Το Τέλος μιας Ιστορίας και η Αρχή μιας Άλλης
Δεκ 15th, 2006 | Δημήτρης Γιαννακόπουλος| Κατηγορία: Φιλελευθερισμός | Email This Post | Print This Post |του Δημήτρη Γιαννακόπουλου*
Ο τίτλος αυτού του άρθρου υποδηλώνει την αντι-σχολαστικότητα στην προσέγγιση δυο σημαντικών φιλοσοφικών ρευμάτων, δύο φαινομενικά αντίθετων σχολών σκέψης, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφήνουν τα ίχνη τους σε οποιαδήποτε απόπειρα διερεύνησης του σημερινού πολιτικού φαινόμενου.
Επιχειρώντας να αναδείξω την τελματώδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα και την αειφανή ανάγκη των τελευταίων ετών για τη δημιουργία ενός Φιλελεύθερου πόλου πολιτικής δράσης και κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, πρόκειται να ανασκαλίσω βασικές έννοιες δύο διαρκώς επικαιροποιούμενων διανοητών, κρατώντας, όμως, σαφείς αποστάσεις τόσο από το ρητό τέλος της ιστορίας του Francis Fukuyama, όσο και από το Μαρξιστικό ανάλογό του, τον Ιστορικό Υλισμό και την αταξική πολιτεία (state of classlessness).
Για τις μεθοδολογικές ανάγκες αυτού του άρθρου δέχομαι το εμπειρικό περιεχόμενο του τέλους των ιδεολογικοπολιτικών προσεγγίσεων και των αντίστοιχων ρήξεων και σχισμάτων που σημασιοδότησαν την σύγχρονη εποχή και εστιάζω στην ανάδειξη νέων ιδεών και πολιτικών που απαιτεί η ελληνική κοινωνία ,τώρα, που εισέρχεται στη μετα-μοντέρνα της φάση.
Με λίγα λόγια, η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από:
1. Την προσαρμογή της Ελλάδας στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα παραγωγής στάσεων και συμπεριφορών, ιδεών, προϊόντων, προτύπων, νέων προσδοκιών και ενός άλλου, συνήθως, εντελώς διαφορετικού κώδικα αντίληψης.
2. Την ολοένα και μειούμενη ισχύ του κράτους. Οι περιορισμοί στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής, εξαιτίας των αυστηρών κανόνων που τίθενται στο πλαίσιο της συμμετοχής μας στην ΕΕ και κυρίως στην Ευρωζώνη, εμποδίζουν την αυθαίρετη ή/και κατά το δοκούν αναδιανομή.
3. Την επιβεβλημένη μέσω Ευρωπαϊκών Συνθηκών, Οδηγιών και κοινών πρακτικών, συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και την παρεμπόδιση της προσβλητικής παρέμβασης του κράτους στην ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα και την ελεύθερη άσκηση επαγγελμάτων.
4. Το έμμεσο κτύπημα της κομματικής πατρωνίας. Ολοένα και λιγότεροι πολίτες εισέρχονται ή ελπίζουν να εισέλθουν στον αλλοτριωτικό μηχανισμό ανταλλαγής της ψήφου για μια μόνιμη δουλειά στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς τα περιθώρια προσλήψεων στενεύουν και οι εργασιακές σχέσεις αλλάζουν δραστικά στο νέο Ευρωπαϊκό περιβάλλον. Τα κομματικά τρικ και ο καινοτόμος, πλην χυδαίος, πολιτικός επαρχιωτισμός, όπως παραδειγματικά εκδηλώθηκε με το χειρισμό του δράματος των Συμβασιούχων, δεν μπορούν πλέον να διαιωνίζονται.
5. Την επέκταση των παλαιών και κυρίως των νέων μέσων επικοινωνίας και ενημέρωσης. Αλλά και από την έντονη τάση συγκέντρωσης των ΜΜΕ, που οδηγεί από τη μια στην χειραφέτησή τους από τους κρατικούς-κομματικούς μηχανισμούς, και από την άλλη σε μια πρωτόγνωρη πολιτισμική δύναμη αυθεντικής παραγωγής ιδεολογικών και πολιτικών προτύπων.
Η κατασυκοφάντηση κοινωνικών θεσμών από τα Ελληνικά κανάλια, η ιδιόμορφη ηθική τους, η τάση τους να υποκαθιστούν τα Όργανα της Πολιτείας ή να πολιτεύονται χυδαία και λαϊκίστικα χρησιμοποιώντας πολιτικούς για την παραγωγή παραπολιτικής ύλης, ενώ αυτά διατηρούν για τα ίδια το προνόμιο διαμόρφωσης και συναισθηματικού επιχρωματισμού της πολιτικής ατζέντας, είναι μερικά μόνο συμπτώματα όχι ακριβώς της νέας περιόδου, αλλά της μετάβασης από τη μοντέρνα στη μετα-μοντέρνα εποχή για τη Χώρα.
6. Την ταχύτατη ανάπτυξη του διαδικτύου και της επικοινωνιακής αλληλόδρασης μέσω νέων παγκοσμιοποιημένων ψηφιακών εφαρμογών, καθώς και νέων πολιτισμικών, ιδεολογικών και πολιτικών αποκρυσταλλώσεων που επέρχονται με την επέκταση και ολοκλήρωση του blogging.
