του ΠΑΣΟΚ από τους ανά εξάμηνο περίπου κυβερνητικούς ανασχηματισμούς που μετέτρεπαν την κυβέρνηση της χώρας σε σκυταλοδρομία μικρών αποστάσεων. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ο ατυχής υπουργός έπρεπε να ανεχθεί παρεμβάσεις του κόμματος, να μην δημιουργήσει ει δυνατόν εχθρότητες με ισχυρούς και με τμήματα της κοινής γνώμης, διατηρώντας ταυτόχρονα την πρωθυπουργική εύνοια. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος να αρχίσει να κάνει και «δωράκια στον εαυτό του» ή στην οικογένεια του, γνωρίζοντας ότι οι μέρες υπουργικής ευθύνης του ήσαν, ούτως ή άλλως, μετρημένες και η ατιμωρησία του εγγυημένη. Κατά περίεργο τρόπο, στην Ελλάδα μόνο ο επιχειρηματίας και δη ο ιδιώτης πειράται, έστω, να δει το αύριο και ίσως λίγο το μεθαύριο. Η κρατικοπαρεμβατική κυβέρνηση είναι σκλάβα του καθεμέρα στον κόσμο του σχεδόν (εφόσον προχωρεί στο σκοτάδι). Έτσι εξηγείται ίσως η λαχτάρα των κρατικοσοσιαλιστών για πολυετή, ει δυνατόν μόνιμη, κατάληψη της εξουσίας και η απόγνωση τους όταν την βλέπουν να χάνεται από τα χέρια τους, χωρίς να έχουν κατορθώσει τίποτε. Αντίθετα, η φιλελεύθερη κυβέρνηση δεν διέπεται από την ίδια αγωνία διότι ελευθερώνει δυνάμεις ιδιωτών οι οποίες άπαξ και ελευθερωθούν δεν σταματούν να δημιουργούν όταν αλλάζει ο υπουργός.

Πολλές από τις αποτυχίες των Ελλήνων σοσιαλιστών —και ειδικώς του Αρσένη— οφείλονταν στην αλαζονεία τους που δεν τούς επέτρεπε να διορθώνουν την πορεία τους. Θεωρούσαν αυτονόητο ότι τα ήξεραν όλα και ότι η πραγματικότητα, όπως διαμορφωνόταν εκτός της δικής τους παρέμβασης, δεν είχε να τους διδάξει τίποτε το σημαντικό. Πηλός ήταν η οικονομία στα χέρια τους για να τον πλάσουν, δίνοντας σχήμα και νόημα στη νέα κοινωνία. Το φυσικό, το αυθόρμητο, το ρυθμολογημένο αλλά μη νομοθετημένο ενοχλεί πάντοτε τους σχεδιαστές. Εκείνοι θέλουν κατασκευή, σχέδιο, απόφαση, παρέμβαση, σωτηρία βάσει συνταγής και ει δυνατόν ως έκβαση κάποιας πάλης, αν όχι των τάξεων, πάντως των παρατάξεων. Χρειάζονται αντίπαλο ηττημένο για να δικαιωθούν. Η ανάπτυξη μέσω του κράτους είναι δυνατό κρασί που επιτρέπει ενθουσιασμούς, συσπειρώσεις και κραυγές. Ενώ οι φιλελεύθεροι εμπνέονται από πολίτες και ελευθερία, οι κρατικιστές εμπνέονται από λαό και εξουσία. Έτσι όμως κρατικοποιούν και την αποτυχία οπόταν επανέρχονται, αλαζόνες πάντοτε αλλά ταυτόχρονα δουλικοί, και παρακαλούν τους ιδιώτες να επενδύσουν (όχι όπως αυτοί ξέρουν αλλά όπως «πρέπει»), διότι οι ίδιοι τα έκαναν θάλασσα. Η στάση αυτή έχει επηρεάσει και την συνήθως σεμνότερη μαρξίζουσα αριστερά. Έτσι, ο Λεωνίδας Κύρκος της ΕΑΡ έλεγε το 1988 ότι θέλει «να βάλει την Ελλάδα να δουλέψει», αλλά υπό τον όρο το κέρδος «να μην πηγαίνει στις τσέπες των ολίγων». Ωσάν να υπήρχε Έλληνας επιχειρηματίας ο οποίος θα διακινδύνευε ποτέ κεφάλαια, δουλειά, χρόνο και φαιά ουσία για να χάσει ή για να επενδύσει εκεί που θα του έλεγαν οι πολιτευόμενοι της αριστεράς. Ωσάν να υπήρχε Έλληνας, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, που θα επέτρεπε σε οποιοδήποτε κόμμα να «τον βάλει να δουλέψει». Η απόδειξη, πάντως, ότι η Ελλάδα δεν δούλευε διότι δεν την άφηναν να δουλέψει, δόθηκε στην πράξη.
Μετά την αποπομπή του Αρσένη και την υιοθέτηση κάποιας ανεκτικότητος προς τους νόμους της αγοράς, οι επενδύσεις σημείωσαν αύξηση. Όπως παρατηρεί πολύ σωστά ο εκδότης των έργων του Γκυ Σορμάν στα Ελληνικά κ. Κατράκης («Μεσημβρινή» 28.4.87) δεν έλειψαν ποτέ στην Ελλάδα ούτε οι επιχειρηματίες ούτε τα κεφάλαια (τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’60 και δώθε), προσθέτοντας ότι «η Ελλάδα δεν πάσχει από ανεπάρκεια κεφαλών και κεφαλαίων αλλά από έλλειψη καταλλήλων θεσμών και σταθερότητας».

Ειρωνευόμενος τα λεγόμενα —από κρατικιστές της Δεξιάς— περί «ακράτου φιλελευθερισμού», επισημαίνει τα προβλήματα που γεννά ο «άκρατος κρατικισμός» και ζητάει λογικότατα να αρχίσει η αποκρατικοποίηση από τους τομείς εκείνους της οικονομίας «όπου η κρατική δραστηριότητα έχει αποτύχει». Στην ίδια έρευνα, ο Ανδριανόπουλος διευκρινίζει ότι «λιγότερο κράτος» σημαίνει για αυτόν κυρίως μη-παρεμβατικό κράτος. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε —επισημαίνει ευστόχως σε μια άλλη συνέντευξη του («Καθημερινή» 24.5.90)— ότι το κράτος δεν παρεμβαίνει στην οικονομία μόνο μέσω των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Παρεμβαίνει και στη διαμόρφωση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών, παρεμβαίνει στην αγορά εργασίας, στην αγορά χρήματος, παρεμβαίνει μέσω της βαριάς φορολογίας όσων δυστυχών Ελλήνων δηλώνουν τα εισοδήματα τους στην εφορία». Εάν, όντως, κατηργούντο όλες αυτές οι παρεμβάσεις με μια τολμηρή θατσερική χειρονομία, η αγορά θα ανάσαινε από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς τα μέτρα να κοστίσουν μια δραχμή και χωρίς ακόμη να έχει ιδιωτικοποιηθεί ούτε ένα τούβλο, μια βίδα ή ένα σύρμα κρατικής ιδιοκτησίας.

Η χειρότερη μορφή παρέμβασης πάντως που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα είναι η στήριξη των λεγομένων «προβληματικών» επιχειρήσεων με χρήματα των φορολογουμένων. Στην ομιλία του στη Βουλή της 6.9.89, ο Μητσοτάκης είπε τα εξής αποκαλυπτικά μιλώντας για την εξέλιξη της τελευταίας 15ετίας σε αυτόν τον τομέα:« Όταν παραλάβαμε εμείς τις προβληματικές, χρωστούσαν 140 δις. Τώρα χρωστάνε 1 τρις. Ο κάθε εργαζόμενος στις προβληματικές επιχειρήσεις στοιχίζει 6 εκατ. δρχ. το χρόνο, ενώ η κανονική του αμοιβή είναι 2 εκατ.». Ο υπουργός βιομηχανίας στην κυβέρνηση Τζανετάκη κ. Παπακωνσταντίνου, σε συνέντευξη του στο «Βήμα» (10.9.89) ανέφερε ότι κατά την τελευταία πενταετία χάθηκαν από τις προβληματικές και μόνο 1 τρισ. δραχμών, ποσό που θα έφθανε για να κατασκευαστεί το «μετρό» της Αθήνας, όχι μια αλλά πεντέμισυ φορές. Μεγάλος λόγος γίνεται για την ιδιωτικοποίησή τους και πολύς χρόνος χάθηκε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στην προσπάθεια να εξυγιανθούν αυτές —με έξοδα των φορολογουμένων— πριν εκποιηθούν. Όμως, ο όρος «προβληματικές» είναι ο ίδιος προβληματικός. Η Θάτσερ ιδιωτικοποίησε, ελλειμματικές ή όχι, δημόσιες επιχειρήσεις. Οι ελληνικές προβληματικές επιχειρήσεις είναι, ή μάλλον ήσαν, ιδιωτικές που απέτυχαν και παρεδόθησαν στο κράτος που τις κράτησε τεχνητώς στη ζωή. Οι διοικητές που όρισε σε πολλές περιπτώσεις η κυβέρνηση της Ν.Δ. με την εντολή να φροντίσουν για την ευπρεπή ευθανασία τους υπέκυψαν στη διακριτική γοητεία της καλοπληρωμένης τους θέσης, ενώ βεβαίως οι συνδικαλιστές όλων, χωρίς εξαίρεση, των παρατάξεων δεν έπαυσαν να «αγωνίζονται» με θαυμαστή για πρώτη φορά ενότητα για τη διατήρηση των επιχειρήσεων στη ζωή και την προστασία των μελών τους από την απόλυση. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν χρήζουν, λοιπόν, «ιδιωτικοποιήσεως» αλλά εκποιήσεως, πωλήσεως ή διαλύσεως. Η εμμονή στη λειτουργία τους είναι δαπανηρότατος παραλογισμός, διότι ζημιώνει απολύτως, διαρκώς και αναιτίως, όλους τους πολίτες πλην των «εργαζομένων» σε αυτές.

Ο Γκυ Σορμάν παρατηρεί στο «Ελάχιστο Κράτος» (σελ. 166-167) ότι προκειμένου για τις συνταγματικές εγγυήσεις υπέρ των πολιτών, υπάρχει μια αξιοσημείωτη αναντιστοιχία ανάμεσα στο πάγιον των πολιτικών ελευθεριών που κατοχυρώνονται με δρακόντιες διατάξεις αφενός και «τις εύθραυστες οικονομικές και κοινωνικές ελευθερίες αφετέρου», όταν κινδυνεύουν οι αποταμιεύσεις από τον πληθωρισμό, το δικαίωμα του επιχειρείν από τις συνεχείς παρεμβάσεις του κράτους, τα συστήματα προνοίας από κατάρρευση λόγω ελλειμμάτων που γεννά η κρατικοπαρεμβατική πολιτική και φυσικά το εισόδημα των φορολογουμένων από τον πληθωρισμό και τις κρατικές ασωτείες. Έτσι, ο αγώνας περιστολής των κρατικών δαπανών αρχίζει πια να θυμίζει τους αγώνες των λαών για Σύνταγμα, δέσμευση δηλαδή του Μονάρχη να μην αυθαιρετεί και όχι εμπιστοσύνη, απλώς, στην καλή του προαίρεση ότι δεν θα το κάνει. Ο Γκυ Σορμάν προτείνει ως λύση (ibid, σελ. 178) να προταχθεί του Συντάγματος, μια «Διακήρυξη των Οικονομικών Δικαιωμάτων του Πολίτη» που να κατοχυρώνει τις φιλελεύθερες αρχές για το νόμισμα, τους φόρους, το σεβασμό του ανταγωνισμού και των κανόνων παιχνιδιού στην αγορά. Εάν υπήρχαν τέτοιες διακηρυγμένες αρχές, θα ήταν δύσκολο σε διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις να επιβαρύνουν τους φορολογούμενους με δαπανηρή διατήρηση στη ζωή χρεωκοπημένων επιχειρήσεων. Οι ιδέες αυτές δεν είναι ούτε καινοφανείς ούτε εξτρεμιστικές. Είναι ιδέες που κυκλοφορούν εδώ και δύο δεκαετίες σε όλες σχεδόν τις χώρες της ελεύθερης οικονομίας. Ακόμη και στην Ελλάδα, ο φιλελεύθερος προβληματισμός έχει ήδη μιαν αξιόλογη ιστορία όσο συσσωρεύονται τα αδιέξοδα του κρατικισμού. Άλλωστε, το μεγάλο, δύσμορφο και παρεμβατικό κράτος προϋπήρχε του ΠΑΣΟΚ. Δεν ανεκάλυψε ο Παπανδρέου την υπερφορολόγηση, τις ΔΕΚΟ, την κρατικοποίηση της πίστεως, τον πολλαπλασιασμό ελέγχων και περιορισμών, τις αγορανομικές επεμβάσεις, τις έκτακτες εισφορές. Το Σύνταγμα του 1975 το οποίο στο άρθρο 102 ορίζει ότι «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται προς βλάβην της εθνικής οικονομίας», νομιμοποιώντας έτσι όλων των ειδών τις παρεμβάσεις του κράτους στην οικονομία, δεν υπήρξε έργο του ΠΑΣΟΚ. Η φιλελεύθερη στροφή στην Ελλάδα είναι προϊόν γενικότερης αναθεωρήσεως παλαιών αντιλήψεων και αποτέλεσμα ιδεοπονίας στον ίδιο τον παραδοσιακό πολιτικό χώρο που ονομαζόταν ως τώρα Δεξιά.

Έλληνες φιλελεύθεροι και φιλελευθερομάχοι

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, οι πολιτικές παρατάξεις που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα είχαν καταλάβει η καθεμιά έναν σαφώς προσδιορισμένο χώρο. Η Δεξιά με την εθνικοφροσύνη και τον βασιλισμό της λειτουργούσε ως οιονεί κάτοχος του κράτους και επεδίωκε ασφάλεια, «πειθαρχημένη ελευθερία» και καθοδηγημένη ανάπτυξη με σταθερό νόμισμα και εξαρτημένους από το κράτος επιχειρηματίες. Στην ουσία, συνέχιζε τις αξίες του αντιβενιζελισμού τις οποίες ο Γεώργιος Βλάχος είχε κωδικοποιήσει με τις εξής λέξεις: «Ζωή – τιμή – περιουσία – οικογένεια – πατρίδα – σημαία – εκκλησία – Στέμμα -στρατός -κοινοβούλιο – παράδοση – συνέχεια – ειρήνη», όπως αναφέρει ο Θ. Διαμαντόπουλος στο βιβλίο του «Βενιζελισμός». Το Κέντρο αξιοποιούσε εκλογικά την ανεκτικότητά του έναντι της Αριστεράς, προωθούσε τον πολιτικό εκδημοκρατισμό υπό τον έλεγχο του, με αντιβασιλικές αιχμές και διεκδικήσεις προσβάσεων στον κρατικό μηχανισμό. Η Αριστερά ζητούσε αμνηστία, κατάργηση του «παρα-συντάγματος», νομιμοποίησή της στην πολιτική ζωή και καλλιεργούσε αορίστως τη συλλογική ελπίδα του «Σοσιαλισμού» με τη βοήθεια της ΕΣΣΔ και του τρίτου κόσμου, υποστηρίζοντας γενικώς όλες τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων, ασχέτως συγκεκριμένων, αιτημάτων ως στάδιο που οδηγούσε στο στόχο αυτό. Μετά την πτώση της χούντας η οποία εξώθησε την εθνικοφροσύνη στον ύστατο «ελληνοχριστιανικό» παραλογισμό της καταργώντας ακόμη και τη μοναρχία, το σκηνικό άλλαξε ριζικά. Η ανανεωμένη Δεξιά ως «Νέα Δημοκρατία» μεθόδευσε την οριστική απαλλαγή της χώρας, όχι απλώς από τον συγκεκριμένο Βασιλέα αλλά από το θεσμό της μοναρχίας και νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Την εποχή της «σοσιαλμανίας» διετήρησε το κράτος ισχυρό, εψήφισε το 1975 ένα εντόνως πατερναλιστικό Σύνταγμα ενώ επέτυχε, χάρη στον Καραμανλή προσωπικώς, να βάλει τη χώρα στην ΕΟΚ, πράγμα που απεδείχθη η πιο φιλελεύθερη πράξη στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Περνώντας στην αντιπολίτευση, όταν την εξουσία κατέκτησε το ΠΑΣΟΚ, η παραδοσιακή Δεξιά άρχισε να φιλελευθεροποιείται αποφασιστικά υπό την ηγεσία του Κώστα Μητσοτάκη σε σημείο ώστε όταν τον Απρίλιο του 1990 ήρθε στην εξουσία και εξήγγειλε το πρόγραμμά της στη Βουλή, ο πολιτικός συντάκτης του «Βήματος» Ι.Κ. Πρετεντέρης να νιώσει την ανάγκη να γράψει:« Ένα είναι βέβαιον: η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξήγγειλε στη Βουλή —ούτε λίγο ούτε πολύ— τη ριζική αντιστροφή του μοντέλου κοινωνικής ανάπτυξης που ανεξαρτήτως κυβερνήσεων ακολουθείται στην Ελλάδα από την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη… Η στροφή στην ‘κοινωνία των ιδιωτών’ αποτελεί την καινοφανή —για τα ελληνικά μέτρα— κοινωνική πρόταση της Νέας Δημοκρατίας («Βήμα» 29.4.90).

Ο Καραμανλής μεθόδευσε την ελευθέρωση της Ελλάδος από τη χούντα, ο Μητσοτάκης εξήγγειλε την φιλελευθεροποίηση της. Το τρίπτυχο που εξήγγειλε: Αποκρατικοποίηση, πρωτείο του ατόμου, θυσίες με ελπίδα, διέγραψε αχνά έστω ένα νέο πρότυπο πολιτειακής σχέσεως ατόμου προς την εξουσία. Οι άλλες παρατάξεις υπέστησαν επίσης βαθιές αλλαγές. Το παραδοσιακό Κέντρο έχασε σιγά-σιγά το λόγο ύπαρξης του και απορροφήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία. Η παραδοσιακή Αριστερά συρρικνώθηκε, διασπάσθηκε, επανειλλημένως, λησμόνησε την επανάσταση και επεδόθη στην ηρωολατρεία, τα φεστιβάλ με ψήγματα αυτοκριτικής, συνδικαλιστική γυμναστική και αδιάκοπο φραστικό προβληματισμό με έμφαση στον «διάλογο» για το διάλογο. Το ιδανικό του Σοσιαλισμού και το θολότερο της «Αλλαγής» αμέσως («εδώ και τώρα») που μετεξελίχθηκε το 1990 σε «Μεταρρύθμιση», πέρασε στα χέρια του ΠΑΣΟΚ που συγχώνευσε αντιστασιακές και ανενδοτικές μνήμες, αντιδεξιά ρητορική και αντιαμερικανισμό, με κρατικοσοσιαλιστικό πρόγραμμα ευρύτατων παροχών σε «μη προνομιούχους» και καλλιέργεια στρωματικού ή παραταξιακού μίσους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Ελλάδα αρχίζει να γνωρίζει τις σύγχρονες φιλελεύθερες ιδέες, αν όχι ακόμη τη φιλελεύθερη πολιτική στην πράξη. Η ιδέα ότι είναι θεμιτό και χρήσιμο να προωθεί κανείς συννόμως ιδιωτικούς σκοπούς, απλώνεται αλλά σκοντάφτει στις παραδοσιακές ιδέες οικονομικού και κοινωνικού εθνικισμού, στη δαιμονολογία για τα «ξένα κέντρα δύναμης», τα μονοπώλια και τις πολυεθνικές καθώς και στην ωφελιμιστική, διεκδικητική κρατολατρεία που μεγιστοποιεί τον τομέα του «Πολιτικού» στην κοινωνική ζωή και ελαχιστοποιεί τον ρόλο της αγοράς. Ο φιλελευθερισμός βάλλεται τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών.

