Γιατί θέλω να γίνω δήμαρχος
Σεπ 1st, 2010 | Τάσος Αβραντίνης| Κατηγορία: Ελλάδα, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |Ξεκινώ κάθε πρωί να πάω στο γραφείο. Το πρώτο πράγμα που αντικρίζω στο δρόμο είναι παρατημένες σακούλες σκουπιδιών λίγα μόλις μέτρα από τον κάδο απόρριψης. Συχνά στο πεζοδρόμιο, έξω από την πόρτα γειτονικής πολυκατοικίας, κάποιος ένοικος έχει «ακουμπήσει» την παλιά του τηλεόραση ή κάποια άλλη ηλεκτρική συσκευή χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθεί για την παραλαβή της με την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου. Όλοι γνωρίζουν καλά ότι μολονότι είναι πολύ αυστηρός ο κανονισμός καθαριότητας του Δήμου σχεδόν ποτέ δεν επιβάλλονται πρόστιμα στους δημότες που τον παραβιάζουν. Κι όχι μόνο τώρα που έχουμε προεκλογική περίοδο, αλλά όλο τον καιρό – δεν αρέσει, βλέπετε, στη δημοτική αρχή να έρχεται σε προστριβές με τους δημότες-ψηφοφόρους της.
Πρέπει επίσης να προσέξω γιατί ο πεζόδρομος μπροστά από το σπίτι μου που το απόγευμα θα παίζουν μπάλα τα παιδιά της γειτονιάς είναι γεμάτος από περιττώματα σκύλων. Κάποιοι ασυνείδητοι ιδιοκτήτες δεν τα μάζεψαν. Αλλά κι ο Δήμος Αθηναίων δεν έχει τοποθετήσει τα ειδικά σκάμματα με χώμα ή άμμο για τις ανάγκες των σκύλων και των γάτων, που έγιναν πολυπληθείς.
Προχωρώ προς το αυτοκίνητό μου. Αναγκαστικά, αφού με τα μέσα μαζικής μεταφοράς (μετρό με μετεπιβίβαση στο Σύνταγμα και μετά στη Συγγρού το λεωφορείο, με τις αναμονές στις στάσεις) θα κάνω 50 λεπτά, και όταν βρέχει περισσότερο. Φτάνω στο αυτοκίνητο. Το αριστερό του καθρεφτάκι σπασμένο. Για την ακρίβεια, ξεχαρβαλωμένο στη στήριξή του. Κάποιο όχημα πέρασε τη νύχτα σύρριζα και το κοπάνησε, χωρίς βέβαια ο οδηγός ν’ αφήσει τα στοιχεία του. Έρμαιο του κάθε ασυνείδητου το αυτοκίνητό μου, αφού στην Αθήνα δεν προβλέφθηκαν γκαράζ στις πολυκατοικίες ή πολλά από εκείνα που δημιουργήθηκαν μετατράπηκαν παράνομα σε καταστήματα, αποθήκες ή διαμερίσματα. Τον νόμο για τα γκαράζ του Μάνου τον πήρε το λαϊκίστικο ποτάμι. Χωρίς το καθρεφτάκι του οδηγού, το οδήγημα είναι επικίνδυνο. Δεν σκέφτομαι τόσο τα λεφτά που θα δώσω, όσο τις χαμένες ώρες στο συνεργείο.
Βάζω μπρος και φεύγω. Σταματώ τελευταία στιγμή στο φανάρι που δεν φαίνεται αν είναι πράσινο ή κόκκινο, γιατί ακριβώς στη διάβαση των πεζών έχει παρκάρει ένα φορτηγό που ξεφορτώνει εμπορεύματα για το σούπερ μάρκετ λίγο παρακάτω. Από την άλλη μεριά η διάβαση είναι κλειστή από ένα σπορ αυτοκίνητο σκαρφαλωμένο στο πεζοδρόμιο. Κάποια μαμά με το παιδί στο καροτσάκι, αγχωμένη, μη έχοντας άλλη επιλογή κατεβαίνει βιαστικά στο οδόστρωμα.
Προχωρώ κι αντιλαμβάνομαι ότι έκανα μεγάλο λάθος να πάρω το αυτοκίνητό μου. Η Σταδίου είναι κλειστή. Την έκλεισαν 50 διαδηλωτές όλοι κι όλοι. Δεν διακρίνω τα συνθήματα μέσα από τις φωνές και τις ντουντούκες, αλλά παρατηρώ ότι είναι με επιμέλεια ακροβολισμένοι πίσω από τεράστια πανό σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν λάβει κατά τη διάρκεια της «επαναστατικής» τους εκπαίδευσης: πώς να δείχνουμε δεκαπλάσιοι απ’ όσοι είμαστε («αραία-αραία, να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα»). Έχω το χρόνο να παρατηρήσω επίσης τους αστυνομικούς που προστατεύουν τους διαδηλωτές και εμποδίζουν εμένα. Θα μπορούσαν άνετα να τους περιορίσουν στα πεζοδρόμια ή σε μια λωρίδα του οδοστρώματος, ώστε να περάσουμε. Όμως όχι. Ούτε η αστυνομία ενδιαφέρεται για την παρακώλυση της δουλειάς μας, την ελευθερία της μετακίνησής μας ή τον τζίρο των καταστημάτων της οδού Σταδίου. Τη βολή τους ψάχνουν όλοι. Καθένας σε βάρος των άλλων.
