ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
Νοέ 20th, 2004 | Αλέξανδρος Νίξον| Κατηγορία: Ελλάδα, Κόσμος, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ τελείωσαν μετά από μια μακρά και ιδιαίτερα φορτισμένη προεκλογική περίοδο με τελικό αποτέλεσμα τη σαφή ενίσχυση των συντηρητικών στοιχείων και με πιθανές πολύπλευρες μακροπρόθεσμες συνέπειες. Ανεξαρτήτως των πεποιθήσεων μας οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το αποτέλεσμα των εκλογών είχε ένα ξεκάθαρο ιδεολογικό υπόβαθρο (και για αυτό το λόγο ακριβώς μας ανησυχούν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες) και αναδεικνύει ότι η εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ είχε ένα ουσιώδες περιεχόμενο. Αυτό που όμως πραγματικά με εντυπωσίασε χωρίς όμως να με αιφνιδιάσει ήταν ο σχολιασμός των ελληνικών μέσων ενημέρωσης αλλά και του ευρύτερου κοινού επί της επανεκλογής Μπους. Τόσο στα ΜΜΕ όσο και σε απλές συζητήσεις με γνωστούς ή φίλους υπήρχε μια διάχυτη ειρωνεία για τα εκλογικά κριτήρια του μέσου Αμερικανού καθώς επίσης και για τη νοημοσύνη του. Εν παραλλήλω με την ειρωνεία συμπορευόταν και η αλαζονεία ότι το εκλογικό κριτήριο του Έλληνα είναι αψεγάδιαστο ή τουλάχιστο δε θα έπεφτε θύμα σε υποψηφίους της ποιότητας του Μπους. Είναι αληθές ότι ο μέσος Αμερικανός ψηφοφόρος είναι πιο αφελής στην επιλογή του από ότι ο μέσος Έλληνας; Την ώρα της κάλπης είναι πιο συνειδητοποιημένος και επομένως δικαιολογημένα νιώθει πολιτικά ανώτερος; Προσωπικά διαφωνώ και σας παραθέτω τους λόγους μου.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Προφανώς όλοι οι Ρεπουμπλικανικοί ή Δημοκρατικοί ψηφοφόροι δε διαμόρφωσαν την πρόθεση ψήφου τους βάσει των ίδιων κριτηρίων αλλά σίγουρα είχαν μια αποκρυσταλλωμένη άποψη και η επιλογή τους ήταν σε μεγάλο βαθμό συνειδητοποιημένη. Για παράδειγμα ο θρησκευόμενος (ή και θρησκόληπτος) πολίτης της Αλαμπάμα είδε στο πρόσωπο του Μπους τον άνθρωπο ο οποίος θα ενισχύσει τις παραδοσιακές αξίες της κουλτούρας του, ενώ ο σαφώς πιο κοινωνικά φιλελεύθερος πολίτης της Νέας Υόρκης ψήφισε Κέρυ διότι πίστεψε ότι έτσι θα δοθεί λύση στο συντηρητικό τέλμα που έχει οδηγήσει ο Μπους τη χώρα του. Ο 55χρονος εύπορος λευκός δικηγόρος με ετήσιο εισόδημα 400.000 $ ψήφισε Μπους διότι νιώθει να απειλείται από την ακόρεστη δίψα των Δημοκρατικών για αύξηση του φόρου εισοδήματος ενώ ο αφροαμερικανός άνεργος αντίθετα επιλέγει Κέρυ διότι γνωρίζει ότι μια από τις προτεραιότητές του είναι η ενίσχυση των κοινωνικών προγραμμάτων με μόνο κόστος την επιβάρυνση των οικονομικά ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Τα παραδείγματα όπως καταλαβαίνουμε είναι πολυάριθμα αλλά αμέσως καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει σαφής πολιτική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κομμάτων και η διάκρισή τους από τον οποιοδήποτε ψηφοφόρο (από τον πιο πολιτικά αστοιχείωτο μέχρι τον πιο μορφωμένο) είναι οφθαλμοφανής. Σε πολύ αδρές γραμμές το Ρεπουμπλικανικό κόμμα είναι το κόμμα του κοινωνικού συντηρητισμού και του οικονομικού φιλελευθερισμού ενώ το Δημοκρατικό αντιθέτως είναι πρωταρχικά κόμμα κοινωνικού φιλελευθερισμού ενώ οι οικονομικές του θεωρήσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ αρκετές φορές παραπέμπουν σε σοσιαλιστικά μοντέλα.
