Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ «ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ» ΚΑΙ ΤΩΝ «ΜΟΥΤΖΑΧΕΝΤΙΝ ΤΗΣ ΤΖΙΧΑΝΤ»
Δεκ 16th, 2004 | Νίκος Κεραμάρης| Κατηγορία: Ελλάδα, Κόσμος | Email This Post | Print This Post |Με μεγάλη θλίψη παρακολουθήσαμε όλοι μας το αποτέλεσμα των εκλογών στη «μοναδική υπερδύναμη» της υφηλίου μας. Και ο προβληματισμός που προκάλεσε αυτή η θλίψη, με παρεκίνησε να αλλάξω λίγο τη σειρά των άρθρων μου. Η περαιτέρω ανάλυσή μου πάνω στον ορθό λόγο, τη σχέση του ορθολογισμού με την ελευθερία και τη δημοκρατία, την αιτιακή σχέση μεταξύ της λογικής και της ίδιας της ουσίας της ανθρώπινης φύσης, πιστεύω πως μπορεί να αναμείνει για λίγο εμπρός στο θέαμα του πλήρους ανορθολογισμού και της κυριαρχίας του θυμικού έναντι της λογικής.
Τι είδαμε στην Αμερική; Διαπιστώσαμε την πλήρη κατίσχυση των φανατισμένων και αποφασισμένων μειοψηφιών, οι οποίες μάλιστα συνασπιζόμενες κατάφεραν να αποτελέσουν μια αξιοσημείωτη πλειοψηφία εντός του εκλογικού σώματος.
Το ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο αυτής της διεργασίας έγκειται στο εξής: οι φανατικές αυτές μειοψηφίες δε βρίσκονται μόνο στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά και εκτός αυτών! Και εξηγούμαι: δεν είμαι απολύτως βέβαιος ότι έχει επαρκώς προσδιορισθεί και αναλυθεί η τελική απήχηση του προεκλογικώς προβληθέντος βίντεο-παρέμβασης του Μπιν Λάντεν. Ακόμη κι αν η άμεση απήχησή του δεν ήταν τεράστια, πάντως σίγουρα μπορεί να μας βοηθήσει να αποκρυπτογραφήσουμε ορισμένα σκοτεινά σημεία. Αν δεν υπήρχε η απειλή του Λάντεν και των ομοίων του, θα ήταν ποτέ δυνατόν να θεωρηθεί αναχρονιστική η εμμονή του Μπους στις «ηθικές αξίες» σημαντικότερη από την πανθομολογούμενη ανικανότητά του να κυβερνήσει; Τα τεράστια λάθη του στον πόλεμο του Ιράκ συγχωρούνται, διότι οι «ηθικές του αξίες» και «η αταλάντευτη πίστη του στα αμερικανικά ιδεώδη» θα καθιστούσαν «ασυγχώρητο λάθος την αλλαγή ηγέτη εν μέσω του πολέμου». Και ας ήταν ο προεδρικός του αντίπαλος διακεκριμένος ήρωας πολέμου, ενώ ο ίδιος φυγόπονος και φυγόμαχος. Και αυτό του συγχωρέθηκε, διότι «τότε δεν είχε γνωρίσει το Χριστό», ενώ τώρα είναι «αναγεννημένος με τη χάρη του Θεού». (όλα αυτά βεβαίως θα πρέπει να μας προβληματίσουν και για μερικά εγχώρια “φρούτα”: ορισμένοι “Αγιατολλάχ” της ημέτερης Εκκλησίας, οι οποίοι ξιφουλκούν κατά της ανεκτικότητας, της ανοικτής κοινωνίας, των ομοφυλοφίλων, του “δυτικού” φιλελευθερισμού και υποβιβάζουν το κήρυγμα αγάπης και ελευθερίας του Ιησού Χριστού σε ηθικοπλαστικά και Φαρισαϊκά παραγγέλματα, ενώ και αρκετοί πολιτικοί μας αρέσκονται να κρύπτουν την ένδεια πολιτικής και ιδεολογικής τους συγκροτήσεως πίσω από φασίζοντα φληναφήματα περί “νέας ηθικής” στην πολιτική, περί “νοικοκυραίων” κλπ.)