Αντιφιλελεύθεροι εκ δεξιών:
Τα μεγάλα κόμματα είναι κατ’ ανάγκην συνασπισμοί, έστω και αν στην Ελλάδα υπήρχε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ένα πολύ-πολύ μικρό κόμμα που αυτοαπεκαλείτο Συνασπισμός. Όσο περισσότεροι σκεπτόμενοι πολίτες στεγάζονται σε έναν πολιτικό σχηματισμό τόσο πιθανότερο είναι να συμπίπτουν μόνο σε βασικά ή στο βασικό και να σχηματίζουν ομάδες και ρεύματα σε όλα τα άλλα ζητήματα. Παλαιότερα, επικρατούσε η άποψη ότι η Δεξιά ήταν ως εκ της φύσεως της μονολιθική διότι το παρελθόν στο οποίο ελέγετο ότι στηρίζεται είναι θέσει ένα, ενώ η Αριστερά κατακερματίζεται διότι τα μέλλοντα είναι δυνάμει πολλαπλά και γεννούν πληθώρα αντίστοιχων κομματικών σχηματισμών. Σήμερα, παρελθόν είναι η Αριστερά, πράγμα που δεν έχει συμβάλλει στην ενοποίησή της, διότι πρόκειται για αποκρουστικό παρελθόν το οποίο αποκηρύσσουν κατά ποικίλους τρόπους και οι ίδιοι οι αριστεροί. Το παρόν, εξάλλου, αλλάζει τόσο γρήγορα ώστε ακόμη και ο πιο φανατικός συντηρητικός διστάζει σήμερα να θεωρήσει το παρελθόν ως απολύτως αξιόχρηστο πρότυπο. Έτσι, θα ήταν αδύνατον σήμερα να περιγράψει κανείς ένα μεγάλο συντηρητικό κοινοβουλευτικό κόμμα, όπως περιέγραψε το Λαϊκόν Κόμμα ο Γεώργιος Βλάχος σε ένα άρθρο του της 22-6-32 στην εφημερίδα «Καθημερινή» λέγοντας ότι: «Το Λαϊκόν Κόμμα είναι το κόμμα των παλαιών συνηθειών, των παλαιών μεθόδων, των παλαιών παραδόσεων, του κοινοβουλευτισμού, της νοικοκυρωσύνης, της τάξεως, με όλα τα αγαθά, όλα τα προτερήματα και όλα τα ελαττώματα αυτών των ιδιοτήτων του. Δεν θα κάμει μεγάλην πολιτική, αλλά δεν θα πληρώσει και τας συνεπείας τας μεγάλας και δυσβαστάκτους» (Γ. Βλάχου «Πολιτικά άρθρα», σελ. 50). Η εμμονή στην παράδοση, την νοικοκυρωσύνη, την τάξη δεν εξέλιπε βέβαια αλλά η ένταξη της Ελλάδος, όχι απλώς στην ΕΟΚ αλλά στη διεθνή αγορά, απαιτεί κυρίως πνεύμα καινοτομίας και ελευθέρωση των πρωτοβουλιών, όχι τόσο εξύμνηση των πατροπαράδοτων θεσμίων. Την στροφή αυτή ηματοδοτεί η αλλαγή προσανατολισμού του ελληνικού «κόμματος της παραδόσεως».

Υπό τη διοίκηση του φιλελεύθερου και βενιζελικού Κώστα Μητσοτάκη η «Νέα Δημοκρατία» με το πρόγραμμα που εξαγγέλει το 1987 αναδεικνύεται το πρώτο και ως τώρα μόνο ελληνικό κόμμα που υπόσχεται επισήμως να περιορίσει τους τομείς παρέμβασης του κράτους, ενώ ο αρχηγός του καταγγέλλει την έννοια του «πολιτικού κόστους», τάσσεται υπέρ της ισότητος ευκαιριών και δηλώνει ότι «το λάθος της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων ετών —λάθος που έκανε και η Νέα Δημοκρατία— είναι ότι δεν άφηνε τους κανόνες του ανταγωνισμού και της αγοράς να λειτουργήσουν» (Συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία» της 4-3-1987). Βεβαίως δεν εξαλείφθηκε από τη μια μέρα στην άλλη, το βεβαρυμένο κρατικιστικό παρελθόν ενός κόμματος που έως χθες εσεμνύνετο ότι είχε κρατικοποιήσει την Ολυμπιακή αεροπορία, τα διυλιστήρια του Ασπροπύργου, τις τράπεζες του Ανδρεάδη και τις αστικές συγκοινωνίες.

Υπεραπλουστεύοντας, μπορεί κανείς να πει ότι υπάρχουν δύο ιδεολογικές σχολές στους κόλπους της Ν.Δ. Η μία είναι η συνειδητά φιλελεύθερη. Η άλλη, τελείως «πραγματιστική», λέει ότι χρήσιμα και σωστά είναι όλα όσα ευνοούν την κατάληψη και διατήρηση της εξουσίας, χωρίς να έχει κλείσει τελείως τα αυτιά της στις κρατικιστικές σειρήνες του παρελθόντος. Τούτο βοήθησε τη συσπείρωση της Ν.Δ. διότι όταν οι πραγματιστές πείσθηκαν ότι η φιλελεύθερη ταμπέλα «τραβάει κόσμο» ως «κάτι καινούργιο», την δέχτηκαν υψώνοντάς την έστω προσωρινά ως ιδεολογική σημαία ευκαιρίας, επιφυλασσόμενοι να επανακαθορίσουν τη στάση τους εν ευθέτω χρόνω, βάσει της πατροπαράδοτης εμπειροτεχνικής αρχής του «βλέποντας και κάνοντας». Όταν η Ν.Δ. έγινε κυβέρνηση, ορισμένοι από τους μη-φιλελεύθερους προσπάθησαν να ακολουθήσουν και πάλι τα γνωστά πεπατημένα μονοπάτια των διορισμών, των «εξυπηρετήσεων» και της ημετεροκρατίας σε όλους τους τομείς, με παράλληλη ενδοτικότητα στις διεκδικήσεις συμπαθών τάξεων και ασκήσεως «λαϊκής» πολιτικής με επιδοτήσεις και «ικανοποίηση δικαίων λαϊκών αιτημάτων». Με έκπληξη και δυσαρέσκεια, ωστόσο, διεπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν πια χρήματα για εφαρμογή παρεμβατικής πολιτικής υπέρ οιουδήποτε. Το παλαιοκομματικό όχημα έμεινε από καύσιμα, προς μεγίστη αγανάκτηση των αδιόριστων «ημετέρων». Όσο διαρκεί αυτή η συγκυρία τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες εδραιώσεως της φιλελεύθερης αλλαγής στη διακυβέρνηση της Ελλάδος και θεσμοποίησης αξιοκρατικών διαδικασιών που θα καταστήσουν δύσκολη την υποτροπή της νόσου. Άλλωστε, από το 1993 θα στενέψουν ασφυκτικώς τα περιθώρια κρατικιστικής κραιπάλης και η ασυδοσία του «βλέποντας και κάνοντας», διότι η μεγάλη Ενιαία Αγορά θα συμβάλει να εξαλειφθούν οι θύλακοι της κρατικοπαρεμβατικής καθυστερήσεως στην Ευρώπη.

Ο Ανδριανόπουλος, στον οποίο ο ελληνικός φιλελευθερισμός οφείλει πολλά και για τις θαρραλέες ενδοκομματικές μάχες που έδωσε, διαπιστώνει («Η φιλελεύθερη ιδεολογία» σελ. 42) ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην παράταξη της λεγομένης δεξιάς «κανείς δεν αμφισβητούσε την κεντρική ‘λογική’ των αριστερών προτάσεων» («ο σοσιαλισμός στη θεωρία είναι σωστός»). Το ανήθικον της κερδοφορίας, η εγγενής αξία των «δημοσίων έργων», η ευγνωμοσύνη προς ένα κράτος που φροντίζει όλους και ιδιαιτέρως τους ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος, οδηγούσε στην κενή περιεχομένου δήλωση:

«Κι εγώ, στο βάθος, σοσιαλιστής είμαι». Η οικτρή αποτυχία του σοσιαλισμού, υπαρκτού, υπάρξαντος και ανυπάρκτου, έχει βεβαίως αναστρέψει τελείως το ρεύμα. Υπάρχει, όμως, πάντοτε ο κίνδυνος ένα κόμμα-συνασπισμός, όπως η Ν.Δ. που συγκεντρώνει στους κόλπους της εθνικόφρονες, πατερναλιστές, κρατικιστές, λαϊκιστές, αυταρχικούς, ακροδεξιούς, βασιλικούς και φιλελεύθερους, να θεωρήσει τον φιλελευθερισμό άλλον έναν παροδικό -ισμό του οποίου η μόδα θα περάσει, όπως πέρασε και η μόδα της «σοσιαλμανίας». Το εμπειροτεχνικό σύνθημα «βλέποντας και κάνοντας» παραμένει, αντιθέτως αιώνιο και δεν εκθέτει τον πολιτικό που το προβάλλει στον κίνδυνο να πρέπει να αυτοδιαψευσθεί. Τούτο είναι επικίνδυνο διότι παρ’όλον ότι ο φιλελευθερισμός δεν είναι υπόθεση ενός μόνον κόμματος, δεν είναι, ωστόσο, δυνατόν να παραβλεφθεί ότι η συγκροτημένη αντίληψη φιλελεύθερης πολιτικής διαμορφώθηκε μέσα στη Ν.Δ. κυρίως με τα βιβλία και άρθρα του Ανδριανόπουλου, τις παρεμβάσεις στη Βουλή και τις συνεντεύξεις του Μάνου, τις απόψεις του Παλαιοκρασσά, ορισμένα άρθρα του Σαμαρά, τις θέσεις της ΟΝΝΕΔ και βεβαίως την πολιτική σκέψη —εν μέρει και πράξη— του Μητσοτάκη προσωπικώς.

Οι αντιφιλελεύθεροι της Ν.Δ. έχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα. Κανείς τους δεν υποστηρίζει —μετά το 1989 τουλάχιστον— ότι το μεγάλο κράτος είναι καλό, ότι τα άτομα οφείλουν να ευγνωμονούν την Κυβέρνηση για την μέριμνα που τους προσφέρει και ότι το ρουσφέτι είναι θεμιτή πρακτική, όπως το θέλει ο Γιανναράς. Κανένας δεν αναμηρυκάζει τα φληναφήματα περί «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» ως υποχρεωτικής κρατικής ιδεολογίας για όλους τους Έλληνες. Κανένας δεν καταδικάζει την αξιοκρατία (αντιθέτως μάλιστα) και δεν υποστηρίζει ανοιχτά την «κομματική προτίμηση» στη διοίκηση αν και υπό το ιδεολόγημα της «δικαιοσύνης» ορισμένοι υπουργοί της Ν.Δ. επιδιώκουν να προωθήσουν «τα δικά μας τα παιδιά». Αυτό που υποστηρίζουν οι Έλληνες συντηρητικοί πολιτικοί στον τομέα των ιδεών είναι εξ υπαρχής κάπως αντιφατικό: Πρώτον, λένε, η Ν.Δ. δεν πιστεύει σε -ισμούς και δεύτερον —επιμένουν— ιδεολογία της Ν.Δ. είναι ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» όπως τον εξεπόνησε κάποτε κάποιο συνέδριο του κόμματος στη Χαλκιδική. Το επίθετο «ριζοσπαστικός», το οποίο ενίοτε υποκαθίσταται από το έτι σκοτεινότερον «κοινωνικός», χρησιμοποιήθηκε στην αρχή ως αντισύνθημα στο αίτημα του ΠΑΣΟΚ περί «Αλλαγής». Ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» πάντως δεν διαφορίσθηκε ποτέ με συνέπεια από τις απόψεις και πρακτικές του συντηρητισμού και προσδιοριζόταν οιονεί χωροταξικώς «μεταξύ του παραδοσιακού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού». Εκ των υστέρων οι αντιφιλελεύθεροι της Νέας Δημοκρατίας θεώρησαν το επίθετο «ριζοσπαστικός» —παρά κάθε κανόνα της γλωσσολογίας— ως σημαντικότερο από το ουσιαστικό φιλελευθερισμός αφήνοντας να νοηθεί ότι αποκαθιστούσε τη συνέχεια με την πάλαι ποτέ «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση» του Καραμανλή της οποίας η πολιτεία είχε έντονα κρατικοπατερναλιστικό χαρακτήρα. Όταν ο Μιλτιάδης Έβερτ εξεφράσθη για πολλοστή φορά κατά του «νεοφιλελευθερισμού» και υπέρ του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», ο Ανδριανόπουλος του απάντησε λέγοντας: «Ο φίλος μου ο Μίλτος καταδικάζει κάτι (τον νεοφιλελευθερισμό) που δεν έχει καταλάβει καλά, για να υιοθετήσει κάτι (ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό) που δεν έχει καταλάβει καθόλου («Νέα» 16-9-88).

Ο ίδιος πάντως ο Έβερτ, σε συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (2-12-89) διευκρίνισε τη θέση του ως εξής: «Είμαστε ένα φιλελεύθερο κόμμα αλλά είμαστε και ριζοσπάστες. Θέλουμε, π.χ.: την ιδιωτική πρωτοβουλία μέχρι του σημείου που ωφελεί και δεν βλάπτει. Βασική αρχή της Ν.Δ. είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική δημοκρατία χωρίς κοινωνική δημοκρατία. Πρέπει λοιπόν να ξαναπροβάλουμε με έμφαση την ιδεολογία του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, την οποία, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουμε ξεχάσει». Εάν στο περίεργο αυτό κείμενο μένει ασαφές το ποιος θα κρίνει το σημείο όπου αρχίζει να «βλάπτει» (ποιόν;) η ιδιωτική πρωτοβουλία ενώ η «κοινωνική δημοκρατία» μένει ως έννοια εξίσου σκοτεινή με τον ριζοσπαστισμό, τούτο δεν οφείλεται καθόλου σε ιδεολογική ανεπάρκεια του Έβερτ. Ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, άγνωστος διεθνώς, δεν έχει βρει ως τώρα τον Έλληνα θεωρητικό του διότι η απλή προσήλωση στο πρόσωπο του Καραμανλή και η αναπόληση των ημερών του δεν θεμελιώνουν βέβαια πολιτική θεωρία. Ο ίδιος ο Μ. Έβερτ γίνεται σαφέστερος πάντως όταν σε άρθρο του στην «Ετήσια Έκδοση της “Καθημερινής” του Απριλίου 1990» αφού επισημάνει φιλελευθέρως ότι «η εκτίμηση για το ρόλο των τιμών και των ελευθέρων αγορών έχει αυξηθεί σημαντικά», προσθέτει τα εξής κρατικοπαρεμβατικώς «ριζοσπαστικά»: «Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουμε τις αγορές να διαμορφώνουν ελεύθερα τιμές όταν αυτό δημιουργεί κοινωνικά προβλήματα». Η διατύπωση είναι ακατανόητη. Κάθε αυξομείωση τιμών δημιουργεί προβλήματα σε κάποιους. Πώς θα «λυθούν» αυτά; Και τέλος, ποιοι είμαστε εμείς «που δεν πρέπει να αφήσουμε» να γίνει τούτο ή εκείνο; Παντογνώστες, εκ προοιμίου αγαθοποιά στοιχεία, άρχοντες εγνωσμένης ικανότητος και αποτελεσματικότητος περί το παρεμβαίνειν, μεγάλοι σχεδιαστές, μεγάλοι διανομείς, μεγάλοι διορθωτές των «ατελειών» της αγοράς; Έστω, τέλος, ότι «εμείς» είμαστε σπουδαίοι. Τι εγγύηση υπάρχει ότι ο θεσμοποιημένος μηχανισμός παρεμβάσεως, το Υπουρ-γείο Εμπορίου και οι διατιμήσεις που επιβάλλει, το Υπουργείο Βιομηχανίας και οι άδειες που χορηγεί, το Υπουργείο Παιδείας και οι υπάλληλοι που προσλαμβάνει δεν θα περάσουν κάποτε σε άλλα χέρια, του Αρσένη φερ’ ειπείν ή του Πάγκαλου ή του Κεδίκογλου ή ακόμη και του Κουρή ή του Κουλούρη;

Σε ένα δεύτερο στάδιο, οι ριζοσπάστες ξεχνούν τα πρότυπα και εμφανίζονται «αντιδογματικοί», με αποσκευές που ενίοτε περιέχουν άλλοτε λίγα απ’ όλα (ακόμη και σοσιαλμανία) και άλλοτε τίποτα («δεν χρειάζονται θεωρίες, μόνο πρακτικό μυαλό»). Ακο-λουθεί επίθεση κατά των «νεοφιλελεύθερων» χωρίς ποτέ να παραλείπεται το πρόθεμα «νεο-», διότι τούτο επιτρέπει στους φιλελευθερομάχους να περισώσουν τον φιλελευθερισμό καθ’ εαυτόν (ιδίως όταν συνδέεται με τον ριζοσπαστισμό), ως κάτι καλό που απειλείται τάχα από την νεο-εκδοχή του. Οι «νεοφιλελεύθεροι» κατηγορούνται λοιπόν ως οπαδοί μιας «εισαγόμενης» ιδεολογίας ως θεωρητικολογούντες, ξενοσπουδαγμένοι και ύποπτοι συμπαθείας, άλλοτε προς την αριστερά και άλλοτε προς το κεφάλαιο, ως άνθρωποι που αγνοούν το «λαϊκό» στοιχείο (έμμεση αναφορά εδώ στο Λαϊκόν Κόμμα) την ανάγκη «κοινωνικής δικαιοσύνης» και κρατικής θαλπωρής που διακατέχει τον ανασφαλή Έλληνα, ή —κατά αντιφατικό τρόπο— την ανάγκη χαλιναγώγησης της ασυδοσίας του («μωρέ άκου που σου λέω, βούρδουλα θέλει ο Ρωμιός»), ελέγχου της πνευματικής του τροφής και των πληροφοριών που του δίδονται. Η στάση αυτή υπολαμβάνει ότι τα εγγενώς ατίθασα και αφερέγγυα άτομα που δεν σέβονται τους «ταγούς» χρειάζονται κυβέρνηση που να μη σέβεται κανέναν και να χειραγωγεί όλους οτέ μεν ως τροφός αντιλήπτωρ οτέ δε ως χωροφύλαξ. Το αντιφιλελεύθερο κατηγορητήριο εκ δεξιών καταλήγει συνήθως με παραινέσεις για «βελτίωση» του κράτους ώστε αυτό να ανταποκρίνεται «καλύτερα» στην αποστολή του όπως την ορίζει το Σύνταγμα, το συνέδριο της Χαλκιδικής και οι ίδιοι.

