Έχει αυξηθεί πραγματικά η ανισότητα εισοδήματος στις Η.Π.Α;
Σεπ 16th, 2008 | Alan Reynolds| Κατηγορία: Επιστήμες, Μεταφράσεις, Οικονομικά | Email This Post | Print This Post |Γίνονται συχνά παράπονα για την αύξηση της ανισότητας εισοδήματος στις Η.Π.Α. τις πρόσφατες δεκαετίες. Εκτιμήσεις αύξουσας ανισότητας οι οποίες αναφέρονται ευρέως στα μέσα βασίζονται συχνά στα στοιχεία φορολογικών δηλώσεων του ομοσπονδιακού φόρου εισοδήματος. Αυτά τα στοιχεία φαίνεται να δείχνουν ότι το μερίδιο του αμερικάνικου εισοδήματος που ανέβηκε στο ανώτατο 1% (τα άτομα με τα μεγαλύτερα εισοδήματα) έχει αυξηθεί σημαντικά από την δεκαετία του ‘70.
Παρόλα αυτά, έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές στους κανόνες φορολογίας με τον καιρό, οι οποίες έκαναν μια δραματική διαφορά στο τι αναφέρεται ως εισόδημα στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις. Αλλαγές στους φόρους προκάλεσαν χιλιάδες επιχειρήσεις να μεταβούν από το να κατατάσσονται στο επιχειρησιακό φορολογικό σύστημα στο ατομικό φορολογικό σύστημα. Στελέχη επιχειρήσεων μετέβηκαν από το να δέχονται τις επιλογές αποθεμάτων να φορολογούνται σαν κέρδη κεφαλαίου σε μη καταρτισμένες επιλογές αποθεμάτων, που φορολογούνται σαν μισθοί. Η τεράστια ανάπτυξη στα σχέδια αποταμιεύσεων ευνοούμενα από την φορολογία, όπως το 401 (k)s, οδήγησε σε δισεκατομμύρια δολαρίων από εισόδημα επενδύσεων να εξαφανίζονται από τις φορολογικές δηλώσεις. Εν τω μεταξύ, μελέτες της ανισότητας εισοδήματος οι οποίες βασίζονται σε στοιχεία φορολογικών δηλώσεων συνήθως εξαιρούν εμβάσματα, κάτι το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα την υπερβολή των μεριδίων εισοδήματος που έλαβαν αυτοί στην κορυφή, αγνοώντας τα αυξανόμενα ποσά εισοδήματος στον πάτο.
Μετρήσεις της ανισότητας έχουν επίσης επηρεαστεί από μεγάλες μειώσεις στα ποσοστά του φόρου εισοδήματος, ειδικά το 1986. Εκτιμήσεις πολλών οικονομολόγων δείχνουν ότι το δηλωμένο εισόδημα των φορολογούμενων υψηλού εισοδήματος αντιδρά ιδιαίτερα στα ποσοστά φορολογίας. Όταν τα μεγαλύτερα ποσοστά φορολογίας στους μισθούς ή τα κέρδη κεφαλαίων πέφτουν, τα δηλούμενα εισοδήματα αυξάνουν, και ένα μεγαλύτερο τμήμα των εισοδημάτων αυτών που είναι στην κορυφή φαίνεται στις φορολογικές δηλώσεις. Διεθνείς συγκρίσεις δείχνουν ότι το μερίδιο δηλωμένου εισοδήματος αυτών στην κορυφή έχει αυξηθεί περισσότερο όπου τα ποσοστά εισοδήματος έχει μειωθεί το περισσότερο (τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδία) και έχει αυξηθεί το λιγότερο όπου τα ποσοστά φορολογίας έχουν παραμείνει πολύ υψηλά (Γαλλία και Ιαπωνία).
Συνοπτικά, μελέτες βασισμένες σε στοιχεία φορολογικών δηλώσεων παρέχουν ιδιαίτερα παραπλανητικές συγκρίσεις των αλλαγών στην κατανομή εισοδήματος εξαιτίας των δραματικών αλλαγών στους κανόνες φορολογίας και φορολογικών δηλώσεων τις πρόσφατες δεκαετίες. Πέρα από τα αναπάντεχα κέρδη από τις επιλογές μετοχών κατά την διάρκεια της χρηματιστηριακής έκρηξης του τέλους της δεκαετίας του 90, υπάρχουν λίγες αποδείξεις μιας σημαντικής ή διατηρούμενης αύξησης στην ανισότητα των εισοδημάτων, μισθών, κατανάλωσης ή πλούτου στις Η.Π.Α. τα τελευταία 20 χρόνια.
Εισαγωγή
Κύριες εφημερίδες και περιοδικά αναφέρουν επανειλημμένα ότι το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που έλαβε το ανώτατο 1 % στις Ηνωμένες Πολιτείες (οι χοντρικά 1,3 εκατομμύριο φορολογικές δηλώσεις με τα μεγαλύτερα αναφερόμενα εισοδήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες) έχει αυξηθεί γιγαντιαία και συνεχώς από την δεκαετία του 70. Από τις πολλές δύσκολες στατιστικές που χρησιμοποιήθηκαν για να επηρεάσουν την κοινή αντίληψη και πολιτική, αυτή είναι σίγουρα η πιο συχνά επαναλαμβανόμενη και η λιγότερο συχνά κατανοητή.
Τον Φεβρουάριο του 2006, ο Economist σημείωσε πως ο Thomas Piketty (της Ecole Normale Supérieure στο Παρίσι) και ο Emmanuel Saez (του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλευ) είχαν «υπολογίσει μια μακροπρόθεσμη κατανομή του εισοδήματος στην Αμερική από πληροφορίες πάνω στις φορολογικές δηλώσεις. Η τελευταία τους μελέτη δείχνει ότι το ανώτατο 1 % των αμερικάνων λαμβάνουν τώρα 15 % όλου του εισοδήματος, πάνω από το 8 % την δεκαετία του ‘60 και του ‘70.»1 Τον Ιούνιο, ένα άλλο άρθρο στον Economist ανέφερε την ίδια μελέτη και συμπέραινε: «Η μία πραγματικά συνεχής τάση τα τελευταία 25 χρόνια ήταν προς μια μεγαλύτερη συγκέντρωση του εισοδήματος στην κορυφή.»2
Μετά από 35 χρόνια συγγραφής πάνω σε οικονομικά θέματα, δεν θυμάμαι άλλες ιδιωτικές και ανεπίσημες εκτιμήσεις να έχουν επαναληφθεί τόσο ευρέως και μη κριτικά όσο τις εκτιμήσεις των Piketty – Saez στα μερίδια εισοδήματος του ανώτατου 1%. Ο αρθρογράφος με επιρροή της New York Times, Paul Krugman, ντουμπλάρει τους Piketty και Saez, «τους κορυφαίους ειδικούς στις μακροπρόθεσμες τάσεις για ανισότητα» και τους παραθέτει ασταμάτητα.3 Ψάχνοντας στο Google για «Emmanuel Saez» στις αρχές του Οκτώβρη έβρισκε 51.700 δημοσιεύσεις, συμπεριλαμβανομένων 871 που είχαν σχέση με την New York Times. Παρόμοιες αναζητήσεις παρήγαγαν 814 συνενωμένες αναφορές στον Saez και την Washington Post, 568 για την Wall Street Journal, 375 για την Financial Times και 319 για την USA Today.
Άλλοι οικονομολόγοι έχουν συγκεντρώσει εκτιμήσεις της κατανομής εισοδήματος βασισμένες σε στοιχεία φορολογικών δηλώσεων, συμπεριλαμβανομένων οικονομολόγων στο Congressional Budget Office. Ποικίλες εκτιμήσεις της αναλογίας των ανώτατων εισοδημάτων με τα συνολικά εισοδήματα είχαν ουσιαστικές διαφορές εξαιτίας αυτού που μέτρησε ως εισόδημα για το ανώτατο 1 % (ο αριθμητής) και αυτού που μέτρησε σαν εισόδημα του έθνους (ο παρονομαστής). Υιοθετώντας το ευρύτερο μέτρο που μπορεί να φανταστεί κανείς για το εισόδημα στην κορυφή και το πιο περιορισμένο για όλων των άλλων, το μερίδιο που πηγαίνει στο ανώτατο 1 % μπορεί εμφανιστεί αποπλανητικά μεγάλο και αυξανόμενο.4
Οι αριθμοί των Piketty – Saez είναι με διαφορά οι πιο δημοφιλείς εκτιμήσεις της κατανομής εισοδήματος ανάμεσα στους ρεπόρτερ, συντακτικούς συγγραφείς και αρθρογράφους. Η αρχική μελέτη των συγγραφέων κάλυψε τα έτη από το 1913 ως το 1998 (εν συνεχεία ανανεωμένη ως το 2001), χρησιμοποιώντας λεπτομερή μικροστοιχεία από την Internal Revenue Service.5 Παρήγαγαν επίσης πιο πρόσφατες εκτιμήσεις για το 2002 ως το 2004 που δεν τις πήραν από αυτά τα μικροαρχεία αλλά «εκτιμήθηκαν από τους δημοσιευμένους πίνακες IRS», οι οποίοι δείχνουν τις φορολογικές δηλώσεις ομαδοποιημένες κατά την ευρεία κατηγορία εισοδήματος. Οι Piketty και Saez υποστηρίζουν ότι «τα κατώτατα όρια [ορίζοντας το ανώτατο 1 % και άλλα κλασματικά ή ομάδες] είναι συνήθως πολύ κοντά στο ένα κατώτατο όριο των κατηγοριών εισοδήματος.»6 Εάν είναι έτσι, υποστηρίζουν, «μπορεί να χρησιμοποιηθεί τις καθιερωμένες τεχνικές παρεμβολής Pareto για να εκτιμήσει τα κατώτατα όρια των κλασμάτων εισοδήματος και τα επίπεδα εισοδήματος της κατανομής της φορολογικής μονάδας του καθαρού εισοδήματος.»7 Με άλλα λόγια, τα μερίδια εισοδήματος Piketty – Saez για το 2002 – 2004 είναι μόνο εκτιμήσεις, παρά πραγματικά στοιχεία IRS.
Αυτή η εργασία αναθεωρεί τις εκτιμήσεις των μεριδίων εισοδήματος του ανώτατου 1 %, συμπεριλαμβανόμενων των αριθμών των Piketty και Saez και του CBO. Βρίσκει πως η ισότητα εισοδήματος που βασίζονται σε στοιχεία που έχουν αναφερθεί στις ομόσπονδες φορολογικές δηλώσεις μπορούν να είναι ιδιαίτερα παραπλανητικά. Ο πίνακας 1 αριθμεί επτά κύριους παράγοντες που έχουν διαστρεβλώσει σοβαρά τις μετρήσεις της ανισότητας εισοδήματος τις πρόσφατες δεκαετίες. Οι παρακάτω τομείς εξετάζουν αυτούς τους παράγοντες και συζητούν τον βαθμό κατά τον οποίο έχουν επηρεάσει δημοσιευμένα στοιχεία ανισότητας.
Μειώσεις φόρων και η Μετατροπή από Εισόδημα Επιχειρήσεως σε Ατομικό Εισόδημα
Ο Economist έχει απεικονίσει την εμφανή αύξηση στο μερίδιο του ανώτατου 1 % ως μια «πραγματικά συνεχή τάση».8 Αλλά αυτό δεν είναι αυτό που δείχνουν πραγματικά τα στοιχεία. Αντ’ αυτού, το αναφερόμενο εισόδημα του ανώτατου 1 % έχει αλλάξει ταχύτατα σε περιόδους κατά τις οποίες άλλαξαν οι κανόνες φορολογίας. Η εργασία του 2001 των Piketty και Saez εξήγησε ξεκάθαρα πως «ένα σημαντικό μέρος του κέρδους [στα μερίδια ανώτατου εισοδήματος] είναι επικεντρωμένο σε δυο χρονιές, το 1987 και το 1988, αμέσως μετά την Πράξη Φορολογικής Αναθεώρησης του 1986.»9
Το μερίδιο του ανώτατου 1 % έκανε άλμα από το 9,1 % το 1985 και το 1986, όταν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας ήταν 50 %, στο 13,2 % το 1988 όταν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας έπεσε στο 28 %. Αυτό δεν ήταν ένα ξαφνικό διετές ξέσπασμα ανισότητας. Ήταν μια ξαφνική αύξηση του υψηλού εισοδήματος που δηλώθηκε στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις αντί να παραμείνει κρυφό, να αναβληθεί ή να δηλωθεί στις φορολογικές δηλώσεις επιχειρήσεων. Δραματικές αλλαγές στους νόμους της φορολογίας έχουν αλλάξει τον τρόπο που δηλώνεται το εισόδημα στις φορολογικές δηλώσεις με τον καιρό.
Όπως συζητείται παρακάτω, πολλές μελέτες της ελαστικότητας (αντιδραστικότητας) του αναφερόμενου εισοδήματος στις αλλαγές στα οριακά ποσοστά φόρου από τον Emmanuel Saez και άλλους δείχνουν πως όταν τα υψηλότερα ποσοστά φόρων μειώνονται, το ποσό του εισοδήματος που δηλώνεται στις φορολογικές δηλώσεις αυξάνει. Η διετής έκρηξη του εισοδήματος που δηλώθηκε από το ανώτατο 1 % είναι επομένως ακριβώς αυτό που οι οικονομολόγοι θα είχαν αναμείνει να συμβεί μετά από την μείωση του ανώτατου ποσοστού φορολογίας από το 50 % τι 1986 στο 37,5 % το 1987 και στο 28 % το 1988.10
Ένας προφανής λόγος για το κύμα στα ανώτατα εισοδήματα μετά το 1986 είναι καλά γνωστός στους οικονομολόγους, συμπεριλαμβανομένου και του Saez, όμως δεν αναφέρεται ποτέ από τους δημοσιογράφους που αναφέρουν αυτά τα νούμερα. «Φαίνεται ξεκάθαρο» έγραψε ο Saez το 2004, «ότι η απότομη και χωρίς προηγούμενο αύξηση στα εισοδήματα από το 1986 ως το 1988 σχετίζεται με την μεγάλη μείωση στα οριακά ποσοστά φορολογίας που συνέβη κατά την διάρκεια αυτών των ετών.»11 Ένας λόγος για τον οποίο συνέβη αυτό, εξήγησε, ήταν η εισοδηματική μετατροπή από τις φορολογικές δηλώσεις επιχειρήσεων (επιχειρήσεις δηλωμένες ως Επιχειρήσεις C) σε ατομικές φορολογικές δηλώσεις (επιχειρήσεις που δηλώνουν ως S και άλλες επιχειρησιακές δομές):
Πριν από την δεκαετία του 80, το εισόδημα των επιχειρήσεων S ήταν εξαιρετικά μικρό, όπως εκ των πραγμάτων η συνηθισμένη μορφή Επιχείρησης C ήταν πιο πλεονεκτική για ατομικούς ιδιοκτήτες υψηλού εισοδήματος επειδή το ανώτατο ατομικό ποσοστό φορολογίας ήταν πολύ υψηλότερο από το επιχειρησιακό ποσοστό φορολογίας και οι φόροι στα κέρδη κεφαλαίου ήταν σχετικά χαμηλοί. Το εισόδημα των Επιχειρήσεων S αυξάνει ραγδαία από το 1986 ως το 1988 και αυξάνει αργά μετέπειτα. Η ραγδαία αύξηση στο εισόδημα των Επιχειρήσεων S αμέσως μετά το TRA1986 σίγουρα αντικατοπτρίζει σε μεγάλο μέρος μια αλλαγή στο status των επιχειρήσεων από C σε S για να επωφεληθούν από τα χαμηλότερα ατομικά ποσοστά.12
Ακόμα και πριν από τις φορολογικές αλλαγές του 1986, οι συγχρονισμένες μειώσεις στα ποσοστά φορολογίας κάτω από την Economic Recovery Tax Act του 1981 «παρήγαγαν μια ξαφνική έξαρση του εισοδήματος των επιχειρήσεων S (το οποίο ήταν αμελητέο μέχρι το 1981)… Σχεδόν όλη η αύξηση στα ανώτατα εισοδήματα από το 1981 ως το 1984… είναι επίσης αποτέλεσμα στο κύμα αύξησης του εισοδήματος στις Επιχειρήσεις S» σύμφωνα με τον Saez.13
Στα τέλη της δεκαετίας του 70, το ανώτατο ποσοστό φορολογίας των ιδιωτών ήταν 70 % στο φορολογήσιμο εισόδημα πάνω από περίπου 100.000 δολάρια (για αυτούς που συμπληρώνουν δήλωση μόνοι).14 Τα ποσοστά φορολογίας για τις επιχειρήσεις ήταν χαμηλότερα – 46 % στα εισοδήματα πάνω από 100.000 δολάρια και μειωμένα ποσοστά για κάτω από αυτό το επίπεδο.15 Τα πολύ υψηλότερα ποσοστά φορολογίας στις επιχειρήσεις που συμπληρώνουν δηλώσεις σύμφωνα με τον φορολογικό κώδικα για τους ιδιώτες παρείχε ένα ισχυρό κίνητρο για αυτούς που είχαν ευμεγέθη εισόδημα επιχειρήσεως (όπως επαγγελματίες και αγρότες) να δηλώσουν ως συνηθισμένες Επιχειρήσεις C.