Κατά αυτόν τον τρόπο η προεκλογική διαμάχη επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένα ζητήματα (όπως εξωτερική πολιτική, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το εθνικό σύστημα υγείας, δημοσιονομική πολιτική) και ο κάθε υποψήφιος είχε να προτείνει συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων ο οποίος ήταν σε συμφωνία με την ιδεοπολιτική τους κατεύθυνση. Επομένως η υποστήριξη από τον Μπους της μονομερούς λήψης αποφάσεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δε μας αιφνιδιάζει καθόλου (διότι συνάδει απόλυτα με το συντηρητικό τρόπο σκέψης της συγκεκριμένης κυβέρνησης), ούτε αντίστοιχα η δέσμευση του Κέρυ ότι με τη λήψη των καθηκόντων του προέδρου θα επεδίωκε σύσφιξη των διπλωματικών σχέσεων με τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ. Μπορεί φυσικά ορισμένα ζητήματα να μας φαίνονται τελείως επουσιώδη και σε ορισμένες περιπτώσεις γραφικά. Ως παράδειγμα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ζήτημα της οπλοκατοχής το οποίο αποτελεί μείζον πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ. Όσο όμως γραφική και αν μας φαίνεται αυτή η αντιπαράθεση (προσωπικά το βρίσκω παράλογο η εκλογική διαδικασία στην πιο ισχυρή δημοκρατία του κόσμου να καταναλώνεται σε τέτοιο βαθμό με ένα τέτοιο θέμα) τουλάχιστον αποτελεί μια αντιπαράθεση στο επίπεδο των ατομικών ελευθεριών και η τοποθέτηση των δύο μεγάλων κομμάτων στο ζήτημα τα διαφοροποιεί.
Επομένως οι υποψήφιοι μορφοποιούν μια ενιαία πολιτική με την οποία ευελπιστούν να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα και βάσει αυτής της πολιτικής θα αξιολογηθούν και στο τέλος της διακυβέρνησής τους. Η σαφής διατύπωση πολιτικής βάσει μιας ενιαίας ιδεολογίας οδηγεί σε υπευθυνότητα. Ο πολιτικός δεσμεύεται απέναντι στο εκλογικό σώμα που τον εκλέγει να ακολουθήσει την πολιτική που διαφήμισε προεκλογικά και αν δεν την πραγματοποιήσει αμέσως τίθεται θέμα αξιοπιστίας. Στην περίπτωση που όντως ακολουθήσει την πολιτική που δεσμεύτηκε να ακολουθήσει υπάρχουν δύο ενδεχόμενα. Είτε η πολιτική του θα αποδειχθεί επιτυχημένη και επομένως θα επιβραβευτεί με μια εκ νέου επανεκλογή, είτε θα αποδειχθεί αναποτελεσματική με αποτέλεσμα την απώλεια της εξουσίας. Αυτό που αναδεικνύεται σε όλες όμως τις περιπτώσεις είναι ότι από τη στιγμή που ο πολιτικός δεσμευτεί να ακολουθήσει συγκεκριμένο ιδεοπολιτικό άξονα τότε είναι άμεσα υπόλογος για τις πράξεις του καθότι αυτές είναι εύκολα αξιολογήσιμες από τον καθένα.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε την ίδια εύκολη ιδεοπολιτική διάκριση μεταξύ των δύο κομμάτων στην Ελλάδα; Ο Έλληνας ψηφοφόρος πραγματοποιεί μια συνειδητοποιημένη επιλογή βάσει συγκεκριμένων ιδεολογικών κριτηρίων ή η πολιτική του συνείδηση είναι θολωμένη; Θεωρώ ότι η απάντηση είναι εμφανής. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δε χρησιμοποιεί κανένα ιδεολογικό κριτήριο όταν διαμορφώνει την ψήφο του και δεν έχει καμία ιδεολογική απαίτηση από τους πολιτικούς που τελικά ψηφίζει. Η διαπίστωση του γεγονότος είναι απλή. Ρωτήστε τον οποιονδήποτε ψηφοφόρο γιατί ψηφίζει το κόμμα που ψηφίζει. Αμφιβάλλω αν θα λάβετε από την πλειοψηφία των ερωτηθέντων μια απάντηση που να παραπέμπει σε ιδεολογικά κριτήρια. Η τεκμηρίωση μιας πολιτικής επιλογής γίνεται συνήθως με την επίκληση της διαίσθησης: «Ψήφισα τον Χ γιατί ο Ψ είναι διεφθαρμένος», «ψήφισα το Χ και όχι το Ψ γιατί φαίνεται πιο αποφασισμένος να βάλλει τα πράγματα σε μια τάξη» ή τα κριτήρια μπορεί να είναι αισθητικά: «20 χρόνια τις ίδιες φάτσες τις βαρέθηκα» κ.ό.κ. Βεβαίως υπάρχει και άλλη μια μερίδα ανθρώπων που διαμορφώνει άποψη ανάλογα με το ποιο κόμμα μπορεί να τους «προσφέρει» τα περισσότερα (ύποπτοι διορισμοί στο δημόσιο καθώς και άλλες μορφές παρασιτισμού στον κρατικό μηχανισμό). Φυσικά τα κόμματα ευοδώνουν αυτή τη συμπεριφορά και προτιμούν να θολώνουν τα νερά καθώς με αυτόν τον τρόπο το έργο τους δύσκολα αξιολογείται και επομένως μπορούν να διατηρούν μια ανεύθυνη στάση χωρίς κανένα εμπόδιο. Όταν αυτοπροσδιορίζονται και τα δύο ως κεντρώα κόμματα, τότε πώς να διαμορφώσει μια συνειδητοποιημένη άποψη ο ψηφοφόρος; Σε αρκετές περιπτώσεις είναι πολύ διασκεδαστικό να ακούω τα ίδια τα στελέχη των δύο μεγάλων κομμάτων να προσδιορίζουν τα κόμματά τους στον ιδεολογικό χάρτη. Λαμβάνοντας συνολικά τις απαντήσεις που έχω ακούσει τον τελευταίο χρόνο μπορώ να πω με πάσα σιγουριά ότι η ΝΔ είναι ένα δεξιό συντηρητικό-φιλελεύθερο κεντρώο κόμμα ενώ το ΠΑΣΟΚ ένα αριστερό σοσιαλιστικό-φιλελεύθερο κόμμα που ασπάζεται τις απόψεις της συμμετοχικής δημοκρατίας αλλά ποτέ δεν ξεχνά την κεντρώα προέλευσή του!! Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τα δύο κόμματα μπορεί να είναι φιλελεύθερα αλλά με κανένα τρόπο δεν είναι νεοφιλελεύθερα (διότι ως γνωστό στην Ελλάδα νεοφιλελευθερισμός=ναζισμός=σατανισμός=οποιαδήποτε λέξη τελειώνει σε –ισμός και έχει αρνητική έννοια). Όλα αυτά βέβαια που μόλις ανέφερα δε βγάζουν κανένα νόημα και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ηθελημένα τα κόμματα εκτοξεύουν με τέτοια χαλαρότητα αυτούς τους όρους διότι με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουν να μας καλύψουν όλους. Πλέον ανεξάρτητα των πεποιθήσεών μας μπορούμε χωρίς να παραβιάζουμε τη λογική να ψηφίζουμε οποιοδήποτε από τα δύο κόμματα διότι αναμφίβολα θα βρούμε κάποιο μέρος της πολιτικής τους να καλύπτει μερικές από τις απαιτήσεις μας. Ένας φιλελεύθερος ψηφοφόρος πριν από τις εκλογές θα μπορούσε να ψηφίσει είτε ΝΔ είτε ΠΑΣΟΚ διότι και τα δύο κόμματα είχαν να μας υποσχεθούν κάτι φιλελεύθερο. Όπως και ένας σοσιαλιστής φίλος μας θα μπορούσε για τους ίδιους λόγους να ψηφίσει οποιοδήποτε από τα δύο κόμματα.
