Μία ιστορία του μέλλοντός μας

Ιούν 13th, 2005 | | Κατηγορία: Τέχνες | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

Tyrell Co.

LOADING..please wait…

Press any key to start transmission.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για την περίπτωση σας. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια της.»

Αυτά ήταν τα λόγια του γιατρού. Η επιστήμη δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την περίπτωση μου. Πάσχω λέει από την μάστιγα της εποχής μας, αυτήν την καινούργια, ανιάτη αρρώστια του κεντρικού νευρικού συστήματος που έχει τόσο απασχολήσει του γιατρούς, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Μου εξήγησε ότι η ζημία ξεκινάει από τα κύτταρα της μνήμης, αυτά είναι που καταστρέφονται πρώτα – και μάλιστα με συγκεκριμένη σειρά: πρώτα καταστρέφονται οι συνάψεις εκείνες που είναι υπεύθυνες για τις επιφανειακές, για τις λιγότερο σημαντικές αναμνήσεις και σιγά σιγά, ξεκινώντας από τις λιγότερο σημαντικές θα καταστραφούν όλες μου οι αναμνήσεις, μέχρι και την τελευταία.

Πραγματικά, έτσι νιώθω, ότι πολλά πράγματα τα έχω ξεχάσει και όχι μόνο αυτό, αλλά και η αναπνοή μου νιώθω γίνεται βαριά, τόσο που κάνω ολόκληρο αγώνα για να φουσκώσω το στήθος μου και όταν το καταφέρω αναρωτιέμαι: θα τα καταφέρω πάλι;

«Αναμενόμενο»,είπε ο γιατρός, και με οδήγησε στον θάλαμο που βρίσκομαι τώρα, μόνος δεμένος με όλα αυτά τα καλώδια, τα σωληνάκια που βουίζουν γύρω μου -ο μοναδικός ήχος, που μου λέει ότι ακόμα ζω ή, αλλιώς, ότι σε λίγο πεθαίνω. Περισσότερο με ενοχλεί αυτή η μάσκα που έδεσαν στο πρόσωπο μου για να μου φέρνει οξυγόνο και να μου παίρνει την φωνή.

«Το ξέρω πόσο σκληρό είναι να μην μπορείς να μιλήσεις», είπε ο γιατρός, και μου έδωσε αυτό το chip που μόλις βάλατε στον υπολογιστή σας. Είναι το μόνο που μπορεί να κάνει η επιστήμη για την αρρώστια μου, αυτό το chip που καταγράφει μόνο του τις τελευταίες αναμνήσεις μου, καθώς σβήνουν, έτσι ώστε να μπορέσει κάποτε κάποιος να τις νιώσει-ίσως έτσι πολεμήσω την μοναξιά αυτού του ψυχρού θαλάμου.

Νιώθω τα μάτια μου βαριά, να κλείνουν παρά την θέλησή μου. Οι λευκοί και άχαροι τοίχοι, το μόνο που μπορούσα να δω, αλλάζουν σιγά-σιγά χρώμα, γίνονται γαλάζιοι: τώρα βλέπω μπροστά μου μόνο μια θάλασσα, όχι πια τοίχο αλλά την θάλασσα που τόσο μου άρεσε. Είναι η παραλία που πήγαινα μικρός, ακριβώς έτσι όπως την θυμάμαι – σαν να βλέπω τον εαυτό μου παιδί κάπου στην άκρη. Μου άρεσε ο ήχος των κυματών, που μου φαίνεται τώρα ότι ακούω. Αυτό που πιο πολύ με συγκινούσε είναι να προσηλώνω το βλέμμα μου στο τέλος της θάλασσας, εκεί που αρχίζει ο ουρανός-πάντα πίστευα ότι κάτι υπάρχει εκεί.

Να όμως που τελικά κάτι βλέπω εκεί! Είναι ένας σταθμός γεμάτος κόσμο, κίνηση, φασαρία. Δυστυχώς δεν μπορώ να θυμηθώ πώς λέγεται το όχημα που μεταφέρει τους επιβάτες, προσπαθώ -αφού ξέρω πόσο θα σας άρεσε να περιγράψω τα οχήματα της εποχής μου, ώστε να τα συγκρίνετε με τα δικά σας-αλλά δεν μπορώ, η ανάμνηση αυτού του οχήματος και του ονόματος του έχει ξεθωριάσει και μένει μόνο ο σταθμός. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα άγνωστα πρόσωπα βλέπω σε μια γωνία και κάποιο πολύ γνωστό: τον εαυτό μου, με την βαλίτσα μου-τον πιο πιστό μου σύντροφο-στο χέρι, χωρίς να μπορώ να πω αν φεύγω ή έρχομαι-απλά υπάρχω εκεί να χαζεύω στον πίνακα ανακοινώσεων τα διάφορα ονόματα των πόλεων. Όλος αυτός ο κόσμος γύρω μου, πόσο μου αρέσει, πόσο τους χρειάζομαι!

