Σκέψεις για την «Ανθρώπινη Δράση» μετά από 50 χρόνια
Σεπ 13th, 2007 | Vernon L. Smith| Κατηγορία: Επιστήμες, Μεταφράσεις, Οικονομικά, Φιλελευθερισμός | Email This Post | Print This Post |
του Vernon L. Smith1
Ο πυρήνας της σκέψης του Ludwig von Mises είναι η θεωρία της ανθρώπινης δράσης, ή πραξεολογία, η γενική επιστήμη την οποία προσπαθεί να εκφράσει. Μέσα σε αυτήν την γενική επιστήμη συμπεριλαμβάνονται – είναι ενσωματωμένα – τα καταλακτικά, ή η επιστήμη της ανταλλαγής (Μίζες [1949] 1996: 1-3 – στο εξής Μ). Κατά συνέπεια, για τον Μίζες όλα όσα ψάχνουμε να μελετήσουμε στα οικονομικά, προέρχεται τελικά από της ατομική επιλογή, το κλειδί για την οποία είναι τα υποκειμενικά οικονομικά (τα οποία προέρχονται από την επανάσταση της δεκαετίας του 1870 από τους Μένγκερ, Τζέβονς και Γουάλρας).
Με αυτόν τον τρόπο, «η επιλογή καθορίζει όλες τις ανθρώπινες αποφάσεις. Κάνοντας την επιλογή του, ο άνθρωπος διαλέγει όχι μόνο ποικίλα υλικά αντικείμενα και υπηρεσίες. Όλες οι ανθρώπινες αξίες προσφέρονται προς επιλογή. Όλα τα μέσα και όλοι οι σκοποί… τακτοποιούνται σε μια σειρά και υποβάλλονται σε μια απόφαση η οποία διαλέγει ένα πράγμα και αφήνει στην άκρη ένα άλλο» (Μ, σελ. 3). Επιπλέον, «Η ανθρώπινη δράση είναι απαραίτητα πάντα λογική» (Μ, σελ. 19). Για τον Μίζες αυτό είναι μια αλήθεια, όχι μια υπόθεση που μπορεί να ελεγχθεί και που μπορεί να είναι αληθής ή λανθασμένη. Αυτό είναι επειδή η πραξεολογία είναι ουδέτερη όσον αφορά οποιαδήποτε κριτική της αξίας των στοιχείων της – δηλαδή τους τελικούς σκοπούς που επιλέγονται στην ανθρώπινη δράση. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αντικειμενική βάση για την βεβαίωση πώς οι επιλογές του οποιουδήποτε μπορούν να είναι παράλογες.
Οι εξωτερικότητες (είτε κόστη είτε κέρδη) δεν είναι πρόβλημα για τον Μίζες επειδή είδε καθαρά, όπως ο Κόουζ, πώς αυτά συμπεριλαμβάνουν την σκιαγράφηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας – το πρόβλημα της ιδιοκτησίας κανενός, ή των ελεύθερων δημοσίων πόρων. Το πρόβλημα είναι αυτό της θεώρησης των ατόμων ως υπεύθυνων για αυτά τα κόστη της ανθρώπινης δράσης που επιβαρύνουν τους άλλους. Ο Μίζες βλέπει την αρχή της ευθύνης ως ευρέως αποδεκτή – κάθε υποτιθέμενες ανεπάρκειες τις αποδίδει σε παράθυρα «που έχουν απομείνει στο σύστημα» (Μ, σελ. 658). Τελικά, σε αυτή την μικρογραφία υπάρχουν οι πασίγνωστες ισχυρές απόψεις του Μίζες ενάντια στην παρέμβαση: «υπάρχουν ελάχιστες πράξεις κυβερνητικής παρέμβασης στην διαδικασία της αγοράς, οι οποίες ιδωμένες από την οπτική γωνία των ενδιαφερόμενων πολιτών, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν είτε ως κατασχέσεις είτε ως δώρα…. Δεν υπάρχει δίκαια και σωστή μέθοδος να ασκηθεί η τεράστια ισχύς την οποία ο παρεμβατισμός βάζει στα χέρια του νομοθετικού και του εκτελεστικού σώματος» (Μ, σελ. 734). Βλέπουμε επίσης ακόμα και την προαναγγελία της προσοδοθηρίας και της δημόσιας επιλογής όταν κάνει περίληψη των συζητήσεών του για την διαφθορά, ως αναπόφευκτα «μια συνηθισμένη επίπτωση του παρεμβατισμού» (Μ, σελ. 736). Έτσι η θεωρία της επιλογής είναι πολύ περισσότερο από την «οικονομική» πλευρά της ανθρώπινης προσπάθειας – είναι κεντρική για όλη την ανθρώπινη δράση.
Πρωτοδιάβασα τον Μίζες όταν ήμουν τελειόφοιτος στο CalTech, αποφοιτώντας στην ηλεκτρική μηχανική. Ήταν ένας από τους πολλούς λόγους γιατί στην συνέχεια μετέβηκα στα οικονομικά. Διαβάζοντας τον Μίζες ύστερα από 50 χρόνια, είμαι εντυπωσιασμένος με το πόσο ενδιαφέρουσα, ουσιώδης και σταράτη είναι «Η Ανθρώπινη Δράση» για την κατάσταση των οικονομικών στο τέλος της δεύτερης χιλιετηρίδας. Έχει αντέξει καλά επειδή πολλά από τα κύρια θέματά της – δικαίωμα ιδιοκτησίας, κανόνες ευθύνης, η αποτελεσματικότητα της αγοράς, η ματαιότητα του παρεμβατισμού, η πρωτοκαθεδρία του ατόμου – έχουν γίνει σημαντικά στοιχεία στην μικροοικονομική θεωρία και πολιτική. Επιπλέον, αυτά τα θέματα έχουν γίνει σημαντικά χάρη στον Μίζες, τον Χάγιεκ και άλλους στις παρυφές (π.χ. οι Κόζε, Άλτσιαν, Νορθ, Μπιουκάναν, Τούλοκ, Στίγκλερ και Βίκρευ, για να ονομάσουμε μερικούς) και όχι χάρη στην επικρατούσα οικονομική θεωρία. Υπάρχουν πολλά στον Μίζες που χρειάζεται να αναθεωρηθούν εξαιτίας πραγμάτων τα οποία νομίζουμε πως γνωρίζουμε τώρα και δεν γνωρίζαμε πριν από 50 χρόνια. Αλλά το βασικό μήνυμα του Μίζες για το πώς λειτουργούν τα οικονομικά είναι τόσο καλό σήμερα όσο ήταν και τότε. Αυτό που έχει αλλάξει αλματωδώς είναι οι μεθοδολογίες για την μελέτη της φύσης της ανθρώπινης λήψης αποφάσεων. Σε αυτή τη σύντομη επαφή πρόκειται να διαλέξω αρκετά θέματα στον Μίζες τα οποία θα χρησιμοποιήσω για να δείξω αυτή την αλλαγή. Θα συμπληρώσω επίσης την συζήτηση με κάποιο σχολιασμό στον Χάγιεκ, επειδή αυτός ο χρόνος είναι η 100η επέτειος τη γέννησής του. Έτσι υπάρχουν πολλά να γιορτάσουμε με τους Αυστριακούς.
Για την ανθρώπινη δράση και τα εργαστηριακά πειράματα
Οι απόψεις του Μίζες για τις πειραματικές μεθόδους αντικατοπτρίζουν την μεθοδολογική προοπτική η οποία ήταν καθολική στο επάγγελμα 50 χρόνια πριν – συγκεκριμένα πως τα οικονομικά είναι απαραίτητα μια μη πειραματική επιστήμη:
Υπάρχουν… κάποιοι νατουραλιστές και φυσικοί οι οποίοι λογοκρίνουν τα οικονομικά επειδή δεν είναι μια φυσική επιστήμη και δεν εφαρμόζονται οι μέθοδοι και οι διαδικασίες του εργαστηρίου… Αλλά η εμπειρία στην οποία οι φυσικές επιστήμες χρωστάν όλη τους την επιτυχία είναι η εμπειρία του πειράματος στο οποίο τα ξεχωριστά στοιχεία της αλλαγής μπορούν να παρατηρηθούν σε απομόνωση… η εμπειρία την οποία οι επιστήμες την ανθρώπινης δράσης έχουν να αντιμετωπίσουν είναι πάντα μια εμπειρία πολύπλοκων φαινομένων. Κανένα εργαστηριακό πείραμα δεν μπορεί να γίνει σχετικά με την ανθρώπινη δράση Δεν είμαστε ποτέ σε θέση να παρατηρήσουμε την αλλαγή σε ένα στοιχείο μόνο, ενώ όλες οι άλλες συνθήκες του γεγονότος παραμένουν απαράλλακτες. [Μ, σελ. 7-8, 31]
Η άποψή μου είναι πως ο λόγος για τον οποίο τα οικονομικά θεωρούνταν μια μη πειραματική επιστήμη ήταν απλά πως κανένας δεν προσπάθησε ή νοιάστηκε. Η άποψη του Μίζες ήταν καθολική τότε και συναντιέται συχνά ακόμα. Με αυτόν τον τρόπο, ο Τσαρλς Χολτ, ένας διακεκριμένος και πρωτοποριακός πειραματιστής, προειδοποιήθηκε από τον σύμβουλό του πως τα πειραματικά οικονομικά «ήταν ένα αδιέξοδο την δεκαετία του 60 και θα ήταν ένα αδιέξοδο την δεκαετία του 80» (Κάγκελ και Ροθ 1995: 428, ν.8). Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο είναι γιατί αυτό που ήταν την δεκαετία του 60 επιβίωσε για να είναι ένα καινούριο αδιέξοδο την δεκαετία του 80. Στους λίγους εναπομείναντες μήνες του 1999, αναμένω να είναι ένα άλλο αδιέξοδο της δεκαετίας του 90. Ενθυμούμαι τον Πωλ Σάμιουελσον να λέει πως η επιστήμη προοδεύει από κηδεία σε κηδεία.