7. Την «αναγκαστική» προσαρμογή της αναφερόμενης ταυτότητας του Έλληνα, καθώς αυτή ξεπερνά τα γεωγραφικά και εθνικά σύνορα της χώρας, για να διασταλεί σε Ελληνική- Ευρωπαϊκή που, όχι απλώς σέβεται την ταυτότητα των άλλων, εντός και εκτός ΕΕ, αλλά τείνει να εσωτερικεύσει τον Άλλον, όπως ακριβώς εσωτερικεύει τις ποικίλες αναφερόμενες (εμπορικές) ταυτότητες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Προφανώς, δεν εννοώ ότι ο Έλληνας παύει να είναι Έλληνας, αυτή τη νέα περίοδο που ανατέλλει, αλλά ότι αποκτά μια πιο σύνθετη, αν και πάντα διακριτή οντότητα και ταυτότητα αναφοράς στο παγκόσμιο σύστημα, ως Ευρωπαίος-Έλληνας πολίτης του Κόσμου.
Αυτή η νέα ιστορική περίοδος στην οποία εισέρχεται η Ελληνική κοινωνία και εντός της οποίας πασχίζει, άτσαλα, ανοργάνωτα και αντιφατικά να προσαρμοστεί η πολιτεία και το πολιτικό σύστημα, δεν πρέπει να λογίζεται ως νομοτέλεια. Αποτελεί διαλεκτικό στοιχείο της εξέλιξης του πολιτισμού εντός του Παγκόσμιου Χωριού που η ανθρώπινη καινοτομία, εφευρετικότητα, και ικανότητα προσαρμοστικής εξέλιξης διαρκώς διαμορφώνει. Μέσα σε αυτό το πεδίο νέες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις διαμορφώνονται και καινούργιες κλίμακες ιεραρχίας πακτώνονται. Οι κοινωνικές αξίες αλλάζουν και τα στερεότυπα μεταβάλλονται, όχι για να δικαιώσουν παρελθούσες ιδέες, στάσεις και συμπεριφορές, ούτε για να νομιμοποιήσουν τα πρότυπα των «νικητών», αλλά επειδή η κοινωνία αγωνίζεται να διαμορφώσει τις πλέον ασφαλείς λειτουργικές συνθήκες στο εσωτερικό της. Είναι, λοιπόν, μάλλον φαιδρό να μιλάμε για νικητές και ηττημένους, καθώς σε αυτήν τη ρευστή και υβριδική φάση του παγκόσμιου συστήματος οι πολεμικές κραυγές και οι αξιολογικές κατηγορίες μάχης στερούνται εννοίας. Αν αποφύγουμε τη παγίδα των ποικίλων Φανταμενταλισμών, που ωρύονται αισθανόμενοι – δικαίως – ότι απειλούνται άμεσα από ένα παγκόσμιο, φιλελεύθερο σύστημα, κανείς άλλος δε φορά στολή εκστρατείας, αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκφράζουν φόβους, δυσπιστία, προβληματισμό και έντονη ανασφάλεια για τις εξελίξεις. Όσοι ανησυχούν καλά κάνουν. Όποιος δεν ανησυχεί, μάλλον, έχει βρει αλλού παρηγοριά, μακριά από το μάταιο τούτο κόσμο. Όσοι φοβούνται πρέπει να γίνονται ιδιαίτερα σεβαστοί για δύο αλληλένδετους συστηματικούς λόγους: α) γιατί κύριο μέλημα των Εθνικών Κρατών ήταν και είναι να καλλιεργούν το φόβο (για να προσφέρουν αυτά και μόνο αυτά, αυθεντικά, ασφάλεια) , επικαλούμενα την απειλή – πραγματική ή επινενοημένη – από εξωτερικούς ή/και εσωτερικούς εχθρούς διαφόρων μορφών, και β) γιατί φορείς κοινωνικοποίησης και ΜΜΕ, καθώς επίσης κάθε είδους δόγματα, πολιτικά συστήματα, ακόμη και μονοπώλια της αγοράς, πασχίζουν να διαμορφώσουν φοβικές, κοινωνικές ή/και πολιτικές στάσεις στους πολίτες για να τους χειραγωγούν ευκολότερα.
Ο Φιλελευθερισμός, κυρίως ως κουλτούρα και ιδεολογία και δευτερευόντως ως πολιτική και οικονομική συμπεριφορά, δεν κατασκευάζει εχθρούς, δεν έχει ανάγκη από τη χρησιμοποίηση πλαστών ή ψευδεπίγραφων αναφορών για δήθεν κάθετες διαχωριστικές γραμμές και ρήξεις, δεν επενδύει στο φόβο, αλλά στη γνώση, στο άτομο, στην ελεύθερη και ακηδεμόνευτη Κοινωνία των Πολιτών, στον ελεύθερο ανταγωνισμό, την προστασία της Φύσης – ως ενιαίο βιολογικό σύστημα που περιλαμβάνει και τον άνθρωπο –και όχι τη «προστασία του περιβάλλοντος», που οδηγεί τελικά σε τεχνητή ρήξη τον πολιτισμό με το οικοσύστημα.
Για τον Φιλελευθερισμό κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, είναι μια φυσική δράση, που δεν μπορεί παρά να σέβεται την αιτία που της δίνει ζωή, τη Φύση στο σύνολό της.
