Πώς πεθαίνουμε;
Νοέ 30th, 2008 | Διονύσης Γουσέτης| Κατηγορία: Διονύσης Γουσέτης |

Πώς πεθαίνουμε; Ο Φρανσουά Μιττεράν, προλογίζοντας το βιβλίο Μύχιος θάνατος (La mort intime) της Marie de Hennezel, γράφει ότι ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου το ερώτημα αυτό τρομάζει και προτιμούμε να το αγνοούμε. Και συνεχίζει:
«Άλλοι πολιτισμοί, πριν από μας, κοιτούσαν το θάνατο κατάματα. Απέδιδαν στο πεπρωμένο τον πλούτο και το νόημα που του αρμόζει. Ίσως οι αναφορές στο θάνατο να μην ήταν ποτέ τόσο φτωχές όσο τον καιρό αυτό της πνευματικής ξηρασίας, όπου οι άνθρωποι, πιεσμένοι να υπάρξουν, φαίνεται πως αγνοούν το μυστήριο. Αγνοούν πως με τον τρόπο αυτό αποστραγγίζουν τη ζωή από την πιο ουσιώδη της πηγή».
Στην Ελλάδα, ο πολιτισμός μας είναι τέτοιος ώστε το θάνατο δεν τον κρύβουμε μόνο από την κοινωνία. Τον κρύβουμε και από τον ίδιο τον άρρωστο, για λόγους υπερπροστασίας. Να μη τον στεναχωρήσουμε. Αποφασίζουμε εμείς για λογαριασμό του. Oι Έλληνες δεν ξέρουμε να πεθαίνουμε.
Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής, η κοινωνία πιέζει. Φίλοι έρχονται στο προσκεφάλι του ετοιμοθάνατου και ταράζουν τις ύστερες σκέψεις του, τη γαλήνη του. Μερικούς, η πολλή αγάπη τους κάνει αναιδείς. Του φέρνουν θαυματουργές εικόνες, κομποσκοίνια και βιβλία για τη σωτηρία της ψυχής του. Προσπαθούν να τον νουθετήσουν, έστω και την τελευταία στιγμή. Ο Λάμπης Λαζαρίδης αναγκάστηκε να διαμαρτυρηθεί:
-«Εγώ ποτέ δε φοβήθηκα τη ζωή, ούτε το θάνατο. Σας παρακαλώ αφήστε την κατήχηση».
Στ’ αλήθεια, δε φοβήθηκε το θάνατο. Μου θύμισε ακούσματα για ιστορίες γενναίων που πέθαναν με χαμόγελο μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πέθαναν για τα οράματά τους. Ίσως χρειάζεται περισσότερη γενναιότητα για να πεθάνεις με χαμόγελο από την αρρώστια σου. Πριν δυο μόλις μήνες μου ανακοίνωσε ότι σταμάτησε τη χημειοθεραπεία. Ήταν άχρηστη.
– «Και τι θα γίνει τώρα;», ρώτησα αμήχανος, γνωρίζοντας την απάντηση.
– «Όσο πάει», μου απάντησε λιτά, αδιάφορα, σχεδόν πρόσχαρα. Ο γενναίος απέδειξε ότι ήξερε πώς να πεθάνει. Το δικό του τέλος θα μας βοηθήσει όταν έρθει η δική μας ώρα.
Οι συγγενείς τον κρατούν όσο μπορούν στη ζωή. Με ορρούς, με μάσκες οξυγόνου και άλλα. Είναι μια ανθρώπινη αγάπη, που κρύβει έναν ανθρώπινο εγωισμό. Τον άνθρωπό μας τον θέλουμε κοντά μας.
– «Σας παρακαλώ, αφήστε με να πεθάνω. Βασανίζομαι άδικα».
Έχει άραγε δικαίωμα να ζητάει από κάποιον να του αφαιρέσει ουσιαστικά τη ζωή, όταν οι πεποιθήσεις αυτού του κάποιου δεν του το επιτρέπουν; Χρειάστηκαν 15 χρόνια δικαστικών αγώνων για να πεθάνει η Αμερικανίδα Τέρρι Σκιάβο, που βρισκόταν σε κατάσταση φυτού. Ο σωλήνας σίτισης της αφαιρέθηκε τελικά, μετά από απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου.
Πώς νοιώθει ο φίλος αυτές τις τελευταίες ώρες της ζωής του; Μπορεί να αισθάνεται εξουθενωμένος από τον πόνο και την εξάρτηση από τη γυναίκα του -γιατρό μαζί και νοσοκόμα- ή αντίθετα νοιώθει ήρεμος και χαλαρωμένος στην αγκαλιά της; Πού να τριγυρνάει η σκέψη του τις ατέλειωτες ώρες που παραμένει σιωπηλός, ανίκανος από την αρρώστια να μιλήσει; Μήπως ο ερχομός του θανάτου μας καθιστά ευάλωτους και ανασύρονται εκείνες τις ώρες από το υποσυνείδητο οι παλιοί μας φόβοι, οι παλιές μας ανασφάλειες, τα παιδικά μας τραύματα;
Πιστεύω ότι τον κατέχει η ίδια θλίψη που κατέχει κι εμάς. Η θλίψη του αποχωρισμού. Η θλίψη που είναι αποτυπωμένη στα ανάγλυφα του Κεραμικού. Με μια διαφορά. Η δικιά μας είναι η θλίψη του αποχαιρετισμού σ’ εκείνον που φεύγει. Εκείνος αποχαιρετάει εμάς, αλλά και όλο τον κόσμο, δηλαδή τη ζωή. Μας αγαπάει και τον αγαπάμε. Αλλά η αγάπη του καθενός είναι ομόκεντροι κύκλοι με κέντρο τον εαυτό του.
Ο κόσμος έχει κατακλύσει το χώρο. Όλοι με συνοφρυωμένα πρόσωπα. Ο άνθρωπος είναι πιο ειλικρινής όταν συλλυπάται, παρά όταν συγχαίρει. Όταν κανείς λυπάται για τον άλλον, λυπάται μαζί και για τον εαυτό του, για το μοιραίο που περιμένει και εκείνον. Λυπάται και γιατί η απώλεια του φίλου είναι απώλεια μιας από τις σταθερές που έχει στη ζωή του. Υπάρχει δηλαδή μια ιδιοτέλεια. Είναι πιο δύσκολο και πιο σπάνιο να μοιράζεσαι τη χαρά. Πρέπει να υπερβείς τον εαυτό σου, ακόμα και το φθόνο σου.
Όταν πέθανε ένας στενός του φίλος, ο Βέρντι συνέθεσε ένα ρέκβιεμ. Υπέστη σφοδρή κριτική, ότι η σύνθεσή του δεν έχει την τυπολογία του ρέκβιεμ, αλλά μοιάζει με όπερα. Απάντησε:
«Καθένας επικοινωνεί με το θεό του μέσα απ’ αυτό που ξέρει να κάνει. Ο τσαγκάρης φτιάχνοντας παπούτσια, ο φούρναρης φτιάχνοντας ψωμιά και εγώ φτιάχνοντας όπερες»
Και εγώ γράφοντας τη στήλη μου στην «Αυγή».
Διονύσης Γουσέτης
Εδώ κολλάει σαν υπόκρουση το Death Is Not The End, στην εκτέλεση του Nick Cave με τους Bad Seeds βεβαίως! Γεια σου Διονύση, και μακριά από ‘μας!
Πολύ ὡραῖος !
Καὶ ὀ συγγραφεὺς τοῦ κειμένου και ὁ φίλος του.