Όταν τα ποσοστά φορολογίας των ιδιωτών μειώθηκαν μετά τις φορολογικές αλλαγές του 1981 και πάλι μετά τις φορολογικές αλλαγές του 1986, αυτό παρείχε ένα ισχυρό κίνητρο να μετατρέψουν τις δηλώσεις εισοδήματος των επιχειρήσεων στις δηλώσεις των επιχειρήσεων κάνοντας δήλωση σαν Επιχειρήσεις S, επιχειρήσεις περιορισμένης ευθύνης (LLCs), συνεργασίες ή ιδιοκτησίες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα κέρδη των επιχειρήσεων ρέουν προς ατομικές δηλώσεις παρά να φορολογούνται σε εταιρικό επίπεδο σε εταιρικές φορολογικές δηλώσεις.
Ένα αποτέλεσμα είναι πως αυτοί που επιχειρούν να μετρήσουν τα εισοδήματα από αυτά που έχουν δηλωθεί σε ατομικές φορολογικές δηλώσεις μπορεί λανθασμένα να δουν αυτές τις μεγάλες αυξήσεις στην κορυφή σαν πραγματικές αλλαγές στα εισοδήματα των αμερικάνων. Αντ’ αυτού, ήταν απλά το αποτέλεσμα μια αλλαγής της κράτησης βιβλίων στον τρόπο με τον οποίο δηλώνονται τα εισοδήματα. Η μετατροπή του εισοδήματος από εταιρικές δηλώσεις σε ατομικές δηλώσεις δεν έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους – έκανε απλά περισσότερο από το εισόδημά τους να φαίνεται σαν «ατομικό εισόδημα» στις εκτιμήσεις του CBO και των Piketty-Saez.
Το Διάγραμμα 1 ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων μέτρησαν για πάνω από 27 % του εισοδήματος του ανώτατου 1 % που αναφέρθηκε στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις από το 2002, παραπάνω από το μόλις 7,8 το 1981. Το μεγαλύτερο μέρος από την ευρέως δηλωμένη αύξηση στο μερίδιο του ανώτατου 1 % οφειλόταν απλά σε αυτή την αλλαγή των φορολογικών δηλώσεων από εταιρικές σε ατομικές αφού τα ποσοστά ατομικής φορολογίας έπεσαν. Όπως εξήγησε η οικονομολόγος για την Internal Revenue Service, Kelly Luttrell:
Η μακροπρόθεσμη αύξηση των δηλώσεων των Επιχειρήσεων S ενθαρρύνθηκε από τέσσερις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις: την Tax Reform Act του 1986, την Revenue Reconciliation Act του 1990, την Revenue Reconciliation Act του 1993 και την Small Business Protection Act του 1996 [η οποία επέτρεψε στις τράπεζες να κατατάσσονται σαν Subchapter Επιχειρήσεις S]. Υποβολές δηλώσεων Επιχειρήσεων S έχουν αυξηθεί κατά ένα ετήσιο ποσοστό κοντά στο 9,0 % ΄μετά από την θέσπιση της Tax Reform Act του 1986. Κατά την ίδια περίοδο, οι φορολογήσιμες [Subchapter-C] επιχειρήσεις είχαν μια μέση ετήσια μείωση 1,3 %16
Το ευρύτερο πρόβλημα του να στηρίζεται κάποιος στα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων ενώ αγνοεί αλλαγές που έχει προκαλέσει η φορολογία στην δήλωση του εισοδήματος έχει αναγνωριστεί από τους οικονομολόγους Jagadeesh Sivadasan και Joel Slemrod. Έχουν προειδοποιήσει κατά «μελετών της ανισότητας των μισθών που βασίζονται σε στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να μολυνθούν από συμπεριφορά που αλλάζει το εισόδημα εξαιτίας του φορολογίας.»17 Μερικές από τις πιο δραματικές αντιδράσεις στα χαμηλότερα ποσοστά φορολογίας την δεκαετία του 80 περιέλαβε τρεις τύπους «μετακίνησης εισοδήματος»: (1) μετακινήσεις ανάμεσα σε εταιρικές και ατομικές φορολογικές δηλώσεις, όπως έχει σημειωθεί, (2) μετακινήσεις ανάμεσα σε κίνητρα για επιλογές αποθέματος και περιορισμένο απόθεμα φορολογούμενο σαν κέρδη κεφαλαίου και μη καταρτισμένες επιλογές αποθέματος φορολογούμενες σαν μισθοί, και (3) μετακινήσεις ανάμεσα στο να δηλώνεται το εισόδημα επενδύσεων στις φορολογικές δηλώσεις και το να εκτρέπεται σε λογαριασμούς αποταμίευσης που αναβάλλονται από την φορολογία.
Εδώ προσαρμόζω μόνο για την πρώτη ποικιλία μετακίνησης εισοδήματος, αλλά ο Πίνακας 2 δείχνει ότι αυτή η προσαρμογή είναι αρκετή για να αφήσει σχεδόν καμία αύξηση στο εισόδημα του ανώτατου 1 % ανάμεσα στο 1988 και το 2003. Η πρώτη στήλη του Πίνακα 2 δείχνει τα στοιχεία των Piketty-Saez που απεικονίζουν μια προφανή αύξηση στο μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 %. (Σημειώστε ότι η εκτίμησή τους για το 2004 φαίνεται σχετικά ανώμαλη, όπως συζητείται παρακάτω).
Η δεύτερη στήλη του Πίνακα 2 δείχνει τις εκτιμήσεις των Piketty-Saez για το μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 % προσαρμοσμένες για να εξαιρούν το αυξανόμενα υπερμέγεθες μερίδιο του εισοδήματος στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις το οποίο προέρχεται από Επιχειρήσεις S, LLCs και άλλες επιχειρήσεις. Ο αυξανόμενος αριθμός και μέγεθος των επιχειρήσεων που δηλώνουν σύμφωνα με την ατομική φορολογία έκανε μικρή διαφορά στο μερίδιο του ανώτατου 1 % μέχρι το 1987. Μέχρι το 2004, παρόλα αυτά, αυτός ο τύπος μετατροπής εισοδήματος πρόσθεσε 4 % στο μερίδιο του ανώτατου 1 %. Εν συντομία, οι μετατροπές ανάμεσα στα εταιρικά και τα ατομικά φορολογικά συστήματα μέτρησε για παραπάνω από το μισό από την φαινομενική αύξηση στο μερίδιο του εισοδήματος του ανώτατου 1 % από το 1986.
Αυτή η αλλαγής στην κράτηση βιβλίων συσχετισμένη με το που δηλώνουν οι επιχειρήσεις το εισόδημά τους είναι μόνο ένας παράγοντας από τους πολλούς που διαστρεβλώνει τις συχνο-αναφερόμενες μετρήσεις της ανισότητας του εισοδήματος. Αλλά αυτός ο παράγοντας από μόνος του κάνει νόμιμη την χρήση ατομικών στοιχείων φορολογίας εισοδήματος για την σύγκριση μεριδίων εισοδήματος με τον χρόνο, ειδικά πριν από τις μνημειώδεις αλλαγές στους φορολογικούς νόμους του 1981 και του 1986.
Αυξανόμενα Αόρατο Εισόδημα Επενδύσεων
Μια ποικιλία παραγόντων χρησίμευσαν για να καταπιέσουν τον παρονομαστή της αναλογίας των ανώτατον εισοδημάτων με τα συνολικά εισοδήματα τις πρόσφατες δεκαετίες. Εάν μεγάλα ποσά εισοδήματος για αυτούς που είναι κοντά στον πάτο και το μέσο δεν αναφέρονται στις φορολογικές δηλώσεις, αυτό σημαίνει το μερίδιο εισοδήματος αυτών στην κορυφή μεγαλοποιείται. Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας εν προκειμένω είναι πως πριν από την δεκαετία του 80 σχεδόν όλο το εισόδημα από τις επενδύσεις (μερίσματα, τόκοι και κέρδη κεφαλαίου) αναφερόταν στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις.18 Αλλά τα πρόσφατα έτη, ένα αυξανόμενα μεγάλο μερίδιο του μεσαίου εισοδήματος από απολαβές επενδύσεων έχει καλυφθεί σε ευνοούμενους από την φορολογία λογαριασμούς, όπως τον 401(k)s, τους Individual Retirement Arrangements (IRAs) και 529 σχέδια αποταμιεύσεων κολεγίων. Το κέρδος επενδύσεων που προκύπτει από σχέδια αποταμιεύσεων ευνοούμενα από την φορολογία δεν καταγράφεται στις φορολογικές δηλώσεις.
Η συγκέντρωση κερδών μέσα σε σχέδια αποταμιεύσεων ευνοούμενα από την φορολογία είναι εισόδημα με την ίδια ακριβώς έννοια με την οποία τα φορολογήσιμα κέρδη κεφαλαίου, τα μερίσματα και οι τόκοι είναι εισόδημα. Εντούτοις, αυτό το εισόδημα επενδύσεως δεν είναι πλέον ορατό στις φορολογικές δηλώσεις, όπως ήταν το περισσότερο εισόδημα επενδύσεως των οικογενειών με μεσαίο εισόδημα την δεκαετία του 70 και πριν. Αυτός ο παράγοντας έχει με αυτόν τον τρόπο μεγαλοποιήσει την αύξηση στο μερίδιο του ανώτατου εισοδήματος παραλείποντας ένα αύξοντα τμήμα του παρανομαστή. Αντιθέτως, ο όγκος του εισοδήματος επενδύσεως αυτών στο ανώτατο 1 % αναφέρεται ακόμα στις φορολογικές δηλώσεις, γιατί το περισσότερο από αυτό είναι φορολογήσιμο και όχι μέσα στους διάφορους λογαριασμούς που ευνοούνται από την φορολογία όπως οι IRAs και οι 401(k)s.
Όταν δημιουργούνταν διάφοροι λογαριασμοί ευνοούμενοι από την φορολογία και επεκτάθηκαν τις πρόσφατες δεκαετίες, υπήρχε μια ζωηρή συζήτηση για την έκταση κατά την οποία συνεισφορές σε τέτοιους λογαριασμούς θα αντιπροσώπευαν νέες αποταμιεύσεις ή μετακινήσεις εισοδήματος – μεταφορές υπαρχόντων αποταμιεύσεων από φορολογήσιμους λογαριασμούς σε αναβαλλόμενους ή εξαιρούμενους από την φορολογία λογαριασμούς. Δεν υπήρχε σοβαρή διαφωνία, παρόλα αυτά, το ότι θα υπήρχε υπολογίσιμη μετακίνηση εισοδήματος για πολλά χρόνια. Κι όμως αυτή η ποικιλία μετακίνησης εισοδήματος, παρά την πολύ μεγάλη της κλίμακα, δεν έχει αναφερθεί πιο πριν σε συζητήσεις για τη εγκυρότητα της χρήσης στοιχείων φορολογίας για την εκτίμηση αλλαγών στην κατανομή του συνολικού εισοδήματος μέσα σε πολλές δεκαετίες – συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος από αποταμιεύσεις όσο και την εργασία.
Η εργασία του 2001 των Piketty και Saez δεν ανέφερε λογαριασμούς αποταμίευσης συνταξιοδότησης, αλλά μόνο στο πλαίσιο μίας μορφής εισοδήματος επενδύσεως (μερίσματα) και μόνο σε σχέση με τα μερίδια ανώτατου εισοδήματος (ο αριθμητής). Παρατήρησαν:
Η αναλογία των μερισμάτων που αναφέρθηκε στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις με τα προσωπικά μερίσματα στα National Accounts έχει μειωθεί συνεχώς… σε λιγότερο από 40 % το 1995. Αλλά η ουσία είναι πως αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη χρηματοδοτούμενων σχεδίων συντάξεων και λογαριασμούς αποταμίευσης συνταξιοδότησης μέσω των οποίων άτομα λαμβάνουν μερίσματα τα οποία δεν αναφέρονται ποτέ ως μερίσματα στις φορολογικές δηλώσεις. Για αυτούς που κερδίζουν τα μεγαλύτερα εισοδήματα, αυτή η επιπλέον πηγή μερισμάτων είναι πιθανόν να είναι πολύ μικρή σε σχέση με τα μερίσματα που αναφέρονται στις φορολογικές δηλώσεις.19
Κι όμως, τέτοια αόρατα μερίσματα δεν είναι μικρά για αυτούς που δεν κερδίζουν τα υψηλότερα εισοδήματα. Και αυτό είναι επίσης αλήθεια για τα αναβαλλόμενα ή εξαιρούμενα από τους φόρους κέρδη κεφαλαίου και εισοδήματα τόκων των αποταμιευτών μεσαίου εισοδήματος που είναι επίσης μη αναφερόμενα στις φορολογικές δηλώσεις.
Ο οικονομολόγος James Poterba του M.I.T. εκτιμά πως αυτοί στην (μεσαία) 28 % φορολογική κατηγορία κατείχαν το 32,1 % του ενεργητικού τους σε λογαριασμούς εξαιρούμενους από τους φόρους το 1998.20 Αντιθέτως, ο οικονομολόγος Arthur Kennickel του Federal Reserve Board εκτιμά πως το 2001 το ανώτατο 1 % των πλουτοκρατών είχε μόλις 5,5 % του ενεργητικού τους σε τέτοια μη αναφερόμενη μορφή.21
«Το τέλος του 2002», σημειώνει το CBO, «10,1 τρισεκατομμύρια δολάρια ήταν σε αναβαλλόμενα από την φορολογία σχέδια συντάξεως, από τα οποία 9 τρισεκατομμύρια δολάρια ήταν φορολογήσιμα με την ανάληψη.»22 Εάν αυτά τα 10,1 τρισεκατομμύρια δολάρια κέρδιζαν έναν μέτριο τόκο 7 %, τα έσοδα επενδύσεως από μόνα τους θα ήταν 707 δισεκατομμύρια δολάρια τον πρώτο χρόνο – 707 δισεκατομμύρια δολάρια τα οποία δεν θα μπορούσαν να φανούν σε μελέτες βασισμένες στην φορολογία του εισοδήματος που κέρδισαν αυτοί που κατέχουν τέτοιους λογαριασμούς. Μεγάλο μέρος του θα φαινόταν τελικά σαν συνηθισμένο εισόδημα κατά την ανάληψη, αλλά συνήθως όχι για πολλά χρόνια (ή γενιές, καθώς κληρονόμοι δεν χρειάζεται να αντλήσουν ένα κληροδοτημένο IRA έως να φτάσουν την ηλικία των 70,5).