Σε ένα νευρώδες άρθρο του στη «Μεσημβρινή» της 7-2-84 με τον τίτλο «Η ανανέωση και οι εχθροί της», ο Ανδριανόπουλος επιχειρεί να καταπολεμήσει το κλίμα ζόφου που επικρατούσε τότε στη Ν.Δ. μετά την εκλογική ήττα του 1981 και υπεραμύνεται σθεναρώς των φιλελευθέρων ιδεών. Καταγγέλλει με πάθος τους παλαιοσυντηρητικούς «κατ’ επάγγελμα σκοταδιστές και ιδεοθάφτες» οι οποίοι κατηγόρησαν την «ανανέωση» στη Ν.Δ. ως «φιλοαριστερή και σοσιαλίζουσα», ενώ ειρωνεύεται τις «φωνούλες» που ξεπετάχτηκαν και μίλησαν για «λαό και Κολωνάκι». Χρησιμοποιώντας αρκετό σαρκασμό προσθέτει: «Η ανανέωση, έλεγε ουσιαστικά το μήνυμα τους, δεν μπορεί παρά να είναι ψευδεπίγραφη αφού δεν προβάλλεται από κακοζωισμένους ημιμαθείς και κοινωνικά κομπλεξικούς χούλιγκανς της πολιτικής». Η οργή αυτή ενός ανθρώπου ο οποίος αντί διαλόγου αντιμετώπισε οχετό επιθέσεων για τις νέες ιδέες που υπερασπίστηκε με συνέπεια και σεμνότητα, ερμηνεύεται από το πολιτικό κλίμα της ήττας της Ν.Δ. όπου ορισμένα στελέχη της φοβήθηκαν ότι εάν επικρατούσαν οι φιλελεύθερες ιδέες στο χώρο τους, οι ίδιοι, που μόλις είχαν χάσει την εξουσία, θα έχαναν και τον λόγο υπάρξεώς τους εάν και όταν την αποκτούσε ποτέ το «ανανεωμένο» κόμμα τους. Ο Ανδριανόπουλος αντίθετα τους εξηγούσε, μη ακουόμενος τότε, ότι χωρίς ριζική διαφοροποίηση από την κρατικιστική πρακτική η Ν.Δ. δεν θα μπορούσε ποτέ να διεξαγάγει πειστική αντιπολίτευση στον κρατικοσοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ και να ανακαταλάβει την εξουσία. Ο Ανδριανόπουλος δικαιώθηκε βέβαια απολύτως από τις εξελίξεις αλλά κανείς από τους τότε κραυγαλέους κατηγόρους του δεν του το αναγνωρίζει σήμερα. Περνώντας στην αντεπίθεση, ο θαρραλέος αυτός φιλελεύθερος πολιτικός ζητούσε όπως η Ν.Δ. δεσμευθεί στην «απόλυτη τήρηση της αξιοκρατίας… στην επάνδρωση του κρατικού μηχανισμού» και τόνιζε ότι ο ανανεωμένος φιλελευθερισμός «δεν αποβλέπει στην αντικατάσταση των πράσινων κλαδικών από τις γαλάζιες», άποψη που έχει έκτοτε γίνει επίσημη γραμμή της Ν.Δ. στη θεωρία, αν όχι πάντοτε στην πράξη.

Σε ένα ολιγώτερο οργισμένο άρθρο του στην «Καθημερινή» (23-3-84) ο Ανδριανόπουλος εξηγεί ότι ο περιορισμός του κράτους και η ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους της οικονομίας «θα εξαφανίσει τη ρουσφετολογία και τη χρησιμοποίηση του δημοσίου ως μέσου ικανοποίησης των πελατειακών αναγκών των κομμάτων». Προειδοποιεί δε έναντι του μεγάλου κινδύνου που συνιστά η «μέθη της εξουσίας που κυριεύει κάθε κυβέρνηση μέσα από τις εκτεταμένες αρμοδιότητες του δημοσίου». Πιο αθυρόστομος, ο φιλελεύθερος δημοσιολόγος Κ. Λούλης («Μεσημβρινή» 21-11-83) δεν διστάζει να πει ότι με τη «διαστρέβλωση» του όρου «ριζοσπαστικός», οι παλαιοσυντηρητικοί προσπαθούν να διασώσουν το μεγάλο κράτος υπό τον όρο φυσικά ότι θα το διαχειρίζονται (σε άρθρο της 9-4-84 χρησιμοποιεί τον βαρύτερο όρο «νέμονται») οι ίδιοι. «Ο παλαιοσυντηρητισμός —γράφει— στο όνομα του «πραγματισμού» και του «εμπειρισμού» δεν έχει ουσιαστικά καταφατικές ιδέες και γι’ αυτό υποχωρεί χωρίς δυσκολία στους πειρασμούς του κρατικισμού». Αντιθέτως, εξηγεί, η φιλελεύθερη επιλογή καταδικάζει απεριόριστα «παλαιοσυντηρητικές καταβολές πατρωνείας, ρουσφετολογίας ‘ημετέρων’ και μη-αξιοκρατικής συμπεριφοράς». Στο άρθρο του στη «Μεσημβρινή» της 9-4-84, στρέφει το επίθετο «ριζοσπαστικός» εναντίον των κρατικιστικών, λέγοντας ότι «ο φιλελευθερισμός στον τόπο μας… θα είναι αληθινά ριζοσπαστικός στο βαθμό που θα είναι τολμηρά αντικρατικιστικός». Μια ανάλογη ερμηνεία του επιθέτου ριζοσπαστικός, υπό την έννοια του ριζοτόμου επιχειρεί και ο κ. Ανδριανόπουλος αλλά οι αντιφιλελεύθεροι της Δεξιάς δεν ενδιαφέρονται για ακριβολογία ούτε για «θεωρίες».
Όχι όλοι ωστόσο. Υπήρξε μεταξύ των στελεχών της Ν.Δ. και κάποιος που φιλοδόξησε να γίνει ο θεωρητικός του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού. Έτσι, σε συνέντευξη του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (26-2-88) ο Θ. Κανελλόπουλος ισχυρίζεται ότι το επίθετο «ριζοσπαστικός» προσθέτει στον φιλελευθερισμό της «Νέας Δημοκρατίας», κάτι το οποίο αποκαλεί «κοινωνική δικαιοσύνη», κάτι το οποίον εμποδίζει τη συγκρότηση «μονοπωλιακών καταστάσεων», και συγκέντρωση δυνάμεως όπου κατ’ αυτόν «οδηγεί ο σκέτος φιλελευθερισμός». Πώς επιτυγχάνονται όλα αυτά με ένα επίθετο; Μα βεβαίως με τη σωτήρια παρέμβαση του κράτους, εξηγεί ο Κανελλόπουλος, καθώς «ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός δέχεται τόση ελευθερία όση είναι δυνατή, τόση παρέμβαση όση είναι αναγκαία» — κατά την κρίση βεβαίως του παρεμβαίνοντος. Ωστόσο, δεν υπάρχει διεθνώς παράδειγμα πολιτικών ανδρών ή στοχαστών που να είναι υπέρ της κρατικής παρεμβάσεως όταν αυτή δεν είναι κατά την κρίση τους αναγκαία. Πρόκειται για την διατύπωση, επί το κομψότερον, της πατροπαράδοτης αρχής του «βλέποντας και κάνοντας». Για να μη φαντασθεί δε κανείς ότι η εξαγγελλόμενη παρέμβαση θα αφορά λεπτομέρειες, ο ίδιος σπεύδει να διευκρινίσει ότι «το κράτος θα επεμβαίνει… όχι μόνο για την αναδιανομή αλλά για την διανομή του εισοδήματος». Τούτο επαναλαμβάνει μετά ένα έτος περίπου στη «Μεσημβρινή» (27-1-89) σε μια πολύστηλη επίθεση του κατά των φιλελευθέρων στοιχείων του προγράμματος της Ν.Δ., όπου μέμφεται εμμέσως την φιλελεύθερη ηγεσία του κόμματος διότι δεν περιλαμβάνει στο πρόγραμμα «χωριστό κεφάλαιο για την κοινωνική δικαιοσύνη», βασικό μέτρο της οποίας είναι, λέει, «η επέμβαση του κράτους, όχι μόνο στη φάση σχηματισμού εισοδήματος, δηλαδή στη διαδικασία διανομής αλλά στη φάση μετά το σχηματισμό, δηλαδή στη διαδικασία αναδιανομής». Το κράτος που ονειρεύεται ο Κανελλόπουλος διανέμει και αναδιανέμει κατά το δικό του δοκούν ένα εισόδημα το οποίο ωστόσο κερδίζουν οι ιδιώτες με τον ιδρώτα του προσώπου τους ή έστω με την επένδυση του αποταμιεύματός τους, πάντως με τις δικές τους δυνάμεις, με δικούς τους πόρους, δική τους ευθύνη και δική τους διακινδύνευση. Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό που προτείνει ο Κανελλόπουλος χωρίς δέσμευση περιουσιών ή κρατικοκοποίηση όλων των πηγών εισοδήματος;

Για να διαπιστώσει πάντως κανείς την ολομέτωπη επίθεση εκ δεξιών κατά του φιλελευθερισμού, θα πρέπει να εντρυφήσει στα άρθρα του Αναστάση Παπαληγούρα ο οποίος στηλιτεύοντας —και αυτός— τον «νεοφιλελευθερισμό» γενικώς ως «εισαγόμενη μόδα» («Μεσημβρινή» 21-1-86) και ειδικώς ως «ξένη υπερκατασκευή με δανεισμένες από την Εσπερία θέσεις και συνταγές, αδιάφορο αν συμβαίνει πρόδηλα να είναι αντιλαϊκές και αντικοινωνικές», ισχυρίζεται ότι η Ν.Δ. «εξακολουθεί να θεωρεί την ελευθερία στρεβλή χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη» (Σ.Σ. χωρίς φυσικά να ερμηνεύει ούτε τον ένα όρο ούτε τον άλλο) «…εξακολουθεί να αρνείται τη θυσία των ασθενέστερων στο βωμό της μονόπλευρης ανάπτυξης». (Σ.Σ. που είναι τάχα γνώρισμα του σκέτου φιλελευθερισμού και υποτίθεται ότι αποσοβείται με την ποδηγέτηση της ανάπτυξης από το κράτος έτσι ώστε αυτή να είναι ‘πολύπλευρη’) «…εξακολουθεί να αντιδρά… στο προπετές δόγμα ότι ‘το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό’ (Σ.Σ. που δεν είναι δόγμα κανενός αλλά σκέτη ανοησία την οποία έχουν εγκαταλείψει εσχάτως ακόμη και οι κρατικοσοσιαλιστές επινοητές της) και …εξακολουθεί να απορρίπτει την μετατροπή του κόμματος ολοκλήρου του λαού σε Ηρακλή μιας τάξης» (Σ.Σ. ποιάς ακριβώς δεν το διευκρινίζει, τη στιγμή που οι ίδιοι οι μαρξιστές είχαν από τότε αρχίσει να εγκαταλείπουν το ιδεολόγημα κοινωνικών τάξεων οι οποίες χρειάζονται κόμματα πρωτοπορείας ή Ηρακλείς). Συμπληρώνοντας το αντιφιλελεύθερο αυτό παραλήρημα ζητάει βέβαια και αυτός με τη σειρά του από το επικείμενο τότε συνέδριο της Ν.Δ. να διαλύσει τη «νεοφιλελευθεριάζουσα σύγχυση» και να επαναδιακηρύξει την πίστη της Ν.Δ. «στον κοινωνικά ευαίσθητο ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό». Λίγους μήνες πριν, στην «Καθημερινή» (17-11-85) είχε διακηρύξει την ριζοσπαστικώς φιλελεύθερη θέση ότι η Ν.Δ. «δεν είναι νεοφιλελεύθερη… ούτε δικαούται να είναι». Ο λόγος είναι κατ’ αυτόν ότι «ο χαρακτήρας του Έλληνος δεν είναι ανυπότακτος και ατομικιστής αλλά θέλει ένα Κράτος φύλακα-άγγελο». Έτσι, η πολιτική συζήτηση ξέπεσε σε χαράκτηρολογία. Μετριάζοντας τον τόνο του εξηγεί κατόπιν ότι για να γίνει ο όρος νεοφιλελευθερισμός «αποδεκτός» (προφανώς από τον ίδιο) θα πρέπει να συνδυασθεί με «δικαιότερη μοιρασιά της πίττας» (που ανήκει σε ποιον αλήθεια για να τη μοιράζει;) και να «μην απαιτεί μονότονα λιγότερο κράτος». Γιατί; Διότι όπως λέει «για μας» (Σ.Σ. ποιους εμάς;) «το κράτος μπορεί και πρέπει να παρεμβαίνει κατευθύνοντας τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα… μπορεί και πρέπει να αναλαμβάνει επιχειρηματική δραστηριότητα». Η Ν.Δ. ωστόσο δεν πειθάρχησε στα κελεύσματά του και υιοθέτησε ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα φιλελεύθερο πρόγραμμα χωρίς την «ριζοσπαστική» συμβολή του Αναστάση Παπαληγούρα.

Ενδιαφέρον έχει ότι σε νέο άρθρο του στην «Καθημερινή» (3-5-87) υπερασπίζεται πια, όχι μόνο το κράτος γενικώς, αλλά το ελληνικό κράτος ειδικώς το οποίο —λέει— «αποτελούσε κατά παράδοση» ένα είδος «εγγυητικής επιστολής για την ανάπτυξη» και που σήμερα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ ενόψει της «κρίσεως που αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας» λόγω «ατροφίας και αναπηρίας της αγοράς». Όπως όλοι οι γνήσιοι κρατικιστές ο Παπαληγούρας δεν εξηγεί γιατί η αναπηρία της αγοράς θεραπεύεται από την κρατική παρέμβαση. Τι έχει ποτέ αποδείξει ότι ξέρει και μπορεί το κράτος που δεν το ξέρει και δεν το μπορεί η αγορά; Το ζητούμενο γι’ αυτόν είναι να «δουλέψει το κράτος» και «να διατηρήσει παρεμβατικό ρόλο» μεταξύ άλλων για να αποτρέψει «μονοπωλιακές τακτικές» (πλην των κρατικών βεβαίως). Τέλος, προστίθεται και ολίγος ασυμπλεγμάτιστος προστατευτισμός παρελθόντων ετών καθότι, λέει, «σεβαστός και επιθυμητός είναι ο προστατευτικός ρόλος του κράτους για τις εθνικές παραγωγικές δυνάμεις έναντι του διεθνούς περιβάλλοντος» (αυτά γράφονται 7 χρόνια αφού ο πατέρας του συγγραφέως συνέβαλε αποφασιστικά για να μπει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα). Υπάρχει ωστόσο μια αλλαγή επί τα βελτίω. Είναι τέτοια πια η απήχηση των φιλελευθέρων ιδεών και στην Ελλάδα ώστε ακόμη και ο φιλελευθερομάχος Α. Παπαληγούρας φτάνει να δεχτεί στο ίδιο άρθρο ότι «σήμερα απαιτείται λιγότερο κράτος» και ζητεί όπως η «όποια προνομιακή… μεταχείριση δημοσίων επιχειρήσεων οριοθετηθεί επακριβώς». Κάτι είναι κι αυτό, διότι παλαιότερα θεωρούσε την —«μονότονη»— εμμονή στο λιγότερο κράτος εσφαλμένη και την προνομιακή μεταχείριση των ΔΕΚΟ δεδομένη χωρίς να.απαιτεί «οριοθέτησή» της. Επίσης, το 1987 ζητά από την Ν.Δ. «νέα σύνθεση αρχών» μέσα «στο ευρύ πλαίσιο του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», ενώ το 1985 ζητούσε νέτη-σκέτη εφαρμογή του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού ξορκίζοντας το μίασμα του «νεοφιλελευθερισμού». Καταδικάζει βέβαια και πάλι τελετουργικώς «κάποιες άκρατες θέσεις» μέσα στο κόμμα καθώς και τα «εκκωφαντικά νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα και συνθήματα» τα οποία —λέει— «προκαλούν αμηχανία στον οπαδό του κόμματος» αλλά το αντιφιλελεύθερο μένος τού 1985 έχει αισθητώς κοπάσει το 1987. Η περιπέτεια διαγραφής και επανεγγραφής του στη Ν.Δ. φαίνεται να λειτούργησε καταπραϋντικώς ως προς την οργή του κατά των εισαγομένων ιδεών.

Σε ελαφρότερο τόνο και με αρκετό σαρκασμό επιτίθεται στον «νεοφιλελευθερισμό» και ο ανιψιός του Καραμανλή Μιχάλης Λιάπης της Ν.Δ. («Ελευθεροτυπία» 26-7-87), θεωρώντας τον εξίσου απορριπτέο με τον σοσιαλισμό και γράφοντας τα εξής: «Νεοφιλελευθερισμός. και Σοσιαλισμός. Ενέσεις ελεύθερης αγοράς ο ένας, με ιδιωτικοποιήσεις, ανεξέλεγκτα κέρδη, ανταγωνισμούς, καταργήσεις φόρων, Αντιβίωση ο άλλος με αποκεντρώσεις, κοινωνικές συμμετοχές, εκδημοκρατισμούς και πολύ-πολύ κράτος (βλ. κόμμα)». Αυτά τα ανεξέλεγκτα κέρδη δεν αναφέρονται τυχαία. Πάγιο αίτημα του νεοελληνικού λαϊκισμού, ανεξαρτήτως κομμάτων, είναι να ελέγχει τα κέρδη των «πετυχημένων». Υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που χάνουν τον ύπνο τους, διότι κάποιοι άλλοι κερδοφορούν χωρίς «έλεγχο». Ο Κουλούρης του ΠΑΣΟΚ, φερ’ ειπείν, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» (20-9-87) λίγες μόνο μέρες μετά την ομιλία του κ. Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη υπέρ της ανάγκης κερδοφορίας των επιχειρήσεων ενόψει του 1992, προλέγει ότι «το μεγάλο κεφάλαιο… ιδιαίτερα μετά το 1992… θα κυριαρχήσει στην εγχώρια αγορά… Με την ελεύθερη αγορά, με την ελεύθερη οικονομία χωρίς έλεγχο θα έχουμε μετατροπή του κέρδους σε υπερκέρδος, με αποτέλεσμα η διαφορά αυτή να αφαιρείται από το εισόδημα των εργαζομένων και των καταναλωτών». Η παλαιά άποψη την οποία υποστηρίζουν και σοβαρότεροι του Κουλούρη ότι τα κέρδη αφαιρούνται από κάπου και για τούτο πρέπει να «ελέγχονται» βρίσκει μεγάλη απήχηση στον λαϊκιστικό λόγο στον τόπο μας, όπου μόνον οι ζημίες φαίνεται να είναι κοινωνικά και πολιτικά ανεκτές και μπορούν γι’ αυτό να μένουν ανεξέλεγκτες.

