Η ενιαία τιμή του βιβλίου
Νοέ 10th, 2010 | Γεώργιος Σαρηγιαννίδης| Κατηγορία: Ελλάδα, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |Ας υποθέσουμε το παρακάτω σενάριο.
Είμαι ιδιοκτήτης ενός μικρού βιβλιοπωλείου σε κάποια επαρχιώτικη πόλη της χώρας μας. Δυσκολεύομαι να προσεγγίσω τους πελάτες μου και είναι δύσκολο να εντοπίσω τους βιβλιόφιλους της περιοχής μου. Η οικονομική κρίση επίσης δεν βοηθάει καθόλου. Διοργανώνω λοιπόν μια βραδιά μουσικής και ποίησης στο βιβλιοπωλείο μου και καλώ τον ποιητή Κ. που μόλις έχει εκδώσει τη νέα του ποιητική συλλογή. Το κατάστημά μου δεν είναι πολύ μεγάλο και δεν χωρά περισσότερο από 40-50 άτομα. Κι αυτούς με δυσκολία. Αποφασίζω έτσι, μιας και το κόστος δεν μου φαίνεται υπερβολικό, να προσφέρω τη νέα ποιητική συλλογή του Κ. με έκπτωση 50%. – με την ελπίδα πάντα να προσελκύσω πιθανούς πελάτες που ίσως θελήσουν να αγοράσουν κι άλλους τίτλους. Ίσως όχι την ίδια μέρα, αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον σίγουρα. Κάποιοι συνάδελφοί μου ωστόσο, εκπροσωπώντας την αλυσίδα βιβλιοπωλείων Π., με πληροφορούν ότι το σχέδιό μου παραβιάζει το νόμο περί «ενιαίας τιμής βιβλίου»!!!
Ο νόμος προβλέπει ότι κάθε βιβλίο που εκδίδεται στη χώρα μας, πωλείται από όλους στην ίδια λιανική τιμή – την οποία και καθορίζει ο εκδότης. Όπως καθορίζεται από το σχετικό νόμο, οι βιβλιοπώλες δεν επιτρέπεται να κάνουν εκπτώσεις μεγαλύτερες του 10% (επί της ενιαίας τιμής), όπως και δεν επιτρέπεται να προβαίνουν σε κανενός είδους «πρόσθετες παροχές» (δώρα μαζί με τα βιβλία, δωρεάν αποστολή, κλπ.)
Μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω το σκεπτικό ενός τέτοιου νόμου.
Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, στην ιστοσελίδα που παρουσιάζει και υπερασπίζεται το σχετικό νόμο, ισχυρίζεται ότι το σύστημα ενιαίας τιμής
«επιτρέπει την αποφυγή φαινομένων συγκέντρωσης στην αγορά λιανικής πώλησης βιβλίων […] διότι περιορίζει τη δυνατότητα διενέργειας υπερβολικών εκπτώσεων σε βιβλία, στις οποίες έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν μόνον μεγάλες επιχειρήσεις λιανικής πώλησης βιβλίων».
Ας αναζητήσουμε όντως τρόπους να αποφύγουμε τα φαινόμενα συγκέντρωσης. Στην αγορά λιανικής πώλησης βιβλίων, όπως και σε κάθε αγορά. Ας αναζητήσουμε και τρόπους, ως τοπικές κοινότητες, να στηρίξουμε τα συνοικιακά μας βιβλιοπωλεία. Είναι ωστόσο άδικο να επιβαρύνεται ο καταναλωτής με περιορισμούς και απαγορεύσεις για να προστατευτεί μια συγκεκριμένη ομάδα επαγγελματιών. Έχουμε πλέον ελπίζω όλοι πια κατανοήσει που οδηγούν τέτοιου είδους πολιτικές.
Οι ‘μικροί’ βιβλιοπώλες αισθάνονται – βάσιμα ίσως – ότι οι μεγάλες αλυσίδες μπορούν να ασκήσουν ισχυρότερες πιέσεις στους εκδότες πετυχαίνοντας μεγαλύτερες εκπτώσεις, οπότε και καλύτερες τιμές για τους πελάτες τους. Κανείς βέβαια δεν τους σταματά από το να συνεταιριστούν με άλλους συναδέλφους τους και να απαιτήσουν κατόπιν ίση μεταχείριση στις αγορές τους από τους εκδοτικούς οίκους. Μπορούν έτσι πολύ εύκολα να πετύχουν το ίδιο χαμηλές τιμές χωρίς να απαιτούν την παρέμβαση του κράτους, κι η οικονομική πίεση μεταφέρεται από τον καταναλωτή στον εκδότη. Ίσως εδώ να ήταν χρήσιμος κι ο ρόλος της πολιτείας, δίνοντας κίνητρα και διευκολύνοντας τέτοιου είδους συνεταιρισμούς.
Τα μικρά βιβλιοπωλεία μπορούν να βρουν τη θέση τους σε μια ελεύθερη αγορά του βιβλίου. (Όπως άλλωστε το καταφέρνουν στην Μεγάλη Βρετανία, την Ολλανδία ή τις ΗΠΑ, όπου δεν υπάρχει η «ενιαία τιμή».) Προσφέροντας εξειδικευμένες υπηρεσίες στους πελάτες τους και υψηλής ποιότητας εξυπηρέτηση, μπορούν να γίνουν (ή να παραμείνουν) κοιτίδες πολιτισμού τις τοπικής του κοινωνίας και να αναπτυχθούν παράλληλα ως κερδοφόρες επιχειρήσεις.
