H Αλίκη στη Χώρα της Χαμηλής Εντροπίας και της Ανύπαρκτης Ντροπής

Δεκ 23rd, 2006 | | Κατηγορία: Ελλάδα, Πολιτική | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

του Δημήτρη Γιαννακόπουλου*

Η Αλίκη έδειχνε να πλημμυρίζει από αυτοπεποίθηση «μπορώ να αλλάξω τον κόσμο δίνοντας στις έννοιες το νόημα που εγώ επιθυμώ» σκέφθηκε. Αγνόησε όμως, η άμοιρη, την πολιτικο-κοινωνική διάσταση της Εντροπίας και την λυτρωτική αξία της ντροπής. Γι’ αυτό ο μαγικός της κόσμος υπήρξε ασύμπτωτος με την πραγματικότητα, στην οποία επέστρεψε να ζήσει για την υπόλοιπη ζωή της.

Αυτήν την νοητική εικόνα και τα απορρέοντα συναισθήματα από αυτή προκαλούν οι απόπειρες μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια, τόσο από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, όσο και από τη παρούσα της ΝΔ.

Επιχειρώντας να απαντήσω στο ερώτημα, γιατί δεν υλοποιούνται, στην Ελλάδα, ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις πού απαιτούνται για την ορθολογική λειτουργία των θεσμών και της αγοράς στο νέο παγκοσμιοποιημένο σύστημα του πολιτισμού, της πολιτικής, της οικονομίας και της θεσμικής συγκρότησης, θα αποφύγω «κοινούς τόπους» και κατεστημένες προσεγγίσεις που, εν τέλει, έρχονται να νομιμοποιήσουν την πολιτική απραξία, την καθυστέρηση, την απογοήτευση και συμβάλουν στον ατομικό και κοινωνικό αποκλεισμό, την ιδιώτευση και τη μείωση της δημιουργικής επιχειρηματικότητας.

Θα υποστηρίξω ότι οι θεωρίες περί πολιτικού (κομματικού) κόστους, πηγάζουν από έναν ιδιότυπο οικονομισμό (οικονομικό ντετερμινισμό) επί της πολιτικής, που οδηγεί αναπόφευκτα σε εκπτώσεις στην εσωτερική οργάνωση των μεταρρυθμίσεων, ενώ παράλληλα γεννούν νομοτέλειες και πολιτικο-κοινωνικά σημαινόμενα εξαιρετικά χαμηλής Εντροπίας.

Η Έννοια της Εντροπίας, εδώ, υιοθετείται από την information theory και περιγράφει το μέγεθος της πληροφορίας που ενυπάρχει σε οποιοδήποτε κοινωνικό ή πολιτικό σημαινόμενο: γεγονός, πρωτοβουλία, δράση και είναι δυνατόν να ερμηνευθεί από τον αποδέκτη-πολίτη. Στη περίπτωσή μας η χαμηλή Εντροπία απεικονίζει τη μεγάλη αβεβαιότητα και την συνακολουθούμενη σύγχυση και ανασφάλεια που προκαλούν οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στους πολίτες.

Η αποπολιτικοποίηση των αποφάσεων δια της οικονομικής αντικειμενικότητας εξαφανίζει τον πολιτικό στόχο – το περίφημο όραμα – από τον ορίζοντα του πολίτη, τον οποίο παραδίδει έρμαιο στις ορέξεις του οποιουδήποτε φαφλατά της πολιτικής.

Οι μεταρρυθμίσεις χαμηλής Εντροπίας στην Ελλάδα αναδεικνύουν την ανικανότητα του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος να πολιτευθεί πολιτικά. Φοβούμενο να εσωτερικεύσει πολιτικές ιδεολογίες, που θα επέφεραν την αναγκαστική, πολιτικά ορθολογική, αναδιοργάνωσή του. Φοβούμενο να συστηματοποιήσει δημιουργικά την λανθάνουσα ρήξη που το διατρέχει οριζόντια μεταξύ κρατιστών-συντηρητικών και προοδευτικών-μεταρρυθμιστών. Φοβούμενο να αντιληφθεί ότι μπορεί μεν η πολιτική να αποκρυσταλλώνει εξουσιαστικές σχέσεις, δεν έχει όμως ως αυτοσκοπό την εξουσία και μάλιστα την κυβερνητική. Φοβούμενο, τέλος, τους ίδιους τους πολίτες, στους οποίους, δήθεν, με δημοκρατικό σεβασμό αναφέρεται – στα λόγια καθημερινά, στη πράξη ανά τετραετία, τριετία ή όποτε τελοσπάντων εξυπηρετεί κομματικά ή/και προσωπικά τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Επιχειρεί (το σύγχρονη κομματικό κατεστημένο) να αποφύγει την υποκειμενοποίηση της πολιτικής δράσης και έτσι την αντικαθιστά, ταυτίζοντάς την, με δήθεν αντικειμενικούς, οικονομικούς δείκτες που επιτρέπουν, ασφαλώς, ποικίλες πολιτικές ερμηνείες. Η Εντροπία κοντά στο μηδέν. Η ντροπή στο απόλυτο μηδέν.( Είναι γνωστό ότι μόνο κάποιοι «περίεργοι» Ιάπωνες εξακολουθούν να παίρνουν προσωπικά τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα).

Η οικονομία για να είναι λειτουργική, πρέπει να εκφράζεται αντικειμενικά, καμία αντίρρηση. Η πολιτική δράση και η πολιτική απόφαση για να είναι (λειτουργικές) κοινωνικά σημαίνουσες πρέπει να μπορούν να εσωτερικεύονται από το πολίτη σε υποκειμενική διάσταση. Έτσι γεννάται η πραγματική συναίνεση και διαμορφώνονται συνθήκες αυθεντικής σύγκλησης. Η αποπολιτικοποίηση των αποφάσεων δια της οικονομικής αντικειμενικότητας εξαφανίζει τον πολιτικό στόχο – το περίφημο όραμα – από τον ορίζοντα του πολίτη, τον οποίο παραδίδει έρμαιο στις ορέξεις του οποιουδήποτε φαφλατά της πολιτικής. Έτσι, κατάδηλα, ζημιώνεται και η Οικονομία και η Αγορά και η Κοινωνία. Εξ αιτίας αυτού την «πάτησαν» οι όποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που με πολύ κόπο, αλλά λάθος τρόπο, επιχείρησε μια μικρή ομάδα γύρω από το Κ. Σημίτη, κάπως έτσι τελματώνονται και οι αποσπασματικές προσπάθειες μιας εξίσου μόνης – και έρημης – ομάδας περί τον Κ. Καραμανλή τον νεότερο.