Πριν μια ποικιλία σχεδίων αποταμίευσης ευνοημένων από την φορολογία γίνει συνηθισμένη, ουσιαστικά κάθε δολάριο από εισόδημα επένδυσης από τις αποταμιεύσεις των φορολογούμενων μεσαίου εισοδήματος δηλωνόταν σαν φορολογήσιμο εισόδημα, και μετριόταν επομένως σαν εισόδημα από σε μελέτες που χρησιμοποιούν φορολογικές δηλώσεις για να εκτιμήσουν την κατανομή του εισοδήματος την δεκαετία του 70. Σήμερα, αντίθετα, τα περισσότερα κέρδη επενδύσεων από τις αποταμιεύσεις των φορολογούμενων μεσαίου εισοδήματος φορολογούνται σπάνια ή καθόλου. Αυτό κάνει ιδιαίτερα ακατάλληλη την χρήση στοιχείων φορολογίας για την σύγκριση μερίδια εισοδήματος πριν και μετά την έκρηξη των αναβαλλόμενων από την φορολογία λογαριασμών. Το να το κάνει κάποιος αυτό κάνει να φαίνεται σαν οι επενδυτές μεσαίου εισοδήματος να είχαν ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο κερδών κεφαλαίου, μερισμάτων και εισόδημα τόκων την δεκαετία του 70 από αυτό που είχαν την δεκαετία του 90, απλά επειδή αυτές οι επενδύσεις συνήθιζαν να είναι εξ’ ολοκλήρου φορολογήσιμες και τώρα δεν είναι. Η πραγματική αύξηση των εισοδημάτων ανάμεσα στα νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος από την δεκαετία του 70 είναι επομένως ιδιαίτερα υποτιμημένη στα στοιχεία φορολογίας, γιατί ένα αυξανόμενο τεράστιο κομμάτι τους εισοδήματος επενδύσεών τους δεν αναφέρεται πια στις φορολογικές δηλώσεις. Η επακόλουθη στατιστική ψευδαίσθηση συρρικνώνει τον παρονομαστή της αναλογίας του ανώτατου εισοδήματος με το συνολικό εισόδημα με τον καιρό και ως εκ τούτου αυξάνει την φαινόμενη αύξηση στο μερίδιο εισοδήματος που αποκαλύπτεται στο ανώτατο 1 % των ατομικών φορολογικών δηλώσεων.
Όπως ακριβώς το εισόδημα που μετακινείται από το εταιρικό στο ατομικό φορολογικό σύστημα, το εισόδημα, το εισόδημα που μετακινείται από τις αποταμιεύσεις μεσαίου εισοδήματος από φορολογήσιμους σε αναβαλλόμενους από την φορολογία λογαριασμούς οδήγησε σε μια υποτίμηση του ποσού και της αύξησης του εισοδήματος επενδύσεως εκατομμυρίων φορολογούμενων σε όλες τις μελέτες που χρησιμοποιούν μόνο το αναφερόμενο σε φορολογικές δηλώσεις εισόδημα για να εκτιμήσουν το πραγματικό εισόδημα, συμπεριλαμβανόμενων και των μελετών των Piketty-Saez και του CBO. Αυτός ο παράγοντας δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί σαν μετακίνηση εισοδήματος ανάμεσα σε εταιρικές και ατομικές φορολογικές δηλώσεις, αλλά παρουσιάζει ξεκάθαρα ένα τεράστιο και ταχύτατα αυξανόμενο πρόβλημα όσον αφορά στις προσπάθειες εκτίμησης τις τάσεις του εισοδήματος από τις φορολογικές δηλώσεις. Και το κάνει γελοίο να συγκρίνουμε τις σημερινές βασισμένες στην φορολογία εκτιμήσεις κατανομής εισοδήματος με αυτές από την δεκαετία του 70, όταν οι λογαριασμοί εξαιρούμενοι από τη φορολογία για φορολογούμενους μεσαίου εισοδήματος ήταν πρακτικά ανύπαρκτοι. Οι φορολογούμενοι μεσαίου εισοδήματος φαίνονταν να έχουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο από το πριν την φορολογία εισόδημα στα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων της δεκαετίας του 70, απλά επειδή το ετήσιο εισόδημα από τις επενδύσεις τους φορολογούταν, και τώρα το περισσότερο από αυτό είναι απλά αόρατο στις φορολογικές δηλώσεις.
Υπάρχουν και άλλοι τύποι εισοδήματος που έχουν εξαφανιστεί από τις φορολογικές δηλώσεις. Ο βασικός μετρητής του εισοδήματος στις φορολογικές δηλώσεις, το προσαρμοσμένο μεικτό εισόδημα (adjusted gross income – AGI), δεν συλλαμβάνει όλα όσα θα μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν εισόδημα. Επιπλέον, οι φορολογικές δηλώσεις δεν συλλαμβάνουν όλο το AGI, το οποίο είναι προφανές όταν λάβουμε υπ’ όψη ότι οι εκτιμήσεις του AGI που είναι βασισμένες σε στοιχεία προσωπικού εισοδήματος είναι μεγαλύτερες από το AGI που αναφέρεται στις φορολογικές δηλώσεις. Το Bureau of Economic Analysis εκτιμά πως αυτό το «χάσμα AGI» αυξήθηκε από το 9,7 % το 1988 (όταν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας ήταν 28 %), στο 12,7 % το 1994, και στο 14,4 % το 2003.23 Υποθέτοντας προς χάριν παραδείγματος ότι το ανώτατο 1 % μετρούσε για 5 % του χάσματος AGI, αυτό το χάσμα ήταν πολύ μικρό το 1988 για να έχει κάνει μεγάλη διαφορά στο μερίδιο εισοδήματός τους. Μέχρι το 1999, από την άλλη μεριά, αυτή η ίδια υπόθεση θα μείωνε το μερίδιο του ανώτατου 1 % σχεδόν κατά μια ποσοστιαία μονάδα. Το μεγαλύτερο μέγεθος του χάσματος AGI πριν και μετά την Φορολογική Αναθεώρηση του 1986 είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους είναι επικίνδυνο να συγκρίνουμε στοιχεία από φορολογικές δηλώσεις ανάμεσα σε δυο πολύ διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα.
Το ανώτατο 1 % ποιανού πράγματος;
Οι αναφορές των μέσων μαζικής ενημέρωσης για την υποτιθέμενη αύξηση του μεριδίου εισοδήματος στην κορυφή, συμπεριλαμβανομένων και αναφορών στις μελέτες των Piketty-Saez, ποτέ δεν κάνουν τον κόπο να κάνουν την πιο βασική ερώτηση από όλες: το ανώτατο 1 % ποιανού πράγματος;
Οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν πως ότι το «ανώτατο 1 %» και άλλα μερίδια εισοδήματος αναφέρονται στα ανώτατα εκατοστημόρια του εισοδήματος νοικοκυριών ή οικογενειών. Ο αρθρογράφος της New York Times, Paul Krugman, έγραψε: «Σύμφωνα με τους Piketty και Saez… το 1998 το ανώτατο 0,01 % έλαβε περισσότερο από το 3 % όλου το εισοδήματος. Αυτό σήμαινε πως οι 13.000 πλουσιότερες οικογένειες στην Αμερική είχαν περίπου τόσο εισόδημα όσο τα 20 εκατομμύρια φτωχότερα νοικοκυριά.»24 Κι όμως τα διαγράμματα των Piketty-Saez δεν αναφέρονται ούτε σε νοικοκυριά ούτε σε οικογένειες (ακόμα λιγότερο και στα δυο) – αναφέρονται σε «φορολογικές μονάδες», το οποίο μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό.
Οι Piketty και Saez υπογραμμίζουν πως «το μεσαίο εισόδημα των νοικοκυριών είναι περίπου 28 % ψηλότερο από το μεσαίο εισόδημα μιας φορολογικής μονάδας.»25 Σε κάποιες περιπτώσεις οι διαφορές είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτό. Δυο άτομα μη παντρεμένα που δουλεύουν και συζούν καθιστούν ένα νοικοκυριό αλλά δυο φορολογικές μονάδες. Το εισόδημα του νοικοκυριού τους θα μπορούσε να είναι διπλάσιο από το εισόδημά τους ανά φορολογική μονάδα. Η σκεφτείτε ότι παιδιά με εισόδημα επενδύσεως πάνω από 750 δολάρια υποχρεώνονται να καταθέσουν φορολογική δήλωση, με αποτέλεσμα να φαίνονται σαν υπερβολικά φτωχές «φορολογικές μονάδες» στα διαγράμματα των Piketty-Saez, ακόμα και αν είναι απίθανο να ζουν σε φτωχές οικογένειες.
Δείχνοντας τα στοιχεία των Piketty-Saez, η προηγούμενη παρατήρηση του Paul Krugman υποστήριξε πως οι 13.000 πλουσιότερες «οικογένειες» έλαβαν «περισσότερο από το 3 % όλου του εισοδήματος». Αλλά αυτές δεν είναι «οικογένειες», είναι φορολογικές μονάδες. Σημειώστε επίσης ότι οι Piketty και Saez δεν μετρούν «όλο το εισόδημα.» Οι συγγραφείς δεν συμπεριλαμβάνουν εισόδημα επιδόματος από την Κοινωνική Προστασία, την Temporary Assistance for Needy Families, το Earned Income Tax Credit, το Supplemental Security Income, ή άλλα κυβερνητικά προγράμματα. Αφού δεν μετριέται όλο το εισόδημα, αυτά τα διαγράμματα δεν μπορούν να μας πουν πιο μερίδιο όλου του εισοδήματος λήφθηκε από αυτούς στην κορυφή.
Το 1970, τα ημερομίσθια και οι μισθοί μετρούσαν για το 65,8 % του προσωπικού εισοδήματος, ενώ πληρωμές μεταφορών μετρούσαν μόνο για το 8,5 %.26 Το 2005, τα ημερομίσθια και ο μισθοί μετρούσαν για το 55,3 % του προσωπικού εισοδήματος, ενώ οι μεταφορές μετρούσαν για το 14,5 %. Επειδή οι πληρωμές μεταφοράς αντιπροσώπευαν ένα αυξανόμενο μερίδιο του συνολικού εισοδήματος, το να αγνοούνται κάνει το μερίδιο του ανώτατου 1 % να φαίνεται πως αυξάνει επειδή ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος των άλλων ανθρώπων δεν μετριέται. Κι όμως δεν υπάρχει λογική αιτία για να εξαιρεθούν αυθαίρετα τέτοια επιδόματα όπως η Κοινωνική Προστασία από το μετρήσιμο εισόδημα, ενώ συμπεριλαμβάνονται συγκρίσιμα επιδόματα από ιδιωτικά σχέδια συνταξιοδότησης.
Το μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 % είναι μια αναλογία – το εισόδημα του ανώτατου 1 % είναι ο αριθμητής και αυτό συν το εισόδημα όλων των άλλων είναι ο παρονομαστής. Το να εξαιρούνται πληρωμές μεταφορών από τον παρονομαστή κάνει το μερίδιο του ανώτατου 1 % να φαίνεται μεγαλύτερο από αυτό που πραγματικά είναι, αλλά κάνει επίσης το μερίδιο του ανώτατου 1 % να φαίνεται έχει αυξηθεί περισσότερο από την πραγματικότητα επειδή οι πληρωμές μεταφοράς έχουν μετρήσει για ένα αυξανόμενο μερίδιο του πραγματικού συνολικού εισοδήματος (ο παρονομαστής).
Τάσεις του μεριδίου εισοδήματος από την δεκαετία του 80
Ο Πίνακας 3 παρουσιάζει στοιχεία που καλύπτουν από το 1981 ως το 2004 για να υπογραμμίσουν τα αποτελέσματα των πληρωμών μεταφορών και κερδών κεφαλαίου στο μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 %. Η στήλη 1 στον πίνακα δείχνει τα στοιχεία του CBO για το μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 % συμπεριλαμβανομένων και των κερδών κεφαλαίου.27 Για γίνουν αυτοί οι αριθμοί του CBO περισσότερο συγκρίσιμοι με αυτούς των Piketty και Saez, η στήλη 2 χρησιμοποιεί στοιχεία κερδών κεφαλαίου από τους Piketty και Saez για να προσεγγίσει αυτό που το CBO εκτιμά πως θα ήταν εάν εξαιρούσαν τα κέρδη. Συμπεριλαμβάνοντας ρευστοποιημένα κέρδη κεφαλαίου προκαλεί μεγάλη ποικιλότητα στα στοιχεία – προσθέτει 4,3 % εκατοστιαίες μονάδες στο μερίδιο του ανώτατου 1 % το 1986 και 2,6 μονάδες το 2000.
Σημειώστε πως τα στοιχεία του CBO συμπεριλαμβάνουν πληρωμές μεταφορών. Με αυτόν τον τρόπο τα προσαρμοσμένα στοιχεία του CBO στην στήλη 2 μπορούν να συγκριθούν με τα στοιχεία των Piketty και Saez στην στήλη 4, η οποία εξαιρεί επίσης κέρδη κεφαλαίου και συμπεριλαμβάνει πληρωμές μεταφορών.
Καμία από τις δυο σειρές CBO δεν δείχνουν κάποια σημαντική αύξηση στο μερίδιο του ανώτατου 1 % ανάμεσα στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και τα πιο πρόσφατα χρόνια. Αυτοί που είναι αποφασισμένοι να βρούνε μια ανοδική «τάση» μπορούν πάντα να επιλέξουν κάποια ζευγάρια ετών για να δημιουργήσουν αυτή την εντύπωση. Θα άρχιζαν απλά με μια χρονιά κατά την οποία ο αριθμός ήταν σχετικά χαμηλός (όπως το 1989 ή το 1994 στην σειρά των Piketty και Saez), θα τελείωναν με μια χρονιά κατά την οποία ήταν ασυνήθιστα υψηλός, και θα έδειχναν την αλλαγή του ποσοστού ανάμεσά τους.
Η σειρά του CBO που συμπεριλαμβάνει αυξήσεις κερδών κεφαλαίου στο τέλος της δεκαετίας του 1990 εξαιτίας της χρηματιστηριακής έκρηξης. Αλλά ακόμα και η σειρά χωρίς τα κέρδη κεφαλαίου αυξάνει με την χρηματιστηριακή έκρηξη, το οποίο πιθανότατα αντικατοπτρίζει την εξάπλωση των μην καταρτισμένων επιλογών αποθεμάτων που δόθηκαν μετά το 1986, οι περισσότερες από τις οποίες ασκήθηκαν πολύ μετά από την ανάκαμψη των μετοχών από την ύφεση του 1991. Ο νόμος για την φορολογία του 1993 συνεισέφερε στην αύξηση τέτοιων επιλογών αποθεμάτων ανάμεσα στα ανώτατα στελέχη επειδή οι επιχειρήσεις μπορούσαν να συνάγουνε το κόστος των ασκούμενων επιλογών αλλά όχι των μισθών πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια.
Οι δυο τελευταίες στήλες του Πίνακα 3 είναι οι πιο σημαντικές, και φαίνονται επίσης στο Διάγραμμα 2. Η στήλη 4 (Piketty-Saez με πληρωμές μεταφορών) προσθέτει απλά πληρωμές μεταφορών (από τα στοιχεία προσωπικού εισοδήματος του Bureau of Economic Analysis) στην μέτρηση των Piketty-Saez του συνολικού εισοδήματος. (Αυτό συμπεριλαμβάνει το πληρωτέο κομμάτι του Earned Income Tax Credit). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση του μεριδίου του ανώτατου 1 % από το συνολικό εισόδημα αυξάνοντας τα ποσά με τον καιρό, φτάνοντας τρεις ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2004.28 Αφού το συνολικό εισόδημα αυξάνει ταχύτερα σε αυτή την σειρά δεδομένων, χάρη στην γρήγορη ανάπτυξη των πληρωμών μεταφοράς, ελαττώνει κάθε ανοδική τάση στο μερίδιο του ανώτατου 1 %. Η αύξηση στο μερίδιο του ανώτατου 1 % από το 1988 ως το 2003 ήταν μόλις 0,8 ποσοστιαίες μονάδες όταν οι μεταφορές συμπεριλαμβάνονται στον παρονομαστή, το οποίο μπορεί να συγκριθεί με τις 1,7 ποσοστιαίες μονάδες όταν δεν συμπεριλαμβάνονται. Παρόμοια, η αύξηση από το 1988 ως το 2003 στο μερίδιο του ανώτατου 1 % στην σειρά του CBO ήταν αμελητέα επειδή τα στοιχεία του CBO συμπεριλαμβάνουν πληρωμές μεταφοράς.