Ενώ βρίσκομαι εγκλωβισμένος μου τηλεφωνεί η γυναίκα μου ότι κάτι της έτυχε και πρέπει να πάω στο γραφείο της να τη βοηθήσω. Καταφέρνω να στρίψω και σε λίγο βρίσκομαι στη Σόλωνος, στο ύψος της Βουκουρεστίου. Ξοδεύω άλλα είκοσι λεπτά ψάχνοντας μάταια για θέση να σταθμεύσω. Υποτίθεται ότι το παρκάρισμα στις θέσεις ελεγχόμενης στάθμευσης επιτρέπεται για λίγες μόνον ώρες, ώστε να εξυπηρετούνται οι επισκέπτες του Κέντρου που θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους και να φύγουν. Όμως βλέπω αυτοκίνητα στην ίδια ακριβώς θέση που τα είδα και χθες το απόγευμα όταν ήρθα να την πάρω. Χωρίς να έχουν πληρώσει, εννοείται. Ποντάρουν –και ορθώς– στην αμέλεια της δημοτικής αστυνομίας.
Βρίσκω τελικά θέση σ’ ένα ιδιωτικό γκαράζ που κοστίζει δεκατέσσερα ευρώ η ώρα.
Bγαίνω πεζός από το γκαράζ. Αν νομίζετε πως περπατώ στα διαπλατυσμένα πεζοδρόμια, έχετε γελαστεί. Δεν διαπλατύνθηκαν για τους πεζούς αλλά για τα… τραπεζοκαθίσματα. Μια καφετέρια αριστερά τα έχει καταστήσει αδιάβατα, τοποθετώντας «τραπεζάκια έξω». Η καφετέρια έχει βάλει και ζαρντινιέρες στο κράσπεδο του πεζοδρομίου για να περιχαρακώσει την «ιδιοκτησία» της. Αν τουλάχιστον πλήρωναν ενοίκιο στο Δήμο… Έτσι λοιπόν, συνωστιζόμενος στο στενάδι, με το επόμενο αυτοκίνητο ανεβασμένο στο πεζοδρόμιο, καταφέρνω να φτάσω στον πεζόδρομο, όπου περπατώ σε μια στενή λωρίδα πλάτους μετά βίας ενάμιση μέτρου, γιατί κι εκεί είναι αραδιασμένα τραπεζοκαθίσματα δεξιά κι αριστερά. Ο μονότονος και εκκωφαντικός «νεανικός» ήχος της καφετέριας, που θεωρεί ότι έτσι γίνεται ελκυστικότερη, ανταγωνίζεται εκείνον των μοτοσικλετών, που έχουν αφαιρέσει τον σιγαστήρα από την εξάτμισή τους. Δολιχοδρομώ μαζί τους ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, στα «τραπεζάκια έξω» και σε κάτι ζαρντινιέρες που έχουν προβλεφθεί για να στολίζεται ο πεζόδρομος. Οι ζαρντινιέρες είναι γεμάτες πεταμένα αποτσίγαρα, χαρτιά, κυρίως περιτυλίγματα από σουβλάκια.
Ξαναβγαίνω στο δρόμο, τον διασχίζω, αφού πρώτα περάσουν όλα τα αυτοκίνητα (στην Ελλάδα τα αυτοκίνητα έχουν προτεραιότητα). Σκοντάφτω όμως στην προσπέλαση στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μια σειρά παρκαρισμένων αυτοκινήτων στην άκρη του δρόμου είναι τόσο κοντά το ένα με το άλλο –σχεδόν ακουμπούν– ώστε δεν χωράει πεζός ανάμεσά τους. Ακουμπώ σε ένα από αυτά για να δρασκελίσω («σαλτάρισμα» λέγεται) κι αυτό αρχίζει έναν διαβολεμένο συριγμό. Κακότεχνος συναγερμός.
Δεν ξέρω πόσο έχει νόημα να συνεχίσω, αλλά τα περιστατικά που σας διηγήθηκα είναι αληθινά μέχρι κεραίας. Ανεπαισθήτως, η πόλη Αθήνα έχει μεταβληθεί σε κόλαση για τους κατοίκους. Καμιά δημοτική αρχή δεν έκανε τον κόπο, όχι να επιληφθεί, αλλά τουλάχιστον να εντοπίσει τα αίσχη. Για να μην κάθομαι, όμως, στη γωνία να πετροβολώ ανεύθυνα όλες τις δημοτικές αρχές, αποφάσισα, μαζί με άλλους, να δράσω σαν υπεύθυνος πολίτης. Κατεβαίνω για Δήμαρχος. Και εύχομαι καλή ψήφο σε όλες και όλους στις 7 του Νοέμβρη.
Τάσος Αβραντίνης