Η Οικονομική θεωρία έχει συνεισφέρει και διαρκώς προσφέρει πολύτιμα εργαλεία και ιδέες για τη μεθοδολογική διερεύνηση και ερμηνεία πολλών πολιτικών φαινομένων, μεταξύ αυτών και του κομματικού ανταγωνισμού, την αποκρυστάλλωση ομάδων συμφερόντων και κοινωνικών κινημάτων, την εκλογική και νομιμοποιητική συμπεριφορά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ταυτίζεται η πολιτική διαδικασία (και οι μεταρρυθμίσεις εντάσσονται, ασφαλώς σε αυτό το πλαίσιο ) με την οικονομική πρακτική. Όπως, πολύ όμορφα, σημειώνει ο Terry Moe: «Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στον εντοπισμό και την ανάδειξη εκείνων των πολιτικών χαρακτηριστικών, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στη θεμελίωση μιας [νέας] θεωρίας. Η θεμελίωση αυτή μπορεί και πρέπει να επωφελείται από τη νέα- Οικονομική ( New Economics), σε καμία περίπτωση, όμως, να υπερκαλύπτεται ή να καθοδηγείται πεπλανημένα από αυτήν».

Μέσα σε αυτό το πνεύμα, πόσο, «χυδαία» και βλακώδης ακούγεται η «φιλολογία» περί ασημικών που εκποιούνται, και πόσο μάταιες οι οικονομικές προσεγγίσεις που προσπαθούν να αναδείξουν το επικερδές του πράγματος, αντί να εστιάσουν στον πολιτικό στόχο, ο οποίος δεν μπορεί να ισορροπεί στον άξονα κέρδος-ζημία, αλλά να κατατείνει στην ποιοτική ευημερία και προσωπική αξιοπρέπεια όλων των πολιτών!

ακόμη και σημαντικά κέρδη να καταγράφονταν στο Προϋπολογισμό από τη λειτουργία τους, θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν και μάλιστα πλήρως, καθώς η διαιώνιση αυτού του ερμαφρόδιτου καθεστώτος δεν στρεβλώνει μόνο την αγορά με την ευρεία έννοια, αλλά βάλλει ευθέως κατά της κοινωνικής συνοχής

Το πρόβλημα, με τις ποικίλες «επιχειρήσεις» του κράτους (του Δημοσίου τις λένε τώρα, αλλά προφανώς αστειεύονται), πάει πολύ μακρύτερα από την συγκυριακή τους θέση στην «αγορά» σε σχέση με τη κερδοφορία τους. Δεν είναι που τις πληρώνουμε ακριβά άμεσα ή έμμεσα, είναι που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα, από την αγορά εργασίας, έως την αγορά υπηρεσιών και από τη μακροημέρευση κομματικών συντεχνιών, έως την συντήρηση του ρουσφετιού και της γραφειοκρατικής αμετροέπειας. O νομικός δυισμός τους, που επιτρέπει σε αυτές άλλοτε να συμπεριφέρνονται ως φορείς του Δημοσίου και άλλοτε ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και τα μικρά η μεγαλύτερα προνόμια που απολαμβάνουν ορισμένοι – όχι όλοι – από τους υπαλλήλους τους, πλήττει βάναυσα το θεμέλιο της Δημοκρατίας: την ισονομία και ισοπολιτεία. Επιπρόσθετα, δεν φτάνει που προκαλούν κάθε τόσο σκάνδαλα, είναι πού «χαλάνε» και την αγορά, καθώς η δεύτερη μιμείται κοινωνικά επιζήμιες τακτικές, υπολογίζοντας ότι θα τύχει της κρατικής στοργής και εχεμύθειας που απολαμβάνουν οι πρώτες. Εν κατακλείδι ακόμη και σημαντικά κέρδη να καταγράφονταν στο Προϋπολογισμό από τη λειτουργία τους, θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν και μάλιστα πλήρως, καθώς η διαιώνιση αυτού του ερμαφρόδιτου καθεστώτος δεν στρεβλώνει μόνο την αγορά με την ευρεία έννοια, αλλά βάλλει ευθέως κατά της κοινωνικής συνοχής. Δεν βλέπετε το κύμα αντιδράσεων εναντίων των Δημοσίων Υπαλλήλων; Δεν βλέπει κανείς, στις ηγεσίες των κομμάτων, το τσουνάμι πού έρχεται; Αν η έκδηλη δυσφορία μετατραπεί σε κοινωνική ρήξη, πιστεύουν ότι μπορούν να τη διαχειριστούν; Μήπως, τελικά, υπερεκτιμούν την ικανότητά τους, και υποεκτιμούν τη κοινωνική δυναμική που δεν αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις «περί του καταλληλότερου»; Εν πάσει περιπτώσει η Οικονομική Πολιτική δεν έπαψε να είναι Πολιτική. Ας πάψουν, λοιπόν, οι Υπουργοί να το «παίζουν» Managers και οι Πρωθυπουργοί Chief Executive Officers. Ζημιώνουν, έτσι, τους πολίτες, την πολιτική διαδικασία και μακροχρονίως τους εαυτούς τους – άσε που εξευτελίζουν και τη λειτουργία της αγοράς.

