Τι θα έλεγε ο Αριστοτέλης στη Siemens
Σεπ 21st, 2008 | Χαρίδημος Τσούκας| Κατηγορία: Χαρίδημος Τσούκας | Email This Post | Print This Post |Αν επισκεφθείτε τον ιστοχώρο της Ζήμενς Ελλάς1 , θα δείτε μερικές ενδιαφέρουσες αναφορές στην επιχειρησιακή ηθική. Η εταιρία περιγράφει τις αξίες της, στις οποίες συγκαταλέγεται η «μέγιστη απόδοση με την πιο υψηλή ηθική». Η υπευθυνότητα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της εταιρικής ηθικής για τη Ζήμενς: «Δεσμευόμαστε να ενεργούμε πάντα με δεοντολογία και υπευθυνότητα. […] Στη Siemens είμαστε αποφασισμένοι να συναντάμε- και όπου αυτό είναι δυνατό, να υπερβαίνουμε – όλες τις νομικές και ηθικές απαιτήσεις. Είναι ευθύνη μας να κάνουμε τη δουλειά μας σύμφωνα με τα πιο υψηλά επαγγελματικά και ηθικά πρότυπα και πρακτικές». Η εταιρία δεν αρκείται στα πρότυπα ηθικής συμπεριφοράς που η ίδια δεσμεύεται να ακολουθήσει, αλλά επιδιώκει να τα διαδώσει και στους εταίρους της: «Πρέπει […] να ενθαρρύνουμε τους επιχειρηματικούς μας συνεργάτες, τους προμηθευτές, τους υπαλλήλους και τους υπόλοιπους μετόχους μας να υιοθετούν ένα παρόμοιο πρότυπο ηθικής συμπεριφοράς».
Στον απόηχο του πρωτοφανούς σκανδάλου των τεράστιων κονδυλίων που η Ζήμενς δαπανούσε για «την καλλιέργεια του πολιτικού τοπίου» στην Ελλάδα και σε δεκάδες άλλες χώρες, γνωρίζουμε σήμερα ότι οι διακηρύξεις περί επιχειρησιακής ηθικής ήταν το προπέτασμα καπνού για τη διεκπεραίωση των διεφθαρμένων οικονομικών της συναλλαγών. Βέβαια, δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία εταιρία της οποίας η προπαγάνδα καλύπτει ηθικά αξιόμεμπτες συναλλαγές. Το ενδιαφέρον όμως είναι αλλού: ακόμα και μια εταιρία που επιδίδεται σε πράξεις διαφθοράς, δεν μπορεί παρά να επικαλείται κανόνες ηθικής στο εσωτερικό της.
Στο μέτρο που απαρτίζεται από έλλογα όντα, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αναφέρεται τόσο σε συλλογικούς σκοπούς, όσο και σε συλλογικά κριτήρια αριστείας που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των μελών της. Παραδείγματος χάριν, η Ζήμενς υπόσχεται, σε διαφήμισή της, να «συμβάλλει στην πρόοδο της Ελληνικής κοινωνίας», απαντώντας «σε χιλιάδες ερωτήματα, κάνοντας την αποστολή της για μια καλύτερη ζωή πραγματικότητα». Στους «κανόνες επιχειρησιακής συμπεριφοράς» προς τα μέλη της, η εταιρία διακηρύσσει τη πίστη της στη «σύννομη συμπεριφορά» και δεσμεύεται ότι «η ακεραιότητα κατευθύνει τη συμπεριφορά μας προς τους συνεργάτες μας, τους συναδέλφους, τους μετόχους και το κοινό γενικότερα». Προσέξτε ότι η εταιρία υιοθετεί το λεξιλόγιο τόσο των κοινωφελών σκοπών όσο και της εταιρικής ευπραξίας – προβάλλει, δηλαδή, τόσο τους σκοπούς όσο και τα κριτήρια αριστείας που οφείλουν να ακολουθούν τα μέλη της.
Ο Αριστοτέλης θα ήταν περήφανος με μια τέτοια γλώσσα εταιρικής αυτοκατανόησης και θα υπογράμμιζε τις δεσμεύσεις που αυτή επιβάλλει. Θα μας θύμιζε ότι μια επιχείρηση, νοούμενη πρωτίστως ως μια κοινότητα ελλόγων όντων, δεν μπορεί παρά να ενσωματώνει ηθικά προτάγματα στη συμπεριφορά της – πως πρέπει να δρα. Η ηθική, θα έλεγε ο μεγάλος φιλόσοφος, δεν είναι κάτι για το οποίο αναρωτιόμαστε αφού πρώτα οργανώσουμε τις παραγωγικές μας δραστηριότητες2 . Αντιθέτως, η ηθική ενυπάρχει ήδη, ευθύς εξαρχής, στην επιχειρηματική δραστηριότητα από τη στιγμή που η τελευταία επιτελείται από έλλογα όντα στο πλαίσιο ενός συλλογικού εγχειρήματος (της επιχείρησης), μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύστημα.
Η εταιρία που δωροδοκεί και διαφθείρει πολιτικούς και στελέχη κρατικών οργανισμών υποσκάπτει την υπόστασή της ως συλλογική οντότητα: αφενός μεν διακινδυνεύει την κοινωνική νομιμοποίησή της, αφετέρου δε αποτυγχάνει να συγκροτηθεί ως κοινότητα αξιών. Όπως οι πολιτικοί τρομοκράτες διολισθαίνουν, αργά ή γρήγορα, σε πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου (κλοπές, ληστείες, κλπ), έτσι και η επιχείρηση που συστηματικά διαφθείρει, διολισθαίνει σε πράξεις εσωτερικής διαφθοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1/5 των «μαύρων ταμείων» της Ζήμενς υπολογίζεται ότι κατέληξε στους τραπεζικούς λογαριασμούς των διαχειριστών τους.
Η εταιρία που συστηματικά καταφεύγει σε διεφθαρμένες πρακτικές στις συναλλαγές της με το κράτος για να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αναγκάζεται να ζει σχιζοφρενικά: από τη μια μεριά είναι υποχρεωμένη να επικαλείται τα κριτήρια αριστείας που πρέπει να κατευθύνουν τις συμπεριφορές των μελών της, ενώ από την άλλη τα καταπατά στη συμπεριφορά της. Ακόμη χειρότερα, είναι υποχρεωμένη να αποκρύπτει την αθέτηση των δεσμεύσεών της από τον ίδιο της τον εαυτό και να κατασκευάζει μια «ιδιωτική γλώσσα» για να περιγράφει τις πρακτικές της. Το πρόβλημα με την ιδιωτική γλώσσα, όπως προσφυώς παρατήρησε ο Βιτγκενστάιν, είναι ότι, στο μέτρο που δεν είναι δημόσια, δεν παρέχει στους χρήστες της τα κριτήρια να διακρίνουν το σωστό από το λάθος – εξού και η διολίσθηση σε όλο και πιο διεφθαρμένες πρακτικές.