Στην πραγματικότητα, τον περασμένο χρόνο ήταν η 50η επέτειος (που πέρασε χωρίς αναγνώριση) της πρώτης εργασίας για πειράματα της αγοράς στα οικονομικά. (Τσάμπερλεν 1948). Αυτό που νόμιζε ο Τσάμπερλεν πως έδειξε είναι πως η θεωρία της ανταγωνιστικής αγοράς δεν λειτουργεί. (Παρόλο που τα πειράματα που έγιναν στις τάξεις του είχαν σχεδιαστεί για την ανάγκη της θεωρίας του για τον μονοπωλιακό ανταγωνισμό, τα πειράματά του δεν έδειξαν πως οι αγορές αποτυχαίνουν να παράγουν ουσιαστικά κέρδη από την ανταλλαγή). Η κριτική μου και οι τροποποιήσεις του πειράματος του Τσάμπερλεν, συμπεριλαμβανόμενης της εισαγωγής των χρηματικών αμοιβών, και μια αλλαγή εστιασμένη στον ρόλο των ιδρυμάτων («οργανώσεις της αγοράς») αναφέρονται στο Σμιθ (1991: 1-55). Όταν ο σημαντικός ρόλος των ιδρυμάτων (των κανόνων μια συγκεκριμένης αγοράς) αναγνωρίζεται, δεν υπάρχει τίποτα παράξενο ή ασυνήθιστο στα αποτελέσματα του Τσάμπερλεν. Τα πειραματικά οικονομικά είναι μεγάλοι υποστηρικτές της θεωρίας του Μίζες για τις τιμές της αγοράς, αλλά επίσης της θεωρίας της ισορροπίας κάτω από στατικές ή ακόμα και δυναμικά μεταβαλλόμενες συνθήκες. Όλη η θεωρία της ισορροπίας θεωρήθηκε από τον Μίζες σαν μια «φανταστική κατασκευή» (Μ, σελ. 250-51). Γεγονός που αποδείχτηκε αληθές, όπως συνέβη για πολλές από τις σημαντικές συνεισφορές του Μίζες. Τέτοια είναι η φύση της θεωρίας, η οποία εξελίχθηκε ολόκληρη χωρίς προσδοκία να δοκιμαστεί όντως στο εργαστήριο. Αυτό που έκαναν τα πειράματα της αγοράς για εμένα ήταν να φέρουν στην ζωή αυτή την «φανταστική κατασκευή.» Μπροστά στα μάτια μου άνθρωποι με ιδιωτικές πληροφορίες, οι οποίοι επομένως δεν είχαν πρόγνωση των σκοπών που επιτύχαιναν, μεγιστοποίησαν τα κέρδη από τις ανταλλαγές και προσέγγισαν αποτελέσματα εξισορρόπησης.
Έχουν υπάρξει τώρα πολλές εκατοντάδες, πιθανότατα χιλιάδες, επιδείξεις της δύναμης των αγορών (ειδικά όταν οργανωμένες κάτω από την θέσπιση της «διπλής δημοπρασίας» κοινής σε όλες τις οικονομικές αγορές και αγορές προϊόντων) να παράγουν επαρκή ανταγωνιστικά αποτελέσματα, όπως επίσης σε αγορές ανακοινωμένης προσφοράς και ξεκαθαρισμού μίας-τιμής σφραγισμένης προσφοράς πλειστηριασμού (βλ. Κάγκελ και Ροθ 1995, Ντέιβις και Χολτ 1993, Σμιθ 1991). Αυτά τα αποτελέσματα, τα οποία έχουν επαναληφθεί από ένα πλήθος ερευνητών, είναι εύρωστα σε σχέση με τη δεξαμενή ατόμων που χρησιμοποιήθηκε: φοιτητές, απόφοιτοι, μαθητές λυκείου και δάσκαλοι, επιχειρηματίες και γυναίκες. Έπειτα, στα μέσα της δεκαετίας του 80 κάναμε ένα πείραμα χρησιμοποιώντας διοικητικούς υπαλλήλους του Τμήματος Ενέργειας κάνοντάς το σαφές πως οι ρυθμιστές μπορούσαν το ίδιο φυσικά να κάνουν μια αγορά.
Αυτό που μαθαίνουμε από τέτοια πειράματα είναι πως οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων μπορεί να μπει σε ένα δωμάτιο, να κινητοποιηθεί με ένα καλά ορισμένο ιδιωτικό οικονομικό περιβάλλον, να της εξηγηθούν οι κανόνες της προφορικής διπλής δημοπρασίας για πρώτη φορά, και να φτιάξει μια αγορά η οποία συνήθως συγκλίνει σε μια ανταγωνιστική ισορροπία, η οποία είναι 100% αποτελεσματική (μεγιστοποιούνται τα κέρδη από ανταλλαγές) μέσα σε δυο ή τρεις επαναλήψεις μιας περιόδου εμπορίας. Κι όμως η γνώση είναι διασκορπισμένη, χωρίς κανείς συμμετέχοντας να είναι ενημερωμένος για την προσφορά και την ζήτηση της αγοράς, ή ακόμα να καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό. Το γεγονός αυτό δείχνει θαυμάσια αυτό που ο Άνταμ Σμιθ ονόμαζε «μια συκεκριμένη ροπή της ανθρώπινης φύσης… να κάνει δοσοληψίες, να πληρώνει σε είδος και να ανταλλάσσει ένα πράγμα για ένα άλλο» (Σμιθ [1776] 1909: 19). Επίσης, αποδεικνύει τον ισχυρισμό του Μίζες πως «όλοι πράττουν για λογαριασμό τους – αλλά οι πράξεις όλων στοχεύουν στην ικανοποίηση των αναγκών άλλων ανθρώπων όπως και των δικών τους. Ο καθένας πράττοντας υπηρετεί τους συμπολίτες του» (Μ, σελ. 257).
Για την εξέλιξη και το πρωτόγονο μυαλό
Η κατανόηση του Μίζες για την εξέλιξη ταιριάζει καλά με σύγχρονες ερμηνείες, όπως αυτή της εξελικτικής ψυχολογίας (Τούμπι και Κοσμίδη 1992).
Το ανθρώπινο μυαλό δεν είναι ένας άγραφος πίνακας πάνω στο οποίο τα εξωτερικά γεγονότα μπορούν να γράψουν την δική τους ιστορία. Είναι εξοπλισμένο με ένα σετ εργαλείων για την σύλληψη της πραγματικότητας. Ο άνθρωπος απόκτησε αυτά τα εργαλεία , π.χ. την λογική δομή του μυαλού του, στην πορεία της εξέλιξής του από μια αμοιβάδα στην σημερινή του κατάσταση. Αλλά αυτά τα εργαλεία προέχουν λογικά από κάθε εμπειρία…. Κανένα στοιχείο το οποίο παρείχε η εθνολογία ή η ιστορία δεν έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό πώς η λογική δομή του μυαλού είναι ομοιόμορφη με όλους τους ανθρώπους όλων των φυλών, ηλικιών και χωρών [Μ, σελ. 35, 38].