Το άλλο στοιχείο του λαϊκισμού, το οποίο χαρακτηρίζει και τη σκέψη του Γιάνναρου («Η αριστερά μετά το 89» σελ. 23), είναι η καχυποψία έναντι των νέων ιδεών υπό το πρόσχημα ότι αυτές έρχονται από το εξωτερικό. Ούτε σ’ αυτόν τον τομέα υστερεί ο Λιάπης που επανέρχεται και αυτός στο επιχείρημα ότι ο «νεοφιλελευθερισμός» είναι «εισαγόμενος» με μια προσθήκη. Αναμιγνύει στην επίθεση του και το όνομα του θείου του: «Όταν κάποτε ρώτησα τον Καραμανλή —γράφει— για όλους αυτούς τους ξένους σοφούς, τους νεοφιλελεύθερους διανοούμενους, ο άνθρωπος έδειξε να τους αγνοεί. Πώς, λοιπόν, μπορέσαμε να κυβερνήσουμε χωρίς FRIEDMAN, SORMAN, CHICAGO BOYS κ.ά.;». Η τελευταία αυτή παράγραφος του άρθρου αρχίζει με την ορθότατη παραίνεση προς εαυτόν: «Ας σοβαρευτούμε». Η ανάμιξη του ονόματος του θείου του σ’ αυτή την αμφιλογία είναι πάντως αδικαίωτη. Ο Καραμανλής άνοιξε το δρόμο για να γίνει η Ελλάδα φιλελεύθερη, βάζοντάς την σχεδόν με το ζόρι στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Με την σοφή αλλά απλή αυτή κίνηση, έριξε τους Έλληνες στα βαθιά νερά του ανταγωνισμού, λέγοντάς τους «Κολυμπήστε ή πνιγήτε» (δική του η έκφραση). Αν ρωτούσε σχετικώς ο ανιψιός τον θειο, θα επληροφορείτο σε απλά Ελληνικά την αξία του ανταγωνισμού που είναι το θεμέλιο του φιλελευθερισμού. Επειδή όμως ανάγκα και ανιψιοί πείθονται, ιδού ο Λιάπης σε προεκλκογική του ομιλία στην τοπική οργάνωση Τούφας Χαλανδρίου, περίληψη της οποίας δημοσιεύει η «Ελευθεροτυπία» (7-3-89), να εκστομίζει πια και αυτός, αρκετά φιλελεύθερες κουβέντες. Ζητάει έτσι «γνήσιο ελεύθερο αναπτυξιακό πρόγραμμα» όπου η «ιδιωτική πρωτοβουλία θα πάρει πάλι τον πρωτεύοντα ρόλο της ανάκαμψης» με «περιορισμό παράλληλα του κράτους…». Βέβαια, δεν παραλείπει να ζητήσει κράτος που θα «εγγυάται τη δικαιότερη κατανομή εισοδήματος» αλλά όπως και στην περίπτωση Παπαληγούρα, ο τόνος έχει σαφώς αλλάξει προς το πιο φιλελεύθερο. Τον Ιανουάριο του 1990, μιλώντας στην Άνω Γλυφάδα, λέει απερίφραστα ότι «το μέγα πλεονέκτημα που μπορεί να αξιοποιήσει η Ν.Δ. στη μάχη για την κατάκτηση της αυτοδυναμίας είναι η φιλελεύθερη της ιδεολογία» («Καθημερινή» 9-1-1990). Ουδεμία πλέον μνεία «ριζοσπαστισμού» ή «κοινωνικής δικαιοσύνης» θεωρείται αναγκαία.

Η γοητεία πάντως που ασκεί σε στελέχη της Νέας Δημοκρατίας ο κρατικός δρόμος προς την ανάπτυξη, δεν είναι ανεξήγητη, διότι υπό την καθοδήγηση της Δεξιάς, το κράτος στην Ελλάδα σημείωσε επιτυχίες καθόλου ευκαταφρόνητες. Σε σύγκριση με χώρες της Λατινικής Αμερικής που έγιναν ανεξάρτητες την ίδια περίπου εποχή με την Ελλάδα, δεν πέρασαν από πολέμους και καταστροφές και είναι σήμερα βουτηγμένες στα χρέη και στην καθυστέρηση, η Ελλάδα βγήκε σχετικά σύντομα από την υπανάπτυξη. Ορισμένοι τομείς της οικονομίας, όπως η ναυτιλία, απέκτησαν παγκόσμια εμβέλεια χάρις στην ιδιωτική πρωτοβουλία και μόνον, υπήρξε όμως εκσυγχρονισμός και στην ίδια την Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα, με κυβερνητική πρωτοβουλία και κρατική ευθύνη. Κοινωνική νομοθεσία υπήρξε. Η προστασία των εργαζομένων, ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η Κυριακή αργία, το 8ωρο, η ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας, η απόδοση χιλιάδων στρεμμάτων στην καλλιέργεια με εγγειοβελτιωτικά και αποστραγγιστικά έργα, η εξάλειψη της ελονοσίας και της φυματιώσεως δεν υπήρξαν αμελητέα επιτεύγματα μιας μικρής Βαλκανικής χώρας χωρίς ιδίους πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ενοποίησε τη χώρα και δημιούργησε προϋποθέσεις για την ανάπτυξη, μικρής έστω, εσωτερικής αγοράς την οποία εστήριξε.η Εθνική Τράπεζα, το Χρηματιστήριο και άλλοι «εισαγόμενοι» καπιταλιστικοί θεσμοί. Ο κρατικισμός των ελληνικών κυβερνήσεων δεν ανέστειλε την ιδιωτική πρωτοβουλία, έστω και αν δεν τη διευκόλυνε συνειδητά όπως συνέβη μετά τον πόλεμο στην Ταϊβάν, τη Σιγκαπούρη και τη Νότιο Κορέα.

Από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, πάντως, έως την αρχή της δεκαετίας του ’80, η μακρά διαχείριση της εξουσίας από την ίδια, ουσιαστικώς, παράταξη παρήγαγε ένα «ελληνικό θαύμα» μικρότερων ίσως διαστάσεων από το θαύμα της Ταϊβάν αλλά σημαντικό για τα ελληνικά δεδομένα. Χωρίς ανακάλυψη πετρελαίων, χρυσού ή αδαμαντοφόρων κοιτασμάτων, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα αυξήθηκε από 300 δολάρια το 1950 στα 4300 δολάρια το 1980 ενώ το ποσοστό αγροτικού πληθυσμού (άσφαλτο δείγμα εκσυγχρονισμού της οικονομίας μιας χώρας) μειώθηκε από το 60% του 1950 στο 28% του 1980. Η υποτίμηση του νομίσματος το 1953 και η ελευθέρωση των εισαγωγών οδήγησαν σε σταθερή ραγδαία ανάπτυξη με σταθερό νόμισμα, ασήμαντο πληθωρισμό και σχεδόν άγνωστη ανεργία (αλλά και ισχυρό ρεύμα μετανάστευσης) με περισσεύματα στον προϋ-πολογισμό, κατάργηση της χρυσοφιλίας, άνοδο καταθέσεων και εδραίωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της χώρας. Το «Ελληνικό θαύμα» υπήρξε και συνδέθηκε κυρίως με την πολιτική του Κ. Καραμανλή.
«Χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεταπολεμικής περιόδου —σημειώνει ο κ. Γ. Ράλλης— («Η αλήθεια για τους Έλληνες πολιτικούς», σελ. 22) είναι η μεγαλύτερη από άλλοτε παρέμβαση του κράτους στην οικονομία». Τούτο αληθεύει αλλά η παρέμβαση αυτή δεν συγκρούεται αρχικώς με την ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν την καταπνίγει, απλώς σε ορισμένες περιπτώσεις την υποκαθιστά σε μια χώρα με κατεστραμμένο το παραγωγικό της δυναμικό από τον πόλεμο, την Κατοχή και τον εμφύλιο. Το παρεμβατικό κράτος στα χέρια του Καραμανλή δεν ήταν άρθρο πίστεως και προϊόν θεωρίας, ήταν σύνολο μέτρων ανάγκης που δεν στραγγάλιζαν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Με αυτή την πολιτική, πραγματικώς ευέλικης παρέμβασης, με την αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και την σταθερότητα της δραχμής, το σχετικώς λειτουργικό (ακόμα) ελληνικό κράτος εκτελεί ποικίλα έργα αρδευτικά, αποστραγγιστικά, αντιπλημμυρικά, εγγειοβελτιωτικά, οδοποιίας, συχνά με αξιοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Φυσικά, κερδίζουν οι εργολάβοι (ως επί το πολύ «ημέτεροι») και ενδεχομένως χρηματίζονται «μεσάζοντες» αλλά το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: Το κράτος δεν χρησιμοποιεί πόρους για να χορηγεί επιδόματα και να δίνει παροχές, αλλά φτιάνει δρόμους, αναπλάθει και εξοπλίζει λιμάνια, ενισχύει τον τουρισμό, οργανώνει φεστιβάλ, ιδρύει τον EOT, βελτιώνει τις τηλεπικοινωνίες, δίνει κίνητρα σε επιχειρηματίες βιομηχάνους και κατασκευάζει και το ίδιο εργοστάσια εκεί που λείπουν τα ιδιωτικά κεφάλαια. Παράλληλα, προσελκύει και προστατεύει τις ξένες επενδύσεις, ενισχύει τη ναυτιλία δίνοντας κίνητρα για ύψωση της ελληνικής σημαίας και μεθοδεύει τη σύνδεση με την ΕΟΚ με την προοπτική εντάξεως που θα καταργήσει τον κρατικοπαρεμβατισμό και θα ζωογονήσει την αγορά. Φυσικά, όλες αυτές οι προσπάθειες συναντούν την λυσσώδη αντίδραση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς και γενικώς των «προοδευτικών δυνάμεων».

Ένα τόσο ακτιβιστικό κράτος, που δεν αντενεργεί προς την ιδιωτική πρωτοβουλία θυμίζει λίγο το πρότυπο ανάπτυξης της Σιγκαπούρης και της Νοτίου Κορέας χωρίς ωστόσο τη δικτατόρευση της κοινωνίας των πολιτών που παρατηρήθηκε στις χώρες της Άπω Ανατολής, χωρίς την καταστολή του συνδικαλισμού και τον περιορισμό των ελευθεριών του εκφράζεσθαι, του συνέρχεσθαι και του εκλέγειν. Φυσικό είναι λοιπόν ο πρωτεργάτης αυτής της εξέλιξης, ο Καραμανλής τον οποίο ο Γάλλος δημοσιογράφος Roger Massip χαρακτηρίζει «αυταρχικό δημοκράτη», να έχει κατ’ αρχήν ευνοϊκή στάση υπέρ της κρατικής παρεμβάσεως όπως την εγνώρισε και την εφάρμοσε ο ίδιος. «Αντίθετα με τη γνώμη που επικρατεί γενικά —γράφει ο Γερ. Αρσένης στο βιβλίο του «Πολιτική Κατάθεση», σελ. 162)— ο κ. Καραμανλής έχει έντονα παρεμβατική άποψη όσον αφορά το θέμα του δημόσιου τομέα και έτσι δεν είχα κανένα πρόβλημα να του εξηγήσω τις πρωτοβουλίες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας». Προφανώς, ο κ. Αρσένης δεν του ανέλυσε την άποψή του ότι οι επιχειρηματίες είναι άχρηστοι αν μη επιβλαβείς, ούτε την κρατικοσοσιαλιστική του φιλοσοφία για την βαθμιαία εξάλειψη του ιδιωτικού τομέα. Ο κρατικιστικός ακτιβισμός της Καραμανλικής περιόδου, σε αντίθεση με την λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ, άφησε έργο. Διέπλασε ωστόσο και νοοτροπίες που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα, όταν η κρατική παρέμβαση έχει πια αποδειχθεί ανασταλτικός παράγων σε μια Ελλάδα που θα πρέπει συντομότατα να ελευθερώσει πλήρως την οικονομία της.

Ιδού πώς στο πρόσωπο του Γεωργίου Ράλλη οι ζώσες εμπειρίες ενός «πετυχημένου κρατικισμού», στο στάδιο απογείωσης μιας οικονομίας υπό την διακυβέρνηση της Δεξιάς μπορούν να μετουσιωθούν σε αντιφιλελεύθερη πολιτική για το μέλλον. Ενδεικτικό του συντηρητικού προβληματισμού του με όρους του προχτές είναι το πρόγραμμα που προτείνει ο Ράλλης για τη Ν.Δ. την εποχή που αυτή βρίσκεται στην αντιπολίτευση, ενώ κυβερνά το ΠΑΣΟΚ. «Να προτείνουμε —εισηγείται ο τέως πρωθυπουργός— καθαρές και μελετημένες λύσεις για τα μόνιμα και τα αναφαινόμενα προβλήματα που απασχολούν τις διάφορες επαγγελματικές τάξεις» («Χωρίς προκατάληψη», σελ. 180). Η Ελλάδα όμως είχε φτάσει πια στο σημείο όπου η Κυβέρνηση δεν έπρεπε να «λύσει προβλήματα», αλλά μόνον να λύνει διαφορές. Από ένα σημείο και πέρα, οι «επαγγελματικές τάξεις» δεν καθοδηγούνται πια από μια υπάτη κυβερνητική αρχή. Ή κολυμπούν ή πνίγονται κατά την έκφραση του Καραμανλή. Αυτό που μπορούν να διεκδικήσουν —και που μια φιλελεύθερη κυβέρνηση πρέπει να τους εξασφαλίσει— είναι ελευθερία, σταθερό νόμισμα (μόνιμη φροντίδα του Καραμανλή) σταθερό φορολογικό καθεστώς, σαφείς κανόνες παιχνιδιού. Τίποτε άλλο. Το τι θα κάνουν από κει και πέρα ως τάξεις ή ως άτομα, είναι δική τους δουλειά. Κανείς πια δεν θα τους πει τι θα παράγουν, πώς θα το παράγουν και πόσο θα το πουλήσουν. Κανείς πλέον δεν θα δικαιούται να εμποδίζει τους Έλληνες να πλανώνται είτε επιχειρηματίες είναι είτε εργαζόμενοι, είτε απλώς ψηφοφόροι. Ο Ράλλης ορθώς ζητάει περιορισμό των κρατικών δαπανών αλλά εναποθέτει την εφαρμογή αυτής της πολιτικής στον πατριωτισμό των καθέκαστα υπουργών επισημαίνοντας ότι ευθύνες στον τομέα αυτό είχε και η δική του κυβέρνηση. «Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνούμε —τονίζει με τη συνήθη του ευθύτητα— ότι και εμείς οι ίδιοι πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 παρασυρθήκαμε από τη δημαγωγία της τότε αντιπολιτεύσεως και εγκρίναμε δαπάνες που δεν ήσαν απόλυτα αναγκαίες» (σελ. 202). Συνεχίζοντας λέει ότι δεν πρέπει «να υποθάλπεται η τάση προς μεγαλύτερες παροχές… προς μεγαλύτερη κατανάλωση και προς μεγαλύ-τερα κέρδη». Έχουμε εδώ το κρατικοπαρεμβατικό πατερναλιστικό κράτος σε όλη του τη δόξα, καθώς φιλοδοξεί να ρυθμίζει μισθούς, μεροκάματα, κατανάλωση, τιμές, ακόμη και τα κέρδη. Πώς να αυτενεργήσουν υπ’ αυτές τις συνθήκες οι πολίτες, πώς να συνηθίσουν να επενδύουν και να εργάζονται ακηδεμόνευτοι, μαθαίνοντας από τα δικά τους λάθη και αξιοποιώντας τις δικές τους επιτυχίες;
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ράλλης ζητάει όπως η κυβέρνηση της «μετασοσιαλιστικής λαίλαπας προσδιορίσει το ταχύτερο τα νέα όρια του ιδιωτικού τομέα». Ωσάν ο ιδιωτικός τομέας να πάσχει από ασάφεια ως προς τα όριά του και να πρέπει να προσφεύγει στις αρχές να του τα καθορίσουν. Προχωρώντας σε λεπτομέρειες, ο Ράλλης εξηγεί ότι η μετασοσιαλιστική κυβέρνηση θα πρέπει να ενδιαφερθεί για την «επιτάχυνση της εισαγωγής της σύγχρονης τεχνολογίας», πράγμα —λέει— που θα χρειαστεί «την αποφασιστική συνδρομή του ιδιωτικού τομέα στην προσπάθεια που έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να καταβάλει και το κράτος». Το κράτος, λοιπόν, να κάνει την προσπάθεια και οι ιδιώτες να το συνδράμουν. Πρόκειται για πλήρη αντιστροφή του φιλελεύθερου αιτήματος. Ωσάν να μην έφταναν όλα αυτά τα παραδοσιακώς κρατικιστικά, προστίθεται στο τέλος και ολίγος κορπορατισμός διότι θα πρέπει —λέει— να υπάρξει «πάγωμα τιμών» και «καθήλωση μισθών» (σελ. 201), να «θεσμοθετηθούν… .νέες γόνιμες μορφές συνεργασίας του ιδιωτικού και του κρατικού τομέα της οικονομίας» καθώς και να εγκαινιασθεί διαρκής διάλογος με τις παραγωγικές τάξεις στο πλαίσιο ενός Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Αναπτύξεως». Η αγορά απουσιάζει από αυτό το σχέδιο μετασοσιαλιστικής ανασυγκρότησης, για να μη μείνει δε η παραμικρή αμφιβολία ως προς το κορπορατιστικό περιεχόμενο αυτού του «διαλόγου» ο Ράλλης προτείνει όπως «οι παράγοντες της οικονομικής ζωής υιοθετήσουν μια συμφωνημένη ετήσια πολιτική για την πορεία της οικονομίας μας» (ibid σελ. 204). Η διάκριση αυτού του συστήματος από το κρατικοσοσιαλιστικό ιδεολόγημα του «στρατηγικού προγραμματισμού» του Γιάνναρου, δεν είναι εκ πρώτης όψεως ορατή.

