- e-rooster.gr - http://e-rooster.gr -

Διαφθορά και… κουλουράκια!

Του Τάκη Μίχα*

Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σταθερά μία από τις πιο διεφθαρμένες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ενωση τα τελευταία έτη. Η διαφθορά -που αφορά κυρίως τον δημόσιο τομέα- δεν δείχνει καμία τάση υποχώρησης παρά τις γνωστές διακηρύξεις του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Αλογοσκούφη.

Πάντως είναι γεγονός ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς είναι πολύ δύσκολο έργο και άπειρες σελίδες αναλύσεων έχουν γράφει γύρω απ’ αυτό το θέμα. Η διαφθορά, που είναι μέρος του ευρύτερου φαινομένου της «εγκληματικότητας των χαρτογιακάδων», είναι δύσκολο να μελετηθεί επιστημονικά διότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Μόνο ένα μικρό ποσοστό των υπαλλήλων συλλαμβάνεται «στα πράσα». Οι περισσότεροι υπάλληλοι που «τα πιάνουν» (δηλαδή κλέβουν) διάγουν συνήθως ήσυχες ζωές και κανείς ποτέ δεν μαθαίνει τίποτα.

Η εγκληματικότητα των χαρτογιακάδων απ’ αυτή τη σκοπιά είναι πολύ διαφορετική από το κοινό έγκλημα. Μια ληστεία, κλοπή, ή δολοφονία αναφέρονται και καταγράφονται ανεξάρτητα από το αν θα συλληφθεί ο ένοχος. Αυτού λοιπόν του είδους η εγκληματικότητα παράγει πληθώρα στοιχείων που με τη σειρά τους μπορούν να γίνουν το αντικείμενο ανάλυσης από οικονομολόγους και εγκληματολόγους. Αυτό δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει με την εγκληματικότητα των χαρτογιακάδων.

Ομως στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του «Freakonomics [1]» ο οικονομολόγος Σ. Λεβίτ [2] αναφέρει μια ενδιαφέρουσα ιστορία που ρίχνει κάποιο φως στο φαινόμενο και δείχνει και κάποιους τρόπους για την αντιμετώπισή του.

Ένας υπάλληλος μιας μεγάλης εταιρείας, ο Μπομπ, είχε συνηθίσει να φέρνει κάθε πρωί στους συναδέλφους του στο γραφείο ζεστά κουλουράκια και τυράκια τα οποία όλοι τιμούσαν δεόντως. Σε μια φάση της ζωής του, όπως συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους, ο Μπομπ βαρέθηκε τη δουλειά του και αποφάσισε να παραιτηθεί και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το χόμπι του, δηλαδή να μοιράζει κουλούρια. Κάθε πρωί λοιπόν έκανε τον γύρο διαφόρων επιχειρήσεων και γραφείων και άφηνε καλάθια με κουλουράκια και ένα ξύλινο κουτί όπου κανείς μπορούσε να ρίχνει τα χρήματα. Το μεσημέρι περνούσε και συνέλεγε τα κουλουράκια που είχαν απομείνει και τα χρήματά του.

Τα αποτελέσματα ήταν αρκετά ενδιαφέροντα. Ο Μπομπ κρατούσε με πολλή επιμέλεια όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τη δουλειά του. Μετρώντας τα χρήματα έναντι των κουλουρακίων που πουλούσε μπορούσε να έχει μια εικόνα για την εντιμότητα των πελατών του. Επίσης μπορούσε να συγκρίνει τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων ή γραφείων που έκλεβαν με αυτά που δεν το έκαναν. Άθελά του λοιπόν ο Μπομπ είχε στήσει ένα πολύ ενδιαφέρον οικονομικό πείραμα που φωτίζει ορισμένες πτυχές της εγκληματικότητας των χαρτογιακάδων και κατά συνέπεια της διαφθοράς που ανταμώνουμε μεταξύ των υπαλλήλων.