Δεν θα έπρεπε να ντρέπεται ο πολιτικός, που αντί να προβάλλει ευθαρσώς και αταλάντευτα το πολιτικό μήνυμα των μεταρρυθμίσεων και την ιδεολογική θεμελίωσή τους, οχυρώνεται πίσω από τις Θεσμικές πρωτοβουλίες της ΕΕ, καλώντας τους πολίτες να δείξουν κατανόηση και να συμβιβαστούν με τις «επιταγές των Βρυξελών»;

Είναι αλήθεια ότι η ΕΕ χρειάζεται τις συντονισμένες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες όλων των Κρατών Μελών, ώστε να αναδειχθεί η Ευρώπη σε μια ενιαία, αυθεντική, άκρως ανταγωνιστική δύναμη προόδου στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Είναι επίσης γεγονός, ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της ποιοτικής ανάπτυξης και της ηγεμονίας στις παγκόσμιες αγορές απαιτούνται αυστηρά πλαίσια ανταγωνισμού στο εσωτερικό της. Μόνον έτσι θα μπορέσει η Ένωση να αναπτύξει υψηλή, ενιαία, ανταγωνιστικότητα. Σε αυτό συμφωνούν και οι Φιλελεύθεροι και οι Χριστιανοδημοκράτες, και οι Σοσιαλδημοκράτες, καθώς και ένα μεγάλο τμήμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Συμφωνούν, επίσης, ότι το πλέγμα αυτό των μεταρρυθμίσεων, ενισχύει την Εθνική και Περιφερειακή ανάπτυξη και αμέσως ή εμμέσως τη κοινωνική συνοχή. Όταν όμως το ΠΑΣΟΚ ή/και η ΝΔ καλούνται να υπερασπιστούν ιδεολογικά, στο εσωτερικό της Χώρας, συνολικά το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, τότε δείχνουν με νόημα «προς Βρυξέλλες μεριά». Κάπως έτσι εκδηλώνεται στην ύστερη Μεταπολίτευση η αυτοσυντήρηση ενός πολιτικού συστήματος, το οποίο επιμένει, μετερχόμενο ποικίλα πολιτικά και μικροπολιτικά τρικ, να ενθυλακώνει παραμορφωτικά τον Κρατισμό μαζί με τον Φιλελευθερισμό, μειώνοντας τεχνηέντως την πολιτική Εντροπία.

Η πορεία μας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη έχει μεταβάλει τους όρους αποκρυστάλλωσης της ιδεολογίας και της πολιτικής. Απαιτεί συνειδητοποιημένους πολίτες και όχι πελάτες στο κρατικο-κομματικό μαγαζί. Οι πλέον σοβαρές μάλιστα μετρήσεις της κοινής γνώμης που διεξάγονται σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν ότι, παρά τις προσπάθειες του δικομματικού συστήματος, οι Έλληνες και η Ελληνική κοινωνία ξεπερνούν τις διαχωριστικές γραμμές που, πλέον ολοένα και πιο άτεχνα, χαράσσουν μεταξύ τους η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, δηλώνοντας «έλλειψη εμπιστοσύνης» προς αυτά τα πολυσυλλεκτικά κόμματα..

Σύμφωνα με το τελευταίο «Ευρωπαϊκό Βαρόμετρο», που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες, οι Έλληνες, είναι από τους λαούς που εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση (στη δεύτερη θέση με ποσοστό 65%) πολύ περισσότερο από την Βουλή των Ελλήνων (54%), ενώ έξι στους δέκα δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση, τρεις στους τέσσερις (77%) τα πολιτικά κόμματα και τουλάχιστον οι μισοί τα συνδικάτα.

Θετική κρίνεται η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ για το 57% των Ελλήνων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την άποψη κατά 74% ότι η Ελλάδα έχει ωφεληθεί από αυτήν. Στα πλεονεκτήματα της συμμετοχής στην ΕΕ οι ερωτηθέντες απαντούν ασφάλεια, μεγαλύτερη επιρροή της χώρας στον κόσμο και καλύτερο βιοτικό επίπεδο, ενώ παράλληλα κρίνεται πολύ θετική και η επίδραση στη γεωργία.

Αν νομίζετε ότι μετά από αυτά, τα κόμματα θα αλλάξουν τακτική, δεν θα συμφωνήσουμε. Το αίσθημα αυτοσυντήρησής τους και η ηγεμονική κουλτούρα των ηγεσιών τους δεν το επιτρέπουν. Μόνο η πολιτική βούληση και δράση των απεγκλωβισμένων πολιτών μπορούν να δώσουν νέα πνοή στο πολιτικό σύστημα και να το οδηγήσουν σε αναδιοργάνωση με πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια και όχι μικροσυμφεροντολογικές σκοπιμότητες.

Μόνο η πολιτική βούληση και δράση των απεγκλωβισμένων πολιτών μπορούν να δώσουν νέα πνοή στο πολιτικό σύστημα και να το οδηγήσουν σε αναδιοργάνωση με πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια και όχι μικροσυμφεροντολογικές σκοπιμότητες.

Βεβαίως εκλογές έρχονται και θα ακούσουμε τόσα πολλά για μεταρρυθμίσεις που υποψιάζομαι ότι η Εντροπία θα μηδενιστή και η απόλυτη σύγχυση θα κυριαρχήσει. Είναι σαν να ακούω, τώρα, να επαναλαμβάνονται τα λόγια που άρθρωσε προ ολίγων εβδομάδων κατά την ομιλία του στο London School of Economics ο Πρωθυπουργός: «H Ελλάδα έχει μπει σε μια περίοδο έντονων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να προσαρμοστεί στις διεθνείς αλλαγές, να είναι επαρκώς προετοιμασμένη για το μέλλον και να τεθεί στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών αλλαγών. Το μείγμα της πολιτικής μας εστιάζεται στη δημοσιονομική σταθεροποίηση, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην εκπαίδευση και τη μάθηση». Τέλος, κλείνοντας την ομιλία του ανέφερε: «H Ελλάδα δημιούργησε ένα νέο φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον με νέες ευκαιρίες για εγχώριους και ξένους επενδυτές, ένα νέο εργασιακό περιβάλλον για νέους μορφωμένους πολίτες. Είναι μια χώρα φιλική, σύγχρονη και ασφαλής. Mια χώρα που ξέρει να ακούει και να ερμηνεύει τα σημάδια των καιρών και πώς να προσαρμόζεται σ’ αυτά με αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, ακολουθώντας ένα καθαρό όραμα και ένα στοχευμένο σχέδιο».