Αυτό, ακριβώς, το ιδεολογικό περιεχόμενο του Φιλελευθερισμού, αποτέλεσε κατά τη Μεταπολίτευση το «κόκκινο πανί» όχι μόνο για τη παραδοσιακή δεξιά και την παραδοσιακή αριστερά, αλλά κυρίως για το νεοπαγές ΠΑΣΟΚ, του οποίου ο ηγεμονισμός στηρίχτηκε στο συντεχνιακό-κρατισμό, στον πατριωτισμό (κρυφοεθνικισμό), στην νεολογική ή μετεμφυλιακή «σοσιαλιστική» ρητορεία και βεβαίως στον αντί-αμερικανισμό.
Ο Φιλελευθερισμός παρερμηνεύτηκε με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία, και ταυτίστηκε με τις πολιτικο-οικονομικές παραμέτρους και τα, κατά το δοκούν ερμηνευμένα, κοινωνικά αποτελέσματα του «Νεοφιλελευθερισμού» στη Μεγάλη Βρετανία, επί Θάτσερ. Η κομματική προπαγάνδα, τόσο από αριστερά, όσο και από δεξιά και οι κυρίαρχοι διαμορφωτές τις κοινής γνώμης, ευρισκόμενοι προφανώς σε πλήρη σύγχυση, επιχείρησαν – και σε μεγάλο βαθμό το ίδιο πράττουν και σήμερα – να εμφανίσουν το φιλελευθερισμό κοινωνικά ανάλγητο και υπονομευτή του Κράτους Πρόνοιας. Προφανώς, δεν μπήκαν στον ελάχιστο κόπο να ρίξουν μια ματιά στα κείμενα του Milton Friedman. Ίσως, αν το έκαναν θα διαπίστωναν πως πολλές από τις μακροοικονομικές προσεγγίσεις του ανδρός, αλλά και πολλών άλλων διανοητών της σχολής του – “los Chicago Boys,” Chicago school – έτυχαν μεγάλης αποδοχής τα τελευταία χρόνια και από ιστορικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της ΕΕ, όπως το Γερμανικό SPD και το Βρετανικό New Labour. Ακόμα και οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες με το πλέον αναπτυγμένο κράτος κοινωνικής πρόνοιας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ήδη από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας αναφέρονται σε ένα μικτό κοινωνικό μοντέλο που προνοεί μεν για την εγγύηση της καθολικής εφαρμογής του σε όλους τους πολίτες από το κράτος, διαμορφώνει, όμως, παράλληλα τις σχέσεις σύνδεσης του κοινωνικού κράτους με την αγορά.
Βέβαια, η όλη συζήτηση μπορεί να πάρει ιλαροτραγικές διαστάσεις, αν κάποιος εξετάσει σοβαρά το δυσλειτουργικό κοινωνικό μοντέλο της Ελλάδας που απειλείται, εδώ και χρόνια, με πτώχευση, καθώς η μη επίλυση του ασφαλιστικού και η διαρκώς αναβαλλόμενη μεταρρύθμιση οδηγούν μετά βεβαιότητος στην κατάρρευση των ταμείων, με δραματικές συνέπειες, όχι μόνο για τους ασφαλισμένους, αλλά και για ολόκληρη τη κοινωνία και την οικονομία.
Ζούμε λοιπόν σε μια υπέροχη χώρα όπου το δικομματικό σύστημα, με τις πραγματικά ανάλγητες για το κοινωνικό σύνολο συντεχνίες, μας μαθαίνει να μη φοβόμαστε αυτά που κινδυνεύουμε να πάθουμε, αλλά αυτά που θα παθαίναμε αν είχαμε ένα «νέο-φιλελεύθερο» κοινωνικό μοντέλο (Beveridgian Model).
Αν και, ειρήσθω εν παρόδω, το λεγόμενο Αγγλοσαξονικό κοινωνικό μοντέλο δεν είναι καθόλου νέο-φιλελεύθερο, είναι το πιο σταθερό μοντέλο στην Ευρώπη, αναπτύχθηκε το 1942 από τον Sr William Beveridge πάνω στις φιλελεύθερες αρχές της εποχής ως National Assistance Model (Μοντέλο Εθνικής Αρωγής),και, τέλος, δεν γνωρίζω κανένα να προτείνει τη μεταφύτευσή του στη σημερινή Ελλάδα.
Και ακόμη μια μικρή λεπτομέρεια. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και η υπόλοιπη αριστερά, καταφέρονταν δημοσίως εναντίων του Φιλελευθερισμού και των πολιτικών του μέχρι τα μέσα του ’90. Από τότε και μετά στον Φιλελευθερισμό προσέθεσαν και το πρόσφυμα «νέο», το οποίο στη διεθνή βιβλιογραφία συνδέεται με τη κυριαρχία της Παγκοσμιοποίησης, των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των επιπτώσεων της στρέβλωσης του ανταγωνισμού στις κοινωνικές δομές και όχι άμεσα με κάποιο συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο ή πολύ περισσότερο με κάποιο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης.