Το πρόβλημα της Ζήμενς, τελικά, είναι απλό: δεν είναι μόνο ότι η διαφθορά αργά η γρήγορα θα αποκαλυπτόταν, ούτε μόνο ότι άλλα λέει κι άλλα κάνει, αλλά, κυρίως, ότι καθιστά την υποκρισία ρυθμιστικό παράγοντα του συλλογικού εταιρικού βίου. Η υποκρισία στέρησε την εταιρία από το κατάλληλο λεξιλόγιο που θα της επέτρεπε να αναζητήσει και να διορθώσει τα λάθη της. Γι αυτό και το επόμενο βήμα στη διαφθορά είναι μεγαλύτερη διαφθορά!
Μπορεί ο κ.Χριστοφοράκος να αύξησε την κερδοφορία της Ζήμενς Ελλάς, υπέσκαψε όμως με τις πρακτικές του τα θεμέλια της ίδιας της ύπαρξής της. Δεν ξέρω τι σκέπτεται ο ίδιος, ξέρω όμως τι θα του έλεγε ο Αριστοτέλης: «δεν μπορούμε να είμαστε φρόνιμοι αν δεν είμαστε αγαθοί». Είναι εύκολο να κερδίσεις χρήματα, είναι πολύ πιο δύσκολο όμως να επιτύχεις τη «μέγιστη απόδοση με την πιο υψηλή ηθική».Και ο καλός ηγέτης στα δύσκολα κρίνεται.
Χαρίδημος Τσούκας
———————————————————————————-
Σημειώσεις:
- www.siemens.gr [↩]
- βλ. Χ. Τσούκας, Αν ο Αριστοτέλης ήταν Διευθύνων Σύμβουλος, Καστανιώτης, 2005, 2η έκδοση [↩]
Ο συγγραφέας βάζει τα δικά του λόγια στο στόμα του Αριστοτέλη, ελπίζοντας ίσως ότι έτσι θα τους δώσει μεγαλύτερη αξία στα μάτια του αναγνώστη. Στη συνέχεια, αντί να καταφύγει σε τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, βγάζει συμπεράσματα απο αυτά τα φανταστικά λόγια του Αριστοτέλη, και αναφέρει και τον Wittgenstein χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Αν ο σκοπός του συγγραφέα είναι να χαρακτηρίσει τον κ. Χριστοφοράκο ανήθικο, μία πρόταση αρκεί.
http://press.princeton.edu/titles/7929.html
κ.Σαρηγιαννίδη,
δεν γνωρίζω την έκταση της φιλοσοφικής σας παιδείας. Αν όμως είστε έστω και λίγο εξοικειωμένος με τη σύγχρονη νεο-αριστοτελική φιλοσοφία στον αγγλόφωνο κόσμο θα ξέρετε ότι οι έννοιες των “συλλογικών σκοπών” και των “κριτηρίων αριστείας” είναι κεντρικές έννοιες σε νεο-αριστοτελικούς φιλόσοφους όπως ο McIntyre, η Nussbaum, κλπ. Ο Αριστοτελης στα “Ηθικά Νικομάχεια” πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, κατά πόσο η αποτελεσματικότητα μπορεί να συνυπάρχει με την ηθική. Θα συμφωνούσατε, πιστεύω, ότι είναι ένα εξόχως σημαντικό θέμα. Δεν ξέρω πόσο καλά το κάνω, αλλά με αυτές τις έννοιες δουλεύω στο άρθρο αυτό, αλλά δεν είδα κάποια επί της ουσίας ακτίκρουση της επιχειρηματολογίας μου. Οσο για τον Βιτγκενστάϊν, μας έχει δώσει την καλύτερη απάντηση στο γιατί μια ιδιωτική γλώσσα είναι ανέφικτη. Ακόμα και ο πιο διεφθαρμένος άνθρωπος εφευρίσκει μια ιδιωτική ηθική γλώσσα, η οποία όμως είναι σαθρή, δεν αντέχει σε κριτική. Αυτός που λεει, κατά συνέπεια, “εγώ έχω τους δικούς μου ηθικούς κανόνες”, λέει, φιλοσοφικά μιλώντας, ανοησίες.
Είναι πολύ εύκολο να πεις ότι ο Χριστοφοράκος ή ο Βουλγαράκης η ο οποιοσδήποτε άλλος είναι “ανήθικος”. Είναι πολύ πιο δύσκολο να εξηγήσεις αναλυτικά γιατί. Εχετε κάθε δικαίωμα να μη σας ικανοποιεί η δική μου εξήγηση. Περιμένω με ανυπομονησία να δω τη δική σας.
κ. Τσούκα,
Είναι αλήθεια, δε γνωρίζετε την έκταση της φιλοσοφικής μου παιδείας – ούτε και θα έπρεπε να σας ενδιαφέρει. Αν θέλατε απλώς να να αναφέρετε τα ονόματα των McIntyre και Nussbaum, για να δείξετε έτσι τη δική σας παιδεία, μπορούσατε να το κάνετε και χωρίς να ασχοληθείτε με τη δική μου.
Όπως και να έχει, το τι θα έλεγε ο Αριστοτέλης με αφήνει αδιάφορο – αν και σε καμμία περίπτωση δε θα ήθελα να θίξω το δικό σας ενδιαφέρον στα υποθετικά λόγια του Αριστοτέλη, το οποίο άλλωστε δε με αφορά. Διαφωνούμε όμως αν νομίζετε ότι είναι επιχειρηματολογία το να κάνετε εικασίες για το τι θα έλεγε ο Αριστοτέλης και να βγάζετε συμπεράσματα με βάση αυτές τις εικασίες. Οι εικασίες που κάνετε εσείς δεν είναι “first principles”.
Οσον αφορά το ζήτημα των ιδιωτικών γλωσσών, νομίζω ότι φτιάξατε ένα ιδιαίτερα πρόχειρο αχυράνθρωπο. Νομίζω ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην παρακάτω παράγραφό σας:
«[..]Ακόμη χειρότερα, είναι υποχρεωμένη να αποκρύπτει την αθέτηση των δεσμεύσεών της από τον ίδιο της τον εαυτό και να κατασκευάζει μια «ιδιωτική γλώσσα» για να περιγράφει τις πρακτικές της. Το πρόβλημα με την ιδιωτική γλώσσα, όπως προσφυώς παρατήρησε ο Βιτγκενστάιν, είναι ότι, στο μέτρο που δεν είναι δημόσια, δεν παρέχει στους χρήστες της τα κριτήρια να διακρίνουν το σωστό από το λάθος – εξού και η διολίσθηση σε όλο και πιο διεφθαρμένες πρακτικές.»
