Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό IV: Πώς λειτουργεί ο Καπιταλισμός

Αυγ 14th, 2009 | | Κατηγορία: Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό, Φιλελευθερισμός | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

0 καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής διακρίνεται από όλους τους άλλους διότι μετατρέπει τον πλούτο —που υπήρχε βεβαίως και στην αρχαιότητα— σε κεφάλαιο, δηλαδή σε κτίρια, μηχανήματα και τεχνογνωσία, με σκοπό την «παραγωγή – για – την – αγορά». Η χρήση κεφαλαίου και η μίσθωση εργατικής δύναμης επιτρέπουν την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών που διατίθενται στην αγορά σε τιμή ανώτερη από το κόστος παραγωγής, αφήνουν δηλαδή κέρδος. Στην προ-καπιταλιστική εποχή, το κέρδος που προερχόταν από τη γεωργία και το εμπόριο μετατρεπόταν σε πολυτελή διαβίωση ενώ, με τη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία, άρχισε να επανεπενδύεται με στόχο την παραγωγή αγαθών στον όλο και δημοφιλέστερο —στους καταναλωτές— συνδυασμό ποιότητος χαμηλής τιμής. Η εκπληκτική παραγωγικότητα του καπιταλισμού, συνάρτηση του όλο και πιο προχωρημένου καταμερισμού εργασίας, είναι συστημική, δεν οφείλεται δηλαδή σε δράση υπεράνθρωπων αλλά στις δυνάμεις του ανταγωνισμού που ελευθερώθηκαν όταν κατοχυρώθηκε το πρωτείο του οικονομικώς ενεργού ατόμου και το δικαίωμα του να μπορεί νομίμως και εν ασφάλεια να «παράγει -για – την – αγορά» διατηρώντας την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τον πλήρη έλεγχο του κεφαλαίου του. Το κράτος, από την πλευρά του, εξασφαλίζει την ελευθερία των συναλλαγών, το σύννομο, ανόθευτο ανταγωνισμό, την τήρηση των συμβάσεων, την ελευθερία μίσθωσης εργατικής δύναμης καθώς και την ελευθερία προσφοράς εργασίας και υπηρεσιών. Ο καπιταλισμός —όπως κατέδειξε ο Άνταμ Σμιθ— πλεονεκτεί διότι δεν προϋποθέτει, ως σύστημα, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν ήρωες ή άγιοι για να επιτύχουν. Αρκεί να συσσωρεύσουν κεφάλαιο και να το επενδύσουν επιτυχώς για να κερδοφορήσουν.

Απεδείχθη ωστόσο, συν τω χρόνω, ότι η κερδοφορία απαιτεί όλο και πιο περίτεχνο λογισμό και τούτο εξηγεί γιατί η Οικονομική εμφανίσθηκε με τον Άνταμ Σμιθ, δηλαδή στο τέλος του 18ου αιώνος, παρ’ όλον ότι ο καπιταλισμός καθ’ εαυτός θεωρείται γενικώς ότι αρχίζει έναν αιώνα πριν. Όσοι βέβαια συγχέουν τον καπιταλισμό —που χαρακτηρίζεται κυρίως από εκτεταμένες επενδύσεις— με το κίνητρο του κέρδους τοποθετούν την αρχή του στην αρχαία Βαβυλωνία. Τούτο, όμως, δεν διευκολύνει την κατανόηση του φαινομένου διότι το χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, το οποίο επισήμανε με τόση σαφήνεια ο Άνταμ Σμιθ, δεν είναι απλώς η ιδιοκτησία και η χρήση του κεφαλαίου αλλά και η νομικά κατοχυρωμένη ελευθερία του οιουδήποτε να συσσωρεύει και επενδύει κεφάλαιο. Η ευχέρεια αυτή δεν υπήρξε ούτε κατά την δουλοκτητική Αρχαιότητα ούτε κατά τον φεουδαρχικό Μεσαίωνα. Η Αναγέννηση επανανακάλυψε μεν στα κείμενα της πολιτισμένης προχριστιανικής αρχαιότητας το πρωτείο του ανθρώπου στον ηθικό, φιλοσοφικό και πολιτικό τομέα αλλά όχι στον οικονομικό ο οποίος είχε μείνει ατροφικός.

Χαρακτηριστικό των αρχαίων Ελλήνων στοχαστών είναι ότι υποτάσσουν όλες τις οικονομικές λειτουργίες στις ανάγκες της πόλης. Ο Πλάτων θεωρεί ότι η τιμή των αγαθών είναι δίκαιη μόνον όταν την καθορίζει η Πολιτεία. Ο Αριστοτέλης καταδικάζει τα μονοπώλια και ασχολείται με το πρόβλημα της αξίας των αγαθών, διακρίνει την αξία χρήσεως από την ανταλλακτική αλλά θεωρεί ότι η ανταλλακτική αξία πρέπει να ισούται με κάτι που ονομάζει «δικαία τιμή» η οποία προκύπτει κατ’ αυτόν μόνον όταν υπάρχει ισότης ανταλλασσομένων αγαθών. Θεωρεί επίσης ότι το χρήμα είναι «στείρον» και η τοκοληψία μορφή υπεξαιρέσεως διότι είναι απαράδεκτο να αντλεί κάποιος όφελος από δανεισμό ενός στείρου πράγματος. Οι ιδέες αυτές κυριάρχησαν και κατά το Μεσαίωνα. Ο Θωμάς ο Ακινάτης υποτάσσει πλήρως το οικονομικώς δράν στην ηθική και αναζητεί με πάθος την κάθε φορά «δικαία τιμή» (justum pretium) των ανταλλασσομένων αγαθών παραδεχόμενος, χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό και την ανάγκη «δικαίου κέρδους». Οι σχολαστικοί υπερασπίζουν κυρίως την χειρωνακτική εργασία ενώ με κάθε ευκαιρία δεν σταματούν να εξυμνούν την ολιγάρκεια, τη φτώχεια και την συμπαρομαρτούσα με αυτές τις καταστάσεις χριστιανική αρετή της ταπεινοφροσύνης. Ο φεουδαρχικός Μεσαίων στήριξε την οικονομία σε σχέσεις υποταγής και εξαρτήσεως, δηλαδή στη βία ή την απειλή της βίας. Σε ένα τέτοιο καθεστώς, ο πλούτος ήταν προϊόν ληστείας, πολεμικής νίκης και λαφυραγωγίας, δωρεάς ή —κατ’ εξαίρεσιν— μεγάλης εσοδείας οπότε τα «δοσίματα» των δουλοπάροικων ήσαν σχετικώς μεγάλα και πρόσφεραν στον φεουδάρχη κάποιο σημαντικό πλεόνασμα. Ο πλουτισμός δια της επενδύσεως κεφαλαίων και της λειτουργίας της αγοράς ήταν άγνωστος στην γαιοκτημονική αριστοκρατία που αποτελούσε την ιθύνουσα τάξη του Μεσαίωνα.

Ο σχηματισμός κεφαλαίου ξεκινάει κατά τον Λούντβιχ φον Μίζες (1881-1973), αυτόν τον Αυστριακό πατριάρχη του φιλελευθερισμού, με την κατάλληλη διάθεση χρόνου που είναι η πρώτη επένδυση. Το παράδειγμα που δίνει ο ίδιος στο μνημειώδες έργο του “On Human Action” είναι γλαφυρό. Ένας πρωτόγονος ψαράς που ψάρευε επί χρόνια στην ακτή με πεζόβολο σκέφτηκε κάποτε να ξανοιχτεί στα βαθιά και να ψαρέψει με πετονιά. Χωρίς δυνατότητα συνάψεως δανείου αξιοποίησε το μόνο αγαθό πού διέθετε: Χρόνο. Εργάσθηκε υπερωριακά, περιόρισε τις καταναλωτικές του ανάγκες στο ελάχιστο και ναυπήγησε βάρκα, γνωρίζοντας ότι σε περίπτωση αποτυχίας όλος ο χρόνος και οι κόποι του, δηλαδή η επένδυση του, θα πήγαιναν χαμένοι. Όταν με τη νέα τεχνολογία άρχισε να πιάνει στη μονάδα του χρόνου πολύ περισσότερα και ποικίλα ψάρια από πριν, διεπίστωσε ότι η επένδυση του απέδωσε διότι έφερε καλύτερο αποτέλεσμα με λιγότερη δουλειά. Κατάλαβε έτσι κάτι που δεν έχουν αντιληφθεί, ακόμη και σήμερα, οι φανατικοί της προσπάθειας (σταχανοβίτες και άλλοι), ότι δηλαδή η αύξηση της παραγωγικότητος (της κατά κεφαλήν παραγωγής προϊόντων στη μονάδα του χρόνου) δεν συναρτάται με περισσότερη αλλά με λιγότερη και πιο εξειδικευμένη εργασία, εφόσον έχουν γίνει οι κατάλληλες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Εάν ο ψαράς του παραδείγματος είχε απορρίψει τη βάρκα ως «ξενόφερτη», εάν είχε βασισθεί στην προσευχή ή εάν είχε απλώς αμελήσει να εκσυγχρονισθεί πιστεύοντας ότι ούτως ή άλλως «μακροπρόθεσμα θα έχουμε όλοι πεθάνει», όπως διεκήρυσσε ο Keynes, θα είχε καθηλωθεί στο πεζόβολο δηλ. στην κυνηγοσυλλεκτική φάση της ανθρωπότητος όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές του Αμαζονίου που χρησιμοποιούν ελάχιστα εργαλεία. Το γεγονός ότι ο χρόνος είναι κεφάλαιο που αποδίδει κέρδη το γνωρίζουν βέβαια και όλοι όσοι έχουν σήμερα τοκοφόρες καταθέσεις στις τράπεζες, όλοι δηλαδή όσοι στερούνται των απολαύσεων της άμεσης κατανάλωσης για να χρηματοδοτήσουν, με το αζημίωτο, τους ποικίλους σημερινούς ψαράδες στις επιχειρηματικές τους εξορμήσεις.

Η έλλειψη κεφαλαίου, συμπεραίνει ο φον Μίζες, είναι συχνά έλλειψη χρόνου, έλλειψη τόλμης στην ανάληψη κινδύνων, έλλειψη μέριμνας για τον περιορισμό του κόστους καθώς και έλλειψη φαντασίας στην αξιοποίηση των ευκαιριών. Η επένδυση καθ’ εαυτή, η αγορά της βάρκας και της πετονιάς, δεν εγγυώνται βέβαια την κερδοφορία. Την αρχή αυτή δεν την κατάλαβαν ποτέ οι μαρξιστές οι οποίοι οδήγησαν τις χώρες του υπάρξαντος σοσιαλισμού στη χρεωκοπία διότι το δικό τους κρατικό πρόγραμμα επενδύσεων δεν απέβλεπε στην «παραγωγή -για – την -αγορά», εφόσον αγορά δεν υπήρχε, αλλά στην «παραγωγή -για -την -παραγωγή» ή μάλλον στην «παραγωγή -για – το – κόμμα» που διασπάθιζε πόρους και πρόσφερε στο «λαό» ακριβά και υποβαθμισμένα προϊόντα με αποτέλεσμα να «ευημερούν οι αριθμοί». Ο φον Μίζες τονίζει επίσης το αυτονόητο λέγοντας ότι το χρήμα δεν είναι κεφάλαιο διότι όσο μένει χρήμα δεν παράγει αγαθά, ενώ μόλις διατεθεί για την αγορά μηχανημάτων και τη μίσθωση εργασίας παύει να υπάρχει ως χρήμα. Τονίζει, επίσης, ότι όπως έχει αποδείξει η πείρα, το κεφάλαιο καρπίζει όταν είναι σε ιδιωτικά χέρια. Τα μεγάλα κρατικά έργα, οι Πυραμίδες, ο Παρθενών, η Αγιά Σοφιά, το Καπιτώλιο δεν συνιστούν επενδύσεις κεφαλαίου αλλά γοήτρου. Τούτ’ αυτό ισχύει σήμερα και για το διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ που δεν αποβλέπει σε κέρδος αλλά σε ικανοποίηση της επιστημονικής περιέργειας του ανθρώπου. Το κέρδος καθ’ εαυτό δεν είναι, κατά τον φον Μίζες, ο οιονεί «μισθός» του κεφαλαιούχου αλλά η αμοιβή του, ενίοτε απροσδόκητα μεγάλη, για την ικανοποίηση της ζήτησης. Η αγορά δεν λειτουργεί ως μισθοδότης αλλά ως ευκαιρία. Καλοί επιχειρηματίες είναι αυτοί που προβλέπουν το αστάθμητο, που έχουν μέσα τους το «δαιμόνιο» όπως οι καλλιτέχνες τη «μούσα» ή οι επιστήμονες την «έμπνευση». Οι οιονεί μυστικιστικοί αυτοί όροι είναι απλώς περιγραφικοί της δημιουργικότητος που προέρχεται από ελεύθερα άτομα όταν αυτά αξιοποιούν ανεμπόδιστα τις δεξιότητες τους. Υπό συνθήκες κρατικής παρεμβάσεως και τελοκρατίας, το επιχειρηματικό δαιμόνιο αφίπταται, η μούσα σιωπά, η έμπνευση ατροφεί, ενώ οι φορείς «άλλων» ιδεών από τις επίσημες φυτοζωούν ή φυλακίζονται διότι το καινόν είναι συνήθως ανατρεπτικόν του παλαιού, όπως εξεικονίζει μεταξύ άλλων και η Καινή Διαθήκη.

Ο καπιταλισμός διαφέρει επίσης από όλα τα προηγούμενα οικονομικά συστήματα κατά το ότι χρησιμοποιεί μισθωτή και όχι καταναγκαστική εργασία. Ο φον Μίζες αποδίδει την κατάρρευση της Ρώμης στην ωμή παρέμβαση της πολιτείας στο εμπόριο, την δήμευση περιουσιών, την κιβδήλωση του νομίσματος τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ. για την χρηματοδότηση πολεμικών περιπετειών αλλά κυρίως στην προϊούσα αναποτελεσματικότητα της εργασίας των δούλων στα μεγάλα latifundia (αγροκτήματα). Τούτο παρατηρήθηκε και στις ΗΠΑ όπου η κατάργηση της δουλείας δεν έγινε για να βελτιωθεί η θέση των μαύρων (σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι το βιοτικό επίπεδο των απελεύθερων νέγρων χειροτέρευσε στις πολιτείες του Νότου αμέσως μετά την κατάργηση της δουλείας) αλλά διότι οι πολιτείες του βιομηχανικού βορρά είχαν ανάγκη από ελευθέρως διακινούμενη και προσφερόμενη προς μίσθωση αδέσμευτη εργατική δύναμη. Ουσιώδες στοιχείο του καπιταλισμού είναι ότι ο μισθωτός δεν αποκτά δια της εργασίας που προσφέρει κανένα δικαίωμα κυριότητος επί των παραγομένων προϊόντων. Οι βιομηχανικοί εργάτες δεν κατέχουν ούτε τις πρώτες ύλες ούτε τα εργαλεία. Δεν πουλάνε τελειωμένα προϊόντα αλλά μόνο την εργατική τους δύναμη. Η ακτημοσύνη του μισθωτού επιτρέπει τον πιο περίτεχνο καταμερισμό εργασίας, πράγμα που δεν συνέβαινε τον μεσαίωνα, όταν ο μάστορας έφτιαχνε όλο το παπούτσι στο χέρι, με τη βοήθεια καλφάδων και μαθητευομένων και το πουλούσε ως προσωπικό του προϊόν. Φυσικά, η παραγωγή στο εργοστάσιο απαιτεί άγρυπνη εποπτεία επί των διαδικασιών και εναρμόνιση των σταδίων της παραγωγής. Τούτο συνιστά και την αχίλλειο πτέρνα του συστήματος, καθώς η απεργία μιας χούφτας εργαζομένων αρκεί για να απορρυθμίσει την παραγωγή μεγάλης μονάδας για μεγάλο διάστημα. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής απαιτεί συντονισμό και πειθαρχία. Για το λόγο αυτό, ο περιορισμός του «διευθυντικού δικαιώματος» τον οποίο ζητούν ακόμη ορισμένοι μαρξιστές ή μεταμαρξιστές διανοούμενοι μπορεί να πραγματωθεί μόνο σε χρεοκοπημένες ή προβληματικές ΔΕΚΟ που δεν ενδιαφέρονται για το κέρδος και τον ανταγωνισμό, ενώ διαθέτουν απεριόριστους κρατικούς πόρους για σπατάλη.

Η διαφορά του καπιταλισμού από τα άλλα συστήματα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών είναι ότι υποτάσσει απολύτως την παραγωγή στην κατανάλωση επί ποινή χρεοκοπίας του παραγωγού. Ο φεουδάρχης ρύθμιζε την παραγωγή με βάση τις δικές του κυρίως ανάγκες, καθώς οι δουλοπάροικοι του ήσαν παγιδευμένοι στο φέουδο και ακολουθούσαν κατ’ ανάγκην τις εντολές του. Ο αυτοδιαχειριζόμενος αναρχοσυνδικαλισμός εμπιστεύεται την παραγωγή στα εργατικά συμβούλια τα οποία στη Γιουγκοσλαβία οδήγησαν τις επιχειρήσεις —και τη χώρα— στην καταστροφή, καθώς ενδιαφέρθηκαν πάντοτε για την βραχυπρόθεσμη αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων, όχι για την σταθερή κερδοφορία. Ο φασιστικός κορπορατισμός του Μουσσολίνι καταργεί τον ανταγωνισμό και οργανώνει την παραγωγή μέσω «συναινετικών διαδικασιών» τις οποίες… επιβάλλει το κράτος. Ο καταναλωτής δεν παίζει εδώ σημαίνοντα ρόλο. Ο υπάρξας σοσιαλισμός κρατικοποιούσε την παραγωγή πρός όφελος του κομματικού μηχανισμού, αγνοώντας παντελώς τον καταναλωτή που δεν παίζει στο σύστημα αυτό κανένα ρόλο. Ο κρατικοσοσιαλισμός τύπου ΠΑΣΟΚ προτιμά τις προβληματικές και τις ζημιογόνες ΔΕΚΟ που ελέγχονται κομματικώς και παρασιτούν στον ιδιωτικό τομέα ο οποίος και μόνον εξυπηρετεί —όσο τον αφήνουν— τον καταναλωτή. Οι ποικίλοι ιδιώτες μονοπωλιστές επιχειρούν —εφόσον τούτο τους επιτραπεί— να «συνωμοτήσουν εις βάρος του κοινού», όπως έλεγε ο ‘Ανταμ Σμιθ με στόχο την μεγιστοποίηση των κερδών τους με τεχνητή αύξηση των τιμών. Μόνον ο Καπιταλισμός που θεσμοθετεί τον σύννομο ανταγωνισμό ενθρονίζει τον καταναλωτή ως βασιλιά. Η μετάβαση σ’ αυτό το σύστημα έγινε περίπου «στην τύχη» όταν μετά την « Ένδοξη Επανάσταση» του 1688 άρχισε να φθίνει η εξουσία του Άγγλου μονάρχη. Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε έκτοτε ασταμάτητα, αυξάνοντας τον πλούτο και διασπείροντας τον σε όλες τις τάξεις, παρά τις ασταμάτητες και βίαιες επιθέσεις εναντίον του, τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών.

Η κατάρρευση του καπιταλισμού είχε προλεχθεί μετά βεβαιότητος από τους μαρξιστές, οι οποίοι προφήτευαν τα εξής: Το μέγεθος των επιχειρήσεων, έλεγαν, συνεχώς θα αυξάνεται καθώς ο πλούτος θα συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, ενώ οι μισθωτοί θα πολλαπλασιάζονται διευρύνοντας έτσι το ταξικό χάσμα. Λάθος. Μεγαθήρια έχουν επιβιώσει μόνο στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου οι κομμουνιστές αναπαρήγαγαν τα εργοστάσια του 19ου αιώνα, τα οποία είχε περιγράψει ο Μαρξ. Στη Δύση άνθησαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι ενώ συρρικνώνεται το προλεταριάτο. Η ρουτίνα και η μηχανικότητα των εργασιών, σε συνδυασμό με την αποξένωση του εργαζομένου από το τελικό προϊόν θα προκαλούσαν —κατά τις προβλέψεις των μαρξιστών— αλλοτρίωση και εξεγέρσεις. Και πάλι λάθος. Οι μεγάλες εργατικές μάχες δόθηκαν στην Πολωνία από την «Αλληλεγγύη», όχι στη Δύση. Θα διαλυόταν, είπαν, η οικογένεια. Τούτο δεν διαπιστώθηκε. Η οικογένεια έγινε «πυρηνική» (γονείς και παιδιά μόνον) και συνεκτικότερη ενώ οι δυνατότητες έμμισθης εργασίας των γυναικών τις ελευθέρωσε για πρώτη φορά στην ιστορία από την απόλυτη ανδρική εξάρτηση (οι Αμαζόνες είναι μυθικά όντα). Στις χώρες τις οποίες δεν έχει ακόμη επισκεφθεί ο καπιταλισμός, οι γυναίκες είναι ακόμη «πράγματα». Ο Λένιν ισχυρίσθηκε ανοήτως ότι ο καπιταλισμός καταπνίγει την τεχνολογική πρόοδο. Η ιστορική εξέλιξη που θα δικαίωνε τον Μαρξ απέδειξε, αν απέδειξε κάτι, ότι μαζί με τον τροχό, την τυπογραφία, τον ατμό, τον ηλεκτρισμό, το αεροπλάνο, τον τηλέγραφο και την τηλεόραση, η αγορά γενικώς και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ειδικώς, αναδύθηκε ως μια από τις πιο μεγάλες ανακαλύψεις της ανθρωπότητος.

Η αγορά ως θεσμός

Ο χώρος και κατά συνεκδοχήν ο μηχανισμός μέσω του οποίου αγοραστές και πωλητές προϊόντων και υπηρεσιών έρχονται σε επαφή ο ένας με τον άλλον και προβαίνουν σε αγοραπωλησίες, σε αμοιβαίως αποδεκτές τιμές με σκοπό τη μεγιστοποίηση της αμοιβαίας ωφελείας τους, ονομάζεται αγορά. Η αγορά είναι ανοιχτή και διαυγής ως θεσμός, όσα συμβαίνουν εκεί είναι απότοκα αποφάσεων ελλόγων πληθυντικών εγώ, η αγορά δεν έχει εικονίσματα, ταμπού, τοτέμ και φετίχ, όπως φαντάστηκε ο Μαρξ. Η «αόρατος χειρ» είναι απλώς ο αυτορρυθμιστικός μηχανισμός που διέπει πλείστα φυσικά και βιολογικά συστήματα. Ο Άνταμ Σμιθ χρησιμοποίησε αυτή την εικόνα για να επισημάνει 70 χρόνια πριν από τον Δαρβίνο ότι μπορεί να υπάρξει τάξη χωρίς σχέδιο, ρύθμιση χωρίς ρυθμιστή και συναλλαγή με όφελος για όλους, χωρίς παρέμβαση του κράτους. Η αγορά, όπως και η γλώσσα, διέπεται από κανόνες, αυθόρμητους αλλά αυστηρούς, δεν είναι αμπέλι ξέφραγο όπως υπονοεί η αδόκιμη έκφραση ”laissez faire”. Φιλελευθερισμός στον οικονομικό τομέα δεν σημαίνει ασυδοσία αλλά έννομη τάξη με την αστυνομία να διώκει απατεώνες, όχι την αγορανομία να κυνηγάει «κερδοσκόπους». Άλλωστε, «ζημιο-σκόποι» δεν υπάρχουν. Τουλάχιστον ιδιώτες. Η αγορά είναι ωστόσο ανθρώπινος, δηλαδή ατελής θεσμός (όπως άλλωστε και η γλώσσα) καθώς αντανακλά προτιμήσεις και αποφάσεις μυριάδων πληθυντικών εγώ που ορθολογίζονται, σφάλλουν, πανικοβάλλονται, αλλάζουν ενίοτε γνώμη παρορμητικώς, χωρίς να «συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις», χωρίς καν να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους. Η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, τίτλων εισοδήματος (ομολόγων, αξιόγραφων) και χρήματος οφείλει, επί ποινή χρεωκοπίας του προσφέροντος, να προσαρμόζεται και αναπροσαρμόζεται αδιαλείπτως στις αιφνίδιες στενότητες, τους πολέμους, τις καταστροφές, τους πανικούς, τις αλλαγές γούστου, ακόμη και στα κινήματα καταναλωτών που διαμορφώνουν τις προτιμήσεις τους με οικολογικά κριτήρια. Πρόκειται για διαδικασία που συνιστά την ρουτίνα του καπιταλισμού, όχι τις «ανωμαλίες» του.

Ο πειρασμός κρατικής παρέμβασης για διόρθωση των «ανωμαλιών» της αγοράς είναι πάντοτε μεγάλος και συχνά ακαταμάχητος. Το ασχεδίαστο της ελευθέρας οικονομίας ενοχλεί γενικώς τους πολιτικούς, κυρίως διότι τους παραμερίζει. Η αγορά καλλιεργεί στους συναλλασσομένους μια στάση βαθύτατα ανατρεπτική, οιονεί αναρχική έναντι της εξουσίας διότι οι συναλλαγές είναι εξ ορισμού οικειοθελείς και αρχίζουν εκεί που τελειώνει το κρατικό μονοπώλιο της βίας. Σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητος οι γυρολόγοι, οι πραματευτάδες, οι εμποράκοι, άτομα περιθωριακά και περιφρονητέα με τα κριτήρια των ισχυρών της εποχής, διάνοιγαν εν αγνοία των αρχών και χωρίς την έγκριση τους, διαύλους επικοινωνίας μεταξύ απομονωμένων πληθυσμών, συμβάλλοντας έτσι στην σταυρογονιμοποίηση των πολιτισμών. Ωστόσο, η αγορά δεν εξημερώνει απλώς τα ήθη, εξοστρακίζοντας τη βία από τις σχέσεις των ανθρώπων και υποβαθμίζοντας το ρόλο της εξουσίας, αλλά διδάσκει, κατευθύνει και προβληματίζει. Πολύ πριν υπάρξουν δημοσκοπήσεις, ο παραγωγός επληροφορείτο εγκύρως μέσω του μηχανισμού των τιμών αν τον συμφέρει να συνεχίσει αναλλοίωτη την παραγωγική του δραστηριότητα, ή αν πρέπει να καταπιαστεί με κάτι καινούργιο.

Τα μηνύματα που στέλνει η αγορά ως προς τις προτιμήσεις των καταναλωτών είναι πολλές φορές συγκεχυμένα, ασαφή και δυσερμήνευτα. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά οι προτιμήσεις του κοινού είναι αστάθμητες, καθότι διαμορφώνονται επί τόπου, επί τη θέα, επί τω ακούσματι, επι τη ψαύσει ή γεύσει του νέου προϊόντος. Το γιο-γιο, το χούλα-χουπ, η μίνι φούστα, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια υπήρξαν τέκνα προτιμησιακών μηνυμάτων που ουδείς μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει εκ των προτέρων, διότι οι προτιμήσεις απλούστατα δεν προϋπήρξαν του προϊόντος. Φυσικά και την εξαφάνιση τους ουδείς μπορούσε να προείπει μετ’ ασφαλείας. Όπως ο Δαρβινιστής βιολόγος δεν μπορεί να προβλέψει ποιό είδος από τα εκατομμύρια που υπάρχουν θα εκλείψει και πότε, καθώς και ποιό καινούργιο θα εμφανισθεί, έτσι ο φιλελεύθερος οικονομολόγος δεν μπορεί να προβλέψει εκ των προτέρων ποιό προϊόν θα «πιάσει» και ποιο όχι. Ένας Άγγλος του κλάδου έλεγε χαριτολογώντας ότι το πιο δύσκολο στην οικονομία της αγοράς είναι να προβλέψει κανείς το άμεσο παρελθόν με την έννοια ότι η υστέρηση στη συλλογή στοιχείων για τις χθεσινές προτιμήσεις δεν επιτρέπει να σχηματίσει κανείς εικόνα ούτε καν για το χθες. Ένας Αμερικανός συνάδελφός του έλεγε ότι ο οικονομικός προγραμματισμός σε μια ελεύθερη οικονομία είναι ωσάν να θέλεις να οδηγείς αυτοκίνητο με μόνο τον οπίσθιο υαλοπίνακα διαφανή. Η αβεβαιότητα οφείλεται βέβαια στο αστάθμητο του πλάσματος το οποίο δρα «εκτός σχεδίου».

«Οι καταναλωτές», είπε ο φον Μίζες, «είναι ανοικτίρμονα αφεντικά, ευμετάβολα, απρόβλεπτα. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ικανοποιήσουν τις προτιμήσεις τους. Δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για αναγνωρισμένες αξίες και κατεστημένα συμφέροντα. Μόλις βρουν αλλού κάτι φθηνότερο και καλύτερο εγκαταλείπουν αμέσως τους παλαιούς τους προμηθευτές… Είναι σκληρόκαρδοι και ανηλεείς, δεν λογαριάζουν κανέναν και τίποτε…» (“Human Action” σελ. 770). Μπροστά σ’ αυτή την αβεβαιότητα, την παλιμβουλία και τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών, πώς είναι δυνατόν να εφοδιάζεται εις το διηνεκές η αγορά με τα κατάλληλα, δηλαδή τα ζητούμενα, αγαθά χωρίς παρέμβαση του κράτους; Ο Μαρξ αρνήθηκε διαρρήδην ότι τούτο είναι εφικτό, ότι η ανθρωπότητα μπορεί δηλαδή να βασισθεί στις «τυφλές δυνάμεις της αγοράς». Ο Λένιν πολιτικοποίησε το θέμα καταγγέλλοντας γενικώς και εν παντί το «αυθόρμητο των μαζών» οι οποίες βαυκαλίζονται ότι μπορούν να δρούν επιτυχώς, χωρίς την καθοδήγηση του κόμματος, χωρίς σχέδιο, στα τυφλά, στο σκοτάδι.

Το σκοτάδι, ωστόσο, δεν είναι πλήρες όσο και αν ο προγραμματισμός είναι ανέφικτος. Όπως η θερμοκρασία ενός αερίου περιγράφει απλά και με μία και μόνη μέτρηση την μέση κινητική ενέργεια όλων των «χαοτικώς» κινουμένων μορίων του αερίου, έτσι η τιμή ενός αγαθού στην αγορά συνοψίζει σε έναν και μόνον αριθμό άπειρες δοσοληψίες, ακόμη και προσδοκίες, μυρίων οικονομικών μονάδων. Εδώ σταματά και η παρομοίωση. Τα μόρια-καταναλωτές, σε πλήρη αντίθεση με τα μόρια αερίου, έχουν ιδίαν προσωπικότητα και ίδιες προτιμήσεις που δεν ακολουθούν καμία «νομοτέλεια». Διαμορφώνουν προτιμήσεις οι οποίες μεταφράζονται σε τιμές χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Όταν ο Χρουστσώφ απειλούσε τη Δύση με το γνωστό « θα σας θάψουμε», ένας Ούγγρος οικονομολόγος ηκούσθη λέγων το εξής αμίμητο: «Αν απλωθεί ο κομμουνισμός σε όλο τον κόσμο, θα πρέπει να επιτρέψουμε σε μια τουλάχιστον χώρα να μείνει καπιταλιστική, για να μπορούμε έτσι να μαθαίνουμε τις πραγματικές τιμές των προϊόντων». Αυτήν την σπουδαία σημειωτική λειτουργία των τιμών που αντανακλούν προτιμήσεις θέλει να περιφρουρήσει ο Μίλτον Φρήντμαν, υποστηρίζοντας («Free to choose» σελ. 354) ότι το Σύνταγμα πρέπει να απαγορεύσει την παρέμβαση του κράτους στη διαμόρφωση των τιμών, προστατεύοντας την ελεύθερη οικονομία με το ίδιο σκεπτικό με το οποίο προστατεύει την ελευθεροτυπία.

Όπου προσπάθησαν οι σχεδιαστές να καθορίσουν τιμές, κινούμενοι από «καλά αισθήματα» απέτυχαν οικτρώς. Στην κομμουνιστική Πολωνία της αρχής της δεκαετίας του ’80, το γάλα είχε διατιμηθεί τόσο φθηνά (προς χάριν βρεφών και εγκύων) ώστε έφτασε μια στιγμή που συνέφερε τον Πολωνό αγελαδοτρόφο να το αγοράζει από το γαλακτοπωλείο αντί να το παράγει. Αποτέλεσμα: η ασύμφορη πια παραγωγή σταμάτησε, το γάλα εξαφανίστηκε από τα γαλακτοπωλεία και το κράτος αναγκάστηκε να αυξήσει αυθαιρέτως την τιμή του, αλλά όχι βεβαίως να την αφήσει να διαμορφωθεί ελεύθερα, καθώς τούτο αφ’ ενός προσέκρουε στο σοσιαλιστικό δόγμα του αναγκαίου σχεδιασμού, ενώ αφ’ ετέρου εθεωρείτο ότι θα έβλαπτε τα βρέφη και τις έγκυες. Στο μεταξύ όμως, οι αγρότες είχαν σφάξει τις αγελάδες τους, διότι τους συνέφερε να μοσχοπουλάνε το κρέας τους στη μαύρη αγορά, τον σωτήριο αυτό θεσμό που μετρίαζε κάπως την κομμουνιστική παραφροσύνη. Ο Σοβιετικός οικονομολόγος Vladian Martinov δήλωσε στους “Times” (3-6-90) ότι «δεν υπάρχει καμία λογική στο δικό μας σύστημα διατιμήσεως. Το ψωμί είναι τόσο φτηνό ώστε χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή ή ως λίπασμα», ενώ όπως γράφει ο Στ. Κούλογλου σε ανταπόκριση του από τη Μόσχα στο «Αντί» (21-9-90) ο Γκορμπατσώφ έλεγε μια μέρα αγανακτισμένος ότι «το χρησιμοποιούν τα παιδιά για να παίζουν μπάλα».

Η αποτυχία του σχεδιασμού αυτού καθ’ εαυτού επιτείνεται από την απουσία οιουδήποτε διορθωτικού μηχανισμού. Όταν οι ιδιώτες πέφτουν έξω, προσπαθούν τουλάχιστον να καταλάβουν το λάθος τους για να μην το επαναλάβουν. Οι σχεδιαστές, αντίθετα, επιμένουν σ’ αυτό και κατηγορούν όλους, πλην του εαυτού τους, για την αποτυχία του σχεδίου.

Ενώ ο σχεδιασμός είναι δόγμα, η αγορά είναι σχολείο μαζί και ευκαιρία. Την απλή αυτή αλήθεια δεν την αφομοίωσαν ποτέ οι κομμουνιστές (άνανήψαντες, ανανήπτοντες, συντηρητικοί, εικονολάτρες, εικονοκλάστες ή αναθεωρητικοί) οι οποίοι μόλις πληροφορήθηκαν για την αγορά επεχείρησαν, κατά πώς το συνηθίζουν, να την χειραγωγήσουν. Την άποψη αυτή πρόβαλε στην ελληνική βουλή κατά τη συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως της 28-5-90 ο τότε πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, με αποτέλεσμα να του ανταπαντήσει ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης τα εξής: «Χαίρομαι κ. Φλωράκη που ανακαλύψατε την αξία της αγοράς, αλλά δυστυχώς την θέλετε στα μέτρα σας».
Το σφάλμα των παρεμβατικών είναι ότι δεν θέλησαν ποτέ να καταλάβουν ότι την οικονομική δύναμη στον καπιταλισμό την έχει ο καταναλωτής και μόνο αυτός. Τα «παντοδύναμα μονοπώλια» είναι μύθος. Η «Κόκα-Κόλα» θα κατέρρεε αυθημερόν αν την εγκατέλειπαν οι καταναλωτές. Ο μόνος νόμος τον οποίο δεν παραβίασαν ποτέ οι έμποροι ναρκωτικών είναι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Εφόσον πληθαίνουν οι ναρκομανείς, η «αόρατος χειρ» που τους προμηθεύει το προϊόν της προτιμήσεως τους θα αποδεικνύεται πάντοτε ισχυρότερη από οιεσδήποτε Υπηρεσίες Διώξεως Ναρκωτικών, όπως συνέβη και με την ποταπαγόρευση στις ΗΠΑ την δεκαετία του ’30. Τη δύναμη της αοράτου χειρός έχουν αρχίσει να αξιοποιούν και ορισμένοι οικολόγοι, με άριστα αποτελέσματα. Το 1989 εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ μια εκπληκτική εκστρατεία πρωτοπόρων οικολόγων, με στόχο να πεισθούν οι καταναλωτές να μην αγοράζουν κονσέρβες τριών εταιρειών (που ήλεγχαν το 70% της αγοράς) οι οποίες χρησιμοποιούσαν για την αλιεία του τόννου δίχτυα επικίνδυνα για τα δελφίνια. Η εκστρατεία υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής. Όταν στις 12 Απριλίου 1990 μια από αυτές τις εταιρείες, η Star-Kist, ιδιοκτησίας του κολοσσού Heinz, ανακοίνωσε ότι εις το εξής θα αγόραζε τόννο που είχε εγγυημένως αλιευθεί με δίχτυα «ασφαλή ως προς τα δελφίνια» οι άλλες δύο συνθηκολόγησαν εντός δύο ωρών (“Economist” 26-5-90). Η επιτυχία εξήχθη και στην Αγγλία όπου οι εταιρείες κονσερβοποιίας ιχθυηρών συμφώνησαν με την «Εταιρεία Προστασίας Φαλαινών και Δελφινιών» να επικολλούν στις κονσέρβες τους ένα σήμα δηλωτικό του γεγονότος ότι το προϊόν τους αλιεύθηκε με τρόπο «φιλικό προς τα δελφίνια». (“Times” 3-11-90). Τέλος, η πολυεθνική εταιρεία χάμπουργκερς Burger King αναγκάστηκε, υπό την πίεση του οικολογικού κινήματος, το οποίο απειλούσε τις πωλήσεις των προϊόντων της με την εκστρατεία του να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την εισαγωγή βοείου κρέατος από τη Λατινική Αμερική, διότι τούτο προερχόταν από κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις που είχαν αναπτυχθεί καταστρέφοντας τροπικά δάση. Η γουνοποιία περνάει σοβαρή κρίση διεθνώς, διότι οι γυναίκες που φοράνε γούνες ονειδίζονται δημοσίως από το οικολογικό κίνημα προστασίας γουνοφόρων ζώων. Αντιθέτως, οι εταιρείες που μπορούν να επιδείξουν πιστοποιητικά καλής διαγωγής στον οικολογικό τομέα, αποκτούν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων έστω και αν τα προϊόντα τους είναι ενίοτε κατά τι ακριβότερα. Η παρέμβαση τρίτων στην αγορά είναι εφικτή όταν γίνεται μέσω των κυριάρχων καταναλωτών, όχι εν αγνοία τους και βεβαίως ποτέ εναντίον τους. Η τεκμηρίοση αυτής της διαπιστώσεως εις ό,τι αφορά το περιβάλλον υπήρξε έργο ζωής του φιλελευθέρου οικονομολόγου της σχολής του Σικάγου Ronald Coase ο οποίος τιμήθηκε και αυτός —μετά τους Hayek, Φρήντμαν και Buchanan —με το βραβείο Νόμπελ της Οικονομικής τον Οκτώβριο του 1991.

Το ύστατο επιχείρημα κατά της αγοράς είναι οιονεί μεταφυσικό. Οι καπιταλιστές κατηγορούνται ότι «γνωρίζουν τις τιμές όλων των προϊόντων και την αξία κανενός». Το αμφιλεγόμενο ιδεολόγημα της αξίας που περιέχει άλλοτε μόνον εργασία (κατά την φευγαλέα διαπίστωση του Άνταμ Σμιθ την οποία έθεσε στο κέντρο της θεωρίας του ο Μαρξ) και άλλοτε αγάπη, υψηλή κουλτούρα, διάφορες ψυχικές αρετές ή σεβασμό του περιβάλλοντος, προβάλλεται έτσι ως «ένσταση πολιτισμού» κατά των «αγοραίων» επιδιώξεων άπληστων επενδυτών που αποβλέπουν στην ποταπή κερδοφορία. Ο φον Μίζες ωστόσο και ολόκληρη η Αυστριακή σχολή, έχουν ξεκαθαρίσει το ζήτημα εδώ και επτά δεκαετίες. Η αξία ως έννοια δεν έχει θέση στην οικονομική διότι πρόκειται για καθαρώς υποκειμενικό βίωμα ευμετάβολο, όπως τα συναισθήματα συμπαθείας ή αντιπάθειας. Η αξία φωτίζει την προτίμηση αλλά δεν υλοποιείται στο αντικείμενο της. Φυσικά οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν, γενικώς, να είναι νέοι, πλούσιοι και υγιείς παρά γέροντες, πτωχοί και ασθενείς. Από κει και πέρα, όμως, η ποικιλία των προτιμήσεων είναι απέραντη. Ο φον Μίζες τονίζει ότι οι διαφορές των προτιμήσεων θεμελιώνουν ακριβώς την αγορά διότι εάν όλοι ήθελαν πάντοτε τα ίδια, τότε όντως η αγορά θα κατηργείτο και ο σχεδιασμός θα ήταν εφικτός. Η προτίμηση όμως, δηλαδή ή απόδοση αξίας σε ένα προϊόν, δεν μπορεί να μελετηθεί ούτε καν να μετρηθεί. Προτιμώ σημαίνει θέλω (εδώ και τώρα) το α περισσότερο από το β και το β περισσότερο από το γ. Μόνο τακτικά αριθμητικά έχουν εδώ εφαρμογή (πρώτο, δεύτερο, τρίτο στη σειρά προτιμήσεων μου). Οι απόλυτοι αριθμοί των στατιστικών μετρούν απλώς πόσοι άνθρωποι προτίμησαν χθες το α από το β. «Η αξία δεν είναι στα πράγματα —τονίζει ο φον Μίζες— είναι μέσα μας» (“Human action” σελ. 96). Το χρυσάφι έχει «αξία» μόνο διότι έχουμε συνηθίσει να το προτιμούμε, είναι κάτι σαν την κομψότητα του Ερεχθείου ή την επιβλητικότητα των Πυραμίδων. Η τιμή του ανεβαίνει σε περιπτώσεις φρενητιώδους πληθωρισμού (όπως στην Κατοχή), όταν δηλαδή κλονίζεται η εμπιστοσύνη στους άλλους φορείς αγοραστικής δύναμης, όπως είναι τα χαρτονομίσματα.

Ο υποκειμενισμός της Αυστριακής σχολής επεκτείνεται και πέραν της αξίας. Δεν είναι λογικό, λέει ο φον Μίζες να μιλάμε για οικονομική επιστήμη, όπως μιλάμε για αστρονομία διότι το αντικείμενο της οικονομικής δεν είναι εξωανθρώπινο όπως η κίνηση των ουρανίων σωμάτων αλλά αυτές καθ’ εαυτές οι απρόβλεπτες, καθ’ ό ελεύθερες πράξεις των ανθρώπων. Γι’ αυτό ο ίδιος ονόμασε την τέχνη του «πραξεολογία», τονίζοντας ότι δεν υπάρχουν «γενικοί οικονομικοί σκοποί», αλλά μόνον μέσα τα οποία χρησιμοποιούν άνθρωποι για την προώθηση των δικών του σκοπών ο καθένας. Αυτά τα μέσα μελετούν οι οικονομολόγοι ακριβώς όπως οι γλωσσολόγοι μελετούν τη γλώσσα. Στη φύση, τονίζει ο φον Μίζες, δεν υπάρχουν «αγαθά» αλλά μόνον αντικείμενα. Ούτε μέσα υπάρχουν στη φύση ακριβώς διότι δεν υπάρχουν και σκοποί. Όλος ο χρυσός του κόσμου θα ήταν άχρηστος στον Ροβινσώνα Κρούσο. Απαντώντας στους βαθύτατα ενοχλημένους οικονομολόγους οι οποίοι αναζητώντας Νευτώνειες «κανονικότητες» τον κατηγόρησαν για ανθρωπομορφισμό, ο φον Μίζες επεσήμανε ότι η οικονομική —ή μάλλον η «πραξεολογία»— μόνον ανθρωπομορφικό χαρακτήρα μπορεί να έχει, καθώς πλην των ανθρώπων ουδείς άλλος στη φύση ανταλλάσσει ποτέ οτιδήποτε με οιονδήποτε άλλον. Για το λόγο αυτό υποστηρίζει ότι η χρήση μαθηματικών προτύπων, αντενδείκνυται διότι δεν υπάρχουν πάγιες μετρητές «σταθερές» στις ανθρώπινες σχέσεις. Όσο για τον “homo oeconomicus”, ο φον Μίζες τον καταγγέλλει ως «πλάσμα της φαντασίας φιλοσόφων της πολυθρόνας» (“Human Action” σελ. 62). Ο κάθε άνθρωπος, είπε, είναι φορέας ιδίας βουλήσεως. Γενικό πρότυπο «οικονομικού ανθρώπου» δεν υπάρχει. Οι συναλλαγές είναι προϊόντα αποφάσεων που έλαβαν άνθρωποι βουλευόμενοι και βουληφόροι, όχι «νομοτελειών» στις οποίες υπέκυψαν.

Οι οπαδοί της «υποκειμενικής» σχολής της Βιέννης τονίζουν ότι τα οικονομούντα άτομα που επιδίδονται διαρκώς σε οικονομικό λογισμό ενδιαφέρονται κυρίως για τη χρήση, όχι για την κτήση των αγαθών και οδηγήθηκαν έτσι στην υιοθέτηση μιας θεωρίας σύμφωνα με την οποία η αξία αποθέματος ενός αγαθού μετράται με τη χρησιμότητα που προσφέρει στο άτομο η τελευταία μονάς του αποθέματος αυτού του αγαθού. Πρόκειται για τη θεωρία της οριακής χρησιμότητος ή μαρζιναλιστική οικονομική θεωρία. Το μέτρο της αξίας είναι εδώ 100% υποκειμενικό αλλά η προτίμηση —παρετήρησαν οι Αυστριακοί— συμβαίνει να μειώνεται όσο αυξάνεται η προσφορά του αγαθού. Πρόκειται για την κομψή οικονομική διατύπωση του ψυχολογικού φαινομένου του κόρου που βιώνουν όλοι οι άνθρωποι. Όταν υπάρχουν πολλοί ανταγωνιζόμενοι πωλητές και πολλοί πλειοδοτούντες καταναλωτές η διαμορφούμενη ενιαία τιμή των αγαθών κυμαίνεται μεταξύ της τιμής που προσφέρει ο ασθενέστερος των ικανοποιούμενων αγοραστών (αυτός δηλαδή με τη λιγότερο έντονη προτίμηση του αγοράζει ωστόσο, αν και απρόθυμα, το αγαθό) και της τιμής την οποία προσφέρει ο ισχυρότερος των αποκλειομένων αγοραστών (αυτός δηλαδή που λίγα παραπάνω να πρόσφερε θα αγόραζε το προϊόν). Έτσι, μέσω της αγοράς, η υποκειμενική αξία χρήσεως (π.χ. το βιβλίο για έναν διανοούμενο) καθορίζει την υποκειμενική πάλι αλλά ανταλλακτική αξία του αγαθού (π.χ. τα βιβλία του βιβλιοπώλη). Με τη θεωρία της οριακής χρησιμότητας οι Αυστριακοί αποφεύγουν έτσι την ταυτολογία στην οποία κατέληξε η μαρξιστική θεωρία της «αντικειμενικής αξίας» που ταυτίζεται ως γνωστόν με την αποκρυσταλλωμένη στο προϊόν εργασία: ένας μαρξιστής δεν μπορεί να υπολογίσει την αξία της εργασίας διότι έχει ταυτίσει τις δύο έννοιες. Ο «υποκειμενιστής» φον Μίζες όμως μπορεί να μελετήσει τις προτιμήσεις της αγοράς για ορισμένες υπηρεσίες, δηλαδή την αξία που αποδίδουν στην εργασία ορισμένου είδους οι καταναλωτές και να δεχθεί ασμένως ότι ένας δημοφιλής ποδοσφαιριστής αποτιμάται πολύ περισσότερο και από πολύ περισσότερους από ό,τι ένας ταξιτζής ή ένας ανθρακωρύχος. Ο φον Μίζες τιμά το οικονομικό άτομο ό,τι και αν αυτό προκρίνει, εν αντιθέσει προς πλείστους άλλους στοχαστές ηθικολόγους αλλά και οικονομολόγους που δεν σταματούν να ονειδίζουν τους καταναλωτές για τις «ποταπές» προτιμήσεις τους.

Η επιμονή των «ιδεολόγων» να περιφρονούν τους συνανθρώπους τους, να θεωρούν ότι τα πλήθη των καταναλωτών μόνο να ασχημίζουν τη φύση είναι ικανά, μόνο να ευτελίζουν τις μεγάλες επιδιώξεις ξέρουν και μόνο να ρέπουν προς το χυδαίο ευδαιμονισμό μπορούν, δείχνει ωστόσο ότι οι περιφρονητές των ατόμων αγνοούν τη σύνθετη διαδικασία με την οποία τα άτομα προσδιορίζουν κάθε φορά το νοούμενο ως «συμφέρον» τους. Καίριας σημασίας είναι εδώ το λεγόμενο «δίλημμα του κρατουμένου», όπως το εξηγεί γλαφυρότατα ο οικονομικός συντάκτης των “Financial Times” Samuel Britan στο ενδιαφέρον βιβλίο του “A Reinstatement of Economic Liberalism” (σελ. 220-230).

Πρόκειται για «παίγνιο» που ξεκινάει απλά, πολύ απλά. Δύο άτομα συλλαμβάνονται για ένα κακούργημα για το οποίο είναι αμφότεροι εξίσου υπαίτιοι. Η αστυνομία δεν έχει επαρκή στοιχεία να τους παραπέμψει για το κακούργημα αλλά μπορεί να παραπέμψει αμφότερους για ένα πλημμέλημα. Εάν ο ένας τους ομολογήσει το κακούργημα ενοχοποιώντας και τον άλλον, αφήνεται αμέσως ελεύθερος διότι συνεργάσθηκε με τις αρχές, ενώ ο συναυτουργός του παραπέμπεται με τη βαρύτερη δυνατή κατηγορία για το κακούργημα χωρίς ελαφρυντικά. Εάν ομολογήσουν αμφότεροι, παραπέμπονται μεν και οι δύο για το κακούργημα, αλλά με κάποια ελαφρυντικά, διότι ομολόγησαν. Εάν δεν ομολογήσει κανένας, παραπέμπονται αμφότεροι μόνο για το πλημμέλημα και αποφυλακίζονται με εγγύηση. Το δίλημμα του κρατουμένου είναι λοιπόν το εξής: Ο κάθε ένας από τους δύο κρατουμένους, απομονωμένος στο κελλί του μονολογεί: «Ό,τι και αν κάνει ο συνένοχος μου, εμένα με συμφέρει να ομολογήσω. Εάν εκείνος δεν ομολογήσει, τη γλιτώνω τελείως διότι τον κατέδωσα. Ακόμη και αν ομολογήσει θα δικαστούμε μεν και οι δύο για το κακούργημα αλλά θα έχουμε ελαφρυντικά αφού ομολογήσαμε. Γιατί λοιπόν να μην ομολογήσω;». Με βάση αυτή τη λογική, εάν αμφότεροι ακολουθήσουν τις επιταγές του συμφέροντος τους με τη στενότερη δυνατή έννοια του όρου, παραπέμπονται για κακούργημα με ελαφρυντικά. Εάν όμως ακολουθούσαν αμφότεροι εξ υπαρχής και για λόγους αρχής μιαν εκ πρώτης όψεως «μη-συμφέρουσα» τακτική, έναν οιονεί «ηθικό κανόνα» τύπου «μην ομολογείς ποτέ», θα έβγαιναν αμφότεροι ωφελημένοι, διότι θα παραπέμπονταν απλώς για πλημμέλημα και θα αποφυλακίζονταν με εγγύηση. Η λογική αυτή προϋποθέτει βέβαια μια κοινή στρατηγική. Πρέπει αμφότεροι να τηρήσουν τον κανόνα για να ωφεληθούν, ειδάλλως ο εξ αυτών «ηθικός» ζημιώνει περισσότερο απ’ ό,τι θα εζημίωνε ομολογώντας πρώτος. Θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί ότι σε περίπτωση «παρασπονδίας» και εφόσον το παίγνιο επαναλαμβάνεται πολλές φορές, ο ζημιούμενος λόγω τηρήσεως του κανόνος θα μπορούσε και αυτός να παρασπονδήσει δύο ή τρεις φορές, έως ότου ο «ανήθικος» καταλάβει και αυτός ότι η παρασπονδία έχει μακροπρόθεσμο κόστος και για τον ίδιο και να την εγκαταλείψει.

Είναι, ωστόσο, δυνατόν να διευρύνει κανείς το παίγνιο στο χώρο όσο και στον αριθμό των παικτών. Το δίλημμα του κρατουμένου οδηγεί στην άριστη στρατηγική για την ελαχιστοποίηση της ποινής που επιβάλλεται σε εγκληματίες. Οι παίκτες είναι εδώ άτομα που έχουν κακουργήσει. Έστω όμως ότι το παιχνίδι δεν παίζεται μεταξύ κακούργων αλλά μεταξύ κανονικών ανθρώπων. Δεν θα ήταν λογικό, δηλαδή ωφέλιμο, τούτο να οδηγήσει, όχι πια στον «ηθικό κανόνα» που λέει «Μην ομολογείς ποτέ το κακούργημα» αλλά σε έναν άλλο που να λέει «Μην διαπράττεις ποτέ κακούργημα»; Δεν θα ήταν νοητό να προβλεφθούν ποινές γι’ αυτούς που παραβιάζουν αυτούς τους προφανούς χρησιμότητος κανόνες; Δεν θα ήταν εύλογο να υιοθετηθεί Σύνταγμα και να εκπονηθεί Ποινικός κώδιξ που να προσδιορίζει σαφώς και να κατοχυρώνει αυτούς τους κανόνες προς όφελος όλων;

Η συμβολαιοτική φιλοσοφία των Hobbes, Locke και Nozick που θεμελιώνει αυτή την πρακτική έχει καταγγελθεί ως υπερβολικά «ωφελιμιστική», αλλά εάν η έννοια της ωφέλειας διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει την ωφέλεια όλων και όχι απλώς την ιδιωφέλεια ορισμένων, απολήγουμε και πάλι στα δικαιώματα του ανθρώπου, την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου, ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία. Προϋπόθεση για να λειτουργήσει αυτή η λογική είναι: πρώτον η καθολικότης του δικαίου ώστε να μην υπάρχουν «κατεργάρηδες» που να μένουν ατιμώρητούκαι «κορόιδα» που να αδικούνται ακριβώς διότι τηρούν τον κανόνα· δεύτερον, πρέπει να υπάρχει διαφάνεια ώστε οι παίκτες —όλα δηλαδή τα πληθυντικά εγώ— να γνωρίζουν ότι οι κανόνες ισχύουν και ότι η τήρηση τους ωφελεί πάντοτε όλους ενώ η παραβίαση της μπορεί να ωφελεί ενίοτε μερικούς για λίγο αλλά μακροπρόθεσμα θα βλάψει όλους. Στην αγορά, τα αγαθά της συνεργασίας είναι προφανέστερα και η αστυνόμευση των κανόνων ευκολότερη. Ο λόγος είναι ότι εδώ η παρασπονδία κοστίζει. Εάν ο παρασπονδών προσπαθήσει για μια φορά να «πιάσει την καλή» και δεν ενδιαφέρεται για τη μακροπρόθεση ζημία την οποία συνεπάγε¬ται ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του, το ενδεχόμενο όφελος του — εφόσον μείνει ασύλληπτος— θα είναι οπωσδήποτε στιγμιαίο. Οι «σαλταδόροι» δεν έχουν σταθερά κέρδη και ζουν λίαν επικινδύνως. Στον καπιταλισμό τέτοια φαινόμενα συνιστούν εξαιρέσεις διότι στο σύστημα αυτό η αγορά δεν είναι λαχείο, είναι θεσμός. Το πρωτείο του απατεώνος καταστρέφει το πρωτείο του ατόμου, δηλ. τον σύννομο ανταγωνισμό, τη συνεργασία, την αυθόρμητη τάξη, την έννομη τάξη και τελικώς το πολιτειακό πλαίσιο καθ’ εαυτό. Μόνον σε τελοκρατικά καθεστώτα μπορούν να ευδοκιμούν για μεγάλο διάστημα οι απατεώνες διαφθείροντας τους ανεξέλεγκτους άρχοντες. Στον καπιταλισμό που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «υπαρκτός φιλελευθερισμός» στον οικονομικό τομέα τα άτομα αποκτούν εξαιρετικά πλούσιες βιοτικές ευκαιρίες υπό την όρο ότι παίζουν το παιγνίδι χωρίς ζαβολιές.

Ανταγωνισμός και συνεργασία

Στον καπιταλισμό ιδιωτικοποιούνται οι πρωτοβουλίες και κατά συνέπεια παρέχεται η ευκαιρία στα άτομα που το επιθυμούν να πρωτοτυπήσουν και να επινοήσουν όλο και πιο αποτελεσματικές μεθόδους για να ικανοποιήσουν τις μεταβαλόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών. Ορισμένοι αποδεικνύονται ικανότεροι από άλλους σε αυτό το παίγνιο και πλουτίζουν. Ο ανταγωνισμός, κατά τον Hayek, είναι δραστηριότητα που καθοδηγείται από τις τιμές. Αυτοί που εφησυχάζουν, οι μακάριοι της παραγωγής, όσοι ενδιαφέρονται θεωρητικώς ίσως για την τσέπη τους αλλά όχι πρακτικώς για τους καταναλωτές, υποφέρουν σε ένα τέτοιο καθεστώς και αναζητούν κρατική προστασία για να αποφύγουν τις συνέπειες της αποτυχίας τους. Εάν π.χ. λειτουργούσε ο ανταγωνισμός στην ελληνική καπνοκαλλιέργεια, οι παραγωγοί «μαύρων» και «τσεμπελιών» θα είχαν από καιρό αλλάξει καλλιέργειες ή επάγγελμα. Η άχρηστη δραστηριότητα τους επιδοτείται ωστόσο κυρίως λόγω πιέσεων που ασκεί η αριστερά. Όταν ο Γιάνναρος της ΕΑΡ ζητεί από την Πολιτεία «να αναβαθμίσει τον παραγωγό» εννοεί μεταξύ άλλων και τον καπνοπαραγωγό «τσεμπελιών», διότι οι άλλοι «αναβαθμίζονται» μόνοι τους, με τη δική τους οικονομική δραστηριότητα. Δεν έχουν ανάγκη τον «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου». Το ανόητο επιχείρημα ότι ο παραγωγός αζήτητου προϊόντος πρέπει να επιδοτηθεί για να καλύψει το «κόστος παραγωγής» έχει απαντηθεί εδώ και έναν αιώνα από τον Α. Marshall, ο οποίος είπε: «Το κόστος παραγωγής και η χρησιμότης ενός αγαθού αποτελούν τις δύο λάμες ενός ψαλιδιού. Ποια από τις δυο κόβει το χαρτί;». Είναι φανερό ότι η ζήτηση διαμορφώνει την τιμή και το κόστος παραγωγής —υπό ανταγωνιστικές συνθήκες— καθορίζει τα όρια κάτω από τα οποία δεν μπορεί να πέσει η τιμή χωρίς να σταματήσει η παραγωγή. Κάθε παρέμβαση σε αυτή τη διαδικασία, κάθε επιδότηση στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ο οποίος αποξηλώνει γενικώς τα προνόμια ευγενών, συντεχνιών, μονοπωλίων, και έχει ως τώρα προσφέρει στους καταναλωτές αυτοκίνητο, κινηματογράφο, τηλεόραση, αεροπορικά ταξίδια, αντιβιοτικά και κομπιούτερ που όλο και φθηναίνουν. Φυσικά κάθε τεχνολογική πρόοδος κάποιον πάντα θίγει. Το πρόβλημα που τίθεται στις «προοδευτικές» δυνάμεις είναι αν θα υπερασπίσουν ή όχι τον θιγόμενο. Οι φιλελεύθεροι έχουν κάνει τη δική τους επιλογή από καιρό: Δεν παρεμβαίνουν στην αγορά για να σώσουν τους κάθε λογής δεινόσαυρους της παραγωγής από τις συνέπειες της δυσπροσαρμοστικότητάς τους.

Δεν είναι αλήθεια ότι ο ανταγωνισμός οδηγεί σε σπατάλες με δημιουργία πληθώρας απορρυπαντικών στην αγορά, εκεί που θα έφθανε ένα. Η κατάργηση αυτής της «σπατάλης» στις χώρες του υπάρξαντος σοσιαλισμού οδήγησε σε εξαθλίωση παγιδεύοντας την παραγωγή σε μονόδρομους. Η κατάργηση της επιλογής μεταξύ πληθώρας ομοειδών προϊόντων σε συνδυασμό με την αδυναμία αυτοδιόρθωσης του σχεδίου —μετά την κατάργηση της αγοράς, δηλαδή τον ακρωτηριασμό της «αοράτου χειρός»— προκαλεί ενίοτε εξαφάνιση των προϊόντων με μια διαδικασία που θυμίζει σεισμό ή πλημμύρα, καθώς λείπουν ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη οι οδοντόπαστες, τα παπούτσια, τα σπίρτα, το γάλα, το κρέας και το σαπούνι, όπως συνέβη στην ΕΣΣΔ το 1990. Εκεί όπου λειτουργεί η «αόρατος χειρ» αυτά δεν συμβαίνουν ποτέ. Ούτε «σπατάλη» παρατηρείται ποτέ στη λειτουργία της αγοράς, διότι ο ιδιώτης-παραγωγός που «σπαταλά» χρεοκοπεί αμέσως (ενώ το κράτος αργεί κάπως) καθώς το ίδιο ή παραπλήσιο προϊόν προσφερόμενο σε χαμηλότερες τιμές από τον μη σπάταλο παραγωγό προτιμάται. Ο μηχανισμός αυτός δεν είναι βέβαια τέλειος διότι υπάρχουν ακόμη στον κόσμο κλειστές, μικρές αγορές, διότι υπάρχουν στρεβλώσεις και εμπόδια πρόσβασης στην αγορά πολλών δυναμικών παραγωγών λόγω πολιτικών πιέσεων και διότι, παρά τη διαφήμιση, όλοι οι καταναλωτές δεν πληροφορούνται αυτοστιγμεί, τα πλεονεκτήματα ενός νέου προϊόντος σε σχέση με τα παλαιά. Όλα αυτά παρωθούν ενίοτε ορισμένους αντιπάλους του ανταγωνισμού να ισχυρισθούν ότι ο ατελής ανταγωνισμός είναι άχρηστος. Σήμερα, ωστόσο, λειτουργεί οιονεί τέλειος ανταγωνισμός στις διεθνείς χρηματαγορές αλλά τούτο δεν τις έχει κατα¬στήσει προσφιλέστερες στους κρατικοπαρεμβατικούς· το αντίθετο μάλιστα. Βεβαίως υπάρχουν και τομείς όπου ισχύει το μονοπώλιο, και όπου δεν λειτουργεί καθόλου ο ανταγωνισμός, διότι το προϊόν είναι μοναδικό, με αποτέλεσμα η τιμή να διαμορφώνεται μόνο από το επίπεδο της ζήτησης. Η Μαντόνα έχει το μονοπώλιο της φωνής και των δίσκων της που διατιμώνται χωρίς την πίεση ανταγωνιστών, διότι η νεαρά αυτή καλλιτέχνις είναι «ασυναγώνιστη».

Το μονοπώλιο είναι ταυτόσημο με την αποκλειστικότητα κατοχής μιας δεξιότητος που είναι δημοφιλής, μιας πρώτης ύλης που είναι αναγκαία, ενός προϊόντος που έχει ζήτηση ή ενός δικαιώματος εκμεταλλεύσεως που προσφέρει οικονομικό πλεονέκτημα. Ενίοτε, οι παραγωγοί ενός προϊόντος συσπειρώνονται σε καρτέλ για να διατηρούν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές περιορίζοντας τεχνητώς την προσφορά όπως συνέβη με τον ΟΠΕΚ (Οργανισμό Πετρελαιοπαραγωγικών Κρατών). Τα καρτέλ είναι συνήθως βραχύ¬βια. Ο ΟΠΕΚ διελύθη, στην ουσία, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν το Ιράκ και το Ιράν (λόγω πολέμου μεταξύ τους), η Νιγηρία, η Βενεζουέλα και το Μεξικό (λόγω υπερχρεώσεως) παραβίασαν τη συμφωνία τεχνητού περιορισμού της παραγωγής, με αποτέλεσμα η τιμή του πετρελαίου να επανέλθει ταχέως στα «φυσικά» της επίπεδα που θα έλεγε και ο ‘Ανταμ Σμιθ. Οι παραγωγοί δεν μπορούν να αυξάνουν αυθαιρέτως τις τιμές σε συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού. Η άποψη ότι οι εταιρείες πετρελαιοειδών βρήκαν την ευκαιρία να ανεβάσουν τις τιμές της βενζίνης στον πόλεμο του Κόλπου είναι εσφαλμένη. Εάν μπορούσαν να ανεβάζουν τις τιμές κατά βούληση αγνοώντας τον ανταγωνισμό δεν θα είχαν ανάγκη προσχημάτων και «πολέμων» για να το κάνουν.

Οι επιχειρηματίες ευνοούν τα καρτέλ στα οποία μετέχουν και μισούν τα καρτέλ των οποίων υφίστανται την πίεση. Τελικώς οι νουνεχέστεροι παίζοντας κατ’ εξακολούθησιν το δικό τους παίγνιο τύπου διλήμματος του κρατουμένου, αποφάσισαν ότι ο ανταγωνισμός σώζει διότι οι δυσκολίες που γεννά είναι τουλάχιστον οι ίδιες για όλους και μπορούν να αντιμετωπισθούν από τους ίδιους χωρίς παρέμβαση του κράτους. Τα μονοπώλια δεν επιζούν στον καπιταλισμό διότι ακόμη και οι εταιρείες που ελέγχουν μεγάλο τμήμα της αγοράς και δεν αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο υπαρκτών ανταγωνιστών, ζουν με το φόβο των ενδεχομένων ανταγωνιστών που μπορεί να εμφανισθούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ακόμη και οι μεγάλες καθιερωμένες επιχειρήσεις ακόμη και οι πολυεθνικές αναγκάζονται έτσι να καινοτομούν και να εξασφαλίζουν τον κάθε φορά άριστο συνδυασμό τιμής/ποιότητας για τα προϊόντα τους. Πιο επικίνδυνα από τα μονοπώλια είναι ενίοτε τα μονοψώνια όπου ο καταναλωτής είναι ένας και συνήθως το κράτος. Η αγορά αεροπλάνων Μιράζ στην Ελλάδα, επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ, γέννησε προβλήματα διότι είναι δύσκολο να προσδιορισθεί αντικειμενικώς η «φυσική τιμή» των πολεμικών αεροπλάνων όταν στην ουσία υπάρχει αγοραστής αλλά όχι αγορά.

Ο ανταγωνισμός λειτουργεί γενικώς ως πελώρια Δαμόκλειος σπάθη που διατηρεί άτομα, επιχειρήσεις, οργανισμούς σε κατάσταση μόνιμης εκκρεμοδικίας ανεξαρτήτως κεκτημένου κύρους ονόματος ή φίρμας. Ποιος θυμάται πλέον τη μπίρα Φιξ η οποία κατείχε τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά επί δεκαετίες στην Ελλάδα; Όταν το σύστημα παραγωγής εκτροχιάζεται, επέρχεται η σωτήρια —για τον καπιταλισμό, όχι για την επιχείρηση— κρίση. Οι κρίσεις, αυτές οι «θύελλες δημιουργικής καταστροφής», όπως τις αποκάλεσε ο Schumpeter, ανανεώνουν αδιάκοπα την καπιταλιστική οικονομία, παίζοντας το ρόλο του «βίαιου εξυγιαντή» κατά τη διατύπωση του Μαρξ. Ο οξυδερκής Έλλην δημοσιογράφος Στ. Κούλογλου έφθασε να τιτλοφορήσει το άρθρο του στον τόμο «Η Ελλάδα σε κρίση» με τη φράση «Ζήτω η κρίση» εξηγώντας ότι «είναι καλύτερη η κρίση από την άγνοια και τον εφησυχασμό» (σελ. 176). Το γόνιμο αυτό στοιχείο της χρεοκοπίας των απροσάρμοστων δεν φαίνεται να είχε καταλάβει ούτε ο ίδιος ο Γκορμπατσώφ ο οποίος σε μια επίσκεψη του σε ένα σούπερ-μάρκετ της Λεττονίας είπε: «Μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να ανέχεται μέτρια προϊόντα επί τόσο χρόνο. Ο καπιταλισμός θα είχε καταρρεύσει προ πολλού…» («Καθημερινή» 19-1-87). Ο Σοβιετικός ηγέτης έπεσε διπλά έξω. Ο σοσιαλισμός τελικώς κατέρρευσε ενώ ο καπιταλισμός αποδείχτηκε άτρωτος διότι όταν χρεοκοπούν οι παραγωγοί αχρήστων προϊόντων το σύστημα της αγοράς, όχι μόνο δεν καταρρέει, αλλά δυναμώνει. Τούτο είναι γνωστό σε όλους, ακόμη και στους πιο μεγάλους οι οποίοι ξέρουν ότι εάν χάσουν έστω και για λίγο την ανταγωνιστικότητα τους, αυτοί που θα χρεοκοπήσουν θα είναι οι ίδιοι, όχι το σύστημα. Για το λόγο αυτό, η IBM, η Hoechst, η Bayer, η Philips, και σήμερα η Sony, η Toyota και η Mitsubishi δεν μπορούν ούτε στιγμή να αναπαυθούν επί των δαφνών τους όπως αναπαύονταν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι, οι ευγενείς του Μεσαίωνα, οι δεσπότες της Ανατολής, οι Σοβιετικοί κομμουνιστές και οι φασίστες.

Στην Ιταλία του Μουσσολίνι ο διωγμός κατά του ανταγωνισμού πήρε ιδιάζοντα χαρακτήρα. Οι φασίστες ψάχνοντας —και αυτοί— για κάποιον «τρίτο δρόμο» δανείσθηκαν τις ιδέες του «συντεχνιακού σοσιαλισμού» (guild socialism) οι οποίες είχαν γνωρίσει μια εφήμερη δόξα μεταξύ των Βρετανών σοσιαλιστών μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Συγχωνεύοντας αυτές τις ιδέες με την κρατολατρία που τους διείπε κατέληξαν στην έννοια του «κορπορατικού κράτους» (stato corporativo). Ο κορπορατισμός απορρίπτει τόσο τον ανταγωνισμό όσο και τον σχεδιασμό της οικονομίας. Το πιστεύω του είναι η παρέμβαση. Η επιχείρηση συσσωματώνει ιδιοκτήτες και συνδικάτα σε μιαν ενότητα, μια «συντεχνία εργαζομένων και εργοδοτών» την corporazione. Το σώμα αυτό έχει κάποια αυτονομία αλλά διαθέτοντας το μονοπώλιο της παραγωγής αγαθών στον τομέα του δεν πολυενδιαφέρεται να εξυπηρετήσει άριστα τους καταναλωτές αφού δεν κινδυνεύει να τους χάσει καθώς έχει εξοβελισθεί από την αγορά και την κοινωνία ο ανταγωνισμός. Στο σύστημα αυτό η παραγωγή γίνεται αυτοσκοπός, το πρωτείο του καταναλωτή καταργείται και οι παραγωγοί «τα βρίσκουν» μεταξύ τους. Υπάρχει έτσι ιδιωτικός τομέας αλλά όχι ιδιωτική πρωτοβουλία, σ’ αυτόν τον καπιταλισμό χωρίς ανταγωνισμό που χαράκτη ρίζεται από τάξη (οι παραγωγοί παράγουν συναινετικώς και οι εργάτες εργάζονται ευπειθώς) ενότητα (όλοι συνεργάζονται υπό τη σκέπη του κράτους, πίσω από πανύψηλα δασμολογικά τείχη, χωρίς εχθροπάθεια, συγκρούσεις και μεμψιμοιρίες καθώς άλλωστε ο Τύπος ελέγχεται και το κοινοβούλιο έχει καταργηθεί) εθνικισμό (το μεγαλείο της Ιταλίας υπερτερεί πάσης άλλης αξίας) και επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (ο Μουσσολίνι διεκήρυσσε τους ποσοτοποιημένους οικονομικούς του στόχους από τον εξώστη του Παλάτσο Βενέτσια κατά προσέγγιση δύο δεκαδικών). Το σύστημα υιοθέτησαν με διάφο¬ρες τοπικές παραλλαγές οι εθνικοσοσιαλιστές στη Γερμανία, η Φάλαγγα στην Ισπανία, το καθεστώς του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία και ο Περόν στην Αργεντινή.

Σημερινοί απόηχοι του κορπορατισμού είναι οι ιερεμιάδες υπέρ της «συνεννοήσεως» και της «συναινετικής οικονομικής πολιτικής» στο πλαίσιο «Συμβουλίων των Παραγωγικών Τάξεων» (όπως έγινε στην Αγγλία επί Εργατικών), οι εκκλήσεις για εφαρμογή «πολιτικής τιμών και εισοδημάτων» (δηλαδή συμπεφωνημένη και κρατικώς επιβαλλόμενη διατίμηση αγαθών, υπηρεσιών, μισθών και ημερομισθίων χωρίς πόλεμο τιμών, ανταγωνισμό επιχειρήσεων και απεργιακές κινητοποιήσεις) για έλεγχο των δραστηριοτήτων του κεφαλαίου «υπέρ του γενικού καλού» (έλεγχο σκοπιμότητος των πρωτοβουλιών του όχι έλεγχο νομιμότητος των εργασιών του που είναι καθαρώς φιλελεύθερο αίτημα), κραυγαλέα διεκδίκηση προστατευτικών μέτρων έναντι ξένων προϊόντων και κρατικής μέριμνας υπέρ κάθε προβληματικής επιχείρησης, ασχέτως κόστους. Ο κορπορατισμός των φασιστών ήταν τουλάχιστον μια επιθετική —αν και βαθύτατα εσφαλμένη— πολιτική που αποσκοπούσε στην επιτυχία, το εθνικό μεγαλείο και τη χρηματοδότηση πολεμικών περιπετειών. Ο κορπορατισμός των επιγόνων τους είναι αμυντική πολιτική καθαρής απροκάλυπτης προστασίας των χρεοκοπημένων. Οι σημερινοί κορπορατιστές επιδιώκουν κατάργηση, δια της κρατικής παρεμβάσεως, των συνεπειών του ανταγωνισμού με βαριά φορολογία των επιτυχημένων και σωσίβια για τους αποτυχημένους. Στην ουσία προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον ιδιωτικό τομέα επιβάλλοντάς του να συμμερισθεί τους κρατικούς στόχους ή μάλλον τις κυβερνητικές, συχνά στενώς εκλογικές, σκοπιμότητες.

Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός, ζητούσε από τους Έλληνες βιομηχάνους να ενστερνισθούν και να εφαρμόσουν την πολιτική του σε θέματα επενδύσεων, τιμών, παραγωγής, απασχόλησης, εισαγωγών-εξαγωγών, αποταμιεύσεων, εργασιακών σχέσεων, συνδικαλισμού, προστασίας του εθνικού νομίσματος, προστασίας του καταναλωτή και καταπολεμήσεως της ανεργίας, ζητούσε εφαρμογή κορπορατισμού στην πράξη. Το μήνυμα του βρήκε απήχηση στους λίγους εκείνους κρατικοδίαιτους «επιχειρηματίες» που έχουν μάθει να μην ανταγωνίζονται στην αγορά αλλά να αποζούν από την κρατική εύνοια, τις κρατικές παραγγελίες, τα φτηνά δάνεια, τις φοροαπαλλαγές και τα επιδοτούμενα επιτόκια, λειτουργώντας ως οιονεί υπεργολάβοι του δημοσίου. Κορπορατικό μέτρο υπήρξε η «πολιτική τιμών και εισοδημάτων» κατά την οποία κράτος, εργοδότες και εργαζόμενοι καθορίζουν «συναινετικώς» τις τιμές των προϊόντων και τις απολαβές των εργαζομένων (παραλλαγή της οποίας προσπάθησε να εφαρμόσει ο Σημίτης από το 1985 έως το 1987). Η πολιτική αυτή, απέδειξε ο Μίλτον Φρήντμαν, πάντοτε αποτυγχάνει διότι όπως συνέβη με το καρτέλ του ΟΠΕΚ, όπως συνέβη στην Αγγλία το 1976-77, πάντοτε θα βρεθεί ένας πετρελαιοπαραγωγός που θα πουλήσει φτηνότερα το πετρέλαιο ή ένα συνδικάτο που θα απεργήσει ζητώντας περισσότερα απ’ ό,τι προβλέπει η συμφωνία. Κατά τον Φρήντμαν πρόκειται επιπλέον για βαθύτατα αντιδραστική πολιτική —ακόμη και αν επιτύγχανε— διότι «παγώνει» τις εξελίξεις στην οικονομία, στο σημείο που αυτή βρισκόταν πριν από την εφαρμογή της πολιτικής τιμών και εισοδημάτων, ματαιώνει τις καινοτομίες (οι οποίες απαιτούν ενίοτε μεγάλες αμοιβές σε ειδικευμένο προσωπικό πολύ πέραν των προβλεπομένων) και ευνοεί τους ξένους ανταγωνιστές οι οποίοι συνεχίζουν να εκσυγχρονίζονται ακάθεκτοι υπό το μαστίγιο του ανταγωνισμού (τον οποίο αυτοί δεν έχουν βεβαίως καταργήσει).

Μόνον αθεράπευτοι παρεμβατικοί (φασίστες, εθνικιστές, εθνικοσοσιαλιστές, κομμουνιστές, τριτοκοσμικοί σοσιαλιστές), υποστηρίζουν ακόμη σήμερα ότι ο προστατευτισμός είναι καλό πράγμα. Ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα, ο διορατικός Άγγλος οικονομολόγος Δαβίδ Ρικάρντο (1777-1823) επέμενε ότι εάν μια χώρα Α είναι ικανή να παράγει μεταξωτά και η χώρα Β κρασιά, δεν έχει νόημα η Α να επιδοτεί τους αμπελουργούς της και η Β τους μεταξουργούς της. Η φιλολογία περί «κατακτήσεως» ξένων αγορών γεννά σύγχυση διότι μεταφέρει τη στρατιωτική ορολογία στο εμπόριο το οποίο βασίζεται στην ειρήνη και το αμοιβαίο όφελος. Δεν είναι επομένως λογικό να υποχρεώνονται, μέσω δασμών, ή να παροτρύνονται, μέσω προπαγάνδας, οι καταναλωτές να «αγοράζουν πατριωτικά», δηλαδή να παίρνουν οικονομικές αποφάσεις με βάση το διαβατήριο του παραγωγού. Ανάγκη προστασίας άλλωστε έχουν μόνο τα κακά εθνικά προϊόντα, τα άλλα έχουν ανάγκη ελευθερίας και βλάπτονται από τον προστατευτισμό των ξένων. Είναι δε διαπιστωμένο ότι οι χώρες που αυτοαπομονώνονται για λόγους «προστασίας της εθνικής τους παραγωγής» δεν καταργούν μόνο τον διεθνή αλλά και τον εσωτερικό ανταγωνισμό, όπως συμβαίνει με την Ινδία. Ευτυχώς, μετά από 200 χρόνια καπιταλισμού, η αγορά έχει πια τελεσιδίκως διεθνοποιηθεί στα περισσότερα προϊόντα καθιστώντας έτσι πρακτικώς αδύνατη την εμφάνιση μονοπωλίων που χρειάζονται οπωσδήποτε δασμολογικά τείχη για να αναπτυχθούν και να λειτουργήσουν. Όταν η Φόρντ και η Κράϊσλερ έχουν να αντιμετωπίσουν την Φίατ και τη Χόντα, είναι ανέφικτη η μεταξύ τους συμπαιγνία για την τεχνητή διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα. Περιέργως, όταν ο διεθνής ανταγωνισμός αρχίσει να λειτουργεί πιεστικώς για μια εθνική επιχείρηση, διαπρύσιοι κήρυκες προστατευτισμού γίνονται τα συνδικάτα που φοβούνται ότι τα μέλη τους θα χάσουν τις καλοπληρωμένες δουλειές τους όταν η «εθνική» εταιρεία υποκύψει στον ιαπωνικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, χωρίς την πίεση προς εκσυγχρονισμό που άσκησαν στην ελληνική βιομηχανία τα «εισαγόμενα», η χώρα δεν θα είχε ακόμη εγκαταλείψει το επίπεδο οικοτεχνίας της τουρκοκρατίας ή ίσως της υποδομής που έχει σήμερα η Αλβανία.

Η πορεία προς διεθνοποίηση των ανταλλαγών και αποξήλωση του προστατευτισμού είναι ακάθεκτη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι δασμοί μειώθηκαν από το 40%, κατά μέσον όρο επί της τιμής των προϊόντων που ήταν το 1945, σε 5% το 1980. Ο δασμολογικός αυτός αφοπλισμός συνοδεύθηκε από πραγματική έκρηξη στο διεθνές εμπόριο που αυξήθηκε κατά 500% μεταξύ 1950 και 1975 με ρυθμό δηλαδή διπλάσιο της αυξήσεως παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών γενικώς (“Economist” 1.2.90). Από τον πακτωλό αυτόν δεν ωφελήθηκαν καθόλου οι «προστατευμένες» χώρες του υπάρξαντος σοσιαλισμού. Η προστασία αποδείχθηκε και εδώ συνταγή καταστροφής. Ο Άγγλος οικονομολόγος δρ. Forest Capie έδειξε στο βιβλίο του “Depression and Protectionism” ότι κατά τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του ’30 οι προστατευμένες βιομηχανίες στη Βρετανία ήταν ακριβώς εκείνες που συνέβαλαν το λιγότερο στην ανάκαμψη της οικονομίας διότι ήταν πεπαλαιωμένες και μη ανταγωνιστικές, ενώ αυτές που έβγαλαν τη χώρα από την κρίση ήταν οι απροστάτευτες, οι ανταγωνιστικές.

Για την Ελλάδα, ο κύβος, πάντως, έχει ριφθεί. Από την 1η Ιανουαρίου 1993, τα σύνορα μας θα ανοίξουν διάπλατα στα ξένα προϊόντα, τα ξένα πρότυπα, τις ξένες ιδέες. Οι επικαλούμενοι τη θολή «ελληνική πραγματικότητα» ως ισχυρό επιχείρημα κατά πάσης αλλαγής θα πρέπει πλέον τα δεχθούν ως γεγονός τη διαμορφούμενη επίσηιιη θεσμική «ευρωπαϊκή πραγματικότητα» που θεμελιώνεται στον ανταγωνισμό και αδιαφορεί για τα διαβατήρια των παραγωγών. «Στα πλαίσια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς —δηλώνει ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου μιλώντας προς τον ΣΕΒ («Ναυτεμπορική», 13.5.1988)— η ταυτότητα των κεφαλαίων αποβάλλει κάθε νομικό ή εθνικό χαρακτήρα». Θέλοντας, μάλιστα, να εξορκίσει τελείως τους δαίμονες του παρελθόντος προσθέτει: «Η κατανόηση της πραγματικότητας της ερχόμενης δεκαετίας δεν μπορεί να επηρεάζεται από φοβίες μικροαστικής προέλευσης ή από ανησυχίες οικονομικού σωβινισμού». Από την πλευρά του, ο τότε υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας Γιάννος Παπαντωνίου ζήτησε «να επιδιωχθούν συνεργασίες ελληνικών επιχειρήσεων με τις μεγάλες ξένες επιχειρήσεις που εκδηλώνουν ενδιαφέρουν για επενδύσεις στην Ελλάδα ώστε να επιταχυνθεί η μετα¬φορά τεχνολογιών στη χώρα μας» («Βήμα», 28.2.88). Το ξένο κεφάλαιο και η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά μετουσιώνονται έτσι από φόβητρα σε ευπρόσδεκτες ευκαιρίες. Η αλήθεια αυτή δεν είχε επισκεφθεί ακόμη τον Κίμωνα Κουλούρη, υπουργό ωστόσο του ΠΑΣΟΚ ο οποίος σε ένα πρωτοφανώς ασυνάρτητο άρθρο του στο «Βήμα» (29.9.87) πρότεινε λήψη προστατευτικών σοσιαλιστικών μέτρων με το σκεπτικό ότι «το ξένο κεφάλαιο — ιδιαίτερα μετά το 1992 – θα κυριαρχήσει στην εγχώρια αγορά με πολλά αρνητικά επακόλουθα». Το περίεργο είναι ότι το ξένο κεφάλαιο κατακεραύνωσαν πολλοί, αλλά αποδείξεις ότι τούτο έβλαψε τη χώρα στο παρελθόν δεν προσεκόμισε ως τώρα κανένας.

Η «Αλουμίνιον της Ελλάδος» που καταγγέλθηκε ως νεοαποικιακή εισβολή του γαλλικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, απασχολεί πια μόνο Έλληνες, φέρνει πολλές δεκάδες εκατομμύρια συνάλλαγμα το χρόνο και έχει «γεννήσει» εκατοντάδες βοηθητικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις γύρω από την επιτυχή αυτή βιομηχανία. Ούτε καν το ΚΚΕ ζητάει πια την κρατικοποίηση αυτού του «ξένου μονοπωλίου», όπως είχε χαρακτηριστεί στην αρχή της δεκαετίας του 60. Στο ξένο κεφάλαιο χρωστούμε ακόμη τα διυλιστήρια πετρελαίου Ασπροπύργου και Θεσσαλονίκης, την ΛΑΡΚΟ, την Ελληνική Εταιρεία Χάλυβος, την διώρυγα της Κορίνθου, τα έργα της Ούλεν παλαιότερα, καθώς και την αρχή εξηλεκτρισμού της χώρας με την «Πάουερ». Από όλες αυτές τις επιχειρήσεις που έστη¬σαν οι ξένοι —με το αζημίωτο φυσικά— η Ελλάδα μόνο όφελος αποκόμισε. Από τι ακριβώς μας προστάτευσε η απαγόρευση ξένων επενδύσεων στο μέτρο που επιβλήθηκε; Από τι ακριβώς θα κινδυνεύσουμε όταν ελευθερωθεί τελείως η κίνηση κεφαλαίων το 1993;

Είναι ανήθικος ο ανταγωνισμός;

Το ύστατο καταφύγιο των αντιφιλελευθέρων είναι η ηθική. Ο καπιταλισμός κατηγορείται ότι αναδεικνύει μέσω του ανταγωνισμού ανήθικα άτομα, ακριβώς όπως τα καλλιστεία αναδεικνύουν ωραίες γυναίκες. Έτσι, στο «Αντί» της 4.1.85 κάποιος ονόματι Γιάννης Παπαμιχαήλ, σε έναν ασυνήθιστα βίαιο λίβελλο κατηγορεί το φιλελευθερισμό ότι «τεμαχίζει το κοινωνικό σώμα» σε «αυτούς που παίρνουν ρίσκο και πρωτοβουλίες» στους «διαλεχτούς» και τους άλλους που είναι κατ’ αυτόν οι «ηττημένοι, οι δειλοί, οι υποταγμένοι στη μοίρα τους, οι κακομοίρηδες, οι γυναίκες, οι μαύροι (ΗΠΑ)…., όλα τα «παράσιτα» με έναν λόγο, που σπεύδουν να οργανωθούν, να συνδικαλισθούν και να διαχειριστούν συλλογικά τη μοίρα τους». Ο Παπαμιχαήλ δεν πρωτοτυπεί. Οι ελεύθερες κοινωνίες που βασίζονται στο πρωτείο του ατόμου, δεν έχουν σταματήσει να καταγγέλλονται από ποικίλες ιδεολογικές, θρησκευτικές, αριστερές και οικολογικές προπαγάνδες ως θερμοκήπια απαξίας, όπου θάλλουν ο εγωισμός, ο υλοζωισμός, η εμπορία των πάντων, όπου δεσπόζουν οι ευέχοντες και οι επιτήδειοι, ενώ ποδοπατούνται οι αδύνατοι, οι ηλικιωμένοι, οι ανάπηροι, οι μαύροι, οι ομοφυλόφιλοι, οι παρενδυτικοί (τραβεστί) και οι ανύπαντρες μητέρες. Οι «κερδισμένοι» σε αυτές τις κοινωνίες εικονίζονται ως ανενδοία¬στοι «Ράμπο» του επιχειρείν, που αδιαφορούν για τους συνανθρώπους τους, το Θεό, τις παραδοσιακές αξίες, την τέχνη, τον πολιτισμό, τη σωτηρία της ψυχής τους και τη διάσωση του περιβάλλοντος. Η αντίληψη αυτή υπολαμβάνει ότι η ελευθέρωση του ανθρώπου οδηγεί στην εξαγρίωση και εξαχρείωσή του, όπως υποστήριξε μεταξύ άλλων ο Joseph de Maistre. Πρόκειται για σοβαρό σφάλμα που διαπράττουν κυρίως οι διανοούμενοι, άμοιροι των συνθηκών της αγοράς. Όσο «ισχυρότερος» γίνεται ένας ιδιώτης επιχειρηματίας, τόσο αυξάνουν οι πράξεις και παραλείψεις του για τις οποίες είναι υπόλογος στους συνεταίρους του, στους μετόχους ή στη δικαιοσύνη. Μόνο «ασύδοτος» δεν είναι ο επιτυχημένος επιχειρηματίας καθώς εμπλέκεται σε όλο και πιο περίπλοκα παίγνια με όλο και πιο περιοριστικούς κανόνες τους οποίους οφείλει να τηρεί επί ποινή αποτυχίας, χρεοκοπίας ή συλλήψεως.

Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι οι αποκρουστικοί ανθρώπινοι τύποι υπάρχουν σε όλα τα καθεστώτα. Στον καπιταλισμό, εάν θέλουν να επιτύχουν, υποχρεώνονται απλώς να επινοήσουν νέους, αποτελεσματικότερους των ισχυόντων, τρόπους εξυπηρέτησης των συνανθρώπων τους, ενώ στα τελοκρατικά καθεστώτα της αριστεράς και της δεξιάς γίνονται, κατ’ ανάγκην, φανατικοί του ενός επισήμου «Σκοπού», κυνηγοί κεφαλών, εξοντωτές αιρέσεων, δεσμοφύλακες στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας, μυστικοί αστυνομικοί, πληρωμένοι κονδυλοφόροι, κεκράκτες, κόλακες των ισχυρών και βασανιστές αντιφρονούντων. Η άποψη ότι στον καπιταλισμό επιβιώνουν ευτελείς και αδίστακτοι άνθρωποι που πατούν επί πτωμάτων, δεν επιβεβαιώνεται από την κοινή παρατήρηση. Ο ιδεατότυπος του χονδρού επιχειρηματία με το πούρο στο στόμα απαντά μόνο στις γελοιογραφίες αριστερών εφημερίδων και στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60 καθώς και στα λαϊκά περιοδικά. Το ψυχρό, υπολογιστικό αυτό πλάσμα που μοιάζει εξωγήινος καθώς υπάγει όλες του τις πράξεις σε έναν πρωτόγονο και χυδαίο υλιστικό υπολογισμό κόστους-ωφελειών είναι κακέκτυπο του ιδεολογήματος του homo oeconomicus. Ούτε το φιλότιμο, ούτε η θρησκευτική κατάνυξη, ούτε η αφοσίωση σε ιδανικά καταργούνται στις χώρες του καπιταλισμού. Αντιθέτως, βρίσκει κανείς εκεί τους πιο ποικίλους ανθρώπινους τύπους, ασκητές και ευδαίμονες, νωχελείς και φίλεργους, αψείς και ρεμβώδεις, Βρούτους και Αμλέτους, δημεγέρτες, φιλάνθρωπους, ελλαμπόμενους, μονόλυκους και φυσικά φανατικούς κάθε είδους. Δίπλα στους τυχοδιώκτες, τους τολμητίες, τους αποφασιστικούς και τους σκληρούς στοχοθέτες υπάρχουν οι τρυφεροί, οι εκκεντρικοί, οι λεπταίσθητοι που σέβονται τη σημασία των αποχρώσεων τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων», που λέει ο Καβάφης, αυτοί που έχουν απορρίψει τις λειτουργικές αξίες της κερδοφορίας, φύσεις ήπιες και στοχαστικές που καλλιεργούν την ονειροπόληση, το μοναστικό βίο και τα καθαρά μαθηματικά. Τα πληθυντικά εγώ δεν φυλακίζονται σε έναν ιδεατότυπο και η αναγνώριση του πρωτείου τους αναδεικνύει τις πιο ποικίλες προσωπικότητες. Σχετικά σταθερό χαρακτηριστικό τους είναι πάντως η συμπάθεια στον συνάνθρωπο.
Σε όλον τον κόσμο, όπου ζουν ελεύθεροι πολίτες, εκατομμύρια είναι οι ανώνυμοι που δίνουν αίμα στους συνανθρώπους τους ή ακόμη και μυελό των οστών στους λευχαιμικούς. Οι ένορκοι χάνουν πολύτιμο, απλήρωτο, χρόνο για να απονείμουν δικαιοσύνη, ενώ σε περίπτωση πυρκαϊών, σεισμών ή αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων τα θύματα δεν μένουν κατά κανόνα αβοήθητα, παρά τον προσωπικό κίνδυνο που διατρέχουν συχνά οι καλοί Σαμαρείτες. Απλοί άνθρωποι αλλά και λιγότερο απλοί, μένουν πιστοί στις φιλίες τους, στην αυτοϊδέα και αυτοεκτίμησή τους έστω και εις βλάβην των «ταπεινών» τους συμφερόντων. Στην Αμερική, ως και οι γκάγκστερς αναγκάζονται να παραστήσουν τους ευεργέτες για να μην γίνουν αποσυνάγωγοι. Ο φιλελευθερισμός δεν είναι η ιδεολογία των νικητών ούτε των ηττημένων κυρίως διότι οι στρατιωτικές παρομοιώσεις δεν αρμόζουν εν προκειμένω. Είναι η φιλοσοφία και η βιοσοφία, η θεωρία και η πρακτική ελευθέρων ανθρώπων που θέλουν να μείνουν ελεύθεροι. Ανάμεσα τους είναι πλήθος αυτοί που απορρίπτουν τη λαχτάρα σώρευσης ιδιοκτήτων αντικειμένων και προσαρμόζουν το λιτό στυλ διαβίωσης τους σε ένα ελάχιστο επίπεδο εισοδηματοφόρου δραστηριότητος. Πρόκειται για τα άτομα που στιγματίζονται στις ολοκληρωτικές κοινωνίες ως «παράσιτα»…

Οι αντιφιλελεύθεροι χρησιμοποιούν κατά κόρον: και ένα βιολογικό «κλισέ» για να καταγγείλουν το ανταγωνισμό τον οποίο επαναλαμβάνει υπό την απλοϊκότερη δυνατή μορφή του ο Γιανναράς, λέγοντας ότι «οι νόμοι της αγοράς είναι οι νόμοι της ζούγκλας όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και όπου το ήθος της συναλλαγής είναι ο θηριώδης ατομικισμός, η δύναμη του ισχυρότερου» («Το κενό στην πολιτική» σελ. 116). Από το άλλο άκρο του ιδεολογικού φάσματος και βεβαίως κατά τρόπο πολύ πιο περίτεχνο και προβληματισμένο, ο Τσουκαλάς («Διαβάζω» αρ. 233 της 21-2-1990) διαπιστώνει κάποια «σχιζοφρενική κατασκευή του καπιταλιστικού ανθρώπου» ο οποίος «…αναγκάζεται να λειτουργεί και ως λύκος και ως άνθρωπος… Δηλαδή κατασκευάζεται ως λυκάνθρωπος». Στην ίδια συζήτηση, ο Τσουκαλάς μετριάζει αυτή την εκτίμηση λέγοντας ότι «όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουνε και ανταγωνιστικές μορφές, αλλά και αλληλέγγυες μορφές. Και η άρθρωση αλληλεγγύης και ανταγωνισμού είναι μια σταθερά μορφή όλων των ανθρώπινων κοινωνιών. Εκείνο που θέλει να κάνει ο φιλελευθερισμός και το επιτυγχάνει θεσμικά, είναι να καταργήσει και ιδεολογικά όλες τις μορφές αλληλέγγυων σχέσεων και να ορίσει ως ορθολογικές κοινωνικές μορφές μόνο τις ανταγωνιστικές. Ο άκρατος ανταγωνισμός αντιμετωπίζεται τόσο ως φυσική μορφή, όσο και ως λογική μορφή κοινωνικών σχέσεων». Ο ανταγωνισμός εξακολουθεί δηλαδή να εξετάζεται εδώ μέσα από βιολογικές διόπτρες παρόλον ότι οι λυκάνθρωποι είναι βεβαίως φανταστικά όντα και παρ’όλον ότι ο φιλελευθερισμός όχι μόνον δεν καταργεί αλλά αναδεικνύει, αναβαθμίζει και θεσμοποιεί την «αλληλέγγυα σχέση».

Η μεταφορά απλοϊκών βιολογικών εννοιών στην ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων ερείδεται στην πεποίθηση ότι το ζωικό βασίλειο προσφέρει μόνον πρότυπα αγριότητος πράγμα που έχει βασίμως αμφισβητηθεί από τον Αυστριακό ζωολόγο Konrad Lorenz και άλλους. Από καθαρώς θεωρητικής πλευράς, άλλωστε, είναι δύσκολο να μιλάει κανείς επιστημονικώς για «σκληρότητα» όντων ως είναι τα ζώα για τα οποία δεν είναι γνωστό αν έχουν συνείδηση ή αισθήματα. Οι παρομοιώσεις δείχνουν πάντως και παχυλή άγνοια των πραγματικών περιστατικών. Το μεγάλο ψάρι μπορεί να τρώει μικρότερα ψάρια αλλά αυτά τα μικρότερα ανήκουν σε άλλο είδος ψαριών και έχουν αναπτύξει τα δικά τους μέσα αμύνης. Εάν τα ψάρια έτρωγαν κατά σύστημα το δικό τους γόνο, όπως ο Κρόνος τα παιδιά του, το συγκεκριμένο είδος ψαριών που θα επεδίδετο σ’ αυτή την πρακτική θα είχε εκλείψει σε μερικές γενεές. Το αλληλοφάγωμα γίνεται πάντοτε μεταξύ θηρευτών και θηρευόμενων που ανήκουν σε άλλα είδη και εξαρτώνται έτσι απολύτως το ένα από το άλλο. Η ίδια η εξέλιξη των ειδών βασίζεται σ’ αυτή την τροφική αλυσίδα. Αν δεν είχαν αναφανεί τα φυτά δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν χορτοφάγα ζώα, χωρίς αυτά δεν θα είχαν εμφανισθεί τα σαρκοβόρα ούτε βεβαίως ψάρια που τρέφονται από ψάρια άλλου είδους ούτε ο παμφάγος άνθρωπος.

Ο ανταγωνισμός των μονομάχων της Ρώμης διείπετο από την αρχή «θάνατος σου η ζωή μου» η οποία στους σύγχρονους αγώνες πυγμαχίας μετατρέπεται σε «ήττα σου ή νίκη μου». Στη φύση, τις ρωμαϊκές μονομαχίες και την πυγμαχία έχουμε δηλαδή παίγνια «μηδενικού αθροίσματος» όπου ό,τι επιτυγχάνει ο ένας το χάνει ο άλλος. Ωστόσο, στην «καπιταλιστική ζούγκλα» όπως αρέσκονται να την αποκαλούν αυτοί που δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαιτέρως να μελετήσουν ποτέ ούτε τον καπιταλισμό ούτε τη ζούγκλα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, πολύ πιο ανθρώπινα. Οί επιχειρηματίες αγωνίζονται και ανταγωνίζονται για να ικανοποιήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις προτιμήσεις των κυριάρχων καταναλωτών. Το παράδοξο αυτού του ανταγωνισμού είναι ότι ηθικοποιεί τις εκβάσεις όχι τα κίνητρα. Έτσι, ο εγωιστικότερος των επιχειρηματιών αναγκάζεται από την ίδια τη λογική του συστήματος να αποδειχθεί ο μεγαλύτερος αλτρουιστής και να προσφέρει αφειδώλευτα χρόνο, χρήμα, καμιά φορά την υγεία του, ακόμη και τη ζωή του στον αγώνα εξυπηρέτησης των συνανθρώπων για να κερδίσει. Ο καπιταλισμός μετουσιώνει έστι την ιδιωφέλεια σε κοινή ωφέλεια. Οι μαρξιστές προσπάθησαν να θεμελιώσουν την κοινωνία στην αλληλεγγύη και οδηγήθηκαν στην εξαθλίωση, την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο και τη θεσμοθέτηση της βίας. Οι φιλελεύθεροι θεσμοποίησαν το πεφωτισμένο συμφέρον —ή ορθότερα, την πεφωτισμένη προτίμηση— και οδηγήθηκαν στην ελευθερία, τα δικαιώματα του ανθρώπου και τον πλούτο.

Ο ανταγωνισμός στην αγορά αποδείχτηκε έτσι ότι δεν είναι παίγνιο μηδενικής εκβάσεως διότι όλοι κερδίζουν (άνισα έστω) ακόμη και αυτοί που «χάνουν». Ο ανταγωνισμός λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή πάντοτε προς όφελος των καινοτόμων και παραγωγικών επιχειρηματιών οπωσδήποτε και θίγει τα κέρδη αλλά όχι την υπόσταση, την τιμή, την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα εκείνων που υστερούν, ως προς την οικονομική τους δραστηριότητα, σε «πρακτική φιλαλληλία» έναντι των καταναλωτών συνανθρώπων τους. Η «φιλελεύθερη ζούγκλα της ακοινώνητης ατομοκρατίας με ρυθμιστή το δίκαιο του ισχυρότερου» («Το κενό στην πολιτική», σελ. 14) υπάρχει μόνο στη φαντασία του Γιανναρά ο οποίος σ’ αυτήν ακριβώς την «ζούγκλα» θάλλει, γράφει, διδάσκει και κηρύσσει στα βιβλία του την αξία της έντιμης πενίας χωρίς να εμποδίζεται από κανέναν να την ασκήσει και στην πράξη εάν το επιθυμεί. Εφόσον τουλάχιστον ο ίδιος μπορεί να διατηρεί την ανθρωπιά του, τούτο σημαίνει ότι η «καπιταλιστική ζούγκλα» σε αντίθεση με την πραγματική, δεν συναρτά κατ’ ανάγκην την επιβίωση με την εξαγρίωση.

Η σύγκριση αγοράς και φύσης με παρομοιώσεις για αδηφάγα ψάρια και καρχαριοειδή δεν είναι σημερινή υπόθεση. Άρχισε να γίνεται το 1859, όταν δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο το μνημειώδες έργο του Δαρβίνου «Περί της καταγωγής των ειδών». Την εποχή εκείνη του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού με τις πολλαπλές χρεοκοπίες, τους αιφνίδιους πλουτισμούς, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες οικονομικώς ενεργών ατόμων, στο φως της δημοσιότητος ήταν κοινοτοπία ή διαπίστωση ότι στην οικονομία της αγοράς επιβιώνουν οι αποδοτικότερες επιχειρήσεις. Ο καθηγητής Κριμπάς («Δαρβινικά» σελ. 45-46) εξηγεί γλαφυρά γιατί η «Καταγωγή των ειδών» μπορούσε να γραφτεί μόνο από Άγγλο στοχαστή. «Η φιλελεύθερη Αγγλία —γράφει— με την αδύνατη κεντρική εξουσία και τις κατοχυρωμένες από την εποχή της Magna Carta προνομίες των ευγενών έναντι του μονάρχη ήταν πραγματικό φυτώριο ανθρώπινων ποικιλιών, οι οποίες ουδέποτε νοήθηκαν ως παρεκκλίσεις από κάποιον ιδεατότυπο». Ακόμη και σήμερα στην Αγγλία ο εκκεντρικός, ο ετερόδοξος, ο εικονοκλάστης, όχι μόνο δεν χλευάζεται από τους συμπατριώτες του αλλά περιβάλλεται με συμπάθεια και γεννά εθνική υπερηφάνεια για την εγγενή ανωτερότητα του Βρετανού έναντι παντός άλλου. Χωρίς αυτή την ανοχή στην ετεροδοξία ο Δαρβίνος δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπτύξει τη βλάσφημη θεωρία του ότι ο άνθρωπος δεν ήταν πλασμένος «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του θεού αλλά ήταν προϊόν μιας ειδογενετικής διαδικασίας που δεν διαφέρει ποιοτικώς από εκείνες που αφορούν τα άλλα ζώα. Έχει σήμερα επιβεβαιωθεί ότι ο Δαρβίνος που διάβαζε ‘Ανταμ Σμιθ όταν εκπονούσε τη θεωρία του, συνέλαβε την ιδέα ότι όχι μόνο η οικονομία αλλά η ίδια η εξέλιξη των ειδών κατευθύνεται από ένα είδος «αοράτου χειρός» χωρίς σχέδιο, σχεδιαστή και επόπτη. Ο Δαρβίνος δηλαδή δεν υπέπεσε στο σφάλμα εκείνων που ερμήνευσαν την «αόρατη χείρα» του Σμιθ ως το Πνεύμα το ‘Αγιον, το ζωοποιόν που, προωθεί την τελείωση όλων των όντων και όλων των συστημάτων. Φαντάστηκε την εξέλιξη των ειδών ως μια διαδικασία χωρίς σκοπό και τεκμηρίωσε την αξία της πολυμορφίας η οποία συνιστά για το είδος μια ασφάλεια ζωής. Μια ανθρωπότητα γενετικώς ομοίων ατόμων θα ήταν έρμαιο μιας επιδημίας και βεβαίως δεν θα είχε ανάγκη προστασίας του ατόμου διότι δεν θα υπήρχαν καν ξεχωριστά άτομα αλλά μόνον αντίτυπα γενετικώς όμοια μεταξύ τους. Ο ίδιος αναφέρεται διεξοδικά στην επικράτηση των «ηθικών φυλών» μεταξύ των πρωτογόνων διότι αυτές με την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια σφυρηλατούν την ενότητα τους και νικούν τις άλλες όταν συγκρούονται μαζί τους. Ο «κοινωνικός δαρβινισμός» του Herbert Spencer (1820-1903) που μεταφέρει αυθαίρετα τα Δαρβινικά εννοιολογήματα στην οικονομική και κοινωνική ζωή δεν επηρέασε ποτέ κανέναν σοβαρό στοχαστή και δεν έχει βεβαίως καμία σχέση με φιλελευθερισμό οιουδήποτε είδους.

Οι διαφορές αγοράς και φύσεως, ωστόσο, είναι πολύ πιο σημαντικές από τις ομοιότητες. Στη φύση οι αποτυχίες πληρώνονται τοις μετρητοίς με την έκλειψη του είδους. Πρόκειται για διαδικασία η οποία μπορεί να διαρκέσει ενίοτε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Η αγορά επιφέρει χρεοκοπία επιχειρήσεων (όχι θάνατο ατόμων) πολύ πιο γρήγορα παρ’ όλον ότι οι απροσάρμοστοι ονομάζονται και εδώ δεινόσαυροι —το κατ’ εξοχήν παράδειγμα εκλείψαντος είδους που φλογίζει τη φαντασία— οι οποίοι επέζησαν ως γνωστόν για μεγάλο διάστημα παρά τον μικρό τους εγκέφαλο, σε σχέση με το σώμα τους, τη δυσκινησία τους και την έλλειψη προσαρμοστικότητας που τους χαρακτήριζε. Εκτός τούτου η αγορά δεν είναι Δαρβίνεια αλλά Λαμαρκιανή (από το όνομα του Γάλλου φυσιοδίφη Λαμάρκ που ισχυρίσθηκε —εσφαλμένως— ότι στη φύση οι επίκτητοι χαρακτήρες κληροδοτούνται στην απογονή) διότι οι επίκτητοι χαρακτήρες μιας επιτυχούς επιχείρησης (οργανοδιοικητικές καινοτομίες, αυτοματοποίηση) κληροδοτούνται όχι μόνο στις δικές της θυγατρικές αλλά υιοθετούνται και από ανταγωνιστές. Η απομόνωση αναστέλλει βέβαια αυτή τη διαδικασία. Οι Αζτέκοι δεν είχαν ανακαλύψει τον τροχό. Σήμερα δεν θα μπορούσαν να τον αγνοήσουν παρά μόνον αν απαγόρευαν την εισαγωγή του με κάποιο «σιδηρούν παραπέτασμα».

Ο ανταγωνισμός στην αγορά είναι λοιπόν μια μορφή συνεργασίας μεταξύ ανθρώπων, εφόσον διαδίδει τις νέες ιδέες και τον πολιτισμό στις εσχατιές του πλανήτη και αριστοποιεί την εξ αντικειμένου σύμπραξη ατόμων που ούτε καν γνωρίζονται μεταξύ τους, όπως οι παραγωγοί σιτηρών, οι αλευροβιομήχανοι και οι αρτοποιοί που προσφέρουν «ψωμί στο λαό» σε άριστο συνδυασμό τιμής/ ποιότητας. Η αυτορρύθμιση καταργείται, το σύστημα παθαίνει εμπλοκή μόνο όταν κάποιος παρεμβαίνει όπως έκανε η αριστερά στην κυβέρνηση Ζολώτα ζητώντας τεχνητή αύξηση της τιμής των σιτηρών και απαγόρευση αύξησης της τιμής του τελικού προϊόντος, οπότε τη διαφορά πληρώνουν και πάλι οι φορολογούμενοι υπό μορφήν επιδοτήσεως. Αλλά και οι γνησίως ανταγωνιζόμενοι για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων δεν γίνονται «λυκάνθρωποι» ο ένας για τον άλλον.

Μια βόλτα αν έκανε ο Τσουκαλάς στην αγορά θα έβλεπε ότι ακόμη και σε μια χώρα ανώριμου καπιταλισμού όπως η Ελλάδα, ο ανταγωνισμός έχει τελείως διαχωρισθεί από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Αντιθέτως, στη βόλτα του αυτή θα διεπίστωνε ένα «ήθος αγοράς» που αναδύεται ως στοιχείο αυθόρμητης τάξης χωρίς ανάγκη αστυνομεύσεως. Ο David Hume παρατηρούσε ήδη ότι «οι άνθρωποι είναι γενικώς τιμιότεροι ως ιδιώτες παρά ως δημόσια πρόσωπα». Η Σοβιετική οικονομολόγος Tatyana Zaslavskaya διαπιστώνει από την πλευρά της στο βιβλίο της «Η δεύτερη σοσιαλιστική επανάσταση» (βιβλιοκρισία στο Times Litterary Supplement, 4.5.1990) ότι «στην μαύρη οικονομία επικρατούν πολύ αυστηρότεροι κανόνες δεοντολογίας από ό,τι στην επίσημη οικονομία… Εκεί, έχοντας δώσει το λόγο σου πρέπει και να τον τηρήσεις, ενώ στην επίσημη σοβιετική οικονομία οι συμβάσεις δεν δεσμεύουν συνήθως κανέναν». Η κ. Tatyana διαπιστώνει με οξυδέρκεια κάτι που οι φιλελεύθεροι δεν έπαυσαν να τονίζουν από την εποχή του ‘Ανταμ Σμιθ, ότι δηλαδή η αγορά διέπεται από αυθόρμητους ασχεδίαστους κανόνες, των οποίων η παραβίαση δεν προκαλεί απλώς τύψεις αλλά ζημίες. Εκτός όμως από την έμμεση συνεργασία μέσω τηρήσεως κανόνων υπάρχουν και φαινόμενα άμεσης συνεργασίας, στον καπιταλισμό, που δεν έχουν το όμοιο τους σε κανένα άλλο σύστημα παραγωγής και διανομής αγαθών.
Στις ΗΠΑ από όπου ξεκινούν σήμερα οι περισσότερες —αν όχι όλες— οι καινοτομίες, έχουν εμφανιστεί οι λεγόμενοι «ενδοχειρηματίες», (intrapreneurs) σύμφωνα με τον όρο του Giffort Pinchot ο οποίος δημοσίευσε το 1985 ένα βιβλίο με τον τίτλο “Intrapreneurship” («Ενδοχειρηματικότης»). Πρόκειται για μια εξελιγμένη μορφή συμβιωτικής οικονομικής σχέσης η οποία προβλέπει εκχώρηση δικαιωμάτων επιχειρηματικής δραστηριότητας σε άτομα στους κόλπους μιας μεγάλης επιχείρησης υπό την ευθύνη τους και με δικό τους ρίσκο. Η επιχείρηση-ξενιστής εξασφαλίζει στον «ενδοχειρηματία» έτοιμη αγορά και μηχανισμό διάθεσης του προϊόντος του, εφόσον τούτο αναδειχθεί δημοφιλές. Ο ενδοχειρηματίας σχηματίζει έτσι πια το δικό του ενδοκεφάλαιο (Intra-capital) το οποίο και μπορεί να επενδύσει για να επεκτείνει τον κύκλο εργασιών του είτε συμφωνούν οι μάνατζερς της επιχείρησης-ξενιστή, είπε όχι. Η συμβιωτική αυτή σχέση η οποία βοηθάει και την επιχείρηση-ξενιστή, διότι την καθιστά γνωστή σε ευρύτερο κύκλο καταναλωτών αλλά και της προσκομίζει μερίδιο από τα κέρδη του ενδοχειρηματία μοιάζει να αποδίδει και στην Ευρώπη. Σε ένα εργοστάσιο χαλυβουργίας στη Σουηδία, ένας ενδοχειρηματίας αξιοποίησε την εκλυόμενη θερμότητα (που πήγαινε ως τότε χαμένη) διοχετεύοντας την σε μια δεξαμενή εκτροφής χελιών τα οποία συσκευάζονται και μεταφέρονται μαζί με τα προϊόντα χαλυβουργίας με μηδενική δαπάνη στην ιχθυαγορά της πλησιέστερης πόλης (“Economist”, 16.2.85). Εδώ δηλαδή το μεγάλο ψάρι δεν τρώει το μικρό αλλά το προστατεύει και το βοηθάει να επιβιώσει.

Με κίνδυνο παρεξηγήσεως και συμφυρμού ανόμοιων φαινομένων, με την προεισαγωγική διευκρίνιση ότι δεν νομιμοποιείται κανείς να παρεκτείνει νοητικές κατηγορίες όπως ο ανταγωνισμός από τα έμψυχα στα άψυχα, και με τη βεβαιότητα ότι τα πιο ποικίλα φαινόμενα σε διάφορους τομείς του επιστητού δεν είναι δυνατόν, ή ίσως θεμιτόν, να ανάγονται σε πρώτες αρχές, θα μπορούσε κανείς ωστόσο να αναρωτηθεί μισο-σοβαρά μισο-αστεία μήπως ο ανταγωνισμός δεν συνιστά απλώς ανθρώπινο ή βιομηχανικό αλλά γενικότερο φυσικό φαινόμενο. Θα υπήρχε τέτοια απίστευτη «σπατάλη της φύσεως», δηλαδή τέτοια ποικιλία ειδών εάν αυτά δεν ανταγωνίζονταν μεταξύ τους; Οι ανθρώπινες ιδέες θα άλλαζαν ποτέ χωρίς την αμφισβήτηση τους από άλλες; Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης δεν βασίζεται στην προσέγγιση της αλήθειας μέσω του θεσμοθετημένου ανταγωνισμού κατηγορούσας αρχής και υπερασπίσεως; Η υγιής δημοκρατία δεν βασίζε¬ται στον πολιτικό ανταγωνισμό οργανώσεων και κομμάτων; Κατάργηση του ανταγωνισμού σημαίνει ότι επικρατεί —συνήθως δια της βίας— μια παράταξη, ένα πρότυπο, μια λύση, μια ιδεολογία, μια θρησκεία, μια δοξασία, μια θεωρία, ένα προϊόν, ένα κόμμα και συνηθέστατα ένας δικτάτορας. Αντίτιμο της υποταγής στο Ένα είναι ο εφησυχασμός, η αμεριμνησία, ο αφοπλισμός του νου. Χωρίς αντίλογο, η σκέψη τελματώνεται. Χωρίς σύννομο ανταγωνισμό και δυνατότητα επιλογής μεταξύ ποικίλων προϊόντων, ιδεών, ηγετών κομμάτων και θρησκειών αλωνίζουν ελεύθερα τα κάθε λογής ιδεολογικά και οικονομικά μονοπώλια. Φυσικά, ο πλουραλισμός και ο συμπαρομαρτών ανταγωνισμός συχνά ξενίζει, ενοχλεί. Τούτο συμβαίνει διότι οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν την ησυχία τους από την περιπέτεια καθώς ζουν με δοτές αξίες και δικές τους μνήμες, συγκροτώντας μια κάπως ασαφή εικόνα του κόσμου με πολλά δαιμονολογικά στοιχεία. Ωστόσο, οι περισσότεροι ξέρουν ποιοι είναι οι κεντρικοί άξονες αναφοράς: τα παιδιά, η οικογένεια, η εργασία. Οι πλείστοι δεν επιθυμούν να ανταγωνισθούν ποτέ με κανέναν, είναι φανατικοί της Επικούρειας ευδαιμονιστικής βιοσοφίας του «λάθε βιώσας» προτιμούν να βολευθούν παρά να επιχειρήσουν. Έστω. Ουδείς ωστόσο ισχυρίστηκε ποτέ ότι ο ανταγωνισμός και η επιδίωξη κερδοφορίας, δόξας, γοήτρου, κοινωνικής, καλλιτεχνικής, επιστημονικής ή αθλητικής καταξίωσης είναι γνώρισμα της πλειοψηφίας. Αυτή όμως η τόσο «σιωπηλή» πλειοψηφία βγαίνει πάραυτα από την παθητικότητά της μόλις χρειασθεί να διαλέξει.

Ας σκεφθούμε για λίγο, τι μας κάνει να αλλάζουμε ιδέες, προτιμήσεις ή κόμμα, τι μας κάνει να εμπιστευόμαστε ορισμένους ανθρώπους και όχι άλλους, με τι κριτήρια διαλέγουμε συνεργάτες και υπαλλήλους, τι ζητάμε από την τράπεζα μας, πώς επιλέγουμε γιατρό, δικηγόρο, εφημερίδα, σχολείο για τα παιδιά μας και ας αποφασίσουμε κατόπιν με το χέρι στην καρδιά ότι ο ανταγωνισμός είναι ολέθριο γνώρισμα του καπιταλισμού, ότι «όλοι το ίδιο είναι», ότι κάθε επιλογή είναι μάταιη, κάθε διαφορά φαινομενική και η αξιοκρατία φενάκη. Εάν, όπως είναι προφανές, αποφασίσουμε αντιθέτως, εάν δεχθούμε το γεγονός ότι σε κάθε μας βήμα αξιολογούμε και επιλέγουμε μεταξύ ανταγωνιζομένων ιδεών, κομμάτων, υπηρεσιών, προϊόντων, ομάδων, επιχειρήσεων, εφημερίδων, ραδιοφωνικών σταθμών, έργων τέχνης και κέντρων ψυχαγωγίας, τότε θα υιοθετήσουμε κατ’ ανάγκην το ήθος της αγοράς, αποδεχόμενοι το πλαίσιο του τίμιου ανταγωνιστικού παιχνιδιού που έχει αναπτύξει ο δυτικός πολιτισμός από την Αναγέννηση ως σήμερα. Αυτή η ασταμάτητη διαδικασία αξιολογήσεως των πάντων μέσω της διαμορφώσεως προτιμήσεων δεν γίνεται βέβαια στο κενό αλλά εν κοινωνία. Για να υπάρξει επιλογή πρέπει να υπάρξει ενημέρωση. Είναι προφανές ότι οι πωλητές αγαθών και υπηρεσιών θα προσπαθήσουν ο καθένας για λογαριασμό του να παροτρύνουν το κοινό να προτιμήσει τα δικά του προϊόντα. Τα κυρίαρχα επιχειρήματα σε αυτή την αδιάκοπη δημόσια συζήτηση είναι βέβαια οι τιμές, όμως έχει αποδειχθεί ότι χρειάζονται και λόγια, δηλαδή διαφήμιση. Έτσι, η διαφήμιση που εντείνει τον ανταγωνισμό και διασπείρει γνώση για τα προϊόντα, λειτουργεί τελικώς υπέρ του καταναλωτή.

Η απόδοση δαιμονικού ρόλου στη διαφήμιση —προσφιλές χόμπυ ενίων διανοουμένων— είναι καθαρή ανοησία. Ο Shumpeter έλεγε ότι «το ομορφότερο κορίτσι δεν θα μπορέσει τελικώς να επιβάλει ένα κακό τσιγάρο στην αγορά». Εάν ήταν αλήθεια ότι με τη διαφήμιση πετυχαίνει κανείς ό,τι θέλει, οι κρίσεις θα καταργούνταν. Η παντοδύναμη διαφήμιση θα διαιώνιζε τη ζήτηση για τα γνωστά προϊόντα τα οποία θα γίνονταν έτσι ακαταμάχητα. Η αλήθεια είναι ότι μόλις ένα 10% των προϊόντων που ρίχνονται στην αγορά με πολυέξοδες διαφημιστικές εκστρατείες επιζούν, έχοντας βρει αρκετούς αγορα¬στές. Οι περισσότερες εκστρατείες αποτυγχάνουν όπως απέτυχε η πανάκριβη διαφημι¬στική εκστρατεία της «Μεσημβρινής», το τελευταίο δίμηνο του ’90 που δεν αύξησε κατά τίποτε την κυκλοφορία της. Ένας Αμερικανός διαφημιστής έλεγε στους υπαλλήλους του: «Ο καταναλωτής δεν είναι ηλίθιος. Είναι η γυναίκα σας». Ούτε, λοιπόν, παντοδύναμη ούτε άχρηση είναι η διαφήμιση η οποία πληροφορεί, δεν πειθαναγκάζει και βεβαίως δεν «κατασκευάζει ανάγκες», όπως ισχυρίζεται ο Γιανναράς («Το κενό στην πολιτική», σελ. 104). Όταν ο πληροφορημένος καταναλωτής απορρίψει το προϊόν, κάθε παραπάνω δραχμή που ξοδεύεται στο διαφημιστικό πρόγραμμα οδηγεί στη χρεοκοπία. Εάν η διαφήμιση ήταν όντως παντοδύναμη, η βαθύπλουτη Εκκλησία θα μπορούσε να κατασκευάζει πιστούς κατά βούλησιν χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατος το πιο διαδεδομένο και πολυμεταφρασμένο κείμενο στον κόσμο, το Ευαγγέλιο, που υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών (και όχι απλώς επίγειες απολαύσεις όπως η Κόκα-Κόλα) έναντι του τιμήματος μιας γνησίας μετανοίας (και όχι απλώς καταβολής ευτελούς χρηματικού ποσού το οποίο ζητεί η Κόκα-Κόλα). Οι τηλευαγγελιστές στις ΗΠΑ προσέκρουσαν ωστόσο και αυτοί —όπως και ο Γιανναράς με τα βιβλία του— στην «αντίσταση του καταναλωτή». Τούτο είναι θαυμάσιο δείγμα ανεξαρτησίας του πλάσματος που δεν αλλάζει ούτε διαμορφώνει προτιμήσεις για «μια χούφτα δολάρια» που θα ξόδευε ο διαφημιστής για να τον πείσει. Εάν παραδεχθούμε τη φιλελεύθερη αρχή ότι ο δέκτης των διαφημιστικών μηνυμάτων είναι ελεύθερος και αυτόβουλος, δεν πρέπει να φοβόμαστε την προπαγάνδα. Άλλωστε, η πείρα του υπάρξαντος σοσιαλισμού έδειξε ότι η προπαγάνδα είναι αποτελεσματική όταν συνοδεύεται από κρατική τρομοκρατία και απειλές εγκλεισμού στα ψυχιατρεία. Μόλις η βία καταργήθηκε, τα κομμουνιστικά κόμματα έπεσαν από το 99% που έπαιρναν ως τότε στις εκλογές σε χαμηλά διψήφια ποσοστά, περί το 10 ή 12%. Εάν, ωστόσο, ως δέκτης των διαφημιστικών ή προπαγανδιστικών μηνυμάτων νοηθεί το άβουλο, ασπόνδυλο, εύπλαστο άτομο που εξυπονοούν οι οιμώζοντες κατά της «δολερής διαφήμισης», τότε κάθε συζήτηση περιττεύει. Τα ανδράποδα είναι άξια της τύχης τους και ανάξια προστασίας.

Εάν πάντως κατηργείτο το δικαίωμα των ατόμων να διαφημίζουν τα προϊόντα τους (πνευματικά ή υλικά) δεν θα κινδύνευαν απλώς οι βιομηχανίες απορρυπαντικών και αναψυκτικών, θα κινδύνευαν οι εκδότες έργων του Καζαντζάκη, ο Σκορτσέζε που σκηνο-θέτησε τον «Τελευταίο Πειρασμό», ο Τύπος, του οποίου το «ενοχλητικά οκτάστηλα» στιγμάτισε ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Ιανουάριο του 1989, με αποτέλεσμα την ανάδυση μιας κοινωνίας τύπου «Μεγάλου Αδελφού» την οποία περιέγραψε ο Όργουελ, στο «1984». Στον καπιταλισμό η σύννομη διαφήμιση είναι ελεύθερη, όπως ελεύθερη είναι και η διαφήμιση κατά της διαφημίσεως. Άλλωστε, αυτός καθ’ εαυτόν ο αγώνας στον τομέα των ιδεών περιλαμβάνει τη χρήση διαφημιστικών μεθόδων. Είναι μύθος ότι πρόκειται για πρόσφατο φαινόμενο. Επί αιώνες, άνθρωποι αγωνίζονται να επιβάλουν το πιστεύω τους (θρησκευτικό, εθνικό, πολιτικό), πορευόμενοι με αναπεπταμένα λογότυπα, δηλαδή λάβαρα, σταυρούς, μισοφέγγαρα, άστρα, δικέφαλους αετούς, τη γαλανόλευκο, τρίχρωμες σημαίες και λεοντοκεφαλές για να διαδώσουν ένα προϊόν που το θεωρούσαν ως το καλύτερο. Το διαφημιστικό σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφοσύνη», υπήρξε ιδιαιτέρως ιδιοφυές, όπως άλλωστε και το «αγαπάτε αλλήλους» του Χριστιανισμού. Κατοχύρωση της διαφήμισης είναι κατοχύρωση της ελευθεροτυπίας στον εμπορικό τομέα.
Το μάρκετιγκ, το οποίο ο Γιανναράς ταυτίζει περίπου με το Σατανά καταλογίζοντάς του ότι παρωθεί τους ανθρώπους στην αμαρτία είναι σειρά ενεργειών που αποσκοπεί να ανακαλύψει τι επιθυμούν οι καταναλωτές, αν το προσφερόμενο αγαθό είναι αυτό που όντως επιθυμούν και τέλος προσπαθεί να πουλήσει το αγαθό σε αυτούς που επιθυμούν να το αποκτήσουν. Η κατανάλωση είναι πολύπλοκη διαδικασία που προϋποθέτει, εκτός της επιθυμίας για την απόκτηση ενός αγαθού, την ύπαρξη επαρκών πόρων για την αγορά του και την απόφαση να δαπανηθεί μέρος αυτών των πόρων για την τελική ώνηση. Το μάρκετιγκ δεν δημιουργεί την επιθυμία, ούτε φυσικά τους πόρους αλλά βοηθάει μέσω της διαφημίσεως να υλοποιηθεί η ώνηση του συγκεκριμένου προϊόντος, εφόσον υπάρχει η επιθυμία και η ενεργός ζήτηση, δηλαδή τα χρήματα. Το πολιτικό μάρκετιγκ περιορίζεται απλώς στην πρώτη ενέργεια, στη διαπίστωση, δηλαδή «τι θέλει ο λαός». Τα λοιπά σκέλη έχουν καταργηθεί και ορθώς. Θα ήταν συχνά χαοτικό, αν μη εγκληματικό, να δώσει ο πολιτικός στο λαό αυτά ακριβώς που θέλει και τούτο διότι οι εκλογείς ζητούν συχνά αντιφατικά πράγματα, όπως π.χ. χαμηλούς φόρους και υψηλό επίπεδο κρατικών δαπανών. Οι επιθυμίες της «πλειοψηφίας» θα οδηγούσαν ενδεχομένως και σε εκβαρβαρισμό της κοινωνίας, με συχνή επιβολή θανατικής ποινής, κυριακάτικους απαγχονισμούς αιρετικών στην πλατεία του χωριού, αντεκδικήσεις, καταπίεση μειονοτήτων και άλλες παραβιάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου ή καταρράκωση της έννομης τάξης, με εξασφάλιση ατιμωρησίας σε δημοφιλείς ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς ή πολιτικούς. Η πολιτική διαφήμιση αποβλέπει έτσι απλώς σε προβολή ιδεών και μηνύματος με σύγχρονα μέσα. Τούτο πράττει άλλωστε και η Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία —όπως και το Βατικανό— με τους ραδιοφωνικούς της σταθμούς και το πλήθος των εκδόσεων της προβάλλει όσο μπορεί καλύτερα ένα μήνυμα που φιλοτεχνήθηκε λεπτομερώς εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Κρίμα, μονάχα, που έχει εξοβελίσει —στην Ελλάδα τουλάχιστον— όλους τους πιθανούς ανταγωνιστές της στον τομέα της με τη βοήθεια του κράτους. Στις σοσιαλιστικές χώρες της σχεδιασμένης αθλιότητος δεν υπήρχε βέβαια διαφήμιση προϊόντων, διότι δεν υπήρχε αγορά αλλά μόνον διαφήμιση του κόμματος και του ηγέτη του. Στα θεοκρατικά καθεστώτα διαφημίζεται μόνον η ορθή πίστη και η ωφέλεια υποταγής στο θείο. Οι άλλες, οι επίγειες προτιμήσεις των πληθυντικών εγώ περιφρονούνται ως χυδαίες εκδηλώσεις της μιαρής «καταναλωτικής κοινωνίας».

Περί καταναλωτικής κοινωνίας

Στο στόχαστρο Ελλήνων διανοουμένων, προερχομένων από όλο το πολιτικό φάσμα, είναι η «Καταναλωτική κοινωνία» —την οποίαν κατηράτο στο ομώνυμο βιβλίο του ο χουντικός Γεωργαλάς— «ο καπιταλιστικός παγκαταναλωτισμός» κατά την έκφραση του Ζαχαρέα («Αναζητώντας την Αριστερά», σελ. 27), «ο χορός της σπατάλης» που «έχει μεθύσει τα μέλη της σημερινής ελληνικής κοινωνίας», όπως διαπιστώνει ο ακαδημαϊκός Γρηγόριος Κασιμάτης στην «Ακρόπολη» της 7.2.80, συγχέοντας τις παρομοιώσεις του (ο χορός δεν μεθάει) ενώ ο Γιανναράς θεολογικοποιεί ως συνήθως το θέμα λέγοντας ότι «η αυτονομημένη κατανάλωση» κάνει τον άνθρωπο «να ευφραίνεται αισθησιακά και να λησμονεί τη θνητότητα του» («Νεοελληνική Ταυτότητα», σελ. 18). Ο Γιανναράς διευκρινίζει ωστόσο ότι αυτή «η επιμονή στην αγελαία ανάγκη… πρέπει να αντιμετωπισθεί σαν προσωπική αποτυχία και αμαρτία απόλυτα ελεύθερη και σεβαστή» (Ibid σελ. 57). Κατά την πολύ πληρέστερη αυτή όλων των άλλων αντικαταναλωτικών θεώρηση του Γιανναρά, ο «ατομοκεντρικός φιλελευθερισμός» εκμαυλίζει τις συνειδήσεις από τότε που ο άνθρωπος γενικώς, και ο Έλληνας ειδικώς, εγκατέλειψε τις πνευματικές χαρές της κοινοτικής ζωής, της ολιγάρκειας, της πίστης, της ευσέβειας, της εγκράτειας, της αγάπης, της αφιλοκέρδειας και της ταπεινοφροσύνης, από τότε δηλαδή που λησμονώντας την αμαρτωλή «πεπτωκυία» φύση του αμέλησε την μετάνοια και θέλησε να καταξιωθεί ως άτομο με τη δική του αξιοθεσία και ευθύνη. Η Αναγέννηση είναι για τον Γιανναρά οπισθοδρόμηση.

Πρόκειται για ένα σπουδαίο κήρυγμα καθεαυτό. Το δικαίωμα στον ασκητισμό είναι εξίσου σεβαστό με το δικαίωμα στην κατανάλωση και ο Γιανναράς πράττει άριστα να διαφημίζει με όλους τους τρόπους την ανάγκη επιστροφής «σε μια παραδοσιακή αντίληψη λαϊκής οικονομίας που σφραγίζεται από τον ασκητικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας». («Κριτικές παρεμβάσεις», σελ. 13-18). Η προσπάθεια του ωστόσο προϋποθέτει και πάλι ότι το πλάσμα έχει έναν πυρήνα απροσδιοριστίας τον οποίο προσπαθούν να επηρεάσουν τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι διαφημιστές προϊόντων οι οποίοι εκκινούν από την παραδοχή ότι τόσο η ασκητεία όσο και η κατανάλωση δεν υπήρξαν ποτέ στην ιστορία υποχρεωτικές όπως το θρήσκευμα, η πίστη, η ιδεολογία, η εργασία, η στράτευση και ενίοτε ο γάμος. Καλόγηροι, ασκητές ή καταναλωτές μπορούν να γίνουν μόνον έμφρονες και ελεύθεροι άνθρωποι. Άλλωστε το πρωτείο του ατόμου (ή έστω προσώπου) δέχεται ρητά και ο ίδιος όταν διαπιστώνει ότι «δεν είναι δυνατόν να επιβάλεις υποχρεωτικά την παιδεία… την αλήθεια του έρωτα ή τη σχέση με το Θεό» («Νεοελληνική Ταυτότητα», σελ. 53). Ο Γιανναράς βέβαια δεν κρύβει καθόλου τον ιδεολογικό χαρακτήρα της στάσης του διότι μαζί με την κατανάλωση αποκηρύσσει ταυτόχρονα, όπως ρητά δηλώνει, «τον καπιταλισμό, τον μαρξισμό και τα… δυτικοφερμένα δικαιώματα του ανθρώπου», ενώ η δική του «μαχόμενη ασκητεία ως στάση ζωής» εξασφαλίζει μεταξύ άλλων την «υπαρκτική γνησιότητα» του προσώπου, τη νοστιμιά των καρπών της γης που δίνει η μικρή καλλιέργεια χωρίς χρήση λιπασμάτων, τη μουσική των χρόνων της Τουρκοκρατίας και την «τεχνο¬λογία που κατόρθωσε την Αγιά-Σοφιά». Είναι κρίμα ότι αυτό το φλογερό κήρυγμα παίρνει ενίοτε απειλητικό χαρακτήρα. Μη αρκούμενος κατά το πρότυπο του Ιησού στη λειτουργία της πειθούς και της παραβολής —θαύματα δεν μπορεί βέβαια να κάνει ο Γιανναράς— ζητεί βοήθεια από το κράτος δηλαδή τη «φιλάνθρωπη και διαπαιδαγωγική λειτουργία των θεσμών» αναγνωρίζοντας έτσι ποιμαντορική, καθοδηγητική αρμοδιότητα σε αυτά τα ζητήματα πλην της Εκκλησίας και στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό.

Το επίθετο που συνδυάζουν συχνότερα με την κατανάλωση όσοι την κατακρίνουν είναι «αγελαία» και «ζωώδης». Πρόκειται για σοβαρή παρεξήγηση. Τα ζώα δεν καταναλώνουν —και βεβαίως δεν παράγουν— απλώς τρέφονται, πάντοτε σχεδόν το ίδιο, όσο δηλαδή τους χρειάζεται για να ζήσουν και να γεννοβολήσουν. Η κατανάλωση είναι καθαρά ανθρώπινη λειτουργία ενός πλάσματος που έχει, γενικώς, ελαχιστοποιήσει την εξάρτηση του από την ανάγκη. Ακόμη και οι κατ’ εξοχήν «ζωώδεις» δραστηριότητες έχουν μετεξελιχθεί σε αθλοπαιδιές (περπάτημα, αναρρίχηση, κολύμπι, θήρα), το σεξ έχει αυτονομηθεί από την τεκνογονία, η τέχνη από την αρχική λατρευτική της λειτουργία ενώ το συμβολικό κυριαρχεί πια παντού, ακόμη και στο ντύσιμο και στην κατοικία. Στο μέτρο που το ανθρώπινο έχει κυριαρχήσει επί του φυσικού, η κατανάλωση υπηρετεί και αυτή ένα ον το οποίο «ου μόνον επ’ άρτω ζήσεται», έχοντας αναπτύξει λίαν εκλεπτυσμένες προτιμήσεις, ακόμη και στο θέμα του άρτου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αντικαταναλωτικοί δεν μιλάνε ποτέ για προτιμήσεις, πάντοτε για «ανάγκες» τις οποίες ενίοτε διαχωρίζουν σε γνήσιες και σε πλαστές. Στη χορεία προσετέθησαν και οι μαρξιστές οι οποίοι αφού υποσχέθηκαν ένα καθεστώς που θα δίνει «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» ανακάλυψαν —όταν πήραν την εξουσία— ότι πολλές από αυτές έπρεπε να καταργηθούν, διότι ήσαν λέει «τεχνητές». Ο Τσαουσέσκου είχε επιβάλει στους ατυχείς Ρουμάνους να μην καταναλώνουν πάνω από τρεις χιλιάδες θερμίδες ημερησίως «για το καλό τους». Ο Έλλην οικονομολόγος Μιχάλης Μοδινός, στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς» (σελ. 193-194) περιγράφει γλαφυρά τη ζημιά που έχει επιφέρει στην παραγωγικότητα των Κουβανών η δια της βίας «κατάργηση» των αναγκών που ο Κάστρο θεώρησε πλαστές (διασκέδαση σε κέντρα έως αργά τη νύκτα, ρούμι, καφές, πούρα, παγωτό «κοπέλια», μουσικά όργανα, κόγκας). «Είναι προφανές —γράφει ο Μοδινός— ότι η επανάσταση παρεξήγησε το ζήτημα των βασικών αναγκών του πληθυσμού και επιχείρησε να του προσφέρει άλλα από όσα αυτός έχει ανάγκη». Είναι εφιαλτικό να φαντασθεί κανείς τι θα ήταν μια Ελλάδα κυβερνώμενη από —ασκητικούς έστω— σοσιαλιστές ή χριστιανοσοσιαλιστές χωρίς τσιγάρο, καφέ, ούζο, ρετσίνα, ταβέρνες, λαϊκές επιθεωρήσεις, ελεύθερη ραδιοφωνία, θέατρο, τηλεόραση, τύπο αλλά με υγιείς έστω ΔΕΚΟ και μοναδική ψυχαγω¬γία τη Βίβλο ή τον «Ριζοσπάστη», την κρατική τηλεόραση και τα συγκροτήματα λαϊκών χορών που θα έδιναν παράσταση στο στάδιο μια φορά το μήνα.
Το αντικαταναλωτικό κήρυγμα προσβάλλει καιρίως το δικαίωμα επιδιώξεως ατομικής ευτυχίας που διακηρύχθηκε από την Αναγέννηση. Στις ολοκληρωτικές ή θεοκρατικές χώρες η επιδίωξη ατομικής ευημερίας νοείται ως αντικοινωνική συμπεριφορά, ως αμαρτία. Ο καπιταλισμός, αντίθετα, διευκόλυνε αυτή την επιδίωξη για όλους και όχι μόνο για λίγους, πράγμα που εξόργιζε μεταξύ άλλων τον Φρειδερίκο Νίτσε. «Ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος —έγραψε ο δημιουργός του ‘ Υπεράνθρωπου’ στο ‘Λυκόφως των θεών’ — περιφρονεί τις άθλιες ορμές για ευτυχία και ποδοπατεί αυτή την επαίσχυντη καλοπέραση την οποία ονειρεύονται οι μπακάληδες, οι χριστιανοί, οι γυναίκες, οι αγελάδες, οι Άγγλοι και άλλοι δημοκράτες». Το νιτσεϊκό όραμα, όπως και τα άλλα παρόμοια, θα μπορούσε να εφαρμοσθεί σήμερα κιόλας, εάν τα πληθυντικά εγώ που στηρίζουν την κατανάλωση, αποφάσιζαν ξαφνικά να αδιαφορήσουν γι’ αυτήν, καταργώντας έτσι αυτομάτως τους εμπόρους, τους βιομηχάνους και τους τραπεζίτες και αναδεικνύοντας αντ’ αυτών μια νέα ελίτ από φιλοσόφους, ποιητές, ιερωμένους ή κομματικούς καθοδηγητές. Εάν δεν το κάνουν, είναι διότι δεν το θέλουν. Η πενία μπορεί να επιβληθεί με καταναγκασμό, η κατανάλωση όχι. Το περίεργο είναι ότι πολλοί αντικαταναλωτικοί —του Γιανναρά μη εξαιρουμένου— ζητούν κοινωνική δικαιοσύνη και ανακατανομή εισοδήματος. Γιατί; Αν είναι καλό πράγμα η φτώχεια, γιατί να την καταπολεμήσουμε; «Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους που λένε ‘ πρέπει να ανακουφίσεις τη φτώχεια’ και όταν το πετυχαίνεις σε κατηγορούν ότι ανήκεις στην υλοζωιστική κοινωνία», έλεγε συχνά απορημένη η Μάργκαρετ Θάτσερ.

Η Επικούρεια αντίληψη ότι ο ύπατος σκοπός του ανθρώπου είναι η τρυφηλή ζωή προϋπήρξε του καπιταλισμού κατά δύο χιλιετίες και συνιστά ένα πρότυπο διαβίωσης που δεν επικράτησε ποτέ. Ο καπιταλισμός δεν ευνοεί κανένα συγκεκριμένο πρότυπο, απλώς επιτρέπει —για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας— σε εκατομμύρια πληθυντικά εγώ, να διαλέξουν το πρότυπο που επιθυμούν. Μέγα πλήθος ανθρώπων αποστέργουν την «παραγωγικότητα» ενώ ακόμη και πάμπλουτοι επιτυχημένοι επιχειρηματίες είναι συχνά λιτοδίαιτοι (Φόρντ, Ρότσιλντ, Μποδοσάκης-Αθανασιάδης). Άλλοι προτιμούν την αναζήτηση αισθητικής απόλαυσης ή αυτοθυσιάζονται για την επίτευξη αυτοσκοπών (υστεροφημία, καλλιτεχνική τελείωση, αναζήτηση επιστημονικής αλήθειας). Στο τρέχον καθημερινό επίπεδο ο αφοσιωμένος γονιός, ο επαγγελματίας, ο ακαταπόνητος τεχνίτης ή ο επιστήμων στοχοθετούν χωρίς να κήδονται του άμεσου υλικού οφέλους. Είναι και αυτοί «ασκητές» με τον τρόπο τους, ίσως δε και περισσότερο από τους μοναχούς που δεν είναι κατ’ ανάγκην ηθικοί, είναι απλώς θρήσκοι και ενδιαφέρονται εγωιστικότατα να σώσουν τη δική τους κυρίως ψυχή. Δεν γίνεται πειστικός ο Γιανναράς όταν στοιχίζει τους «καλούς» πίσω από τη δική του εκδοχή της Ορθοδοξίας και υπονοεί ότι όλοι οι άλλοι είναι απλώς άπληστοι καλοφαγάδες.

Οι ιερεμιάδες κατά της κατανάλωσης δεν εμφανίσθηκαν βέβαια με τον καπιταλισμό. Στο Μεσαίωνα πολλοί χριστιανοί στοχαστές ταράχθηκαν με την ανακάλυψη της τυπογραφίας, φοβούμενοι ότι η ευρεία πλέον κατανάλωση βιβλίων θα κινδύνευε να παραπλανήσει τα απροετοίμαστα πνεύματα, ακριβώς όπως στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80πολλές ευαίσθητες ψυχές φοβήθηκαν «τις καλά οργανωμένες ομάδες συμφερόντων που θα εμφανισθούν πίσω από την ελεύθερη ραδιοφωνία-τηλεόραση» (Γιανναράς: «Το κενό στην πολιτική», σελ. 143). Στην Αγγλία των αρχών του 19ου αιώνα, το μίγμα φτώχειας και μόρφωσης που κινδύνευε να προκύψει με τη γενίκευση της εκπαίδευσης θεωρήθηκε από ορισμένους συντηρητικούς δυναμίτις στα θεμέλια του καθεστώτος. Οι εστέτ της δεκαετίας του ’20 φοβήθηκαν ότι ο χυδαίος κινηματογράφος ως ψυχαγωγία μαζών θα εκτόπιζε το ευγενές θέατρο και η πρόστυχη φωτογραφία την υψηλή τέχνη της ζωγραφικής. Στην Ελλάδα η αριστερά κατήγγειλε τα κόμικς και το ΠΑΣΟΚ δια του κ. Μαρούδα απείλησε προς στιγμήν να «καταρρίψει» τους δορυφόρους που θα αναμετέδιδαν ξένα τηλεοπτικά προγράμματα από το διάστημα. Η μαζικοποίηση ωστόσο ανέδειξε την κουλτούρα. Κατηγορώντας τις μεγαλόστομες ανοησίες περί «μιμητισμού», «ευδαιμονισμού» και «χρησιμοθηρικής συμπεριφοράς» στο διάγγελμα του κ. Σαρτζετάκη για τις 25 Μαρτίου 1988, το «Βήμα» (27.3.88) σημείωνε σε κύριο άρθρο του τα εξής ευστοχότατα: «Γνωρίζουν τάχα (οι συντάκτες του διαγγέλματος) ότι σε αυτόν τον σύγχρονο κόσμο, όλο και μεγαλύτερα ποσοστά από τα εισοδήματα των κοινών ανθρώπων διατίθενται εθελουσίως για πολιτιστικές δραστηριότητες, για βιβλία, για μουσική, για παιδεία, για ανθρώπινες αξίες;».

Χαρακτηριστικό είναι, πάντως, ότι ουδείς εκ των κατηγόρων της καταδέχεται ποτέ να ορίσει τι ακριβώς εννοεί με τον όρο «καταναλωτική κοινωνία». Υπό την στενή του εκδοχή, ο όρος θα σήμαινε κοινωνίες καταναλωτών και μόνον, δηλαδή κοινωνίες όπου ουδείς παράγει όπως ήταν ο κήπος της Εδέμ, αυτός ο παράδεισος φυτοφάγων συλλεκτών όπου μεταξύ πλήθους ευχύμων προσφερομένων, ένας και μόνον ήταν ο απαγορευμένος καρπός. Καταναλωτικές κοινωνίες ήσαν οι πρωτόγονες στην κυνηγοσυλλεκτική φάση της ανθρωπότητος. Οι σημερινές κοινωνίες είναι κυρίως παραγωγικές, όπου ευαίσθητοι διανοούμενοι, ως ο Άγγελος Τερζάκης, ανακάλυψαν ότι κινδυνεύει η ψυχή μας από την «ευμάρεια πιο αποκτηνωτική και από την αλλοτινή μας φτώχεια» («Βήμα» 6.5.73), καθώς «η καταναλωτική κοινωνία είναι προσανατολισμός ενός κόσμου χωρίς πνευματικό μύθο» («Βήμα», 5.9.73). Ο προικισμένος αυτός διανοούμενος ένιωθε την ανάγκη να καταπολεμήσει τον καταναλωτισμό, όχι για λόγους θρησκευτικής πίστης, αλλά από μια θέση υπεροχής, στην οποία είχε αυτοτοποθετηθεί, κατέχοντας έναν προνομιούχο δικό του χώρο κενό υλικών και γέμοντα πνευματικών αγαθών. «Οι εποχές —σημειώνει— που είχαν εσωτερική στερεότητα, πίστη σε κάτι το διαρκέστερο, ήσαν εποχές αυστηρές, σχεδόν ασκητικές» («Βήμα» 12.9.70). Ίσως. Τόσο όμως ο Μεσαίωνας όσο και οι μαραθωνομάχοι στους οποίους αναφέρεται ο Τερζάκης, δεν πίστευαν σε κάτι διαρκέστερο επειδή επένοντο. Απλώς, η πενία ήταν τότε αναπόφευκτη, ενώ σήμερα πια δεν είναι.

Μιλώντας, ωστόσο, για μια αγορά την οποία γνώριζε καλά, δηλαδή την αγορά του βιβλίου, ο Τερζάκης γράφει («Βήμα» 21.12.66) τα εξής αποκαλυπτικά: «Πρέπει να καταλάβουμε μια για πάντα ότι το κοινό… δεν αγοράζει κάτι για να το υποστηρίξει… Το κοινό του βιβλίου, του θεάτρου, δεν είναι φιλάνθρωπο γραΐδιο που για να σώσει την ψυχή του μοιράζει κέρματα στην πόρτα της εκκλησίας την Κυριακή. Το κοινό αγοράζει ό,τι του χρειάζεται. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να του δώσετε κάτι που ανταποκρίνεται σε μια φανερή ή κρυφή του ανάγκη…». Ακριβώς. Μόνο που το κοινό ξέρει τι θέλει, όχι μόνο όταν αγοράζει βιβλία. Την απλή αυτή διαπίστωση, ο Τερζάκης αρνείται να την κάνει επιδιδόμενος σε μια περίεργη για έναν τόσο στοχαστικό λόγιο δαιμονολογία: «Το μεγάλο κεφάλαιο» ισχυρίζεται, «για να κόψει τα νύχια του αλλοτινού προλεταριάτου, επινόησε το καταχθόνιο μηχάνημα της καταναλωτικής κοινωνίας που είναι μια συγχρονισμένη, τελειοποιημένη εφαρμογή της μεθόδου της Κίρκης: Δεν αγοράζει μόνο τις συνειδήσεις με υλικές παροχές… τις μπολιάζει και με την πεποίθηση πως έτσι εκπολιτίστηκαν, δικαιώθηκαν, προβιβάσθηκαν αξιολογικά. Κανένα κατοικίδιο της Κίρκης δεν έχει επίγνωση πως είναι χοίρος» («Βήμα», 1.7.73). Οι χοίροι, εδώ, είναι οι αβράκωτοι, οι ποταποί που αγοράζουν λιμουζίνες για να επιδειχθούν, οι τυχάρπαστοι, οι βλάχοι που με την εισβολή τους μετέτρεψαν τους οικείους χώρους σε γουρουνοστάσια, κιβδήλωσαν αξίες, χαμήλωσαν τα πάντα στο σπιθαμιαίο τους μπόι και ισοπέδωσαν τα παλιά θέσμια με το μέγα τους πλήθος και το βαρβαρικό τους πάθος. Με άλλα λόγια, χοίροι είναι αυτοί που καταναλώνουν τα λάθος προϊόντα για τους λάθος λόγους. Οι συγγραφείς που εισπράτ¬τουν —ορθότατα— συγγραφικά δικαιώματα, παρ’ όλον ότι το προϊόν τους δεν υφίσταται απομείωση καθώς καταναλώνεται μεν αλλά δεν αναλίσκεται, δεν είναι χοίροι διότι ούτε η δική τους παραγωγή ούτε η δική τους κατανάλωση (ταξίδια, πίνακες, δίσκοι, βιβλία) είναι «ευτελής». Ενίοτε, τινές εξ αυτών παραπονιούνται διότι ένας Νομπελίστας εσοδεύει λιγότερα από έναν ποδοσφαιριστή, ενώ την ίδια στιγμή καταγγέλλουν αντιφατικότατα τις καπιταλιστικές κοινωνίες ως άντρα εκμαυλισμού που έχουν καταστήσει εμπορεύσιμες όλες τις αξίες. Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ στηλίτευε μεν τον καπιταλισμό στην —τότε— Ανατολική Γερμανία αλλά τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως των έργων του τα είχε εκχωρή¬σει σε δυτικογερμανικό οίκο. Έτσι το κίνητρο να συμβάλει διά του έργου του στην ανατροπή του καπιταλισμού παρέμεινε πανίσχυρο, διότι είχε αποσυνδεθεί από την αγοραστική δύναμη του μη-μετατρέψιμου ανατολικογερμανικού μάρκου και αντλούσε δύναμη από το δυτικό μάρκο. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο καπιταλισμός θριάμβευσε. Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι εκείνοι εκ των διανοουμένων που περιφρονούν τη μάζα, εξαιρούν πάντα τους δικούς τους αναγνώστες από τη γενικευμένη περιφρόνηση προς τους «χοίρους» της Κίρκης, τους θέλουν πολλούς, ενθουσιώδεις και καλούς διαφημιστές των πνευματικών τους προϊόντων. Έχουν, δηλαδή, πεισθεί πια και οι ίδιοι όπως είχε πεισθεί ο Μπρεχτ ότι το σύστημα που βασίζεται στο πρωτείο του καταναλωτή έχει επικρατήσει παντός άλλου.

Ο Γερμανός φιλόσοφος Μαρκούζε, του οποίου το κήρυγμα ενέπνευσε τους νεαρούς αμφισβητίες της δεκαετίας του ’60 και ’70, συνόψισε το 1977 τον απελπισμό του για τη δυνατότητα ανατροπής της «καταναλωτικής κοινωνίας» σε ένα συγκινητικό κύκνειο άσμα με τίτλο «Το πάγιο της Τέχνης» (Die Permanenz der Kunst). Στην πραγματικότητα, λέει, ελπίδα δεν υπάρχει πια. Παντού θριαμβεύει η κακία, υπάρχουν νησίδες μόνον αρετής στις οποίες μπορεί κανείς να δραπετεύσει για λίγο. Είναι τέτοια η ενσωμάτωση των ανθρώπων στο καπιταλιστικό σύστημα και στην κοινωνία της κατανάλωσης ώστε ο διανοούμενος πρέπει να πάρει θέση εναντίον του λαού, να λειτουργήσει ως ελίτ μια και η «έννοια της ελίτ έχει σήμερα ριζοσπαστική σημασία». Αποστολή των διανοουμένων έχει απομείνει να «σημασιολογούν το θάνατο» και να διατηρούν πάντοτε ενεργό «τον αγώνα υπέρ του ανέφικτου».

Άλλοι, αντέδρασαν νηφαλιότερα καθώς συνειδητοποίησαν ότι η αυτοδιαφοροποίηση από τον όχλο έχει τα όριά της, διότι ελλοχεύει εδώ ο κίνδυνος αυτοεγκλεισμού των ταγών στους χρυσελεφάντινους πύργους τους οπότε δεν θα τους μένει παρά να αρχίσουν να «αλληλογραφούν δια των βιβλίων τους», όπως έγραφε μελαγχολικά ο Τέλος Άγρας στον Γρηγόρη Ξενόπουλο στις αρχές του αιώνα. Οι περισσότεροι από αυτούς διεπίστωσαν ότι η εκπληκτική άνοδος του βιοτικού επιπέδου μπορεί μεν να αστικοποίησε τους δυνάμει «επαναστάτες» (δηλαδή κυρίως το προλεταριάτο) αλλά συγχρόνως διηύρυνε το κοινό των μορφωμένων και γέννησε μια αγορά για πνευματικά προϊόντα όλων των επιπέδων που θα ήταν κουτό να μείνει ανεκμετάλλευτη. Έτσι, ορισμένοι από τους τέως οπαδούς του Μαρκούζε περιόρισαν την εξέγερση τους σε μια εύγλωττη μεμψιμοιρία κατά των «δεινών» του καπιταλισμού σε όλο και χαμηλότερους τόνους. Άλλοι εντάχθηκαν σε φιλόξενα πανεπιστήμια ή κέντρα ερευνών που τους πρόσφεραν μονιμότητα, ευπρεπή διαβίωση και ευκαιρίες προβολής, χωρίς να τους στερούν τη δυνατότητα να χειρονομούν προς τα αριστερά. Οι εξ αυτών μαρξιστές έπαυσαν πια να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο και μη μπορώντας φυσικά ούτε να τον ερμηνεύσουν, περιορίστηκαν να γράφουν μονογραφίες για σεμινάρια προς χρήσιν άλλων, εξίσου πικραμένων, ομοϊδεατών τους.

Όσοι, πάντως, οιμώζουν σήμερα στην Ελλάδα για τα δεινά του καταναλωτισμού και δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο του ερευνητή Βασ. Καραποστόλη «Η καταναλωτική συμπεριφορά στην Ελληνική Κοινωνία», μόνο τον εαυτό τους μπορούν πια να μέμφονται για τις αναπόδεικτες γενικεύσεις που εκφέρουν. Στο σημαντικό αυτό βιβλίο και συγκεκριμένα στη σελ. 270, διαπιστώνεται ύστερα από ενδελεχή τεκμηρίωση και με χρήση ελεγμένων στοιχείων των Εθνικών Λογαριασμών, ότι στην Ελλάδα από το 1960 έως το 1978 «η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε με βραδύτερο ρυθμό από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και το διαθέσιμο προσωπικό εισόδημα». Επομένως, εξηγεί ο συγγραφέας, καταρρίπτοντας με μια μονοκοντυλιά έναν από τους προσφιλέστερους μύθους των νεοαριστερών οικονομολόγων, η διαπιστούμενη από ορισμένους αδυναμία συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα δεν οφείλεται πάντως σε υπερβολική κατανάλωση. Εφόσον ο πληθωρισμός ελέγχεται και τα επιτόκια είναι θετικά (υπερβαίνουν δηλαδή τον πληθωρισμό ώστε να μην χάνει ο καταθέτης) η φιλόστοργος ελληνική οικογένεια αποταμιεύει αναλογικώς όλο και περισσότερα. Τούτο επιβεβαιώνει απλώς τον «θεμελιώδη ψυχολογικό νόμο» που επεσήμανε με ιδιαίτερη ενόχληση ο Keynes σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι τείνουν να αποταμιεύουν όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους όσο τούτο αυξάνεται. Η ενόχληση του Keynes από αυτόν τον «νόμο» οφειλόταν στο γεγονός ότι ο οικονομολόγος αυτός ήταν γενικώς κατά της αποταμιεύσεως, που μείωνε την «ενεργό ζήτηση», και υπέρ της καταναλώσεως που ενεργοποιούσε τις παραγωγικές δυνάμεις και έφερνε επιπλέ¬ον ευτυχία μιά και η μόνη προοπτική —μακροπρόθεσμα, ως είπε— είναι ο θάνατος. Βεβαίως, η αποταμίευση είναι απλώς αναβληθείσα κατανάλωση, η οποία —εφόσον δεν καταληστεύεται από ένα σπάταλο κράτος— επιτρέπει στις τράπεζες να χρηματοδοτούν επιχειρηματίες που αυξάνουν τον δικό τους αλλά και τον εθνικό πλούτο. Η εικόνα άπληστων Νεοελλήνων φανατικών της καλοπέρασης δεν τεκμηριώνεται έτσι από τα ευρήματα του Καραποστόλη. Όταν, ο εκλιπών Μένιος Κουτσόγιωργας γράφει ότι «πολεμούμε την ιδεολογία του καταναλωτισμού και του εύκολου κέρδους» (άρθρο του στο «Βήμα» της 4.10.87, με τίτλο «Γιατί αγωνιζόμαστε») απλώς ανοηταίνει διότι οι Έλληνες δεν κυριαρχούνται γενικώς από την «ιδεολογία του καταναλωτισμού» ενώ δυσκολεύονται να κερδοφορούν νομίμως, λόγω των κρατικών ελέγχων, ρυθμίσεων και παρεμβάσεων.

Υπάρχει άλλωστε ένα είδος κατανάλωσης της οποίας η αύξηση είναι οιονεί επιβεβλημένη. Τι νόημα θα είχε ο εξηλεκτρισμός του χωριού εάν ο κάτοικός του δεν αγόραζε ψυγείο, πλυντήριο, ηλεκτρική κουζίνα και τηλεόραση; Τι νόημα θα είχε να κατασκευάζονται δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι και να μην αγοράζει ο κάτοικος της ως χθες απομονωμένης υπαίθρου ένα δίτροχο ή ένα τετράτροχο για να μπορεί να κατεβαίνει στο κεφαλοχώρι ή την πόλη; Τα καυσόξυλα, η φουφού και ο αραμπάς δεν υπήρξαν άρθρο ορθοδόξου ή σοσιαλιστικής πίστεως αλλά λύσεις ανάγκης, ενίοτε απελπισίας. Οι τραγικές προφητείες για την εισβολή των χοίρων δεν επιβεβαιώθηκαν παρά μόνον ίσως στις λιγοστές εκείνες περιπτώσεις όπου ορισμένοι «αντικαταναλωτικοί» αναρριχηθέντες στην εξουσία ερμήνευσαν κάπως στενά, κάπως περιοριστικά τις υποθήκες Κουτσόγιωργα και προτίμησαν αντί του «εύκολου κέρδους» τον εύκολο χρηματισμό, διαιωνίζοντας έτσι με το παράδειγμα της δικής τους προσωπικής διαφθοράς την αντίληψη που στιγματίζει το χρήμα ως τον μεγάλο διαφθορέα, τον μεγάλο εκμαυλιστή.

Ο ρόλος του χρήματος

Το κατ’ εξοχήν μέσο και μόνον μέσο που διευκολύνει τις οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων είναι το χρήμα το προς χρήσιν, το χρήσιμο αλλά και το κοινώς νομιζόμενο ως χρήσιμο, το νόμισμα που απαιτείται για κάθε συναλλαγή, με άλλα λόγια το συνάλλαγμα. Εάν δεν διαθέταμε αυτό το μέσο, θα έπρεπε να ανταλλάσσουμε πράγματα, με το πρωτόγονο σύστημα της οικονομίας φυσικών ανταλλαγών που ονομάζεται στα ελληνικά αντιπραγματισμός (πράγμα αντί πράγματος), στα αγγλικά barter, και στα γαλλικά troc. Ο αντιπραγματισμός οδήγησε γρήγορα στην ανάγκη να επινοηθεί ένα «τίμημα», ένα μέσο πληρωμής με κάτι πάγιο, το οποίο γίνεται και αμοιβαίως αποδεκτό από όλους, ως επαρκής αποζημίωση για το πράγμα που εκχωρήθηκε και λειτουργεί ως λογιστική μονάδα που επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ αγαθών. Οι αρχαίοι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν σπάνια κοχύλια, οι Λατίνοι χρησιμοποιούσαν ζώα (pecus) και ονόμασαν το χρήμα pecunia, στην Πολυνησία χρησιμοποιείται το τσάι, στην Κατοχή εχρησιμοποιείτο στάρι και λάδι, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα τσιγάρα. Στην ομηρική εποχή εχρησιμοποιείτο ως νόμισμα ο βους, με αποτέλεσμα «πολύβουτης» να είναι ο πλούσιος και «άβουτης» ο φτωχός. Ο Αισχύλος θέλοντας να πει για κάποιον ότι δωροδοκήθηκε για να σιωπήσει λέει ότι «βους τη γλώσση βέβηκεν». Υποδιαιρέσεις του βοός ήσαν τα κομμάτια του που χωρούσαν στη σούβλα, τον οβελό ή οβολό. Ο Φείδων, βασιλιάς του ‘Άργους, κόβει το πρώτο ελληνικό νόμισμα το οποίο ονομάζει οβολό και που ήταν ένα μικρό στρογγυλό μετάλλινο αντικείμενο, βολικό να το δράξει κανείς στην παλάμη του ως δράγμα ή δραχμή όπως ονομάσθηκε αργότερα από άλλους. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τους αργυρογνώμονες ή αργυροσκόπους για να ελέγχουν τα «παρακεχαραγμένα» νομί¬σματα ή τα ελλιποβαρή. Οι πρώτοι παραχαράκτες υπήρξαν οι Χίοι των οποίων τα νομίσματα οι Αθηναίοι έσπευσαν να στιγματίσουν ως Χίβδηλα ή Κίβδηλα. Ευθύς εξ αρχής οι συναλλασσόμενοι διεπίστωσαν ότι για να παίξει το ρόλο του αποτελεσματικώς το χρήμα πρέπει να έχει ομοιογένεια (όλες οι μονάδες ίδιες), διαιρετότητα, ανθεκτικότητα (γι’ αυτό ο χρυσός και ο άργυρος είναι τα προτιμητέα μέταλλα) και στενότητα, δηλαδή να περικλείει μεγάλη αγοραστική δύναμη σε μικρή μονάδα βάρους, έτσι ώστε εκτός από τη λειτουργία του ως συναλλακτικού μέσου να χρησιμεύει επίσης ως σχετικώς αξιόπιστη αποθήκη αγοραστικής δύναμης για συσσώρευση πλούτου και διακανονισμό μακροπροθέσμων υποχρεώσεων.

Ο φον Μίζες εξηγεί αναλυτικώς ότι σε αντίθεση με όλα τα άλλα αγαθά που έχουν και κάποια χρησιμότητα στην πράξη, το νόμισμα είναι μέσο και μόνον μέσο που δεν υφίσταται απομείωση λόγω πολυχρησίας, δεν παλιώνει. Αυτός ο κάπως άυλος, εξωπραγματικός χαρακτήρας του χρήματος είναι που εξόργιζε τον Μαρξ ο οποίος το ονόμαζε φετίχ και προσδοκούσε την κατάργηση του όταν θα επικρατούσε η προλεταριακή επανάσταση που θα σάρωνε τις ανταλλακτικές σχέσεις. Ο Μαρξ είχε καταλάβει ότι χωρίς χρήμα είναι αδύνατον να υπάρξει η μισητή σε αυτόν αγορά. Το χρήμα, ωστόσο, δεν είναι ακριβώς ειπείν κεφάλαιο διότι εφόσον μείνει στην τσέπη του κατόχου του (ή κάτω από το στρώμα του όπου το έβαζαν άλλοτε οι άμυαλοι φιλάργυροι) δεν αποδίδει απολύτως τίποτε. Έτσι το χρήμα λειτουργεί απλώς ως προσωρινή αποθήκη αγοραστικής δύναμης και όχι βέβαια αξίας που είναι υποκειμενική έννοια. Το χρήμα λειτουργεί ακόμη ως λογιστική μονάδα που μας επιτρέπει μέσω του μηχανισμού διαμορφώσεως των τιμών να συγκρίνουμε προϊόντα και υπηρεσίες μεταξύ τους. Όταν οι ανταλλαγές πυκνώνουν είτε διότι αυξάνει ο πληθυσμός είτε διότι ο ίδιος ο πληθυσμός θέλει και μπορεί να πολλαπλασιάζει τις αγοραπωλησίες αγαθών και υπηρεσιών, τότε προκύπτει η ανάγκη για περισσότερο χρήμα ακριβώς όπως μια εντατικώς λειτουργούσα μηχανή χρειάζεται περισσότερο λάδι. Η νεοελληνική έκφραση «λάδωμα» αποδίδει ορθώς τη λειαντική λειτουργία αυτού του οικονομικού μέσου απαραιτήτου δια πάσαν συναλλαγήν. Την παρομοίωση αυτή είχε διατυπώσει για πρώτη φορά o David Hume ο οποίος είπε ότι το εμπόριο είναι άμαξα της οποίας οι τροχοί περιστρέφονται ύστερα από κατάλληλη ελαίωση με χρήμα. Κατά τον Hume ούτε το πολύ ούτε το αργόν χρήμα βοηθά την Πολιτεία.

Υπήρξε μια εποχή —που φαίνεται σήμερα αρκετά μακρινή— όταν το χρήμα απετελείτο από νομίσματα καμωμένα από πολύτιμα μέταλλα, χρυσό και άργυρο. Την εποχή εκείνη τα μεταλλικά χρήματα —τα γνήσια τουλάχιστον— είχαν αγοραστική δύναμη που εξαρτιόταν από την περιεκτικότητα τους σε ευγενές μέταλλο. Η έκδοση χρήματος περιοριζόταν τότε εξ αντικειμένου από την προσφορά των ευγενών μετάλλων τα οποία είχαν βέβαια και άλλες χρήσεις, πλην της ανταλλακτικής (χρυσοχοΐα) με αποτέλεσμα η τιμή τους να κυμαίνεται για λόγους που δεν είχαν πάντοτε σχέση με την καθ’ αυτό προσφορά και ζήτηση χρήματος. Ο Μίλτον Φρήντμαν, πατέρας της μονεταριστικής σχολής του Σικάγο, επισημαίνει ότι την εποχή εκείνη σημειωνόταν γενικευμένη αύξηση των τιμών με πτώση της αγοραστικής δύναμης του χρήματος, δηλαδή πληθωρισμός όταν η εξόρυξη χρυσού και αργύρου γίνονταν παραγωγικότερη ή όταν ανακαλύπτονταν νέα κοιτάσματα όπως συνέβη τον 19ο αιώνα στην Καλιφόρνια και την Αυστραλία. Εάν κάποτε μπορούσε να παραχθεί πάμφθηνος συνθετικός χρυσός, το μέταλλο αυτό θα έχανε τον προνομιούχο ρόλο που παίζει σήμερα ως σχετικώς σταθερή αποθήκη αγοραστικής δυνάμεως.

Μετά την πρώτη φάση του χρήματος, την εποχή δηλαδή των χρυσών και αργυρών νομισμάτων, η διασύνδεση του χρήματος με τα ευγενή μέταλλα διατηρήθηκε και στη δεύτερη φάση της νομισματικής ιστορίας της ανθρωπότητος όταν ίσχυε ο λεγόμενος «χρυσούς κανών» (gold standard), αυτό το «κατάλοιπο βαρβαρότητας» όπως το απεκάλεσε ο Κέυνς. Ο χρυσούς κανών εισήχθη όταν ο ‘Ανταμ Σμιθ, ο Ρικάρντο αλλά και άλλοι υποστήριξαν ευλόγως ότι το κόστος κοπής χρυσών και αργυρών νομισμάτων ήταν σπατάλη που μπορούσε να αποφευχθεί. Εφόσον, είπαν, είχε κανείς στο χέρι του ένα κρατικό ομόλογο, δηλαδή ένα χαρτονόμισμα που έδινε στον φέροντα το δικαίωμα να αποκτήσει μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού, ο σκοπός επιτυγχάνονταν και το νομισματοκοπείο μπορούσε να παρακαμφθεί. Ο χρυσούς κανών διετήρήθη στις χώρες της ελεύθερης οικονομίας έως τη μεγάλη κρίση των ετών ’30. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την εποχή όπου οι εκατό ελληνικές δραχμές ήσαν «πληρωτέαι επί τη εμφανίσει» όπως έγραφαν τότε τα χαρτονομίσματα, πράγμα που σήμαινε ότι αν τις προσκόμιζε κανείς στην Τράπεζα, εκείνη ήταν υποχρεωμένη να του καταβάλει το αντίτιμο τους σε χρυσό ή σε άργυρο. Την εποχή εκείνη δηλαδή τα εθνικά νομίσματα, το μάρκο, το φράγκο, η λίρα, η δραχμή ήταν απλώς εθνικές κατονομασίες ορισμένων ποσοτήτων ευγενών μετάλλων. Η υποτίμηση του νομίσματος σήμαινε τότε απλώς μείωση της ποσότητος χρυσού που αντιπροσώπευε το «χαρτονόμισμα-ομόλογο» και γινόταν φανερά και δημόσια. Όταν στις 31 Ιανουαρίου 1934, στις 3.10 το απόγευμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραφε ένα διάταγμα που όριζε ότι ο αριθμός των κόκκων χρυσού για κάθε δολάριο μειωνόταν από 25 σε 15.20 ακολουθούσε μεν ένα παλιό έθιμο που ξεκίνησε με τον Διοκλητιανό που μείωσε την περιεκτικότητα των νομισμάτων σε άργυρο για να χρηματοδοτήσει τους πολέμους του και συνεχίστηκε με τους μεσαιωνικούς ηγεμόνες που επιδίδονταν και αυτοί στην ίδια πρακτική, αλλά τουλάχιστον δημοσιοποιούσε ότι δήμευε μέρος της περιουσίας των κατόχων δολαρίων. Τούτο δεν συνέβαινε πάντοτε. Ο Γάλλος στοχαστής Nicholas Oresme (1320-1382) σε έργο του που εκδόθηκε στα λατινικά το 1358 και γαλλικά το 1360 τονίζει ότι ο ηγεμών έχει το δικαίωμα της νομισματοκοπής αλλά δεν έχει το δικαίωμα να αλλοιώνει την αξία του νομίσματος, διότι έτσι καταστρέφει τον πλούτο των υπηκόων του. Όταν καταργήθηκε ο χρυσούς κανών αυτή η δήμευση έγινε απόκρυφη. Το πιστωτικό ή παραστατικό χρήμα έχει απλώς ονομαστική αξία, η πραγματική αξία του πολύχρωμου χαρτονομίσματος, ή του κέρματος εξ ευτελούς μετάλλου είναι μηδαμινή. Δεν χρειάζεται πια η κιβδήλωση του νομίσματος, αρκεί η πτώση της αγοραστικής της δύναμης μέσω του πληθωρισμού για να δημευθούν οι περιουσίες των πολιτών.

Όσο ίσχυε ο χρυσούς κανών και προς μέγιστο κακοφανισμό του Κέυνς καμία κρατική αρχή δεν μπορούσε να τυπώνει κατά βούλησιν χαρτονομίσματα, διότι κινδύνευε να χρεωκοπήσει εάν δεν διέθετε τα αντίστοιχα αποθέματα χρυσού στα χρηματοκιβώτια της κεντρικής τράπεζας για να μπορεί να εξαργυρώνει όλα τα ομόλογα ευγενών μετάλλων, δηλαδή τα χαρτονομίσματα, «επί τη εμφανίσει». Τον χρυσούν κανόνα κατήγγειλαν, καταπολέμησαν και κατήργησαν από τους πρώτους οι Χίτλερ και Μουσσολίνι, διότι αυτός τους εμπόδιζε να χειραγωγήσουν την κλειστή προστατευμένη οικονομία των χωρών τους, να γεννήσουν ζήτηση, τυπώνοντας κατά βούλησιν χαρτονομίσματα και να απορροφήσουν έτσι τους ανέργους τους σε δημόσια έργα γοήτρου, αυτοκινητοδρόμους, μέγαρα, πλατείες, δρόμους καθώς και στην πολεμική βιομηχανία. Οι Ευρωπαίοι δικτάτορες εφάρμοσαν έτσι έναν κεϋνσιανισμό πριν της ώρας του. Η αριστερή οικονομολόγος καθηγήτρια στο Cambridge, Joan Robinson παρετήρησε κάποτε σαρκαστικώς ότι «ο Χίτλερ είχε ήδη βρει τη θεραπεία της ανεργίας πριν ακόμη ο Keynes προλάβει να διαγνώσει την αιτία της». Όσο ίσχυε ο χρυσούς κανών, η διασύνδεση δηλαδή του χαρτονομίσματος με τον χρυσό, τα κράτη που δεσμεύονταν από αυτόν δεν κινδύνευαν να παρασυρθούν από την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν να καταστήσει κανείς τους ανθρώπους πλουσιότερους τυπώνοντας και μοιράζοντας τους πολύχρωμα χαρτιά με την εικόνα του μονάρχη ή κάποιου εθνικού ήρωος υπογεγραμμένη από τον εκάστοτε διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Ήδη διανύουμε την τρίτη φάση της νομισματικής ιστορίας της ανθρωπότητος η οποία χαρακτηρίζεται από την έκδοση του λεγόμενου «αυθαίρετου χρήματος» (fiat money), όπως το ονόμασε ο φον Μίζες που έχει πλέον διακόψει κάθε σχέση με τα ευγενή μέταλλα. Τα σημερινά χαρτονομίσματα δεν είναι πλέον «πληρωτέα επί τη εμφανίσει» αλλά λειτουργούν συμβατικώς ως μέσο συναλλαγής —όπως τα γραμματόσημα— μόνον διότι το κράτος έτσι έχει αποφασίσει και τα άλλα κράτη το έχουν αποδεχθεί. Στις απομονωμένες χώρες και οικονομίες, το τοπικό χρήμα ισχύει μόνο για τις εγχώριες συναλλαγές, δεν είναι δηλαδή μετατρέψιμο. Εάν η εκδίδουσα αρχή αποφασίσει να αποσύρει από την κυκλοφορία τα τραπεζογραμμάτια, ή απλώς πάψει να τα αναγνωρίζει, ή εάν η εκδίδουσα αρχή καταρρεύσει (όπως το καθεστώς του Τσάρου το 1917), τα χαρτονομίσματα καταργούνται αμέσως ως συναλλακτό νόμισμα, πράγμα που δεν ίσχυε βέβαια για τα χρυσά νομίσματα. Έτσι, κατά την τρίτη φάση της νομισματικής ιστορίας της ανθρωπότητας η έκδοση χρήματος έγινε μονοπώλιο του κράτους. Σήμερα οι πολίτες είναι παθητικοί δέκτες των κρατικών αποφάσεων στον νομισματικό τομέα, οι οποίες θίγουν καιρίως το βιοτικό τους επίπεδο, την αποταμίευση και την οικονομική τους δραστηριότητα.

Η ανακάλυψη του χρήματος και δη του πιστωτικού χρήματος επέφερε μεν μια πρωτοφανή πύκνωση των συναλλαγών αλλά εισήγαγε και έναν παράγοντα αβεβαιότητος στην οικονομία. Σε μια οικονομία φυσικών ανταλλαγών η προσφορά είναι πάντοτε ίση με τη ζήτηση αγαθών, αφού ο αντιπραγματισμός σημαίνει αυτό ακριβώς: Ανταλλαγή αγα¬θών. Με το χρήμα διαχωρίζονται στο χρόνο η απόκτηση αγαθού από την πώληση άλλου. Υπάρχει έτσι η δυνατότητα υπερπροσφοράς και υποκαταναλώσεως. Όταν αυξομειώνεται αυθαίρετα η προσφορά χρήματος, το σύστημα κινδυνεύει να απορρυθμισθεί διότι το χρήμα παύει τότε πια να είναι «ουδέτερο» —τουλάχιστον βραχυχρονίως— και γεννά κρίσεις. Με αυτή την πτυχή της εγχρήματης οικονομίας ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο Μίλτον Φρήντμαν (βραβείο Νόμπελ) ιδρυτής της λεγόμενης μονεταριστικής σχολής του Σικάγου.

Μίλτον Φρήντμαν: Πληθωρισμό προκαλεί το κράτος

Το χρήμα έχει φλογίσει τη λαϊκή φαντασία από αρχαιοτάτων χρόνων και έχει επισύρει το μίσος όχι μόνον του Μαρξ αλλά και πολλών διανοουμένων, ηθικολόγων, θρησκευτικών ηγετών και λοιπών αντιπάλων της αγοράς. Από τότε που η προδοσία διατιμήθηκε σε «τριάκοντα αργύρια» το χρήμα θεωρήθηκε επιπλέον ως πηγή κακού και εκμαυλιστής συνειδήσεων. Φυσικά, το χρήμα ως οικουμενικό μέσο χρησιμοποιείται για τους πιο ποικίλους σκοπούς —εν οις βεβαίως και η προδοσία— για τους οποίους την ευθύνη φέρουν πάντοτε οι χρήστες του μέσου, πληρωτές και πληρωνόμενοι, εκμαυλιστές και εκμαυλιζόμενοι, δωροδοκούντες και δωροδοκούμενοι. Η απλή ύπαρξη του χρήματος δεν παροτρύνει σε προδοσία. Χρειάζεται και προδότης ακριβώς, όπως η ύπαρξη αγαθών δεν παροτρύνει σε αγοραπωλησία χρειάζεται και καταναλωτής, ενώ η ύπαρξη όπλων δεν παροτρύνει προς πόλεμο, χρειάζονται και πολεμιστές. Η λαϊκή σοφία έχει πολλά γνωμικά που επιβεβαιώνουν τη σπάνι του οικουμενικού αυτού μέσου και τη δυσκολία αποκτήσεως του όπως ότι «τα λεφτά δεν πέφτουν από τον ουρανό» ή κατά τους Άγγλους «τα λεφτά δεν φυτρώνουν στα δέντρα» (money does not grow on trees). Από αυτήν και μόνο τη διαπίστωση ξεκινάει ο Μίλτον Φρήντμαν και η μονεταριστική σχολή του Σικάγου. Παραγνώριση αυτής της αρχής και αυθαίρετη αύξηση του όγκου του χρήματος πέραν των τρεχουσών συναλλακτικών αναγκών, δηλαδή πέραν του ποσού του απαιτείται για τις μυριάδες αγοραπωλησίες αγαθών και υπηρεσιών, οδηγεί κατά τους μονεταριστές όχι απλώς σε αύξηση του αριθμού των χαρτονομισμάτων, δηλαδή της νομισματικής μάζας, αλλά και αργά ή γρήγορα σε αύξηση των τιμών των αγαθών δηλαδή στον πληθωρισμό (inflation), τη σύγχρονη αυτή μάστιγα της ανθρωπότητος. Ο πληθωρισμός θα έπρεπε θεωρητικώς να σημαίνει αυτό ακριβώς που λέει, δηλαδή πληθώρα χρήματος και τίποτε παραπάνω. Στην πράξη, ωστόσο, αυτή η πληθώρα, αυτή η υπερβολικά μεγάλη προσφορά χρήματος οδηγεί αργά ή γρήγορα σε αύξηση των τιμών, (όχι ταυτοχρόνως και όλων εξίσου) καθώς οι κάτοχοι χαρτονομισμάτων πλειοδοτούν στην αγορά για να αποκτήσουν σπανίζοντα αγαθά. Τούτο δεν είναι ούτε αυτόματο ούτε απόλυτο. Εάν δηλαδή όλοι κρατούσαν το παραπανίσιο χρήμα στην τσέπη τους, ή μάλλον στην τράπεζα οι τιμές δεν θα ανέβαιναν. Στην ΕΣΣΔ υπήρχε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μάζα ρουβλίων κατατεθειμένων στις τράπεζες τα οποία ελίμναζαν εκεί λόγω ελλείψεως αγοράς. Υπ’ αυτές τις συνθήκες το χρήμα παύει να είναι «αγαθό» διότι δεν χρειάζεται πλέον για να καλύπτει τα χρονικά χάσματα μεταξύ εισπράξεων και πληρωμών (οι οποίες έχουν καταργηθεί). Σε μια ελεύθερη οικονομία απολύτως προβλεπτή (πρόκειται βεβαίως για αντιφατικές έννοιες) θα ήταν επίσης περιττή η διακράτηση χρήματος. Η προτίμηση για ρευστότητα οφείλεται σε ανασφάλεια την οποία προκαλεί το σκαμπανέβασμα των τιμών και είναι τόσο εντονότερη όσο η ανασφάλεια επιτείνεται.

Ο φον Μίζες πάντως διαμαρτύρεται για την εννοιολογική κατολίσθηση του όρου πληθωρισμός από την αυξημένη προσφορά χρήματος στη διαρκή και επίμονη άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών. Η σύγχυση αυτή επιτρέπει, κατ’ αυτόν, στους κυβερνώντες να τυπώνουν και να μοιράζουν όλο και περισσότερα χρωματιστά χαρτιά υποσχόμενοι ταυτοχρόνως υποκριτικότατα ότι θα καταπολεμήσουν τον «πληθωρισμό», δηλαδή τις αυξήσεις των τιμών, με την αγορανομία. Ο Μίλτον Φρήντμαν έκανε έργο ζωής του την προσπάθεια να αποδείξει ότι η αύξηση της προσφοράς χρήματος, πέραν των συναλλακτικών αναγκών είναι η κύρια αιτία του πληθωρισμού, δηλαδή της αυξήσεως των τιμών. Κατ’ αυτόν, ένας φιλελεύθερος πολιτικός ηγέτης μία μόνον θεμιτή μακροοικονομική επιδίωξη μπορεί να έχει: την αποτροπή του πληθωρισμού ή την τιθάσσευσή του όταν αυτός εμφανίζεται. Αντίθετα, οι Κεϋνσιανοί ή λαϊκιστές πολιτικοί παρασυρόμενοι από το γεγονός ότι μπορούν βραχυχρονίως να αυξάνουν τα ονομαστικά εισοδήματα των ψηφοφόρων χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας ή την εισαγωγή νέας τεχνολογίας, εγκληματούν κατά της οικονομίας αναρριπίζοντας ακατάπαυστα τον πληθωρισμό.
Εάν όλες οι τιμές αυξάνονταν ομοιομόρφως και κατά το ίδιο πάντα ποσοστό συγχρόνως σε όλη την οικονομία ο πληθωρισμός θα ήταν απλώς ένα λογιστικό παράδοξο χωρίς άλλες συνέπειες. Τούτο όμως δεν συμβαίνει με αποτέλεσμα να αναστατώνεται η οικονομία. Εάν η χώρα που μαστίζεται από πληθωρισμό, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, έχει συνάψει και μεγάλα χρέη στο εξωτερικό, το εθνικό νόμισμα υποτιμάται ραγδαίως έναντι των ξένων και η κυβέρνηση θα χρειαστεί να εκθλίψει και την τελευταία δραχμή από τον φορολογούμενο για να ξεπληρώσει το χρέος σε δολάρια το οποίο όλο και μεγαλώνει ως προς τη δραχμική του έκφραση. Ο πληθωρισμός ενθαρρύνει την κατανάλωση (αφού το χρήμα «λυώνει» ούτως ή άλλως στις τσέπες), τη σύναψη δανείων ενίοτε και θαλασσοδα¬νείων (με την ελπίδα ότι η αποπληρωμή τους θα γίνει σε πληθωρικό χρήμα) και τη βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία, ενώ αποθαρρύνει την αποταμίευση, τη χορήγηση δανείων και τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Ο πληθωρισμός ευνοεί αυτούς που αποκτούν ταχέως αναπροσαρμοζόμενα εισοδήματα (επιχειρηματίες) και πλήττει αυτούς που έχουν πιο «σταθερά» εισοδήματα (μισθωτούς και κυρίως συνταξιούχους). Η απώλεια της αγοραστικής δυνάμεως του χρήματος αποτελεί έσοδο του κράτους διότι λειτουργεί ως ένα είδος φόρου εις βάρος των αποταμιευτών που μπορεί να φθάσει μέχρι δημεύσεως των αποταμιευμάτων όπως συνέβη μετά τη λήξη της Κατοχής στην Ελλάδα, όταν το Κράτος πλήρωσε τις υποχρεώσεις του σε πληθωρικό χρήμα. Βέβαια, εφόσον συνεχίζεται ο πληθωρισμός, αυξάνουν και οι δαπάνες του κράτους για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων και τη συντήρηση αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων. Πάντως, ο πληθωρισμός συνιστά εκφυλισμό της χρηματικής οικονομίας. Είναι γενικώς συνταγή οικονομικής καταστροφής. Ενδιαφέρουσα είναι η σχέση πληθωρισμού και κρατικισμού που διαπιστώνει ο Michael Oakeshott και που μνημονεύεται από τον Γκυ Σορμάν («Η φιλελεύθερη λύση», σελ. 140). Κατά τον Άγγλο φιλόσοφο, ο πληθωρισμός αποθαρρύνοντας την ιδιωτική αποταμίευση κατέστησε τους ιδιώτες σπάταλους και κατ’ επέκτασιν εξαρτημένους από την κρατική κοινωνική ασφάλιση αφού δεν είχε πια νόημα να «βάζει κανείς λεφτά στην μπάντα» για μια δύσκολη στιγμή ή για τα γεράματα του.
Η άποψη του Φρήντμαν είναι ότι για τον πληθωρισμό δεν φταίει ποτέ η αγορά ούτε τα άτομα τα οποία δεν παράγουν χρήμα αλλά παντού, πάντοτε, αποκλειστικώς και μόνον οι κυβερνήσεις οι οποίες διαθέτουν το μονοπώλιο της εκδόσεως χρήματος. Οι μεγάλες κρατικές δαπάνες καθ’ εαυτές, τονίζει ο Φρήντμαν, δεν προκαλούν πληθωρισμό εφόσον χρηματοδοτούνται από υγιές χρήμα, δηλαδή από τη σημερινή φορολογία ή από υγιή κρατικό δανεισμό με όρους της αγοράς, δηλαδή από την αυριανή φορολογία για να αποπληρωθεί το δάνειο. Στην περίπτωση αυτή, οι πολίτες δίνουν στο Κράτος, είτε ως φορολογούμενοι είτε ως αγοραστές κρατικών ομολόγων που έχουν δελεασθεί από τα υψηλά συνήθως επιτόκια μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων τους για να μπορεί αυτό να κατασκευάζει δρόμους, νοσοκομεία και όπλα ενώ οι ίδιοι δαπανούν αντιστοίχως ολιγότερα για στέγαση, αυτοκίνητο, βίντεο, κοσμήματα, ταξίδια και μετοχές. Εφόσον αυτές είναι οι προτεραιότητες των πολιτών και εφόσον αυτοί αποφασίζουν εν τη σοφία τους να αναδείξουν τέτοιες «δαπανηρές» κυβερνήσεις και να μεταφέρουν πόρους από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα ουδείς κίνδυνος πληθωρισμού ανακύπτει. Όταν όμως οι φορολογούμενοι θέλουν μεν το κράτος κραταιό και πολυέξοδο αλλά και την τσέπη τους γεμάτη και αρχίζουν να διαμαρτύρονται ή να φοροδιαφεύγουν όταν έλθει η ώρα της αλήθειας, τότε τίθεται σε λειτουργία η εκτυπωτική μηχανή και πλημμυρίζει η αγορά πολύχρωμα χαρτιά ραγδαίως υποτιμώμενα. Το θαύμα του Ιησού που έκανε το νερό κρασί για να πιούνε όλοι και το ένα καρβέλι χιλιάδες καρβέλια για να φάνε όλοι, δεν μπορεί να το επαναλάβει η Κεντρική Τράπεζα η οποία δεν κατασκευάζει αγαθά χωρίς κόστος, απλώς τυπώνει χρήμα χωρίς κόστος. Κατά τον Φρήντμαν ο πληθωρισμός υπήρξε πάντοτε στην ιστορία οδυνηρή συνέπεια της μεγαλομανίας βασιλέων και κυβερνήσεων, κλονίζοντας τον Τσάρο στην προεπαναστατική Ρωσία, υπονομεύοντας τον Τσαγκ Κάι Σεκ στην Κίνα, αποσταθεροποιώντας τη δημοκρατία της Βαϊμάρης στη Γερμανία, καταρρακώνοντας την οικονομία της Χιλής επί Αλιέντε και διευκολύνοντας την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στη Χιλή, στη Βραζιλία (στα μέσα της δεκαετίας του ’50) και στην Τουρκία με το πραξικόπημα του Εβρέν το 1980. Το δίδαγμα είναι σαφές. Οι Έλληνες που αγαπούν τη δημοκρατία θα ‘πρεπε να προσέχουν τη δραχμή τουλάχιστον όσο και το στρατό.

Αυτή η πολιτικοποίηση των κινδύνων του πληθωρισμού κόστισε, ωστόσο, στον Φρήντμαν την λασπολογική επίθεση εκ μέρους αντιφιλελεύθερων που δεν κατάλαβαν τίποτε από τα λεγόμενα και προσπάθησαν ως εκ τούτου να διαβάλουν τον λέγοντα. Έτσι, ο εκλιπών Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας επαναλαμβάνει για μια ακόμη φορά το μεγάλο ψέμα ότι «ο Μίλτον Φρήντμαν υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής (αλλά και οικονομικός σύμβουλος) του Πινοσέ» («Βήμα» 26-8-87). Η αλήθεια είναι βεβαίως άλλη. Όταν ο Πινοσέ ανέτρεψε τον Αλιέντε, περιεβλήθη από μια ομάδα νεαρών οικονομολόγων οι οποίοι δεν είχαν σπουδάσει στην “London School of Economics” που τροφοδότησε με κρατικοσοσιαλιστικά στελέχη πλείστες χώρες του τρίτου κόσμου, αλλά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, όπου δίδαξε αργότερα ο Φρήντμαν. Ουδείς από αυτούς τους Χιλιανούς “Chicago boys” όπως απεκλήθησαν έτυχε να έχει τον Φρήντμαν καθηγητή (αλλά και αν τον είχε, τούτο δεν θα σήμαινε βεβαίως τίποτα). Καθηγητής τους ήταν κάποιος Arnold Hairbegger, μαθητής του φον Μίζες, όπως διευκρινίζει ο Γκυ Σορμάν («Ο νέος πλούτος των εθνών» σελ. 30).

Οι Chicago boys θέλησαν να παίξουν έναντι του Πινοσέ τον ρόλο του ‘Ανταμ Σμιθ έναντι της βρετανικής μοναρχίας, προσπαθώντας να ελευθερώσουν την οικονομία και ελπίζοντας ότι έτσι θα άνοιγε ο δρόμος για την πτώση της χιλιανής χούντας. Όντως ο Πινοσέ οργάνωσε δημοψήφισμα το 1988 το οποίο έχασε, οδήγησε το 1989 τη χώρα σε εκλογές τις οποίες επίσης έχασε και απεχώρησε από την εξουσία. Είναι, βέβαια, αδύνα¬τον να λεχθεί εάν η κάποια ελευθέρωση της οικονομίας σε ορισμένους τομείς την οποία μεθόδευσαν οι Chicago boys συνέβαλε στην πτώση της δικτατορίας αλλά ό,τι και αν έγινε στη Χιλή, ο Μίλτον Φρήντμαν ήταν τελείως αμέτοχος των εξελίξεων.

Ο γνωστός αντίπαλος του Φρήντμαν, Τζων Γκαλμπραίηθ, αμετανόητος οπαδός του Κέυνς και φίλος κάποτε του Ανδρέα Παπανδρέου, σε άρθρο του στον “Observer” (31 -8-80) με το οποίο στηλιτεύει τον μονεταρισμό, τον Φρήντμαν και τη Θάτσερ, καταλήγει ως εξής: «Το Ισραήλ και η Χιλή, δύο χώρες που είχαν κάνει ανοίγματα στις πολιτικές του Φρήντμαν αποκηρύχθηκαν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το δάσκαλο τους. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κατηγορήσει τον καθηγητή Φρήντμαν για συμπάθεια προς τις καταπιεστικές τάσεις της κυβερνήσεως της Χιλής». Ο ίδιος ο Φρήντμαν δεν υπήρξε ποτέ «οικονομικός σύμβουλος» καμιάς κυβερνήσεως. Όταν ερωτάται απαντά και λέει σε όλους τα ίδια, όποιοι και αν είναι οι ερωτώντες (ακόμη και τους Κινέζους προσπάθησε να προσηλυτίσει στον μονεταρισμό) ότι δηλαδή η σώφρων διαχείριση του δημοσίου χρήματος, θα έπρεπε να είναι η πρώτη μέριμνα όλων των κυβερνώντων. Οι σπατάλες, οι τρέλες, οι ασωτείες στη χρήση του χρήματος, λέει ο Φρήντμαν είναι προνόμιο των ατόμων τα οποία είναι και ιδιοκτήτες των πόρων τους. Οι κυβερνήσεις είναι απλώς διαχειριστές πόρων τους οποίους αποσπούν μέσω της φορολογίας από τους οικονομικώς ενεργούς πολίτες έναντι των οποίων συμβαίνει και να είναι υπόλογοι, στις δημοκρατίες τουλάχιστον. Το χρήμα που εκδίδουν είναι μέσο που διευκολύνει τις ανταλλακτικές σχέσεις μεταξύ των πολιτών και τίποτε άλλο. Όταν το εκδοτικό προνόμιο χρησιμοποιεί¬ται για άλλους λόγους, μεταξύ των οποίων ο πόλεμος, διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια ή απλώς η επανεκλογή του κυβερνώντος κόμματος, τότε απειλείται όντως η οικονομία της χώρας.

Θεμέλιο της μονεταριστικής θεωρίας είναι η άποψη ότι η αύξηση της προσφοράς χρήματος πέρα από τις ανταλλακτικές ανάγκες μιας σφύζουσας ιδιωτικής οικονομίας (δηλαδή ένα 3-5% το χρόνο) είναι η αιτία όχι μόνο της ζημιάς που φέρνει ο πληθωρισμός αλλά και του σοκ που προκαλεί η προσπάθεια απότομης θεραπείας του. Στο μνημειώδες έργο του «Νομισματική Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών» (“Monetary History of the United States”) ο Φρήντμαν τεκμηριώνει ότι ο όγκος του κυκλοφορούντος χαρτονομίσματος έπεσε στις ΗΠΑ από το 1929 έως το 1933 κατά το ένα τρίτο, προκαλώντας έτσι τη μεγάλη κρίση η οποία οδήγησε σε συρρίκνωση της ζήτησης, μείωση του εθνικού εισοδήματος των ΗΠΑ κατά 50% έως το 1933, πτώση της συνολικής παραγωγής κατά το ένα τρίτο ενώ η ανεργία εκάλυψε το 25% του ενεργού πληθυσμού. Λόγω της κυριαρχίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία, η κρίση απλώθηκε γρήγορα σε άλλες χώρες, συνέβαλε στην άνοδο του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη και της στρατιωτικής κλίκας στην Ιαπωνία, ενώ ταυτόχρονα διέδωσε την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός είναι αφερέγγυο σύστημα, η αγορά επικίνδυνη παγίδα και η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία απολύτως αναγκαία. Έτσι, αντί να περιορισθεί στις διαστάσεις μιας συνήθους αυτοδιορθωτικής εξυγιαντικής αναπροσαρμογής της προσφοράς στη ζήτηση, η Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του ’30 έθεσε σε κίνδυνο την ελεύθερη οικονομία στο σύνολο της, λόγω των πολιτικών της προεκτάσεων και των κακών χειρισμών των αμερικανικών κρατικών και νομισματικών αρχών.

Η Μεγάλη Κρίση υπήρξε, κατά τον Φρήντμαν, αποτέλεσμα πανικού (“Free to Choose” σελ. 100-117), διότι πολλοί καταθέτες ζήτησαν από τις τράπεζες περισσότερο ρευστό του συνήθους. Οι τράπεζες, όμως, παρασυρμένες από το επενδυτικό και κερδο¬σκοπικό όργιο που είχε προηγηθεί της κρίσης, διατηρούσαν —κάκιστα κατά τον Φρήντμαν— μόλις ένα 12% των καταθέσεων σε ρευστό, έχοντας δανείσει τα υπόλοιπα 88% σε, εν πολλοίς, αφερέγγυα άτομα και εταιρείες. Ακόμη και σήμερα, καταγγέλλει ο Φρήντμαν εις ώτα μη ακουόντων, οι Τράπεζες δανείζουν ένα 80% των καταθέσεων όψεως —ως μη όφειλαν αφού πρόκειται στην ουσία για ρευστό χρήμα—πολλαπλασιάζοντας έτσι το κυκλοφορούν χρήμα και «γεννώντας ρευστότητα» χωρίς να έχουν προς τούτο εντολή ή εξουσιοδότηση. Η τακτική αυτή είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο το τέλος της δεκαετίας του ’20. Ο ανταγωνισμός στη χορήγηση δανείων είχε τόσο ψαλλιδίσει τα περιθώρια τραπεζικού κέρδους ώστε ακόμη και σοβαρά πιστωτικά ιδρύματα οδηγήθηκαν σε απερίσκεπτες χρηματοδοτήσεις παράτολμων σχεδίων. Όταν στις 11 Δεκεμβρίου 1930 χρεωκόπησε η «Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών» (καθαρώς ιδιωτική αλλά με όνομα που δημιουργούσε εντυπώσεις) ο πανικός απλώθηκε σε όλο το τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση σε όλη την οικονομία, διότι, όπως εξηγεί ο Φρήντμαν, οι αλυσιδωτές χρεωκοπίες τραπεζών έχουν οπωσδήποτε άλλη οικονομική σημασία από τις εν σειρά χρεωκοπίες εδωδιμοπωλείων. Το 1933 οι ΗΠΑ είχαν μείνει με τις μισές τράπεζες που διέθεταν το 1929. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν η Κεντρική Τράπεζα μείωσε στο ελάχιστο την εκτύπωση δολαρίων, πλήττοντας έτσι και τις φυσιολογικές μη παράτολμες συναλλαγές και εξαναγκάζοντας τις εμπορικές τράπεζες να διακόψουν και τη δανειοδό¬τηση υγιών κατά τα άλλα επιχειρήσεων, οι οποίες οδηγήθηκαν έτσι και αυτές στη χρεοκοπία, παρ’ όλο που δεν το άξιζαν.

Το πάθημα έγινε μάθημα. Σήμερα, η «Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεματικού» (“Federal Reserve Bank”) όπως ονομάζεται η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ έχει πάρει τα κατάλληλα μέτρα για να μην ξανασυμβεί νομισματική κατάρρευση σε εποχές μειωμένης ρευστότητος στην οικονομία. Το 1929-30 όμως δεν υπήρχε ο σημερινός μηχανισμός διαθέσεως κρατικών ομολόγων σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης. Η μονεταριστική αυτή ερμηνεία που αποδίδει τη Μεγάλη Κρίση σε αποφευκτά σφάλματα της Κεντρικής Τράπεζας, αμισβητείται έντονα από τους μαρξιστές οι οποίοι ερμηνεύουν παγίως τις κρίσεις, μεγάλες και μικρές, με την «εγγενή αντίφαση» του καπιταλισμού, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ιδιωτικό χαρακτήρα του κέρδους. Η απουσία όμως σοβαρής κρίσης έκτοτε δεν έχει εξηγηθεί μαρξιστικώς καθότι ο καπιταλισμός δεν έπαψε βέβαια να έχει «αντιφάσεις». Αντιθέτως, ο πληθωρισμός φούντωσε σε χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού (Πολωνία) λίγο πριν καταρρεύσει εκεί το σύστημα που είχε, υποτίθεται, καταργήσει τις κρίσεις, επιβεβαιώνοντας έτσι πανηγυρικά τον Φρήντμαν, που έλεγε ότι ο πληθωρισμός προκαλείται πάντοτε από το κράτος. Στην Πολωνία δεν υπήρχε στην ουσία αγορά, το κράτος είχε στα χέρια του όλη την οικονομία και αυτό πλήρωνε τους εργαζομένους με ολοένα και περισσότερα δικής του εκδόσεως χρωματιστά χαρτιά με τα οποία αυτοί προσπαθούσαν να αγοράσουν σπανίζοντα αγαθά, κυρίως στη μαύρη αγορά. Τα κρατικά καταστήματα ήσαν τον περισσότερο καιρό άδεια.

Ο μονεταρισμός, σε πλήρη αντίθεση με τον Κέυνς, πιστεύει ότι το χρήμα έχει σημασία και ότι οι αρχές που το εκδίδουν πρέπει να γνωρίζουν κάθε στιγμή πόσο από αυτό κυκλοφορεί στο σύστημα και τι επιπτώσεις έχει η απότομη αύξηση αλλά και η απότομη μείωσή του. Τούτο δεν είναι πάντοτε εύκολο. Κατ’ αρχήν υπάρχει διχογνωμία για το τι ακριβώς είναι χρήμα. Τα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούν είναι τμήμα απλώς της σύνολης προσφοράς χρήματος, στην οποία περιλαμβάνονται οι καταθέσεις όψεως, τα ομόλογα και οι πωλήσεις επί πιστώσει που μπερδεύουν την εικόνα. Όταν μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζη επί πιστώσει ή μάλλον αγοράζει επί χρεώσει, δεν έχει, λένε οι ειδικοί, και πολύ νόημα να μετράει κανείς μόνο τα τραπεζογραμμάτια που κυκλοφορούν. Σήμερα διακρίνουμε το χρήμα με τη στενή έννοια, κυρίως ως μέσο συναλλαγής, που ονομάζεται Μ1 («νομισματική βάση» δηλαδή χαρτονομίσματα, κέρματα εκτός τραπεζών συν καταθέσεις όψεως), το χρήμα με την ευρύτερη έννοια ως «προσωρινό καταφύγιο αγοραστικής δυνάμεως» —κατά τη διατύπωση του Φρήντμαν— που ονομάζεται Μ2 και περιλαμβάνει επιπλέον του Μ1 τις καταθέσεις προθεσμίας, ενώ το Μ3 περιλαμβάνει επιπροσθέτως αποταμιευτικές καταθέσεις, μακροπρόθεσμους τίτλους και πραγματικά αγαθά. Οι διακρίσεις μεταξύ Μ1, Μ2 και Μ3 αφορούν τη ρευστότητα των διαθεσίμων. Οι επικριτές του μονεταρισμού ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα μέσα μετρήσεως της προσφοράς χρήματος και επομένως δεν είναι εφικτός ο έλεγχος της. Τη δυσκολία αυτή ο Φρήντμαν την παρακάμπτει, λέγοντας ότι δεν τον απασχολεί τόσο η απόλυτη αξιοπιστία των δεικτών όσο οι διακυμάνσεις τους που είναι τόσο ενδεικτικές όσο οι διακυμάνσεις ενός θερμομέτρου, όχι απολύτου κατ’ ανάγκην ακριβείας. Για το λόγο αυτό, επιμένει στο δικό του φάρμακο, δηλαδή να μην επιτρέπει ποτέ η κυβέρνηση την αύξηση της προσφοράς χρήματος (κι ας την μετράει όπως θέλει), πέραν ενός ποσοστού 3 έως 5% που είναι η συνήθης αύξηση του ΑΕΠ μέσα σ’ ένα χρόνο. Η πρόταση Φρήντμαν συνιστά απλό κανόνα μη επιδεχόμενο «ερμηνείες» και κατά τούτο συνάδει προς τη νομοκρατική νοοτροπία των φιλελευθέρων και την τάση τους να περιορίζουν το κράτος σε εποπτικές, τυπικές αρμοδιότητες.

Οι κυβερνήσεις, κατά τον Φρήντμαν, δεν αναλαμβάνουν ποτέ την ευθύνη για τον πληθωρισμό που προκαλούν, αποδίδοντάς τον πάντοτε σε άλλους: τους Άραβες που αυξάνουν υπέρμετρα την τιμή του πετρελαίου, τους συνδικαλιστές που αυξάνουν υπέρμετρα την αμοιβή της εργασίας, τους μεσάζοντες που επιβαρύνουν το κόστος, τους κερδοσκόπους κ.ο.κ. Κατά το πρότυπο όλων των δογματικών, όταν κάτι δεν πάει καλά, δεν αναζητούν το λάθος αλλά την κακοποιό δράση του εχθρού, του υπονομευτή ή του προδότη. Κανείς όμως από όλους αυτούς τους υποτιθέμενους σκευωρούς δεν διαθέτει το προνόμιο εκδόσεως χαρτονομίσματος ώστε να αυξάνει την ρευστότητα κατά βούλησιν. Τα συνδικάτα δεν φταίνε κατά τον Φρήντμαν καθόλου για τον πληθωρισμό (“Free to choose”, σελ. 307). Στη Βραζιλία, το Περού και άλλες τριτοκοσμικές χώρες με τετραψήφιους πληθωρισμούς, είναι ουσιαστικώς ανύπαρκτα. Εάν οι κυβερνήσεις άφηναν τους εργοδότες ελεύθερους να διαπραγματεύονται τους μισθούς με το προσωπικό τους, οι όποιες αυξήσεις θα δίδονταν από υγιές χρήμα, ειδεμή η επιχείρηση θα έκλεινε. Ούτε οι Άραβες φταίνε, διότι η εφάπαξ αύξηση της τιμής του πετρελαίου δεν εξηγεί τη συνεχή αύξηση των τιμών.

Άλλωστε, η θεαματική πτώση της τιμής του πετρελαίου στο τέλος της δεκαετίας του ’80 κατέρριψε και αυτό το επιχείρημα. Μόνο η προσφορά χρήματος φταίει η οποία στη δημοκρατία της Βαϊμάρης αύξαινε με ρυθμό 300% το μήνα επί ένα χρόνο πριν επισυμβεί η πληθωριστική έκρηξη. Το πότε ακριβώς θα γίνει η έκρηξη δεν είναι προβλέψιμο. Επειδή όμως δεν υπάρχει περίπτωση, υποστηρίζει ο Φρήντμαν, να γίνει πληθωρισμός χωρίς προηγούμενη αύξηση της προσφοράς χρήματος, τι χάνουμε να τη χαλιναγωγήσουμε έγκαιρα όπως επιτάσσει η μονεταριστική σχολή; Υπό μίαν έννοιαν ο Φρήντμαν διακηρύσσει το αυταπόδεικτο ότι δηλαδή μετά την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνος όταν το χρήμα ήταν στην ουσία χρυσός, ο μόνος έλεγχος που μπορεί να επιβληθεί στην προσφορά χρήματος μπορεί να γίνει από το κράτος ή μάλλον από την Κεντρική Τράπεζα. Όπου αυτή είναι πραγματικώς ανεξάρτητη, όπως στις ΗΠΑ και τη Γερμανία και απαγορεύει στους πολιτικούς να πλησιάσουν το νομισματοκοπείο, εκεί ο πληθωρισμός διατηρείται χαμηλός. Όπου το κράτος διαθέτει μια πειθήνια Κεντρική Τράπεζα (στην Ελλάδα ο Αρσένης ήταν κάποτε Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και υπουργός Εθνικής Οικονομίας), εκεί η προσφορά χρήματος αποχαλινώνεται. Τα σημερι¬νά κράτη δραστηριοποιούνται με μεγάλη προθυμία στον οικονομικό στίβο, όχι μόνο διατηρώντας εν ζωή χρεοκοπημένες ΔΕΚΟ αλλά ανοιγοκλείνοντας τους δανειοδοτικούς κρουνούς των κρατικών τραπεζών, δανειζόμενα στο εξωτερικό και το εσωτερικό, αυξομειώνοντας κατά βούλησιν τον προεξοφλητικό τόκο, καθορίζοντας το ύψος του επιτοκίου, και ελέγχοντας την δανειακή πολιτική ιδιωτικών επιχειρήσεων, την καταναλωτική πίστη και τη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων με εξαίρεση —στην Ελλάδα— την Τράπεζα Κρήτης, η οποία διέφευγε παντός ελέγχου. Ωστόσο, οι εκάστοτε «τσάροι της Οικονομίας» αποποιούνται κατά κανόνα κάθε ευθύνη για τον πληθωρισμό και καταρώνται τους μονεταριστές, όταν αυτοί τους την καταλογίζουν.

Οι αντίπαλοι του μονεταρισμού παρατηρούν ότι ο πληθωρισμός δεν είναι πάντοτε αναπόφευκτος, καθώς στην κρίση της δεκαετίας του ’70 οι Γερμανοί εργαζόμενοι — ενθυμούμενοι τον πληθωρισμό της Βαϊμάρης— δεν μιμήθηκαν τους Άγγλους συναδέλ¬φους τους και δεν ζήτησαν αυξήσεις. Την ίδια εγκράτεια έδειξαν και οι Ανατολικογερμα¬νοί, όταν βρέθηκαν ξαφνικά στις αρχές του 1990 με χιλιάδες δυτικογερμανικά μάρκα στην τσέπη. Οι Έλληνες βίωσαν μεν τον υπερπληθωρισμό της Κατοχής αλλά τον απέδωσαν —ορθώς— στον κατακτητή, όχι σε αποφευκτά σφάλματα μιας δικής τους κυβερνήσεως, πράγμα που τους παρώθησε έκτοτε να ζητούν συνεχείς αυξήσεις των ονομαστικών εισοδημάτων τους, με κάθε εκλογή νέας κυβερνήσεως ή και ενδιαμέσως. Ο Φρήντμαν απαντά ότι κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τις αντιδράσεις ελευθέρων ανθρώπων όταν βρεθούν με πολύ χάρτινο χρήμα στην τσέπη. Επισημαίνει απλώς ότι χωρίς χάρτινη βροχή εκ των άνω πληθωρισμός δεν γίνεται. Επομένως, σκόπιμο είναι καλού-κακού, το κρατικό χρηματοψεκαστικό ελικόπτερο που την προκαλεί να παραμένει μονίμως προσεδαφισμένο. Όσο για τη χρονική υστέρηση εμφανίσεως πληθωρισμού, μετά την αύξηση της προσφοράς χρήματος, ο Φρήντμαν την υπολογίζει σε έξι έως εννέα μήνες. Στην αρχή, λέει, υπάρχει μια περίοδος ευφορίας —ακριβώς όπως συμβαίνει με την κατανάλωση οινοπνεύματος— η οποία είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη στο κυβερνητικό κόμμα, όταν συμπίπτει με την προεκλογική περίοδο. Τούτο συμβαίνει διότι οι παραγωγοί, μην έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η αποτόμως αυξανόμενη ζήτηση είναι απλώς συνέπεια μεγάλης ρευστότητος, πιστεύουν ότι μόνο τα δικά τους προϊόντα υπερτιμώνται ως περιζήτητα και ξανοίγονται έτσι σε δάνεια, επενδύσεις και πρόσληψη προσωπικού για να παραγάγουν περισσότερα. Όταν διαπιστώσουν ότι «η ζωή ακριβαίνει» γενικώς, ότι οι πρώτες ύλες κοστίζουν όλο και περισσότερο, ότι οι εργαζόμενοι ζητούν συνεχώς αυξήσεις, τότε χρεοκοπούν ή συρρικνώνουν τις δραστηριότητες τους. Για να συνειδητοποιήσουν οι πάντες ότι ο πληθωρισμός παγιώνεται, ότι το χρήμα χάνει σιγά-σιγά την αγοραστική του δύναμη και ότι η αποταμίευση έχει καταστεί ζημιογόνος μπορεί, υπολογίζει ο Φρήντμαν, να περάσουν και 5 ή 10 χρόνια.

Στο σημείο αυτό παρεμβαίνουν και πάλι οι επικριτές του Φρήντμαν και παρατηρούν ότι χωρίς σαφή ανάλυση της αιτιώδους σχέσεως μεταξύ ηυξημένης προσφοράς χρήματος και αυξήσεως των τιμών γενικώς, κανείς δεν μπορεί να λάβει σοβαρά υπόψη τις μονεταριστικές θεωρίες. Πώς είναι δυνατόν, λένε, να αποδώσει κανείς τα σημερινά δεινά σε μια νομισματική επέκταση που μπορεί και να έγινε προ 5ετίας; Εφόσον ο χρόνος μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος ποικίλλει κατά τόσο απρόβλεπτο τρόπο, τούτο σημαίνει —κατ’ αυτούς— ότι το χρήμα «δεν είναι ο βασιλεύς» και ότι άλλοι παράγοντες, εν οις και η «ορθή» κρατική παρέμβαση μπορεί να παίξουν σωτήριο ρόλο. Ωστόσο, η κρατικοπαρεμβατική ζημιά, αντιπαρατηρεί ο Φρήντμαν, γίνεται και πριν ξεσπάσει ο πληθωρισμός, διότι το ελικόπτερο δεν διοχετεύει χρήμα στους ικανούς και τους αποδοτικούς, με τα κριτήρια της αγοράς, αλλά σε επιχειρήσεις και άτομα που ελκύουν τη συμπάθεια των κρατικών αρχών, σε κρατικές παροχές, επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, δαπάνες για διορισμούς, αρωγές σε αγρότες, σε μεγαλεπήβολα κρατικά σχέδια εξοπλισμών και πολεμικών περιπετειών καθώς και στις κρατικές «κουτσές πάπιες», τις αποτυχημένες δηλαδή δημόσιες επιχειρήσεις, τα πεπαλαιωμένα ανθρακωρυχεία, χαλυβουργεία, ναυπηγεία και άλλους παρόμοιους πίθους Δαναίδων. Έτσι, έωλος εξοπλισμός και άνθρωποι με δεξιότητες οι οποίες είχαν ζήτηση χθες αλλά όχι σήμερα, παγιδεύονται, μέσω της κρατικής αρωγής, σε μια διαδικασία παραγωγής ακριβών, άχρηστων ή κακής ποιότητας προϊόντων, ακόμη και πριν από την έκρηξη του πληθωρισμού αυτήν καθ’ εαυτήν. Ο Hayek περιγράφει παραστατικά πώς λειτουργεί εις βάρος της οικονομίας η κρατική παρέμβαση. Πρώτα, λέει, ωφελούνται από το κρατικό χρήμα οι ευνοούμενοι του κράτους, ύστερα όσοι πουλάνε προϊόντα σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, κατόπιν οι προμηθευτές τους και κατόπιν οι προμηθευτές των προμηθευτών τους. Η αύξηση της προσφοράς κρατικού χρήματος δεν είναι σαν νερό που πέφτει στη γούρνα, λέει ο Hayek, αλλά σαν μέλι που πέφτει στην πιατέλα και σχηματίζει στην αρχή ένα βουναλάκι το οποίο απλώνεται σε όλη την επιφάνεια με άλλοτε άλλη ταχύτητα ανάλογα με το ιξώδες της συστάσεως του. Στο μεταξύ, βέβαια, η ζημιά της τεχνητής διατήρησης στη ζωή επιχειρήσεων που χωρίς αυτή τη διαδικασία θα είχαν κλείσει, έχει πλέον συντελεστεί. Σοβαρή ζημιά υφίστανται και οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις, διότι παγιδεύονται σε καταδικασμένες —από την αγορά— θέσεις εργασίας και αναβάλλουν προς μεγίστη δική τους βλάβη την ανακατάρτισή τους σε ζητούμενες δεξιότητες.

Όσο για την —δυνάμει— αγαθοποιό επίδραση της κρατικής παρεμβάσεως, ο Φρήντμαν χρησιμοποιεί ένα κομψό επιχείρημα. Υπάρχουν περιπτώσεις, λέει, όπου η λογοκρισία μπορεί όντως να εξαλείψει «άνθη του κακού», ωστόσο έχουμε δεχθεί ότι τούτο δεν την νομιμοποιεί. Γιατί να ενδώσουμε στην κρατική παρέμβαση όταν είναι πλέον γνωστό τοις πάσιν ότι τα κρατικά σφάλματα είναι κολοσσιαία σε μέγεθος και ατελείωτα σε διάρκεια; Γιατί να μη δεχθούμε ότι η προσφορά χρήματος δεν θα υπερβαίνει το 3 έως 5% το χρόνο ώστε όλος ο κόσμος να ξέρει πια ότι η νομισματοπιστωτική πολιτική είναι πάγια και δεν θα αλλάζει με κάθε αλλαγή κυβερνήσεως, πράγμα που θα λειτουργήσει σταθεροποιητικώς για την οικονομία; Με βάση την Ιπποκράτεια αρχή «ωφελέειν η μη βλάπτειν», το μονεταριστικό φάρμακο της παγίως περιορισμένης προσφοράς χρήματος δεν φαίνεται πάντως να βλάπτει, έστω και αν πολλοί δεν έχουν πεισθεί ότι ωφελεί. Ο ίδιος ο Hayek γράφει σε ένα άρθρο του που περιέχεται στη συλλογή “The essence of Hayek” (σελ. 15) τα εξής: «Θα ευχόμουν να μπορούσα να συμμερισθώ την εμπιστοσύνη του φίλου μου Μίλτον Φρήντμαν ο οποίος πιστεύει ότι θα μπορούσε να στερήσει κανείς από τις νομισματικές αρχές κάθε αρμοδιότητα να καταχρώνται των εξουσιών τους, προδιαγρά¬φοντας αυστηρώς την ποσότητα του χρήματος που μπορούν και οφείλουν να θέτουν σε κυκλοφορία σε ένα δεδομένο έτος». Ο Hayek πιστεύει ότι οι έλεγχοι που εισηγείται ο Φρήντμαν είναι τεχνικώς δυσεσπίτευκτοι. Άλλωστε ο Φρήντμαν πήρε το βραβείο Νόμπελ για τη διάγνωση της νόσου του πληθωρισμού (ότι οφείλεται δηλαδή κυρίως στην περίσσεια χρήματος), όχι τόσο για τη θεραπεία της.

Επίτευγμα του Φρήντμαν είναι πάντως ότι σήμερα η περιφρόνηση του Κέϋνς για το χρήμα έχει ατονήσει, ενώ η ρήση του J.S. Mill ότι «δεν υπάρχει πιο ασήμαντο πράγμα στην οικονομία μιας κοινωνίας από το χρήμα» έχει λησμονηθεί. Οι θεωρητικολογούντες οπαδοί του «παραγωγικού πληθωρισμού», τον οποίο ζητούσε ο Α. Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έχουν αλλάξει γνώμη ή σιωπήσει, εν πολλοίς και λόγω του αγώνος των μονεταριστών. Μόνον ορισμένοι λαϊκιστές πολιτικοί εξακολουθούν να ενδίδουν στη βραχυπρόθεσμη γοητεία του πληθωρισμού, ξορκίζοντας τον, ταυτόχρονα, στα λόγια. Από την άλλη, ο ίδιος ο Φρήντμαν έχει βεβαίως αναγνωρίσει ότι το σταθερό νόμισμα είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την ανάπτυξη της χώρας. (Η Πορτογαλία του Σαλαζάρ π.χ. είχε επί δεκαετίες σταθερό εσκούδος και σταθερή υπανάπτυξη, λόγω κυρίως εξαντλητικών αποικιακών πολέμων που απορροφούσαν κάθε ικμάδα της οικονομίας). Όταν ο Φρήντμαν ζητούσε εδώ και 25 χρόνια την μετατρεψιμότητα των νομισμάτων και την κατάργηση των συναλλαγματικών περιορισμών, είχε θεωρηθεί «αιθεροβάμων» της ελεύθερης αγοράς. Σήμερα, όλες οι μεγάλες οικονομίες (και πολλές μικρές) την έχουν υιοθετήσει. Η εκ μέρους του ιδεοληπτική σχεδόν καταγγελία των μεγάλων κρατικών ελλειμμάτων, της πολιτικής «τιμών και εισοδημάτων», της πολιτικής «σταμάτα-ξεκίνα» με εναλλαγές κρατικής λιτότητας και σπατάλης, έχει γίνει σήμερα
παγκοίνως δεκτή ως ορθή.