Επειδή, δεν θέλω να χρεώσω στο ΠΑΣΟΚ άγνοια σύγχρονων πολιτικών εννοιών (concept), υποθέτω ότι η φαινομενικά «ασήμαντη» αλλαγή με τη προσθήκη του «νέο» στο Φιλελευθερισμό, γίνεται σε σχέση με τις διαρθρωτικές πολιτικές που πρέπει να υιοθετηθούν, ώστε να περιοριστούν οι κοινωνικές συνέπειες από τις αντινομίες της Παγκοσμιοποίησης που κακώς, κάκιστα (και εκ του πονηρού) περιορίζεται από το πολιτικό κατεστημένο στον οικονομικό τομέα, ενώ παραγνωρίζονται οι τρεις επιπλέον αλληλένδετες παράμετροί της.
Η διαδικασία, λοιπόν, της Παγκοσμιοποίησης εκτός από την Οικονομική Παγκοσμιοποίηση που αναφέρεται σε ένα διαδραστικό τόπο του παγκόσμιου καπιταλισμού με ανοιχτές αγορές και επικοινωνία, υψηλή τεχνολογία και παραγωγικότητα, εμπεριέχει και την Πολιτική Παγκοσμιοποίηση, η οποία δίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και στην παγκόσμια Κοινωνία των Πολιτών. Αδιαίρετο τμήμα αυτής της διαδικασίας είναι η Θεσμική ή Δικανική Παγκοσμιοποίηση που σχετίζεται με την αυξημένη σημασία του Διεθνούς Δικαίου, την αλλαγή στη νομική-φύση της έννοιας «κυριαρχία» , το υπερεθνικό πλαίσιο επίλυσης διαφορών των εθνικών κρατών και τον περιορισμό ελευθεριών για την αντιμετώπιση της δράσης τρομοκρατικών ομάδων. Εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντική είναι η Πολιτισμική Παγκοσμιοποίηση που αναφέρεται στον διαρκώς αυξανόμενο ρόλο της κοινωνικής αλληλοδιείσδυσης (societal interpenetration) και των νέων πολυπολιτισμικών κοινωνιών, στο κοινωνικό υβριδισμό και στην αλληλεπίδραση των διαφόρων πολιτισμικών ταυτοτήτων.
Για να συνεννοηθούμε, λοιπόν, όταν αναφερόμαστε στο Νεοφιλελευθερισμό θα πρέπει να εννοούμε ένα συνεκτικό, ολοκληρωμένο, σύστημα παγκόσμιας ηγεμονίας, το οποίο δεν μπορεί παρά να συστήνει νέες κλίμακες ιεραρχίας, να θέτει νέους κανόνες κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συμπεριφοράς και να απαιτεί άμεσες μεταρρυθμίσεις/προσαρμογές στη λειτουργία του κράτους, των θεσμών, της εκπαίδευσης και ασφαλώς του πολιτικού συστήματος.
Με αυτή την έννοια, είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι, μας αρέσει δεν μας αρέσει, το θέλουμε δεν το θέλουμε, το αντέχουμε δεν το αντέχουμε, το ομολογούμε ή όχι.
Ζούμε όλοι – εκτός κάποιων μικρών εξαιρέσεων – στη Νεοφιλελεύθερη εποχή με τα αρνητικά και τα θετικά της. Είναι λάθος να ερμηνεύεται η επέκταση και εμβάθυνση του Νεοφιλελευθερισμού ως η εξάπλωση της καπιταλιστικής επανάστασης. Δεν πρόκειται περί αυτού. Η καπιταλιστική διαδικασία συνέβαλε στην εμπέδωση του νέου παγκόσμιου συστήματος, είναι όμως συστηματικό λάθος να ταυτίζεται η πρώτη με το δεύτερο. Όσοι, από αριστερά ή από δεξιά ορμώμενοι, το επιχειρούν καταλήγουν στον οικονομικό ντετερμινισμό, που δεν απέχει πολύ από τους στείρους δογματισμούς. Εν τέλει, ας τολμήσουμε την υπόθεση, ότι ο κομμουνισμός κατέρρευσε όχι επειδή ηττήθηκε από τον καπιταλισμό, αλλά επειδή υπήρξε ανίκανος να αναπαραχθεί, εγκλωβισμένος στα ποικίλα οικονομικά, ηθικά και πολιτικά δόγματά του, υπό τη σκέπη της κρατικο-κομματικής γραφειοκρατίας. Για να μη πάθουν τα ίδια και οι σοσιαλδημοκράτες, τα πλέον υπεύθυνα, οξυδερκή και έμπειρα στελέχη τους στη Ευρώπη, μετά τη πτώση του Τείχους – κάποιοι ακόμη και 10 χρόνια πιο πριν – φρόντισαν να υιοθετήσουν πολλά φιλελεύθερα στοιχεία πολιτικής. Με μία καθοριστική διαφορά. Για να μην αυτοαναιρηθούν, και χάσουν την επιρροή τους στο εκλογικό σώμα, εμφάνισαν μια διπλοπρόσωπη πολιτική τακτική και επικοινωνία που έγινε γνωστή στην Ευρώπη με τον όρο dualism. Συνεχίζουμε την σοσιαλιστική ρητορεία και κοιτάμε πως θα επιφέρουμε φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις για να περισώσουμε το σύστημα και να μη ναυαγήσουμε εκλογικά. Στο τέλος βρίσκονται σε αδιέξοδο και δηλώνουν, όπως η τέως Επίτροπός μας Άννα Διαμαντοπούλου, «η κοινωνική πολιτική είναι οικονομική πολιτική». Αν είναι έτσι, τότε όλα είναι οικονομική πολιτική. Τότε όλα κατατείνουν σε προσαρμογές στο Νεοφιλελευθερισμό και όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς λόγια του αέρα και παρωχημένη σοσιαλιστική προπαγάνδα.