Η στήλη 5 του Πίνακα 3 (και η βάση στο διάγραμμα 2) προσθέτει πληρωμές μεταφοράς στον παρονομαστή και αφαιρεί εισόδημα επιχειρήσεων από τον αριθμητή. Αυτό αφήνει το μη εταιρικό εισόδημα του ανώτατου 1 % – κυρίως μισθοί, ασκούμενες επιλογές αποθέματος και μερίσματα – σαν ποσοστό του συνολικού εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων και των μεταφορών. Ο σκοπός αυτής της άσκησης είναι ο ίδιος όπως και στον Πίνακα 2, όπου δείξαμε ότι περίπου το μισό της αύξησης στο φαινομενικά αυξημένο μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 % (εξαιρώντας τις μεταφορές) ήταν αποτέλεσμα εισοδηματικής μετατροπής από την εταιρική στην ατομική φορολογία.
Αφού κάνει κανείς μόνο αυτές τις δυο προσαρμογές, η φαινόμενη αύξηση των 1,7 ποσοστιαίων μονάδων στο μερίδιο του ανώτατου 1 % από το 1988 ως το 2003 στις μη προσαρμοσμένες εκτιμήσεις των Piketty-Saez γίνεται μη αύξηση. Με αυτόν τον τρόπο, τα αποτελέσματα των Piketty-Saez τα οποία δείχνουν μια αύξηση βασίζονται σε δυο παράγοντες: (1) την εξαίρεση πληρωμών μεταφοράς από το εισόδημα, και (2) την μεταχείριση την μετακίνηση εισοδήματος ανάμεσα στην εταιρική και την ατομική φορολογία σαν μια πραγματική αύξηση εισοδήματος παρά σαν ένα απλό θέμα επιλογής για αναφορά του εισοδήματος σύμφωνα με διαφορετικές μορφές φορολογίας.
Για να συνοψίσουμε τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής: Πέρα από την διετή κορύφωση την δεκαετία του 80 που ανέφεραν οι Piketty και Saez, η οποία οφειλόταν στην Πράξη Φορολογικής Μεταρρύθμισης του 1986, δεν υπήρξε βάσιμη αύξηση στο μερίδιο του ανώτατου 1 % μέχρι το 2003 η οποία να μην μπορεί να εξηγηθεί από (1) την αυθαίρετη εξαίρεση των πληρωμών μεταφοράς, ή (2) την μεταφορά εισοδήματος ανάμεσα σε εταιρικές και ατομικές φορολογικές δηλώσεις.
Και το 2004; Οι μη προσαρμοσμένες εκτιμήσεις των Piketty-Saez υποδηλώνουν πως το μερίδιο του ανώτατου 1 % το 2004, που ήταν 16,1 %, ήταν σχεδόν πίσω στο επίπεδο της διάρκειας της κορύφωσης του χρηματιστηρίου το 2000 που ήταν 16,5 %. Παρόλα αυτά, εάν βάλουμε στην άκρη το αυξημένο μερίδιο από το εισόδημα των επιχειρήσεων (28 % του συνόλου το 2004), το εναπομείναν 9,4 % του μεριδίου του ανώτατου 1 % του συνολικού εισοδήματος το 2004 ήταν πάνω από μια ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο από την κορύφωση του 2000. Κι όμως το γράφημα του 2004, εάν διατηρηθεί , είναι παρόλα αυτά λίγο υψηλότερο από την κορύφωση που έφτασε κατά την διάρκεια του τέλους της δεκαετίας του 80.29
Όταν μετρηθούν οι πληρωμές μεταφοράς σαν αυτό που είναι – εισόδημα – και γίνει κάθε προσαρμογή για το αυξανόμενο μερίδιο του εισοδήματος των επιχειρήσεων που δηλώνεται ανάμεσα στο ανώτατο 1 % των «ατομικών» εισοδημάτων, είναι ξεκάθαρο ότι το μεγαλύτερο μέρος της υποτιθέμενης αυξάνουσας τάσης του μεριδίου του ανώτατου 1 % συνέβη κατά την περίοδο ανάμεσα στον τρομακτικό στασιμοπληθωρισμό της αρχής της δεκαετίας του 80 (η οποία όντως περιέκοψε τα εισοδήματα των μεγαλύτερων επενδυτών) και το πλαστό ξέσπασμα από το 1986 ως το 1988 στα δηλωμένα εισοδήματα, εξαιτίας στην φορολογική μεταρρύθμιση του 1986. Υπάρχει επίσης μια τετραετής αύξηση μετά την μείωση του ποσοστού φορολογίας των κερδών κεφαλαίου το 1997, η οποία θα συζητηθεί παρακάτω σε συσχετισμό με τα κέρδη κεφαλαίου, τις επιλογές αποθεμάτων και την πληρωμή CEO.
Το εισόδημα πριν και μετά την φορολογία
Η εξαίρεση των πληρωμών μεταφοράς, όπως συζητήθηκε στην προηγούμενη ενότητα, είναι ιδιαίτερα ανάρμοστη για τους οικονομολόγους όπως ο Paul Krugman, οι οποίοι αναφέρουν τις εκτιμήσεις των Piketty-Saez για να υποστηρίξουν μια μεγαλύτερη ανακατανομή του εισοδήματος. Στον βαθμό κατά τον οποίο τέτοια μεγάλα ποσοστά φορολογίας στους πλούσιους θα μπορούσαν να συλλεχθούν (ένα ζήτημα που συζητιέται παρακάτω), τέτοιοι φόροι θα μπορούσαν να εξομοιώσουν τα εισοδήματα μετά την φορολόγηση – ακόμα και αν δεν ανακατένεμαν ούτε ένα δολάριο στους φτωχούς. Επειδή οι αριθμοί των Piketty-Saez που συζητήθηκαν παραπάνω είναι πριν από την φορολόγηση, η ρητορικές προσπάθειες του Krugman να συνδέσει αυτούς τους αριθμούς με τις «μειώσεις φόρων του Μπους» είναι ξεκάθαρα άσχετες.30
Οι εκτιμήσεις του CBO για την κατανομή του εισοδήματος που βασίζονται στις φορολογικές δηλώσεις υποφέρουν από τις περισσότερες ίδιες ανεπάρκειες με τις εκτιμήσεις των Piketty-Saez, συμπεριλαμβανόμενου του εισοδήματος των επιχειρήσεων που μετακινείται στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις. Αλλά το CBO είναι μοναδικό στο να παρέχει εκτιμήσεις για μετά την φορολόγηση, οι οποίες είναι ξεκάθαρα πιο σχετικές με τις πραγματικές διαφορές στο βιοτικό επίπεδο. Οι εκτιμήσεις του CBO για το μερίδιο του ανώτατου 1 % από το εισόδημα μετά την φορολογία (το οποίο δεν φαίνεται στον Πίνακα 3) έκανε άλμα από το 9,9 % το 1984 στο 13,2 % το 1986 και 12 % το 1988.31 Χωρίς καμία έκπληξη, το δηλωμένο εισόδημα του ανώτατου 1 % αυξήθηκε επίσης με την έκρηξη του χρηματιστηρίου του 1997-2000 (όταν τα ποσοστά φορολογίας των κερδών κεφαλαίου μειώθηκαν). Με το 2001-2003, παρόλα αυτά, το μερίδιο μετά την φορολογία του ανώτατου 1 % είχε πέσει πίσω εκεί που ήταν το 1988: 12,6 % το 2001, 11,5 % το 2002, και 12,2 % το 2003. Είναι αδύνατον να βρει κανείς κάποια «συνεχή» ανοδική τάση σε τέτοιους αριθμούς, όπως υποστήριξε ο Economist πως συνέβη, παρά τις μαζικές μεταφορές εισοδήματος από την εταιρική στην ατομική φορολόγηση. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι εκτιμήσεις του CBO έχουν λάβει πολύ λιγότερη προσοχή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης από τους αριθμούς των Piketty-Saez.
Στον βαθμό κατά τον οποίο πιο γενναιόδωρες προσφορές στους φτωχούς δεν αποθαρρύνουν τις προσπάθειές τους να κερδίσουν, τέτοιες πληρωμές θα μπορούσαν να ανακατανέμουν τα εισοδήματα από αυτούς που τα κέρδισαν σε αυτούς που δεν τα κέρδισαν. Επειδή τα στοιχεία των Piketty-Saez εξαιρούν τις πληρωμές μεταφορών, παρόλα αυτά, η μέτρησή τους της κατανομής του εισοδήματος δεν μπορεί να έχει άμεσα επηρεαστεί από προγράμματα κατά της φτώχειας (ή από τους φόρους). Ακόμα και ο διπλασιασμός δοκιμασμένων πληρωμών μεταφοράς δεν μπορεί να βοηθήσει να λυθεί η ανισότητα εάν η «ανισότητα» προσδιορίζεται για να εξαιρεί τις πληρωμές μεταφορών.
Το CBO, αντιθέτως, δεν κάνει προσπάθεια να καθορίσει την κατανομή του διαθέσιμου εισοδήματος – συμπεριλαμβανομένης και της αφαίρεσης των φόρων από τα υψηλότερα εισοδήματα και της πρόσθεσης πληρωμών μεταφοράς στα χαμηλότερα εισοδήματα. Αλλά η «περιεκτική» μέτρηση του CBO για το εκτεταμένο εισόδημα συμπεριλαμβάνει τόκους σε εξαιρούμενα από τους φόρους δημοτικά ομόλογα.32 Αυτό εισάγει άλλη μια δυσκολία στην σύγκριση στοιχείων πριν και μετά την Πράξη Φορολογικής Αναθεώρησης του 1986. Οι τόκοι στα εξαιρούμενα από την φορολογία ομόλογα δεν αναφερόταν στις φορολογικές δηλώσεις πριν από το 1987. Με αυτόν τον τρόπο τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων δεν μπορούν να αποκαλύψουν μια πολύ δημοφιλή πηγή εισοδήματος ανάμεσα στους πιο εύπορους φορολογούμενους την δεκαετία του 70, όταν τα ανώτατα ποσοστά φορολογίας στις φορολογήσιμες επενδύσεις ήταν 70 % ή παραπάνω. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο οι πρόσφατες μετρήσεις μεριδίου εισοδήματος που βασίζονται σε φορολογικές δηλώσεις δεν μπορούν λογικά να συγκριθούν με αυτούς του 1985, και πολύ λιγότερο με αυτούς του 1973 ή του 1979 (χρονιές κοινώς επιλεγμένες για σύγκριση, επειδή ήταν κυκλικές κορυφώσεις που προηγήθηκαν φτωχά χρόνια).
Οι εκτιμήσεις του CBO για το πραγματικό ατομικό ποσοστό φορολογίας εισοδήματος που πλήρωσε το ανώτατο 1 %, συμπεριλαμβανομένων και των φόρων στα κέρδη κεφαλαίου και μερισμάτων, είναι επίσης ενδιαφέρουσες. Το πραγματικό ποσοστό ήταν 21,8 % το 1979 όταν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας ήταν 70 %, 20,7 % το 1988 όταν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας ήταν 28 % και 20,8 % το 2003 όταν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας ήταν 35 %. Εάν είναι δύσκολο να πιστέψεις κανείς ότι κατώτερα οριακά ποσοστά φορολογίας είχαν τόσο λίγο αποτέλεσμα στον μέσο όρο φόρων που πληρώθηκαν, ας περιμένει μέχρι να πάμε σε μια επόμενη ενότητα για «την ελαστικότητα του φορολογήσιμου εισοδήματος».
Κέρδη Κεφαλαίου και Επιλογές Αποθέματος
Η μεταχείριση των κερδών κεφαλαίου στις μελέτες μεριδίων εισοδήματος θέτει πολλά ζητήματα. Τα στοιχεία του CBO συμπεριλαμβάνουν μόνο το κομμάτι των κερδών εισοδήματος που εμφανίζεται στις φορολογικές δηλώσεις αλλά εξαιρούν τα κέρδη εισοδήματος που συσσωρεύονται μέσα σε αναβαλλόμενους από την φορολογία λογαριασμούς αποταμίευσης, την υπολογίσιμη εξαίρεση των κερδών εισοδήματος από εγχώριες πωλήσεις από το 1997 και κέρδη κεφαλαίου που είναι απραγματοποίητα επειδή τα περιουσιακά στοιχεία δεν πουλήθηκαν.
Πολλές ακαδημαϊκές και κυβερνητικές μελέτες έδειξαν πως το ποσό των κερδών κεφαλαίου που «ρευστοποιήθηκε» κάθε χρονιά – πουλώντας μετοχές ή άλλα περιουσιακά στοιχεία – είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό επηρεασμένο από το ανώτατο ποσοστό φορολόγησης σε τέτοια κέρδη.33 Για παράδειγμα, οι εκτιμήσεις του CBO δείχνουν πως το μερίδιο εκτεταμένου εισοδήματος του ανώτατου 1 % έκανε άλμα το 1986 για να αποφύγει την αυξημένη φορολόγηση των κερδών κεφαλαίου το 1987. Και οι εκτιμήσεις του CBO δείχνουν το μερίδιο του ανώτατου 1 % να αυξάνει ραγδαία πάλι το 1997-2000, μετά την μείωση της φορολογίας στα κέρδη κεφαλαίου από το 28 στο 20 τοις εκατό.
Οι Piketty και Saez σοφά εξαιρούν τα κέρδη κεφαλαίου από τις βασικές σειρές τους, αλλά συμπεριλαμβάνουν κέρδη σε άλλες σειρές. Η διαφορά ανάμεσα στις δυο σειρές αποδεικνύει μία εύχρηστη μέτρηση της αλλαγής στην σημασία των κερδών κεφαλαίου.
Το Διάγραμμα 3 δείχνει ότι ένα σημαντικό μερίδιο του ευρύτερου εισοδήματος του ανώτατου 1 % (συμπεριλαμβανομένων και των κερδών κεφαλαίου) αποτελείται από κέρδη κεφαλαίου. Αλλαγές στο μερίδιο κερδών κεφαλαίου απεικονίζει ως ένα σημείο ένα άλλο σημαντικό παράδειγμα «εισοδηματικής μετατροπής».Υπήρξε σημαντική μετατροπή ανάμεσα (1) σε επιλογές αποθεμάτων κινήτρου ή περιορισμένο απόθεμα το οποίο φορολογείται σαν μακροπρόθεσμο κέρδος κεφαλαίου και (2) σε μη καταρτισμένες επιλογές αποθεμάτων που δηλώνονται σαν μισθοί όταν ρευστοποιούνται και φορολογούνται στα συνηθισμένα ποσοστά φορολόγησης.
Το Διάγραμμα 3 δείχνει οι τα κέρδη εισοδήματος μέτρησαν για το 18 % ή λιγότερο όλου του ευρέως ορισμένου εισοδήματος (συμπεριλαμβανομένων και αυτών των κερδών) που αναφέρθηκε στις φορολογικές δηλώσεις του ανώτατου 1 % στις αρχές της δεκαετίας του 80. Η χωρίς προηγούμενο κορύφωση σε ένα μερίδιο 30,5 % το 1986 ήταν ξεκάθαρα μόνο ένα ζήτημα συγχρονισμού – ρευστοποίηση νωρίς για την αποφυγή το υψηλότερο ποσοστό φορολογίας κερδών του 28 % το 1987.
