Του Φώτη Περλικού
“Supply creates its own demand.”
Say’s Law
Προχθές δημοσιεύσαμε στο blog μας την κραυγή αγωνίας ενός ανώνυμου παλαιού στελέχους [1] του ελληνικού φιλελεύθερου χώρου. Μια προσωπική κατάθεση απογοήτευσης για την εξέλιξη ενός από τα πιο ζωντανά, δημιουργικά και ριζοσπαστικά κομμάτια της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. H συναισθηματική και πολιτική ειλικρίνειά του δεν μπορεί παρά να προβληματίσει. Όχι μόνο όσους έχουν καταγράψει μια ιστορική πολιτική διαδρομή στο χώρο και γνωρίζουν γεγονότα και καταστάσεις, αλλά πολύ περισσότερο εμάς, τους νέους ηλικιακά φορείς του φιλελεύθερων ιδεών που δεν έχουμε δραστηριοποιηθεί ποτέ πολιτικά σε ένα φιλελεύθερο πολιτικό φορέα και είμαστε εκτός κάθε πολιτικού παιχνιδιού και συσχετισμού.
Το άρθρο πολύ γλαφυρά περιγράφει την σταδιακή συρρίκνωση της φιλελεύθερης πολιτικής επιρροής, την απαξίωση των πολιτικών του εργαλείων και των μηδενισμό της προβολής των ιδεών και των θέσεών του στην κοινωνία. Προσωπικά δεν έχω τίποτα να προσθέσω στο κείμενο, και πώς θα μπορούσα άλλωστε, αφού δεν έχω ζήσει από μέσα το χώρο. Αισθάνομαι όμως ότι είναι πιθανό σε 20 χρόνια να γράφω και γω τέτοια κείμενα, εκφράζοντας ανάλογα συναισθήματα και περιγράφοντας την συνέχιση αυτής της καθοδικής σπείρας, που κρατάει πλέον σχεδόν 15 χρόνια, αλλά και τις συνεχιζόμενες χαμένες ευκαιρίες ανάπτυξης και προόδου της Ελλάδας.
Πολλά έχουν αλλάξει στην Ελλάδα αυτών των 15 χρόνων, και δεν αποτελεί καμία πρωτοτυπία η διαπίστωση ότι μεγάλο μέρος των αλλαγών ήταν προς το χειρότερο. Το κενό που άφησε η έλλειψη φιλελεύθερων προτάσεων και πολιτικών επιλογών καλύφθηκε αρχικά από νοθευμένα ημίμετρα (πχ «εκσυγχρονισμός») και τελικά από κενές περιεχομένου επικοινωνιακές τσιχλόφουσκες (πχ «μεσαίος χώρος»). Η απόσυρση του φιλελευθερισμού από το πολιτικό τραπέζι συνέβαλε στην απαξίωση και την αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής, τον περιορισμό της σε αντιπαράθεση κατασκευασμένων από τα ΜΜΕ προσωπικοτήτων και την ευρύτατη διάδοση προκλητικά ανορθόλογων πολιτικών στάσεων. Έτσι, ιδεολογικά η κοινή γνώμη έχει αφεθεί να διαμορφώνεται από ένα ετερόκλητο φαιοκόκκινο μέτωπο, του οποίου οι ακραίες θέσεις μας απομονώνουν διεθνώς ως χώρα (πχ Βοσνία, Κόσσοβο, σχέδιο Ανάν), ενώ ο εθνικισμός και ο εθνοχουλιγκανισμός εκδηλώνεται σε κάθε ευκαιρία (από τον αθλητισμό μέχρι την εξωτερική πολιτική). Από την άλλη, οι αριστερές ιδεοληψίες κρατισμού επιβιώνουν ακόμα ως απαραβίαστα θέσφατα και κανένα από τα κόμματα εξουσίας δεν τολμά να σηκώσει το πολιτικό κόστος επιλογών που συγκρούονται μαζί τους.