Πως άραγε θα μπορούσε ένα τέτοιο ανδρείκελο να λάβει μια δεύτερη τετραετία για να συνεχίσει την ίδια οφθαλμοφανώς καταστρεπτική, μακροπρόθεσμα και για τις ΗΠΑ, πολιτική του; Μόνο χάρη στη «διεθνή του τρόμου», χάρη στον Μπιν Λάντεν, στον Ζαρκάουι, στους Τσετσένους και Ιρακινούς καμικάζι, αλλά και στην αντιπέρα όχθη του Σαρόν ή του Πούτιν, χάρη δηλ. σε όλους αυτούς που εμπορεύονται τον πόνο, την αγωνία και κυρίως το φόβο και για να επιβιώσουν αναπαράγουν όλα αυτά τα ακραία συναισθήματα, αναπαράγουν την κρίση σε διεθνές επίπεδο.
Μέχρις εδώ βέβαια δεν πιστεύω ότι “ανακαλύψαμε την Αμερική” μεταφορικά και κυριολεκτικά. Θα προσπαθήσω όμως να σκιαγραφήσω μερικά ιστορικά ανάλογα, τα οποία μπορούν να μας βοηθήσουν στην ανίχνευση λιγότερο εμφανών παραμέτρων. Μήπως άραγε η φιλελεύθερη δημοκρατίας μας βρίσκεται σε δυσχερή θέση ανάμεσα στους νεο-συντηρητικούς και νεο-ιμπεριαλιστές «σταυροφόρους» του Μπους και τους νεο-μεσαιωνικούς «μουτζαχεντίν της Τζιχάντ» του Λάντεν; Δύο παραδείγματα από τη σχετικά πρόσφατη ιστορία μας μπορεί να είναι αποκαλυπτικά.
Το πρώτο παράδειγμα παράνοιας, μισαλλοδοξίας και διαστροφικής χρησιμοποίησης του πανικόβλητου συλλογικού θυμικού των Αμερικανών για ιδεολογική κατήχηση μέσα από «κυνήγι μαγισσών» μας το προσφέρει ο Μακαρθισμός της δεκαετίας του 1950. Χρησιμοποιήθηκε τότε η απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και του φαντάσματος του Σταλινισμού, ώστε να φιμωθεί η διεργασίας των κοινωνικών κινημάτων, η προβολή της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, το άνοιγμα της κοινωνίας. Όμως η φασίζουσα πλημμυρίδα κράτησε λίγο, όπως έδειξε η άμπωτη που επακολούθησε με τη δραματική πτώση του Μακάρθι και την εκπληκτική άνθηση της ελεύθερης σκέψης και του κοινωνικού προβληματισμού κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Εδώ όμως βλέπουμε ότι αντί να τιμωρείται η ανευθυνότητα και η μισαλλοδοξία, τουναντίον επιβραβεύεται με μία δεύτερη τετραετία προκειμένου να εμπεδώσει την κυριαρχία του φόβου και του θυμικού έναντι της ψύχραιμης και ελεύθερης σκέψης. Και τούτο το ιδιαίτερο σημείο αυτής της συγκυρίας δεν μπορεί να παραγνωρισθεί, όταν οι επιπτώσεις του είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς: ήδη γίναμε μάρτυρες της ολοκληρωτικής διάψευσης οποιασδήποτε ελπίδας για συνετότερη και ηπιότερη πολιτική κατόπιν της απομάκρυνσης της τελευταίας «περιστέρας» της κυβέρνησης Μπους, δηλ. του Κόλιν Πάουελ.
Το άλλο έντονο παράδειγμα είναι πολύ πιο βασανιστικό για την ανθρώπινη μνήμη: μια από τις τραγικότερες εποχές της σύγχρονης ανθρώπινης ιστορίας αποτέλεσε ο Μεσοπόλεμος. Ας θυμηθούμε ότι στον Μεσοπόλεμο η φιλελεύθερη δημοκρατία ευρέθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες του φασισμού-ναζισμού και του Σταλινικού κομμουνισμού. Η μία μετά την άλλη οι Ευρωπαϊκές χώρες υπέκυπταν στη “γοητεία” του ολοκληρωτισμού και των “χαρισματικών” και αυταρχικών ηγετών, οι οποίοι εύρισκαν την ευκαιρία να περιβληθούν δικτατορικές εξουσίες ευαγγελιζόμενοι υπερβατικές λύσεις, προϊόντα των «θείων χαρισμάτων» τους, στα μεγάλα κοινωνικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα που προκάλεσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Χίτλερ δεν προέκυψε από κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα, αλλά αναρριχήθηκε στην καγκελαρία μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες, “εξαργυρώνοντας” την ψήφου του 33% του Γερμανικού λαού.