Να γιατί στην εισαγωγή αναφέρθηκα, παραβολικά, στην Αλίκη που ζει στη χώρα της χαμηλής Εντροπίας και της ανύπαρκτης ντροπής. Ποια είναι τα πρώτα ορατά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων-Καραμανλή στη ζωή των Ελλήνων; Ποια η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ποια η πολιτική που εστιάζεται στην εκπαίδευση και τη μάθηση; Πώς θα τεθεί η χώρα στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών αλλαγών, όταν απομακρυνόμαστε διαρκώς από τους στόχους της Λισαβόνας; Ποιο είναι το νέο εργασιακό περιβάλλον για μορφωμένους νέους, όταν κατέχουμε την πρώτη θέση στην EE. στην ανεργία αυτής της κατηγορίας; Ποιο είναι αυτό το περίφημο στοχευμένο σχέδιο, μήπως αυτό που ευαγγελιζόταν την «επανίδρυση του Κράτους;»

Τα λόγια του κ. Καραμανλή, ως προς τις ευρωπαϊκές επιδόσεις της χώρας, αντηχούν παράφωνα, αν ρίξει κανείς μια ματιά στην τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος: 1) Στην Ευρώπη των «25» η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στις εισροές κεφαλαίων για ξένες άμεσες επενδύσεις ως ποσοστό του AEΠ, καθώς και στον βαθμό εξωστρέφειας. 2) Βρίσκεται μεταξύ των τελευταίων όσον αφορά την ευκολία επιχειρηματικής δραστηριότητας και τον αριθμό διαδικασιών για την ίδρυση μιας επιχείρησης. 3) Διαθέτει πολύ υψηλό δείκτη δυσκαμψίας αγοράς εργασίας, υψηλή γραφειοκρατία που αποθαρρύνει δυνητικούς επενδυτές, ενώ υπάρχει και αναντιστοιχία μεταξύ της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των σύγχρονων αναγκών της αγοράς εργασίας.

Δύσκολο πράγμα η μεταρρύθμιση, αν ασφαλώς με τη λέξη αυτή εννοούμε πολιτικές πρωτοβουλίες που εισάγουν καινοτομικές προσεγγίσεις στον τρόπο της οργάνωσης και της λειτουργίας του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας, και αν συμφωνούμε ότι η εφαρμογή τους οφείλει να παράγει απτά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα για τους πολίτες.

Εύκολα τα λόγια και η προπαγάνδα τόσο από το ΠΑΣΟΚ, όσο και από τη ΝΔ, αλλά δίχως μια νέα Φιλελεύθερη θεώρηση του κράτους και της κοινωνίας, μέσα στη σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις θα παραμείνουν «εκθέσεις ιδεών» στη Χώρα της Αλίκης.

——————————————————————
*O Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι Δημοσιογράφος – Πολιτικός Επιστήμονας (Ερευνητής στο Södertörns University, Sweden)

16 σχόλια
Leave a comment »

  1. Είχα την εντύπωση πως χαμηλή εντροπία σημαίνει μεγάλη βεβαιότητα και όχι μεγάλη αβεβαιότητα όπως υποστηρίζει το άρθρο.

  2. Αγαπητέ ληρ, η αντίληψή σου για την μαθηματική συνάρτηση της εντροπίας είναι απόλυτα ορθή. Στο άρθρο, όμως, η χαμηλή εντροπία πρέπει να διαβάζεται ώς το μέτρο της βεβαιότητας των πολιτών για τη μη ευόδωση των μεταρρυθμίσεων. Άρα, η χαμηλή εντροπία εκφράζει την οικονομική και κοινωνική αβεβαιότητα (ανασφάλεια) στη χώρα, ως προς την συστηματική ολοκλήρωση ενός πλέγματος μεταρρυθμίσεων με συγκεκριμένους στόχους και αποτελέσματα.

  3. Χωρίς να θέλω να παρασύρω τα σχόλια σε κουραστική κουβέντα για ορισμούς και ορολογίες και να αδικήσω το πάρα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Δημήτρη Γιαννακόπουλου, νομίζω ότι συμφωνώ με τον «ληρ» ως προς την έννοια της «χαμηλής εντροπίας».

    Απ’ ότι θυμάμαι, το κλασσικό μοντέλο επικοινωνίας των Shannon και Weaver έχει καθορίσει τις έννοιες Redundancy και Entropy που είναι μεταξύ τους αντίθετες. Ο όρος redundancy έχει αποδοθεί από μερικούς στα ελληνικά ως «περισσότητα». Entropy είναι η «εντροπία». Όταν ένα μήνυμα είναι υψηλής προβλεπτικότητας, τότε το μήνυμα έχει «περισσότητα». «Εντροπία» έχουμε όταν το μήνυμα είναι χαμηλής προβλεπτικότητας. Αφού οι έννοιες της περισσότητας και της εντροπίας είναι αντίθετες, τότε όσο χαμηλότερη είναι η εντροπία, τόσο αυτή τείνει να πλησιάσει την περισσότητα, άρα η χαμηλή εντροπία περιέχει μεγαλύτερη προβλεπτικότητα και επομένως μεγαλύτερη βεβαιότητα.