Αλλά το ακόμα τραγικότερο είναι ότι, κάτω από αυτήν την ιδεολογική κυριαρχία του κρατισμού, τα τελευταία χρόνια οι προσοδοθηρικές ομάδες έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο [2] και το κράτος έχει γίνει ένα παραμάγαζο διανομής προνομίων και προσωπικών εξυπηρετήσεων. Αυτοί είναι οι πραγματικοί θιγόμενοι από τις φιλελεύθερες πολιτικές προτάσεις περιορισμού του ρόλου του κράτους και του ελέγχου του στην ζωή των πολιτών και την οικονομική δραστηριότητα. Μεγαλοπρομηθευτές του δημοσίου, δημόσια και τα ιδιωτικά μονοπώλια ή καρτέλ (που στη χώρα μας ελέγχουν και τα ΜΜΕ) που δεν θέλουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό στα προϊόντα τους, οι οργανωμένες επαγγελματικές συντεχνίες που δεν θέλουν να ανοίξει ο ανταγωνισμός στις υπηρεσίες που προσφέρουν, οι συνδικαλιστές και οι υπάλληλοι του εκτεταμένου δημοσίου τομέα που έχουν να χάσουν τα προκλητικά τους προνόμια σε σύγκριση με αντίστοιχους που δουλεύουν στον ιδιωτικό, οι κάθε λογής επιδοτούμενοι, όσοι πετυχαίνουν ευνοϊκές κρατικές ρυθμίσεις σε βάρος των ανταγωνιστών τους, όσοι ευνοούνται από τις κλειστές αγορές και τον προστατευτισμό, και ο κατάλογος πραγματικά δεν τελειώνει. Με αυτές τις ομάδες συναλλάσσονται πολιτικά τα δύο κόμματα εξουσίας, τα οποία ουσιαστικά εξαγοράζουν μεγάλο μέρος των ψήφων τους χρησιμοποιώντας τους πόρους τους κράτους ως αντάλλαγμα (ή προσδοκία ανταλλάγματος). Και όλα αυτά με ιδεολογική νομιμοποίηση την επίκληση του μπαμπούλα του νεοφιλελευθερισμού [3]. Ενός νεοφιλελευθερισμού σε μια χώρα όπου πριν λίγα χρόνια το κράτος έλεγχε άμεσα ή έμμεσα το 70% της οικονομικής δραστηριότητας!
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση δεν υπάρχει μια απλή άβουλη κοινή γνώμη που δέχεται τα πάντα παθητικά. Σε πολλά ζητήματα, πράγματι γίνεται αποδέκτης της μονόπλευρης πολιτικής προπαγάνδας (πχ εξωτερικά ζητήματα, ή θέματα με μικρή εφαρμογή στην καθημερινότητα των πολιτών). Όμως σε πολλά άλλα ζητήματα, στα οποία οι πολίτες ζουν καθημερινά τις συνέπειες της αποτυχίας των επιλογών του κρατισμού, η πλειοψηφία διατυπώνει πλέον καθαρές φιλελεύθερες θέσεις. Πριν 15 χρόνια οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν κόκκινο πανί, σήμερα όμως υπάρχει συναίνεση. Πριν λίγα χρόνια η δημιουργία ιδιωτικών ΑΕΙ ήταν απαγορευμένη έστω και σαν σκέψη, σήμερα όμως είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Το μασκάρεμα της πραγματικότητας, το οποίο έχει κάνει τέχνη το πολιτικό σύστημα, μπορεί να παρασύρει για λίγο, αλλά οι πολίτες πλέον κρίνουν και από τα προσωπικά τους βιώματα και τις προσωπικές τους ανάγκες. Ο ανορθολογισμός τους αγγίζει τόσο λιγότερο όσο περισσότερο τους αγγίζουν τα προβλήματα που αυτός παράγει.
Όσοι ζουν στην πραγματική οικονομία, βιώνουν τον σκληρό ανταγωνισμό της αγοράς και αναλαμβάνουν επιχειρηματικά και επενδυτικά ρίσκα είδαν την κατάσταση να χειροτερεύει, όλα αυτά τα χρόνια της απόσυρσης της φιλελεύθερης πολιτικής έκφρασης. Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας έπεσε σε απίστευτα χαμηλά επίπεδα, η χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. Οι εξαγωγές βάλτωσαν, τα τελευταία 10 χρόνια η Ελλάδα απώλεσε το 35% του εξαγωγικού της μεριδίου, πάλι η χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. Το περιβάλλον στη χώρα μας έγινε εντελώς αφιλόξενο και αρνητικό για νέες επενδύσεις. Ο βαθμός φιλελευθεροποίησης της οικονομίας είναι ο χειρότερος μεταξύ των 21 πιο ανεπτυγμένων χωρών. Η διαφθορά και η γραφειοκρατία πνίγουν τελικά κάθε δημιουργική προσπάθεια και καινοτομία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα ήταν το 2004 ουραγός στην Ευρωπαϊκή Ένωση [4] στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Αυτά τα χαρακτηριστικά, που είχαν γίνει εμφανή στην αγορά, οδήγησαν τις παραγωγικές δυνάμεις σε ασφυξία και την κοινωνία στην απαίτηση ουσιαστικών αλλαγών, γεγονός που εκφράστηκε στην κάλπη [5].