Ο ανθρωπομορφισμός που είναι προφανής στην παραπάνω παράγραφο δεν με ενοχλεί, ούτε τα τόσα αβάσιμα συμπεράσματα που βγάζετε («..είναι υποχρεωμένη..», «..εξού και η διολίσθηση..», κτλπ.). Είναι προφανές όμως ότι κάνετε δύο “category mistakes” οταν (α) δηλώνετε ότι [μία τέτοια εταιρία] είναι υποχρεωμένη να αποκρύπτει την αθέτηση των δεσμεύσεών της απο τον ίδιο της τον εαυτό, και (β) όταν δηλώνετε ότι κατασκευάζει μια «ιδιωτική γλώσσα» για να περιγράφει τις πρακτικές της. Οι εταιρίες δεν έχουν εαυτό, και κάτι που δεν έχει εαυτό δε θα μπορούσε ούτε να αποκρίψει κάτι απο τον εαυτό του, ούτε να έχει «ιδιωτική γλώσσα». Επισης, ο Wittgenstein παρουσιάζει στο έργο του απόδειξη του αδυνάτου της ύπαρξης ιδιωτικών γλωσσών. Συνεπώς, δε μπορείτε να επικαλείστε το έργο του Wittgenstein στις ιδιωτικές γλώσσες και να βγάζετε συμπεράσματα για το αν η εφαρμογή τους στην ηθική είναι εφικτή ή όχι.
Προσωπικά, δε με ενδιαφέρει καθόλου το ζήτημα της ηθικής του κ. Χριστοφοράκου. Απλά δε μου αρέσει να διαβάζω κείμενα που προσβάλλουν τη νοημοσύνη του αναγνώστη. Για αυτό και παρέθεσα το link http://press.princeton.edu/titles/7929.html.
Θα συμφωνήσω με τον κ. Σαρηγιαννίδη. Ιδιαίτερα δε με το λινκ που βάζει. Εξαιρετικό βιβλιαράκι περί παπαρολογίας. Διότι εν τέλει περί αυτού πρόκειται.
Επί της ουσίας, θα παρακαλούσα τον κ. Τσούκα για μια παραπομπή στα Ηθικά Νικομάχεια που να στηρίζει τα λεγόμενα του. Τότε θα είχε άδικο ο κ. Σαρηγιαννίδης. Επίσης, όντως ο Βιτγκενστάιν φαίνεται να έπιτελεί για τον κ. Τσούκα το ρόλο του μαϊντανού στη σαλάτα. Τι σχέση έχει η “ιδιωτική γλώσσα” στον Βιτγκενστάιν με το τον τρόπο που εκφράζεται στο σάιτ της η Siemens μόνο ο κ. Τσούκας γνωρίζει. Διότι ιδιωτική γλώσσα δεν είναι μια γλώσσα που ψεύδεται, αλλά μια γλώσσα που δεν μπορεί κατ’ αρχήν (in principle) να την καταλάβει κανείς, εκτός από αυτόν που την χρησιμοποιεί. Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει τέτοια χρήση του Βιτγκενστάιν. Το ίδιο κάνει και εδώ: http://e-rooster.gr/09/2008/912#comments, όπου και σχετικό αναπάντητο σχόλιο μου.
Με εντυπωσιάζει η έλλειψη κουλτούρας διαλόγου αγαπητοί μου συνομιλητές. “Δε μου αρέσει να διαβάζω κείμενα που προσβάλλουν τη νοημοσύνη του αναγνώστη”, λεει ο κ.Σαρηγιαννίδης. “Παπαρολογίες” λεει ο pelerin. Μπορείτε να διαφωνείτε με το απόψεις μου, αλλά πείτε μου γιατί “προσβάλλουν τη νοημοσύνη” σας; Μήπως με ό,τι διαφωνείτε το θεωρείτε “προσβολή” της αναμφίβολα υψηλής νοημοσύνης σας; Να το πω διαφορετικά: πως θάπρεπε να είναι γραμμένο το άρθρο μου για να μην “προσβάλλει τη νοημοσύνη σας”;
Επι της ουσίας. Αν είστε μεθοδολογικός ατομιστής, τότε ναι, υποπιοτω σε category mistakes. Δεν είμαι μεθοδολογικός ατομιστής, ωστόσο, και κατά συνέπεια μπορώ να χρησιμοποιώ ανθρωπομορφικά έννοιες που αναφέρονται σε συλλογικότητες. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής να είμαι στην παρέα του Ντυρκαϊμ, του Τσαρλ Τεηλορ, του ΜαΙνταιρ, και άλλων μεθοδολογικών ολιστών. Το θέμα είναι φυσικά τεράστιο και δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ, πέραν του να δηλώσω τη φιλοσοφική αφετηρία των απόψεών μου. Οποιος ενδιαφέρεται, ας δει ένα κλασικό άρθρο του Peter French, The corporation as a moral person, American Philosophical Qaurterly, 16:3, 1979. Οι εταιρίες, όπως κάθε συλλογικότητα, για τους ολιστές έχουν οντολογική αυθυπαρξία, η οποία δεν ανάγεται στα άτομα.
Ο ΒιτγκενστάΙιν είναι σχετικός με το θέμα μου, διότι ένας διεφθαρμένος οργανισμός είναι υποχρεωμένος να κατασκευάζει μια ιδιωτική γλώσσα για να δικαιολογήσει τις πρακτικές του, κάτι που είναι ανέφικτο. Μια τέτοια ιδιωτική γλώσσα αποκρύπτει τις διεφθαρμένες πρακτικές, προπαγανδίζει της “ηθικές” πρακτικές, όταν αναγκάζεται να ομολογήσει τις διεφθαρμένες πρακτικές τις αιτιολογεί με ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, κλπ. Ενα πρόσφατο παράδειγμα ιδιωτικής γλώσσας είναι οι “απαλλοτριώσεις” στις οποίες επιδίδονται οι αναρχικοί στα σουπερμαρκετ. Την κλοπή την βαφτίζουν “απαλλοτρίωση”, ορίζοντας το νόημα της έννοιας με εντελώς ιδιωτικό, δηλαδή απροσπελαστο στα διυποκειμενικά κριτήρια της κοινής εμπειρίας τρόπο.
Σταματώ εδώ, αν και τα θέματα αυτά έχουν πολύ ενδιαφέρον. Οποιος ενδιαφέρεται να δει μια νεο-αριστοτελική θεώρηση της επιχειρησιακής ηθικής μπορεί να διαβάσει το βιβλίο μου Αν ο Αριστοτέλης ήταν Διευθύνων Σύμβουλος (Καστανιώτης), κεφ.1, και το άρθρο μου “Γιατί πρέπει μια επιχείρηση να ειναι ηθική;”, Επιστήμη και Κοινωνία, Ανοιξη 2008.
κ. Τσούκα, Εγώ ποτέ δε θα χαρακτήριζα αυτά που λέτε “παπαρολογίες”, όπως έκανε ο κ.Pelerin. Προφανώς όμως η δική σας κουλτούρα διαλόγου σας επιτρέπει να φέρετε τη δική μου φιλοσοφική μου παιδεία στη συζήτηση αλλά θίγεται όταν ισχυρίζομαι και τεκμηριώνω γιατί αυτά που γράφετε θίγουν τη νοημοσύνη του αναγνώστη.
Επι της ουσίας, αν σας ενοχλεί η κατάχρηση φράσεων και λέξεων για ιδιοτελείς σκοπούς, τότε καλά θα κάνετε να σταματήσετε να αναφέρεστε στον Wittgenstein και τις ιδιωτικές γλώσσες (μεταξύ άλλων,) μιας και προφανώς δεν έχετε καταλάβει τι είναι. Μου κάνει εντύπωση που ενώ ο Wittgenstein αρνείται την ύπαρξη των ιδιωτικών γλωσσών εσείς όχι μόνο επιμένετε στην ύπαρξή τους αλλά θέλετε και να τον εμπλέξετε στην «επιχειρηματολογία» σας. Το ότι αυτοαποκαλείστε μεθοδολογικός ολιστής δε σας δίνει το δικαίωμα να λέτε (φιλοσοφικές) ασυναρτησίες και (φιλοσοφικές) ανοησίες χωρίς αντίλογο. You’re entitled to your own opinion, not your own facts.