Αρχίζοντας το 1987, τα κέρδη κεφαλαίου έγιναν ένα μικρότερο κομμάτι του εισοδήματος του ανώτατου 1 %, πέφτοντας σε έναν μέσο όρο μόνο 7,3 % για τα επόμενα 10 χρόνια. Για τα στελέχη των επιχειρήσεων, παρόλα αυτά, η λήψη ενός μικρότερου μεριδίου συνολικής αποζημίωσης από τα κέρδη κεφαλαίου (επιλογές αποθεμάτων κινήτρου ή περιορισμένο απόθεμα) μπορεί συχνά να αντικατοπτρίσει αναδιαπραγμάτευση πακέτων αποζημίωσης για να λαμβάνουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο από τον μισθό, τα bonus ή μη καταρτισμένες επιλογές αποθέματος. Τέτοιες αλλαγές στην μορφή αποζημίωσης των στελεχών δεν κάνει τους ανθρώπους πλουσιότερους ή φτωχότερους, αλλά επηρεάζουν τις εκτιμήσεις των Piketty-Saez επειδή τέτοιες εκτιμήσεις εξαιρούν τα κέρδη κεφαλαίου.
Το ανώτατο 1 % έλαβε ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός του στην μορφή υλοποιημένων κερδών κεφαλαίου από το 1979 ως το 1986 από αυτό που έλαβε από το 1987 ως το 1995. Αυτό δεν σημαίνει έλαβαν λιγότερο εισόδημα την τελευταία περίοδο – μόνο ότι το έλαβαν ως μη καταρτισμένες επιλογές αποθέματος, μισθό, ή bonus τα οποία φορολογήθηκαν σαν μισθοί παρά σαν περιορισμένο απόθεμα ή επιλογές αποθεμάτων κινήτρου τα οποία φορολογήθηκαν σαν κέρδη κεφαλαίου. Επειδή οι εκτιμήσεις των Piketty-Saez εξαιρούν τα κέρδη κεφαλαίου (σωστά, κατά την κρίση μου), αυτού τους είδους η εισοδηματική μετατροπή σημαίνει ότι οι εκτιμήσεις τους από το 1979 ως το 1986 ήταν τεχνητά καταπιεσμένες (επειδή ένα μεγαλύτερο μέρος των ανώτατων εισοδημάτων ήρθε από κέρδη κεφαλαίου και επομένως δεν μετράται) σχετικά με αυτές από το 1987 ως το 1995. Και αυτό, με την σειρά του, δημιούργησε μια σε μεγάλο βαθμό απατηλή αύξηση στο μερίδιο του εισοδήματος του ανώτατου 1 % ανάμεσα σε αυτές τις δυο περιόδους. Αυτή η μορφή εισοδηματικής μετατροπής είναι ένας ακόμα λόγος για το οποίο τέτοιοι αριθμοί μεριδίων εισοδήματος δεν μπορεί να συγκριθεί κατάλληλα πριν και μετά το 1986.
Όταν το ποσοστό φορολόγησης των κερδών κεφαλαίου μειώθηκε από το 28 στο 20 τοις εκατό το 1997, τα κέρδη κεφαλαίου αυξήθηκαν κατακόρυφα σαν μερίδιο του εισοδήματος του ανώτατου 1 % (Διάγραμμα 3), πριν οι μετοχές καταρρεύσουν το 2001. Αλλά η ρευστοποίηση δεν είναι μια έννοια εισοδήματος με σημασία ή ένα πληρεξούσιο με σημασία για απραγματοποίητα κέρδη κεφαλαίου. Η πώληση μετοχών δεν είναι διαφορετική από την πώληση ενός σπιτιού ή ενός αυτοκινήτου – δεν κάνει κανέναν πλουσιότερο και δεν είναι εισόδημα.
Ένα επιπλέον ζήτημα είναι οι αντιδράσεις των επενδυτών στις αλλαγές στο ποσοστό φορολόγησης των κερδών κεφαλαίου δημιουργούν πολλά προβλήματα για τις μετρήσεις βασισμένες στις φορολογικές δηλώσεις , άσχετα με το αν το κέρδος κεφαλαίου συμπεριλαμβάνεται ή όχι. Οι εκτιμήσεις της κατανομής εισοδήματος του CBO (οι οποίες συμπεριλαμβάνουν κέρδη κεφαλαίου) είναι προφανώς διαστρεβλωμένες από τις αλλαγές στην συχνότητα και τον συγχρονισμό πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων σε απάντηση σε πραγματικές ή αναμενόμενες αλλαγές στην φορολογία των κερδών κεφαλαίου.
Από την άλλη μεριά, εκτιμήσεις οι οποίες εξαιρούν δηλωμένα κέρδη κεφαλαίου (όπως των Piketty-Saez) είναι διαστρεβλωμένες από μια άλλη μορφή εισοδηματικής μετατροπής – ανάμεσα σε αποζημίωση που δηλώνεται στο Χρονοδιάγραμμα D σαν κέρδη κεφαλαίου και αποζημίωση που δηλώνεται σε μορφές W-2 σαν μισθοί. Ένα σημαντικό παράδειγμα είναι επιλογές αποθέματος που παραχωρήθηκε σε εκατοντάδες στελέχη επιχειρήσεων και χιλιάδων άλλων υπαλλήλων.
Μερικές επιλογές αποθεμάτων είναι «μη καταρτισμένες» και αναφέρονται στις μορφές W-2 σαν μισθοί όταν «ασκούνται» (ρευστοποιούνται μετά από τρία χρόνια παραχώρησης αλλά πριν την 10ετή ημερομηνία λήξης). Οι «επιλογές αποθεμάτων κινήτρου» αντίθετα, πρέπει να κρατηθούν για ένα διάστημα αφού ασκηθούν και είναι επομένως φορολογούμενες σαν μακροπρόθεσμα κέρδη κεφαλαίου. Περιορισμένο απόθεμα κρατείται επίσης για μια περίοδο παραχώρησης και, με τύχη, πωλείται σαν κέρδος κεφαλαίου.
Ο οικονομολόγος John Karl Scholz σωστά σημειώνει πως «έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στην αποζημίωση τα πρόσφατα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες – συγκεκριμένα, υπήρξαν ασυνήθιστα μεγάλες αυξήσεις στην χρήση [μη καταρτισμένων] επιλογών αποθεμάτων. Έχουν καταδειχθεί από άλλους ως ένα πολύ ουσιαστικό κομμάτι των εισοδημάτων αυτών που κερδίζουν τα περισσότερα».34 Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνουν οι Carola Frydman και Raven Saks, «επειδή τα κέρδη από τις επιλογές αποθεμάτων πριν από την δεκαετία του 70 δεν ήταν γενικά φορολογούμενα σαν προσωπικό εισόδημα και κατά συνέπεια δεν καταγράφονταν στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις, οι φορολογικές δηλώσεις μπορούν να παρέχουν μια προκατειλημμένη εκτίμηση των εισοδημάτων αυτών που κερδίζουν τα περισσότερα.»35
Πριν από το 1972, το ανώτατο ποσοστό φορολόγησης στο συνηθισμένο εισόδημα ήταν 70 %, επομένως λογικά στελέχη διαπραγματεύθηκαν για να λάβουν επιλογές αποθεμάτων κινήτρου (ISOs), οι οποίες φορολογούνταν στα πολύ χαμηλότερα ποσοστά φορολογίας κερδών κεφαλαίου του 25 – 34 τοις εκατό. Κάθε κέρδος από μη καταρτισμένες επιλογές αποθέματος που παραχωρήθηκε το 1972 ή αργότερα μπορούσε τελικά να φορολογηθεί στο χαμηλότερο ποσοστό του 50 % στο «κερδισμένο εισόδημα», αλλά μόνο μετά από άλλα 3 ή 10 χρόνια, όταν είχαν παραχωρηθεί και ασκηθεί. Πρακτικά όλα τα κέρδη από την άσκηση επιλογών αποθεμάτων πριν από το 1980 εμφανίστηκαν σαν κέρδη κεφαλαίου και είναι επομένως αόρατα στα στοιχεία των μισθών της δεκαετίας του 70. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος, στην αυξανόμενη λίστα μας, για τον οποίο τα πρόσφατα στοιχεία των Piketty-Saez δεν είναι συγκρίσιμα με αυτά της δεκαετίας του 70.
Όταν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας στους μισθούς μειώθηκε από το 50 % το 1986 στο 28 % το 1988, αυτό παρείχε ένα τεράστιο κίνητρο για την καθυστέρηση ρευστοποίησης κάθε μη καταρτισμένη επιλογή μέχρι το 1988. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο το εισόδημα από τους μισθούς έκανε δραματικό άλμα το 1988. Και επειδή η φορολόγηση στα κέρδη κεφαλαίου αυξήθηκε επίσης από το 20 % στο 28 % το 1987, αυτό παρείχε ένα ισχυρό κίνητρο για να ρευστοποιηθούν παλιότερες επιλογές κινήτρου το 1986. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εκτιμήσεις του CBO των ανώτατων μεριδίων εισοδήματος, τα οποία συμπεριλαμβάνουν τα κέρδη εισοδήματος, κορυφώνονται το περισσότερο το 1986 παρά το 1988. Αυτό που φαίνεται σαν μια μεγάλη αύξηση στο ετήσιο εισόδημα το 1986 και το 1988 ήταν απλά ένα θέμα του πότε θα ρευστοποιούταν το εισόδημα. Ο συγχρονισμός είναι το παν, αλλά ο συγχρονισμός δεν είναι στην ουσία ετήσιο εισόδημα.
Επειδή η φορολογική μεταρρύθμιση του 1986 πετσόκοψε τα ποσοστά φορολογίας στους μισθούς και αύξησε τα ποσοστά φορολογίας στα κέρδη κεφαλαίου, προώθησε μια αυξανόμενα πλατειά κατανομή των μη καταρτισμένων επιλογών (φορολογούμενων ως μισθοί) και σχεδόν σκότωσε τις επιλογές αποθέματος κινήτρου (που φορολογούνταν σαν κέρδη κεφαλαίου). Το καθαρό αποτέλεσμα ήταν το μαζικό εισόδημα να μετατρέπεται από το 1986 ως το 1988 – από την δήλωση των ασκούμενων επιλογών αποθέματος σαν κέρδη κεφαλαίου στην δήλωσή τους σαν εισόδημα μισθού.
Μη καταρτισμένες επιλογές που επιχορηγήθηκαν ανάμεσα στο 1988 και το 1992 δεν παραχωρήθηκαν μέχρι το 1991 ως το 1995, και λίγοι ήταν πρόθυμοι ή ικανοί να ασκήσουν τέτοιες επιλογές στην υποχώρηση του 1991. Μέχρι την στιγμή που περισσότερες από αυτές τις επιλογές μπορούσαν να ασκηθούν, ήταν το 1993, και το ποσοστό φορολογίας είχε αυξηθεί. Αυτό δεν επέδειξε πως τα στελέχη δεν αντιδρούν στα ποσοστά φορολογίας. Σήμαινε μόνο πως οι μη καταρτισμένες επιλογές αποθέματος μπορούν μόνο να ασκηθούν 3 ή 10 χρόνια αφού επιχορηγηθούν, και εντωμεταξύ, οι κανόνες μπορεί να έχουν αλλάξει.
Οι περισσότερες από τις επιλογές αποθέματος των στελεχών και μη στελεχών που ρευστοποιήθηκαν κατά στην διάρκεια της χρηματιστηριακής έκρηξης του 1997 ως το 2000 μετρήθηκαν σαν μισθοί, ενώ παρόμοιες επιλογές αποθέματος την δεκαετία του 70 ήταν μιας διαφορετικής ποικιλίας η οποία δεν εμφανίστηκε στα στοιχεία μισθοδοσίας. Όπως συζητήθηκε νωρίτερα, εκτιμήσεις της κατανομής του εισοδήματος οι οποίες βασίζονται σε στοιχεία φορολογικών δηλώσεων από την δεκαετία του 70 είναι απλά μη συγκρίσιμες με στοιχεία των νεότερων χρόνων.
Εφόσον τα στελέχη μπορούν να επιλέξουν την στιγμή που ασκείται η επιλογή αποθέματος και ρευστοποιούνται τα κέρδη κεφαλαίου, αναφέρουν φυσικά το περισσότερο από αυτό το εισόδημά σε καιρούς έκρηξης και πολύ λίγο σε καιρούς κατρακυλίσματος. Η επακόλουθη κυκλικότητα του μεριδίου του δηλωμένου εισοδήματος του ανώτατου 1 % το κάνει έναν παράδοξο τρόπο να οριστεί η «ανισότητα». Οι υφέσεις αυξάνουν το ποσοστό φτώχιας και ανεργίας, αλλά φαίνεται να «μειώνουν την ανισότητα» σύμφωνα με αυτό το «ανώτατο 1 %» κριτήριο – εν μέρει επειδή οι ρευστοποιήσεις κέρδους κεφαλαίου και οι ασκήσεις επιλογών αποθέματος στερεύουν.
Ακόμα και στις σειρές χωρίς τα κέρδη κεφαλαίου, οι εκτιμήσεις των Piketty-Saez των μεριδίων εισοδήματος του ανώτατου 1 % έπεφταν πάντα, χωρίς εξαίρεση, όποτε η πραγματική οικονομία και το χρηματιστήριο αναλάμβαναν. Το μερίδιο του ανώτατου 1 % έπεσε το 1920, 1929-32, 1938, 1949, 1953, 1957-58, 1960, 1970, 1975-76, 1981, 1991 και 2001-2002. Εάν μειώνοντας το μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου εκατοστημορίου ήταν ένας λογικός σκοπός πολιτικής, μια δωδεκάδα υφέσεις μας έμαθαν πώς να το κάνουμε αυτό.
Διοικητικά Στελέχη και Διασημότητες
Η εισοδηματική μετατροπή και άλλες ποικιλίες ελαστικότητας του φορολογήσιμου εισοδήματος είναι συνεπής με τις χρονικές σειρές στοιχείων των Ηνωμένων Πολιτειών για τα μερίδια του ανώτατου εισοδήματος. Μια εναλλακτική εξήγηση, την οποία έχουν υποστηρίξει οι Piketty και Saez και άλλοι, είναι ότι οι παρατηρημένες αυξήσεις στο εισόδημα που δηλώνονται από το ανώτατο 1 % των αμερικανών φορολογούμενων από την δεκαετία του 70 οφειλόταν στις μεγάλες αυξήσεις στις πληρωμές των ανώτερων διοικητικών στελεχών. Η αγορά των διοικητικών στελεχών υποτίθεται πως είναι περιορισμένη στις αγγλόφωνες χώρες, το οποίο θεωρείται πως εξηγεί γιατί τα ανώτατα μερίδια εισοδήματος αυξήθηκαν πιο δραματικά σε αυτές τις χώρες παρά στην Γαλλία ή την Ιαπωνία. Σύμφωνα με τους Ian Dew-Becker και Robert Gordon «τα διοικητικά στελέχη μαζί με τους αστέρες του αθλητισμού και της διασκέδασης εξηγούν τι συμβαίνει στο ανώτατο 1 % της κατανομής του εισοδήματος.36
Υπάρχουν τώρα πάνω από 1,4 εκατομμύρια αμερικανών φορολογούμενων στο ανώτατο 1 %. Η μόνη απόδειξη που προσφέρουν οι Piketty και Saez για να υποδείξουν ότι ο μέσος όρος εισοδήματος αυτών των 1,4 εκατομμυρίων θα μπορούσε να εξηγηθεί από τις πληρωμές των διοικητικών στελεχών είναι ένα ετήσια εναλλασσόμενο δείγμα των ανώτατων 100 διοικητικών στελεχών (αυτοί που συμβαίνει να ασκούν παλιές επιλογές αποθέματος μια συγκεκριμένη χρονιά). Κι όμως οι εκτιμήσεις των Piketty-Saez ενός μέσου όρου πληρωμής για αυτή την ελίτ των 100 έπεσε πάνω από 54 % από το έτος 2000 ως το 2003 (από 40,4 εκατομμύρια δολάρια σε 18,5 εκατομμύρια δολάρια ανά τεμάχιο).37 Αυτή η τεράστια υποχώρηση στις πληρωμές των ανώτατων διοικητικών στελεχών σίγουρα δεν ταίριαξε με μια παρόμοια πτώση στο υπολογισμένο μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 %. Αλλά δεν υπήρξε λόγος να περιμένει κανείς να έχει μεγάλη επίπτωση, εφόσον τα συνδυασμένα εισοδήματα των 100 ανώτερων διοικητικών στελεχών το 2003 ήταν μόνο 1,85 δισεκατομμύρια δολάρια – μόνο τα 2 δέκατα του 1 % των 886,5 δισεκατομμυρίων που απέδωσαν οι Piketty και Saez στο ανώτατο 1 %.