  4. Σωστή διάγνωση, πολλά τα λόγια !
    Αν ζούσε ο Μαρξ σήμερα, θα όριζε την πάλη των τάξεων στην Ελλάδα ως αυτήν μεταξύ των προλεταρίων ειλώτων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και των κοπριτών του ευρυτέρου δημοσίου τομέα.
    Μέρες που είναι, σας προσκαλώ να επισκεφθείτε το oteshop στην οδό Αθηνάς 45 στο κέντρο των Αθηνών. Εκεί θα βρείτε επτά, μάλιστα επτά, μαυροφορεμένες (όχι για λόγους πένθους, αλλά για λόγους σεξ-απήλ) που καπνίζουν αρειμανίως και κουβεντιάζουν όλη την ώρα. Στους νυχτωμένους πελάτες που τους απευθύνουν τον λόγο στον πληθυντικό απαντούν στον ενικό. Είναι μονίμως κατσουφιασμένες και βαριεστημένες. Ποτέ δεν παίρνεις απάντηση, αν δεν παραπεμφθείς πρώτα εν σειρά σε τρεις απ’ αυτές. Είναι ένα σπορ, φαίνεται, αυτό, καψόνι για τους υποψηφίους πελάτες, μήπως βαρεθούν και φύγουν. Και τούτο γιατί η δουλειά τους (τρόπος του λέγειν δουλειά) είναι απλούστατη και δεν χρειάζεται καμμία εξειδίκευση.
    Μαθαίνω πως κοστίζουν τα τριπλάσια απ’ οτι οι αντίστοιχοι υπάλληλοι του Γερμανού ! Φυσικά, ποτέ δεν έχουν το εμπόρευμα που ζητά ο πελάτης. Αλλά δεν μπορώ να είμαι και βέβαιος, αφού δεν το εκθέτουν σε προθήκη, αλλά το κλειδώνουν σε αποθήκη !
    Μόνη λύση η Λενινιστική, με μειοψηφική και δυναμική δράση. Μπλόκο στα ΙΚΑ και τις εφορίες για δύο μήνες ή και περισσότερο από οργανωμένες ομάδες κατάληψης, κατά το πρότυπο των σχολικών και πανεπιστημιακών καταλήψεων. Αίτημα, η ίση μεταχείριση για δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους. Στην πράξη αυτό σημαίνει μείωση αποδοχών σε όλους τους κρατοδιαίτους κατά 45% ώστε να υπολείπονται των αποδοχών των υπολοίπων κατά 35%, το οποίο είναι λογική αποζημίωση για τον κίνδυνο απολύσεως και την εργασιακή πειθαρχία που υφίστανται οι μη κρατοδίαιτοι. Τα χρήματα που θα εξοικονομήσει το κράτος θα πάνε για να μειωθούν οι ασφαλιστικές επιβαρύνσεις των μη κρατοδιαίτων.
    Τα φιλεύθερα κηρύγματα δεν έχουν τύχη. Δράση χρειάζεται !

  5. Ούτε εγώ θα ήθελα να αποπροσανατολίσω τη συζήτηση, αλλά η χρήση της εντροπίας είναι ατυχής.

  6. Θα συμφωνήσω κι εγώ με το Ληρ. Η χρήση του όρου Εντροπία αδικεί τον συγγραφέα. Το άρθρο θα ήταν ίσως πιο ενδιαφέρον αν δεν υπήρχαν όλες αυτές οι αναφορές στη ‘χαμηλή εντροπία’ και τη θεωρία της πληροφορίας.
    Είναι πιστεύω λάθος να χρησιμοποιούμε όρους που έχουν σαφή και συγκεκριμένη έννοια στα μαθηματικά, ή κάποια άλλη επιστήμη, χωρίς να είμαστε πιστοί στους ορισμούς τους. Δεν είμαι φανατικός των ορισμών, αλλά τέτοιου είδους χρήση επιστημονικών όρων μπορεί να οδηγήσει μονάχα στη σύγχυση – και σίγουρα δεν αυξάνει το κύρος του συγγραφέα ή του κειμένου.

    Δημήτρης Γιαννακόπουλος : «Αγαπητέ ληρ, η αντίληψή σου για την μαθηματική συνάρτηση της εντροπίας είναι απόλυτα ορθή. Στο άρθρο, όμως, η χαμηλή εντροπία πρέπει να διαβάζεται ώς το μέτρο της βεβαιότητας των πολιτών για τη μη ευόδωση των μεταρρυθμίσεων. Άρα, η χαμηλή εντροπία εκφράζει την οικονομική και κοινωνική αβεβαιότητα (ανασφάλεια) στη χώρα, ως προς την συστηματική ολοκλήρωση ενός πλέγματος μεταρρυθμίσεων με συγκεκριμένους στόχους και αποτελέσματα.»

    Ακόμα πιο προβληματική είναι η ομολογία του συγγραφέα ότι η λάθος χρήση του όρου ήταν συνειδητή επιλογή.

  7. Το δίλλημα και η μεταφορά του όρου από την θερμοδυναμική και την πληροφορική στη σημειολογική κοινωνιολογία: Εάν χρησιμοποιούσα τον όρο υψηλή εντροπία θα εννοούσα την αβεβαιότητα των πολιτών ως προς την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων. Όμως, δεν πρόκειται περί αυτού. Το άρθρο δεν αναφέρεται στην «ετικέτα» των μεταρρυθμίσεων, αλλά στην ουσιαστική τους πολιτική διάσταση. Εάν και κατά πόσο οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες αποκρυσταλλώνονται σε διοικητικές πράξεις και πρακτικές, που γίνονται αντιληπτές από τον πολίτη ως πολιτικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην φιλελευθεροποίηση των υφιστάμενων κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.
    Αναφέρεται, δηλαδή, στην πολιτικότητα των μεταρρυθμίσεων και όχι στη νομοτεχνική τους υπόσταση.
    Στόχος μου, λοιπόν, με την έννοια της εντροπίας, δεν ήταν να σχολιάσω αυτή την «αβεβαιότητα» ως προς την παραγωγή μεταρρυθμιστικών νομοσχεδίων, αλλά να εστιάσω στην βεβαιότητα των πολιτών ότι οι μεταρρυθμίσεις, όπως γίνονται και όπως υπερασπίζονται από το πολιτικό σύστημα, δεν αποτελούν ουσιώδη παρέμβαση με κατεύθυνση την ποιοτική αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των κοινωνικών σχέσεων και του οικονομικού περιβάλλοντος. Να γιατί, κατέληξα στη χρησιμοποίηση του όρου χαμηλή εντροπία, που δείχνει ακριβώς την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών, όχι ως προς την «μεταρρυθμιστική παραγωγική δραστηριότητα» και ρητορεία, αλλά ως προς την «ευόδωσή» τους, δηλαδή την αρμονική αλληλόδρασή τους για τον (φιλελεύθερο) εκσυγχρονισμό του όλου συστήματος.
    Απολογούμαι, αν ο όρος προβλημάτισε, ιδιαίτερα, εκείνους που από γνώση και εμπειρία ανέτρεξαν στα σημαινόμενα του όρου από τη φυσική επιστήμη.