Ακολουθώ κάποιους από αυτούς και τελικά μπαίνω στο όχημα μαζί τους και κάθομαι κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο το τοπίο να περνάει όλο και πιο γρήγορα, ενώ ο ουρανός αλλάζει χρώμα και γίνεται όλο και πιο σκοτεινός, όλο και πιο εχθρικός, τώρα που έφτασα στο τέλος. Ανοίγοντας την πόρτα αντικρίζω μια εικόνα τόσο γνώριμη, τόσο θλιβερή. Ντρέπομαι να μιλήσω γι’αυτό που βλέπω, επειδή ξέρω ότι μιλάω σε ανθρώπους μιας άλλης εποχής, μιας άλλης γενιάς και έχω αυτό το τρομερό συναίσθημα ενοχής που έχει κανείς όταν πρέπει να μιλήσει δημόσια, σε ανθρώπους ξένους για λάθη μεγάλα που έχει κάνει και δεν έχει συγχωρέσει τον εαυτό του. Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι ότι τόσα βιβλία, τόση γνώση, τόση μόρφωση που απλόχερα μας δόθηκε δεν μπόρεσε να γίνει σκέψη, δεν μπόρεσε μας σώσει από τον πόλεμο .Και τα γνωρίζαμε, πόσοι πόλεμοι είχαν γίνει σε παλιότερες εποχές, πόσο αίμα είχε χυθεί, αλλά δεν βοήθησε σε τίποτα, και αυτό είναι για το οποίο ντρέπομαι, όχι μόνο για την σφαγή που έγινε, αλλά και για το ότι την βλέπαμε να έρχεται και δεν την εμποδίσαμε, το αντίθετο εμείς είμαστε που την καλλιεργήσαμε. Και να λοιπόν τώρα που ξαναβλέπω μπροστά μου αυτές τις θλιβερές εικόνες, που θα ήθελα να είναι το πρώτο που θα ξέχναγα, αλλά τελικά όχι, είναι το τελευταίο. Το κρύο αυτό δωμάτιο της εντατικής που με φιλοξενεί λίγο πριν με διώξει μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, γύρω μου είναι τα χαλάσματα, οι γκρεμισμένες πόλεις, οι βόμβες – και όλοι αυτοί οι νεκροί. Κάπου μέσα σε αυτήν την καταστροφή, πάνω στην καμένη γη, βλέπω να περπατά ένας άνθρωπος, ένας τσακισμένος άνθρωπος, αστείος έτσι όπως κρατά το σαραβαλιασμένο όπλο του-χωρίς να ξέρει τι να το κάνει έτσι μόνος που είναι στην μέση της ερήμου- μέσα στην μιζέρια, και σιγά – σιγά αρχίζω να διακρίνω το πρόσωπο του, ένα γνώριμο πρόσωπο που μου προκαλεί την περιφρόνηση, ανάμεσα από τα χέρια του που το κρύβουν: είναι το δικό μου πρόσωπο και γύρω μου, όλοι αυτοί οι νεκροί είναι πρόσωπα γνώριμα, φίλοι μου, συγγενείς μου, απλοί γνωστοί, δεν μπορώ να θυμηθώ, απλά μου είναι γνωστά. Θυμάμαι τι σκεφτόμουν τότε, εκεί που περπατούσα μόνος ανάμεσα στα χαλάσματα: αναρωτιόμουν πού είναι ο ήλιος, πόσο εχθρικός μοιάζει ο ουρανός χωρίς αυτόν. Και ενώ σηκώνω το βλέμμα για να τον ψάξω ανάμεσα στα σύννεφα, χάνω τα πάντα από τα μάτια μου.