Και για να θυμηθούμε τον Αντόρνο, τι ήταν εκείνο που επέτρεψε τη γιγάντωση του ναζιστικού τέρατος; Μεταξύ άλλων σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η απουσία της πνευματικής ηγεσίας της Γερμανίας από το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Και η ουσία της κριτικής του Αντόρνο δεν είναι μόνο ουσιαστική αλλά και μεθοδολογική: το ζητούμενο δεν είναι η πλήρης στράτευση των πνευματικών ανθρώπων και των επιστημόνων, δεδομένου ότι αυτό θα τους καθιστούσε τμήμα του υπό συζήτηση κοινωνικού ή πολιτικού ζητήματος και θα τους αφαιρούσε την υπερπολύτιμη δυνατότητα της αντικειμενικής και ψύχραιμης θεώρησης του προβλήματος. Η αρχή της αντικειμενικότητος που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε επιστήμονα σε συνδυασμό με την αίσθηση της διανοητικής, επιστημονικής αλλά και ηθικής «μετριοφροσύνης» (δηλ. την αποχή από οποιοδήποτε δογματισμό και την προσπάθεια για συνεχή κριτικό έλεγχο όλων των απόψεων, ιδίως των προσωπικών) δεν πρέπει να μας οδηγεί σε απόλυτο σχετικισμό στα ηθικά και κοινωνικά-πολιτικά ζητήματα ή σε “εποχή” – αποχή από κάθε ηθικό δίλημμα στα πλαίσια ενός ισοπεδωτικού (και όχι ήπιου, άρα δημιουργικού) σκεπτικισμού.
Κατά τον Αντόρνο, αυτή ακριβώς η αδιαφορία («εποχή» κατά τον Πύρρωνα, ιδρυτή της σκεπτικής φιλοσοφίας) των πνευματικών ανθρώπων και των επιστημόνων ή ενίοτε η τυφλή και δογματική στράτευσή τους αφήρησε κάθε δυνατότητα επαφής ανάμεσα σε αυτούς και τη ζώσα κοινωνική, οικονομική και τελικά πολιτική πραγματικότητα, αφήρησε από τον μέσο πολίτη ένα τμήμα της ίδιας του της συνείδησης καθιστώντας αυτόν πιο ευάλωτο στις τερατώδεις και ζωώδεις υπεραπλουστεύσεις των ολοκληρωτικών συστημάτων (είτε ναζισμού-φασισμού είτε σταλινισμού).
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αντιτάξει ότι ο Μπους δεν είναι Χίτλερ και η ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία του Μεσοπολέμου δεν είναι η πανίσχυρη Αμερική. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου υπήρξε ένα τρομακτικό σοκ για την αμερικανική κοινωνία, αφού κατέδειξε ότι η ισχύς της δεν την καθιστά καθολικά άτρωτη. Για τη δε στάση της πνευματικής ηγεσίας μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι υπήρχε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια αναγνωρισμένων και δημοφιλών καλλιτεχνών εναντίον του Μπους. Όμως, προφανώς η όντως συγκινητική αυτή προσπάθεια ήρθε πολύ αργά για να καλύψει την εντατική προπαγάνδα τεσσάρων ετών βασιζόμενη στην αντιτρομοκρατική (και αντιδημοκρατική) υστερία. Η δε απουσία της επιστημονικής κοινότητος από την πολιτική διαπάλη υπογραμμίζει την αδυναμία επικοινωνίας με το ευρύ κοινό είτε λόγω αδιαφορίας για τα κοινωνικά ζητήματα που προαναφέραμε, είτε λόγω της αδιαφορίας του κοινού για την περιχαρακωμένη στην «υψηλή επιστήμη» επιστημονική κοινότητα.