Η πραγματική μετασοσιαλιστική κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν υιοθέτησε βέβαια τις συνταγές Ράλλη αλλά και δεν εφάρμοσε στο ακέραιο το προωθημένο φιλελεύθερο πρό-γραμμά της. Στο καίριο θέμα του περιορισμού των κρατικών δαπανών, η πρόοδος υπήρξε ασήμαντη, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν προχώρησαν, τα γραφειοκρατικά αντικίνητρα στην ανάπτυξη δεν αφαιρέθηκαν, ενώ οι παρεμβάσεις μειώθηκαν μεν αλλά δεν εξαλείφθηκαν. Οι φιλελεύθερες διακηρύξεις συγκρούσθηκαν έτσι με την μη-φιλελεύθερη (αλλά τουλάχιστον όχι αντιφιλελεύθερη) πρακτική. Η κυβέρνηση εφάρμοσε κατά τον Γ. Κύρτσο («Οικονομικός Ταχυδρόμος» 18-4-91) τον «ταμειακό φιλελευθερισμό» προσπαθώντας να καλύψει τα ελλείμματα κυρίως με την πάταξη της φοροδιαφυγής, όχι με περιορισμό των δαπανών. Η αποφασιστική φιλελεύθερη στροφή, ωστόσο, που επέβαλε η Θάτσερ στην Αγγλία, χωρίς να ορρωδήσει ούτε στιγμή μπροστά στην εξέγερση των πεπαλαιωμένων συνδικάτων, των αριστερών διανοουμένων και της αντιπολιτεύσεως, δεν σημειώθηκε στην Ελλάδα. Έτσι, το Δημόσιο εξακολουθεί να διαχειρίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το 60-70% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος, ο πληθωρισμός άρχισε μεν να πέφτει το 1991 αλλά με απελπιστικά βραδύ ρυθμό, και φυσικά η χώρα υστέρησε ως προς την θεσμική και οικονομική προετοιμασαία της για το «σοκ» του 1993. Παρ’ όλα αυτά, πρόοδος σημειώθηκε ιδίως στον τομέα των ιδεών καθώς η αντιφιλελεύθερη δημαγωγία μειώθηκε αισθητώς, ενώ ο θρίαμβος των φιλελευθέρων ιδεών διεθνώς έκλεισε πολλά αριστερά κρατικοπαρεμβατικά στόματα στην Ελλάδα.

Αντιφιλελεύθεροι εξ αριστερών:
Η σαφέστερη, ρητότερη και πλέον απροσχημάτιστη επίθεση κατά του φιλελευθερισμού τα τελευταία χρόνια υπήρξε έργο του εκλιπόντος Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα ο οποίος στο απόγειο της δύναμής του ως οιονεί υπαρχηγός του ΠΑΣΟΚ έγραψε —ή έστω υπέγραψε— ένα καιρίας σημασίας και κρυστάλλινης διαύγειας άρθρο στο «Βήμα» της 26-7-88 με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Νεοφιλελευθερισμός: Μύθος και πραγματικότητα». Στο άρθρο αυτό διατυπώνεται εν πλήρη αθωότητα, επί λέξει και σε πρώτο πληθυντικό η εξής αποκαλυπτική φράση: «Προτείνουμε μια πολιτική που να οδηγήσει στην κατάργηση του ανταγωνισμού». Τα πράγματα εδώ λέγονται με το όνομα τους. Εάν το όλον ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιούσε πάντοτε τόσο καθαρό πολιτικό λόγο, η συζήτηση θα διευκολυνόταν σημαντικά. Η πρόθεση κατάργησης του ανταγωνισμού συμπληρώνεται με τη φράση: «Η σοσιαλιστική πρόταση αντιτίθεται τόσο στους νόμους της αγοράς όσο και στην κρατική γραφειοκρατία». Η αγορά κακοποιήθηκε βέβαια επαρκώς στα χέρια του Κουτσόγιωργα και των συντρόφων του αλλά η γραφειοκρατία —υπό την έννοια της αυξήσεως εμμίσθου προσωπικού μονίμων υπαλλήλων χωρίς απαίτηση έργου από αυτούς— θέριεψε.

Το όραμα έχει και μεσσιανικούς απόηχους: «Στόχος μας —διευκρινίζει— είναι η δημιουργία προϋποθέσεων εμφάνισης κοινωνικού ατόμου το οποίο απελευθερωμένο από τα δεσμά της ανασφάλειας που προκαλεί ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της Καπιταλιστικής Κοινωνίας, θα οικοδομήσει μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία». Δυστυχώς, ο θεωρητικός του ΠΑΣΟΚ δεν διευκρίνισε τι ακριβώς είναι αυτό το κοινωνικό άτομο, εάν προσδοκάται ότι όλοι ή μερικοί μόνον Έλληνες θα γίνουν κάποτε τέτοια άτομα, καθώς και το πώς ακριβώς θα προκύψει η ελεύθερη κοινωνία από την αλλαγή των ατόμων που θα πάψουν να είναι εγωιστές και θα γίνουν «κοινωνικοί». Η πρόταση Κουτσόγιωργα, που θυμίζει τον «νέο τύπου άνθρωπο» που είχε τάχα πλαστουργήσει ο Στάλιν, ενθουσίασε ακόμη και τον Πεπελάση, που διαβεβαιώνει τους αναγνώστες άρθρου του στο «Βήμα» (9-8-88) μνημονεύοντας ρητά το πόνημα Κουτσόγιωργα ότι «η σοσιαλιστική πρόταση είναι πάντα ελκυστική». Δεν διευκρινίζεται, ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ο υπαρχηγός του ΠΑΣΟΚ εσκόπευε το 1988 να «κοινωνικοποιήσει» τα άτομα, ύστερα από 7 χρόνια εξουσίας του «Κινήματος» όταν είχε ήδη από το 1985 εγκαταλείψει την σχετικά απλούστερη προσπάθεια κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής.

Τα φληναφήματα Κουτσόγιωργα θα ήταν αμελητέα εάν δεν εξέφραζαν μια υπαρκτή «ιδεολογία» που οδηγούσε σε συγκεκριμένο πόλεμο κατά των επιχειρηματιών και του κέρδους, υπό την καθοδήγηση Ελλήνων σοσιαλιστών ως ο Αρσένης, ο Πάγκαλος, ο Κατσανέβας, ο Κουτσόγιωργας, ο Κουλούρης, ο Κεδίκογλου και συχνά ο ίδιος ο Παπαν-δρέου. Η αντίληψη αυτή καλλιέργησε στα μέλη του ΠΑΣΟΚ την πεποίθηση ότι τα επίπεδα του χρέους, οι σπατάλες του δημοσίου και ο πληθωρισμός δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία. Η αντικαπιταλιστική ρητορική και πολιτική, διαβάλοντας την αρχή ότι η σύννομη προσπάθεια στην αγορά αποφέρει νόμιμες ωφέλειες, άνοιξε έτσι διάπλατα το δρόμο στον παράνομο πλουτισμό και την «λεηλασία της Ελλάδος». Ο ίδιος ο Παπανδρέου δεν έπαυσε να χρησιμοποιεί τη σοσιαλιστική γλώσσα, ακόμη και όταν έλεγε τα αντίθετα. Έτσι, μιλώντας στα εγκαίνια της Εκθέσεως θεσσαλονίκης, αφού τόνισε την αξία του κέρδους και την σημασία του ανταγωνισμού στον οποίο πρέπει να αναδειχθούν ισχυροί οι Έλληνες επιχειρηματίες, προσέθεσε τα εξής ακραιφνώς Κουτσογιωργικά: «Αυτό που προτείνουμε, ασφαλώς δεν έχει καμιά σχέση με το νεοφιλελευθερισμό. Όπου εφαρμόστηκε το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, στην πράξη στηρίχθηκε σε δύο βασικές στρατηγικές επιλογές. Από τη μια μεριά την ενίσχυση των περισσότερο ικανών, ή των περισσότερο τυχερών δίνοντάς τους κάθε ευκαιρία να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τους, έξω από οποιαδήποτε αλληλεγγύη με το κοινωνικό σύνολο. Και από την άλλη, την επίρριψη του κοινωνικού κόστους της οικονομικής αναπροσαρμογής σε όσους δεν έχουν τον τρόπο να αντισταθούν. Τι μέλλον όμως μπορεί να έχει μια κοινωνία, που έχει δομική της ανάγκη την ύπαρξη μιας μερίδας μόνιμα κερδισμένων και μιας άλλης μόνιμα χαμένων;». Ο Παπανδρέου δείχνει να μην έχει καταλάβει ότι ο φιλελευθερισμός δεν είναι υπέρ του κεφαλαίου ή υπέρ των «ικανών» αλλά υπέρ του ανταγωνισμού —τον οποίο υποτίθεται ότι επιθυμεί πλέον και ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Αλλαγής— ενώ συγχρόνως αποκρύβει την πάγια πρακτική του ΠΑΣΟΚ ως την διετύπωσε θαυμάσια εν τη αφέλεια του ο Κουτσόγιωργας που είναι απεριφράστως κατά του ανταγωνισμού.

Συμπληρωματικό στοιχείο αυτής της πολιτικής υπήρξε η προσπάθεια «μονίμως κερδισμένοι» να είναι κυρίως τα μέλη του «Κινήματος». Η καταγγελία του φιλελευθερισμού ως προμαχούντος υπέρ του «μεγάλου κεφαλαίου» υπογράφεται και από τον Λεωνίδα Κύρκο ο οποίος στο βιβλίο του «Ποια αριστερά» (σελ. 163) συνοψίζει την επίθεσή του κατά της Ν.Δ. λέγοντας ότι το κόμμα αυτό είναι υπέρ «της απόλυτης προτεραιότητας στην ιδιωτική πρωτοβουλία — δηλαδή σε όλες τις απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου». Αυτό το «δηλαδή» είναι εσφαλμένο, αδικαίωτο και παραπλανητικό. Η ταύτιση των όρων «ιδιωτική πρωτοβουλία» και «κεφαλαίου» (μεγάλου ή μικρού) είναι δημαγωγική. Πλήθος ιδιώτες δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτή τη συγκεκριμένη μορφή πρωτοβουλίας, για τη συγκρότηση δηλαδή κεφαλαίου, άλλοι συσπειρώνονται σε οργανώσεις για τη μεγιστοποίηση των αποδοχών τους (εργατικά σωματεία π.χ.) άλλοι τέλος απαρνούνται τα εγκόσμια και ζουν ασκητικώς καλλιεργώντας την τέχνη τους, τα χόμπυ τους ή τις φιλίες τους. Όλοι αυτοί εφαρμόζουν στην πράξη τη δική τους αντίληψη για το τι σημαίνει ιδιωτική πρωτοβουλία και προστατεύονται αποτελεσματικά σε μια πολιτεία συγκροτημένη βάσει φιλελευθέρων προδιαγραφών. Όσο για τους επιχειρηματίες, ο φιλελευθερισμός διασφαλίζει απολύτως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, είτε μεγάλο είναι το κεφάλαιο που διαχειρίζονται είτε μικρό, είτε ανύπαρκτο (ακόμα). Δεν θα ήταν πρακτικώς δυνατόν να θεσπίζονται κανόνες παιχνιδιού και νόμοι που θα ατονούν ξαφνικά πέραν ενός οριακού μεγέθους κεφαλαίου. Άλλωστε αν νομοθετούσε η πολιτεία προς αυτή την κατεύθυνση θα έπρεπε να θεσπίσει και ένα είδος ΑΤΑ επιχειρηματιών διότι ο πληθωρισμός μετατρέπει τάχιστα το μεγάλο κεφάλαιο σε μικρομεσαίο. Εάν βεβαίως ο Κύρκος εννοεί ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις να μεγαλώνουν, τούτο δοκιμάστηκε στην Ινδία με τα γνωστά οικτρά αποτελέσματα.

Ο φιλελευθερισμός ούτε βρίζει τους κεφαλαιοκράτες όπως ο Αρσένης, ούτε τους εκλιπαρεί να κάνουν επενδύσεις όπως ο Παπανδρέου, ούτε τους καταράται όπως ο Κύρκος. Τους υποχρεώνει, όχι δι’ αποφάσεως της πολιτείας, αλλά δια της εμπεδώσεως ανόθευτου ανταγωνισμού, να αυτοπειθαρχούνται, να αυτοελέγχονται και να αναπροσαρμόζονται στη μεταβαλλόμενη ζήτηση για να συνεχίσουν να κερδοφορούν εν ασφαλεία. Το τι θα κάνουν τα κέρδη τους είναι δική τους υπόθεση και μόνον. Από μια γνησίως φιλελεύθερη κυβέρνηση ο επιχειρηματίας δεν έχει να φοβάται διωγμούς αλλά ούτε και να προσδοκά εξιδιασμένη οικονομική προστασία ή αρωγή εις βάρος άλλων. Όταν ο Κύρκος εξαγγέλει ότι στόχος της Αριστεράς είναι «οι ανθρώπινες αξίες να νικήσουν το νόμο του κέρδους» (ibid σελ. 163) εκστομίζει λέξεις χωρίς κανένα απολύτως νόημα. Όλες οι ανθρώπινες αξίες είναι σεβαστές και μπορούν να ανθήσουν σε κλίμα ελευθερίας. Νόμος του κέρδους δεν υπάρχει, απλώς ορισμένοι άνθρωποι έχουν βάλει ως στόχο να κερδίζουν, νομίμως, χρήματα με άλλοτε άλλα αποτελέσματα όπως ο Κύρκος επεδίωκε να κερδίζει νομίμως ψήφους με μέτρια κατά κανόνα αποτελέσματα. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στο «κέρδος» και τις «ανθρώπινες αξίες» είναι υπόθεση προτιμήσεως ατόμων μόνο. Όπως δεν νοείται να εμποδίζει κανείς τον Κύρκο να συλλέγει ψήφους, έτσι δεν νοείται να θέλει αυτός να εμποδίζει τον οιονδήποτε ιδιώτη να κερδίζει χρήματα (νομίμως πάντοτε).

Έχοντας ισχυρισθεί—εσφαλμένως— ότι ο φιλελευθερισμός είναι απορριπτέος, διότι είναι «υπέρ του κεφαλαίου» ο κ. Λεωνίδας Κύρκος ισχυρίζεται επίσης στο ίδιο βιβλίο κάτι που ηχεί τελείως διαφορετικά. Ότι δηλαδή στην Ελλάδα το κεφάλαιο είναι κατά του φιλελευθερισμού. «Ο νεοφιλελευθερισμός, αποφαίνεται ο Κύρκος, είναι κυρίως πολιτική πρόταση, δεν ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Έλληνες επενδυτές δεν επιθυμούν αδρανές Κράτος» («Ποια Αριστερά», σελ. 106). Ευαισθησία στο «τι επιθυμούν» οι Έλληνες επενδυτές μπορεί βεβαίως να δείχνει όση θέλει ο Κύρκος. Ο φιλελευθερισμός όμως δεν έχει τέτοιες τρυφερότητες προς τους φορείς του κεφαλαίου. Προσωποποιώντας ακόμη περισσότερο το θέμα, ο Κύρκος σημειώνει ότι «υπάρχει ένας κύκλος νέων επιχειρηματιών… με πρόθεση να κάνει επενδύσεις σε ανταγωνιστικούς τομείς χωρίς όρους κρατικής προστασίας». Μακάρι να υπάρχει. Ο φιλελευθερισμός πάντως δεν θάλπει «νέα τζάκια» οιασδήποτε μορφής, απλώς καταργεί την προστασία και εδραιώνει τον σύννομο ανταγωνισμό.

Η άποψη του Κύρκου ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν θέλουν φιλελευθερισμό και κατοχυρωμένο ανταγωνισμό συνιστά ισχυρό επιχείρημα υπέρ και όχι κατά του φιλελευθερισμού, διότι τον καθιερώνει ως πολιτική γενικής ισχύος και όχι ως συντεχνιακό αίτημα ενός στρώματος κεφαλαιούχων. Η αμφιθυμία των επιχειρηματιών που θέλουν ενίοτε προστασία για τον εαυτό τους και κατάργηση κάθε προστασίας για όλους τους άλλους έχει άλλωστε επισημανθεί και πριν την διαπιστώσει ο Κύρκος στην Ελλάδα, από τον ‘Ανταμ Σμιθ και τον Μίλτον Φρήντμαν. Ήταν φυσικό να εμφανισθεί το φαινόμενο και στην Ελλάδα όπου οι κρατικές εύνοιες δίνονταν απλόχερα. Οι Έλληνες αντιφιλελεύθεροι της πάσης φύσεως Αριστεράς, πάντως, αντί να ονειδίζουν τους «κρατικούς βιομηχάνους» θα έπρεπε να τους συγχαίρουν διότι αυτοί με τη στάση τους υπονομεύουν τον καπιταλισμό, νοθεύουν ή καταργούν τον ανταγωνισμό, δικαιώνουν, στηρίζουν και προωθούν την κρατική παρέμβαση ανοίγοντας έτσι το δρόμο στο σοσιαλισμό όπου —κατά Κουτσόγιωργα— «η συνεργασία, η ισότητα και η αδερφοσύνη θα γίνουν κάτι το φυσικό. Σε έναν τέτοιο κόσμο, η ανθρώπινη κοινωνική παραγωγικότητα θα φτάσει σε πολύ μεγάλα ύψη. Και όπως θα υπάρχει όλο και μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών, οι ανθρώπινες αντιθέσεις θα εξαλειφθούν» («Βήμα» 26-7-88).

Μήπως όπως η επικράτηση του φιλελευθερισμού υποβαθμίζει το ρόλο της πολιτικής; Το ερώτημα απασχολεί τον Μ. Παπαγιαννάκη της ΕΑΡ ο οποίος κατηγορώντας και αυτός με τη σειρά του τον φιλελευθερισμό, προβληματίζεται ως εξής: « Όταν μας ‘ενοχλεί’ το κράτος, σημαίνει ότι μας ενοχλεί η πολιτική που ασκείται. Οι φιλελεύθεροι ζητάνε εξαφάνιση του κράτους, δηλαδή της πολιτικής;» («Μεσημβρινή» 28-4-87). Βεβαίως «εξαφάνιση» του κράτους δεν ζητάνε οι φιλελεύθεροι. Οι μαρξιστές την είχαν κάποτε στο πρόγραμμά τους όταν ακόμη είχαν πρόγραμμα. Οι φιλελεύθεροι ζητάνε περιορισμό του κράτους στα απαραίτητα και, ναι, ζητάνε όντως περιορισμό της πολιτικής, δηλαδή περιορισμό του αριθμού και της εμβέλειας των αποφάσεων που λαμβάνουν οι άρχοντες για λογαριασμό των αρχομένων. Αυτοί που όπως ο Πεπελάσης («Βήμα» 9-8-81) κατηγορούν τους φιλελευθέρους για έλλειψη προγράμματος, δείχνει ότι δεν έχουν καταλάβει τίποτε από τη φιλελεύθερη πρόταση. Βεβαίως δεν έχουν «πρόγραμμα» —με την κρατικιστική έννοια του όρου— οι φιλελεύθεροι και είναι υπερήφανοι γι’ αυτό. Το μικρό κράτος με τα σαφώς προσδιορισμένα καθήκοντα δεν προσφέρεται για «αναμόρφωση της κοινωνίας» όπως την οραματίζεται ο Πεπελάσης, ο Κουτσόγιωργας, ο Κουρής, ο Κύρκος, ο Αρσένης, ο Παπανδρέου, ο Τσοβόλας και ίσως ο Παπαγιαννάκης. Ιδίως στην οικονομία το ζητούμενο για τον φιλελεύθερο είναι να ελευθερώσει δυνάμεις, όχι να δημιουργήσει πλούτο ως πολιτεία. «Το σημαντικό στην ελεύθερη οικονομία — επισημαίνει λίαν ευστόχως ο τότε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Σουφλιάς σε συνέντευξη του στον «Τύπο της Κυριακής» (20-5-90)— αντίθετα μ’ εκείνη του κεντρικού σχεδιασμού είναι ότι δεν χρειάζονται πολλά μέτρα. Το κράτος θεσπίζει σταθερούς κανόνες και εποπτεύει για την αυστηρή εφαρμογή τους και φτιάχνει την απαραίτητη υποδομή για την ανάπτυξη. Από κει και πέρα, η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι ελεύθερη να δημιουργήσει». Έτσι, ο φιλελεύθερος πολιτικός λόγος διαφορίζεται σαφώς από τον πολιτικό λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου που «έταξε φως στους τυφλούς, γονιμοποιητική δύναμη στους στείρους, μαλλιά στους φαλακρούς και γλωσσομάθεια στους ορεσίβειους» (Θανάσης Διαμαντόπουλος «Η Ελλάδα σε κρίση», σελ. 43). Κανείς άλλωστε από όσους εμφανίσθηκαν με κρατικιστικά «προγράμματα», τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, δεν μπόρεσε ποτέ να τα εφαρμόσει. Περιέργως, οι επιθέσεις κατά της φιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας για «απουσία προγράμματος» μετουσιώθηκαν σε λυσσώδη αντιπολίτευση εναντίον της —μόλις έγινε εξουσία— για την εφαρμογή του «ακραίου» «νεοφιλελεύθερου» προγράμματος της.