Ακούγεται ο τρομερός ήχος μίας έκρηξης, τα πάντα τινάζονται στον αέρα, αυτό ήταν: τώρα δεν μπορώ να δω τίποτα. Το μόνο που βλέπω είναι ένα μαύρο σκοτάδι που απλώνεται και καταλαμβάνει τα πάντα. Ο γιατρός με είχε προειδοποιήσει για αυτό: ότι τα κύτταρα της οπτικής μνήμης είναι πολύ ευάλωτα. Να λοιπόν που ξέχασα όσα έχω δει, έτσι ξαφνικά δεν υπάρχει τίποτα, δεν μπορώ να ανακαλέσω καμία εικόνα από το παρελθόν, μπορώ να δω γύρω μου, τους λευκούς τοίχους, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ καμία εικόνα, τίποτα-το μόνο που μου μένει είναι να κλείσω εντελώς τα μάτια μου, έτσι που έγιναν άχρηστα.

Η μνήμη των άλλων μου αισθήσεων όμως φαίνεται να διατηρείται γιατί νιώθω πολύ έντονα αυτό το άρωμα, το τόσο γνωστό, το τόσο επιθυμητό:είναι το άρωμά της. Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να φέρω στην μνήμη μου την εικόνα του προσώπου της ή του σώματος της. Νιώθω όμως γύρω μου την ζεστασιά που ένιωθα πάντα δίπλα της. Στις άκρες των δακτύλων μου έχω την αίσθηση του δέρματος της, του στήθους της, σαν να την χαϊδεύω, εκεί που της άρεσε τόσο πολύ και μου φαίνεται ότι ακούω και την φωνή της, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι λέει, αν λέει κάτι. Δεν μπορώ να θυμηθώ την μορφή του προσώπου της ή τα μάτια της – αφού δεν μπορώ να θυμηθώ καμία εικόνα – αλλά νιώθω το βλέμμα της, έτσι όπως με κοίταζε όταν κάναμε έρωτα και ξαφνικά διαχέεται στο σώμα μου αυτό το τρέμουλο, αυτό το κύμα της απόλαυσης που φτάνει σε όλο το κορμί, τυλιγμένοι ανάμεσα στα σεντόνια. μόνοι και αγκαλιασμένοι…

…και το νιώθω, αυτή είναι η τελευταία μου ανάμνηση, αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι, πριν σβήσει εντελώς ο εγκέφαλός μου, ανάμνηση της ζωής μου.

Ίσως να θέλατε να σας μιλήσω όχι για αυτά που τόσο καλά θα γνωρίζετε, τον πόλεμο, τον έρωτα, αλλά να γεμίσω αυτό το chip, αυτήν την κιβωτό με τις τελευταίες μνήμες μου, με περιγραφές της καθημερινής ζωής της εποχής μου: σίγουρα τα σύγχρονα οχήματα, οι μεγάλες κατακτήσεις της τεχνολογίας, αυτά τα καινούργια κτίρια, θα σας άρεσαν πολύ να μπορούσατε να δείτε, έστω και με μια κλεφτή ματιά το μέλλον, τις επόμενες κατακτήσεις του ανθρώπου. Δυστυχώς όμως, αυτά είναι τα πρώτα που ξέχασα, εξαφανίστηκαν από την μνήμη μου πριν καν αρχίσω την διήγηση αυτή και τώρα και να ήθελα, δεν θα μπορούσα να σας τα μεταφέρω. Συγχωρέστε με λοιπόν, όπως θα συγχωρούσατε έναν άνθρωπο στις τελευταίες του ώρες.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Να όμως που έχω ακόμα μια ανάμνηση, ακόμα κάτι έχει μείνει στον εγκέφαλο μου, ενώ όλα τα άλλα χάθηκαν. Δεν είναι ούτε εικόνα, ούτε αίσθηση. Είναι μια ακαθόριστη, ασαφής ιδέα, που λέει: «και αν δεν είχα κάνει….».Δεν είναι τίποτα συγκεκριμμένο, είναι μόνο μια εντύπωση απορίας που υπάρχει στο μυαλό μου, ότι αν δεν είχα κάνει κάτι (χωρίς να θυμάμαι τι) όλα θα ήταν αλλιώς, η ζωή μου διαφορετική.

Και ενώ νιώθω την αναπνοή μου να γίνεται πιο αργή, η εντύπωση αυτή παραμένει, ίσως αφου άδειασε ο εγκέφαλος μου, να έμεινε μόνο αυτή η απορία, και με αυτή θα σας αποχαιρετήσω…

Don’t set me free
I’m as heavy as can be
Just my librium and me
I’d rather stay here

With all the madmen

————————END OF TRASMISSION—————————

105000 bytes free

Σχολιαστε