Αυτή είναι στην ουσία η τρέχουσα αντίληψη της εξελικτικής ψυχολογίας για την εξέλιξη, το μυαλό, και ιδιαίτερα, την φυσική γλώσσα. Ο ισχυρισμός πώς αποκτούμε πνευματικά εργαλεία πριν από την εμπειρία επιδεικνύεται πολύ καλά στην μελέτη του πώς αποκτούμε την γλώσσα: «Όταν οι ερευνητές εστιάζουν σε έναν γραμματικό κανόνα (παραδείγματα στα αγγλικά είναι οι αλγόριθμοι που προσθέτουν ‘-s’ σε ένα ομαλό ουσιαστικό για να σχηματίσουν τον πληθυντικό του – και προσθέτουν ‘-ed’ για να σχηματίσουν τον αόριστο ενός ομαλού ρήματος) και μετρήσουν πόσο συχνά ένα παιδί τον υπακούει και πόσο συχνά τον περιφρονεί, τα αποτελέσματα είναι εκπληκτικά: για οποιοδήποτε κανόνα επιλέξετε, τα τρίχρονα τον υπακούουν τον περισσότερο καιρό» (Πίνκερ 1994: 271). Η ερμηνεία είναι πως ο εγκέφαλος έρχεται εξοπλισμένος με κυκλώματα έτοιμα να απορροφήσουν την σύνταξη οποιασδήποτε γλώσσας – η εκκίνηση του κυκλώματος απαιτεί μονάχα την έκθεση σε άλλους ομιλούντες για να θέσει τους διακόπτες. Οι εξαιρέσεις (λάθη) των τρίχρονων στην πραγματικότητα βοηθούν να αποδειχθεί η αρχή: “two mans are at the door,” ή “he builded the house.” Τα ανώμαλα ρήματα και ουσιαστικά πρέπει να απομνημονευθούν, και να αφομοιωθούν από μια νοητική διαδικασία η οποία πρώτα μπλοκάρει τον αλγόριθμο κλίσεως, και μετά ξεκαθαρίζει τον ανώμαλο κανόνα από μνήμης. Πολλές ανώμαλες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται σπάνια από τους ενήλικες, έτσι παίρνει περισσότερο να εξελιχθεί η διαδικασία μπλοκαρίσματος / αντικατάστασης, και τα τρίχρονα πάντα αντικαθιστούν τον αλγόριθμο των ομαλών περιπτώσεων. Έτσι οι γλωσσικές ενότητες δουλεύουν φυσικά στον εγκέφαλο. Οι ενήλικες κάνουν το ίδιο. Πόσο συχνά ακούτε τον αόριστο του strive (strove) ή του tread (trod); Για πολλούς, τόσο σπάνια ώστε τον ομαλοποιούν με το striven ή το treaded (Πίνκερ 1994: 273-76). Στην πραγματικότητα, το strove και το trod ακούγονται επιτηδευμένα σε πολλά αυτιά, υπονοώντας πώς ο χρήστης γνωρίζει κάτι σημαντικό το οποίο εσύ δεν γνωρίζεις. Σημειώστε πως η χρήση των αλγόριθμων κλίσης είναι ο τρόπος του εγκεφάλου να εξοικονομεί τη δυσεύρετη μνήμη και πόρους πρόσβασης. Χρειάζεται μόνο να αποθηκεύσεις στην μνήμη τις βασικές ρίζες και θέματα, και μετά να επικαλεσθείς αυτονομικούς αλγόριθμους για να μοχλεύσεις τις βασικές λέξεις σε ένα πιο ευρύ λεξιλόγιο. Με αυτόν τον τρόπο «ένας μέσος αμερικάνος απόφοιτος λυκείου γνωρίζει 45.000 λέξεις – τρεις φορές περισσότερες από αυτές που κατάφερε να χρησιμοποιήσει ο Σαίξπηρ… στην συλλογή θεατρικών και σονέτων του» (Πίνκερ 1994: 150).
Αλλά μερικοί απορρίπτουν αυτές τις ερμηνείες της γλώσσας, ισχυριζόμενοι πως η γλωσσική μας ικανότητα δεν είναι μια προσαρμογή (adaptation) αλλά μια εξαρμογή (exaptation) – μια συσκευή η οποία εξελίχθηκε για άλλους σκοπούς αλλά αρπάχθηκε ή ανακυκλώθηκε για έναν νέο σκοπό (Γκουλντ και Βρμπά 1981). Τέτοιες απόψεις, παρόλα αυτά, μου φαίνονται κινήσεις αντιπερισπασμού. Η προσαρμογή μπορεί να είναι πολύπλοκη, και αρπάζοντας μια ενότητα η οποία σε έναν βιολόγο «μοιάζει» να έχει εξελιχθεί για έναν άλλο σκοπό είναι μονάχα ένα από τα πολλά μονοπάτια τα οποία μπορεί να πάρει η εξελικτική προσαρμογή. Είναι όντως ένα σοφό άτομο αυτό που μπορεί να πει για ποιον σκοπό ένας συγκεκριμένος βιολογικός μηχανισμός σχεδιάστηκε αρχικά. Δεν χρειάζεται να πιστεύεις πως η γλώσσα αναπτύχθηκε επειδή ένας πρώτο-άνθρωπος είπε μια λέξη η οποία αύξησε την φυσική κατάσταση του ατόμου, και πως το γονίδιο αυτής της λέξης έπειτα άνθισε στον πληθυσμό. Ο Μίζες δεν υποκρίνεται πως ξέρει πώς η εξέλιξη δημιούργησε την ανθρώπινη πνευματική ικανότητα, αλλά για αυτόν είναι τόσο φυσικό να αντιλαμβάνεται το μυαλό σαν ένα εξελιγμένο φαινόμενο όσο το να πιστεύει πώς η εξελικτική διαδικασία δημιούργησε χέρια και πόδια.
Οι Γκουλτ και Λεβόντιν (1979) κατηγόρησαν πολλούς εξελικτικούς βιολόγους ότι δείχνουν υπερβολική πίστη στην φυσική επιλογή. Οι πνευματικοί απόγονοι του Μίζες θα διασκεδάσουν με την αξιολόγηση του Πίνκερ (1994: 359) της επιδραστικής εργασίας των Γκουλτ και Λεβόντιν: «Ένας από τους σκοπούς τους ήταν να υπονομεύσουν τις θεωρίες για την ανθρώπινη συμπεριφορά οι οποίες προβλέπουν πως θα έχουν δεξιές πολιτικές επιπτώσεις..». Ο Γκουλντ από το Χάρβαρντ είναι φυσικά ένα προεξέχον παράδειγμα του ισχυρισμού πως οι μόνοι Μαρξιστές που απέμειναν στον κόσμο διδάσκουν στα Βρετανικά και τα Αμερικανικά πανεπιστήμια. Φαίνεται πως οι αριστεριστές οι οποίοι προωθούν την τελειοποιησιμότητα (perfectibility) των ανθρώπων μέσω του κοινωνικού ελέγχου (δηλαδή της κυβέρνησης) φοβούνται τις επιπτώσεις της απόδοσης πολλής επιρροής στην φύση, ενώ οι δεξιοί (τουλάχιστον το υποσύνολο αυτών που υποστηρίζουν την περιορισμένη κυβέρνηση) φοβούνται τις επιπτώσεις του κρατισμού στην ανθρώπινη πλαστικότητα. Αυτή είναι η συζήτηση περί «φύσης έναντι ανατροφής», η οποία είναι γεμάτη με υπόγειες πολιτικές προκαταλήψεις. Ο Μίζες έρχεται στο πλευρό της φύσης υποστηρίζοντας πως το μυαλό έχει εργαλεία τα οποία δεν είναι μέρος της εμπειρίας. Αλλά το μυαλό έχει αυτά τα εργαλεία επειδή ήταν προσαρμοστικά, επειδή άνθισαν σε περιβάλλοντα τα οποία δεν μπλόκαραν την έκφρασή τους, Με αυτόν τον τρόπο μια σημαντική σύγχρονη άποψη είναι αυτή της συνεξέλιξης της φύσης και της κουλτούρας – η κουλτούρα επηρεάζει αυτό το οποίο επιβιώνει και ανθίζει, και η φύση επηρεάζει αυτό που είναι περισσότερο ή λιγότερο εύπλαστο.
Για την συνειδητή ενάντια στην ασυνείδητη δράση
Εδώ ο Μίζες έχει προσπεραστεί από τις πρόσφατες τάσεις στην νευρολογία, γιατί αναφέρει, «η συνειδητή ή σκόπιμη συμπεριφορά έρχεται σε οξεία αντίθεση με την ασυνείδητη συμπεριφορά, π.χ. τα αντανακλαστικά και τις ακούσιες απαντήσεις των κυττάρων του σώματος και των νεύρων στα ερεθίσματα» (Μ, σελ. 10). Θέλει να ισχυριστεί πως η ανθρώπινη δράση είναι συνειδητά σκόπιμη. Αλλά αυτό δεν είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για το σύστημά του. Οι αγορές είναι εκεί έξω και κάνουν την δουλειά τους είτε ο κύριος μοχλός της ανθρώπινης δράσης περιέχει αυτοσυνείδητη συμβουλευτική επιλογή είτε όχι.
