H συζήτηση για τη συναίνεση προϋποθέτει μια εκτενέστερη προσέγγιση του κρατικού φαινομένου. Στις μέρες μας, όπου το κράτος διατηρεί ένα ευρύ πεδίο κανονιστικής παρουσίας, η συναίνεση ως πολιτική έννοια, λαμβάνει χώρο κυρίως μέσα σ’ αυτό. Eκείνο που κατά νουν πρέπει να έχει ο προσεκτικός ερευνητής, δεν είναι μια αφηρημένη σύλληψη της συναίνεσης, ούτε μια ηθική στάση που διατηρεί απέναντί της. Tο ζητούμενο είναι το υλικό αντίκρυσμα μιας απροσδιόριστης καταρχήν και νεφελώδους έννοιας. Ποιό είναι λοιπόν το υλικό σώμα της συναίνεσης και οι αποφασιστικοί παράγοντες, που το καθορίζουν. Στη ζωή μέσα στις κοινωνίες, η συναίνεση αποτελεί προϋπόθεση της κοινωνίας των ατομικών συμφερόντων, της μερικής υποχώρησης, του ατομικού προς όφελος του συνόλου. H πολιτική διαδικασία είναι αυτή καθ’ εαυτή αποτέλεσμα της συναίνεσης. Στις συμβολαιακές θεωρίες, η έννοια που μας απασχολεί θεωρείται η βάση του κοινωνικού συμβολαίου. Η αρχή της πλειοψηφίας στη δημοκρατία εκφράζει της πρωταρχική συμφωνία – κυρίαρχο θεσμό των κοινωνιών, οι πλείονες να κυβερνούν και οι μειοψηφίες να ελέγχουν, με θεσμικό αντίβαρο τις καταστατικές εγγυήσεις του κράτους-δικαίου, τη συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών. Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι η έννοια της συναίνεσης, ως κατ’ εξοχήν πολιτική έννοια μπορεί να είναι χρήσιμη για τους ανθρώπους και επωφελής για τη διατήρηση ενός στοιχειώδους κοινωνικού ιστού στο σώμα της κοινωνίας, από το σημείο αυτό όμως μέχρι την εξιδανίκευση της συναίνεσης και την αναγόρευσή της σε υπερπολιτική έννοια, μεσολαβεί μάλλον πολύ μεγάλο διάστημα.