Δεν είναι όμως όλα τα μικρά βιβλιοπωλεία «εστίες πολιτισμού» και κάποια από αυτά είναι φυσικό να αισθανθούν τις πιέσεις της αγοράς. Όπως σε κάθε επάγγελμα, ο μικρός βιβλιοπώλης καλείται καθημερινά να αναζητά τους τρόπους που θα εξυπηρετήσει καλύτερα τους πελάτες του και θα πλουτίσει τις επιλογές τους, ώστε να ξεχωρίσει από τους ανταγωνιστές του. Κάποιοι θα τα καταφέρουν καλύτερα από τους άλλους – αυτό είναι αναπόφευκτο.
Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ισχυρίζεται ότι ο νόμος
«προάγει την ποιοτική εκδοτική πολιτική μέσω του πλουραλισμού τίτλων, καθώς επιτρέπει στους εκδότες […] να αναλάβουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο έκδοσης όχι μόνον βιβλίων ευπώλητων (best seller) που θα έχουν μαζικές πωλήσεις».
Ελπίζω αυτός ο ισχυρισμός να μην υπονοεί ότι όπου δεν εφαρμόζεται το καθεστώς ‘ενιαίας τιμής βιβλίου’ οι πολίτες διαβάζουν μόνο best-sellers. Ας μην ξεχνούμε ότι το καθεστώς αυτό, όπως εφαρμόζεται στη χώρα μας, πρωτοεφαρμόστηκε στη Γαλλία το 1981. Στη χώρα μας δε, εφαρμόζεται μόλις από το 1997. Τι συνέβαινε όλα τα χρόνια πριν από την εφαρμογή του μέτρου; Υπήρχε μήπως περιορισμός των «άλλων τίτλων» και εμμονή της αγοράς στην παραγωγή «ευπώλητων βιβλίων»; Πως εξηγείται το γεγονός ότι στη Μεγάλη Βρετανία (όπου δεν ισχύει φυσικά η «ενιαία τιμή και επιτρέπονται οι εκπτώσεις) κυκλοφορούν ετησίως πολύ περισσότεροι τίτλοι από ότι στη Γερμανία (όπου ισχύει καθεστώς ενιαίας τιμής); Είναι τόσο πιο πλούσια πολιτιστικά η χώρα μας από τις χώρες που επιλέγουν να μην επιβάλουν νομικά τέτοιου είδους απαγορεύσεις, όπως η ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Φιλανδία και η Σουηδία; Υποθέτω ότι δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς σε αυτές τις ερωτήσεις.
Όπως γράφω και πιο πάνω, μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω το σκεπτικό του νόμου. Για το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ωστόσο ο νόμος δεν είναι μόνο ξεκάθαρος στις προθέσεις του, αλλά είχε και άμεσα αποτελέσματα:
«η εφαρμογή του νόμου περί ενιαίας τιμής βιβλίου είχε ως αποτέλεσμα τη συγκράτηση της αύξησης της τιμής των βιβλίων, επιβεβαιώνοντας έτσι, έμμεσα, τους λόγους τους οποίους οδήγησαν στην υιοθέτηση του νόμου».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει, η αύξηση της λιανικής τιμής του βιβλίου φαίνεται όντως να μειώνεται (σε επίπεδα χαμηλότερα του πληθωρισμού) τρία χρόνια μετά την εφαρμογή της ενιαίας τιμής (1997) στη χώρα μας. Τί όμως μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτό το δεδομένο; Στη στατιστική, μια από τις παγίδες που καλούμαστε πάντα να αποφεύγουμε είναι το ‘post hoc, ergo propter hoc’ (‘μετά από αυτό, άρα επειδή αυτό’): το ότι η μείωση του ρυθμού αύξησης της λιανικής τιμής των βιβλίων έρχεται μετά από την καθιέρωση της ενιαίας τιμής, αυτό δεν αρκεί να συμπεράνουμε ότι οφείλεται και σε αυτή.
Στη Δανία, όπου η ενιαία τιμή εφαρμόζεται ως συλλογική συμφωνία από το 1837 και με νόμο από το 2000, οι τιμές των βιβλίων αυξάνονται (από το 1985) με ρυθμό κατά το ένα τρίτο μεγαλύτερο του πληθωρισμού – σε αντίθεση με τη Νορβηγία (όπου ισχύει «ενιαία τιμή») και τη Σουηδία (όπου δεν υπάρχουν αντίστοιχες απαγορεύσεις). Δύσκολα κι εδώ τα εύκολα συμπεράσματα.
Εξακολουθώ να δυσκολεύομαι να κατανοήσω το σκεπτικό του νόμου. Παρεμβαίνοντας άμεσα στη διαμόρφωση της λιανικής τιμής του βιβλίου, το σύστημα της «ενιαίας τιμής» καταργεί ουσιαστικά τον ανταγωνισμό. Στην καλύτερη περίπτωση, ο αναγνώστης των λεγόμενων best-sellers καλείται να επιδοτήσει τους αναγνώστες των λιγότερο δημοφιλών ή ειδικών τίτλων. Στη χειρότερη περίπτωση, και οι δύο ζημιώνονται προς όφελος των εκδοτών και ορισμένων βιβλιοπωλών.
Η απουσία ελευθερίας, επιβαρύνοντας οικονομικά τον καταναλωτή, το μόνο που καταφέρνει είναι να περιορίζει την αγορά του βιβλίου και να δυσχεραίνει την ανάπτυξή της. Και σε μια αγορά που δεν αναπτύσσεται, τα πρώτα θύματα δεν είναι ούτε οι μεγάλες αλυσίδες, ούτε τα πολυκαταστήματα.
Γιώργος Σαρηγιαννίδης