Ο Μίζες υποβαθμίζει υπερβολικά την λειτουργία των ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών. Τα περισσότερα από αυτά που ξέρουμε δεν θυμόμαστε να τα μαθαίνουμε, ούτε είναι η λειτουργία της μάθησης προσβάσιμη από την συνειδητή εμπειρία μας — το μυαλό. Ένα φυσιολογικά αναπτυσσόμενο παιδί έχει μάθει μια συντακτικά σωστή φυσική γλώσσα μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών, χωρίς να έχει διδαχθεί. Όπως σημειώθηκε από τον Πίνκερ, «τα παιδία αξίζουν την περισσότερη αναγνώριση για την γλώσσα την οποία αποκτούν. Στην πραγματικότητα μπορούμε να δείξουμε πως γνωρίζουν πράγματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν διδαχθεί» (Πίνκερ 1994: 40). Ακόμα και σημαντικά προβλήματα αποφάσεων τα οποία αντιμετωπίζουμε επεξεργάζονται από τον εγκέφαλο πίσω από την συνειδητή προσβασιμότητα. Αυτό είναι προφανές όταν παλεύεις με μια απόφαση, ή προσπαθείς να λύσεις ένα πρόβλημα, έπειτα πας στο κρεβάτι και ξυπνάς έχοντας κάνει σημαντική πρόοδο ή έχοντας βρει την λύση. Όπως σημείωσε ο νευρολόγος Μάικλ Γκατσανίγκα με χαρακτηριστικά απλό λόγο:
Από την στιγμή που νομίζουμε πως ξέρουμε κάτι — (ειδικά αυτό) είναι μέρος της συνειδητής εμπειρίας μας — ο εγκέφαλος έχει ήδη κάνει την δουλειά του. Είναι παλιά νέα για τον εγκέφαλο αλλά φρέσκα για «εμάς» (το συνειδητό μυαλό). Τα συστήματα τα οποία χτίζονται στον εγκέφαλο κάνουν την δουλειά τους αυτόματα και σε μεγάλο βαθμό έξω από την συνειδητή μας εγρήγορση. Ο εγκέφαλος τελειώνει την δουλειά μισό δευτερόλεπτο πριν η πληροφορία την οποία επεξεργάζεται φτάσει στην συνείδησή μας… Εμείς (δηλαδή τα μυαλά μας) είναι άσχετα με το πώς λειτουργούν όλα αυτά και επηρεάζονται. Δεν σχεδιάζουμε ή αρθρώνουμε αυτές τις πράξεις. Παρατηρούμε απλά το αποτέλεσμα…. Ο εγκέφαλος μας αποκρύπτει ότι αυτό το μέρος της λειτουργίας του καταλήγει σε εμάς ως «τελειωμένη υπόθεση», δημιουργώντας σε εμάς την ψευδαίσθηση πως τα γεγονότα τα οποία βιώνουμε συμβαίνουν σε πραγματικό χρόνο – όχι πριν την συνειδητή εμπειρία μας της απόφασης να κάνουμε κάτι. [Γκατσανίγκα 1998: 63-64].
Πράγματι, ένας από τους γρίφους της νευρολογίας είναι γιατί ο εγκέφαλος κοροϊδεύει το μυαλό στο να πιστεύει πως έχει τον έλεγχο της πνευματικής δραστηριότητας. Αλλά τίποτα από αυτά δεν αλλάζει την συνεισφορά του επιχειρήματος του Μίζες. Οι αγορές είναι ένα από τα μέσα του κοινωνικού εγκέφαλου να επεκτείνει την ικανότητα για επεξεργασία πληροφοριών σε άλλους εγκεφάλους, και να ενδυναμώσει την δημιουργία πλούτου πέρα από οτιδήποτε μπορεί να κατανοηθεί από το μυαλό. Όπως οι περισσότερες από τις λειτουργίες του εγκεφάλου δεν είναι προσπελάσιμες στο μυαλό (νου), κατά τον ίδιο τρόπο παρατηρείται επίσης μια διαδεδομένη αποτυχία των ανθρώπων να καταλάβουν τις αγορές σαν αυτο-οργανώμενα συστήματα, συντονισμένα από τις τιμές προς τη συνεργατική παραγωγή κερδών από ανταλλαγή, χωρίς κανείς να έχει τον έλεγχο. Τα έργα της οικονομίας δεν είναι το προϊόν, ούτε μπορούν να είναι το προϊόν, της συνειδητής λογικής, η οποία πρέπει να αναγνωρίσει τις δικές της αδυναμίες και να αντιμετωπίσει, με τα λόγια του Χάγιεκ, «τις επιπτώσεις του εκπληκτικού γεγονότος, αποκαλυμμένου από τα οικονομικά και την βιολογία, πως η τάξη που έχει προκύψει χωρίς σχεδιασμό μπορεί να ξεπεράσει κατά πολύ τα σχέδια τα οποία οι άνθρωποι συνειδητά καταστρώνουν» (Χάγιεκ 1988:8).
Για την εξειδίκευση του εγκεφάλου να διακρίνει το κόστος ευκαιρίας και τον σύνδεσμο λογικής-συναισθημάτων
Μία από τις ιδέες που βρίσκεται σε όλα τα κείμενα του Μίζες είναι πως η επιλογή βασίζεται στις συγκρίσεις προτίμησης και στις κρίσεις ενός σκεπτόμενου, λογικού ατόμου για το τι είναι περισσότερο και τι είναι λιγότερο: «η δράση είναι μια προσπάθεια να αντικαταστήσουμε μια περισσότερο ικανοποιητική κατάσταση των πραγμάτων με μια λιγότερο ικανοποιητική…. Το κόστος είναι ίσο με την αξία την οποία έχουμε συνδέσει με την ικανοποίηση την οποία πρέπει να αποποιηθούμε για να πετύχουμε τον σκοπό» (Μ, σελ. 97). «Μόνο ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να μετατρέπει αισθητήρια ερεθίσματα σε παρατήρηση και εμπειρία, [και μπορεί να τα κατατάξει] σε ένα κατανοητό σύστημα. Η δράση προηγείται από την σκέψη» (Μ, σελ. 177).
Θέλω να προτρέψω για προσοχή στο γεγονός πως μια σειρά ερευνών σε ζώα και ανθρώπους η οποία πηγαίνει πίσω στον ίδιο χρόνο που δημοσιεύθηκε το «Ανθρώπινη Δράση» παρέχουν την βάση για προδεδικασμένες συγκρίσεις αξίας στο πως ο εγκέφαλος των ζώων δουλεύει φυσικά. Ο Ζήμαν (1949) ανέφερε πειράματα στα οποία αρουραίοι εκπαιδεύτηκαν να τρέχουν προς έναν σκοπό κινητοποιημένο από μεγάλη ανταμοιβή. Μετά μετακινήθηκαν σε μια μικρή ανταμοιβή, και τα ποντίκια ανταποκρίθηκαν τρέχοντας πιο αργά από ότι θα έτρεχαν για έναν μικρό σκοπό μόνο. Μια δεύτερη ομάδα ποντικών άρχισε με μια μικρή ανταμοιβή και μετακινήθηκε σε μια μεγάλη, και αυτά τα ποντίκια αμέσως άρχισαν να τρέχουν γρηγορότερα από ότι αν είχαν εκτεθεί μονάχα στη μεγάλη ανταμοιβή. Αυτό το πρώιμο πείραμα ήταν σύμφωνο με την υπόθεση πως η παρακίνηση βασιζόταν στην σχετική ανταμοιβή – κόστος ευκαιρίας – και όχι σε μια απόλυτη κλίμακα αξιών προερχόμενη από τον εγκέφαλο. Αλλά αυτή η ερμηνεία δεν εκτιμήθηκε εκείνον τον καιρό. Από τότε, απ’ ευθείας μέτρηση της εγκεφαλικής νευρικής δραστηριότητας αποκάλυψε την σημαντικότητα της σύγκρισης σχετικής αξίας στο πως οι εγκέφαλοι των θηλαστικών πραγματικά δουλεύουν. Έτσι, οι εγκέφαλοι των πιθήκων και των αρουραίων αντιδρούν σε διαφορικές συγκρίσεις των αμοιβών. «Νευροφυσιολογικές μελέτες των πιθήκων και των αρουραίων δείχνουν πως οι νευρώνες στις περιοχές των 6 στιβάδων του κογχομετωπιαίου φλοιού (πάνω από τα μάτια) επεξεργάζονται παρακινητικά γεγονότα, διακρίνουν ανάμεσα σε ορεκτικά και απεχθή δυνητικά ερεθίσματα και είναι ενεργοί κατά την διάρκεια της αναμονής των αποτελεσμάτων» (Τρέμπλε και Σουλτς 1999: 704).