Το Διάγραμμα 4 δείχνει ότι η άνοδος και η πτώση των πληρωμών ανάμεσα στα Standard & Poor’s 500 διοικητικά στελέχη, όπως υπολογίστηκε από τους Lucian Bebchiuk και Yaniv Grinstein, ήταν στενά συνδεδεμένη με την άνοδο και την πτώση του ίδιου του S & P 500 index, το οποίο αποδεικνύει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πληρωμών των διοικητικών στελεχών στις μεγαλύτερες εταιρίες είναι στενά δεμένη με την απόδοση των μετοχών (μέχρι και το 78 % των 100 ανώτερων πληρωμών ήταν βασισμένο στις μετοχές σε ένα δείγμα των Piketty-Saez).38
Οι πληρωμή των ανώτατων διοικητικών στελεχών είναι ανεπαρκής για να μετρήσει για το επίπεδο ανάπτυξης του εισοδήματος ανάμεσα στο ανώτατο εκατοστημόριο. Ο πολλαπλασιασμός των μην καταρτισμένων επιλογών αποθέματος ανάμεσα σε αρκετά εκατομμύρια μην διοικητικών υπαλλήλων την δεκαετία του 90 είναι μια πολύ πιο εύλογη εξήγηση της προφανούς σύνδεσης του 1997-2003 ανάμεσα τις ανόδους και πτώσεις του χρηματιστηρίου και τις απροσάρμοστες εκτιμήσεις των Piketty-Saez για τα μερίδια του ανώτατου εκατοστημορίου. Τα υπολογισμένα μερίδια του ανώτατου 1 % εκτινάχθηκαν στα ύψη με το χρηματιστήριο το 1997-2000 και μετά έπεσαν με την αγορά το 2001-2003. Αυτό ήταν αλήθεια ακόμα και για εκτιμήσεις που εξαιρούσαν τα φορολογήσιμα κέρδη κεφαλαίου, το οποίο υποδεικνύει πως η σύνδεση μεταξύ τις πληρωμές του ανώτατου εκατοστημορίου και των μετοχών είχε κυριαρχηθεί από μη καταρτισμένες επιλογές αποθεμάτων.
Το δηλωμένο εισόδημα εξαρτάται από τα οριακά ποσοστά φορολόγησης
Ο αριθμητής της αναλογίας των ανώτατων εισοδημάτων με τα συνολικά εισοδήματα έχει διαφθαρεί σοβαρά από εισοδηματικές μετατροπές, τις οποίες προκάλεσε η φορολογία, από εταιρική σε ατομική φορολόγηση, από φορολογήσιμους σε ευνοούμενους από την φορολογία λογαριασμούς και από επιλογές αποθεμάτων φορολογούμενες σαν κέρδη κεφαλαίου σε επιλογές αποθεμάτων φορολογούμενες σαν μισθοί. Κι όμως αυτού του είδους η εισοδηματική μετατροπή είναι μονάχα μία μερική εκδήλωση ενός ευρύτερου φαινομένου – συγκεκριμένα την ελαστικότητα του φορολογήσιμου εισοδήματος.
Μειώσεις στα οριακά ποσοστά φορολόγησης μπορούν να προκαλέσουν τους ανθρώπους να τροποποιήσουν το φορολογήσιμο εισόδημα με πολλούς τρόπους. Τα διοικητικά στελέχη μπορούν να διαπραγματευθούν για μερίδια στις επιχειρήσεις τους, για παράδειγμα, παρά να λαμβάνουν παχυλούς μισθούς και εξαιρούμενα από την φορολογία προνόμια.39 Οι επιχειρηματίες μπορούν να ξεκινήσουν περισσότερες επιχειρήσεις, οι σύζυγοι των φορολογούμενων σε υψηλές κλίμακες μπορούν να μπουν στην αγορά εργασίας, αυτοί που πριν εργαζόντουσαν στην υπόγεια οικονομία μπορούν να πάρουν δουλειές που απαιτούν να πληρώνονται οι φόροι, ειδικευμένοι επαγγελματίες μπορούν να δουλέψουν σκληρότερα και να πάρουν σύνταξη αργότερα, διοικητικά στελέχη μπορούν να διαπραγματευθούν για μετρητά παρά για προνόμια, επενδυτές υψηλού εισοδήματος μπορούν να κρατήσουν λιγότερα εξαιρούμενα από την φορολογία γραμμάτια και να εμπορευτούν μετοχές πιο συχνά, φορολογούμενοι μπορούν να μην προσπαθήσουν να τόσο σκληρά να μεγιστοποιήσουν φορολογικές αφαιρέσεις και ρυθμίσεις.40
Πάνω από μια δωδεκάδα μελέτες σε υψηλή εκτίμηση έδειξαν ότι το ποσό του εισοδήματος που δηλώθηκε από αυτούς που αντιμετώπιζαν τα μεγαλύτερα οριακά ποσοστά φορολόγησης είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στις αλλαγές σε αυτά τα ποσοστά. Αυτή η ανταποκρισιμότητα ακούει στο δυσκίνητο όνομα «ελαστικότητα του φορολογήσιμου εισοδήματος». Η ελαστικότητα του φορολογήσιμου εισοδήματος αναφέρεται στο πόσο δηλωμένο εισόδημα θα αλλάξει όταν αλλάξουν τα οριακά ποσοστά φορολογίας.
Ο οικονομολόγος Wojciech Kopczuk βρήκε μια υπολογισμένη ελαστικότητα 0,53 % για όλους τους φορολογούμενους.41 Ο Adam Looney του Federal Reserve και η Monica Singhal του Harvard «υπολόγισαν μια σημαντική ελαστικότητα του οικογενειακού εισοδήματος εργασίας 0,75 % για οικογένειες με κέρδη με ετήσια βάση ανάμεσα στα 35.000 δολάρια και 85.000 δολάρια.42
Οι μελέτες που εστιάζουν στους φορολογούμενους στις υψηλότερες φορολογικές κατηγορίες βρίσκουν μεγαλύτερη ελαστικότητα, το οποίο φαίνεται λογικό. Στο χαμηλότερο άκρο του φάσματος για τέτοιες εκτιμήσεις είναι μια μελέτη των Jon Gruber και Emmanuel Saez, η οποία βρήκε πως «οι φορολογούμενοι που έχουν εισοδήματα πάνω από 100,000 δολάρια ανά έτος… έχουν μια ελαστικότητα 0,57.» 43
Στο υψηλότερο άκρο, ο Martin Feldstein του Harvard πρόσφατα ανέφερε ότι οι εκτιμήσεις για τους υψηλο-εισοδηματίες φορολογούμενους δείχνουν πως «η ελαστικότητα του εισοδήματος σε σχέση με το ένα-μείον-τον-οριακό-φόρο ποσοστό είναι περίπου ένα.»44 Με αυτόν τον τρόπο, εάν το ανώτερο ποσοστό εισοδήματος πέσει από το 40 στο 30 τοις εκατό, το ποσό του κάθε έξτρα δολαρίου που κρατά ο κάθε φορολογούμενος (ένα μείον τον οριακό φόρο) θα ανέβαινε σχεδόν 17 % – από το 60 στο 70 %. Μια ελαστικότητα του ενός σημαίνει πως το ποσό του εισοδήματος που δηλώνεται θα ανέβαινε επίσης κατά 17 %. Στην θέση του κάθε έξτρα 100δόραλου που φορολογείται στο 40 % (40 δολάρια), το IRS θα λάμβανε 117 δολάρια φορολογούμενα στο 30 % (35 δολάρια).
Η ουσία είναι πως όλες αυτές οι εκτιμήσεις της ελαστικότητας του φορολογήσιμου εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων και δυο του Emmanuel Saez, προβλέπουν ότι μια ουσιαστική μείωση των ποσοστών της ανώτατης φορολογίας θα έπρεπε να ακολουθείται από μια πολύ ουσιαστική αύξηση στο ποσό του εισοδήματος που αναφέρεται στις φορολογικές δηλώσεις από τους υψηλο-εισοδηματίες φορολογούμενους. Και αυτό ακριβώς συνέβη όταν τα αμερικανικά ποσοστά φορολόγησης των μισθών (και κέρδη των Επιχειρήσεων S) μειώθηκαν κατακόρυφα μετά το 1986. Σύμφωνα με τον Emmanuel Saez «τα μερίδια εισοδήματος μέσα στο ανώτατο 1 % παρουσιάζουν τρανταχτές αποδείξεις μεγάλων και άμεσων αντιδράσεων στις μειώσεις της φορολογίας της δεκαετίας του 80 και το μέγεθος αυτών των αντιδράσεων είναι το μεγαλύτερο για τις ομάδες των κορυφαίων εισοδημάτων.45
Με τους φόρους στα κέρδη κεφαλαίου, οι εκτιμήσεις της ελαστικότητας του φορολογήσιμου εισοδήματος είναι γενικά υψηλότερες, με μέσο όρο τουλάχιστον 0,9 ανάμεσα σε μια δωδεκάδα κύριων μελετών.46 Αυτό υπονοεί πως το δηλωμένο εισόδημα από ρευστοποιημένα κέρδη κεφαλαίου θα έπρεπε να αναμένεται να αυξηθεί ουσιαστικά αμέσως μετά την μείωση του αμερικανικού φόρου στα κέρδη κεφαλαίου από το 28 % στο 20 % το 1997. Και το διάγραμμα 3 δείχνει πως είναι αυτό ακριβώς που συνέβη (εν μέρει εξαιτίας της εισοδηματικής μετατροπής).
Οι Raj Chetty και Emmanuel Saez βρήκαν μια έξαρση στις αποδώσεις μερισμάτων που ακολούθησε την μείωση του 2003 στο αμερικανικό ανώτατο ποσοστό φορολογίας των μερισμάτων από το 35 στο 15 τοις εκατό.47 Ανάμεσα στο 2002 και το 2004, το ποσό του εισοδήματος μερίσματος που αναφέρθηκε στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις σχεδόν διπλασιάστηκε – τα μερίσματα αυξήθηκαν από τα 103,2 δισεκατομμύρια δολάρια στα 198,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2004. Κάτω από την εύλογη υπόθεση πως ένα μεγάλο μέρος των μερισμάτων είχε δηλωθεί από φορολογούμενους της ανώτερης κατηγορίας, η μείωση του φόρου μερίσματος από το 35 στο 15 % βοηθά να εξηγηθεί το διαφορετικά ανώμαλο μέγεθος της εκτίμησης των Piketty-Saez για τα μερίδια εισοδήματος (Πίνακας 2) για το 2004.48 Αλλά αυτές οι υψηλότερες αποδώσεις μερισμάτων αντιπροσωπεύουν κυρίως εισοδηματικές μετατροπές. Μετά την μείωση του φόρου μερίσματος, ένα μικρότερο μερίδιο εταιρικού εισοδήματος κρατήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε για επαναγορές ιδίων μετοχών, έτσι ώστε περισσότερα κέρδη αποδόθηκαν στους μετόχους και δηλώθηκαν σαν φορολογήσιμο ατομικό εισόδημα. Και ένα σημαντικά μειωμένο κομμάτι μετοχών που απέδιδαν σε μερίσματα κρατήθηκε σε αναβαλλόμενους από την φορολογία λογαριασμούς ή από εξαιρούμενα από την φορολογία ιδρύματα και ινστιτούτα, ενώ ένα μεγαλύτερο μερίδιο κρατήθηκε οικειοθελώς από επενδυτές χαρούμενους να πληρώσουν έναν φόρο 15 % (κι όμως εύκολα ικανοί να αποφύγουν έναν φόρο 35 %).
Παρ’ όλες τις αποδείξεις από τον Saez και άλλους πως η ελαστικότητα του φορολογήσιμου εισοδήματος είναι πάρα πολύ σημαντική για τους φορολογούμενους υψηλού εισοδήματος, για τις ρευστοποιήσεις κερδών κεφαλαίου, και για το φορολογούμενο κομμάτι των μερισμάτων, οι Piketty και Saez ήταν εντούτοις περιέργως προβληματισμένοι πως «ενώ τα ανώτερα μερίδια εισοδήματος παρέμειναν σχεδόν τα ίδια στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες ή την Ιαπωνία κατά τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες, αυξήθηκαν υπέρογκα στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες αγγλόφωνες χώρες.»49 Κι όμως είναι ακριβώς αυτό που μας οδηγούν να αναμένουμε όλες οι εκτιμήσεις της ελαστικότητας του φορολογήσιμου εισοδήματος. «Ενώ η προοδευτικότητα έχει σαφώς μειωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο» σημειώνουν οι Piketty και Saez, «έχει αυξηθεί κάπως στην Γαλλία.»
Θα έπρεπε να περιμένουμε τα μερίδια του ανώτατου εισοδήματος να έχουν μείνει σταθερά στην Γαλλία (και την Ιαπωνία) αλλά να έχουν αυξηθεί τεράστια στις Η.Π.Α. και άλλες χώρες που μειώνουν κατακόρυφα τα ποσοστά φορολογίας. Οι χώρες που μειώνουν τα ανώτατα οριακά ποσοστά φορολογίας στο μισό, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ινδία και η Νέα Ζηλανδία, είχαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στο δηλωμένο πριν την φορολόγηση εισόδημα ανάμεσα στις ομάδες του ανώτερου εισοδήματος. Οι χώρες που μείωσαν τα οριακά ποσοστά φορολογίας λιγότερο επιθετικά, όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, είχαν μια σημαντική αλλά λιγότερο δραματικές αυξήσεις στα δηλωμένα μερίδια ανώτερου εισοδήματος. Και αυτές οι χώρες που κράτησαν τα συνδυασμένα εθνικά και τοπικά ποσοστά φορολογίας εισοδήματος, όπως η Ιαπωνία και η Γαλλία, δεν είχαν σημαντική αύξηση στα μερίδια ανώτερου εισοδήματος. Αυτές οι διεθνείς συγκρίσεις είναι απόλυτα συνεπής με τις αμερικανικές εκτιμήσεις της ελαστικότητας του φορολογήσιμου εισοδήματος.50 Δείχνουν πως το να έχει κανείς το ανώτατο 1 % να δηλώνει περισσότερο εισόδημα ή κέρδη κεφαλαίου στις φορολογικές δηλώσεις, απλά επειδή το φορολογικό πρόστιμο για να το κάνουν μειώθηκε, λέει περισσότερα για το πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στα ποσοστά φορολογίας στο επιπρόσθετο εισόδημα παρά για το πόσο εισόδημα ή πλούτο (όπως μη ρευστοποιημένα κέρδη κεφαλαίου) έχουν στην πραγματικότητα.
Τάσεις του εισοδήματος την δεκαετία του 70
Η ευρέως διαδεδομένη εντύπωση πως οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μια μεγάλη και συνεχή αύξηση της ανισότητας του εισοδήματος από την δεκαετία του 70 είναι σχεδόν αποκλειστικά εξαρτώμενη από την ανειλικρινή πρακτική της χρήσεις εκτιμήσεων βασισμένων σε φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος πριν και μετά τις δραματικές αλλαγές στην φορολογία του 1981 και του 1986. Εάν οι εκτιμήσεις των Piketty και Saez στην πραγματικότητα κατέδειξαν μια συνεχή και πιστευτή ανοδική τάση προς μεγαλύτερη ανισότητα από τα τέλη της δεκαετίας του 80, όλες οι άλλες εκτιμήσεις της κατανομής εισοδήματος θα έπρεπε να είναι λάθος – συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Census Bureau, του CBO και του Federal Reserve Board.