Η ιδεολογική όμως ανυπαρξία εκτός από διασκεδαστικές ερμηνείες των πολιτικών όρων μας δίνει και πολιτική απραξία (αυτά που αναφέραμε πρωτύτερα περί ανευθυνότητας). Οχτώ μήνες έχουν περάσει από την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης και το μόνο που έχουμε παρατηρήσει είναι μια πολιτική νηνεμία. Ως δια μαγείας οι πολιτικές αντιπαραθέσεις έχουν σβήσει και αν δεν ήταν για ορισμένα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (όπως το σχέδιο Ανάν ή το Μακεδονικό) θα ξεχνούσαμε και τελείως ότι είχαμε και κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Φυσικά ο Γ. Παπανδρέου έχει το δικαιολογητικό ότι επιχειρεί να πραγματοποιήσει τομές στο κόμμα και για αυτό το λόγο χρειάζεται πίστωση χρόνου. Το ίδιο βέβαια επικαλείται η κυβέρνηση και επομένως μέχρι να αποδείξουν κάτι αντίθετο θα υποστηρίζω ότι και οι δύο είναι άπραγοι. Διότι η αλλαγή της λειτουργίας και του τρόπου σκέψης ενός κόμματος δεν είναι εύκολη διαδικασία αλλά η απομόνωση από τα πολιτικά δρώμενα δεν είναι ο ρόλος της αντιπολίτευσης. Αντίστοιχα κανένας δεν αμφισβητεί ότι η κυβέρνηση παρέλαβε ένα χάος αλλά για αυτό ακριβώς το λόγο θα αναμέναμε μια πολύ πιο επιθετική αντιμετώπιση των προβλημάτων που κληρονόμησε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι κανένα κόμμα δε δεσμεύτηκε να φέρει λύση μέσω μιας συγκεκριμένης και ενιαίας ιδεοπολιτικής κατεύθυνσης αλλά δεσμεύτηκαν απλώς να διαχειριστούν καλά τη χώρα (λέγοντας καλά εννοούμε καλύτερα από το άλλο). Κατά αυτόν τον τρόπο δε δημιουργείται μόνο πολιτική αδράνεια αλλά και αδυναμία αξιολόγησης από τους πολίτες. Π.χ. ακούσαμε προεκλογικά από τη ΝΔ ότι θα πατάξει το «τέρας» της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς μέσα στο κρατικό μηχανισμό μέσω δημιουργίας νομοθεσίας, ρυθμίσεων, επιτροπών υποεπιτροπών κ.ο.κ. Δηλαδή θα πατάξει τη γραφειοκρατία χρησιμοποιώντας γραφειοκρατία (προφανώς πιστεύουν ακράδαντα στη χρήση ομοιοπαθητικής..). Δυστυχώς όμως αυτές οι δεσμεύσεις βρήκαν ανταπόκριση στο εκλογικό σώμα μια ανταπόκριση που οφείλεται στην άγνοια.
Εν τη απουσία ιδεολογικών ερεθισμάτων πως διαμορφώνει τελικά την επιλογή του ο Έλληνας ψηφοφόρος; Εδώ θα επικαλεστώ ορισμένες γνώσεις που έχουν προκύψει από τη μελέτη της ανθρώπινης ψυχολογίας που πιστεύω μπορεί να μας δώσουν εξηγήσεις για το πως διαμορφώνει τις απόψεις του περί πολιτικής ο Έλληνας. Το ανθρώπινο μυαλό αποτελεί μια σύνθετη ψυχολογική μηχανή η οποία ενεργοποιείται έντονα όταν οφείλει να παίρνει αποφάσεις (σ’ αυτήν την περίπτωση όταν πρέπει να επιλέξει υποψήφιο). Σε κάθε προεκλογική περίοδο ο ψηφοφόρος βομβαρδίζεται από μηνύματα τα οποία πρέπει να τα αναλύσει, να τα συνδυάσει και τελικά να φθάσει στο συμπέρασμα. Οι μελέτες των Caprara και Zimbardo (βραβείο Ig Nobel το 2003) έδειξαν ότι η διαισθητική αξιολόγηση των πολιτικών είναι μια εξαιρετικά οικονομική και αποδοτική διαδικασία. Τρία είναι τα κριτήρια τα οποία αναδεικνύονται ως μείζονα: i) η ενεργητικότητα (στοιχεία όπως η αυτοπεποίθηση, η ευρηματικότητα), ii) η ανοιχτότητα και iii) η ειλικρίνεια/αξιοπιστία. Το ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει είναι ότι αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος της διαισθητικής αξιολόγησης ισχύει μόνο για τα πολιτικά πρόσωπα. Π.χ. ηθοποιοί του κινηματογράφου, αθλητές ή άλλα πρόσωπα της δημόσιας ζωής αξιολογούνται επιπλέον με άλλα δύο κριτήρια. Επομένως η αξιολόγηση του πολιτικού είναι μια πολύ εξειδικευμένη διαδικασία. Αυτό το στοιχείο είναι πανανθρώπινο και επομένως λίγο έως πολύ χαρακτηρίζει τους ψηφοφόρους κάθε χώρας. Π.χ. ο Μπους είχε ένα σαφές προβάδισμα έναντι του Κέρυ στο τρίτο κριτήριο που ανέφερα την ειλικρίνεια/αξιοπιστία και αυτό αδιαμφισβήτητα ώθησε ένα τμήμα του εκλογικού σώματος να τον ψηφίσει. Αυτός ο διαισθητικός τρόπος σκέψης είναι ένα εξελικτικό προϊόν και ως εκ τούτου σε μεγάλο βαθμό είναι μια θετική ιδιότητα που μας βοηθά να διακρίνουμε τους ειλικρινείς από τους απατεώνες. Εν τούτοις όμως θεωρώ ότι αυτό το εξελικτικό όπλο στην περίπτωση του Έλληνα έχει πάρει υπερτροφικές διαστάσεις. Καλό είναι να μπορούμε να διακρίνουμε τον αξιόπιστο από τον αναξιόπιστο, τον ειλικρινή από τον ψεύτη αλλά τι χρησιμότητα έχει αυτό όταν αυτός απέναντι μας δεν έχει μια ξεκάθαρη άποψη. Δηλαδή οι Αμερικανοί θεωρούν τον Μπους αξιόπιστο και έχουν δίκιο. Αυτό που λέει ότι θα κάνει, θα το κάνει άσχετα αν θεωρούμε τις απόψεις του σωστές ή όχι. Η υπάρχουσα κυβέρνηση της ΝΔ και αυτή μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη αλλά με διαφορετικό τρόπο διότι δεν μας πρότεινε επί της ουσίας κάποιο σχέδιο και αυτό ακριβώς κάνει και τώρα. Επομένως μπορεί το διαισθητικό τμήμα του μυαλού μας να μας παροτρύνει να επιλέξουμε έναν από τους δύο υποψηφίους λόγω του ότι ο ένας είναι πιο αξιόπιστος από τον άλλο, αλλά το ερώτημα που προκύπτει είναι αξιόπιστος σε τι; Στην προκειμένη περίπτωση αυτή η κυβέρνηση είναι όντως αξιόπιστη διότι δε δεσμεύτηκε να κάνει κάτι συγκεκριμένο και αυτό ακριβώς κάνει.