Τα παραπάνω «κατατοπιστικά» αφορούν ασφαλώς και την ημεδαπή εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας και τον βασικό της φορέα.
Από εδώ και πέρα υποκρισίες δεν χωρούν. Ας μιλήσουμε για την προσαρμογή της Χώρας στο νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Ο αγώνας πλέον διεξάγεται για να μη χαθεί σε αυτόν το τόπο (και) η κοινή λογική.
Οι Φιλελεύθεροι ποτέ δεν ισχυρίσθηκαν ότι είναι ηθικά ανώτεροι από οποιονδήποτε άλλον. Ποτέ δεν έμπλεξαν τη πολιτική με ηθικά διλήμματα και επίπλαστες «συντροφικότητες». Για το φιλελευθερισμό η «κοινωνική αλληλεγγύη» αποτελεί κακοποίηση της πραγματικής αλληλεγγύης μεταξύ των υποκειμένων της κοινωνίας.
Η Ελευθερία, αυτή και μόνο αυτή, μπορεί να αποτελεί το μοναδικό κανόνα αποκρυστάλλωσης της ιδεολογίας και χάραξης της πολιτικής. Όποιος περιορίζει την Ελευθερία για χάρη ενός άλλου, δήθεν ανώτερου, αγαθού, βάλλει εμμέσως εναντίον της ίδιας της κοινωνίας. Η συνεκτικότητα της κοινωνίας εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση των ατόμων της και όχι από τεχνητές «οσμώσεις» κοινωνικών εταίρων πού επιβάλλονται γραφειοκρατικά, όπως φαίνεται από τα έργα της παλιάς κοπής Ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας και τις ημέρες της καιροσκοπικής ΝΔ, η οποία πρόδηλα χρησιμοποιεί φιλελεύθερη ρητορεία, απλώς ως διαχειριστικό άλλοθι.
Έτσι, τα Ελληνικά πολυσυλλεκτικά κόμματα στη προσπάθειά τους να ασκήσουν ηγεμονικό ρόλο απεκδύθηκαν της όποιας ιδεολογίας τους και συνδιαμόρφωσαν ένα νόθο πολιτικό σύστημα, στο οποίο είναι πλέον αδύνατο να ασκηθεί οποιαδήποτε συνεπής και στοχευμένη πολιτική δράση. Όλα κινούνται γύρω από τον αρχηγό του κόμματος και το «περιβάλλον» του, ο οποίος εκφράζει μια, μάλλον, μεταφυσική ενότητα χωρίς ιδεολογικές αναφορές, για να μη «μπαίνει σε εσωτερικούς – κυρίως –μπελάδες».
Μέσα σε αυτό ακριβώς το «κλίμα», στο οποίο η πολιτική ιδεολογία έχει αντικατασταθεί από την ηθικολογία και την κομματική «αρετή», πασχίζουν οι ηγεσίες των κομμάτων να τη «βγάλουν και φέτος» και να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές για να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους. Το γνωρίζουν και οι ίδιοι ότι δίχως ιδεολογία πολιτική δεν γίνεται, γι’ αυτό, ακριβώς και για να διασκεδάσουν τα πράγματα, προτάσσουν στους πολίτες το περίφημο πρόγραμμά τους, το οποίο, μέσα στη γενικότητά του και τη αμφισημία του, επιτρέπει μια άνετη επικοινωνιακή διαχείριση. Άσε, πως σε ότι αφορά στην – ελάχιστη -πολιτική ουσία τα προγράμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ μοιάζουν να βγαίνουν από το ίδιο αρχέτυπο, ακόμη και ως προς τη διατύπωση των «ξύλινων πολιτικών στερεοτύπων τους». Σε κάποια σημεία, μάλιστα, η αντιγραφή είναι αναπόφευκτη, με αποτέλεσμα να ερίζουν για τη πατρότητα της ιδέας.
Η αδυναμία των Ελληνικών κομμάτων να ανταποκριθούν ιδεολογικά, πολιτισμικά και πολιτικά στο νέο περιβάλλον της Παγκοσμιοποίησης, θα πρέπει να αναζητηθεί, κυρίως, στην σύνδεσή τους με τον κρατικό μηχανισμό και τις κομματικές-συντεχνίες, στην διαχειριστική τους λογική, στην πολιτική κουλτούρα που καλλιεργούν και στις αντιδημοκρατικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που διαμόρφωσαν τα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα, που με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια συνέταξαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Η φιλολογία περί δήθεν «ισχυρών κυβερνήσεων» που διασφαλίζουν τα πλειοψηφικά συστήματα, δεν αντέχει στη βάσανο της κοινής λογικής. Έχουν αποδείξει όλοι οι αναλυτές πολιτικών συστημάτων, ότι η αδυναμία άσκησης πολιτικής από μια κυβέρνηση είναι ευθέως ανάλογη της προσβολής της αναλογικότητας της ψήφου των πολιτών – στις Δυτικές Δημοκρατίες, φυσικά. Γι’ αυτό ακριβώς οι ώριμες Δημοκρατίες εγκατέλειψαν τα «πλειοψηφικά» και έδωσαν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν γνήσιες – και όχι, όπως εδώ, επίπλαστες – συναινέσεις, στη βάση ιδεολογικοπολιτικών προσεγγίσεων.