Με βάση τα στοιχεία του exit poll των τελευταίων εκλογών της VPRC από την Καθημερινή, βλέπουμε ότι η ΝΔ είχε ένα τεράστιο προβάδισμα στους επιχειρηματίες/εργοδότες (49% έναντι 35% του ΠΑΣΟΚ), στους ελευθέρους επαγγελματίες (45% έναντι 35%), τους αγρότες (51% έναντι 35%) και τους συνταξιούχους του δημοσίου (56% έναντι 33%). Αντίθετα το ΠΑΣΟΚ, παρά την πτώση, διατήρησε την υπεροχή στους δημόσιους υπαλλήλους (43% έναντι 39% της ΝΔ), τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (44% έναντι 39%) και στους φοιτητές (46% έναντι 36%). Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο όμως είναι ότι η ΝΔ συγκέντρωσε την τεράστια πλειοψηφία όσων δήλωσαν ότι η οικονομική τους κατάσταση χειροτέρεψε τα τελευταία χρόνια (67% έναντι 17% του ΠΑΣΟΚ), όσων τα βγάζουν πέρα με δυσκολία (53% έναντι 35%) ή μεγάλη δυσκολία (67% έναντι 14%) και όσων δηλώνουν ότι νιώθουν ανασφάλεια για το μέλλον (54% έναντι 28%). Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ υπερείχε σαφώς σε όσους δήλωσαν ότι η οικονομική τους κατάσταση βελτιώθηκε (74% έναντι 17% της ΝΔ), όσων ζουν άνετα (61% έναντι 29%) ή τα καταφέρνουν (53% έναντι 34%) και νιώθουν ασφάλεια για το μέλλον (60% έναντι 31%). Τα ποσοστά δείχνουν ξεκάθαρα ποιοι και κυριώς γιατί ψήφισαν την σημερινή κυβέρνηση.
Υπάρχει σήμερα ένα υπαρκτό τμήμα του πληθυσμού που ζητάει επιτακτικά μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα απελευθερώσουν την αγορά και τις παραγωγικές της δυνάμεις από την καταδυνάστευση του κράτους και των προσοδοθήρων που το ελέγχουν. Και αυτή η εντολή δόθηκε 2 φορές στον κ. Σημίτη, οποίος την αγνόησε προς όφελος της συντήρησης της πελατείας του κόμματός του, και στις τελευταίες εκλογές ακόμα πιο ξεκάθαρα στην παρούσα κυβέρνηση, η οποία επίσης φαίνεται να το αγνοεί, προς όφελος των δικών της εξαρτήσεων. Και φαίνεται ότι δύσκολα θα βρει πλέον πολιτική έκφραση στα κόμματα εξουσίας, αφού ο κ.Καραμανλής εμφανίζει όλο και πιο ξεκάθαρα τις συντηρητικές του πολιτικές θέσεις, που δεν δίνουν περιθώρια αισιοδοξίας για φιλελεύθερες προτάσεις από την ΝΔ για τα επόμενα 6 χρόνια, ενώ ο κ.Παπανδρέου, παρά τις όποιες ελπίδες γέννησε στη αρχή, έχει επιστρέψει πλήρως στον λαϊκισμό, στην δημαγωγία και στην πολιτική ασυνέπεια. Χωρίς όμως μια εναλλακτική επιλογή ο δικομματισμός δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί, όσο μεγάλη και αν είναι η δυσαρέσκεια.