[…] άρθρο για την εταιρική κοινωνική ευθύνη στο erooster “Η εταιρία που δωροδοκεί και διαφθείρει […]
Αντιπαρέρχομαι την εριστικότητα του ύφους (“ασυνασρτησίες”, “ανοησίες” κλπ) και επικεντρώνομαι στην ουσία. Δεν έγινα κατανοητός και ίσως, λόγω στενότητος χώρου, ήμουν πέραν του δέοντος ελλειπτικός. Χρησιμοποιώ τον Βιτγκεντστάιν ακριβώς για να τονίσω την αδυνατότητα της ιδιωτικής γλώσσας. Λεω λοιπόν: μια διεφθαρμένη εταιρία (οπως ένας τρομοκράτης ή ένας αναρχικός που “απαλλοτριώνει”) υποχρεώνεται να “κατασκευάσει” μια ιδιωτική γλώσσα για να δικαιολογήσει τις πρακτικές της στον εαυτό της, κάτι που είναι λογικώς αδύνατον. Η απόπειρα κατασκευής ιδιωτικής γλώσσας οδηγεί το χρήστη της σε αυτοναφορικότητα, η οποία δεν του επιτρέπει να διακρίνει το σωστό από το λάθος, αφού στερείται τα κριτήρια της διυποκειμενικής εμπειρίας. Ακτιβώς επειδή είναι, τελικά, αδύνατον να κατασκευασθεί μια συνεκτική ιδιωτική γλώσσα, μια διεφθαρμένη εταιρία αφενός μεν αδυνατεί να μάθει από τα λάθη της, ειμη μόνον όταν η αυτοναφορικότητά της διακοπεί (π.χ. από τον εισαγγελέα), αφετέρου δε διολισθαίνει σε όλο και περισσότερο διαφθαρμένες πρακτικές (αφού στο “ιδιωτικό” της σύμπαν χάνει την αίσθηση του σωστού και λάθους). Στο ίδιο σφάλμα υποπίπτουν και οι τρομοκράτες, οι οποίοι διολισθαίνουν από την αμιγώς πολιτική βία στην βία του κοινού ποινικού δικαίου με ληστείες τραπεζών κλπ (βλ. τη σχετική ανάλυσή μου για τη δράση της 17Ν στο βιβλίο μου Εναρθρη Κραυγή, Καστανιώτης).
Ευχαρίστως να ακούσω αντίλογο επ αυτού του συλλογισμού. Θα προτιμούσα όμως να μη μου λέτε ότι δεν κατανοώ τον Βιτγκενστάιν, παρά μόνο αν μου υποδείξετε συγχρόνως πως ακριβώς τον παρερμηνεύω και που σφάλλω.
[…] πρώτα οργανώσουμε τις παραγωγικές μας δραστηριότητες2 . Αντιθέτως, η ηθική ενυπάρχει ήδη, ευθύς εξαρχής, στην […]
κ. Τσούκα,
Χρησιμοποίησα την λέξη παπαρολογίες ως “μετάφραση” του τίτλου του βιβλίου on bullshit στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Σαρηγιαννίδης. Και είπα ότι περί αυτού πρόκειται κι εδώ, εξηγώντας το γιατί ως εξής:
Α. Παρακάλεσα για μια παραπομπή στα Ηθικά Νικομάχεια που να στηρίζει το κύριο επιχείρημα σας. Να το πω απλά; Που να στηρίζει ότι αυτά που λέτε έχουν σχέση με τον Αριστοτέλη.
Β. Εξήγησα τι αποτελεί για τον Wittgenstein private language. Αν και η έννοια είναι μια από αυτές με τα μεγαλύτερα προβλήματα ερμηνείας στον Wittgenstein, σίγουρα επ’ ουδενί δεν σημαίνει αυτά που εσείς λέτε. Επαναλαμβάνω ότι η ιδιωτική γλώσσα είναι μια γλώσσα που κατ’αρχήν κανείς πέραν από αυτόν που την εκφέρει δεν μπορεί να την κατανοήσει. Το κείμενο από το σάιτ της Siemens στο οποίο αναφέρεσθε, όλοι μπορούν να το κατανοήσουν, μεταξύ αυτών και εσείς. Και είμαι σίγουρος ότι ο συντάκτης της εξέφραζε τα ίδια συναισθήματα που ο καθένας μας νοιώθει όταν χρησιμοποιεί την λέξη “ηθική”. Άλλο αν ήταν πιθανόν υποκριτικός. Δεν έδινε όμως άλλη σημασία στην λέξη ηθική. Αν έδινε τότε θα είχατε δίκιο.
Τέλος, ο Wittgenstein μιλάει για ιδιωτική γλώσσα με την έννοια της ατομικής γλώσσας. Όταν αυτή η γλώσσα χρησιμοποιείται από μια συλλογικότητα (μια εταιρεία, μια ομάδα αναρχικών) παύει να είναι ιδιωτική και γίνεται κοινωνική. Ακριβώς εκεί επικεντρώνεται και το επιχείρημα της αδυναμίας ύπαρξης ιδιωτικής γλώσσας. Διότι εν τέλει κάθε γλώσσα είναι κοινωνική, έστω και αν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει ένας Ροβινσώνας Κρούσος, θα πρέπει να εφεύρει ένα κώδικα επικοινωνίας με τον εαυτό του.
Και για να έρθω στο τελευταίο σας ποστ, συντάκτες του σάιτ της Siemens ξέρουν πολύ καλά τι είναι σωστό και τι λάθος, τι ηθικό και τι ανήθικο. Απλώς θελουν να πείσουν τους αναγνώστες του σάιτ τους ότι είναι ηθικοί. Η ιδιωτική γλώσσα κατά Wittgenstein δεν είναι ένα κλειστό γλωσσικό παιχνίδι (μεταξύ των στελεχών της Siemens πχ) με τους δικούς του κανόνες. Είναι ακριβώς η αναίρεση της ίδιας της ιδέας του γλωσσικού παιχνιδιού και γι’αυτό ουσιαστικά αδύνατη. Διότι η αμιγώς ιδιωτική γλώσσα δεν μπορεί να έχει κανόνες παρά μόνο για μελλοντική χρήση, ως ανάμνηση. Δεν μπορεί να έχει κανόνες την στιγμή που το άτομο χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ένα σύμβολο/λέξη για να εκφράσει ένα συναίσθημα.
¨Όλα καλά και άγια αλλά ήθελα να ξέρω ένα πράγμα.