Οι προσεχείς εκλογές στην Ελλάδα θα διεξαχθούν με ένα εκλογικό σύστημα που είναι «αναλογικότερο» των προηγουμένων, δίχως να εμποδίζει –τεχνητά – τη σύμπηξη συνασπισμών. Είναι μια καλή ευκαιρία οι διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές προσεγγίσεις ως προς τη στάση της Χώρας στο νέο Παγκόσμιο Σύστημα και τη κοινωνική μας προσαρμογή σε αυτό, να αποτυπωθούν με σαφήνεια από όλα τα κόμματα και να κριθούν από το εκλογικό σώμα, χωρίς αποκλεισμούς.
Παρουσιάζεται μια μοναδική, ίσως, ευκαιρία οι φιλελεύθεροι να απεγκλωβιστούν από τα πολυσυλλεκτικά κόμματα και να επιδιώξουν την διακριτή πολιτική τους παρουσία, προσδοκώντας να συμβάλλουν, χωρίς προκαταλήψεις και δεσμεύσεις, στη διαμόρφωση των πλέον αρμονικών, δίκαιων και λειτουργικών συνθηκών εσωτερίκευσης της Παγκοσμιοποίησης και προόδου των Ελλήνων μέσα σε αυτήν.
——————————————————————
*O Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι Δημοσιογράφος – Πολιτικός Επιστήμονας (Ερευνητής στο Södertörns University, Sweden)
Ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι το:
“Με αυτή την έννοια, είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι, μας αρέσει δεν μας αρέσει, το θέλουμε δεν το θέλουμε, το αντέχουμε δεν το αντέχουμε, το ομολογούμε ή όχι.”
Από πότε ένας φιλελεύθερος στοχαστής θέλει να αποδίδει “ταμπέλες” στους άλλους; Είναι δυνατόν να αποδεχόμαστε όπου μας βολεύει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στους άλλους, ενώ τους βαφτίζουμε εμείς όπως θέλουμε; Έχει, νομίζω, ορισμένες απαράβατες αρχές η φιλελεύθερη ιδεολογία. Και μην μου απαντήσετε ότι ασκείτε κριτική γιατί αναφέρομαι σε συγκεκριμένο χωρίο και όχι στο σύνολο των απόψεών σας…
Επιπλέον, γιατί ένας φιλελεύθερος θα πρέπει να συμφωνεί κατ’ ανάγκη με τις παραδοχές σας; Για παράδειγμα πόσο φιλελεύθερη οπτική είναι η αρχή “όχι ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας”; Άρα πόσο φιλελεύθερη οπτική έχει η, σύμφωνα με τη γνώμη σας, νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση του περιορισμού κάποιων δικαιωμάτων στο όνομα της προστασίας από την τρομοκρατία; Απλά, για μένα φιλελευθερισμός και περιορισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι έννοιες όχι απλώς ασύμβατες αλλά αντίπαλες.
Για να προχωρήσω λίγο παραπέρα, αν και με βεβαιότητα θα προξενήσω παρεξηγήσεις, γιατί πρέπει να δεχθούμε την “σύμπτωση” φιλελευθερισμού και καπιταλισμού; Η απορία προφανώς αφορά όχι μια ιστορική ανάλυση (ουδέποτε έχει εφαρμοσθεί ένα πλήρως φιλελεύθερο σύστημα) αλλά μια πολιτική και φιλοσοφική ανάλυση των συστημάτων. Απέναντι στη δύναμη του κεφαλαίου ο φιλελευθερισμός αντιτάσσει τη δύναμη του ανθρώπου. Η δημιουργία κεφαλαίου, η αύξησή του και η χρήση του είναι απλώς τα μέσα για την επίτευξη αυτού που ο καθένας μας έχει την ελευθερία να στοχεύσει. Πολύ περισσότερο σήμερα που αποδεικνύεται σιγά σιγά ότι ο κύριος σύγχρονος συντελεστής παραγωγής δεν είναι ο “πλούτος”, το κεφάλαιο, αλλά η γνώση και η επιχειρηματικότητα. Για να μην αναφερθώ περαιτέρω στις “συμπτώσεις” συμπεριφοράς του μεγάλου κεφαλαίου και της κρατικής γραφειοκρατίας, του μονοπωλίου και των ολιγοπωλίων κ.ο.κ.
Για να επιστρέψω στο κείμενό σας, η κύρια αδυναμία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων δεν είναι να ανταποκριθούν στο περιβάλλον της Παγκοσμιοποίησης. Η μεγάλη αδυναμία είναι να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες και προβλήματα της κοινωνίας που εκφράζουν, μέρος μόνο των οποίων είναι οι σύγχρονες προκλήσεις.
