Βία και δηµοκρατία
Δεκ 29th, 2008 | Κώστας Λάβδας| Κατηγορία: Ελλάδα, Παιδεία, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |Σηµειώναµε σε αυτήν εδώ τη σελίδα πριν ενάµιση χρόνο, ότι η ελληνική πραγµατικότητα προσφέρει καθηµερινά παραδείγµατα προσφυγής στη βία: «από τον οδηγό που συµπεριφέρεται επιθετικά και τον φίλαθλο που αντιµετωπίζει τον απέναντι οπαδό ως εχθρικό εισβολέα, µέχρι το όργανο της τάξης που χάνει την αυτοκυριαρχία του και τον φοιτητή που διαλύει µια συνεδρίαση της συγκλήτου όταν διαπιστώνει ότι το σώµα δεν ενστερνίζεται τις απόψεις του»1 . Ο δοµικός ρόλος της βίας στην κοινωνία µας επιβεβαιώνεται µε τρόπο τραγικό. Ο θανάσιµος τραυµατισµός ενός νέου ανθρώπου από αστυνοµικό στα Εξάρχεια αποτελεί αποκρουστική υπενθύµιση (6/12/2008), όπως αποκρουστικό ήταν και το κύµα βανδαλισµών που ακολούθησε το τραγικό συµβάν των Εξαρχείων. Λίγες ηµέρες νωρίτερα, παραλίγο να θρηνήσουµε άλλο νεκρό όταν η βίαιη εισβολή σε εκδήλωση τµήµατος του Πανεπιστηµίου Αθηνών είχε ως συνέπεια το σοβαρό τραυµατισµό του προέδρου του τµήµατος (27/11/2008).
Τα πιο πρόσφατα από µια σειρά συχνών και – δυστυχώς – προβλέψιµων γεγονότων. Προβλέψιµων διότι η κοινωνία µας πάσχει από δυο θεµελιώδη ελλείµµατα: το έλλειµµα εµπιστοσύνης σε θεσµούς και διαδικασίες και το έλλειµµα σε νόρµες πραγµατισµού και αυτοσυγκράτησης. Είναι ίσως υπερβολικό να λέγεται ότι ορισµένοι πολιτικοί σχηµατισµοί υποθάλπουν τη βία. Αναµφίβολα όµως παρατηρείται ένας εθισµός στην προσµέτρηση της βίας ως ενός ακόµη παράγοντα που µπορεί να αξιοποιηθεί στο πολιτικό παιχνίδι. Άλλωστε επί δεκαετίες το πολιτικό σύστηµα λειτουργούσε υπό τη δαµόκλειο σπάθη της τροµοκρατίας: πολιτικοί, επιχειρηµατίες, δικαστές, ήταν ανάµεσα σε όσους στοχοποιήθηκαν. Η δολοφονική βία και η απειλή της είχαν καταστεί παράγοντες συν-διαµόρφωσης των υλικών, ιδεατών και ψυχολογικών συνθηκών άσκησης δηµοσίων λειτουργηµάτων. Το ίδιο ισχύει για τα πανεπιστήµια.