Όταν θα πλακώσουν οι ξινισμένοι συνασπιστές και οι λοιποί που έχουν πάρει τα πάνω τους λόγω των σκανδάλων και της επικοινωνιακής (και όχι μόνον) ανικανότητας της ΝΔ να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρα και θα βρίζουν χαιρέκακα τον καπιταλισμό και τον “νεοφιλελευθερισμό” που θα φταίει ακόμα και γιατί ψόφησε η γάτα τους, εμείς εσείς) θα ανταλλάσσετε τις φιλοφρονήσεις που ανταλλάσσετε πιο πάνω;
Το λέω διότι αν δεν το έχετε πάρει χαμπάρι, οι ιδέες που έστω και πολυσυλλεκτικά υποστηρίζονται από αυτό τον ιστοχώρο βάλλονται ομαδόν ελέω της ανικανότητας της ΝΔ και οι “δημοκρατικές δυνάμεις” ετοιμάζονται να ξανακάνουν ρεσάλτο στην εξουσία χωρίς κανένα αντίλογο απλά προβάλλοντας τον τρωγλοδυτισμό αντί της αγοράς.
@κ. Pelerin:
Να με συγχωρείτε που απαρνήθηκα τον όρο που χρησιμοποιήσατε. Δε μου είχε περάσει απο το μυαλό ότι “παπαρολογίες” θα ήταν η σωστή μετάφραση του “bullshit.”
@κ. Τσούκα:
Γράψατε:
[..]Θα προτιμούσα όμως να μη μου λέτε ότι δεν κατανοώ τον Βιτγκενστάιν, παρά μόνο αν μου υποδείξετε συγχρόνως πως ακριβώς τον παρερμηνεύω και που σφάλλω.
Νομίζω ότι εγώ και ο κ. Pelerin έχουμε ήδη υποδείξει πως παρερμηνεύετε τον Wittgenstein και που σφάλλετε. Επαναλαμβάνω λοιπόν αυτά που έγραψα νωρίτερα:
Απόσπασμα απο το σχόλιο 3:
[..] Είναι προφανές όμως ότι κάνετε δύο “category mistakes” οταν (α) δηλώνετε ότι [μία τέτοια εταιρία] είναι υποχρεωμένη να αποκρύπτει την αθέτηση των δεσμεύσεών της απο τον ίδιο της τον εαυτό, και (β) όταν δηλώνετε ότι κατασκευάζει μια «ιδιωτική γλώσσα» για να περιγράφει τις πρακτικές της. Οι εταιρίες δεν έχουν εαυτό, και κάτι που δεν έχει εαυτό δε θα μπορούσε ούτε να αποκρίψει κάτι απο τον εαυτό του, ούτε να έχει «ιδιωτική γλώσσα». Επισης, ο Wittgenstein παρουσιάζει στο έργο του απόδειξη του αδυνάτου της ύπαρξης ιδιωτικών γλωσσών. Συνεπώς, δε μπορείτε να επικαλείστε το έργο του Wittgenstein στις ιδιωτικές γλώσσες και να βγάζετε συμπεράσματα για το αν η εφαρμογή τους στην ηθική είναι εφικτή ή όχι.
Απόσπασμα απο το σχόλιο 6:
[..] Μου κάνει εντύπωση που ενώ ο Wittgenstein αρνείται την ύπαρξη των ιδιωτικών γλωσσών εσείς όχι μόνο επιμένετε στην ύπαρξή τους αλλά θέλετε και να τον εμπλέξετε στην «επιχειρηματολογία» σας. [..]
Νομίζω ότι και τα παρακάτω αποσπάσματα απο τα σχόλια του κ. Pelerin είναι σχετικά:
Απόσπασμα απο το σχόλιο 4:
[..] Διότι ιδιωτική γλώσσα δεν είναι μια γλώσσα που ψεύδεται, αλλά μια γλώσσα που δεν μπορεί κατ’ αρχήν (in principle) να την καταλάβει κανείς, εκτός από αυτόν που την χρησιμοποιεί. [..]
Απόσπασμα απο το σχόλιο 9:
[..] Τέλος, ο Wittgenstein μιλάει για ιδιωτική γλώσσα με την έννοια της ατομικής γλώσσας. Όταν αυτή η γλώσσα χρησιμοποιείται από μια συλλογικότητα (μια εταιρεία, μια ομάδα αναρχικών) παύει να είναι ιδιωτική και γίνεται κοινωνική. [..]
Για άλλη μια φορά, λοιπόν, κάνετε λάθος όταν χρήσιμοποιείτε τις ιδιωτικές γλώσσες στην επιχειρηματολογία σας. Οι ιδιωτικές γλώσσες (στη φιλοσοφία) (α) δεν υπάρχουν (σύμφωνα με τον Wittgenstein τουλάχιστο, τον οποίο εσείς επικαλείστε,) και (β) δεν έχουν καμμία σχέση με το φαινόμενο που περιγράφετε (“απαλλοτριώσεις” κλπ.) Αν πείτε ότι τις χρησιμοποιείτε “μεταφορικά” αυτές τις έννοιες, τότε κάνετε το ίδιο ακριβώς για το οποίο κατηγορείτε αυτούς που λένε ότι κάνουν “απαλλοτριώσεις” όταν κάνουν ληστείες. Η ιδιωτική γλώσσα είναι τεχνικός φιλοσοφικός όρος που δεν έχει καμμία σχέση με αυτά που λέτε.
Ευχαριστώ για τον συγκροτημένο αντίλογο. Τώρα μπορούμε μα μιλήσουμε σοβαρά. Λοιπον έχουμε και λέμε:
1. Ως μεθοδολογικός ολιστής νομιμοποιούμαι να χρησιμοποιώ ανθρωπομορφικά έννοιες που αναφέρονται σε συλλογικές οντότητες. Κατα συνέπεια, δεν υποπίπτω σε category mistakes που αναφέρει ο κ.Σαρηγιαννίδης. Αν ήμουν μεθοδολογικός ατομιστής, τότε η κριτική του θα ήταν βάσιμη. Δεν είμαι. Πιστεύω ότι οι οργανώσεις (οπως και η κοινωνία) έχουν οντολογική αυθυπαρξία.
2. Για σχετικά παραθέματα από τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη που ζήτησε ο κ.Pelerin, βλέπε το βιβλίο μου Αν ο Αριστοτέλης Ηταν Διευθύνων Σύμβουλος (Καστανιώτης), Κεφ.1. Αναφέρω αρκετά παραθέματα εκεί, καθώς και πλούσια βιβλιογραφία σε σύγχρονους νεο-αριστοτελικούς φιλοσόφους.
3. Σχετικά με την ιδιωτική γλώσσα, δεν πείθομαι από τον αντίλογο, και ιδού γιατί. Πράγματι, όπως αναφέρει ο κ.Pelerin, “η ιδιωτική γλώσσα είναι μια γλώσσα που κατ’αρχήν κανείς πέραν από αυτόν που την εκφέρει δεν μπορεί να την κατανοήσει”. Τούτο όχι γιατί η ιδιωτική γλώσσα είν αι σαν μια γλώσσα που δεν έχουμε μάθει και κατά συνέπεια αδυνατούμε να κατανοήσουμε τους ομιλητές της (οπως π.χ. τα κινέζικα), αλλά γιατί τόσο ο ακροατής όσο και ο ομιλητλής δεν διαθέτουν διϋποκειμενικά κριτήρια ορθότητας.