Πρέπει επιτέλους κάποιο κόμμα να μπορέσει να πει στο λαό τις αλήθειες που του κρύβουν τόσα χρόνια οι άλλες κομματικές ηγεσίες. Ότι χωρίς να λύσεις προβλήματα δεν μπορείς να προχωρήσεις.
Ότι η κύρια δύναμη αλλαγής είναι οι ίδιοι οι πολίτες, αλλά τους λείπει η εμπνευσμένη ηγεσία που θα τους παρακινήσει.
Ότι δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια εφησυχασμού.
Ότι πρέπει τώρα να γίνουμε καλύτερη, ποιοτικότερη, ανταγωνιστικότερη χώρα.
Ότι πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι μαζί τους στόχους και τους τρόπους για να πετύχουμε όλα αυτά που αποτελούν το μόνο δρόμο διασφάλισης του μέλλοντός μας.
Και εν τέλει ότι ο μόνος τρόπος για να γίνουν αυτά είναι να αναγκαστούν οι μέχρι σήμερα κομματικές και οικονομικές ηγεσίες. Το μόνο που μπορεί να τους αναγκάσει είναι ο λαός με τη ψήφο του, μέσα από πολυκομματικής στήριξης κυβερνήσεις, επιλέγοντας ένα κόμμα που θα έχει τη δύναμη να επιβάλλει τη σύγκλιση των απόψεων στο δέον γενέσθαι. Ένα κόμμα που δεν θα έχει σκοπό την εξουσία αλλά τον καθορισμό των στόχων της εξουσίας.
ΥΓ: Τόσο το ανωτέρω άρθρο όσο και η ιδρυτική διακήρυξη της ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ εμφανώς προτάσσουν το ευτυχές συμβάν να έχουμε ως χώρα την κινητήριο δύναμη των κοινοτικών οδηγιών. Αυτό όμως μου προκαλεί μια απορία: είναι δυνατόν μια φιλελεύθερη οπτική να αποθεώνει ένα τελείως αδιαφανές γραφειοκρατικό σύστημα λήψης αποφάσεων, ακόμη και αν συμφωνεί με τα παραγόμενα αποτελέσματα;
Αγαπητέ Theodore, η «προβοκατόρικη» φράση που ιδιαίτερα σε ενόχλησε στο άρθρο, δεν αναφέρεται ασφαλώς στον προσδιορισμό της πολιτικής ταυτότητας του οποιουδήποτε πολίτη, αλλά της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει, δημιουργεί και στοχάζεται.
Σε ότι αφορά στην έννοια της ελευθερίας και τους δυνητικούς περιορισμούς της, το άρθρο είναι σαφές: “Η Ελευθερία, αυτή και μόνο αυτή, μπορεί να αποτελεί το μοναδικό κανόνα αποκρυστάλλωσης της ιδεολογίας και χάραξης της πολιτικής. Όποιος περιορίζει την Ελευθερία για χάρη ενός άλλου, δήθεν ανώτερου, αγαθού, βάλλει εμμέσως εναντίον της ίδιας της κοινωνίας.” Το χωρίο που εντοπίζεις αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο στοιχείο της σημερινής διάστασης της «Δικανικής Παγκοσμιοποίησης», η οποία αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Αν η παγκοσμιοποίηση και οι σύγχρονες στρεβλώσεις στο επίπεδο των ελευθεριών και του ανταγωνισμού, ήταν αποδεκτές από τον φιλελεύθερο πολίτη τότε προς τι η εκφραζόμενη ανάγκη για πολιτική παρέμβαση, δράση και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση! Άλλη είναι η ουσία του Φιλελευθερισμού και άλλη η οντολογία της Παγκοσμιοποίησης.
Μια μικρη παρατηρησε στο κατα τα αλλα ενδιαφερον αρθρο.Ειναι λαθος να υποστηριζεται οτι η πολτικη πατρωνια εχει υποχωρησει κασι οτι ολοενα και λιγοτεροι πολιτες αναζητουν μια θεση μεσω των πολτικων διαδικασιων.Αντιθετα θα ελεγα οτι παραδοξως χερι-χερι με την παγκοσμιοποιηση αυξανεται και η σημσια της πολτικης πατρωνιας.Ετσι ενω πριν απο μερικα χρονια χρειαζοσουν μεσο για να διορισθεις στο δημοσιο σημερα χρειαζεσαι πολιτικο μεσο για να διορισθεις και στον ιδιωτικο τομεα!Οι διορισμοι σημερα στις “δυναμικες” ιδωτικες επιχειρησεις γιονονται με σημειωματα πολιτικων.Η αγορα στην οποια πρσβλεπει ο ιδιωτικος τομεας δεν ειναι η αγορα του Ανταμ Σμιθ αλλα η “πολτικη αγορα” των Μπιουκαναν και Ταλοκ.Οι κρατικες προμηθειες και οχι ο ο οβολος του καταναλωτη ειναι ,οπς σωστα παρατηρει ο συντροφος Τσομκσι,ο κινητηριος μοχλος του συγχρονου καπιταλισμου.
To “σημερα” πόσο πίσω πάει κύριε Μίχα; Γιατι από ότι θυμάμαι από τις αρχές της δεκαετίας του 90, μην πω πιο πριν είχαμε αυτό το πρόβλημα, και όλοι οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ ξέρουμε ότι οι καλές δουλειές στον ιδιωτικό τομέα είναι “καπαρωμένες” από κουμπάρους και πολιτικούς.