Η πείρα έδειξε βέβαια ότι οι φιλελεύθεροι μπορεί να μην έχουν «προγράμματα» όπως το εννοούν οι κρατικοπαρεμβατικοί αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχουν επιτυχίες. Η εκπληκτική αναγέννηση του καπιταλισμού στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του ’80 με τις 600.000 νέες επιχειρήσεις που βλέπουν το φως της ημέρας κάθε χρόνο, δεν έγινε διότι ο Ρέηγκαν είπε τότε στους επιχειρηματίες τι να κάνουν. Απλώς κατήργησε τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις και διηύρυνε τα περιθώρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, προσελκύοντας έτσι στο παίγνιο του επιχειρείν εκατομμύρια ανθρώπων που ως τότε θεωρούσαν εαυτούς άσχετους προς αυτό. Ο μεγάλος Άγγλος φιλελεύθερος ηγέτης λόρδος Asquith κατήγγειλε από το 1896 ήδη (‘The strange rebirth of liberal Britain”, σελ. 86) τη διαφαινόμενη από τότε στάση των πολιτικών κομμάτων να προτείνουν στους ψηφοφόρους αντί πολιτικής, «έναν κατάλογο υποσχέσεων». Υπόσχεση σημαίνει ότι κάτι θα δώσει κανείς στο μέλλον. Για να το δώσει όμως, πρέπει να το έχει ή έστω να προσδοκά βασίμως ότι θα το αποκτήσει. Ο συνεπής φιλελεύθερος δεν μπορεί λοιπόν να υποσχεθεί παρά μόνον άυλα αγαθά όπως κατοχυρωμένη ελευθερία δράσεως στα άτομα, ευνομία, άψογες συνθήκες ανταγωνισμού, ευκαιρίες αξιοκρατικής αναδείξεως στην σταδιοδρομία επιλογής του καθενός, προστασία της ιδιοκτησίας από τους εγκληματίες, της χώρας από τους εξωτερικούς εχθρούς και του δημοκρατικού πολιτεύματος από τους επίδοξους δικτάτορες. Κάθε άλλη υποσχεσιολογία όζει κρατικοπαρεμβατισμού ή απλώς δημαγωγίας.

Λαχτάρα κρατικοπαρεμβατικού «προγράμματος» προδίδουν και οι εκκλήσεις Ελλήνων πολιτικών και διανοουμένων για «διεξοδική έρευνα» ή βαθιά μελέτη «τούτου ή εκείνου του προβλήματος» που θα οδηγήσει στη «σωστή λύση του» με αποτέλεσμα όλες αυτές οι προτεινόμενες «λύσεις» να συσσωματωθούν σε ένα Μεγάλο Σχέδιο, να εναρμονισθούν μεταξύ τους και να προβληθούν ως προοδευτικές, αριστερές και φιλολαϊκές, αφήνοντας βέβαια εκτός πεδίου ενδιαφέροντος τα ποταπά συμφέροντα του κεφαλαίου (συνήθως «μεγάλου») ή κάποιας (ελαστικώς οριζόμενης) ολιγαρχίας. Η έκκληση για βαθιά μελέτη (ενίοτε και για «ουσιαστικό διάλογο») είναι συχνά εκ του πονηρού. Έτσι, ο Γιάνναρος στο βιβλίο του «Η Αριστερά μετά το ’89», λέει ‘ότι «δεν διαθέτουμε ακόμη έγκυρες μελέτες για την ιστορία του παρεμβατισμού στην ελληνική οικονομία» (σελ. 23). Επικαλείται αυτή την έλλειψη «μελετών» για να κατακεραυνώσει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αποπαρεμβατισμού της Νέας Δημοκρατίας αλλά την λησμονεί τελείως όταν εξαγγέλλει το πρόγραμμα της Αριστεράς (σελ. 62-63) με τα γνωστά αιτήματα για διπλασιαμό των κονδυλίων για την Παιδεία, το Περιβάλλον, τον Πολιτισμό και άλλα Καλά Πράγματα. Έτσι, η έλλειψη «εγκύρων μελετών» ως προς την αύξηση της παρέμβασης προβάλλεται ως εμπόδιο στην ιδιωτικοποίηση αλλά όχι στην παρέμβαση γενικώς που θεωρείται εκ προοιμίου αγαθοποιός. Ζητάει επίσης «αύξηση των εσόδων» του προϋπολογισμού —αποφεύγει την λέξη φορολογία— χωρίς να αναφέρει από πού θα προέλθει αυτή χωρίς, πάλι, να μνημονεύει καν κάποιες σχετικές μελέτες. Ως μαρξιστής που ζητάει «μελέτες» από τους αντιπάλους του, αλλά δεν προσκομίζει ποτέ δικές του, ο Γιάνναρος ζητάει γενικώς «να ενισχυθούν οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι σίγουρα από τις λίγες μονάδες που διαθέτουμε με δυνατότητες στρατηγικού προγραμματισμού» (ibid 56). Ο στρατηγικός προγραμματισμός οδήγησε ως γνωστό στην καταστροφή τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι οποίες σημειωτέον, κατέρρευσαν χωρίς «έγκυρες μελέτες» που να τεκμηριώνουν την κακοποιό του δράση.
Η φαρέτρα των αντιφιλελευθέρων της αριστεράς έχει ωστόσο ένα ακόμη βέλος εις βάρος του φιλελευθερισμού το οποίο χρησιμοποιείται όταν έχουν αστοχήσει τα άλλα. Πρόκειται για την άποψη ότι η πολιτική ελευθερία είναι καθαρώς πολιτικό αίτημα που όχι μόνον δεν έχει σχέση με την ελευθερία του επιχειρείν αλλά απειλείται και από αυτήν, καθότι συχνά οι επιχειρηματίες στηρίζουν αυταρχικά καθεστώτα για να έχουν φτηνή εργατική δύναμη. Το τι ενδεχομένως επιδιώκουν ορισμένοι πολίτες που συμβαίνει να είναι επιχειρηματίες (σοσιαλισμό, κομμουνισμό, αναρχισμό, κρατικισμό, κορπορατισμό, φασισμό) δεν δεσμεύει φυσικά τον φιλελευθερισμό. Ωστόσο, η ελευθερία του επιχειρείν καθ’ εαυτή, της οποίας υπεραμύνεται όντως ο φιλελευθερισμός, είναι ευρύτατη έννοια και καλύπτει οπωσδήποτε και τους παραγωγούς πνευματικών προϊόντων. Ο βιομήχανος πλαστικών δεν θίγεται από την επικράτηση χούντας. Ο εκδότης εντύπων, όμως, ο βιβλιοπώλης, ο θεατρικός συγγραφέας και επιχειρηματίας, ο κινηματογραφιστής, ο σκηνοθέτης τηλεοράσεως, ο δημοσιογράφος, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος χρεωκοπούν ή πάντως εμποδίζονται στην άσκηση του επαγγέλματος τους όταν καταργείται η ελευθερία του λόγου. Οι Έλληνες διανοούμενοι που σνομπάρουν γενικώς το επιχειρείν, παρακολουθούν ωστόσο άγρυπνα την κίνηση στην αγορά του βιβλίου και του δίσκου, το δελτίο κυκλοφορίας της εφημερίδας, της ακροαματικότητας του σταθμού και του αριθμού εισιτηρίων στις θεατρικές παραστάσεις. Στον τομέα που τους αφορά, οι διανοούμενοι —ανεξαρτήτως φρονημάτων— γνωρίζουν ότι ο πλουραλισμός τον οποίο ορθώς ευαγγελίζονται, απαιτεί αγορά και ότι η αγορά απαιτεί ελευθερία διατυπώσεως ποικίλων ιδεών, δημοσιεύσεως ποικίλων γνωμών —ακόμη και προκηρύξεων της «17ης Νοέμβρη»— και φυσικά πλήρη ελευθερία αγοραπωλησίας πνευματικών προϊόντων σε τιμές που διαμορφώνονται όταν η προσφορά ικανοποιεί τη ζήτηση. Υπάρχουν βέβαια και καπιταλιστικές χώρες όπου η αγορά λειτουργεί κολοβωμένη. «Ο καπιταλισμός —εξηγεί ο Φρήντμαν—είναι αναγκαίος όρος για την πολιτική ελευθερία. Σαφώς δεν είναι επαρκής» (Capitalism and Freedom, σελ. 10).

Αναλύοντας το φαινόμενο του Μακαρθυσμού στις ΗΠΑ, ο Φρήντμαν σημειώνει (ibid σελ. 20-21) ότι η προστασία των θυμάτων εκείνης της αντικομμουνιστικής υστερίας υπήρξε ακριβώς η ύπαρξη ενός ιδιωτικού τομέως της οικονομίας όπου μπορούσαν να καταφύγουν οι προγραμμένοι (αυτοί που είχαν καταγραφεί στις «μαύρες λίστες»). Δέχεται ότι πολλοί εργοδότες πιέσθηκαν να μην τους προσλάβουν αλλά επισημαίνει ότι το σύστημα κατέρρευσε ακριβώς λόγω της λειτουργίας των νόμων της αγοράς, διότι οι εργοδότες προτίμησαν τελικώς το κέρδος που τους απέφερε η εργασία ιδιοφυών αριστερών σεναριογράφων και παραγωγών από τη ζημιά που θα τους προκαλούσε η συμμόρφωση προς τις υποδείξεις του Μακκάρθυ. Γενικεύοντας, ο Φρήντμαν λέει τα εξής: «Μπορεί κανείς να πιστεύει όπως εγώ ότι ο κομμουνισμός θα κατέστρεφε όλες μας τις ελευθερίες, μπορεί κανείς να εναντιώνεται στον κομμουνισμό με σθένος, και όμως, ταυτόχρονα να πιστεύει ότι είναι αφόρητο κάποιος που ζη σε μια ελεύθερη κοινωνία, να εμποδίζεται στις ελεύθερες αμοιβαία επωφελείς του συναλλαγές με κάποιον που πιστεύει στον κομμουνισμό ή τον προωθεί». Χαιρετίζει επίσης την πολιτική ουδετερότητα της αγοράς, όπου ο έμπορος χαρτιού θα πουλήσει εξίσου πρόθυμα το προϊόν του στην εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος όπως και στην “Wall Street Journal”. Όπως είπε ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος όταν πήγε στην Τουρκία να υπερασπισθεί έμπρακτα με την παρουσία του τους κομμουνιστές ηγέτες που δικάζονταν εκεί: «Θεωρώ ότι προσβάλλεται η ιδεολογία μου όταν ρίχνονται στις φυλακές άνθρωποι απλώς και μόνο επειδή διαφωνούν με αυτήν» («Καθημερινή» 12-6-88). Σε πόσες δίκες αντιφρονούντων στην Πράγα ή στελεχών της «Αλληλεγγύης» στη Βαρσοβία πήγαν ποτέ έστω και ως παρατηρητές Έλληνες σοσιαλιστές ή αριστεροί, οιασδήποτε αποχρώσεως την εποχή που εκεί μεσουρανούσαν τα αστέρια του υπαρκτού σοσιαλισμού;

Οι διαφορές ωστόσο μεταξύ αριστερών και φιλελευθέρων στις ιδέες (των οποίων στερούνται όλο και περισσότερο οι αριστεροί) δεν είναι πια τόσο όσο στο ύφος, το λόγο, τις νοητικές κατηγορίες, τον τρόπο σκέψης, την προσέγγιση. Ο φιλελευθερισμός μιλάει για πρωτείο του ατόμου, για αυτόνομη στοχοθεσία, για την ελευθερία ως πρωταρχική αξία, για αγορά, ανταγωνισμό, πολίτες, θεσμοποιημένο πλουραλισμό, ιδιωτική πρωτοβουλία, δικαιώματα ανθρώπου και κράτος δικαίου. Οι περισσότεροι αριστεροί, ύστερα από μακρά περιδίνηση στο χώρο των διαφόρων εκδοχών του μαρξισμού, δεν έχουν πια ιδεολογία αλλά μόνο γλώσσα, πολλοί όροι της οποίας έχουν περάσει στην κοινή γλώσσα, διαιωνίζοντας τη σύγχυση. Έτσι, εξακολουθεί να γίνεται λόγος για ταξικό αγώνα, υπεραξία, απόλυτη ή σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης, αλλοτρίωση, εποικοδόμημα, αξία χρήσης ως αντιτιθέμενη στη νοούμενη ως ποταπή ανταλλακτική αξία, πρωταρχική συσσώρευση, προλεταριάτο και βεβαίως εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, χωρίς οι όροι αυτοί τουλάχιστον να επανασημασιολογούνται. Στην Ελλάδα, η αντιφιλελεύθερη αριστερά (δεν υπάρχει άλλη) μιλάει για συμμαχίες, μονοπώλια, δομές για μεταβατικές φάσεις (χωρίς να διευκρινίζεται ποιοί μεταβαίνουν πού) για σύνολα (τάξεις) που «εκφράζονται» με άλλα σύνολα (κόμματα) για κάποια υποστασιοποιημένη Αριστερά που αναζητείται, επαναθεμελιώνεται, ανασταθμίζει τις αρχές της, επανιεραρχεί τις προτεραιότητές της, που κατηγορείται ότι δεν κάνει αυτό που πρέπει, που κάνει αυτό που δεν πρέπει, που καλείται να προσέξει τούτο, μελετήσει εκείνο και γενικώς ενσωματώσει, αφομοιώσει, απορρίψει, επανεξετάσει, έπανεπεξεργασθεί ένα σωρό αντιφατικά και ετερόκλιτα ιδεολογήματα (κατά την προτίμηση του κανοναρχούντος) για να ηγηθεί ή μάλλον ηγεμονεύσει επί ενός λαού ή άλλου συνόλου (τάξεως, στρώματος, ομάδων) που πρέπει και αυτό με τη σειρά του να αρθρώσει δικό του λόγο, να αυτενεργήσει, να πλαισιωθεί, να πεισθεί, να μεταπεισθεί, να μην ολιγωρήσει, να μην παρασυρθεί και γενικώς να προχωρήσει προς κάποια κατεύθυνση που δεν είναι ποτέ σχεδόν σαφώς προσδιορισμένη. Είναι ζήτημα αν υπάρχει πια μέθοδος σ’ αυτήν την τρέλα. Έτσι, ενώ το σκεπτικό πολλών αριστερών δείχνει συχνά οξυδέρκεια και τόλμη, το διατακτικό διέπεται από σύγχυση και πολυλογία. Περιέργως, ενώ η ίδια η Αριστερά επικρίνει τους αντιπάλους της για αυτά που κάνουν ή που παραλείπουν να κάνουν απαιτεί κατά κραυγαλέον τρόπο να την κρίνουν οι άλλοι με βάση τα οράματα και τις διακηρύξεις της, όχι με βάση τις αποτυχίες της (επιτυχίες δεν έχει). Στην Ελλάδα, ύστατο καταφύγιο των αντιφιλελευθέρων ιδεών, πάντως, έχει απομείνει ο εικαζόμενος, προβαλλόμενος, βεβαίως στασιαζόμενος και ουδέποτε ρητώς προσδιοριζόμενος, άπιαστος, άυλος, φευγαλέος και για τούτο ιδιαιτέρως «βολικός» προς στήριξιν οιουδήποτε πομφολυγώδους ισχυρισμού, «χαρακτήρας του Έλληνος».

Ελληνισμός και φιλελευθερισμός: Είναι οι έννοιες ασύμβατες;

Τα εθνοφυλετικά «επιχειρήματα» γενικώς έχουν κάπως διαβληθεί από τότε που τα χρησιμοποίησε ο Χίτλερ για να υποστηρίξει την «ιδεολογία» του. Στην Ελλάδα, όπου κλασαυχενιζόμεθα ότι δεν είμαστε «ρατσιστές», αντιδρούμε συχνά με περίεργο —και λίαν αντιφατικό— τρόπο όταν μας αμφισβητούν την φυλετική μας υπεροχή έναντι όλων των άλλων, αλλά περιέργως και όταν μας εξομοιώνουν με άλλους προηγμένους ευρωπαϊκούς λαούς, που έχουν παγιώσει το πρωτείο του ατόμου στις κοινωνίες τους. Έτσι, οι εξ ορισμού «εκλεκτοί» καθό απόγονοι επιφανών προγόνων σημερινοί Έλληνες νοούνται ταυτοχρόνως ως απροσάρμοστοι, ως έχοντες ανάγκη συνεχούς κρατικής προστασίας (ή «βούρδουλα» κατά άλλη παραλλαγή του εθνοφυλετικού συνδρόμου) ενώ ο φιλελευθερισμός καταγγέλλεται ως «εισαγόμενη μόδα» οθνεία, απορριπτέα και ίσως-ίσως ανθελληνική αν το καλοεξετάσει κανείς το πράγμα. Πρόκειται για το «επιχείρημα της ανωριμότητος» που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι αποικιοκράτες για να διατηρούν «υπό εποπτείαν» τους αποικιακούς λαούς. Αυτοί που παίζουν συνήθως στο ταμπλώ της σχετικότητας των πολιτισμών και αρνούνται την οικουμενικότητα του πρωτείου του ατόμου —του οιουδήποτε ατόμου— δεν το κάνουν συνήθως για καλό: είτε την καταπίεση προσπαθούν να δικαιολογήσουν είτε την καθυστέρηση, συνήθως δε αμφότερες.

