Ας υποθέσουμε πως κάποιος τυπώνει ένα πλαστό χαρτονόμισμα των €500, το οποίο ρίχνει σε κυκλοφορία αγοράζοντας κάποιο αγαθό. Όντας πλαστό, δεν αποτελεί αντάλλαγμα σε κάποια εργασία του. Ο ίδιος ο πλαστογράφος, δεν αισθάνεται καμία τύψη, τουναντίον, αισθάνεται πως η πράξη του ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, αφού, όπως λένε οι οικονομολόγοι, «μετά το Keynes, είναι καλό για την οικονομία να ρίχνεται χρήμα στην αγορά για να κινείται». Ωστόσο, ο πλαστογράφος τιμωρείται από το Νόμο. Σε παλαιότερους καιρούς μάλιστα, θα τιμωρούταν με θάνατο. Ας δούμε τώρα μια τράπεζα που κυκλοφορεί μια πιστωτική κάρτα, η οποία είτε δίδεται στον καταναλωτή από ένα συγκεκριμένο εμπορικό κατάστημα για να διευκολύνει τις αγορές του, είτε από την ίδια την τράπεζα με «bonus» αγορών από συγκεκριμένα εμπορικά καταστήματα. Η κάρτα μάλιστα αποτρέπει τον καταναλωτή από το να τράβα χρήματα από ATM με την χρέωση μεγαλύτερου επιτοκίου. Έτσι ο καταναλωτής χρησιμοποίει την κάρτα που τόσο γενναιόδωρα του δωρίσθηκε. Πλέον ο καταστηματάρχης είναι σίγουρος πως δεν θα λάβει πλαστό χαρτονόμισμα. Αγοράζει λοιπόν ο καταναλωτής από τα συμβεβλημένα μαγαζιά αγαθά, αξίας, ας πούμε, πάλι €500. Διαμέσου της κάρτας μεταφέρονται τα €500 από τον λογαριασμό που έχει ανοίξει επί πιστώσει η τράπεζα για τον καταναλωτή, στο λογαριασμό που διατηρεί στην τράπεζα το κατάστημα. Η τράπεζα καταγράφει τις παραπάνω ενέργειες στα λογιστικά της βιβλία. Αν παρατηρήσουμε προσεχτικά, η τράπεζα δεν έχει κυκλοφορήσει χρήμα, δηλαδή αυτό που έχει από τις καταθέσεις των πελατών της και το οποίο αντιπροσωπεύει πραγματικά κέρδη που αποταμιεύει ο κάθε καταθέτης. Η τράπεζα με την πιστωτική κάρτα, κυκλοφορεί χρήμα το οποίο δεν έχει και επιπλέον δύναται να κερδίση τόκο από αυτό.