Αλλά και πέρα από αυτό, δεν είναι όμως μόνο η ζήτηση (ή η όποια ανυπαρξία ζήτησης) που καθορίζει την προσφορά. Δεν μπορεί ο φιλελευθερισμός να αποσυρθεί πλήρως από την ελληνική πολιτική επικαιρότητα, περιμένοντας παθητικά «να ωριμάσουν οι συνθήκες». Χρειάζεται πρώτα να διατυπωθεί η πρόταση και μετά να αποκτήσει απήχηση. Μεταφέροντας τον νόμο του Say [6] από τα οικονομικά στην πολιτική, μπορούμε να πούμε ότι η ίδια η προσφορά ιδεών και προτάσεων μπορεί να δημιουργήσει ζήτηση για αυτές. Και εδώ έγκειται η υποχρέωση όσων πιστεύουν ότι ο φιλελευθερισμός αξίζει καλύτερης και μαζικότερης εκπροσώπησης στην ελληνική πολιτική σκηνή, από δύο ανεξάρτητους βουλευτές (αναμφίβολα εμβληματικές φυσιογνωμίες), μερικούς αρθρογράφους και λίγες σελίδες στο διαδίκτυο. Να προσφέρει ο καθένας, στο μέτρο που μπορεί και θέλει, για να δημιουργηθεί αυτή η ζήτηση φιλελεύθερων ιδεών που τόσο λείπει από την χώρα μας.
Και το μόνο που δεν λείπει από την φαρέτρα του φιλελευθερισμού είναι οι αρχές, οι ιδέες και οι προτάσεις πολιτικής. Ο φιλελευθερισμός δεν έχει μόνο να αντλήσει από την πλούσια φιλελεύθερη σκέψη φιλοσόφων, πολιτικών ή επιστημόνων της Δύσης, αλλά και από την ελληνική φιλελεύθερη παράδοση, που έχει βάθος αιώνων. Έχει να επαναφέρει στο επίκεντρο της πολιτικής αξίες όπως η ελευθερία, η ιδιοκτησία του ατόμου, η ισότητα απέναντι στους νόμους, το απαραβίαστο του ιδιωτικού του χώρου, η εξύψωση των ατομικών δικαιωμάτων πάνω από οποιοδήποτε σύνολο και η αυτοτέλεια του ατόμου. Να προβάλει το όραμα μιας ανοιχτής κοινωνία πολιτών, μεταθέτοντας το άτομο, τον πολίτη, στο επίκεντρο των διαδικασιών αποφάσεων και ευθυνών, και μεγιστοποιώντας τις ελευθερίες και τις επιλογές του. Και φυσικά, να αξιοποιήσει πολιτικά σε αυτήν τη κατεύθυνση τα πορίσματα επιστημών όπως τα οικονομικά, με τα οποία είναι συμβατά σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη ιδεολογία. Οι φιλελεύθερες ιδέες μπορούν να δώσουν διέξοδο σε όσους έχουν απογοητευτεί από την πολιτική και οι φιλελεύθερες πολιτικές μπορούν να απεγκλωβίσουν την αγορά και την οικονομία από την κρατική κηδεμονία και τα παράσιτά της.
Η σημερινή εποχή μας προσφέρει άπειρους τρόπους να παρακάμψουμε τα στεγανά του πολιτικού συστήματος και τα ελεγχόμενα ΜΜΕ που επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Ακόμα και αν η χρήση, η τιμή και το περιεχόμενο του διαδικτύου στην Ελλάδα δεν είναι σε τόσο ώριμη φάση, όσο σε άλλες χώρες, μπορεί ωστόσο να λειτουργήσει τόσο για την οργάνωση φιλελεύθερων κινήσεων, όσο και για την προσέγγιση του Έλληνα πολίτη. Και στο μέλλον αυτές οι δυνατότητες θα είναι όλο και μεγαλύτερες. Οι σύγχρονες δυνατότητες επιτρέπουν πλέον, φτηνά και εύκολα, την οργάνωση από κάτω προς τα πάνω, συσπειρώνοντας διαφορετικούς, άγνωστους ανθρώπους κάτω από το πλαίσιο κοινών αρχών και στόχων και όχι χάρη στη λάμψη μια εντυπωσιακής προσωπικότητας. Κανείς δεν έρθει να μας πάρει από το χέρι. Η αυτοοργάνωση για την διατύπωση συγκροτημένων και συγκεκριμένων φιλελεύθερων προτάσεων και η τοποθέτηση τους στο πολιτικό τραπέζι είναι ατομική ευθύνη του κάθενα.
Μια από τις πιο διαδεδομένες φιλελεύθερες προτάσεις οικονομικής οργάνωσης είναι τα supply-side economics [7]. Ακολουθώντας την ίδια φιλοσοφία, ας εφαρμόσουμε τα supply-side politics!