  8. Πραγματικά δεν θέλω να κάνω ζήτημα την ατυχή χρήση του όρου, αλλά προκαλείτε κ. Γιαννακόπουλε όταν αναφέρεστε “στα σημαινόμενα του όρου από τη φυσική επιστήμη”. Μα δεν υιοθετείτε ο ίδιος στο άρθρο σας την έννοια της εντροπίας από την information theory; Από τη στιγμή λοιπόν που δανείζεστε την έννοια από συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο, πώς και γιατί της αλλάζετε τα φώτα; Και σε τι φταίνε οι ανύποπτοι αναγνώστες σας όταν παραπληροφορούνται εσκεμμένα πλέον από σας, για την έννοια της εντροπίας;

    Γράφοντας:

    Στη περίπτωσή μας η χαμηλή Εντροπία απεικονίζει τη μεγάλη αβεβαιότητα και την συνακολουθούμενη σύγχυση και ανασφάλεια που προκαλούν οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στους πολίτες.

    αλλάζετε την έννοια και το νόημα μιας λέξης για να χωρέσει στο επιχείρημά σας. Δεν ταιριάζει αυτή η τακτική με το πνεύμα και το ήθος του ιστολογίου όπως το έχω εκτιμήσει ως απλός αναγνώστης.

    Εκ των υστέρων επιμένετε:

    Να γιατί, κατέληξα στη χρησιμοποίηση του όρου χαμηλή εντροπία, που δείχνει ακριβώς την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών

    Η ταύτιση της χαμηλής εντροπίας με την έλλειψη εμπιστοσύνης, είναι λάθος.

    Μακάρι να είχαμε μεταρρυθμίσεις χαμηλής εντροπίας στην Ελλάδα.

    Και μακάρι όλοι μας, πολιτικοί και πολίτες, αρθρογράφοι και αναγνώστες, να μπορούσαμε να συννενοηθούμε με απλά λόγια δίχως να καταφεύγουμε στην παραχάραξη της γλώσσας για τις ανάγκες της ιδεολογίας.

  9. Ώστε λοιπόν, όταν κάποιος είναι βέβαιος οτι οι μεταρρυθμίσεις δεν πρόκειται να ευοδοθούν δεν θα πρέπει να εκδηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς αυτούς που τις επικαλούνται; Ξανασκεφτείτε το.
    Δεν υπάρχει καμιά κακοποίηση εννοιών όταν αυτές μεταφέρονται από το ένα γνωστικό πεδίο στο άλλο επαναπροσδιοριζόμενες στο γνωσιολογικό περιβάλλον του κάθε discipline. Τα περί ήθους… σε λάθος πρόσωπο. Καλά Χριστούγεννα.

  10. Δεν νομίζω να έγραψα πουθενά πως θα πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στους ευαγγελιστές κενών μεταρρυθμίσεων. Ευχήθηκα απλώς να έχουμε μεγάλη βεβαιότητα για το αν θα γίνουν οι μεταρρυθμίσεις ή όχι (χαμηλή εντροπία, σημαίνει πως γνωρίζουμε με μεγάλη βεβαιότητα πώς κάτι θα γίνει ή πως κάτι δεν θα γίνει: μην επικαλείστε information theory αν δεν γνωρίζετε βασικές αρχές της).

    Απορώ πού είδατε τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της εντροπίας στο άρθρο σας: πιστεύω πως η κακοποίηση είναι ξεκάθαρα — όπως άλλωστε επισημάνθηκε και από άλλους σχολιαστές. Αν τώρα δεν θέλετε να δεχτείτε την αστοχία σας, δικό σας θέμα. Χριστούγεννα είναι και δεν θα χαλάσουμε τις καρδιές μας για το θέμα αυτό. Κάνατε λάθος, το ψιλοπαραδεχτήκατε, χάλασε κι η συζήτηση που θα μπορούσε να γίνει αφού το άρθρο λειτούργησε εκτροχιαστικά. Προσβλέπω σε καλύτερη προσπάθεια στο μέλλον.

  11. Εντροπία… Information Theory…

    Ο κύριος Γιαννακόπουλος προφανώς νομίζει ότι δύσκολες, επιστημονοφανείς λέξεις και μεγάλες, περίπλοκες προτάσεις δίνουν κύρος στους θολούς ισχυρισμούς του. Δυστυχώς δεν είναι ο μόνος, πολλοί κάνουν το ίδιο λάθος. ‘Αλλο όμως σοβαρότητα, και άλλο σοβαροφάνεια.

  12. Πώς τους λέμε εκείνους που λοιδορούν αντί να σχολιάζουν με επιχειρήματα συμβατά με τη λογική διάρθρωση ενός άρθρου;
    Πώς αποκαλούνται αυτοί που εξασκούνται στη δίκη προθέσεων, χωρίς να παρακολουθούν τη σκέψη και τα λογικά επιχειρήματα του άλλου;
    Ποια είναι η διαφορά της κριτικής Πολύκριτου με τη συκοφαντική επιχείρηση των ληρ και Σαρηγιαννίδη;
    Ανήκουν στη φιλελεύθερη κουλτούρα φράσεις όπως «ανύποπτοι αναγνώστες», «παραχάραξη της γλώσσας για τις ανάγκες της ιδεολογίας» (sic), «Ακόμα πιο προβληματική είναι η ομολογία του συγγραφέα ότι η λάθος χρήση του όρου ήταν συνειδητή επιλογή», τη στιγμή που, προφανώς, καμιά τέτοια ομολογία δεν φαίνεται στις διευκρινήσεις του συγγραφέα; Αντίθετα για οποιονδήποτε καλόπιστο αναγνώστη είναι ορατός ο σαφής προσδιορισμός των εννοιών «χαμηλή» και «υψηλή» εντροπία ως προς την έννοια της μεταρρύθμισης που διαπραγματεύεται.
    Άραγε, δεν αποτελούν φτήνια, πατερναλιστικές εκφράσεις του τύπου «προσβλέπω σε καλύτερη προσπάθεια στο μέλλον»;
    Ή απαξιώτικοι χαρακτηρισμοί του τύπου «… δύσκολες επιστημονοφανείς (sic) λέξεις…»;