Ο Μπομπ θεωρούσε έντιμο το γραφείο αν του άφηναν χρήματα για άνω του 90% των κουλουριών που έπαιρναν, ανεκτό αν ήταν μεταξύ 80%-90% και ανέντιμο αν ήταν κάτω από 80%. Στην τελευταία περίπτωση, ο Μπομπ άφηνε ένα μεγάλο σημείωμα πάνω στο καλάθι που έγραφε:

«Υποθέτω ότι δεν θέλετε να μάθετε στα παιδιά σας να κλέβουν. Τότε εσείς γιατί το κάνετε;»

Η δουλειά αυτή τον οδήγησε σε τέσσερις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.

Πρώτον, ότι στα μικρά γραφεία κλέβουν λιγότερο από ό,τι στα μεγάλα. Ένα τμήμα με καμιά 30 υπαλλήλους είναι κατά 5% πιο έντιμοι από ένα τμήμα με 200-300 άτομα. Απ’ αυτή την άποψη η εγκληματικότητα των χαρτογιακάδων αντικατοπτρίζει το κοινό έγκλημα. Η κοινή εγκληματικότητα είναι υψηλότερη στην πόλη σε σχέση με τις αγροτικές περιοχές. Διότι ο εγκληματίας στην ύπαιθρο είναι συνήθως κάποιο γνωστό στην κοινότητα άτομο και έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες να συλληφθεί.

Συνήθως έκλεβαν περισσότερα κουλούρια στα γραφεία των υψηλόβαθμων στελεχών της επιχείρησης

Δεύτερον, ότι το κέφι ενός ατόμου επηρεάζει την διάθεσή του να κλέψει. Σε ημέρες με απρόσμενα καλό καιρό οι κλοπές ήταν λιγότερες απ’ ό,τι σε ημέρες όπου επικρατούσε κακοκαιρία. Επίσης όσον αφορά τις γιορτές υπήρξε μια διαφοροποίηση στα αποτελέσματα. Σε παραμονές γιορτών όπως τα Χριστούγεννα, όπου η διάθεση των εργαζομένων επηρεάζεται από το άγχος των υποχρεώσεων (δώρα κ.λπ.), οι κλοπές αυξάνονταν. Αντίθετα, σε γιορτές όπου δεν υπήρχαν τέτοιες υποχρεώσεις (εθνικές εορτές, κ.λ.π.) οι κλοπές κουλουριών μειώνονταν.

Τρίτον, όπως επεσήμανε ο Μπομπ, τόσο στη βάση των παρατηρήσεών του όσο και στη βάση της δικής του εμπειρίας, οι κλοπές ήταν πολύ λιγότερες μεταξύ των υπαλλήλων που ήταν ευχαριστημένοι με το αφεντικό τους, ήταν ικανοποιημένοι με τη δουλειά τους και είχαν γενικώς την αίσθηση ότι η συμβολή τους αναγνωρίζεται και εκτιμάται.

Τέλος, ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αφορούσε την διαστρωμάτωση των κλεπτών. Αντίθετα από ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς, συνήθως έκλεβαν περισσότερα κουλούρια στα γραφεία των υψηλόβαθμων στελεχών της επιχείρησης! Ο Μπομπ το απέδιδε στο γεγονός ότι αυτοί που βρίσκονται στα ανώτερα κλιμάκια ενός οργανισμού ή μιας επιχείρησης είναι γενικώς «καβαλημένα καλάμια» και πιστεύουν ότι τα κουλούρια τούς ανήκουν δικαιωματικά. Όμως ο οικονομολόγος Λεβίτ έχει μια άλλη εκδοχή:

«Μήπως» διερωτάται «το γεγονός ότι έκλεβαν και εξαπατούσαν ήταν αυτό που τους έκανε να φτάσουν ψηλά;»

—————————————————————-
*www.tmichas.wordpress.com [3]
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία [4]» στις 13/11/2006