Λεει ο Βιτγκενστάιν: “Let us imagine the following case. I want to keep a diary about the recurrence of a certain sensation. To this end I associate it with the sign “S” and write this sign in a calendar for every day on which I have the sensation. […] I impress on myself the connexion between the sign and the sensation. But “I impress on myself” can only mean: this process brings it about that I remember the connexion right in the future. But in the present case I have no criteria of correctness. One would like to say: what ever is going to seem right to me is right. And that only means that here we can’t talk about “right”” (Philosophical Investigations, para.258). In other words, language rules provide standards of correctness and that means that rules determine how words are used.
Στο άρθρο μου υποστήριξα ότι η προσπάθεια μιας εταιρίας να κατασκευάσει μια ιδιωτική γλώσσα για να δικαιολογήσει τις διεφθαρμένες πρακτικές της στον εαυτό της είναι αδύνατη (άρα δεν καταλαβαίνω που οι επικριτές μου διαφωνούν, αφού κι εγώ υποστηρίζω στην αδυνατότητα της ιδιωτικής γλώσσας) και ότι η απουσία κριτηρίων διϋποκειμενικής ορθότητας στερεί την εταιρία από τα κριτήρια του σωστού και του λάθους. Υποστηρίζω, προεκτείνοντας τη συλλογιστική ερμηνευτών του Βιγκενστάϊν, όπως ο Glock, ότι η ιδιωτική γλώσσα δεν αναφέρεται μόνο στά άτομα αλλά και σε ομάδες ατόμων που κατασκευάζουν ένα δικό τους γλωσσικό ιδίωμα. Το παραδειγμα των “απαλλοτριώσεων” είναι εύγλωττο.
Τέλος, η ιδιωτική γλώσσα της Ζήμενς δεν είναι φυσικά αυτή που εμφανίζεται στον ιστοχώρο της αλλά οι “ωφέλιμες δαπάνες”, τα “απαραίτητα εργαλεία” και οι “διακριτικές πληρωμές” – έννοιες με τις οποίες βάφτιζε, ιδιοσυγκρασιακά, τις μίζες της (το “S” του Βιτγενστάιν). Αυτή η ιδιωτική γλώσσα της στερούσε τη δυνατότητα των διυποκειμενικών κριτηριων ορθότητας για τα οποία μιλα ο Βιτγκενστάϊν.
@ κ. Τσούκας:
Λέτε:
Ευχαριστώ για τον συγκροτημένο αντίλογο. Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά.
Θα αστειεύεστε, σίγουρα. Θα μπορούσατε και νωρίτερα να μιλήσετε σοβαρά μιας και μόνο επανάληψη έκανα αυτών που ήδη είχαν ειπωθεί. Λυπάμαι που δεν καταλαβαίνετε τα λάθη που κάνατε και επιμένετε να κάνετε, είναι όμως πραγματικά βασικά και προφανή. Μιας και καταφύγατε πάλι σε (φιλοσοφικές) ασυναρτησίες και (φιλοσοφικές) ανοησίες, δεν έχω τίποτα να προσθέσω. Προσωπικά, μου αρκεί οτί τα λάθη επισημάνθηκαν.
@ κ. Τσούκα,
Είναι πραγματικά περίεργο όταν ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος αδυνατεί να κατανοήσει το απόσπασμα που παραθέτει. (αν δεν κάνω λάθος το πήρατε από σχολιαστή του Βιτγκενστάιν -τον Glock?- κι όχι από το ίδιο το κείμενο) Θα επαναλάβω λοιπόν από το σχόλιο 10:
¨”Η ιδιωτική γλώσσα κατά Wittgenstein δεν είναι ένα κλειστό γλωσσικό παιχνίδι (μεταξύ των στελεχών της Siemens πχ) με τους δικούς του κανόνες. Είναι ακριβώς η αναίρεση της ίδιας της ιδέας του γλωσσικού παιχνιδιού και γι’αυτό ουσιαστικά αδύνατη. Διότι η αμιγώς ιδιωτική γλώσσα δεν μπορεί να έχει κανόνες παρά μόνο για μελλοντική χρήση, ως ανάμνηση. Δεν μπορεί να έχει κανόνες την στιγμή που το άτομο χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ένα σύμβολο/λέξη για να εκφράσει ένα συναίσθημα.”
Αυτό λέει ο Βιτγκενστάιν στο απόσπασμα που παραθέσατε. Τώρα πως εσείς από αυτό επιμένετε να μιλάτε για ιδιωτική γλώσσα από μια εταιρεία μερικών χιλιάδων εργαζομένων, σηκώνω τα χέρια!
Κάνετε δε και απίστευτες αναιρέσεις των λεγομένων σας. Λέτε
“Τέλος, η ιδιωτική γλώσσα της Ζήμενς δεν είναι φυσικά αυτή που εμφανίζεται στον ιστοχώρο της αλλά οι “ωφέλιμες δαπάνες”, τα “απαραίτητα εργαλεία” και οι “διακριτικές πληρωμές” – έννοιες με τις οποίες βάφτιζε, ιδιοσυγκρασιακά, τις μίζες της (το “S” του Βιτγενστάιν). Αυτή η ιδιωτική γλώσσα της στερούσε τη δυνατότητα των διυποκειμενικών κριτηριων ορθότητας για τα οποία μιλα ο Βιτγκενστάϊν.”
Μα όλη η αναφορά σας στο αρχικό σας ποστ είναι από το σάιτ της Siemens. Δηλαδή εκεί δεν εμφανίζεται η ιδιωτική γλώσσα τώρα; Αλλά τέλος πάντων, επί της ουσίας η έννοια των κριτηρίων ορθότητας δεν έχει να κάνει με την ηθική ορθότητα μιας έννοιας, αλλά με την δυνατότητα αντίληψης της έννοιας. Και αφορά την πρώτη χρήση της λέξης. Δηλαδή το γεγονός ότι κάποιος χρησιμοποιεί τη λέξη “ωφέλιμες δαπάνες” και υπονοεί μίζες είναι απλώς μια μετωνυμία, για να χρησιμοποιήσω έναν γλωσσολογικό όρο, και μόνο αυτό. Εν τέλει είναι κάτι που το κάνουν όλοι οι λογιστές σε όλο τον κόσμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι λογιστές έχουν έλλειμα κριτηρίων ορθότητας και μια λανθασμένη αντίληψη της ηθικής.