    Αλήθεια, ποιος είναι αυτός που, εμφορούμενος από περισσό θράσος και αμετροέπεια, πιστεύει ότι μπορεί να αποκαλεί «σοβαροφανή» έναν επαγγελματία δημοσιογράφο και βραβευμένο επιστήμονα, που επί 23 χρόνια αγωνίστηκε για να επικρατήσει η σοβαρότητα στο δημόσιο βίο της χώρας και τιμωρήθηκε ο ίδιος και η οικογένειά του (απ’ τις πολλές καλοδιαρθρωμένες χούντες που ανθίζουν, εκμεταλλευόμενες τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος), καταβάλλοντας πολύ ακριβό τίμημα σ’ αυτό τον αγώνα;
    Μήπως τελικά, η υβριστική φρασεολογία και η εκτός θέματος απαξιωτική συμπεριφορά είναι αυτές που προσβάλλουν την ίδια τη λειτουργία των νέων Μέσων;
    Σε τι διαφέρει η «κριτική» του είδους που υπέστην εδώ από αυτήν που αρθρώνουν τα βράδια οι Κακαουνάκηδες και οι Ευαγγελάτοι στα τηλεδικεία;

    Μπράβο σας! Καταφέρατε να μετατρέψετε μια ενδεχομένως πολύ γόνιμη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις, τη φύση τους και την πολιτικοκοινωνική τους διάσταση – άλλη μια επιστημονικοφανή λέξη!!! – σε ιστοδικείο. Λυπάμαι, όπως δεν έπαιξα τόσα χρόνια στα τηλεδικεία, έτσι δεν πρόκειται να συμμετέχω άλλο στα σοβαροφανή ιστοδικεία.
    Και επί της ουσίας μια τελευταία ερώτηση από το στόμα του Ρ. Έκο, που συνήθιζε να κάνει στους φοιτητές του: Είναι η αβεβαιότητα (υψηλή εντροπία) ότι η κοπέλα σας σας απατά, πηγή της προσωπικής ή κοινωνικής ανασφάλειάς σας, ή η βεβαιότητα (χαμηλή εντροπία) ότι αυτή πάει με άλλον, που γεννά συναισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας;»
    Σας αποχαιρετώ και σας θυμίζω ότι ο φιλελευθερισμός, όπως ακριβώς και η ελευθερία, θέλει αρετή και τόλμη. Το θράσος και η κακοήθεια βλάπτουν.

  13. Αγοραίο και χυδαίο το ύφος του κ. Γιαννακόπουλου, ειδικά στην τελευταία παράγραφο. Ο κ. Γιαννακόπουλος δεν συζητά για τις επιστημονικές αυθαιρεσίες του αλλά καταφεύγει στα χυδαία υπονοούμενα, και στην αυτοπροβολή.

    Συγκεκριμένα ο κ. Γιαννακόπουλος υπαινίσσεται πως όσοι σχολιάσαμε την επιστημονική αυθαιρεσία του, είμαστε λίγο πολύ ανασφαλής επειδή η κοπέλα μας πηγαίνει με άλλον (επικαλούμενος μάλιστα τον … Ρ. Έκο [sic]).

    Επίσης ο κ. Γιαννακόπουλος επικαλείται την εμπειρία του, τους διωγμούς που υπέστει, και τα βραβεία του. Για ποιό λόγο; Αποτελούν άδεια για επιστημονική αυθαιρεσία;

    Κρίμα για μια φορά ακόμη. Όχι μόνο για τη μεθοδευμένη κακοποίηση της γλώσσας και της επιστήμης αλλά και για το χυδαίο ύφος που δεν αρμόζει σε “επαγγελματία δημοσιογράφο και βραβευμένο επιστήμονα”.

  14. η αληθεια ειναι οτι και γω απο την λιγη θερμοδυναμικη που ξερω εχω παντα την εντροπια συνδυασμενη με καποια εννοια ταξης και αταξιας. Οταν ανεβαινει η εντροπια, μειωνεται η ταξη, μειωνεται η “οργανωμενη” ενεργεια αρα εχουμε κατι “κακο”. Οποτε μου φαινεται περιεργο να μιλαει κανεις για χαμηλη εντροπια ως κατι κακο…

    Απο κει και περα αυτο ειναι αξιο μιας παρατηρησης ισως, 1 σχολιου, αλλα οχι παραπανω νομιζω. Αυτο που ειναι πιο ενδιαφερον ειναι να βρουμε το νοημα του αρθρου το οποιο προσωπικα δεν βρισκω ευκολα δυστυχως. Ας πουμε αυτο εδω:

    Μέσα σε αυτό το πνεύμα, πόσο, «χυδαία» και βλακώδης ακούγεται η «φιλολογία» περί ασημικών που εκποιούνται, και πόσο μάταιες οι οικονομικές προσεγγίσεις που προσπαθούν να αναδείξουν το επικερδές του πράγματος, αντί να εστιάσουν στον πολιτικό στόχο, ο οποίος δεν μπορεί να ισορροπεί στον άξονα κέρδος-ζημία, αλλά να κατατείνει στην ποιοτική ευημερία και προσωπική αξιοπρέπεια όλων των πολιτών!