Σε μια πρόσφατη στήλη του, ο Paul Krugman παραπονέθηκε για «την ποσότητα του χρόνου που ξοδεύουν οι απολογητές της ανισότητας επιτιθέμενοι σε μια άποψη την οποία κανείς δεν κάνει: ότι υπήρξε μια καθαρή μακρόχρονη πτώση των συνθηκών διαβίωσης της μεσαίας τάξης.»51 Κι όμως, σε μια στήλη του 2004 ο Krugman είπε, «σύμφωνα με εκτιμήσεις των οικονομολόγων Thomas Piketty και Emmanuel Saez – επιβεβαιωμένων από στοιχεία του CBO – ανάμεσα στο 1973 και το 2000 ο μέσος όρος πραγματικού εισοδήματος του κατώτερου 90 % των αμερικανών φορολογούμενων στην πραγματικότητα έπεσε κατά 7 %.»52
Για να βεβαιώσει ο Krugman πως υπήρξε μια 7 % πτώση στο πραγματικό εισόδημα για το 90 % των φορολογούμενων τα τελευταία 27 χρόνια σίγουρα ακούγεται σαν μια «καθαρή μακρόχρονη πτώση στις συνθήκες διαβίωσης της μεσαίας τάξης.» Το να αμφισβητήσει κανείς τέτοιες απόψεις δεν χρειάζεται μεσολαβητή. Αντίθετα, η εκπληκτικά λανθασμένη βεβαίωση του Krugman παρείχε ένα εξαίρετο παράδειγμα του πόσο αξιοσημείωτα μη κριτικοί ακόμα και επαγγελματίες οικονομολόγοι έχουν γίνει απέναντι στις εκτιμήσεις των Piketty-Saez.
Οι Piketty και Saez πρόσφατα αναγνώρισαν πως «οι μακροπρόθεσμες σειρές μας είναι γενικά περιορισμένες στο ανώτατο εισόδημα και μερίδια πλούτου και περιέχουν λίγες πληροφορίες για τα κατώτερα τμήματα της κατανομής.»53 Κι όμως ένα από τα διαγράμματά τους από την εργασία του 2001 (Διάγραμμα Α-1) ενθάρρυνε την ακριβώς αντίθετη εντύπωση. Το διάγραμμα φάνηκε να δείχνει 27 χρόνια πραγματικής στασιμότητας του εισοδήματος (όχι πτώση) για το κατώτερο 99 % των φορολογούμενων παρά το κατώτερο 90 % του Krugman. Σε μια υποσημείωση κλειδί σε αυτό το γράφημα, παρόλα αυτά, εξηγούν πως «από το 1973 ως το 2000, ο μέσος όρος εισοδήματος του κατώτερου 99 % θα είχε αυξηθεί κατά 40 % σε πραγματικούς όρους αντί να βρίσκεται στάσιμος (όπως επιδείχτηκε στο παραπάνω διάγραμμα) αν είχαμε συμπεριλάβει όλες τις μεταβιβάσεις (αποτέλεσμα + 7 %), είχαμε χρησιμοποιήσει το CPI-U-RS (αποτέλεσμα + 13 %) και αν είχαμε ειδικά ορίσει το εισόδημα κατά κεφαλή (20 % αποτέλεσμα).»54 Αυτή η αύξηση του 40 % στο κατά κεφαλή πραγματικό εισόδημα στο κατώτερο 99 % το κάνει σχεδόν αδύνατον το εισόδημα του κατώτερου 90 % των αμερικανών φορολογούμενων να «έχει στην πραγματικότητα πέσει κατά 7 %» όπως έγραψε ο Krugman.
Οι εκτιμήσεις του CBO ξεκίνησαν το 1979, όχι το 1973, και σίγουρα δεν «επιβεβαιώνουν» αυτό που αρνούνται οι Piketty και Saez (στην υποσημείωση). Ανάμεσα στο 1979 και το 2000, οι εκτιμήσεις του CBO δείχνουν πως ο μέσος όρος του πραγματικού εισοδήματος του κατώτερου 80 % των αμερικανών φορολογούμενων αυξήθηκε κατά 12 % πριν τους φόρους και κατά 15 % μετά τους φόρους.55 Το πραγματικό εισόδημα μετά την φορολόγηση του μεσαίου πεμπτημορίου αυξήθηκε από 38.900 δολάρια το 1979 (σε δολάρια του 2003) σε 44.700 δολάρια το 2000, σύμφωνα με το CBO.
Οι εκτιμήσεις του Census Bureau για τα μεσαία εισόδημα των νοικοκυριών ανάμεσα στα κατώτερα τέσσερα πεμπτημόρια αυξήθηκε από τα 32.786 δολάρια το 1973 (σε δολάρια του 2005) στα 40.640 δολάρια το 2000.56 Αυτό σημαίνει πως οι εκτιμήσεις του Census δείχνουν μια πραγματική αύξηση 24 % για το κατώτερο 80 % – με όλα αυτά τα κέρδη να συμβαίνουν από το 1982. Στην πραγματικότητα, οι εκτιμήσεις του Census δείχνουν έναν επιταχυνόμενο ρυθμό κερδών ανάμεσα στο κατώτερο 80 %, με πραγματικό εισόδημα σε αυτή την ομάδα να αυξάνει κατά 7,6 %από το 1980 ως το 1990, και κατά 12,4 % από το 1990 ως το 2000.57
Πέρα από τις συγκρίσεις των Piketty-Saez των μεριδίων του ανώτερου εισοδήματος πριν και μετά την Πράξη Φορολογικής Μεταρρύθμισης του 1986, υπάρχους εκπληκτικά λίγες αμερικανικές αποδείξεις για οποιαδήποτε σημαντική και διατηρούμενη αύξηση στην ανισότητα του εισοδήματος, πλούτου, μισθών ή κατανάλωσης από τα τέλη της δεκαετίας του 80.
Η συμβατική μέτρηση του Census Bureau της κατανομής του εισοδήματος των νοικοκυριών (η οποία εξαιρεί φόρους και πληρωμές μεταβίβασης) δείχνει μικρή αλλαγή τα πρόσφατα χρόνια πέρα από το άλμα της μιας φοράς το 1993 όταν «μια αλλαγή στην μεθοδολογία της έρευνας οδήγησε σε μια κατακόρυφη αύξηση στην μετρημένη ανισότητα.58 Το Διάγραμμα 5 δείχνει ότι το μερίδιο οικογενειακού εισοδήματος του ανώτερου 5 % ήταν πρακτικά σταθερό τα πρόσφατα χρόνια, κυμαινόμενο ανάμεσα στο 20 % και το 21 % από το 1993 ως το 2004. Οι εκτιμήσεις του Census έρχονται σε μια αξιοσημείωτη αντίθεση με τις εκτιμήσεις των Piketty-Saez για το ανώτερο 5 % των φορολογικών μονάδων, οι οποίες ήταν πολύ υψηλότερες από τους συμβατικούς αριθμούς του Census (ακόμα και αν και οι δυο σειρές εξαιρούν τα κέρδη κεφαλαίου και τις πληρωμές μεταβιβάσεως) και διακυμάνθηκαν πολύ περισσότερο με το χρηματιστήριο και με αλλαγές στο εισόδημα των επιχειρήσεων που αναφέρθηκε στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις. Οι εκτιμήσεις του Census για το μερίδιο εισοδήματος που έλαβε το ανώτατο 5 % δημιούργησε ιδιαίτερη αμφιβολία για τις πιο υψηλές και πιο ευμετάβλητες σειρές των Piketty-Saez, για λόγους τους οποίους αυτή η εργασία εξηγεί.
Το Census Bureau χρησιμοποιεί επίσης συντελεστές Gini για να μετρήσει μεγάλες αλλαγές στην ανισότητα. Μεγαλύτεροι συντελεστές Gini δείχνουν αυξημένη ανισότητα. Παρά το σπάσιμο των δεδομένων το 1993, όπως σημειώθηκε, ο συντελεστής Gini του Bureau για το εισοδήματα των νοικοκυριών μετά την φορολόγηση και μετά τις μεταβιβάσεις (ο οποίος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι περισσότερες άλλες χώρες μετρούν την ανισότητα) δεν αυξήθηκε – ήταν 0,409 το 1986, 0,398 το 1993 και 0,394 το 2002-2003.59
Σημειώστε πως οι συντελεστές Gini του Census Bureau μετά την φορολόγηση και τις μεταβιβάσεις είναι βασισμένοι στο μέτριο εισόδημα ανά πεμπτημόριο. Αλλά το μέτριο εισόδημα για, φέρ’ ειπείν, το ανώτατο 5 – 20 % είναι πάντα πολύ μεγαλύτερο από το μεσιακό εισόδημα γιατί, ανόμοια με άλλες ομάδες εισοδήματος, οι ανώτατες ομάδες δεν έχουν εισοδηματικό ανώτατο όριο για να εξαιρέσουν υπερβολικά απομακρυσμένα δεδομένα (όπως το κέρδος ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων μέσα σε ένα χρόνο ενός διαχειριστή αμοιβαίων κεφαλαίων). Αυτό το κάνει παραπλανητικό να συγκρίνουμε αλλαγές μεσαίου εισοδήματος ανάμεσα στις ανώτερες ομάδες εισοδήματος και άλλα πεμπτημόρια ή δεκατημόρια.
Ο Πίνακας 4 συγκρίνει πραγματικό μεσιακό εισόδημα ανά ομάδα εισοδήματος από το περιοδικό Federal Reserve Board’s Survey of Consumer Finances.60 Ανάμεσα στο 1989 και το 2004 η αύξηση στο πραγματικό μεσιακό εισόδημα για τα δυο ανώτερα δεκατημόρια ήταν περίπου 20 % – ουσιαστικά πανομοιότυπα με την αύξηση στα δυο κατώτερα πεμπτημόρια.
Η κοινή εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν στο μέσον μιας μεγάλης και επιμένουσας εικοσαετούς αύξησης της ανισότητας του εισοδήματος είναι επίσης ασύμβατη με τις μετρήσεις της κατανάλωσης ή ανισότητας των μισθών. Μια μελέτη του 2005 δημοσιευμένη από το αμερικανικό Bureau of labor Statistics δείχνει πως ο συντελεστής Gini για μια ευρεία μέτρηση της ανισότητας κατανάλωσης ήταν 0,283 το 1990, 0,294 το 1994, 0,281 το 1999 και 0,280 το 2001.61 Οι δυο πιο πρόσφατοι αριθμοί δείχνουν λιγότερη ανισότητα των συνθηκών διαβίωσης (κατανάλωσης) από το 1986.
Οι οικονομολόγοι Wojciech Kopczuk και Emmanuel Saez εξέτασαν την ανισότητα του πλούτου. Κατέληξαν πως την δεκαετία του 1980 «τα μεγαλύτερα μερίδια πλούτου αυξήθηκαν μόνο στα επίπεδα που επικρατούσαν πριν από τις υποχωρήσεις της δεκαετίας του 70. Επιπλέον, αυτή η αύξηση έλαβε χώρα στην αρχή της δεκαετίας του 80 και τα ανώτερα μερίδια ήταν σταθερά κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90.62
Σε μια άλλη μελέτη, οι οικονομολόγοι David Card και John DiNardo βρήκαν ότι η ανισότητα των ημερομισθίων δεν αυξήθηκε πριν από το 1980 και πως 85 % της αύξησης κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 80 συνέβη πριν από το 1985, βγάζοντας το συμπέρασμα πως «καμία από αυτές τις σειρές [οι οποίες μετρούν τις διαφορές στα ημερομίσθια]… δεν δείχνει μια αξιοσημείωτη αλλαγή στην ανισότητα ανάμεσα στο 1988 και το 2000.»63
Οι περισσότερες μετρήσεις όντως δείχνουν κάποια αύξηση στην ανισότητα του εισοδήματος, ημερομισθίων, πλούτου και κατανάλωσης ανάμεσα στο 1981 και το 1986. Αλλά το 1981 ήταν μια μη τυπική χρονιά βάσης με οξύ στασιμοπληθωρισμό και σοβαρά καταπιεσμένα αποθέματα και τιμές δεσμών.
Συμπεράσματα
Οι πολλές αλλαγές στους κανόνες φορολογίας των Η.Π.Α. από το 1980 έκαναν μια δραματική διαφορά στο τι αναφέρεται ως εισόδημα στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις. Ένα αποτέλεσμα είναι ότι είναι παραπλανητικό, εάν όχι χωρίς νόημα, να συγκρίνουμε εισόδημα που έχει αναφερθεί στις φορολογικές δηλώσεις την δεκαετία του 70 και του 80 με στοιχεία των πρόσφατων χρόνων.
Η υπολογισμένη αναλογία του ανώτατου εκατοστημορίου που αναφέρθηκε στις ατομικές φορολογικές δηλώσεις από το ανώτατο 1 % αυξήθηκε από το 7,8 το 1981 στο 28,4 % το 2004, ακολουθώντας κατακόρυφες μειώσεις στα ποσοστά ατομικής φορολογίας που θεσπίστηκαν το 1981 και το 1986. Τα διοικητικά στελέχη των επιχειρήσεων μεταπήδησαν από το να αποδέχονται επιλογές αποθέματος οι οποίες φορολογούνται σαν κέρδη κεφαλαίου σε μη καταρτισμένες επιλογές αποθέματος οι οποίες δηλώνονται και φορολογούνται σαν μισθοί, και αυτές οι προσφάτως δημοφιλής επιλογές αποθέματος διανεμήθηκαν σε χιλιάδες μη διοικητικά στελέχη.
Εκτιμήσεις της ελαστικότητας του φορολογήσιμου εισοδήματος ανάμεσα σε υψηλοεισοδηματίες φορολογούμενους κυμαίνονται από το 0,56 στο 1,0, υπονοώντας ότι μεγάλες αυξήσεις στο δηλωμένο εισόδημα θα έπρεπε να παρατηρούνται όταν τα ποσοστά φορολογίας μειώνονται. Και αυτό είναι που συνέβη σε χώρες που έκοψαν τα ανώτερα ποσοστά φορολογίας στο μισό, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νέα Ζηλανδία και η Ινδία. Εκτιμήσεις της ελαστικότητας του δηλωμένου εισοδήματος από κέρδη κεφαλαίου συγκεντρώνονται κοντά στο 0,9, υπονοώντας ότι μεγάλες αυξήσεις στο δηλωμένο εισόδημα από κέρδη κεφαλαίου θα έπρεπε έχει παρατηρηθεί (όπως ήταν) αφού το αμερικανικό ποσοστό φορολογίας των κερδών κεφαλαίου μειώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 80, το 1997 και το 2003.
Αυτή η εργασία εκτιμά πως απλά συμπεριλαμβάνοντας πληρωμές μεταβιβάσεως στον παρονομαστή των στοιχείων των Piketty-Saez αυτό μειώνει το μερίδιο του εισοδήματος του ανώτερου εκατοστημορίου το 2004 από 16,1 % στο 13,1 %. Μόνο μια μορφή εισοδηματικής μετατροπής – του εισοδήματος των επιχειρήσεων από τις εταιρικές στις ατομικές δηλώσεις – πρόσθεσε άλλες τρεις ποσοστιαίες μονάδες στο μερίδιο που δηλώθηκε από το ανώτατο 1 %. Οι προσαρμοσμένες εκτιμήσεις δεν δείχνουν κάποια αύξηση στο μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 % ανάμεσα στο 1988 και το 2003. Το μερίδιο εισοδήματος του ανώτατου 1 % αυξήθηκε το 2004 βάσει την παρεμβαλλόμενη εκτίμηση των Piketty-Saez, αλλά αυτό φαίνεται να εξηγείται εν μέρει από τον σχεδόν διπλασιασμό του εισοδήματος μερίσματος που δηλώθηκε μετά την κατακόρυφη μείωση των φόρων το 2003.