Αν υποθέσουμε δε ότι κάποιος πρώτα χρησιμοποίησε τη λέξη “ωφέλιμες δαπάνες” υπονοώντας μίζες σε κάποιον την είπε μέσα στην εταιρεία κα ιμετά άρχισε να χρησιμοποιείται από όλους. Αυτή η διαδικασία είναι η εγκαθίδρυση ενός γλωσσικού παιχνιδιού, με του οποίου τους κανόνες έχουν συμφωνήσει όλοι ή κάποιοι εμπλεκόμενοι στην εταιρεία. Άλλο λοιπόν η κατασκευή ενός γλωσσικού παιχνιδιού κι άλλο η ιδιωτική γλώσσα, γιατί όπως λέει και ο σχολιαστής που παραθέτετε παραπάνω: language rules provide standards of correctness and that means that rules determine how words are used. Στην περίπτωση της ιδιωτικής γλώσσας δεν έχουμε κανόνες, γι’αυτό κι ο Βιτγκενστάιν λέει στο παράθεμα σας: what ever is going to seem right to me is right. And that only means that here we can’t talk about “right”. Δεν μπορούμε δηλαδή να μιλήσουμε για κανόνα του παιχνιδιού. Στην περίπτωση των μετωνυμιών της Siemens έχουμε σαφείς κανόνες στους οποίους μετέχουν οι εμπλεκόμενοι και τους συναποδέχονται.
Και για να κλείσω. Αυτό που λέτε με το αρχικό σας ποστ είναι κάτι που ο κάθε έλληνας στα καφενεία της χώρας λέει: “έλα μωρέ, τους ξέρουμε κι αυτούς των πολυεθνικών τι απατεώνες είναι! όλο απάτες, λαδώματα, μίζες και κλεψιές. άλλα λένε μπροστά κι άλλα κάνουν από πίσω” Απλώς εσείς το διανθίζετε με “σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες” (για να θυμηθούμε τον Σεφέρη). Όπου με το σπασμένες ο ποιητής εννοεί ελλειπώς κατανοητές στον χρήστη.
ἐλλιπῶς …
@ George J. Georganas
Ευχαριστώ για την διόρθωση. Όταν γράφεις λίγο πριν τα μεσάνυχτα μετά από μια πλήρη ημέρα αυτά παθαίνεις.
Αντιπαρέρχομαι ξανά το ανοίκειο έως εριστικό ύφος των επικριτών μου, γεγονός που προδίδει έλλειψη κουλτούρας διαλόγου. Αντι να περιοριστούν στην επισήμανση των κατά τη γνώμη τους λαθών, παραλείψεων ή παρερμηνειών που περιέχονταν στο άρθρο μου, προχωρούν στη διατύπωση ανοίκειων προσωπικών χαρακτηρισμών (λέω ανοησίες, ασυναρτησίες, δεν καταλαβαίνω αυτά που γράφω κλπ). Είναι λυπηρό να βλέπεις νοήμονες ανθρώπους να επιτρέπουν στον διαλογικό λόγο τους να εκπίπτει σε ένα εριστικό ύφος, τη στιγμή που υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για ένα γόνιμο διάλογο για σοβαρά θέματα. Δεν πρόκειται για πρόβλημα ευγένειας αλλά για κάτι ουσιαστικότερο: δεν αφήνουν χώρο για το ενδεχόμενο ο συνομιλητής τους να ερμηνεύει τα υπό συζήτηση φαινόμενα με διαφορετικό τρόπο από αυτούς. Αντιθέτως, βιάζονται να εξάγουν χαρακτηρολογικά γνωρίσματα (ότι δηλαδή ο συνομιλητής τους είναι άσχετος, αδιάβαστος, εντυπωσιοθήρας, κοκ.), εις βάρος της ουσίας του διαλόγου. Επιδιώκουν να ενισύσουν τα επιχειρήματά τους, μειώνοντας τον συνομιλητή τους. Ας είναι…. Επικεντρώνομαι στην ουσία των παρατηρήσεων του pelerin, που είναι και οι πιο ουσιαστικές.
Το παράδειγμα των “ωφλελιμων δαπανών” που αναφέρει ο pelerin είναι καλό και θα το συνεχίσω. Οταν μερικά μεγαλοστελέχη σε μια εταιρία ονοματίζουν με τρόπο ιδιοσυγκρασιακό μερικές δαπάνες “ωφέλιμες” το κάνουν για να ονοματίσουν ευφημιστικά πρακτικές οι οποίες είτε είναι παράνομες, είτε ανήθικες, είτε και τα δύο. Δημιουργούν λοιπόν ένα “ιδιωτικό” λεξιλόγιο η ερμηνεία του οποίου είναι ιδιοσυγρασιακή – μη υποκείμενη σε διυποκειμενικά κριτήρια ορθότητας. Ο pelerin λέει ότι ακόμα κι ένα τέτοιο λεξιλόγιο έχει τους δικούς του κανόνες που οι εμπλεκόμενοι κατανοούν. Αρα δεν είναι ιδιωτικό.
Δεν συμφωνώ. Η γλώσσα αυτή είναι οιονεί-ιδιωτική (και άρα λογικώς αδύνατη) ακόμα κι αν χρησιμοποιειται από μια ομάδα ατόμων. Τούτο γιατί οι ομιλητές της γλώσσας αυτής δεν διαθέτουν δημοσίως αποδεκτά κριτήρια ορθότητας, κανόνες δηλαδή που θα τους επιτρέψουν να διορθώσουν τα ενδεχόμενα λάθη τους στη χρήση της γλώσσας που επινόησαν. Οταν κάποιος ορίζει κάποιες δαπάνες “ωφέλιμες”, ορίζει τη λέξη “ωφέλιμες” με ιδιοσυγκρασιακό τρόπο που δεν του επιτρέπει να δει που ένδεχομένως μπορεί να κάνει λάθος στη χρήση της. Π.χ. το ότι δεν τις αποκαλεί “δαπάνες δωροδοκίας” ή απλά “μίζες” υπονοεί ότι είναι διαφορετικές από αυτές. Είναι; Είναι εναλλάξιμες έννοιες; Εμπεριέχουν από απλές χορηγίες σε κομματικές οργανώσεις των δύο κομμάτων εξουσίας, μέχρι εκπρώσεις στην αγορά ηλεκτρικών συσκευών από πολιτικούς, ακόμη και καθαρές μίζες; Επεκτείνονται σε όλα τα δημόσια πρόσωπα; Ακόμα και σε πρόσωπα που δεν είναι πολιτικοί αλλά επηρεάζουν την κοινή γνώμη; Πότε οι “ωφέλιμες” δαπάνες παύουν να είναι “ωφέλιμες”; Ποιά είναι τα διυποκειμενικά κριτήρια ορθότητας με τα οποία μπορούν οι χρήστες της έννοιας αυτης να καταλήξουν σε κρίσεις για την εσφαλμένη ή μη χρήση της έννοιας; Πως αντιδιαστελλουν την “ώφέλιμη” από την “μη ωφέλιμη” χρήση δαπανών; Στη δημόσια γλώσσα τους ορίζουν την έννοια “ωφελιμη” διαφορετικά απ’ ότι στην “ιδιωτική” χρήση της. Πως μπορούν να γνωρίζουν κάθε φορά τη διαφορά; Αν οι χειριστές των “ωφέλιμων δαπανών” βάλουν χρήματα στην τσέοη τους (κάτι που έκαναν – το 15% των χρημάτων αυτών υπολογίζεται ότι κατέληξαν στις τσέπες των διαχειριστών τους), πως μπορούν να γνωρίζουν αν έχουν παρερμηνεύσει την έννοια της “ωφέλιμης δαπάνης” που χρησιμοποιούν; Με τι διυποκειμενικώς αποδεκτά κριτήρια; Αφού έχουν ορίσει ιδιοσυγκρασιακά την έννοια “ωφελιμη” κατά πρώτο λόγο, γιατί ναμην εξακολουθούν να την επανορίζουν ιδιοσυγρασιακά, ανάλογα με τις περιστάσεις;
Αλλο παράδειγμα. Μια ομάδα αναρχικών ορίζει την αρπαγή τροφίμων από τα σουπερμάρκετ “απαλλοτρίωση”. Το ότι δεν χρησιμοποιούν τη λέξη “κλοπή” δείχνει ότι η πράξη τους είναι διαφορετική από την κλοπή. Είναι; Πως το γνωρίζουν; Πως γνωρίζουν ότι δεν αυταπατώνται; Πως γνωρίζουν ότι αυτή η πράξη είναι “απαλλοτρίωση” αλλά εκείνη είναι “κλοπή”; Ποια είναι τα διυποκειμενικά κριτήρια ορθότητας με τα οποία θα αποφασίσουν κάτι τέτοιο;
Εν κατακλείδι, η οιονεί-ιδιωτική γλώσσα των “ωφέλιμων δαπανών” (και παρεμφερών εννοιών) στερείται αποδεκτών κριτηρίων ορθότητας ακόμη και μεταξύ αυτών που τη χρησιμοποιούν, και αυτό την κάνει ιδιωτική. Οι χρήστες της δεν έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν τη σωστή από το λανθασμενη χρήση των εννοιων της. Αυτό τονίζει ο Βιτγκενστάιν όταν λεει: “But in the present case I have no criteria of correctness. One would like to say: what ever is going to seem right to me is right. And that only means that here we can’t talk about “right”” (Philosophical Investigations, para.258).