    τι θα πει ποιοτικη ευημερια? σκοπος μιας ιδιωτικοποιησης ειναι να εχουμε καλυτερα προϊοντα και τιμες και την πειθαρχια της αγορας, δηλαδη αυξημενη αξιοκρατια σε μισθους και προσληψεις σε σχεση με την κομματολαγνη πειθαρχια των δημοσιων επιχειρησεων. Αυτο γιατι δεν μετριεται απλα με κλασικα οικονομικα, γιατι ειναι ματαιες οι οικονομικες προσεγγισεις?

  15. Προφανώς ο κύριος Γιαννακόπουλος εκνευρίστικε. Αναρωτιέμαι γιατί μας παραθέτει την προσωπική του ιστοριά. Νομίζει μήπως ότι αποτελεί λόγο να σεβαστούμε αυτά που λέει; Για άλλη μια φορά, ο κύριος Γιαννακόπουλος δείχνει ότι δεν του είναι σαφές τι ακριβώς είναι τα επιχειρήματα – για αυτό και καταφεύγει σε προσωπικές επιθέσεις, χρησιμοποιώντας προσβολές όπως θράσος και κακοήθεια.
    Αν ο κύριος Γιαννακόπουλος ήταν επιστήμονας, όπως ισχυρίζεται, θα είχε περισσότερο σεβασμό για την επιστήμη, δε θα κακοποιούσε την ορολογία της με τόση προθυμία, και θα επιδίωκε την κριτική αντί να προσβάλει αυτούς που την ασκούν.
    Ο κύριος Γιαννακόπουλος επικαλείται τον φιλελευθερισμό – γιατί; κανείς δεν του αφαίρεσε την ελευθερία του λόγου.

  16. Αν και είναι ίσως υπερβολικό να απαντήσει και δεύτερος Σαρηγιαννίδης στον εκνευρισμό του κ. Γιαννακόπουλου, δε μπορώ να το αποφύγω – ακόμα κι αν εκτροχιάζω ακόμα περισσότερο τη συζήτηση που θα μπορούσε να γίνει και δυστυχώς δεν άρχισε ποτέ. Δεν είναι ποτέ η πρόθεσή μου να προσβάλω το συνομηλιτή μου, που όμως δε θα έπρεπε – νομίζω – να προσβάλεται από την κριτική που δίκαια του ασκήθηκε.

    Αλήθεια, ποιος είναι αυτός που, εμφορούμενος από περισσό θράσος και αμετροέπεια, πιστεύει ότι μπορεί να αποκαλεί «σοβαροφανή» έναν επαγγελματία δημοσιογράφο και βραβευμένο επιστήμονα, που επί 23 χρόνια αγωνίστηκε για να επικρατήσει η σοβαρότητα στο δημόσιο βίο της χώρας και τιμωρήθηκε ο ίδιος και η οικογένειά του (απ’ τις πολλές καλοδιαρθρωμένες χούντες που ανθίζουν, εκμεταλλευόμενες τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος), καταβάλλοντας πολύ ακριβό τίμημα σ’ αυτό τον αγώνα;

    Θα ήθελα να σημειώσω ότι κριτική δεν άσκησα στο πρόσωπο του κ. Γιαννακόπουλου. Πως θα μπορούσα άλλωστε, μιας και δεν τον γνωρίζω προσωπικά, ούτε υπάρχει τίποτα που να μας χωρίζει. Κριτική άσκησα στο κείμενο του κ. Γιαννακόπουλου, που θα έπρεπε όχι απλώς να αποδεκτεί, αλλά να επιδιώξει. Η επαγγελματική σταδιοδρομία του δε, και η προσωπική και οικογενειακή του ιστορία δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με το παρπάνω κείμενο. Όσο για τα περί θράσσους και αμετροέπειας, θα τα ξεπεράσω – δε θεωρώ ότι αφορούν ούτε το χαρακτήρα μου, ούτε τα σχόλιά μου. Αν ο κ. Γιαννακόπουλος αδυνατεί να δεχτεί την κριτική, κάνει κακό στον εαυτό του και όχι σε μένα. Λυπάμαι που απογοητεύτηκε από την ποιότητα της κριτικής μας, αλλά δεν ήταν δυνατό μην αντιδράσουμε στο ύφος του κειμένου που διαβάσαμε.

    Ο κ. Γιαννακόπουλος αποφάσισε να θυσιάσει τη σαφήνια (clarity) για χάρη ενός λογοτεχνικού ύφους που θεώρησε ίσως ότι θα έκανε το κείμενό του πιο ελκηστικό. Δυστυχώς αστόχησε – συμβαίνει και στους μεγαλύτερους συγγραφείς και αρθρογράφους. Προσωπικά την έχω πατήσει πολλές φορές και έχω πολλές φορές ζητήσει συγνώμη για την ασάφεια και την αστοχία των εκφράσεών μου. Δεν είναι κακό. Δεν είναι επίσης κακό να υποστηρίζει κανείς το έργο του και να αρνείται την οποιαδήποτε κριτική. Θα έπρεπε όμως να αποφύγει τον εκνευρισμό και τους προσωπικούς χαρακτηρισμούς. Δεν κερδίζει ποτέ κανείς σε τέτοιου είδους καυγάδες.

    Είναι σίγουρο ότι οι αγωνίες και οι προθέσεις του κ. Γιαννακόπουλου είναι ειλικρινείς, όπως όλων μας άλλωστε. Για να σχολιάσουμε όμως τις θέσεις του, θα έπρεπε να μπορούμε πρώτα να τις καταλάβουμε. Κι όταν το κείμενο δεν πετυχαίνει αυτόν το στόχο, είναι δυστυχώς καταδικασμένο να αποτύχει. Τις απόψεις μου (ίσως και εμμονές μου) για το ζήτημα παρουσιάζει με πολύ μεγαλύτερη ευστοχία απ’ ότι θα μπορούσα ποτέ εγώ να πετύχω το κείμενο του R. Dawkins ‘Postmodernism Disrobed’. Διαβάζοντάς το θα μπορούσε ίσως ο κ. Γιαννακόπουλος να συγχωρήσει την κριτική μου και να δεχτεί ότι δεν είχαν προσωπικό χαρακτήρα.

Σχολιαστε