Έχει τώρα επιβεβαιωθεί πως η δραστηριότητα του κογχομετωπιαίου φλοιού στους πιθήκους τους επιτρέπει να διακρίνουν ανάμεσα σε σχετικές αμοιβές οι οποίες είναι ήδη συσχετισμένες με την σχετική προτίμηση του ζώων ανάμεσα σε ανταμοιβές όπως σταφύλια, μήλο και δημητριακά (σε σειρά φθίνουσας προτίμησης). Με αυτόν τον τρόπο, η νευρική δραστηριότητα είναι μεγαλύτερη για τα σταφύλια από ότι για το μήλο όταν το υποκείμενο βλέπει σταφύλια και μήλο, και παρόμοια όταν το μήλο και τα δημητριακά συγκρίνονται. Αλλά η δραστηριότητα που συσχετίζεται με το μήλο είναι πολύ μεγαλύτερη όταν συγκρίνεται με τα δημητριακά από όταν συγκρίνεται με τα σταφύλια. Αυτό είναι αντίθετο με αυτό που θα περίμενε να παρατηρήσει κανείς αν οι τρεις ανταμοιβές ήταν κωδικοποιημένες σε μια σταθερή κλίμακα φυσικών ιδιοτήτων παρά σε μια σχετική κλίμακα (βλ. Τρέμπλε και Σουλτς 1999: 706, διαγρ. 4).
Εφόσον οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στα ζώα είναι πολύ επεμβατικές/διεισδυτικές για να εφαρμοστούν σε ανθρώπους, ποια είναι η σημασία για τους ανθρώπους αυτών των περιγραφών του πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος των ζώων; Η απάντηση πως άλλη έρευνα έδειξε πως ο κογχιομετωπιαίος φλοιός στους ανθρώπους και τους πιθήκους εκτελεί πολλές από τις ίδιες γενικές λειτουργίες. Αυτό έχει υποδειχθεί από μελέτες ανθρώπων και πιθήκων οι οποίοι έχουν υποστεί βλάβη σε αυτόν τον ιστό: και τα δυο είδη επιδεικνύουν αλλαγμένη έκφραση ανταμοιβών και προτιμήσεων, και συναισθηματικής συμπεριφοράς, το οποίο οδηγεί σε σημαντικές ανωμαλίες στην κοινωνική συμπεριφορά. Όπως σημειώθηκε από τον Νταμάζιο συνοψίζοντας αυτή τη βιβλιογραφία: «παρά τις αξιοσημείωτες νευροβιολογικές διαφορές ανάμεσα στον πίθηκο και τον χιμπατζή, και ανάμεσα στον χιμπατζή και τον άνθρωπο, υπάρχει μια κοινή ουσία στο ελάττωμα το οποίο προκαλεί προμετωπιαία βλάβη: η προσωπική και κοινωνική συμπεριφορά είναι σοβαρά περιορισμένη» (Νταμάζιο 1994: 75).
Στους ανθρώπους αρέσει να πιστεύουν πως οι καλές λήψεις αποφάσεων είναι αποτέλεσμα της χρήσης της λογικής, και πως οποιαδήποτε επιρροή την οποία θα μπορούσαν να έχουν τα συναισθήματα είναι αντιθετική με τις καλές αποφάσεις. Αυτό που δεν έχει εκτιμηθεί από τον Μίζες και άλλους οι οποίοι παρόμοια βασίζονται στην πρωτοκαθεδρία της λογικής στην θεωρία της επιλογής είναι ο εποικοδομητικός ρόλος τον οποίο παίζουν τα συναισθήματα στην ανθρώπινη δράση. Για παράδειγμα, οι Bechara και συν. (1997) έχουν μελετήσει την συμπεριφορά ασθενών με βλάβη στον μετωπιαίο λοβό σε πειράματα στην λήψη αποφάσεων κάτω από αβεβαιότητα, και συνέκριναν την συμπεριφορά τους με αυτή φυσιολογικών υποκειμένων.2 Έδειξαν πως τα φυσιολογικά υποκείμενα, καθώς μαθαίνουν για το πειραματικό περιβάλλον, μπαίνουν σε μια κριτική μετάβαση στην οποία αλλάζουν τρόπο απόφασης. Αλλά πριν την αλλαγή στην απόφαση, τα τεστ στην αγωγιμότητα του δέρματος καταγράφουν μια συναισθηματική αντίδραση, ενώ μόνο μετά την αλλαγή της απόφασης είναι ικανοί να εκφράσουν προφορικά γιατί έκαναν την αλλαγή. Ως εκ τούτου, ο συναισθηματικός εγκέφαλος δρα πριν από την αλλαγή στην απόφαση, ενώ η λογική, με τη μορφή της προφορικής εκλογίκευσης, εμφανίζεται μετά την απόφαση. Οι ασθενείς με εγκεφαλική βλάβη, παρόλα αυτά αποτυγχάνουν να αλλάξουν την λήψη απόφασής τους και προσφέρουν προφορικές εξηγήσεις για την κακή τους απόδοση. Κατά τρόπο ενδιαφέροντα, ένα γενικό πρόβλημα με τους ασθενείς στο ιστορικό τους είναι μια τάση να χάνουν τις δουλειές τους, να χρεοκοπούν και έχουν δυσκολία στο να παίρνουν ικανοποιητικές μακροχρόνιες αποφάσεις. Οι Bechara και συν. (1997) πιστεύουν πως υπάρχουν ασυνείδητες υποδείξεις από τον συναισθηματικό εγκέφαλο (μερικές φορές αποκαλείται «μεταιχμιακό σύστημα») οι οποίες καθοδηγούν ή επηρεάζουν τον σχηματισμό γνωστικών στρατηγικών, και πως αυτό το κύκλωμα επηρεάζεται από βλάβες στον μετωπιαίο λοβό. Κατά συνέπεια, τα συναισθήματα, αντί να είναι εχθρικά στις λογικές αποφάσεις, μπορεί να είναι απαραίτητα για αυτές, ενώ ο συνειδητός λογικός εγκέφαλος είναι ο τελευταίος που το γνωρίζει.
Για την ανθρώπινη κοινωνία και την συνεργασία
Σύμφωνα με τον Μίζες, όλες οι κοινωνικές σχέσεις ξεκινάν από μια κατανομή της εργασίας, η οποία γίνεται δυνατή από την οικονομία της αγοράς:
Μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής συνεργασίας μπορεί να προκύψουν ανάμεσα σε μέλη της κοινωνίας συναισθήματα συμπάθειας και φιλίας και μια αίσθηση πως ανήκουν μαζί. Αυτά τα συναισθήματα είναι η πηγή των πιο απολαυστικών και υπέροχων εμπειριών του ανθρώπου. Είναι το πιο πολύτιμο στολίδι της ζωής…. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι… οι παράγοντες που έχουν επιφέρει τις κοινωνικές σχέσεις. Είναι οι καρποί της κοινωνικής συνεργασίας, αναπτύσσονται μονάχα μέσα στο πλαίσιό της…. Τα θεμελιώδη γεγονότα τα οποία έχουν επιφέρει την συνεργασία, την κοινωνία, και τον πολιτισμό και μεταμόρφωσαν τον ζωώδη άνθρωπο σε ανθρώπινο ον είναι το γεγονός πως η κατανομή της εργασίας μεταξύ πολλών ατόμων είναι πιο αποτελεσματική από την απομονωμένη δουλειά και πως η λογική του ανθρώπου είναι ικανή να αναγνωρίζει αυτή την αλήθεια [Μ, σελ. 144].
Θέλω να θέσω μια εντελώς διαφορετική στροφή σε αυτά τα θέματα, χωρίς, νομίζω, να αρνούμαι, ή να αφαιρώ από, το βασικό μήνυμα της άποψης του Μίζες. Η εκδοχή μου, βασισμένη πάνω σε αρχαιολογικές, εθνογραφικές και πειραματικές μελέτες, προσφέρει μια διαφορετική προοπτική στις κοινωνικές ψυχολογικές ρίζες της ανταλλαγής, του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του χρήματος. Εφόσον έχω ήδη αναπτύξει αυτό το θέμα αλλού, θα χρησιμοποιήσω αυτή την ευκαιρία για να το αναπροσαρμόσω και να το επαναδιατυπώσω μέσα στο πλαίσιο της απόδοσης τιμής στη διαχρονική συνεισφορά του Μίζες (Σμιθ 1998).