@ κ. Τσούκα,
Συγγνώμη που θα σας στενοχωρήσω, αλλά και πάλι θα πω ότι δεν κατανοείτε τον Βιτγκεστάιν. (το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν είναι το ευκολότερο πράγμα) Αλλά δεν είναι και κακό, ούτε προς θάνατο. Εγώ πχ δεν καταλαβαίνω τίποτα από το πείραμα στο CERN!!! 🙂
Με το τελευταίο σχόλιο σας νομίζω πως καταλαβαίνω γιατί δεν καταλαβαίνετε. Λέτε:
“Η γλώσσα αυτή είναι οιονεί-ιδιωτική (και άρα λογικώς αδύνατη) ακόμα κι αν χρησιμοποιειται από μια ομάδα ατόμων. Τούτο γιατί οι ομιλητές της γλώσσας αυτής δεν διαθέτουν δημοσίως αποδεκτά κριτήρια ορθότητας, κανόνες δηλαδή που θα τους επιτρέψουν να διορθώσουν τα ενδεχόμενα λάθη τους στη χρήση της γλώσσας που επινόησαν. Οταν κάποιος ορίζει κάποιες δαπάνες “ωφέλιμες”, ορίζει τη λέξη “ωφέλιμες” με ιδιοσυγκρασιακό τρόπο που δεν του επιτρέπει να δει που ένδεχομένως μπορεί να κάνει λάθος στη χρήση της.”
Επίσης λέτε:
“Μια ομάδα αναρχικών ορίζει την αρπαγή τροφίμων από τα σουπερμάρκετ “απαλλοτρίωση”. Το ότι δεν χρησιμοποιούν τη λέξη “κλοπή” δείχνει ότι η πράξη τους είναι διαφορετική από την κλοπή. Είναι; Πως το γνωρίζουν; Πως γνωρίζουν ότι δεν αυταπατώνται; Πως γνωρίζουν ότι αυτή η πράξη είναι “απαλλοτρίωση” αλλά εκείνη είναι “κλοπή”; Ποια είναι τα διυποκειμενικά κριτήρια ορθότητας με τα οποία θα αποφασίσουν κάτι τέτοιο;”
Όπως είναι προφανές από τα δύο παραδείγματα πιιστεύετε πως, αν υπήρχε αυτό που ονομάζετε “διυποκειμενικά κριτήρια ορθότητας”, τότε θα αντιλαμβανόντουσαν το σωστό (right). Εδώ έχουμε πρόβλημα. Υπονοείτε με την τοποθέτηση σας ότι υπάρχει μια σωστή ερμηνεία και μια σωστή ηθικά θέση. Και στις δύο περιπτώσεις όμως είναι γνωστή (στα στελέχη και τους αναρχικούς) η “άλλη” θέση. Ότι δηλαδή για άλλους (την πλειοψηφία ή όχι είναι αδιάφορο) οι συγκεκριμένες πράξεις ονομάζονται μίζες και κλοπή. Αυτό όμως είναι ένα άλλο γλωσσικό παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες. Οι συγκεκριμένοι απέχουν από αυτά τά παιχνίδια για διαφορετικούς λόγους. Οι μεν γιατί επιδιώκουν την μεγιστοποίηση των επενδύσεων των μετόχων και την διαφύλαξη της θέσης τους ως παρεπόμενο, οι δε γιατί επιδιώκουν την ανατροπή των κυριαρχουσών δομών. Έτσι κατασκευάζουν το δικό τους γλωσσικό παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες και την δική του ηθική αν θέλετε. Δεν κατασκευάζουν ιδιωτική γλώσσα όμως γιατί αν το έκαναν αυτό, εμείς εδώ, δεν θα μπορούσαμε να ξέρουμε τι εννοούν με τις λέξεις “ωφέλιμη δαπάνη” και “απαλλοτρίωση”. Ενώ εμείς το καταλαβαίνουμε.
Τώρα για το αν υπάρχει σωστή ερμηνεία και σωστή ηθικά θέση. Η όλη συλλογιστική του Βιτγκεντστάιν, όπως αναπτύσσεται στο Philosophical Investigations, ουσιαστικά θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη της “αλήθειας”. Και το κάνει αυτό θέτοντας το θέμα ότι τα όρια της σκέψης μας είναι τα όρια της γλώσσας μας. Άρα, αφού μόνο μέσα στα όρια που μας δίνει η γλώσσα μπορούμε να λειτουργήσουμε, τότε δεν υπάρχει κάτι έξω από την γλώσσα το οποίο η γλώσσα σηματοδοτεί.
Ισχυρίζεται λοιπόν ο Βιτγκενστάιν ότι το πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι ακριβώς αυτό. Κάθε φιλοσοσφική “ερμηνεία” των φαινομένων στην ουσία είναι ένα άλλο γλωσσικό παιχνίδι. Εν τέλει δηλαδή (και σε αυτό το επιχείρημα πατάει όλο το οικοδόμημα του μεταστρουκτουραλισμού) δεν υπάρχει μία αλήθεια, ένα σωστό και ένα λάθος. Ή αν υπάρχει δεν μας απασχολεί διότι δεν μπορεί να παρουσιαστεί μέσα στο όρια της γλώσσας. Αυτό ακριβώς λέει στην τλελευταία παράγραφο του Tractatus: Whereof one cannot speak, thereof one must be silent.
όσο συνεχίζεται η “παπαρολογία” οι άλλοι συνεχίζουν τις¨”δουλείτσες” τους…