Προκειμένου περί Ελλήνων, το επιχείρημα της ανωριμότητος είναι καταγέλαστο, ιδίως όταν το προβάλλουν ένιοι Έλληνες που δεν εξηγούν ποτέ γιατί είναι οι ίδιοι «ωριμότεροι» των συμπατριωτών τους. Στην πολιτισμική κληρονομιά των Νεοελλήνων καίρια θέση έχει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ο οποίος —σε αντίθεση με τη Ρώμη που έδωσε έμφαση στους θεσμούς και το κράτος— προώθησε κυρίως το σκεπτόμενο, πολιτευόμενο, φιλόσοφο άτομο έστω και αν δεν οδηγήθηκε στην έννοια των δικαιωμάτων του ανθρώπου που υπήρξε η προσφορά της Δυτικής Ευρώπης στον σύγχρονο πολιτισμό. Η έφεση προς δράση και στοχασμό, η θετική και ακαταπόνητη αναζήτηση της αλήθειας με τη δύναμη του λογικού, το πρωτείο του λόγου, η έξαρση του μετέχοντος στα κοινά πολίτη γεννήθηκε στην Ελλάδα. Οι τιμώμενες αρετές όπως η σοφία, η ανδρεία, η ευγλωσσία, η φιλόπονη μάθηση, η αυτοκυριαρχία, η στωικότητα και η παρρησία ήσαν αρχαιοελληνικές ατομικές όχι δημόσιες αρετές. Δεν έχουμε στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία έξαρση της πειθαρχίας, της ομαδικότητας, της συμμόρφωσης, της πίστης, της συντριβής και της ταπεινοφροσύνης. Αυτές ήσαν αρετές που καλλιέργησαν οι Σπαρτιάτες οι οποίοι δεν άφησαν κανένα αξιόλογο πνευματικό έργο. Η φιλελεύθερη στάση έρχεται με φυσικό τρόπο σε κάθε άνθρωπο «της Ελληνικής παιδείας μετέχοντος» που έχει αφομοιώσει το «τόλμησον φρονείν» του Αισχύλου, το «γνώθι σ’ αυτόν» του Σωκράτη και την γενική αρχή «αιέν αριστεύειν» όπως δεν έρχεται ίσως στον Αιθίοπα τον Αιγύπτιο, τον Ασσύριο ή τον Πέρση (που θα είχαν αυτοί πια κάθε δικαίωμα να την θεωρήσουν «εισαγόμενη»). Ο ελληνικός πολιτισμός στηρίχθηκε στην ελευθερία, την αισιόδοξη αντίληψη της ζωής και την βαθύτατη εκτίμηση στα εγκόσμια. Γι’ αυτό διεπότισε με τις αξίες του την Αναγέννηση στην Ευρώπη. Ακόμη και η θρησκεία των Αρχαίων ήταν του κόσμου τούτου χωρίς οργανωμένο ιερατείο και χωρίς θεόδοτους κανόνες ηθικής. Οι Αθηναίοι εκπονούσαν τους κώδικες διαβίωσης για τον εαυτό τους, διαλεγόμενοι, στοχαζόμενοι και φιλοκαλούντες μετ’ ευτέλειας χωρίς τον μονοπαγή λογισμό της μεγάλης συνοχής που επι-βάλλει ομοιομορφία και καθυπόταξη στους σκοπούς του ιερατείου ή του Μονάρχη.

Έκτοτε οι Έλληνες μνημονεύονται συχνά δίπλα στους Εβραίους ως παραδείγματα λαών που χρησιμοποίησαν την ευφυία και την καπατσοσύνη για να επιβιώσουν κάτω από συχνά δύσκολες συνθήκες. Η έννοια του «πετυχημένου», η εκπληκτική κοινωνική κινητικότητα, η λαχτάρα για βελτίωση διαποτίζει ακόμα και σήμερα τις ελληνικές οικογένειες. Κατά τον Α. Ανδριανόπουλο («Βήμα» 29-9-87) η ανεξάρτητη καπιταλιστική ανάπτυξη απαιτεί το κατάλληλο «εθνοπολιτικό πλαίσιο αξιών» το οποίο θέλει τον πολίτη «ενεργό πρωταγωνιστή των εξελίξεων». Κατά αυτόν «ο ατομισμός του Έλληνα είναι ένα στοιχείο που έχει για πολλά χρόνια αδικαιολόγητα και αδυσώπητα καταπιεσθεί», ενώ —όπως επισημαίνει— «η Ελληνορθόδοξη παράδοση αποδέχεται την επιχειρηματική δραστηριότητα και ευλογεί τις επιτυχίες». Αυτό που απαιτείται στην Ελλάδα — καταλήγει ο κ. Ανδριανόπουλος— «είναι η ξεκάθαρη υιοθεσία μιας τέτοιας πορείας με μέτρα που θα επιβραβεύουν την πρωτοβουλία».

Το βάρος της αποδείξεως ότι οι Έλληνες δεν είναι πλασμένοι να είναι ελεύθεροι ούτε βεβαίως φιλελεύθεροι και γι’ αυτό αποζητούν ποδηγέτηση και κρατική προστασία, το έχουν αυτοί που προβαίνουν σε τέτοιους ισχυρισμούς. Είναι δε τουλάχιστον περίεργη η επιμονή εκείνων που λένε —γενικεύοντας— ότι ο φιλελευθερισμός ταιριάζει μόνο σε διαμαρτυρόμενους Αγγλοσάξωνες και ότι εμείς οι θερμοί μεσογειακοί ορθόδοξοι Έλληνες είμαστε τάχα από «άλλη πάστα», θέλουμε θαλπωρή, ισοπέδωση και Κράτος-τροφό. Περίεργη, διότι σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια Έλληνες που ζουν και τα καταφέρνουν θαυμάσια σε φιλελεύθερες χώρες, χωρίς βοήθεια, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα και χωρίς τη συμπαράσταση της κοινότητας, συγγενών, φίλων και γνωστών, πόσο μάλλον του κράτους που δεν είναι απλώς ουδέτερο για όλους αλλά είναι γι’ αυτούς ειδικώς ξένο, μακρινό, απρόσωπο. Ο Τσουκαλάς περιγράφει («Εξάρτηση και Αναπαραγωγή» σελ. 150-159) την επιτυχία των Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ που επέδειξαν μιαν «εντυπωσιακή κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα». Διαπιστώνει ότι οι Έλληνες μετανάστες που αποβιβάζονταν πριν από τον πόλεμο στη Ν. Υόρκη ήσαν αντικειμενικά προλετά-ριοι «Δίχως κεφάλαιο —λέει— δεν είχαν να πουλήσουν στον ακμάζοντα αμερικανικό καπιταλισμό άλλο από την εργατική τους δύναμη». Οι περισσότεροι —τεκμηριώνει— ξεκίνησαν ως χειρώνακτες και γρήγορα πέρασαν στη μικροαστική τάξη, προσαρμοζόμενοι στις συνθήκες και εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες. Κανείς πάντως δεν τους βοήθησε. Η καπιταλιστική «ζούγκλα», δηλαδή ο σύννομος ανταγωνισμός, τους βγήκε σε καλό. Την άποψη αυτή αναπτύσσει και ο Ανδριανόπουλος («Αυτός είναι ο φιλελευθερισμός», σελ. 172). Ο Έλληνας του εξωτερικού, λέει, «γνωρίζει πως είναι απομονωμένος, χωρίς γνωριμίες, διασυνδέσεις και η επιβίωση του εξαρτάται μόνο από την προσωπική του αφοσίωση στη σωστή και έντιμη δουλειά». Το αποτέλεσμα: Στρώνεται στη δουλειά και αποδίδει ακριβώς όπως ο Κινέζος ή ο Ινδός μετανάστης που επίσης προκόβουν όταν βρεθούν σε ελεύθερο περιβάλλον. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι ο ικανός συχνά παρεμποδίζεται να επιτύχει ενώ ο αποτυχημένος δεν το βάζει κάτω και ζητά να σιτισθεί χατηρικώς στο κρατικό πρυτανείο εις βάρος των παραγωγικώς εργαζομένων.

Όταν λοιπόν τόσοι συμπατριώτες μας στο εξωτερικό έχουν αποδείξει ότι το φιλελεύθερο σύστημα τους ταιριάζει, δεν θα ήταν καλή ιδέα αντί να εξάγουμε ανθρώπους σε φιλελεύθερες πολιτείες να εισαγάγουμε στη δική μας χώρα τις φιλελεύθερες ιδέες που ήσαν άλλωστε δικές μας κάποτε; Στο κάτω-κάτω δεν έχει σημασία αν μια ιδέα είναι εισαγόμενη ή ξενοφερμένη αλλά μόνο αν είναι σωστή ή λανθασμένη. Άλλωστε, ούτε ο σοσιαλισμός είναι εγχώριας παραγωγής. Η Ελλάδα παραείναι μικρή για να αξιώσει να γεννά αυτοχθόνως ό,τι το καινούργιο εμφανίζεται στον πλανήτη, απορρίπτοντας όλα τα άλλα ως εισαγόμενα. Η χώρα μας παράγει το 0,3% του παγκοσμίου προϊόντος, καταλαμβάνει το 0,1% της επιφανείας της γης και έχει το 0,225 του παγκοσμίου πληθυσμού. Αν υψώσει ιδεολογικά τείχη για να κρατήσει εκτός των συνόρων τις νέες ιδέες θα αυτοαπομονωθεί τελείως, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει πια ποτέ να επηρεάσει και άλλους με τις δικές της νέες ιδέες, όπως έκανε στο παρελθόν. Ο μύθος της μικράς αλλά εντίμου Ψωροκώσταινας που δεν έχει να μάθει τίποτε από κανέναν και όπου τα πάντα είναι εξ υπαρχής καταδικασμένα να μην αλλάξουν ποτέ, δεν είναι λογικό να εμπνέει τους κατοίκους μιας μικρής χώρας της ΕΟΚ ενόψει του 1993.

Η νεοελληνική παράδοση, άλλωστε, διατηρείται και ενισχύεται εφόσον αντιπαρατίθεται σε άλλα πρότυπα. Όσοι επιμένουν στα «πάτρια» το παλιό κοινοτικό σύστημα, τη φουστανέλα, την Ορθοδοξία και τα μοναστήρια όπως ο Ράμφος, ο Γιανναράς και ο Ζουράρις, βρίσκουν σε μια φιλελεύθερη κοινωνία νέους τρόπους να υπερασπίζονται την παράδοση, να γράφουν βιβλία και να διαδίδουν τις αρχές τους ακριβώς διότι υπάρχει ελεύθερη κίνηση ιδεών και σύγκριση προτύπων. Ο ακραίος μυστικισμός όπως και η καθαρή ποίηση απολήγουν στη σιωπή, μόνο η διάθεση εξαπλώσεως του «καλού μηνύματος» του Ευαγγελίου γεννά νέες ιδέες μέσω του διαλόγου που προηγείται παντός προσηλυτισμού. Άλλωστε, όλες οι νέες ιδέες που απέκτησαν κάποια στιγμή παγκοσμιότητα κατηγορήθηκαν στην αρχή ως «εισαγόμενες». Τούτο αφορά τον Χριστιανισμό, τις ιδέες της Αμερικανικής και Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν που κατηγορήθηκε στη ναζιστική Γερμανία ως «Εβραϊκή σκευωρία». Ο Ιμάμης Χομεϊνί κατηγορούσε ως την τελευταία του πνοή τον Αριστοτέλη για τις «ξενόφερτές ιδέες περί δημοκρατίας», οι οποίες επηρέαζαν ακόμη δυσμενώς ορισμένους συμπατριώτες του δεκαεπτά ολόκληρους αιώνες μετά την κατάληψη της Περσίας από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο προστατευτισμός στον τομέα των πνευματικών προϊόντων είναι καταστρεπτικότερος από τον προστατευτισμό στον τομέα των υλικών αγαθών, καθώς ματαιώνει ακόμη και τη δυνατότητα εκσυγχρονισμού.

Μια ειδική μορφή αντιφιλελευθερισμού που βρίσκει απήχηση κυρίως σε κύκλους διανοουμένων και δημοσιογράφων, δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά, ούτε χριστιανορθόδοξη αλλά προσβλέπει σε έναν ελληνικό ή πάντως Βαλκανικό «τρίτο δρόμο» και εδράζεται στην «κοινότητα». Ως κεντρική φυσιογνωμία αυτού του κινήματος προβλήθηκε ο Κωνσταντίνος Καραβίδας, τμηματάρχης επί 25 χρόνια της Αγροτικής Τράπεζας, συγγραφέας πολυγραφότατος και αγροτιστής του μεσοπολέμου του οποίου το έργου επανεκδόθηκε, σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως, απετέλεσε αντικείμενο μελετών και αναλύσεων που εκδόθηκαν (Εκδόσεις Παπαζήση 1990) σε τόμο από την Εταιρεία Κοινοτικών Μελετών «Κ. Καραβίδας» με τίτλο: «Κοινότητα, Κοινωνία και Ιδεολογία» (από τον οποίο έχουν ληφθεί τα στοιχεία και τα παραθέματα που ακολουθούν). Ο Κοινοτισμός του Καραβίδα, όνειρο, πρότυπο αλλά και υπαρκτή κατ’ αυτόν πραγματικότητα στην Ελλάδα, ερείδεται στο πρωτείο των διαπροσωπικών σχέσεων και την αρμονία που αυτές εξασφαλίζουν, όταν οι Έλληνες ζουν σε μικρές αγροτικές κοινότητες όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, η εργασία δεν είναι ιδιατέρως εξειδικευμένη, ο κοινωνικός έλεγχος της ομοιογενούς παραδοσιακής μικροκοινωνίας είναι άμεσος και τα ίδια τα άτομα, παραγωγοί ταυτόχρονα και καταναλωτές, βρίσκονται σε ισόρροπη σχέση μεταξύ τους, όχι όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό με την αποχαλινωμένη παραγωγή — για — την — αγορά και την ξέφρενη κατανάλωση. Ο κοινοτισμός είναι για τον Καραβίδα η «θετική σύνταξη της αναρχούμενης μικροαστικής μας ζούγκλας» διότι βασίζεται στο «σύστημα το συντροφικόν» το οποίο «γενεαλογείται από τον εξελικτικά δεδομένον σχηματισμό της Πατριάς». Η σχετικώς πρόσφατη αναβίωση του οράματος του Καραβίδα εξηγείται, ως ένα σημείο, από την εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την αγορά αυτός ο τριτοδρομικός Νεοέλλην στοχαστής του μεσοπολέμου. Η μικρή χωρική οικογένεια, που αποτελεί το θεμέλιο του συστήματός του, καλλιεργεί τα χωράφια της στο πλαίσιο μας οιονεί φυσικής οικονομίας, χωρίς τα δαιμόνια της ανταγωνιστικότητος και της πάση θυσία κερδοφορίας. Η αυτάρκεια αυτή γοητεύει τον Μουζέλη ο οποίος προλογίζοντας έργο του Καραβίδα εκφράζει τον θαυμασμό του για την πατριά «…που μπορεί εύκολα να λειτουργήσει χωρίς να έχει σχεδόν καμιά σχέση με την αγορά».

Το κλειστό αυτό σύστημα αγροτικού κοινοτισμού στο οποίο ο Καραβίδας στήριξε όλη την αναμορφωτική του προσπάθεια προστατεύει τους ανθρώπους από «τας δολεράς ευκολίας του επιπόλαιου εκχρηματισμού» αλλά υφίσταται ισχυρές εξωκοινοτικές πιέσεις εκ των οποίων η δημογραφική και η επιδίωξη αυξήσεως του εισοδήματος με ορθολογικότερη αξιοποίηση της γης είναι οι σημαντικότερες. Τελικώς, η πατριά δεν αντέχει στη διείσδυση του καπιταλισμού και διαλύεται. Τούτο δέχεται ο ίδιος ο Καραβίδας, περιγράφοντας πώς ο αρχηγός της χωρικής οικογένειας που εγκαταλείπει τον «Κοινοτισμό», «έκανε το μοιραίο βήμα κατόπιν σκληρών δοκιμασιών, αφού εχρέωσε την περιουσία του, αφού έγινε κατά σειρά ζωοκλόπος, ληστής, αγωγιάτης, αγροφύλακας, κοινοτικός κλητήρας, πρόεδρος της κοινότητος… και υπέρ πάντων χείριστον αφού έγινε ψηφοφόρος διαπραγματευόμενος την ψήφο του με τους κομματάρχας… αφού τέλος έγινε δικηγόρος… έλαβε τέλος το δρόμο της Αμερικής προς αναζήτηση ρευστού χρήματος». Το χρήμα παίζει σπουδαίο ρόλο στη δαιμονολογία αυτού του αγροτιστή. Η κοινότητα διαλύεται τελικώς, όχι λόγω της κακοποιού δράσεως οιουδήποτε αλλά εκ των έσω.

Αυτή καθ’ εαυτή η έννοια της «κοινότητας» στη σκέψη του Καραβίδα εξυμνείται μάλλον παρά αναλύεται. Το τοπικό ταυτίζεται έτσι με το κοινό, ενώ η συμβίωση στον ίδιο περιχαρακωμένο χώρο νοείται ως γενεσιουργός αλληλεγγύης και ασπίδα κατά πάσης αντιπαλότητας και ανταγωνισμού. Τούτο είναι περίεργο, διότι και ο ίδιος ο Καραβίδας δεν μοιάζει να είναι καθόλου βέβαιος για τον εγγενώς ηθικοπλαστικό χαρακτήρα της κοινότητος. Έτσι προτείνει μέτρα «κοινωφελούς εκβιασμού» όπως τα ονομάζει για να επιβληθεί η συντροφικότητα (που δεν φαίνεται να γεννάται αυθορμήτως σ’ αυτή τη μικρή κοινωνία) στα οποία περιλαμβάνεται και η διαπόμπευση. Δεν διστάζει να κοσμήσει το εξώφυλλο του βιβλίου του «Η τοπική αυτοδιοίκησις» με ένα μαστίγιο. Είναι γνωστό εξάλλου από την κοινωνιολογική και ανθρωπολογική έρευνα ότι οι αγροτικές μικροκοινωνίες όπως και οι πρωτόγονες φυλές, διέπονται από ποικίλα «ταμπού» που καταπιέζουν όχι μόνο τα ετερόδοξα άτομα αλλά και τις γυναίκες, μισούν τους ξένους με τους οποίους «δεν κάνουν χωριό» και αναπτύσσουν συχνά στους κόλπους τους σχέσεις πατρωνείας. Το μεγάλο κύμα αστυφιλίας στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο δεν είχε μόνο οικονομικά αλλά και πολιτισμικά αίτια. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν αγγίζουν τον Καραβίδα.