Με δεδοµένο ότι η βία και η απειλή προσφυγής σε αυτή χρησιµοποιούνται συχνά και στα όργανα συλλογικής διοίκησης των ΑΕΙ (συγκλήτους, Γ.Σ. τµηµάτων), αντιλαµβάνεται κανείς πόσο άσχετη µε την πραγµατικότητα είναι η «διοικητική αυτοτέλεια» των ΑΕΙ που ευαγγελίζεται το Σύνταγµα. Ποια αυτοδιοίκηση µπορεί να λειτουργήσει όταν τα συλλογικά όργανα διοίκησης αποφασίζουν υπό την ψυχολογική απειλή της βίας των «αντιεξουσιαστών» και των συµπαραστατών τους;
Τα ελλείµµατα σε νόρµες κοινωνικής αυτοσυγκράτησης, θεσµικής εµπιστοσύνης και σε πρακτικές «διάχυτης αµοιβαιότητας» καταγράφονται µε τη µορφή ευρηµάτων που συχνά αφορούν τις καθηµερινές διαστάσεις της πολιτικής διαδικασίας και των δηµόσιων πολιτικών. Γνωρίζουµε από το Ευρωβαρόµετρο την έλλειψη εµπιστοσύνης στην Ελλάδα απέναντι σε πολιτικούς και κρατικούς θεσµούς και διαδικασίες. Έτσι π. χ. το 49% των πολιτών δεν εµπιστεύεται τις εθνικές αρχές για µεταρρυθµίσεις στην πανεπιστηµιακή παιδεία, ένα πεδίο που ούτως ή άλλως πάσχει από χαµηλή ανταγωνιστικότητα και από επικυριαρχία των πολιτικών προτύπων απέναντι στις ακαδηµαϊκές νόρµες. Ο συνδυασµός του ελλείµµατος εµπιστοσύνης στους θεσµούς και της αδυναµίας του πραγµατισµού, οδηγεί τελικά σε χαµηλή ποιότητα δηµοκρατικής λειτουργίας. Ως πολίτης, ο µέσος έλληνας του σήµερα µετέχει ενός γενικότερου κυνισµού στο επίπεδο των κοινωνικών αντιλήψεων.
Ως φορέας δηµόσιων ρόλων, π.χ. στο πλαίσιο µιας θέσης δηµόσιας εξουσίας, ο µέσος έλληνας του σήµερα εκφράζει µια χαρακτηριστική διστακτικότητα στην εκπλήρωση των αρµοδιοτήτων του, µια αδιαφορία για τη λήψη µέτρων απέναντι στα πραγµατικά ή υποτιθέµενα «κακώς κείµενα» που αποτελούν βασικό υπόβαθρο του κυνισµού. Και στις δυο εκφάνσεις, κοινή είναι η έλλειψη εµπιστοσύνης στους θεσµούς: αφενός στην ικανότητα τους να ρυθµίζουν συµπεριφορές, αφετέρου στη δυνατότητα τους να παράσχουν την απαραίτητη νοµιµοποίηση σε πρωτοβουλιακές δράσεις των φορέων δηµόσιας εξουσίας. Το δοµικό υπόστρωµα σε αυτή την ελλειµµατικά θεσµοποιηµένη κυβερνησιµότητα παρέχει ένα σχετικά διογκωµένο αλλά και στρατηγικά ανίσχυρο και ασθενές κράτος, η ιστορική διαµόρφωση του οποίου οδήγησε σε έναν µηχανισµό πορώδη και διαπερατό από συµφέροντα.
Είναι γεγονός ότι η συµµετοχή στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία αποτέλεσε µακράν το θετικότερο κοινωνικοποιητικό στοιχείο του ελληνικού πολιτικού συστήµατος κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Από την άλλη όµως πλευρά, η µερική µόνον επιτυχία του εκσυγχρονιστικού προτάγµατος του εξευρωπαϊσµού οφείλεται, τουλάχιστον εν µέρει, στην ελλειµµατική εσωτερίκευση κανόνων που θα οδηγούσαν σε νόρµες κοινωνικής αυτοσυγκράτησης αφενός και θεσµικής εµπιστοσύνης αφετέρου. Αλλά µια δηµοκρατική πολιτεία δεν παύει να είναι πολιτεία.
Επιφυλακτική απέναντι στους θεσµούς και τη λειτουργία τους, εµποτισµένη µε µια µετά-ριζοσπαστική και νέο-λαϊκιστική πολιτική και πολιτισµική ιδεολογία, η πολιτική κουλτούρα της Τρίτης Ελληνικής ∆ηµοκρατίας δεν έχει ακόµη µπορέσει να βρει το δρόµο της ξεπερνώντας τόσο τις αυταρχικές παραδόσεις του ελληνικού κρατισµού όσο και την ανεύθυνη δηµαγωγία ενός επίπλαστου αριστερισµού.
Κώστας Α. Λάβδας2
———————————————————-
Σημειώσεις: