Θωρακισμένη ελληνική οικονομία;
Οκτ 16th, 2008 | Πέτρος Τατούλης| Κατηγορία: Πέτρος Τατούλης | Email This Post | Print This Post |Η διεθνής οικονομική κρίση είναι αναμφισβήτητα υπαρκτή. Ωστόσο τρεις μεγάλοι κίνδυνοι αυτή τη στιγμή είναι άμεσοι και ορατοί. Κατ’ αρχήν, να προσπαθήσουμε να λύσουμε λάθος πρόβλημα, μην έχοντας κατανοήσει ορθά τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτά τα αποτελέσματα. Δεύτερον, να καταληφθούμε από ιδεοληψίες και να μιλήσουμε για το τέλος εποχής του φιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της οικονομίας. Και τρίτον, στα καθ’ ημάς, να φορτώσουμε στη διεθνή συγκυρία όλα τα δεινά της ελληνικής οικονομίας, που προϋπάρχουν ασφαλώς κατά δεκαετίες πριν των πρόσφατων εξελίξεων.
Διεθνής Κρίση και ΗΠΑ
Πολλοί είναι εκείνοι που επιχαίρουν για την «Επιστροφή του Κράτους», ως σανίδα σωτηρίας για την διεθνή οικονομία που απειλείται από την μαινόμενη κρίση!
Ας δούμε λοιπόν ψύχραιμα κάποιες χρήσιμες παραμέτρους.
– Τις τελευταίες δεκαετίες οι ΗΠΑ μετατράπηκαν από πιστώτρια σε χρεώστρια χώρα, όπερ σημαίνει ότι δαπανούν σε προϊόντα και υπηρεσίες παραπάνω από όσα παράγουν.
– Kατά τη δεύτερη ωστόσο τετραετία Clinton, έγιναν σοβαρές προσπάθειες και το δημοσιονομικό έλλειμμα μετατράπηκε σε πλεόνασμα. Όμως από το 2000 και μετά αυτό το πλεόνασμα μετατράπηκε σε αυξανόμενο έλλειμμα, με αποτέλεσμα έκτοτε το δημόσιο χρέος να διογκώνεται με μη διατηρήσιμους ρυθμούς.
– Με αυτό το αρνητικό δεδομένο η κεντρική τράπεζα αντί να αυξήσει τα επιτόκια και η κυβέρνηση είτε να περικόψει τις δαπάνες είτε να αυξήσει τους φόρους, η τελευταία αύξησε ανορθολογικά τις δημόσιες δαπάνες με παράλληλη μείωση των φόρων, ενώ την ίδια στιγμή η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα κράτησε τα επιτόκια σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα για να μην επιβραδυνθεί η οικονομική δραστηριότητα.
– Η περίφημη φούσκα των ακινήτων υπήρξε δημιούργημα της παρέμβασης του πολιτικού συστήματος στην αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ, που εκδηλώθηκε μέσω των δύο απόλυτα ελεγχόμενων από την κυβέρνηση ημικρατικών οργανισμών, Fannie Mae και Freddie Mac, που κατέχουν ή έχουν εγγυηθεί σχεδόν τέσσερα τρισεκατομμύρια δολάρια των χρεών των νοικοκυριών στις ΗΠΑ.
Ποια είναι λοιπόν τα συμπεράσματα από αυτές τις παραμέτρους:
Πρώτον: Με βάση τα πιο πάνω, την ευθύνη για την κρίση φέρουν οι δημοσιονομικές και οι νομισματικές πολιτικές που ακολούθησαν οι ΗΠΑ, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία οκτώ χρόνια, αλλά και οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές οι οποίες απέτυχαν παταγωδώς στον κρίσιμο ρόλο τους. Επομένως μόνο η ελεύθερη αγορά δεν ευθύνεται για την κρίση (όπως διάφοροι διατρανώνουν) άλλα η νεοσυντηρητική πολιτική και οικονομική ηγεσία των ΗΠΑ.
Δεύτερον: Το πρόβλημα εντάθηκε σαφώς μέσα από την κρατική παρέμβαση στη λειτουργία απόλυτα ελεγχόμενων από την κυβέρνηση ημικρατικών οργανισμών.
Πολλοί είναι ωστόσο εκείνοι που θριαμβολογούν ότι «το κράτος επιστρέφει». Αρχής γενομένης από το περίφημο σχέδιο Πόλσον για τη διάσωση των επενδυτικών τραπεζών στις ΗΠΑ. Ο συλλογισμός αυτός ενέχει αναμφίβολα εγγενείς αδυναμίες. Πώς επιστρέφει ο κρατισμός, αφού με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα το πιθανότερο είναι ότι δεν έφυγε ποτέ (αντίθετα οι όποιες στρεβλώσεις είχαν την ευλογία του κράτους); Γιατί κάποιοι νιώθουν δικαιωμένοι με το σχέδιο Πόλσον, το οποίο αποφάσισε να αποσπάσει 700 εκατομμύρια δολάρια από τις τσέπες των απλών φορολογουμένων και να τα καταθέσει στους τζογαδόρους των παραγώγων; Ποια είναι η αριστερή ηθική, σύμφωνα με την οποία όλοι πρέπει να χρηματοδοτούν δια των φόρων τις ατυχείς ή τυχοδιωκτικές επιλογές των ολίγων και πλουσίων;
Οι απαντήσεις είναι απλώς προϊόν κοινής λογικής.
Διεθνής Κρίση και Ελλάδα
Στην Ελλάδα τώρα, πριν λίγες μέρες, μέσα στη δίνη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, πτυχές της οποίας επιχείρησα να περιγράψω συνοπτικά παραπάνω, κατατέθηκε στη Βουλή το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2009. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι το έργο των συντακτών του ήταν εξαιρετικά δύσκολο με δεδομένη την αβεβαιότητα που προκαλεί η διεθνής συγκυρία. Η θύελλα αυτή, σύμφωνα με όλες τις αναλύσεις, θα επηρεάσει αναπόδραστα την πραγματική οικονομία και συνακόλουθα τις επιδόσεις όλων των επιμέρους εθνικών οικονομιών. Οι αρνητικές επιπτώσεις θα εξαρτηθούν κατά βάση από την κατάσταση της κάθε εθνικής οικονομίας και από την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Ας δούμε με ψυχραιμία ποια είναι αυτή η κατάσταση και πόσο αποτελεσματική ήταν μέχρι τώρα.
Ο κρατικός προϋπολογισμός αποτελεί το βασικό εργαλείο άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Η κατάρτιση δε ενός νέου προϋπολογισμού βασίζεται κυρίως στην εκτίμηση για την εκτέλεση εκείνου που προηγείται, εκείνου που ήδη τρέχει. Όσο πιο στέρεα η βάση, τόσο πιο σταθερό και αξιόπιστο το οικοδόμημα του νέου.
Οι εκτιμήσεις λοιπόν για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του τρέχοντος έτους, αν ληφθούν υπόψη τα διαθέσιμα απολογιστικά στοιχεία, φαίνονται υπερβολικά, αν όχι παράλογα, αισιόδοξες. Ενδεικτικά σημειώνω: Δεν είναι υπερβολικά αισιόδοξη η εκτίμηση για ετήσια αύξηση των καθαρών εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού κατά 10,9%, όταν η αύξηση του πρώτου εξαμήνου ήταν μόλις 4,3%; Δεν είναι υπερβολικά αισιόδοξη η εκτίμηση για ετήσια αύξηση των εσόδων του ΠΔΕ κατά 1,2%, όταν το πρώτο εξάμηνο παρατηρείται μείωση των εσόδων αυτών κατά 12,1%; Και άλλες όμως εκτιμήσεις για κρίσιμα μεγέθη του τρέχοντος προϋπολογισμού δείχνουν σημαντικές και συνάμα ανησυχητικές αποκλίσεις. Για παράδειγμα, η δαπάνη για πληρωμή τόκων του Δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι θα υπερβεί τον αρχικό στόχο κατά €800 εκατ. και θα φθάσει τα €11,3 δις έναντι €9,8 δις το 2007 (αύξηση15,4% !!). Την ίδια στιγμή, το Δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα υπερβεί τον αρχικό στόχο κατά €6,8 δις και θα ξεπεράσει στο τέλος του έτους τα €257,1 δις έναντι €239,6 δις στο τέλος του 2007 (αύξηση 7,3% !!).
Γι’αυτό το λόγο και δη σε περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας, όπως αυτή που βιώνουμε, θεωρώ ότι οι αισιόδοξες εκτιμήσεις πρέπει να αποφεύγονται, αφού τυχόν η διάψευσή τους πλήττει το κύρος και την αξιοπιστία των δημοσιονομικών αρχών της χώρας. Στην τρέχουσα συγκυρία δοκιμάζεται σκληρά η αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και συνακόλουθα η αξιοπιστία των εποπτικών αρχών του κράτους. Ως εκ τούτου, η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα του κράτους να διαχειριστεί την κρίση πρέπει να προστατευθεί ως κόρη οφθαλμού.
Ωστόσο, ακόμη και αν επαληθευτούν οι παραπάνω αισιόδοξες εκτιμήσεις, η κατάσταση των οικονομικών του κράτους εξακολουθεί να είναι κρίσιμη. Το δημόσιο χρέος, παρά τις δεσμεύσεις και παρά τη μείωση που εμφανίζει ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξακολουθεί να διογκώνεται επικίνδυνα ως απόλυτο μέγεθος. Οι δαπάνες κρατικής λειτουργίας διογκώνονται ανησυχητικά, παρά τις αυστηρές συστάσεις του πρωθυπουργού για πάταξη της σπατάλης και φειδωλή διαχείριση. Μάλιστα, οι δαπάνες αυτές εκτιμάται ότι θα είναι φέτος κατά 13,1 δις μεγαλύτερες από το ολυμπιακό έτος 2004 και κατά €17,8 δις από το προολυμπιακό έτος 2003, παρά την πρωθυπουργική δέσμευση για μείωσή τους κατά €10 δις το χρόνο.
Οι παραπάνω επισημάνσεις λοιπόν δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά για την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού, ο οποίος αποτελεί τη βάση για την κατάρτιση του προϋπολογισμού του επόμενου έτους. Στο βαθμό που θα υπάρξουν σημαντικές αποκλίσεις, θα διαβρωθεί αναπόφευκτα η βάση κατάρτισης και του επόμενου.
Επιπρόσθετα ο νέος προϋπολογισμός προβλέπει περαιτέρω μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Κ/Κ κατά 1,1% του ΑΕΠ. Δυστυχώς, η μείωση αυτή για μία ακόμη φορά θα προέλθει κατά βάση από αύξηση των φορολογικών εσόδων και δευτερευόντως από μείωση των επενδυτικών δαπανών, ενώ αρνητική θα είναι και η συμβολή των δαπανών λειτουργίας του κράτους. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί κατά €10 δις και να διαμορφωθεί στα €267,1 δις στο τέλος του 2009, ενώ οι τόκοι του θα προσεγγίσουν τα €12 δις το επόμενο έτος (δηλαδή, €1 δις το μήνα!).
Έχω κατ’ επανάληψη τονίσει ότι το κλειδί για τη μόνιμη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών βρίσκεται στις δαπάνες λειτουργίας του κράτους. Αυτό επιβεβαιώνει και η διεθνής εμπειρία, όπως αποκαλύπτουν σχετικά συγκριτικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας. Πολλές χώρες, όπως η Σουηδία , η Φινλανδία, η Ιρλανδία, το Βέλγιο και άλλες, κατάφεραν να εξυγιάνουν τα δημόσια οικονομικά τους περιορίζοντας τις κρατικές δαπάνες έως και 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Έχω εδραία την πεποίθηση ότι αν δεν περικόψουμε τις κρατικές δαπάνες, θα αναπαράγονται και θα διευρύνονται τα ελλείμματα, θα διογκώνεται το δημόσιο χρέος και θα γίνεται ολοένα και επαχθέστερη η εξυπηρέτησή του εις βάρος των πολιτικών κοινωνικής προστασίας και ανάπτυξης. Όταν το 2009 ξοδέψουμε πάνω από το ένα πέμπτο των συνολικών φορολογικών εσόδων για την πληρωμή των τόκων του δημοσίου χρέους, τα περιθώρια για χρηματοδότηση των πολιτικών κοινωνικής συνοχής και ανάπτυξης στενεύουν δραστικά. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα μεγέθη του νέου προϋπολογισμού. Μειώνονται οι δημόσιες επενδυτικές δαπάνες κατά €950 εκατ. και περιορίζονται στο 3,2% του ΑΕΠ από 5,1% το 2004 και 5,4% το 2000. Οι δαπάνες ασφάλισης, περίθαλψης και κοινωνικής προστασίας αυξάνονται κατά 11%, ενώ αν αφαιρεθεί το ποσό που προορίζεται για το Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών ο ρυθμός αύξησής τους περιορίζεται στο 4,8%. Είναι λοιπόν εμφανές ότι η αύξηση δαπανών σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμεί με βελτίωση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Μόνο η αποτελεσματικότερη διαχείριση των υφιστάμενων δαπανών μπορεί να δώσει καλύτερο αποτέλεσμα και οι επιπλέον πόροι ακόμη μεγαλύτερο.
Συμπεραίνοντας, η αποτελεσματικότερη και χρηστή διαχείριση των πόρων είναι το πρώτο βήμα, το οποίο δυστυχώς ακόμα δεν έχει ευοδωθεί. Η επανίδρυση του κράτους προχωρά με βραδείς ρυθμούς, ενώ ο νόμος για τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης και την πάταξη της διαφθοράς που ψηφίσαμε το 2006, παραμένει ανενεργός στο συρτάρι των αρμοδίων.
Το επόμενο χρονικά – αλλά παράλληλο – βήμα είναι ο δραστικός περιορισμός της κρατικής σπατάλης και της φοροδιαφυγής. Έτσι θα δημιουργήσουμε ικανά πρωτογενή πλεονάσματα που θα επιτρέψουν την τιθάσευση του αδηφάγου δημοσίου χρέους και τη μείωσή του ως απόλυτο μέγεθος και όχι απλώς ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μόνο έτσι θα απαλλάξουμε τους Έλληνες από το άχθος εξυπηρέτησής του, που φέρουν καρτερικά τα τελευταία 30 χρόνια.
Εν είδει επιλόγου: Τα τρία «Φ»
Η διεθνής οικονομία δεν χρειάζεται μεσσίες. Και πολύ περισσότερο όταν αναζητούνται στηρίγματα στα πήλινα πόδια άρρωστων – βυθισμένων σε χρόνια κρίση – κρατών. Από την κρίση, μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα μαθήματα και να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένα βήματα:
– Να εγγυηθούμε τη διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, προκειμένου οι αγοραστές να γνωρίζουν εκ των προτέρων τους κινδύνους.
– Να ξεκαθαρίσουμε ότι οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα θα επιβαρύνουν μόνο τους μετόχους και τα στελέχη του. Δεν μπορούν τέτοιες υψηλού ρίσκου επιλογές να επιβαρύνουν τους πολίτες φορολογούμενους.
– Να κάνουμε σαφές ότι η πτώχευση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν συνεπάγεται την κρατικοποίηση του, αλλά την εξαγορά του από άλλο. Σε διαφορετική περίπτωση θα ισχύει η παράλογη και άδικη ιδιωτικοποίηση των κερδών και αντίστοιχη κοινωνικοποίηση των ζημιών.
Έτσι ακριβώς και η ελληνική οικονομία δεν χρειάζεται μεσσίες. Ούτε ασφαλώς και μπορεί να θωρακιστεί απέναντι στις διεθνείς κρίσεις, αν πρώτα δεν θωρακιστεί απέναντι στις δικές της εγγενείς αδυναμίες, στις δικές της στρεβλώσεις, στον δικό της κάκιστο εαυτό.
Σε αυτή την προσπάθεια, θεωρώ ότι πρέπει να διακηρύξουμε την προσήλωση μας σε τρεις αρχές, τρία «Φ», που δεξιοί και αριστεροί «αριστεροί» (με την έννοια των δήθεν κοινωνικά ευαίσθητων και οπαδών του άκρατου λαϊκισμού) έχουν στερήσει από το λεξιλόγιο και την πρακτική του πολιτικού βίου της χώρας.
Προσήλωση λοιπόν:
Στον Φιλελευθερισμό και την πάταξη των εγχώριων στρεβλώσεων (κλειστά επαγγέλματα, συντεχνίες, ωράριο, κτλ).
Στη Φιλαλήθεια και το θάρρος να πούμε στους Έλληνες τα πράγματα με το όνομά τους .
Στη Φιλοτιμία να εργαστούμε προς όφελος του πολίτη – και όχι των πέντε έξι επιχειρηματιών που χρόνια εξυπηρετεί το σύστημα – προς όφελος του τόπου και όχι του δικού μας πλουτισμού.
Καλό είναι να κρατούμε κατά νου ότι οι κρίσεις στην οικονομία δεν προσφέρονται για επικοινωνισμούς. Κι αυτό διότι η διάσταση ανάμεσα στην επικοινωνία και την πραγματικότητα γίνεται αντιληπτή δια γυμνού οφθαλμού: το βράδυ γίνομαστε δέκτες της επικοινωνίας στα δελτία, το πρωί η ζοφερή καθημερινότητα του καθενός μας παραμένει τραγικά ίδια. Η πραγματική οικονομία εκδικείται με τον χειρότερο τρόπο, όσους προσπαθούν να βάλουν τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Άλλωστε κάτω από το δικό μας χαλί δεν χωρά πλέον ούτε λίγη στάχτη. Διότι αν ο Αμερικανός εξανίσταται που πρέπει να δώσει χρήματα για να σώσει τη Λήμαν, πώς να νιώθει ο Έλληνας που για χρόνια αιμοδοτεί από τη δική του φτωχική τσέπη έναν τερατωδώς πολυέξοδο δημόσιο τομέα , αξιωματούχους του κράτους και κομματικά στελέχη με παχυλούς μισθούς, τυχοδιώκτες της πολιτικής που πλουτίζουν σε ένα βράδυ, και χρόνια άρρωστους οργανισμούς – από την Ολυμπιακή έως τον ΟΣΕ…
Κι αν επιχαίρουν ορισμένοι με την δήθεν επιστροφή του κράτους (που δεν έφυγε ποτέ), όλοι εκείνοι οι δήθεν κοινωνικά ευαίσθητοι, προφανώς αρέσκονται να σπαταλούν ανερυθρίαστα τον ταπεινό οβολό του πολίτη. Κι αυτό πρέπει με θάρρος και κοιτώντας στα μάτια τον Έλληνα να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή, χωρίς επικοινωνιακά φτιασίδια, χωρίς να υπολογίσουμε το κόστος από πιθανώς εσφαλμένους χειρισμούς, ακόμη και ημέτερους…
Πέτρος Τατούλης
Καλά τα λες αλλά “Γιατί κάποιοι νιώθουν δικαιωμένοι με το σχέδιο Πόλσον, το οποίο αποφάσισε να αποσπάσει 700 εκατομμύρια δολάρια από τις τσέπες των απλών φορολογουμένων και να τα καταθέσει στους τζογαδόρους των παραγώγων;” ,<—–700 δισεκατομύρια είναι όμως….εδώ 28 δις που θα βρεθούν; Για το ταμείο της φτώχειας 1 δις και δε βρέθηκε (κρατική παρέμβαση υπέρ των φτωχότερων) και 28 φορές περισσότερα κρατική παρέμβαση υπέρ των τραπεζών; Ας τις αφήσουμε να χρεωκοπήσουν, όπως είπε επιφανής οικονομολόγος του Χάρβαρντ, γιατί να σώσουμε προβληματικές επιχειρήσεις οι οποίες καρπώνονταν κέρδη και τώρα που φοβούνται για ζημίες αυτές θα κοινωνικοποιηθούν; Πράξεις να δούμε στη βουλη γιατί ο κόσμος άρχισε ήδη να απαξιώνει τα κόμματα και το ελληνικό πολιτικό σύστημα γενικότερα(και καλά κάνει).
[…] Οι τοποθετήσεις του ήταν καθαρά πολιτικές, εξέφρασε παραγωγικό λόγο, και η απομάκρυνσή του μόνο ως πολιτική διαφωνία […]
[…] Οι τοποθετήσεις του ήταν καθαρά πολιτικές, εξέφρασε παραγωγικό λόγο, και η απομάκρυνσή του μόνο ως πολιτική διαφωνία […]