Ίσως δεύτερο μόνο μετά την γλώσσα ως ανθρώπινο καθολικό (universal), οι άνθρωποι συνεχώς, και σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα, εμπλέκονται σε αμοιβαιότητα με φίλους, συνεργάτες, ακόμα και ξένους εάν το πλαίσιο δεν είναι αντιληπτό ως εχθρικό. Καλείς γνωστούς για δείπνο και μετέπειτα καλούν εσένα. Δίνεις τα εισιτήρια θεάτρου σου σε μια φίλη όταν είσαι εκτός της πόλης και μετέπειτα σου δίνει εκείνη εισιτήρια συναυλίας τα οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει. Οι φίλοι ανταλλάσσουν χάρες, δανείζουν ιδιοκτησία και παρέχουν υπηρεσίες ο ένας στον άλλο αυτόνομα, χωρίς στενή κράτηση λογαριασμών. Όθεν προέρχεται και η γνωστή φράση «θα σου το χρωστάω.» Οι κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, οι οποίες μελετήθηκαν τα τελευταία 100 χρόνια είναι κορεσμένες με συστήματα κοινωνικών ανταλλαγών τα οποία έχουν εκτεταμένες οικονομικές επιπτώσεις. Αν και κάποια έχουν μορφές χρηματικών προϊόντων, πολλά δεν έχουν καμία και βασίζονται ολοκληρωτικά στην κοινωνική ανταλλαγή μέσω αμοιβαιότητας για να εξασφαλίσουν κέρδη σε έναν κόσμο χωρίς χρήματα ή σύστημα κατάψυξης. Οι μορφές των ιδρυμάτων ποικίλουν εξαιρετικά, αλλά η λειτουργικότητά τους είναι η ίδια. Υπάρχει μια εκτεταμένη κατανομή της εργασίας δια μέσου των γενεών και ανάμεσα στα φύλα: γενικά οι γυναίκες, τα παιδιά και οι μεγαλύτεροι άντρες μαζεύουν και επεξεργάζονται την φυτική τροφή – οι άντρες και τα αγόρια μετά την ηλικία των 18 κυνηγούν – οι μεγαλύτεροι άντρες συμβουλεύουν στα κυνήγια και φτιάχνουν εργαλεία – και οι γιαγιάδες βοηθούν στην γέννηση και το μεγάλωμα των παιδιών σαν μέρος μια χαρακτηριστικά ανθρώπινης προσαρμογής – την εμμηνόπαυση, οδηγώντας σε μια εκτεταμένη μετα-αναπαραγωγική ζωή οικογένειας και κοινωνικής υπηρεσίας.
Αυτό το «ένστικτο» για αμοιβαιότητα έχει έρθει στην επιφάνεια δυνατά και απρόσμενα σε ποικίλες μορφές εργαστηριακών πειραμάτων (Φερ, Γκέχτερ και Κιρχστάιγκερ 1996 – ΜακΚάμπε, Ρασέντι και Σμιθ 1996). Όπως υποδείχτηκε παραπάνω, πειραματική έρευνα της αγοράς επιβεβαιώνει κατά μεγάλο βαθμό την ιδέα των Σμιθ-Χάγιεκ-Μίζες της συνεργασίας μέσω θεσμών αγοράς στους οποίους το δικαίωμα ιδιοκτησίας τιθασεύει το ατομικό συμφέρον προς παραγωγή πλούτου. Αλλά σχεδόν τα μισά ή παραπάνω από τα υποκείμενα τα οποία χωρίς να το ξέρουν μεγιστοποιούν τα κέρδη από τις ανταλλαγές σε ανώνυμες αλληλεπιδράσεις ελεγχόμενες από μία ομάδα κανόνων αγοράς, επιλέγουν επίσης να αποποιηθούν δράση προς το ατομικό τους συμφέρον για να πετύχουν αποτελέσματα συνεργασίας μέσω εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας σε ανώνυμες αλληλεπιδράσεις σε απλά ολοκληρωμένα παιχνίδια πληροφορίας.
Για παράδειγμα, σε ένα από τα παιχνίδια εμπιστοσύνης 12 υποκείμενα φτάνουν στο εργαστήριο για να «κερδίσουν χρήματα σε ένα πείραμα οικονομικών.» Όταν φτάσουν, τα άτομα πληρώνονται 5 δολάρια για την εμφάνισή τους έγκαιρα και τους ορίζεται ένα τερματικό υπολογιστή σε ένα δωμάτιο το οποίο περιέχει 40 μηχανές χωρισμένες η καθεμία σε ένα διαμέρισμα. Αφού φτάσουν όλα τα υποκείμενα, μπαίνουν στο δίκτυο και ο καθένας γίνεται ζευγάρι τυχαία και ανώνυμα με κάποιο άλλο υποκείμενο στο δωμάτιο και του ορίζεται τυχαία η θέση του πρώτου, ή δεύτερου, παίχτη.
Το παιχνίδι παίζεται μια φορά. Ο πρώτος παίχτης μπορεί να επιλέξει να χωρίσει 20 δολάρια στα δυο, 10 για τον ίδιο και 10 για τον παίχτη 2. Εναλλακτικά μπορεί να τα περάσει στον παίχτη 2, ο οποίος διπλασιάζει την αρχική πίτα σε 40 δολάρια. Ο παίχτης 2 έχει δυο επιλογές: να πάρει τα 40 δολάρια, αφήνοντας τίποτα για τον παίχτη 1, ή να πάρει 25, αφήνοντας 15 για τον παίχτη 1. Όποια και να είναι η επιλογή, στο τέλος κάθε υποκείμενο πληρώνεται ιδιαιτέρως και αφήνει το πείραμα. Ολόκληρο το πείραμα παίρνει περίπου 15 λεπτά. Κανένα υποκείμενο δε γνωρίζει με ποιον έχει γίνει ζευγάρι. Αυτό το πρωτόκολλο μοναδικού παιχνιδιού, ανώνυμου ταιριάσματος, είναι ευρέως αποδεκτό ότι ορίζει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για κινήσεις μη-συνεργασίας από τον κάθε παίχτη. Η θεωρία παιγνίων υποθέτει πως στην απουσία επανάληψης του παιχνιδιού, ή οποιασδήποτε ιστορίας ή μελλοντικών συναλλαγών ανάμεσα στους παίχτες, ο καθένας θα επιλέξει στρατηγικές επιβολής και ο καθένας θα υποθέσει πως ο άλλος θα επιλέξει το ίδιο. Κατά συνέπεια, η ισορροπία (subgame perfect) του παιχνιδιού είναι ο πρώτος παίχτης να πάρει 10 δολάρια, αφήνοντας 10 για τον παίχτη 2. Διαφορετικά, αν ο πρώτος μετακινούμενος τα αφήσει ο δεύτερος μετακινούμενος θα επιλέξει να πάρει ολόκληρα τα 40 δολάρια.
Εναλλακτικά, υποθέτουμε πως ο παίχτης 1 είναι ένα άτομο του οποίου η πολιτική στις κοινωνικές συναλλαγές με τους άλλους είναι συχνά να ξεκινάει μια φιλική ανταλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο το να περάσει στον παίχτη 2 προορίζεται σαν μια προσφορά συνεργασίας. Ο παίχτης 1 ρισκάρει μια ευκαιρία ζημίας 10 δολαρίων για μια ευκαιρία κέρδους 5. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί σαν σημάδι στον παίχτη 2 υπονοώντας πως «δεν παραιτούμε από τα σίγουρα 10 δολάρια επειδή περιμένω να με αφήσεις με 0 – σου προσφέρω ένα 250% κέρδος, έτσι ώστε να μπορώ να έχω 150% κέρδος από την ανταλλαγή. Σε εμπιστεύομαι πως θα είσαι αξιόπιστος.» Εάν ο παίχτης 2 έχει παρόμοια προδιάθεση, έχουμε μια συναλλαγή, παράγοντας κέρδη από ανταλλαγή στην οποία ο παίχτης 1 λαμβάνει 15 δολάρια και ο παίχτης 2 λαμβάνει 25.
Ο Πίνακας 1 παραθέτει τα αποτελέσματα για ένα δείγμα 24 ζευγαριών φοιτητών και ένα δείγμα 28 ζευγαριών προχωρημένων μεταπτυχιακών φοιτητών. (Στοιχεία από τους ΜακΚάμπε και Σμιθ 1999 – δες επίσης Γκανθορσντοτιρ, ΜακΚάμπε και Σμιθ 199). Το μάθημα είναι πως οι μισοί από το δείγμα των φοιτητών, συμπεριλαμβανόμενων και των μεταπτυχιακών από όλες τις Η.Π.Α και την Ευρώπη, με εκπαίδευση στα οικονομικά και την θεωρία των παιχνιδιών, έχουν εμπιστοσύνη, ενώ κάπου 64 με 75 % των ταιριών που τους έχουν αντιστοιχηθεί είναι αξιόπιστα. Γιατί ένα τόσο μεγάλο μέρος αυτών των αντικειμένων που έχουν συναλλαγές ανώνυμα αποποιούνται προσωπικού συμφέροντος δράση μη συνεργασίας όπως προέβλεψε η θεωρία των οικονομικών και του παιχνιδιού; Πιστεύουμε πως ο λόγος είναι απλός: οι περισσότεροι άνθρωποι σε σχετικά σταθερές κοινωνίες βρίσκουν πως αποδίδει, μακροπρόθεσμα, να δείχνουν ένα συνεργάσιμο προσαρμοστικό πρόσωπο στους συνανθρώπους τους. Αυτή η συνηθισμένη στάση είναι τόσο δυνατή ώστε επιζεί ακόμα και σε ένα μη οικείο πειραματικό παιχνίδι ανώνυμων συναλλαγών το οποίο έπαιξαν μια φορά – οι περισσότεροι από τα ταίρια τους παίρνουν το μήνυμα και ανταποδίδουν για αμοιβαίο συμφέρον. Τα στοιχεία μας δείχνουν πως παίχτες 1 που συνεργάζονται, ρισκάροντας την αποστασία, κατά μέσο όρο κερδίζουν περισσότερα χρήματα από αυτούς που δεν συνεργάζονται.
Θέλω να υποδείξω πως αυτού του είδους η συμπεριφορά υπήρξε χαρακτηριστική των προγόνων μας σε εξελίξιμη μορφή, πιθανόν για τα τελευταία 2 εκατομμύρια χρόνια. Στην πραγματικότητα θα συμφωνούσα με τον Μίζες πως ήταν μέσω ανταλλαγών που φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα, σημειώνοντας όμως ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας οι συναλλαγές συνέβαιναν μέσω ανταποδόσεων στην οικογένεια, την διευρυμένη οικογένεια και την φυλή. Αυτό ήταν που έθεσε την βάση για την πρώτη εξειδίκευση, πολύ πριν έρθει η αγορά. Κατά συνέπεια, όταν κάποιος εφηύρε την ανταλλαγή, και αργότερα αυτό που θα ονομαζόταν «χρήμα» (αναμφίβολα -όπως η γλώσσα- το χρήμα εφευρέθηκε πολλές φορές), οι άνθρωποι είχαν ήδη μια μεγάλη εμπειρία στις κοινωνικές συναλλαγές. Αυτό που επέτρεψε το χρήμα ήταν μια απελευθέρωση του μυαλού από τα λογιστικά της καλής θέλησης – η ανάγκη να ελέγχεις περιοδικά πως ο λογαριασμός σου καλής θέλησης με έναν φίλο δεν ήταν πολύ ανισόρροπος. Το νέο στοιχείο θα έκανε το εμπόριο μακρινών αποστάσεων δυνατό, το οποίο κορυφώθηκε σήμερα με τις παγκόσμιες αγορές και την έναρξη της εποχής του ηλεκτρονικού εμπορίου (Νορθ 1991).
Το παραπάνω μοντέλο του ατόμου – να συμπεριφέρεται μη συνεργάσιμα σε απρόσωπες αγορές και να μεγιστοποιεί τα κέρδη από το εμπόριο, αλλά συνεργάσιμα σε προσωπικές συναλλαγές επίσης για να μεγιστοποιεί τα κέρδη από τις συναλλαγές – μας επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να θέλουν να επεμβαίνουν στις αγορές για να «βελτιώσουν» τα πράγματα. Η εμπειρία τους στις προσωπικές κοινωνικές συναλλαγές είναι πως το να κάνει κανείς το καλό (έχοντας εμπιστοσύνη και όντας έμπιστος) επιτυγχάνει το καλό (ορατά κέρδη από κοινωνικές συναλλαγές). Σε απρόσωπες συναλλαγές μέσω των αγορών, τα κέρδη από την συναλλαγή δεν είναι μέρος της εμπειρίας τους. Όπως σημείωσε ο Άνταμ Σμιθ ([1776] 1909: 19), «αυτή η κατανομή της εργασίας … δεν είναι αρχικά το αποτέλεσμα καμίας ανθρώπινης σοφίας, η οποία προβλέπει και σκοπεύει σε αυτή την γενική ευμάρεια την οποία επιτρέπει,» Απρόσωπες συναλλαγές μέσω των αγορών τείνουν να γίνονται αντιληπτές σαν ένα παιχνίδι μηδενικού ποσού, η οποία αντίληψη σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την ικανότητα των αγορών να κάνουν τη δουλειά την οποία εξέφρασαν οι Άνταμ Σμιθ και Μίζες. Προτείνω ότι τα παρεμβατικά προγράμματα είναι το αποτέλεσμα της ακατάλληλης εφαρμογής από τους ανθρώπους των προαισθημάτων τους και των εμπειριών τους από τις προσωπικές κοινωνικές συναλλαγές στις αγορές, τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα πως θα έπρεπε να είναι δυνατόν να επέμβουμε και να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα προαισθήματά τους, όχι την λογική τους (όπως ήλπιζε ο Μίζες), σκεπτόμενοι για τις αγορές, και κάνουν λάθος.
Συμπέρασμα
Δύο χαρακτηριστικά, μοναδικά στην γραμμή των ανθρωπιδών, είναι περισσότερο πιθανόν βασικά αίτια της εμφάνισης της εξειδίκευσης (το εκτεταμένο αποτέλεσμα της συνεργασίας), ως ένα ανθρώπινο καθολικό (universal) που επέτρεψε στους πρωτοάνθρωπους προγόνους μας «να έχουν κυριαρχία πάνω στα ψάρια της θάλασσας, και πάνω στα πτηνά του αέρα και πάνω στα βοοειδή και πάνω σε όλη τη γη και πάνω σε κάθε έρπων ον» (Γένεση 1:26). Αυτά τα δυο είναι (1) η χρήση μιας εκλεπτυσμένης ουδέτερης γλώσσας – και (2) η ανταποδοτικότητα ή «η προδιάθεση να εμπορευόμαστε, να αντιπαρέχουμε και να ανταλλάσσουμε ένα πράγμα για ένα άλλο» (Σμιθ [1776] 1909: 19). Είναι δύσκολο να φανταστούμε πως αυτά τα δυο χαρακτηριστικά εξελίχθηκαν ανεξάρτητα. Είναι σχεδόν σίγουρα μέρος ενός συνεξελικτικού πολιτισμικού και βιολογικού δικτύου το οποίο πάει πίσω πάνω από 2 εκατομμύρια χρόνια. Το ένστικτο για ανταλλαγή εξηγεί την επιβίωση των εμπορικών συστημάτων στην Κίνα, την πρώην Σοβιετική Ένωση και οπουδήποτε αλλού κάτω από κρατική και κοινωνική καταπίεση.
Ο Μίζες και ο Χάγιεκ εξέφρασαν και εμπλούτισαν εξαιρετικά τις έννοιες του Άνταμ Σμιθ σε ένα κρίσιμο σημείο αυτού του αιώνα, όταν η σκέψη τους ήταν ευρέως απορριπτέα ως αναχρονιστική, μη εφαρμόσιμη και ιδεολογική. Μίλησαν για ελευθερία όταν ήταν χωρίς δημόσια υποστήριξη – μίλησαν με διορατικότητα και σοφία. Αλλά μίλησαν από ανεξάρτητες, μερικές φορές αντιφατικές αφετηρίες. Για τον Μίζες, «η λογική… είναι το σημάδι το οποίο… έφερε τα πάντα τα οποία είναι αποκλειστικά ανθρώπινα» (Μ, σελ. 91). Αλλά για τον Χάγιεκ η μοιραία αλαζονεία είναι «η ιδέα πως η ικανότητα της απόκτησης ικανοτήτων πηγάζει από την λογική. Γιατί είναι αντίστροφα: η λογική μας είναι τόσο το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εξελικτικής επιλογής όσο και η ηθική μας,» αλλά πηγάζει από μια διαφορετική ανάπτυξη — «δεν θα έπρεπε κανείς να υποθέτει πως η λογική μας είναι η υψηλότερη κριτική θέση και πως μόνο αυτοί οι ηθικοί κανόνες τους οποίους επιδοκιμάζει η λογική ισχύουν» (Χάγιεκ 1988: 21). «Για να καταλάβουμε τον πολιτισμό μας πρέπει να εκτιμήσουμε πως η εκτεταμένη τάξη (της συνεργασίας) δεν ήταν το αποτέλεσμα ανθρώπινου σχεδιασμού ή πρόθεσης αλλά αυθόρμητη – ήρθε από ακούσια πειθαρχία σε κάποιες παραδοσιακές και σε μεγάλο βαθμό ηθικές πρακτικές πολλές από τις οποίες οι άνθρωποι έτειναν να αντιπαθούν, την σημασία των οποίων συχνά αποτύχαιναν να καταλάβουν, των οποίων την ισχύ δεν μπορούν να αποδείξουν, και οι οποίες παρόλα αυτά εξαπλώθηκαν σχετικά γρήγορα με την εξελικτική επιλογή – την σχετική αύξηση του πληθυσμού και του πλούτου — αυτών των ομάδων που συνέβη να τους ακολουθούν» (Χάγιεκ 1988: 6).