Όλη αυτή η σχεδόν μονόπλευρη ενασχόληση με την πλευρά των «σταυροφόρων» σε αυτό το περιβάλλον της πόλωσης, όπως έχουμε ήδη περιγράψει δεν εκκινείται από ένα νοσηρό αντιαμερικανισμό. Απλώς δεν μπορεί να μη μας εντυπωσιάσει το θέαμα της παντοδυναμίας της φασίζουσας Χριστιανικής Δεξιάς (τι να μνημονεύσουμε: την οπλοκατοχή, την ανυπαρξία οποιασδήποτε κοινωνικής μέριμνας, τα θέματα των αμβλώσεων και των ομοφυλοφίλων;) σε μία χώρα που υπήρξε η πρώτη ίσως φιλελεύθερη δημοκρατία της νεότερης ιστορίας και υπήρξε όντως όαση ελευθερίας από την ίδρυσή της! Το θέαμα μας γεμίζει θλίψη και για αυτό σίγουρα δεν μπορούμε να “ζητήσουμε το λογαριασμό” από τις ταλαιπωρημένες μουσουλμανικές χώρες, στις οποίες, στο κάτω-κάτω, οι συνθήκες είναι απολύτως ώριμες για ανάπτυξη ολοκληρωτικών ιδεών και κινημάτων: χρεοκοπία των δυτικής προέλευσης ιδεολογημάτων (π.χ. αραβικός εθνικισμός – σοσιαλισμός νασερικού τύπου), αδυναμία οικοδόμησης ανοικτής κοινωνίας, ανυπαρξία προϋπάρχουσας δημοκρατικής-φιλελεύθερης κουλτούρας, εργαλειακή και όχι κριτική πρόσληψη (μια λεπτομέρεια, η οποία ίσως να αφορά και την ελληνική πραγματικότητα) του ορθολογισμού και του διαφωτισμού, εγγενής ροπή της ισλαμικής θρησκείας προς θεοκρατικές λύσεις, οικονομική και κοινωνική κρίση, ανελεύθερα και καταπιεστικά πολιτικά καθεστώτα, βαρύτατη εθνική (για τους Άραβες) και θρησκευτική (για τους υπόλοιπους) προσβολή (που οδηγεί σε μίσος) λόγω της αμερικανικής υποστήριξης προς τις θηριωδίες του “μικρού Χίτλερ” Σαρόν και της κουστωδίας του σιωνιστικού μεγαλοϊδεατισμού.
Το αντίδοτο σε όλη αυτή τη φασίζουσα αλαζονεία των Ρεπουμπλικανών ασφαλώς και δεν μπορεί να είναι η χαιρέκακη ανοχή προς τους αλάστορες μουτζαχεντίν. Άλλωστε η προοπτική μας ποια είναι; Μήπως η αντικατάσταση της έστω προβληματικά δημοκρατικής Αμερικής στο τιμόνι της υδρογείου από τον “κίτρινο δράκοντα” της Κίνας, η οποία ας μην ξεχνούμε, είναι μονοκομματική και αυταρχική; Ουσιαστικό αντίβαρο –και όχι αντίθετο πόλο- μπορεί να αποτελέσει μόνο η Ευρώπη, η οποία έγινε σοφότερη λόγω της πολυκύμαντης ιστορίας της και των παγκοσμίων πολέμων. Η Ευρώπη μπορεί και πρέπει να ισορροπήσει τη διεθνή πολιτική σκηνή. Η ενωμένη Ευρώπη μπορεί να κομίσει τις αρετές της στη διεθνή σκηνή: την ανοχή, την κοινωνική και ταξική συναίνεση, το φιλελεύθερο μοντέλο καθαρμένο πλέον από ιμπεριαλιστικές και νεο-αποικιοκρατικές εμμονές. Λειτουργώντας ως αντίβαρο –και όχι ως αντίθετος πόλος- η Ενωμένη Ευρώπη μπορεί πράγματι να επαναφέρει στο προσκήνιο το ανθρωπιστικό ιδεώδες, να απομονώσει τη φασίζουσα ακροδεξιά των ΗΠΑ και να επιτρέψει στην ισχυρότατη δημοκρατική-φιλελεύθερη μειοψηφία να αντιστρέψει το κύμα χωρίς να αναγκασθεί να εγκλωβισθεί σε ψευτο-διλήμματα εθνικο-πατριωτικής συσπείρωσης.
Όλα όμως αυτά προϋποθέτουν μιαν Ευρώπη με ξεκάθαρη συνειδητοποίηση της πολιτιστικής, πνευματικής, κοινωνικής, οικονομικής και εν τέλει πολιτικής της ενότητας – ενότητας κατακτημένης μέσα από τον διάλογο των Ευρωπαϊκών λαών και βασισμένης στην ποικιλία, στην πολλαπλότητα, αλλά και την αλληλοδιείσδυση και την παραγωγή ενός κεντρικού πλαισίου αναφοράς.
Και επειδή η 17η Δεκεμβρίου δεν είναι μακριά: σε μιαν Ενωμένη Ευρώπη, όπως τη σκιαγραφήσαμε παραπάνω, ποια θέση μπορεί να έχει η Τουρκία; Μπορεί να συμβάλλει οργανικά και δημιουργικά ή όχι; Αποτελεί τμήμα της κοινής Ευρωπαϊκής κουλτούρας ή όχι; (βλ. άρθρο Περί της τουρκικής ένταξης)