Υπάρχουν πολλά ακόμα να ξεσκεπαστούν σχετικά με τα στοιχεία για τα μερίδια εισοδήματος, παρόλα αυτά. Σχετικά με τα εισοδήματα του ανώτατου εκατοστημορίου, αυτή η εργασία δεν επιχείρησε να υπολογίσει το μέγεθος της μετατροπής του φόρου ανάμεσα στις επιλογές αποθεμάτων φορολογούμενων σαν κέρδη κεφαλαίου την δεκαετία του 70 και αυτές που φορολογήθηκαν σαν μισθοί την δεκαετία του 90.
Πιο σημαντικά, αυτή η εργασία μόλις αρχίζει να εστιάζει την προσοχή στο μέγεθος της μετατροπής ανάμεσα στις φορολογήσιμες αποταμιεύσεις την δεκαετία του 70 και ευνοούμενες από την φορολογία αποταμιεύσεις, όπως στην 401(k)s, σήμερα. Πολλά νέα και εκτεταμένα σχέδια αποταμίευσης οδήγησαν σε πολλά από τα μερίσματα, έσοδα τόκων και την εξαφάνιση κερδών κεφαλαίου των φορολογούμενων μεσαίου εισοδήματος από τις φορολογικές δηλώσεις, αφήνοντας μόνο το εισόδημα επενδύσεων των πιο εύπορων επενδυτών ορατό στα στοιχεία. Αυτή η εργασία δεν κάνει προσπάθεια να εκτιμήσει το μέγεθος αυτής της εξαφάνισης, κι όμως είναι ξεκάθαρα πολύ μεγάλη και ταχύτατα αυξανόμενη.
Συνοπτικά, μελέτες των αλλαγών στην κατανομή του εισοδήματος βασισμένες στα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων παρέχουν διαστρεβλωμένες και παραπλανητικές συγκρίσεις των μεριδίων εισοδήματος στις Η.Π.Α. εξαιτίας των δραματικών αλλαγών στους νόμους της φορολόγησης τις πρόσφατες δεκαετίες. Πέρα από τις αλλαγές στον τρόπο δήλωσης των φορολογούμενων εξαιτίας των αλλαγών στους νόμους της φορολόγησης, δεν υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία μιας σημαντικής και διατηρούμενης αύξησης στην ανισότητα των αμερικανικών εισοδημάτων, ημερομισθίων, κατανάλωσης ή πλούτου από το τέλος της δεκαετίας του 80.
Alan Reynolds64
——————————————————————————
Σημειώσεις:
- “Dividing the Pie,” The Economist, February 2, 2006, www.economist.com. [↩]
- “The Rich, the Poor and the Growing Gap between Them,” The Economist, June 15, 2006. [↩]
- Paul Krugman, “Whining over Discontent,” New York Times, September 8, 2006, p. A29. [↩]
- For example, one study adds IRA rollovers and accelerated depreciation to top incomes while excluding Social Security and other transfers from the denominator. See Michael Strudler, Tom Petska, and Ryan Petska, “Further Analysis of the Distribution of Income and Taxes, 1979–2002,” Statistics of Income Division, Internal Revenue Service, November 2004, www.irs.gov/pub/irs-soi/04asastr.pdf. [↩]
- Thomas Piketty and Emmanuel Saez, “Income Inequality in the United States, 1913–1998,”NBER Working Paper no. 8467, September 2001. See also Thomas Piketty and Emmanuel Saez, “Income Inequality in the United States, 1913–2002,” November 2004, http://emlab.berkeley.edu/users/saez/piketty-saezOUP04US.pdf. The authors have updated their data at http://emlab.berkeley.edu/users/saez. [↩]
- Piketty and Saez, “Income Inequality in the United States, 1913–2002,” p. 31. [↩]
- Piketty and Saez explain the interpolation technique in the appendix to their November 2004 paper. Note that Anthony B. Atkinson of Oxford University cautions that “the Pareto distribution is at best an approximation.” See A. B. Atkinson, “Top Incomes in the United Kingdom over the Twentieth Century,” Nuffield College, Oxford University, December 2003, www.nuff.ox.ac.uk/economics/people/atkinson.htm. [↩]
- “The Rich, the Poor and the Growing Gap between Them.” [↩]
- Piketty and Saez, “Income Inequality in the United States, 1913–1998,” p. 8. [↩]
- In those series that include taxable capital gains, such as the CBO figures, reductions in the capital gains tax rate in 1997 and 2003 would be expected to increase the amount of gains reported on tax returns, since the amount of gains realized is very sensitive to the tax rate. [↩]
- Emmanuel Saez, “Reported Incomes and Marginal Tax Rates, 1960–2000: Evidence and Policy Implications,” NBER Working Paper no.10273, January 2004, p. 21. [↩]
- Saez, p. 27. [↩]
- Ibid., p. 28. [↩]
- David Hoffman, ed., Facts and Figures on Government Finance, 36th edition (Washington: Tax Foundation, 2002), Table C29. [↩]
- Ibid., Table C34. [↩]
- Kelly Luttrell, “S Corporation Returns, 2002,” SOI Bulletin, Spring 2005, p. 59, www.irs.gov/pub/irs-soi/02scorp.pdf. [↩]
- Jagadeesh Sivadasan and Joel Slemrod, “Tax Law Changes, Income Shifting and Measured Wage Inequality: Evidence from India,” NBER Working Paper no. 12240, May 2006. [↩]
- These are a few exceptions, including interest on tax-exempt bonds and half of capital gains (60% after 1978). [↩]
- Piketty and Saez, “Income Inequality in the United States, 1913–1998,” p. 16. [↩]
- James M. Poterba, “Valuing Assets in Retirement Savings Accounts,” Center for Retirement
Research, Boston College Working Paper 2004-11, April 2004, www.bc.edu/centers/crr/papers/wp_2004-11.pdf [↩] - Arthur B. Kennickel, “A Rolling Tide: Changes in the Distribution of Wealth in the U.S., 1989–2001,” Federal Reserve Board, September 2003, Tables 10 and 11, www.federalreserve.gov/pubs/oss/oss2/method.html. [↩]
- Congressional Budget Office, “Tax-Deferred Retirement Savings in Long-Term Revenue Projections,” May 2004, p. 8. [↩]
- Mark A. Ledbetter, “Comparisons of BEA Estimates of Personal Income and IRS Estimates of Adjusted Gross Income,” Survey of Current Business, U.S. Bureau of Economic Analysis, November 2005, p. 30. [↩]
- Paul Krugman, “For Richer,” New York Times Magazine, October 20, 2002, p. 62. [↩]
- Piketty and Saez, “Income Inequality in the United States, 1913–1998,” footnote to Figure A-1. [↩]
- Bureau of Economic Analysis, National Income and Product Accounts, Table 2.1, www.bea.gov/bea/dn/nipaweb/SelectTable.asp?Selected=N. [↩]
- Congressional Budget Office, “Historical Effective Federal Tax Rates: 1979 to 2003,” December 2005, Table 1C. [↩]
- Transfer payments are added only to the measure of total income, on the uncontroversial assumption that the share of transfer payments received by the top 1 percent is small enough to ignore. [↩]
- The estimates for the top 1 percent’s share in 2004 are a curiosity because the stock market did not rise so dramatically. It will be interesting to see if the Piketty-Saez interpolations (approximations) turn out to be consistent with CBO estimates, which will be released in the future based on data not publicly available. Judging by a recent e-mail exchange with Saez, I believe we agree that reported dividends may be a large part of the explanation—arguably a response to the new 15-percent dividend tax. [↩]
- Krugman’s column of September 8, 2006 (“Whining over Discontent”), switched to an entirely different set of Piketty-Saez estimates of top income group’s share of combined income and estate taxes—a questionable concept that I critiqued in a recent column. (Alan Reynolds, “The Top One-Hundredth of One Percent,” May 17, 2006, www.cato.org/pub_display.php?pub_id=6394). Those estimates show the average tax of the middle 20 percent dropping by 63 percent from 1980 to 2005, from 8.9 percent to 3.3 percent, which hardly looks like a tax cut for the rich. [↩]
- Congressional Budget Office, “Historical Effective Federal Tax Rates: 1979 to 2003,” December 2005, Table 1C. [↩]
- Ibid. Footnotes to the CBO tables explain: “Comprehensive household income equals pretax cash income plus income from other sources. Pretax cash income is the sum of wages, salaries, self-employment income, rents, taxable and nontaxable interest, dividends, realized capital gains, cash transfer payments, and retirement benefitsplus taxes paid by businesses (corporate income taxes and the employer’s share of Social Security, Medicare, and federal unemployment insurance payroll taxes) and employees’ contributions to 401(k) retirement plans. Other sources of income include all in-kind benefits (Medicare, Medicaid, employer-paid health insurance premiums, food stamps, school lunches and breakfasts, housing assistance, and energy assistance). Households with negative income are excluded from the lowest income category but are included in the totals.” [↩]
- For a critical survey of the evidence about elasticity of capital gains, see Alan Reynolds, “Capital Gains Tax: Analysis of Reform Options for Australia, Australian Stock Exchange Ltd,” July 1999, Chap. 4, www.asx. com.au/about/pdf/cgt. pdf. [↩]
- John Karl Scholz, “Saez Comments,” on a panel entitled “Income and Wealth Concentration in a Historical and International Perspective,” Berkeley Symposium on Poverty, The Distribution of Income and Public Policy, December 12–13, 2003, http://www.asx.com.au/about/shareholder/media_releases/R160799_AS3.htm. [↩]
- Carola Frydman and Raven E. Saks, “Historical Trends in Executive Compensation 1936–2003,” University of Chicago Graduate School of Business, Applied Economics Workshop, November 15, 2005,
http://gsb.uchicago.edu/research/workshops/AppliedEcon/archive/WebArchive20052006/FrydmanSecondPaper.pdf. [↩] - Ian Dew-Becker and Robert J. Gordon, “Where Did the Productivity Growth Go? Inflation Dynamics and the Distribution of Income,” NBER Working Paper no. 11842, December 2005. Dew-Becker and Gordon converted the distribution of total W-2 income into a distribution of hourly income since 1967 by assuming the greatly increased proportion of two-earner joint tax returns at the top of the income distribution did not affect the distribution of hours per tax return. Income-switching between qualified and nonqualified stock options further complicates the Dew-Becker and Gordon conclusions. [↩]
- Piketty and Saez, “Income Inequality in the United States, 1913–2002,” Table B-4. [↩]
- Lucian Bebchuk and Yaniv Grinstein, “The
Growth of Executive Pay,” Oxford Review of Economic Policy 21, no. 2 (2005): Table 1, www.law.harvard.edu/faculty/bebchuk/pdfs/Bebchuk-Grinstein.Growth-of-Pay.pdf. [↩] - Towers Perrin reports that CEOs in France receive a sizable 19 percent of their pay in the form of tax-favored benefits and perquisites and only 41 percent as “variable” (risky) pay that depends on performance. CEOs in the U.S. and Canada received only 11 percent of pay as benefit and perks, with 62 percent of the total pay package being variable in the U.S. and 51 percent in Canada. Towers Perrin, “Managing Global Pay and Benefits, 2005–2006,” TP433-05, undated.` [↩]
- Martin Feldstein, “The Effect of Marginal Tax Rates on Taxable Income: A Panel Study,” NBER Working Paper no. 4496, October 1993. See also Steven J. Davis and Magnus Henrekson, “Tax Effects on Work Activity, Industry Mix and Shadow Economy Size: Evidence from Rich Country Comparisons,” Stockholm School of Economics Working Paper no. 560, June 2004, http://ideas.repec.org/p/hhs/hastef/ 0560.html. And see Edward C. Prescott, “Why Do Americans Work So Much and Europeans So Little?” Federal Reserve Bank of Minneapolis, July 2004, http://minneapolisfed.org/research/common/pub_detail.cfm?pb_autonum_id=905. [↩]
- Wojciech Kopczuk, “Tax Bases, Tax Rates and the Elasticity of Reported Income,” NBER Working Paper no. 10044, October 2003. [↩]
- Adam Looney and Monica Singhal, “The Effect of Anticipated Tax Changes on Intertemporal Labor Supply and the Realization of Taxable Income,” Federal Reserve Board Working Paper 2005-44, July 2006, www.federalreserve.gov/pubs/feds/2005/ 200544/200544pap. pdf. [↩]
- Jon Gruber and Emmanuel Saez, “The Elasticity of Taxable Income: Evidence and Implications,” Journal of Public Economics 84, no. 1 (April 2002): 1–32. [↩]
- Martin Feldstein, “The Effect of Taxes on Efficiency and Growth,” NBER Working Paper no.12201, May 2006. [↩]
- Saez, p. 4. [↩]
- Reynolds, “Capital Gains Tax.” [↩]
- Raj Chetty and Emmanuel Saez, “The Effects of the 2003 Dividend Tax Cut on Corporate Behavior: Interpreting the Evidence,” American Economic Review 96, no. 2 (May 2006): 124–129. [↩]
- Internal Revenue Service, Statistics of Income Division, “Individual Income Tax Returns, Selected Income and Tax Items for Selected Years, 2000–2004,” www.irs.gov/taxstats/indtaxstats/article/0,,id=134951,00.html [↩]
- Thomas Piketty and Emmanuel Saez, “The Evolution of Top Incomes: A Historical and International Perspective,” American Economic Review 96, no. 2 (May 2006): 200–05. [↩]
- The international evidence is examined in Alan Reynolds, “The Misuse of Tax Data to Estimate Income Distribution,” presented at the
Western Economics Association International 81st Annual Conference, San Diego, July 1, 2006. [↩] - Krugman, “Whining Over Discontent.” [↩]
- Paul Krugman, “The Death of Horatio Alger” The Nation, January 5, 2004, www.thenation.com/doc/20040105/krugman. [↩]
- Piketty and Saez, “The Evolution of Top Incomes: A Historical and International Perspective.” [↩]
- Piketty and Saez, “Income Inequality in the United States, 1913–1998,” Figure A-1. [↩]
- Congressional Budget Office, “Historical Effective Federal Tax Rates: 1979 to 2003,” December 2005. [↩]
- U.S. Bureau of the Census, “Historical Income Tables—Households,” Table H-3, www.census.gov/hhes/www/income/histinc/h03ar.html. [↩]
- Alan Reynolds, Income and Wealth (Westport, CT: Greenwood Press, 2006) Table 2.1, p. 38. [↩]
- Lawrence Mishel, et. al., The State of Working America 2004/2005 (Washington: Economic Policy Institute, January 2005), p. 67, www.epinet.org/content.cfm/books_swa2004. [↩]
- This refers to the Census Bureau’s 14th definition of income, which is quite inclusive. Unfortunately, when the Census Bureau properly accounts for taxes and transfer payments, they include capital gains that are realized and taxable. See U.S. Bureau of the Census, “Percent Distribution of Households by Selected Characteristics within Income Quintile and Top 5 Percent in 2004,” June 24, 2005, Table HINC-05, http://pubdb3.census.gov/macro/032005/hhinc/new05_000.htm. [↩]
- Data is discussed in Reynolds, Income and Wealth, Table 1.4, p. 20. [↩]
- David Johnson et. al., “Economic Inequality through the Prisms of Income and Consumption,” Monthly Labor Review, April 2005, www.bls.gov/opub/mlr/2005/04/art2abs.htm. [↩]
- Wojciech Kopczuk and Emmanuel Saez, “Top Wealth Shares in the United States, 1916–2000: Evidence from Estate Tax Returns,” National Tax Journal 57, no. 2, part 2 (June 2004), http://elsa.berkeley.edu/saez/estateshort.pdf. [↩]
- David Card and John E. DiNardo, “Skill-Biased Technological Change and Rising Wage Inequality: Some Problems and Puzzles,” NBER Working Paper no. 9769, February 2002. [↩]
- Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Policy Analysis no. 586, στις 8/1/2007. Η μετάφραση του πρωτότυπου, για λογαριασμό του e-Rooster, έγινε από την Μαριλένα Ρίζου [↩]