Ακόμα και αν ο Χάγιεκ, σύμφωνα με την άποψή μου, είναι ο κυριότερος οικονομικός φιλόσοφος του 20ου αιώνα, ο οποίος είδε ποια πρέπει να είναι τα κύρια ελατήρια της εκτεταμένης τάξης, ο Μίζες ήταν ο τεχνικός της επιλογής, και κανείς δεν ήταν καλύτερος στην έκφραση της πρωτοκαθεδρίας του ατόμου και της ανάγκης να ορίσουμε και να γαλουχήσουμε τα ατομικά δικαιώματα. Τα πειραματικά οικονομικά, τα οποία δημιουργήθηκαν στα 50 χρόνια από την «Ανθρώπινη Δράση», είναι ευγενικά με τους Αυστριακούς επιτρέποντάς μας να δείξουμε πως η αυθόρμητη τάξη, λειτουργώντας μέσω εγκαθιδρύσεων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, επιδεικνύουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά τα οποία οι Αυστριακοί υποστήριξαν. Αυτή η δύναμη επίδειξης των πειραματικών οικονομικών είναι για εμένα πολύ πιο συναρπαστική από την προσφυγή στην λογική, ειδικά του Μίζες. Η λογική, άλλωστε, θεωρείται επίσης από άλλους πως είναι με το πλευρό της κρατικής παρέμβασης, και αυτή η μορφή λογικής μπορεί να «κυριαρχεί» στα μυαλά των ανθρώπων λόγω της επιφανειακής της ταύτισης με την εμπειρία τους, ακόμα και αν τα συστήματα τα οποία δημιουργήθηκαν από αυτή καταρρέουν γύρω τους και οι ίδιοι απελπίζονται πως όλα θα ήταν τόσο καλά αν οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο άπληστοι.
——————————————————–
Βιβλιογραφία
- Bechara, A.; Damasio H.; Tranel D.; and Damasio, A.R. (1997) ‘‘Deciding
Advantageously before Knowing the Advantageous Strategy.’’ Science 275
(28 February): 1293–94. - Chamberlin, E. (1948) ‘‘An Experimental Imperfect Market.’’ Journal of
Political Economy 61 (April) 95–108. - Damasio, A. (1994) Descartes’ Error. New York: Avon Books
- Davis, D.D., and Holt, C.A. (1993) Experimental Economics. Princeton N.J.:
Princeton University Press. - Fehr, E.; Ga¨chter, S.; and Kirchsteiger, G. (1996) ‘‘Reciprocity as a Contract
Enforcement Device: Experimental Evidence.’’ Econometrica 65: 833–60. - Gazzaniga, M. (1998) The Mind’s Past. Berkeley: University of California
Press. - Gould, S.J., and Lewontin, R. (1979) ‘‘The Spandrels of San Marco and
the Panglossian Paradigm: A Critique of the Adaptionist Programme.’’
Proceedings of the Royal Society B205: 581–98. - Gould, S.J., and Vrba, E. (1981) ‘‘Exaptation: A Missing Term in the Science
of Form.’’ Paleobiology 2: 4–15. - Gunnthorsdottir, A.; McCabe, K.A.; and Smith, V.L. (1999) ‘‘Using the Machiavellian
Instrument to Predict Trustworthiness in a Bargaining Game.’’
Economic Science Laboratory, University of Arizona. - Hayek, F.A. (1988) The Fatal Conceit. Chicago: University of Chicago Press.
Kagel, J.H., and Roth, A.E. (1995) The Handbook of Experimental Economics.
Princeton, N.J.: Princeton University Press. - McCabe, K.A.; Rassenti, S.J.; and Smith, V.L. (1996) ‘‘Game Theory and
Reciprocity in Some Extensive Form Experimental Games.’’ Proceedings
National Academy of Science 93: 1996, 13421–28. - McCabe, K.A., and Smith, V.L. (1999) ‘‘A Comparison of Naive and Sophisticated
Subject Behavior with Game Theoretic Predictions.’’ Economic Science
Laboratory, University of Arizona. (To appear in Proceedings National
Academy of Science.) - Mises, L. von ([1949] 1996) Human Action: A Treatise on Economics. 4th
revised ed. San Francisco: Fox and Wilkes. - North, D. (1991) Institutions, Institutional Change, and Economic Performance.
New York: Cambridge University Press. - Pinker, S. (1994) The Language Instinct. New York: William Morrow.
- Smith, A. ([1776] 1909) The Wealth of Nations. New York: P.F. Collier.
- Smith, V.L. (1991) Papers in Experimental Economics. New York: Cambridge
University Press. - Smith, V.L. (1998) ‘‘The Two Faces of Adam Smith.’’ Southern Economic
Journal 65 (July): 1–19. - Tooby, J., and Cosmides, L. (1992) ‘‘The Psychological Foundations of Culture.’’
In J. Barkow, L. Cosmides, and J. Tooby (eds.) The Adapted Mind:
Evolutionary Psychology and the Generation of Culture, 19–136. Oxford:
Oxford University Press. - Tremblay, L., and Schultz, W. (1999) ‘‘Relative Reward Preference in Primate
Obitofrontal Cortex.’’ Nature 398 (22 April ): 704–8. - Zeaman, D.J. (1949) ‘‘Response Latency as a Function of the Amount of
Reinforcement.’’ Experimental Psychology 39: 466–83.
Σημειώσεις:
- Αυτό το άρθρο αρχικά εμφανίστηκε στον τόμο 19, τεύχος 2 (1999) του The Cato Journal. To άρθρο αναδημοσιεύεται στα πλαίσια της συνεργασίας του e-Rooster με το Ινστιτούτο Cato. Η μετάφραση του πρωτότυπου, για λογαριασμό του e-Rooster, έγινε από την Μαριλένα Ρίζου [↩]
- Ο στόχος των υποκειμένων είναι να δημιουργήσουν ένα απόθεμα μετρητών γυρίζοντας κάρτες από οποιοδήποτε σετ. Οι κάρτες στα σετ Α και Β αποφέρουν 100 δολάρια ενώ στο Γ και το Δ 50 δολάρια. Στο τελευταίο, παρόλα αυτά, εμφανίζεται μια περιστασιακή κάρτα με μια μεγάλη απρόβλεπτη ζημιά. Οι τιμωρίες συνεχίζουν χωρίς σχέδιο, ούτε τα αντικείμενα γνωρίζουν πότε η εργασία θα τελειώσει. Όλα τα υποκείμενα είναι συνδεδεμένα με ηλεκτρόδια δέρματος για να μετρείται η γαλβανική δερματική αντίδραση (GSR). Η συναισθηματική απόκριση των ανθρώπων στα γεγονότα προκαλεί περισσότερη εφίδρωση και αυτό καταγράφεται με την μορφή μεγαλύτερης αγωγιμότητας του δέρματος, όπως μετράται με μια μεγαλύτερη ένδειξη του γαλβανομέτρου. Το πρώτο ενδιαφέρον αποτέλεσμα του πειράματος είναι πως ανιχνεύθηκε μια συναισθηματική αντίδραση στις ενδείξεις της GSR φυσιολογικών αντικειμένων πριν από την απόφασή τους να μεταβούν από το σετ Α και Β στα σετ Γ και Δ. Μόνο τότε, έπειτα από την αλλαγή στην λήψη απόφασής τους, ήταν τα υποκείμενα ικανά να εκφράσουν προφορικά γιατί έκαναν την μετάβαση. Η δεύτερη σημαντική παρατήρηση είναι πως οι ασθενείς με βλάβες στον μετωπιαίο λοβό δεν μετέβαιναν στα σετ Γ και Δ, δεν παρουσίαζαν καμία συσχετισμένη αλλαγή στις ενδείξεις GSR, και έτειναν να προσφέρουν προφορικές εξηγήσεις για την κακή απόδοσή τους, μερικοί λέγοντας πώς τα σετ Α και Β πιθανώς να γίνουν καλύτερα [↩]