Τώρα ανακαλύπτουμε την Αμερική;
Δημήτρη, βρίσκω το κείμενο σου λίγο συγκεχυμένο, αφού πολύ συχνά τα επιχειρήματά σου ενέχουν σαρωτικές γενικεύσεις, οι οποίες δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τις πολλές αποχρώσεις του σύγχρονου φιλελευθερισμού.
Γράφεις, για παράδειγμα:
‘Αν είναι έτσι, τότε όλα είναι οικονομική πολιτική. Τότε όλα κατατείνουν σε προσαρμογές στο Νεοφιλελευθερισμό και όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς λόγια του αέρα και παρωχημένη σοσιαλιστική προπαγάνδα.’
Το συμπέρασμα αυτό δεν προκύπτει από όσα έχεις πει παραπάνω. Αλλά, ακόμα κι αν προέκυπτε από τα παραπάνω, σίγουρα δεν μας δίνει λόγο να εξάγουμε το φοβερό συμπέρασμα οτι
‘είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι, μας αρέσει δεν μας αρέσει, το θέλουμε δεν το θέλουμε, το αντέχουμε δεν το αντέχουμε, το ομολογούμε ή όχι.’
Υπάρχουν τεράστιες διακρίσεις ανάμεσα σε νεοφιλελεύθερους και φιλελεύθερους (δηλαδή φιλελεύθερους tout court). Υπάρχουν, για παράδειγμα, σοσιαλιστές φιλελεύθεροι (σε αυτούς συγκαταλέγονται δεκάδες σύγχρονοι πολιτικοί φιλόσοφοι) και αρκετοί νεομαρξιστές φιλελεύθεροι. Ο νεοφιλελευθερισμός (όπως τον εννοεί ο Φρήντμαν και, κυρίως, οι ακόλουθοι του Νόζικ) είναι ένας απολογητής του σύγχρονου καπιταλισμού με μία μεροληπτική προσήλωση στην ελευθερία των προνομιούχων. Πολλοί φιλελεύθεροι απορρίπτουν αυτή την αντίληψη του φιλελευθερισμού.
Κοντολογοίς, το κείμενο είναι φοβερά ελλιπές από πλευράς διακρίσεων και βρίθει από σύγχυση όσον αφορά το περιεχόμενο του φιλελευθερισμού. Δεν γράφω περισσότερα, γιατί έχουμε συζητήσει εκτενώς το ζήτημα με libertarians και άλλους εδώ κι εδώ.
Υπόσχομαι να επανέλθω με ένα εκτεταμένο άρθρο, στο οποίο θα αναλύω διεξοδικά τη σημασία της φράσης «με αυτή την έννοια είμαστε όλοι Νεοφιλελεύθεροι». Θα δώσω δηλαδή συστηματικό περιεχόμενο στην «έννοια» η οποία για να γίνει κατανοητή θα πρέπει να διακριθεί (διαχωριστεί) από τη Πολιτική Φιλοσοφία και τη Φιλοσοφία των Ιδεών και να εξεταστεί στο πλαίσιο των Μεταμοντέρνων πολιτικών, όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται στις θεωρίες της «κουλτούρας», της «ταυτότητας» και του «φεμινισμού», καθώς και σ΄ αυτή που αυτή τη περίοδο βρίσκεται στα πρώτα έδρανα βρετανικών, γερμανικών και σκανδιναβικών σχολών Πολιτικής Επιστήμης: τη «θεωρία της καθημερινής ζωής» (Theory of the Everyday-life).
Σε ότι αφορά στην ανάγνωση του παρόντος άρθρου, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η έννοια του Νεοφιλελευθερισμού, που συμπίπτει με την τετραδιάστατη Παγκοσμιοποίηση, όπως εποπτικά τη περιγράφω, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη πολιτική ιδεολογία και τη Φιλοσοφία των Ιδεών. Με δυο κουβέντες, η Παγκοσμιοποίηση αναφέρεται σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα σχέσεων, συμπεριφορών, παραγωγής, ανταλλαγής και επικοινωνίας, εντός του οποίου ζει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης ανθρωπότητας, και σε κάθε περίπτωση, η πλειονότητα των πολιτών στο Δυτικό κόσμο. Γι’ αυτό ακριβώς γράφω «μας αρέσει, δεν μας αρέσει…».
Μέσα σ’ αυτό το σύστημα αναπτύσσουμε τη πολιτική μας ταυτότητα, η οποία μπορεί να συνυπάρχει λιγότερο ή περισσότερο αρμονικά (εννοώ ακόμα και συγκρουσιακά) με το Νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή το παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Ο ιστορικός του μέλλοντος, ίσως να διακρίνει τα φιλοσοφικά ρεύματα και τις πολιτικές ιδεολογίες σε σχέση με αυτό ακριβώς το σύστημα της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης. Οντολογικά, όσοι ζούμε σ’ αυτό το σύστημα, είμαστε Νεοφιλελεύθεροι και προφανώς ελεύθεροι να αναπτύσσουμε τη πολιτικής μας ιδεολογία και δράση σε σχέση, όχι με ένα φανταστικό κόσμο των ιδεών, αλλά τη πραγματικότητα του Νεοφιλελευθερισμού.