Άλλη μια ενδιαφέρουσα απόρροια της ψυχολογικής έρευνας που σχετίζεται με τη διαμόρφωση της πολιτικής άποψης είναι και τα αποτελέσματα μελετών του Tajfel H. από τη δεκαετία του ‘80 και άλλων κοινωνικών ψυχολόγων ότι οι άνθρωποι μπορούν να διαχωριστούν από μόνοι τους σε δύο ή περισσότερες ομάδες βάσει ενός τελείως αυθαίρετου και ασήμαντου κριτηρίου (π.χ. μπορούν να διαχωριστεί από δική του πρωτοβουλία ένα σύνολο ανθρώπων με κριτήριο αν τους αρέσει περισσότερο οι πίνακες του Πικάσο ή του Νταλί ή πιο γραφικά με βάση αν προτιμούν τη Βίσση ή τη Βανδή). Το σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα πειράματα είναι ότι δε διαχωρίζονται απλά βάσει του κριτηρίου αλλά πολύ σύντομα αρχίζουν να αντιπαθούν τους «αντιπάλους» τους και σε ορισμένες περιπτώσεις προχωρούν στο σημείο βιαιοπραξιών (με χαρακτηριστικά τα πειράματα του Muzafer Sherif σε έφηβους). Αυτό το φαινόμενο έχει προκύψει ως μια εξελικτική προσαρμογή του μυαλού και ως εκ τούτου σε μικρό ή μεγάλο βαθμό (ανάλογα με το άτομο) είναι πανανθρώπινο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο προκύπτουν και οι επιλογές μας σε διάφορα θέματα όπως την ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζουμε ή το γάλα που επιλέγουμε στο σούπερ μάρκετ. Επομένως ακόμη και αν βρίσκαμε έναν «απολίτιστο» ιθαγενή ενός απομακρυσμένου νησιού ο οποίος δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την εκλογική διαδικασία, για τη σημασία της ψηφοφορίας, για πολιτικές ιδεολογίες, για κόμματα και τον πολιτογραφούσαμε Έλληνα και τον υποχρεώναμε να ψηφίσει θα ήταν σε θέση να κάνει μια επιλογή άσχετα από το ότι είναι τελείως μα τελείως αστοιχείωτος. Η άποψη μου είναι ότι ο μέσος Έλληνας δε διαφέρει πολύ από αυτόν τον ταλαίπωρο ιθαγενή.
Η μελέτη των κινήτρων και των κριτηρίων με τα οποία ψηφίζει ο Έλληνας προφανώς δεν μπορούν να αναλυθούν εν συντομία σε μερικές γραμμές κειμένου και σίγουρα έρευνες που υπάρχουν μπορούν να μας δώσουν μια πιο επιστημονική χροιά στο ζήτημα αυτό. Το μόνο αδιαμφισβήτητο είναι ότι είμαστε πολιτικά αμόρφωτοι. Μπορεί να παθιαζόμαστε με την πολιτική ζωή, με τις κομματικές αντιπαραθέσεις και να είμαστε πεπεισμένοι ότι έχουμε ένα υγιές πολιτικό αισθητήριο. Δυστυχώς όμως αυτή η προσέγγιση θυμίζει πολύ την προσέγγιση του ποδοσφαίρου σε ένα καφενείο φιλάθλων (αν συνειρμικά σας έρχεται στο μυαλό μια παλιά αθλητική εκπομπή με το ίδιο όνομα, καλά κάνετε). Η μόνη σωτηρία μας είναι μια ακέραιη πολιτική και ιδεολογική μόρφωση έτσι ώστε ο ιθαγενής του νησιού να μεταμορφωθεί σε ένα πολιτισμένο πολιτικό ον. Επομένως ας είμαστε λίγο πιο φειδωλοί στην κριτική που ασκούμε στους πολίτες άλλων δημοκρατικών χωρών.
[…] Tuesday, June 5th, 2007 in εκλογές, πολιτική by mathiou Καθώς πλησιάζουν εκλογές τόσο στις ΗΠΑ όσο και ίσως ( καθώς φαίνεται ) στην Ελλάδα, θυμήθηκα ένα παλιό άρθρο ( “Ένα σύντομο πολιτικό σχόλιο για την πολιτική συνείδηση του Έλληνα” ) του Αλέξανδρου Νίξον στο e-rooster, αμέσως μετά τις τότε (2004) αμερικάνικες προεδρικές εκλογές. Εκεί ο Αλέξανδρος εξηγούσε, μεταξύ άλλων, ότι οι αμερικάνικες εκλογές ήταν πιο πλούσιες από τις ελληνικές σε πολιτικό περιεχόμενο και ιδεολογική αντιπαράθεση. Μια διαπίστωση που βρισκόταν σε αντίθεση με την αντίληψη κάποιων στην Ελλάδα ότι η πολιτική στις ΗΠΑ είναι για “χαζά αμερικανάκια”. […]