Για λόγους που θα φανούν πιο κάτω θα αρχίσω με ένα περιστατικό το οποίο μου συνέβη πριν αρκετά χρόνια στην πόλη της Γενεύης της Ελβετίας. Ήταν φθινόπωρο και είχα προσκληθεί να πάρω μέρος και να παρουσιάσω μια επιστημονική εργασία στο ομώνυμο πανεπιστήμιο της πόλης. Όπως συμβαίνει συνήθως, στο πρόγραμμα του συνεδρίου προβλεπόταν ένα μικρό διάλυμα αμέσως μετά το μεσημεριανό γεύμα. Έτσι, τη δεύτερη ημέρα του συνεδρίου που υπήρχε λιακάδα, αλλά μαζί και τσουχτερό κρύο, αποφάσισα να επωφεληθώ και να κάνω ένα μικρό περίπατο. Βαδίζοντας έφθασα σε ένα πολυσύχναστο δρόμο στον οποίο η κίνηση των αυτοκινήτων ρυθμιζόταν από σηματοδότες. Στο πεζοδρόμιο υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι περίμεναν για να περάσουν στην απέναντι πλευρά. Αλλά ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν, χωρίς να διέρχονται αυτοκίνητα προς τη μια η την άλλη κατεύθυνση, όλοι έμεναν στην θέση τους περιμένοντας να ανάψει το πράσινο. Για μένα αυτή η κατάσταση φαινόταν παράξενη. Όλοι έβλεπαν ότι δεν έρχονταν αυτοκίνητα από μακριά, και όμως κανένας δεν αποφάσιζε να διασχίσει το δρόμο ενόσω ο σηματοδότης έδειχνε κόκκινο. Από την άλλη μεριά εμένα με πίεζαν τα χρονικά περιθώρια και παράλληλα είχα την επιθυμία να δω όσο περισσότερο από την πόλη. Έτσι, ενστικτωδώς και χωρίς περίσκεψη, άρχισα να διασχίζω το δρόμο. Αλλά δεν είχα κάνει περισσότερα από τρία-τέσσερα βήματα και άκουσα πίσω μου να χτυπούν παλαμάκια και να μου φωνάζουν τη φράση «ντροπή σου». Τότε σταμάτησα και γύρισα πίσω στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας με λόγια και με κινήσεις να απολογηθώ, αλλά χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει τους λόγους για τους οποίους το έκανα.