Πιο σοβαρές ίσως είναι οι θεωρητικές προεκτάσεις του «ελληνικού κοινοτισμού». Για τον Καραβίδα η ελευθερία είναι «δυναμική, θετική και σχετική… Δεν είναι να μείνει μετέωρη μέσα στα ασύλληπτα φαντάσματα όπου κατέληξαν οι προκηρύξεις της Γαλλικής επανάστασης. Δεν πρέπει να μείνει η κενή λέξη με την οποία αυθυποβάλλεται ο τόσο άρριζος εδώ και για το παραμικρό αναρμόδιος δικηγορικός κοινοβουλευτισμός μας». Τα βιβλία του καταγγέλλουν συχνά με βίαιο τρόπο τον κοινοβουλευτισμό και περιέχουν πλήθος ιδέες για να περιορισθεί η κοινωνική κινητικότητα, να επιβληθεί η «κοινοτική πολιτεία», να περνάνε οι επενδύσεις από το «λάγαρο… διυλιστήριο της κοινότητος που και το κανονικό και δίκαιο σχηματισμό των κεφαλαίων θα υποβοηθεί και τα άτομα θα διαμορφώνει και θα τα πελεκάει και θα τα παιδαγωγεί με μια λέξη». Προχωρώντας πέρα από μια απλή φραστική καταγγελία του κοινοβουλευτισμού, υποστηρίζει ότι είναι «εξοβελιστέα η διάταξη του Συντάγματός μας η οποία αναγνωρίζει ως ελεύθερον το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι». Κατά τον ιδιότυπο αυτό στοχαστή, «το μόνο υγιές… που πρέπει να ορισθεί ως αρμοδιότης του Κράτους εις το Σύνταγμα είναι η ανάληψις της… Κοινοτικής Ευθύνης εις τρόπον ώστε αι μεν συνελεύσεις και αι εταιρείαι, αι εν ονόματι της Κοινότητος κινούμεναι, να είναι πάσαι ελεύθεραι χωρίς να έχουν ανάγκην συνταγματικής… εγγυήσεως —αι δε έξω της υπευθύνου Κοινότητος, εν ονόματι του ατόμου ή ομάδος ατόμων, βαίνουσι να μην είναι ούτε νοηταί καν». Ο Καραβίδας έχει ως ελαφρυντικό ότι στοχάσθηκε και έγραψε μέσα στο βαρύ, το ασφυκτικό κλίμα του μεσοπολεμικού αντιφιλελευθερισμού, αντικοινοβουλευτισμού και αντικαπιταλισμού.

Άλλωστε, δεν είναι ο μόνος. Την εποχή εκείνη ο Τερζάκης θεωρεί οριστικώς χρεοκοπημένο τον φιλελευθερισμό ενώ ο φιλελεύθερος Θεοτοκάς εκφράζεται με κάποιο θαυμασμό για τον Μουσσολίνι ο οποίος «δημιούργησε στη συνείδηση του κόσμου μια πολύ διαφορετική αντίληψη για τη ζωτικότητα και τις δυνατότητες των μεσημβρινών λαών» (Γ. Θεοτοκάς-«Υπάρχει κάτι σάπιο στην Ελλάδα;» Ιδέα τ.ΙΙ αρ. 10, Οκτώβριος 1933 σελ. 199-201). Αυτό που προξενεί κατάπληξη είναι ο όψιμος θαυμασμός για τον Καραβίδα συγχρόνων κοινωνιολόγων όπως ο Μουζέλης. Ο Βεργόπουλος φθάνει μάλιστα και να τον επαινεί διότι προωθεί τις ιδέες «για ανάπτυξη της κοινωνίας έξω από το Κράτος», οι οποίες κατ’ αυτόν εμφανίσθηκαν «εντυπωσιακά με το κίνημα του Μαΐου 1968».

Η ενασχόληση τόσων λογίων και της Αγροτικής Τράπεζας με τον Καραβίδα υπο-γραμμίζει ακόμη περισσότερο την έλλειψη αντιστοίχων προσπαθειών για προβολή και ανάδειξη των ριζών του ελληνικού φιλελευθερισμού. Το κύριο βάρος έχει πέσει στον Ανδριανόπουλο ο οποίος έχει επιτέλους και πρακτικό πολιτικό έργο να επιτελέσει. Αυτό που θα χρειαζόταν σήμερα για να αποκτήσει τη δική της δυναμική η φιλελεύθερη επανάσταση συνειδήσεων είναι πρώτα-πρώτα μια συστηματική ανίχνευση και καταγραφή των φιλελευθέρων ιδεών στη νεότερη Ελλάδα. Έργο ιστορικού και υπομονητικού ερευνητή, είναι βέβαιο ότι αυτό θα δει κάποτε το φως της ημέρας. Ξεκινώντας από τον φιλελεύθερο πυρήνα των ιδεών του Ρήγα της Ελληνικής Νομαρχίας, του Κοραή, του Σολωμού, του Κάλβου, του Αλέξανδρου Πάλλη ο φιλελεύθερος λόγιος του μέλλοντος θα πρέπει κάποτε να ερευνήσει και τη νεοελληνική αντίληψη περί ελευθερίας του ατόμου (όχι των Ελλήνων, ούτε του Γένους) μακριά από την ανιαρή και στείρα αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητος και χωρίς ιδιαίτερη ενασχόληση με το «γλωσσικό». Θα πρέπει να διερευνηθεί πώς εξηγείται ότι οι Έλληνες που αγαπούν ως άτομα γενικώς το χρήμα (ακόμη και το κέρδος) το εχθρεύονται ως ψηφοφόροι αναγκάζοντας τους λαϊκιστές πολιτικούς τους να υμνούν το «λαό», τους «ανθρώπους του μόχθου», μνημονεύοντας ενίοτε εν παρόδω τους «νοικοκυρέους» (που είναι συντηρητικό εννοιολόγημα και δεν καλύπτει επιχειρηματίες) και να καταφέρονται κατά της «ολιγαρχίας», των «εκμεταλλευτών» και του «υπερκέρδους».

Πρέπει κάποτε να εξηγηθεί πώς δημιουργείται στην Ελλάδα ένα σύστημα αξιών όπου η επιτυχία (των άλλων) είναι εξ υπαρχής ύποπτη, πιθανώς ενδεικτική λαθροχειρίας, κλοπής ή ευνοίας και όπου η λέξη ελευθερία έχει πλήρως διαχωρισθεί από την οικονομία της αγοράς. Τούτο είναι ιδιαίτερα εμφανές στα κείμενα ορισμένων πολιτικών σχολιαστών. Κάθε προσπάθεια περιορισμού της ελευθερίας της σκέψης, της ελευθεροτυπίας, κάθε προσβολή του ακαδημαϊκού ασύλου προκαλεί ευτυχώς τις έντονες και εύγλωττες διαμαρτυρίες τους. Ο στραγγαλισμός του επιχειρείν όμως δεν τους ενδιαφέρει καθόλου. Ο έγκριτος δημοσιογράφος Γ. Βότσης εξεγείρεται —ορθότατα— από τις στήλες της «Ελευθεροτυπίας» όταν του παρακολουθούν το τηλέφωνο. Η προσπάθεια καθυπόταξης, όμως, του επιχειρηματία στον οποίο ο οιοσδήποτε Παπανδρέου, ή Αρσένης επιχειρεί να επιβάλει τι θα παράγει, πόσα θα πρέπει να επενδύσει, πόσο θα διατιμήσει το προϊόν του, τι μισθό και ημερομίσθιο θα δώσει στο προσωπικό του, πόσους δικαιούται να απολύσει και τελικώς πότε και πώς θα παραδώσει την επιχείρηση του στο «λαό» αφήνουν τον Γ. Βότση ασυγκίνητο. Το γεγονός ότι η ελευθερία δεν τεμαχίζεται σε καλή (για τις διεκδικήσεις των εργατών και των διανοουμένων) και κακή (για τους επιχειρηματίες) αμφισβητείται στη χώρα μας καθημερινά. Ωστόσο, γίνονται βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ιδίως μετά τη νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές του Απριλίου 1990.

Η οικονομία της Ελλάδος που έζησε επί πολλά χρόνια προστατευμένη πίσω από υψηλά δασμολογικά τείχη θα ελευθερωθεί οπωσδήποτε λόγω της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Θεμέλιο της Κοινότητας είναι η αγορά, η κοινή αγορά. Η Ευρώπη των εθνικών κρατών που πολεμούν άλληλα στην οικονομία, όταν δεν το κάνουν στα πεδία των μαχών, ανήκει στο παρελθόν. Με την προϊούσα ελευθέρωση της κινήσεως κεφαλαίων και την μη δυναμένη πλέον να εμποδισθεί πραγματική (και όχι εικονική) μετατρεψιμότητα της δραχμής, θα αναγκασθεί ακόμη και το κρατικοελεγχόμενο τραπεζικό της σύστημα —κύριος μοχλός για τη λειτουργία της αγοράς— να αναπροσαρμοστεί. Όταν θα μπορούν και οι Έλληνες να έχουν τραπεζικό λογαριασμό στο Λουξεμβούργο όπου θα καταθέτουν τις ελεύθερα μετατρέψιμες δραχμές τους και να ζητάνε δάνειο από μια δανέζικη τράπεζα για να αγοράσουν στην Ιταλία ένα αυτοκίνητο που θα μπορούν να φέρουν αδασμολόγητο στην Αθήνα όπως φέρνουν μήλα από το Πήλιο, τυρί φέτα από την Ελασσόνα και κεράσια από τα Βοδενά, δεν θα έχουν μείνει πια πολλά περιθώρια στις ελληνικές κυβερνήσεις να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων — όπως το κάνουν σήμερα – για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα που προκαλούν. Ούτε θα μπορεί κανείς πια να κατηγορεί τον φιλελευθερισμό ως «εισαγόμενο» προϊόν που απειλεί τη βυζαντινή μας ταυτότητα και να ζητά μέτρα προστασίας της ελληνικής παραγωγής αγαθών και ιδεών. Ο ανταγωνισμός θα έχει πια θεσμοθετηθεί σε όλη την κλίμακα των δραστηριοτήτων σε μια Κοινότητα όπου η δύναμη θα μετράται με το μερίδιο της αγοράς που αποκτά ο καθένας και όπου οι συμμαχίες θα υποκατασταθούν από επιχειρηματικές κοινοπραξίες.

Στο ενδιαφέρον άρθρο του με τίτλο «Ανυποψίαστοι και Αυτιστές («Βήμα» 4-11-90) ο Σημίτης επιχειρεί να προειδοποιήσει τους βαθιά νυχτωμένους συμπατριώτες του (κυρίως του ΠΑΣΟΚ) ότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση που προχωρεί ακάθεκτη θα σημάνει ότι έως το 1998 θα έχει καταργηθεί η δραχμή και επομένως δεν θα μπορούμε να λύνουμε τα προβλήματα μας υποτιμώντας την κάθε λίγο, ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί να ακολουθεί δική της νομισματική πολιτική, ότι τα επιτόκια θα καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα όπως και ο δανεισμός, θα ελέγχονται από τα όργανα της Κοινότητας ότι η φορολογία δεν θα μπορεί να νοθεύει τον ανταγωνισμό, ότι οι τιμές θα πρέπει να διατηρούνται σταθερές σε όλη την κοινοτική επικράτεια και ότι η χώρα διέρχεται ήδη ένα μεταβατικό στάδιο που οδηγεί σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Δεν μένουν δηλαδή πολλά περιθώρια πια στους φιλελευθερομάχους Έλληνες εξ αριστερών και δεξιών να αντισταθούν στο γίγνεσθαι που έχει ήδη αρχίσει. Η μόνη δυνατότητα που έχουν είναι να καθυστερήσουν τις εξελίξεις και να οδηγήσουν τη χώρα στην εξαθλιωμένη απομόνωση της χθεσινής Αλβανίας ή στην υπέροχη απομόνωση της μοναστικής κοινότητος του ‘Αθω.

5 σχόλια
Leave a comment »

  1. Έχει δίκιο ο κ.Δραγούμης, ο καπιταλισμός ταιριάζει στον νεοέλληνα ακριβώς επειδή κι ο ίδιος είναι τόσο ατομοκεντρικός-οικογενειοκρατικός, συνήθως μάλιστα με την πολύ κακή έννοια του όρου.
    Μόνο σε σύστημα συνεχούς ανταγωνισμού τόσων πολλών και αντικρουοόμενων ατομικών φιλοδοξιών μπορεί να υπάρξει κάποιου είδους ισορροπία και πρόοδος, κανένα κράτος δεν είναι σε θέση να παίξει αυτό το ρόλο, εκτός αν γίνει αυταρχικό.

  2. Κύριε Δραγούμη,

    λίγη προσοχή στα γραφόμενά σας. Η Ιαπωνία άνοιξε τα λιμάνια της το 19ο αιώνα στους ξένους με το ζόρι και υπό την απειλή χρήσης βίας από τους Αγγλο-Αμερικάνους, οι δε δημοκρατία επεβλήθει ουσιαστικά στη Γερμανία μετά την ήττα στο Β’ Παγκόσμιο. Καμία σύγκριση δε μπορεί να γίνει με την Ελληνική πραγματικότητα.

  3. Είναι πράγματι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πως οι διάφορες «συνταγές» που λύουν ως εκ θαύματος θεμελιώδη προβλήματα της ανθρώπινης κατάστασης προκειμένου να δώσουν άπειρη σχόλη και να ευνοήσουν την «ανάπτυξη της προσωπικότητας» έχουν ως αποτέλεσμα το αντίθετο, την πλήρη αποβλάκωση του ατόμου. Τόσο το Μαρξιστικό ιδεώδες του σπαρτιάτικου βίου όσο και η δυτική απάντηση του Keynes-ιανισμού της υπεραφθονίας, αφαιρούν, στην ουσία, από την ασχολία κάθε κίνητρο και επομένως ενδιαφέρον. Αντί λοιπόν να περιορίσουν την εργασιακή αλλοτρίωση την οδήγησαν στις απόλυτες συνέπειές της. Πόσο μπορεί άραγε να αναπτύξει κανείς τον εγκέφαλό του όταν «ανοιγοκλείνει λάκκους» μόνο και μόνο για να «δουλεύει η οικονομία»; Αυτό, ως είναι ευρέως γνωστόν, το κάνουν και στα καταναγκαστικά έργα. Με ποιάν ανάπτυξη εγκεφάλου άραγε ο ούτως ειπείν «ανοιγοκλείστης λάκκων» θα πάει μετά να διαβάσει, ας πούμε, Αισχύλο; Οι Σοσιαλιστές λοιπόν, οι οποίοι στερούνται οποιασδήποτε πρωτοτυπίας, μόλο που αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικοί», υιοθέτησαν διαδοχικά τις δύο παραπάνω έτοιμες «συνταγές» λύτρωσης της ανθρωπότητας. Φυσικά, δεν πρόκειται ποτέ η ιστορία να μνημονεύσει έναν «σοσιαλιστικό πολιτισμό» για τον απλούστατο λόγο πως δεν μπορεί aprioriquement να υπάρξει ποτέ πολιτισμός από ανοιγοκλείστες λάκκων. Είναι προφανές σε τι πρότυπο ανθρώπου στοχεύουν, και αυτό που είναι ανησυχητικό, είναι πως έχουν ευρεία απήχηση στην Ελλάδα. Το κεφάλαιο αυτό του κ. Δραγούμη, θίγει ανάμεσα σε άλλα, τους λόγους αυτού του φαινομένου.
    Η κοινωνική αποτελεσματικότητα των εν Ελλάδι Σοσιαλιστών βρίσκεται στο γεγονός πως κινούνται με γνώμονα την γυμνή αξίωση ισχύος όπως οι Φασίστες του μεσοπολέμου, δίχως ωστόσο της άσκησης βίας που χαρακτήριζε τους δεύτερους. Η γυμνή αξίωση ισχύος είναι αποτελεσματικότερη από την έμμεση (αυτή δηλαδή που χαρακτηρίζει εν γένει τον Καπιταλισμό) άλλα την ίδια στιγμή είναι βραχύβια. Γνωρίζοντας το τελευταίο παρασιτούν στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλάζοντας μορφές σαν τον Πρωτέα. Κι αυτή ίσως να είναι η παγίδα που έχουν πέσει –εξηγούμαι: Τους γυάλισαν τα αργύρια και έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να εντάξουν την Ελλάδα στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Αυτό δεν αφήνει περιθώρια για σοσιαλιστικά hocus-pocus.Τα ευρωπαϊκά ξαδέρφια τους, λιγότερο αριβιστικά και πονηρά, αργοσβήνουν. Μένει να δούμε τι θα γίνει με δαύτους. Πως θα επιτύχουν σοσιαλιστικούς στόχους στο ordoliberal περιβάλλον της Ευρώπης, μεσούσης οικονομικής κρίσης; Απομένει να βρεθεί.

  4. Με επιμονή στο συμφιλιωτικό ΕΝΙΑΙΟ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ (που πρότεινε ο Ρήγας -άρθρο 37 στο Σύνταγμα- EΦΑΡΜΟΣΤΗΚΕ στις 3 πρώτες εκλογές και ΥΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ στα 3 πρώτα ελληνικά Συντάγματα, την Ελβετία και από ΑΜΕΤΡΗΤΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ), μπορούμε να βελτιώσουμε την κοινωνία, με κυβερνήσεις αλληλεγγύης, χωρίς λαμόγια, μίζες και διχόνοια.
    Μπορεί να αρχίσει πριν νομοθετηθεί, από πρωτοβουλίες ανά δήμο, βάζοντας ανεπίσημη κάλπη πριν τις εκλογές για να ψηφίζουν όσοι θέλουν, όσους από τους υποψήφιους θέλουν να αποτελούν το ΕΝΙΑΙΟ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ, ώσπου να καταλάβουν όλοι πόσο καλύτερα είναι!
    Το εφάρμοσαν στη Μελίβοια Αγιάς το 2002:
    μαζεύτηκαν και έβαλαν σε ένα ΕΝΙΑΙΟ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ τα ονόματα όσων ήθελαν να γίνουν δημοτικοί σύμβουλοι. Ύστερα ψήφισε ο καθένας όσους είχε δικαίωμα, σύμφωνα με τους κανόνες των επίσημων εκλογών.
    Και όσους βγήκαν πρώτοι σε ψήφους, ανεξάρτητα από ένταξη σε κόμμα ή όχι, τους έβαλαν στο μοναδικό ψηφοδέλτιο των επίσημων εκλογών, και αποτέλεσαν το δημοτικό συμβούλιο που ήθελε το χωριό και όχι οι γραφειοκράτες!

    http://enieopsifodeltio.wordpress.com
    http://apps.facebook.com/causes/61685
    http://antipariafwni.blogspot.com/2009/01/niki.html
    http://www.kpad.gr/text/thesis/enieo1.htm
    http://edrana.blogspot.com/2007/06/blog-post_05.html
    http://troktiko.blogspot.com/2009/05/blog-post_5788.html

  5. […] Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό VI: Ελληνικός Φιλελευθε… […]

Σχολιαστε