Ας σημειωθεί ότι ριζοσπαστικότερος των μονεταριστών απεδείχθη τελικώς ο Hayek ο οποίος το 1976 πρότεινε την αποκρατικοποίηση του νομίσματος. Το γεγονός ότι κάθε χώρα έχει έναν κρατικό στρατό, μια κρατική αστυνομία και ένα κρατικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης δεν σημαίνει —υποστήριξε— ότι πρέπει να έχει κατ’ ανάγκην και ένα κρατικό νόμισμα. Οι ιδιώτες, προτείνει ο Hayek, θα έπρεπε να μπορούν να επιλέγουν μεταξύ ιδιωτικών νομισμάτων (που θα εξέδιδαν κυρίως τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα) των οποίων οι ισοτιμίες θα εκυμαίνοντο στην ελεύθερη αγορά όπως οι τιμές των μετοχών. Ορισμένες τράπεζες θα μπορούσαν να επαναφέρουν τον χρυσούν κανόνα, άλλες θα εδραίωναν το νόμισμα τους σε άλλοτε άλλο μίγμα ευγενών μετάλλων, μετοχών ή ξένων νομισμάτων. Η νομισματική πολιτική, δηλαδή ο εφοδιασμός της αγοράς με χαρτονόμισμα, τα επιτόκια, η πολιτική δανεισμού, θα έπαυαν να είναι στα χέρια του κράτους μια και η πιστωτική αγορά θα αναλάμβανε να καλύψει ικανοποιητικώς τη ζήτηση χρήματος (χωρίς υπερπροσφορά του), όπως ακριβώς η αγορά εμπορευμάτων καλύπτει τη ζήτηση κρέατος, ιματισμού ή ραδιοφώνων. Χωρίς Κεντρική Τράπεζα δεν θα υπήρχε κίνδυνος λαθών στην οικονομική πολιτική διότι θα εξέλιπε ο φορέας τους. Φυσικά, το Κράτος θα είχε το δικαίωμα να εκδίδει και αυτό το δικό του νόμισμα με τη δική του κρατική τράπεζα εάν το επιθυμούσε. Οι σπατάλες και ο πληθωρισμός θα αφορούσαν τότε μόνο το κρατικό νόμισμα. Εάν οι διάφοροι κρατικοδίκαιοι επιχειρηματίες, αν οι δημόσιοι υπάλληλοι ήσαν ικανοποιημένοι να πληρώνονται σε ραγδαίως υποτιμώμενο κρατικό νόμισμα, θα επρόκειτο για δική τους επιλογή. Τούτο όμως δεν θα συνέβαινε οπωσδήποτε. Εάν η κάθε κυβέρνηση ήξερε ότι έχει ανταγωνιστές ως προς την έκδοση νομίσματος θα φρόντιζε να αποφεύγει τις ασωτείες. Ακόμη και οι προεκλογικές επαγγελίες θα περιορίζονταν αφού θα αφορούσαν πια τις κρατικές δραχμές και μόνο. Οι συνδικαλιστές του ιδιωτικού τομέα θα διεκδικούσαν πια τις αυξήσεις τους σε «ιδιωτικό» χρήμα το οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να εξελιχθεί σε «χρήμα κονφετί» όπως συνέβη στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, στην Κατοχή και όπως συμβαίνει σήμερα σε ορισμένες τριτοκοσμικές χώρες. Η πρόταση του Hayek δεν υιοθετήθηκε από καμία κυβέρνηση.

Οι εξελίξεις στην Ελλάδα, πάντως, μοιάζουν να δικαιώνουν τους μονεταριστές. Όπως σημειώνει ο Κόλμερ στη «Μεσημβρινή» της 10.5.89, η μέση ετήσια αύξηση της προσφοράς χρήματος, όπως την μετράει υπεύθυνα η Τράπεζα της Ελλάδος, έφθασε κατά την εξαετία 1979-1984 το ποσοστό του 19%, η αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων το 21,6%) και ο πληθωρισμός το 20,4%0. Οι δείκτες δηλαδή «πάνε πακέτο». Την επόμενη πενταετία 1985-1989, η προσφορά χρήματος ανέβηκε στα 22%, η άνοδος των εισοδημάτων στο 17,5%) (λόγω διετούς λιτότητας 1985-1987 που εφάρμοσε ο Σημίτης) και ο πληθωρισμός στο 16%. Δεν υπήρξε βέβαια ουσιαστική μείωση των κρατικών ελλειμμάτων, ούτε αποπαρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Σήμερα γίνεται πάντως όλο και πιο φανερό ότι η μάχη κατά του πληθωρισμού θα δοθεί στο μικροεπίπεδο της επιχείρησης. Πρόκειται για έργο ιδιωτών όπου η καλύτερη προσφορά του κράτους είναι να απέχει. Ο κατάλληλος εργαζόμενος στην κατάλληληθέση με την κατάλληλη αμοιβή και την κατάλληλη κατάρτιση καθώς και η γρήγορη προσαρμογή και αναπροσαρμογή των παραγωγών στην κυμαινόμενη ζήτηση μακριά από κρατικούς «σχεδιασμούς» και αυτοδιαχειριστικούς αυτοσχεδιασμούς είναι η αποτελεσματικότερη αντιπληθωριστική πολιτική η οποία για να πετύχει δεν θέλει ρυθμίσεις αλλά ελευθερία, τόσο του επιχειρείν όσο και του χρεοκοπείν. Οι ασκοί οξυγόνου (κρατικού χρήματος) για τις «προβληματικές», η κρατικοκίνητη «ανάπτυξη» και η δημιουργία απασχολήσεως από την κυβέρνηση με κόστος την ενδεχόμενη άνοδο των τιμών υπήρξε, αντιθέτως, το ουσιαστικό περιεχόμενο της πρότασης του Κέϋνς.

Κέϋνς: Μόνη λύση, η τόνωση της ζήτησης

Ο Άγγλος οικονομολόγος John Maynard Keynes (1883-1946) υποστήριξε το 1936 στο σύγγραμμά του “General Theory of Interest, Employment and Money” ότι οι οικονομικές κρίσεις οφείλονται σε στείρα αποθησαύριση δηλαδή ανεπαρκή ζήτηση και μπορούν να αποφευχθούν με ηυξημένη κρατική δαπάνη, δηλαδή τόνωση της ζήτησης: Ενώ οι ανάγκες των πολιτών σε προϊόντα και υπηρεσίες ήσαν μεγάλες, η ικανοποίηση τους ματαιωνόταν διότι οι άνθρωποι δεν διέθεταν —σε εποχές κρίσεως— το απαιτούμενο ρευστό. Τούτο δεν οφειλόταν μόνο στο ότι ήσαν φτωχοί αλλά και στο ότι επέμεναν να μην καταναλώνουν ρέποντας προς την αποταμίευση του περισσεύματος τους και βυθίζοντας έτσι την οικονομία σε στασιμότητα. Ο Keynes αρνείται την ύπαρξη «αοράτου χειρός» και συνιστά την αδιάκοπη παρέμβαση της ορατής χειρός του κράτους το οποίο οφείλει, με δημόσια έργα και φθηνό χρήμα να τονώνει τη σύνολη ζήτηση (aggregate demand) χωρίς να δεσμεύεται από βάρβαρα θέσμια όπως ο χρυσούς κανών. Δίνοντας αυξήσεις, επιδόματα, δάνεια και καλλιεργώντας στον πληθυσμό την «προτίμηση ρευστότητος» (liquidity preference) δηλαδή τη διακράτηση χρήματος που θα διατίθεται σε αγορές προϊόντων καταπολεμώντας ταυτόχρονα την «αντιδραστική τάση προς αποταμίευση», το κράτος θέτει έτσι σε λειτουργία την αδρανούσα μηχανή της οικονομίας και πετυχαίνει αποτελέσματα εκεί που η αγορά, κατά τον Κέυνς, αποτυγχάνει. Θα πρέπει, τονίζει, να ενισχυθούν κυρίως οι χαμηλόμισθοι, διότι αυτών οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες, η τάση προς δαπάνη εντονότερη και… οι ψήφοι περισσότερες όπως ανακάλυψαν εκ των υστέρων οι κυβερνήσεις. Κατά τον Κέϋνς, η κατανάλωση του ενός είναι το εισόδημα του άλλου, συνιστά δε τη μοναδική απόλαυση του βίου καθώς «μακροπρόθεσμα θα έχουμε όλοι πεθάνει» (in the long run we are all dead). Η τόνωση της ζήτησης πρέπει να γίνεται έστω και με τη δημιουργία ελλειμμάτων. Το ταμπού του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού λογίζεται ως άλλο ένα κατάλοιπο βαρβαρότητος, όπως και ο χρυσούς κανών.

Οι οπαδοί του Κέϋνς βρήκαν την ευκαιρία να εφαρμόσουν τις θεωρίες του κυρίως μετά τον πόλεμο στην Ευρώπη με τη συνταγή της «αντικυκλικής παρέμβασης» ρίχνοντας δηλαδή ρευστό στην αγορά σε περιόδους υφέσεως ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη της «Μεγάλης Κρίσης» της δεκαετίας του ’30. Πρέπει πάντως να υπογραμμισθεί ότι η Κεϋνσιανή διαχείριση της ζήτησης ήταν για τους οικονομολόγους που την υποστήριξαν φάρμακο ανάγκης, όχι ελιξήριο αιωνίας νεότητος και αλκής όπως την ερμήνευσαν ένιοι πολιτικοί. Δίκαιο είναι επίσης να τονισθεί ότι ο Κέϋνς δεν ζήτησε ποτέ σχεδιασμό της οικονομίας αλλά μόνο «έλλογη, σχεδιασμένη παρέμβαση» για να βελτιώσει τους δείκτες και να καταπολεμήσει τις δυσμενείς εκβάσεις στις οποίες οδηγούσε η «ακαθοδήγητη» αγορά. Ο Κέϋνς ανήκει στην απαισιόδοξη παράδοση των Μάλθους και Μαρξ που αρνούνται τους αυτορρυθμιστικούς μηχανισμούς του Σμίθ. Ωστόσο, το δικό του φάρμακο ήταν σχετικώς ήπιο, καθώς δεν ζήτησε μείωση πληθυσμού ή επανάσταση αλλά μόνο «διαχείριση της ζήτησης» ώστε να αυξηθεί —βραχυπροθέσμως— η ευημερία των πολιτών. Υπό την επίδραση του, οι κίνδυνοι του πληθωρισμού όχι μόνο αγνοήθηκαν αλλά καταπολεμήθηκαν και θεωρητικώς, εφόσον ο πληθωρισμός μπορούσε —κατά τον Κέυνς— να αποδειχθεί σε ορισμένες περιπτώσεις «παραγωγικός». Ο ίδιος θαύμαζε τους Φαραώ διότι τόνωσαν την οικονομία της Αιγύπτου, κυρίως χάρη στις Πυραμίδες που δεν ήσαν οικονομικά «αγαθά» καθώς και τους ηγεμόνες του Μεσαίωνα για τους «άχρηστους» καθεδρικούς ναούς που οικοδόμησαν. Τέλος, θαύμαζε τους μερκαντιλιστές για την εξωτερική εμπορική τους πολιτική και ζήτησε προστασία της εθνικής αγοράς από την εισβολή ξένων προϊόντων που κινδύνευαν να προκαλέσουν ανεργία.

Οι θέσεις του Κέϋνς έγιναν ενθουσιωδώς δεκτές από τις κυβερνήσεις, διότι έμοιαζαν να δικαιώνουν «επιστημονικώς» την πολιτική πλήρους απασχολήσεως, την ανακατανομή του εισοδήματος για λόγους «κοινωνικής δικαιοσύνης», την επέκταση του κράτους και την επ’ αόριστον αναβολή της Μεγάλης Κρίσης, ενώ ευγνώμονες ψηφορόροι ανεδείκνυαν και διατηρούσαν στην εξουσία κόμματα είτε συντηρητικά είτε σοσιαλδημοκρατικά τα οποία διαιώνιζαν την «ιστορική» αυτή παρεμβατική πολιτική. Η νομισματική επέκταση, η αύξηση δηλαδή προσφοράς χρήματος, που προκάλεσαν οι Κεϋνσιανοί σε χώρες όπως η Αγγλία οι οποίες βγήκαν καθημαγμένες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε όντως στην αρχή εντυπωσιακά αποτελέσματα. Περί το τέλος της δεκαετίας του ’60, ωστόσο, άρχισαν οι πρώτοι σοβαροί τριγμοί καθώς ο πληθωρισμός άρχισε να γίνεται απειλητικός. Οι μισθωτοί άρχισαν τότε να προεξοφλούν —πράγμα που δεν είχε προβλέ¬ψει ο Κέϋνς— ζητώντας προκαταβολικώς μεγάλες αυξήσεις ώστε να υπερκαλύψουν την πτώση της ονομαστικής αγοραστικής δύναμης των αποδοχών τους, λόγω βεβαίου πλέον πληθωρισμού. Η «ψευδαίσθηση του χρήματος» που γοήτευε ως τότε συνδικαλιστές, εργαζομένους, κυβερνήσεις και Κεϋνσιανούς οικονομολόγους, διαλύθηκε αποτόμως. Έτσι, η συνεχής νομισματική επέκταση έπαυσε πια να γεννά νέες απασχολήσεις σε νέα εργοστάσια και εγκαινίασε ένα ασταμάτητο κυνηγητό τιμών και ημερομισθίων που επονομάσθηκε —βαρβαρικώς πως— «στασιμοπληθωρισμός» (stagflation). Η ανεργία αυξήθηκε διότι οι συρρικνούμενες επιχειρήσεις προτιμούσαν να απολύουν προσωπικό παρά να ξεπουλάνε ακριβά κτήρια ή μηχανήματα, τα πραγματικά, αποπληθωρισμένα κέρδη εξανεμίστηκαν ενώ οι μεγάλοι φόροι και οι συνεχείς ρυθμιστικές παρεμβάσεις του Κεϋνσιανού κράτους που ήσαν μέτρα ανεκτά σε εποχές παχειών αγελάδων οικονομικής επέκτασης, λειτούργησαν ως πρόσθετα αντικίνητρα στις επενδύσεις. Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το καρτέλ του ΟΠΕΚ επέβαλε τετραπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου, ο Κεϋνσιανισμός απέθανε κλινικώς ως πρόταση πρακτικής οικονομικής πολιτικής. Η αποτυχία του Κεϋνσιανισμού επήλθε διότι η προϊούσα διεθνοποίηση της αγοράς κατέστησε ανέφικτο τον «κεϋνσιανό παρεμβατισμό σε μια μόνο χώρα», διότι η πλήρης απασχόληση που επέτυχε με έκδοση χαρτονομίσματος απεδείχθη δώρον άδωρον, εφόσον δεν αύξησε ούτε την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων ούτε την ανταγωνιστικότητα τους (αντιθέτως μάλιστα) και διότι η συνεχής επέκταση του ρόλου του κράτους στην οικονομία οδήγησε σε έναν ιδιότυπο νέο-κορπορατισμό τελείως αποτυχημένο. Ο στασιμοπληθωρισμός υπήρξε η πρακτική συνέπεια του «υπαρκτού Κεϋνσιανισμού».

Η εργατική κυβέρνηση στην Αγγλία προσπάθησε να θεραπεύσει την κεϋνσιανή νόσο με κρατικοπαρεμβατικά Κεϋνσιανά φάρμακα και ισχυρότερη δόση κορπορατισμού, εισάγοντας μια «πολιτική τιμών και εισοδημάτων» όπου κυβέρνηση, εργοδότες και συνδικάτα θα συμφωνούσαν σε «δίκαιες» —πλην χαμηλές— τιμές για προϊόντα και υπηρεσίες ανταλλάσσοντας (μηδέποτε τηρηθείσες) αμοιβαίες υποσχέσεις εγκράτειας σεβασμού της «συναινετικώς» συμφωνηθείσης αντιπληθωριστικής πολιτικής. Η οικτρή αποτυχία αυτού του νεοκορπορατικού πειράματος ανάγκασε τους ίδιους τους Εργατικούς που το εφάρμοσαν να προσφύγουν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το οποίο επέβαλε τη συνήθη του συνταγή σκληρής νομισματικής και δημοσιονομικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με βοήθεια για το ξεπέρασμα της κρίσης και μέτρα επειγούσης ανάγκης. Το 1979 ήρθε στην εξουσία η Μάργκαρετ Θάτσερ, ενώ οι Εργατικοί αρχιτέκτονες της πολιτικής τιμών και εισοδημάτων βρέθηκαν για πολλά-πολλά χρόνια στην αντιπολίτευση και οι οπαδοί του Κέϋνς κατέφυγαν, οριστικώς πλέον, στα πανεπιστήμια απ’ όπου, άλλωστε, είχαν προέλθει.

Όχι όλοι όμως. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεκίνησε το 1981 τη σταδιοδρομία του ως πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ, εφαρμόζοντας νεο-κεϋνσιανά μέτρα. «Η παραγωγή — γράφει ένας οξυδερκής οπαδός του— θα ενθαρρυνόταν με την αύξηση των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων» (Μ. Σπουρδαλάκης. «ΠΑΣΟΚ» σελ. 288-293), αλλά θα εφαρμοζό¬ταν ταυτόχρονα «έλεγχος τιμών στα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες». Ο Παπανδρέου πάτησε δηλαδή συγχρόνως γκάζι και φρένο, χορήγησε Κεϋνσιανό φάρμακο και Κεϋνσιανά μέτρα ελέγχου ως αντιφάρμακο (τα τελευταία έμειναν στα χαρτιά την πρώτη τετραετία). Ταυτόχρονα εξήγγειλε την ορθολογική οργάνωση των προβληματικών επιχειρήσεων, διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα της οικονομίας και «χειραγώγηση των μονοπωλίων» μέσω «κοινωνικοποίησης στρατηγικών τομέων της οικονομίας». Η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έδωσε μεγάλες αυξήσεις αλλά όπως εξηγεί ο Σπουρδαλάκης, αυτή η «τόνωση της ζήτησης δεν οδήγησε σε αύξηση της εγχώριας παραγωγής» (Σ.Σ. πράγμα αναμενόμενο σε μια μικρή χώρα με ανοικτή αλλά όχι ανεπτυγμένη οικονομία) «αλλά σε αύξηση των εισαγωγών». Επιβεβαιώθηκε έτσι, για άλλη μια φορά, η μονεταριστική αρχή ότι εφόσον η προσφορά αγαθών είναι ανελαστική (όπως είναι στις μη προοδευμένες χώρες) οιαδήποτε αύξηση του κυκλοφορούντος χρήματος θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών —λόγω πλειοδοσίας των κατόχων χρήματος— και όχι σε αύξηση της παραγωγής με μείωση της ανεργίας. Ο πληθωρισμός έμεινε στο 25-26% ενώ η παραγωγικότητα έπεσε κυρίως διότι —κατά Σπουρδαλάκην— «οι προϋποθέσεις εντατικοποίησης της παραγωγής προσέκρουσαν στις εργατικές κινητοποιήσεις», με αποτέλεσμα να χαθούν το 1982 από απεργίες στον ιδιωτικό τομέα 7,9 εκατομμύρια ώρες έναντι 5,3 εκατομμυρίων το 1981. Το μοιραίο αποτέλεσμα που επιφέρει παντού ο εφαρμοσμένος κεϋνσιανισμός επήλθε έτσι ταχύτερα στην Ελλάδα απ’ ό,τι σε άλλες χώρες. «Η προσπάθεια να τονωθεί η οικονομία με τη ρύθμιση της ζήτησης απέτυχε», διαπιστώνει ο Σπουρδαλάκης («ΠΑΣΟΚ» σελ. 290).
Η αποτυχία συγκαλύφθηκε για μεγάλο διάστημα με τη βοήθεια της ΕΟΚ και την αριστερή συνθηματολογία. Όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον Οκτώβριο του 1985, επί υπουργίας Σημίτη στο ΥΠΕΘΟ, ένα «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» που ανέτρεπε τον πασοκικό Κεϋνσιανισμό, χωρίς να ελευθερώνει την οικονομία.

Το πακέτο Σημίτη απέβλεπε κυρίως στη μείωση των αναγκών χρηματοδοτήσεως του Δημοσίου κατά 4%, αύξηση των επιτοκίων, περιορισμό των εισαγωγών, υποτίμηση της δραχμής κατά 15% και έκτακτη εισφορά στα κέρδη. Τα μέτρα δεν απέδωσαν σπουδαία πράγματα αλλά πόνεσαν. «Το 1986 οι μισθωτοί έχασαν 8,6% του πραγματικού τους εισοδήματος», σημειώνει ο Σπουρδαλάκης. Το περίεργο είναι ότι η λιτότης του Σημίτη δεν εμείωσε αισθητώς τη ζήτηση, κυρίως διότι τα μεγάλα κρατικά ελλείμματα συνέχισαν να γεννούν υψηλά δραχμικά εισοδήματα σε ανθρώπους που δεν πρόσφεραν τίποτε στην οικονομία και δευτερευόντως, διότι οι Έλληνες φαίνεται να έχουν καθορίσει ένα επίπεδο κατανάλωσης για τον εαυτό τους, το οποίο διατηρούν εις βάρος, έστω, αποταμιευμάτων τους, όταν μειώνονται τα εισοδήματα τους. Το 1987, πάντως, ο Σημίτης απολύεται και η κυβέρνηση αφηνιάζει για να κερδίσει πάση θυσία τις εκλογές. Η ΕΟΚ που είχε πεισθεί από τον Σημίτη να χορηγήσει ένα μεγάλο δάνειο δεν λησμόνησε ποτέ εκείνη την ελληνική παρασπονδία. Το 1988 το σκάνδαλο Κοσκωτά θολώνει ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα η οποία δονείται πλέον από το σύνθημα «Τσοβόλα δώστα όλα».

Από τη διδαχή του Κέϋνς, το ΠΑΣΟΚ συνεκράτησε γενικώς την περιφρόνηση για το σταθερό νόμισμα και την ουσία του ευδαιμονιστικού μηνύματος «μακροπρόθεσμα θα έχουμε όλοι πεθάνει» που παροτρύνει σε κραιπάλες «εδώ και τώρα». Ορισμένοι υποστηρικτές του προσπάθησαν να διασώσουν τον κεϋνσιανισμό με παραδοξολογίες. Κάποιος, ονόματι Ιωακειμίδης, προσπάθησε να αποδείξει στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 24-9-87 ότι οι μεσουρανούντες τότε Θάτσερ και Ρέηγκαν ήταν στο βάθος καλοί Κεϋνσιανοί. Ο αναγνώστης εκαλείτο έτσι να συμπεράνει ότι η Κεϋνσιανή εγχείρηση επέτυχε, έστω στα χέρια αντιπάλων του Κέυνς, άλλο το τι υπέστη ο ασθενής στα χέρια των οπαδών του. Τη συλλογιστική αυτή κατέστρεψε ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου, δηλώνοντας μετά ένα μήνα στο «Βήμα» (25-10-87) ότι «σήμερα ένας οπαδός του Κέυνς θα είχε οδηγήσει την Ελλάδα σε πτώχευση μέσα σε δύο χρόνια». Η αγορά εκδικείται κατά περίεργο τρόπο αυτούς που την περιφρονούν.

Αγορά εργασίας και συνδικαλισμός

Η προσφορά προϊόντων στην αγορά είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τη ζήτηση. Αυτό επιτάσσει η «αόρατος χειρ» και όποιος την αγνοεί, χρεοκοπεί αργά ή γρήγορα. Ουδείς θα πλήρωνε σήμερα για να αγοράσει κρινολίνα. Ο μεσαιωνικός κατασκευαστής κρινολίνων, ο πεταλωτής, ο σαγματοποιός αλλά και ο τροβαδούρος ή ο τοξότης θα ήσαν σήμερα άνεργοι. Η ταρίχευση απασχολήσεων σε πεπαλαιωμένα εργοστάσια ή ορυχεία εις εφαρμογήν μιάς πολιτικής «πλήρους απασχολήσεως» με κρατικό χρήμα, δεν είναι απλώς συνταγή οικονομικής καταστροφής αλλά και βαθύτατα αντεργατική πολιτική. Όσο για την τόνωση της ζήτησης κατά τις υποδείξεις του Κέϋνς, αυτή δεν καταπολεμά την ανεργία, διότι σήμερα η απασχόληση δεν είναι ομοιογενής. Υπάρχουν δηλαδή ανεργίες στον πληθυντικό. Η προσφορά εργασίας δεν είναι ομοιογενοποιημένη σαν την προσφορά ηλεκτρικού ρεύματος ή ύδατος διότι πολλοί από τους σημερινούς ανέργους δεν είναι καταρτισμένοι για τις σημερινές δουλειές. Όσο μένουν παγιδευμένοι σε τεχνητώς διατηρούμενες στη ζωή ξεπερασμένες απασχολήσεις, χωρίς να ανακαταρτίζονται, τόσο θα δυσκολευθεί η ομαλή απορρόφηση τους στην συνεχώς εξελισσόμενη αγορά εργασίας. Άλλωστε, η εργασία δεν πληρώνεται πια όπως άλλοτε, τόσο για την καταβολή έργου αλλά κυρίως για τους καρπούς του όπως θα τους εκτιμήσει η αγορά.

Ενίοτε, η απώλεια θέσεων εργασίας σε περιόδους χαμηλής γενικής ζητήσεως μπορεί να αποφευχθεί με αποδοχή περικοπών του μισθού, όπως έγινε στην Ιαπωνία κατά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70 και στην Αμερική μεταξύ 1980 και 1986 με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εκεί 12 εκατομμύρια νέες απασχολήσεις (Έconomist”, 27.8.87). Την ίδια εποχή η Ευρώπη έχανε 3 εκατομμύρια απασχολήσεις, διότι οι Ευρωπαίοι εργάτες απεχθάνονται γενικώς να θυσιάζουν τα «κεκτημένα» τους (υψηλά βασικά μεροκάματα, κοινωνικές ασφαλίσεις, απαγόρευση απολύσεων, άκαμπτο ωράριο) για ένα τόσο αόριστο ιδανικό όπως είναι η καταπολέμηση της ανεργίας. Ο Α. Κουτσόγιωργας, στο άρθρο του «Νεοφιλελευθερισμός: Μύθος και πραγματικότητα» («Βήμα», 26.7.87) αποφαίνεται: «Ας μη γελιόμαστε. Κανένα κεκτημένο δικαίωμα δεν είναι ασφαλές στον νεοφιλελευθερισμό». Εάν έλεγε ότι κανένα «κεκτημένο» δεν είναι ασφαλές στην αγορά, ο Κουτσόγιωργας θα είχε δίκιο. Το μόνο κεκτημένο στον οικονομικό τομέα που προστατεύει ως κόρην οφθαλμού ο φιλελευθερισμός είναι το δικαίωμα του επιχειρείν εν ασφαλεία σε ένα ευνομούμενο κράτος, όπου μεταξύ άλλων η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει αποτελεσματικούς το τραπεζικό σύστημα.

Το σημαντικότερο κεκτημένο που γεννά ανεργία είναι το νομοθετημένο υψηλό βασικό μεροκάματο. Στις ΗΠΑ το ελάχιστο μεροκάματο και ο βασικός μισθός έχουν μείνει χωρίς αναπροσαρμογή από το 1980, με αποτέλεσμα το 1988 ένα ποσοστό 95% των εργαζομένων να παίρνουν πια αυτές τις αποδοχές κατ’ επιλογήν της αγοράς και όχι κατ’ εφαρμογήν του νόμου. Τον Ιούνιο του 1989 ο πρόεδρος Μπους απέρριψε, χρησιμοποιώντας το «βέτο» του, πρόταση του πάντοτε λαϊκιστικοτέρου Κογκρέσσου για νομοθετική αύξηση του βασικού μισθού και ημερομισθίου, χρησιμοποιώντας ως κύριο επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτό θα αυξανόταν η ανεργία. Στην Ελλάδα έχουμε διατηρήσει ευλαβικώς στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο αυτό που ο Κόλμερ ονομάζει προσφυώς «τη μηχανή ανεργίας που λέγεται κατώτατος μισθός» («Μεσημβρινή», 21.6.89). Η λυσσώδης αντίδραση της ΓΣΕΕ το καλοκαίρι του 90 στο πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης, που προέβλεπε τη δυνατότητα μερικής απασχολήσεως και ωρομισθίου, ήταν ένα δείγμα αυτής της ιδιόμορφης πάλης των τάξεων μεταξύ απασχολουμένων εργατών αφ’ ενός και ανέργων (νέων, φοιτητών, γυναικών) αφ’ ετέρου, που προσφέρονται να εργασθούν με μειωμένο ωράριο. Η επιτροπή Αγγελόπουλου —της οποίας τα πορίσματα χαιρετίσθηκαν γενικώς με θέρμη από το ΠΑΣΟΚ και το Συνασπισμό— επισήμανε ως σοβαρή ατέλεια την «ντε φάκτο απαγόρευση της μερικής απασχολήσεως και του ωρομισθίου», τονίζο¬ντας ότι «η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας μακροχρονίως αποβαίνει προς όφελος των εργαζομένων, αφού συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση των συνθηκών παραγωγής και στην άνοδο της απασχολήσεως και των μισθών» («Ελευθεροτυπία», 7.4.90).

Μια άποψη που υποστήριζε άλλοτε ο Α. Παπανδρέου και σήμερα ακόμη ο Βεργόπουλος («Αποανάπτυξη σήμερα», σελ. 214), μοιάζει να δικαιώνει θεωρητικώς όχι μόνο το υψηλό βασικό μεροκάματο αλλά όλα τα αιτήματα για μισθολογικές αυξήσεις με το επιχείρημα ότι όσο πιέζεται η επιχείρηση να αυξάνει τους μισθούς του προσωπικού, τόσο αναγκάζεται να εκσυγχρονισθεί για να διατηρήσει τα κέρδη της. Τα παραδείγματα της Γερμανίας και των ΗΠΑ, ωστόσο, που φέρνει ο συγγραφέας — αντιπαρερχόμενος χωρίς ουσιαστική εξήγηση το αντίθετο παράδειγμα της Ιαπωνίας— δεν είναι πειστικά. Ο μηχανισμός, που περιγράφει ο Βεργόπουλος και που είναι γνωστός στη βιβλιογραφία ως «φαινόμενο Ρικάρντο» (Ricardo effect) από το όνομα του Άγγλου οικονομολόγου που το περιέγραψε πρώτος, υπάρχει βεβαίως αλλά εκδηλώνεται μετά την απογείωση, συμβαδίζει με πλήρη αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας (και όχι ευκαιριακούς εκσυγχρονισμούς εδώ και εκεί) και —το κυριότερο— ωφελεί μόνον το προσωπικό που θα καταρτισθεί στις νέες δεξιότητες. Οι παραδοσιακοί εργαζόμενοι διεκδικητές υψηλών αποδοχών θα μείνουν μια ώρα αρχύτερα εκτός του νυμφώνος, όταν προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός. «Η τάση για αύξηση μισθών δεν είναι η αιτία αλλά το αποτέλεσμα της τεχνολογικής βελτιώσεως», διαπιστώνει ο φον Μίζες (“Human Action” σελ. 275). Τούτο αποδεικνύεται καθημερινά και όχι μόνο με το παράδειγμα της Ιαπωνίας, όπου ο πρωτοφανής τεχνολογικός εκσυγχρονισμός συνεβάδισε εξ υπαρχής με χαμηλά μεροκάματα, μεγάλη πειθαρχία και ουσιαστικώς ανύπαρκτο συνδικαλισμό. Τα παραδείγματα των χωρών της Ν. Α. Ασίας αλλά και της αδελφής Κύπρου, δείχνουν ότι ο συνδυασμός χαμηλού κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, εργατικού δυναμικού υψηλής καταρτίσεως και αυτοπειθαρχίας με είτε ανύπαρκτα είτε μετριοπαθή συνδικάτα, είναι αλάνθαστη συνταγή επιτυχίας η οποία οδηγεί σε αυξήσεις μισθών κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού, όχι του συνδικαλισμού. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ενώ οι αποδοχές των εργαζομένων αυξάνονται στις χώρες του ώριμου καπιταλισμού, ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργα¬ζομένων φθίνει. Στην Αγγλία, το TUC (αντίστοιχο της δικής μας ΓΣΕΕ) είχε 12,2 εκατομμύρια μέλη το 1979 και μόλις 8,7 το 1988 (“Economist” 2-9-89). Στην ραγδαίως αναπτυσσόμενη σοσιαλιστική Ισπανία, οι συνδικαλισμένοι δεν υπερβαίνουν το 16% των εργαζομένων. Στην Ελλάδα, φθάνουν το 35%.

Η κρίση του παραδοσιακού συνδικαλισμού οφείλεται σε αβεβαιότητα ως προς τον λόγο υπάρξεως του. Τα συνδικάτα έχουν συνηθίσει να παρεμβαίνουν «διορθωτικώς» στη λειτουργία των νόμων της αγοράς, πράγμα που είχε ίσως κάποια δικαίωση στην αυγή του καπιταλισμού. Ήδη, όμως, οι νόμοι της αγοράς έχουν ικανοποιήσει τις πιο φιλόδοξες προσδοκίες των εργαζομένων στα επαγγέλματα που έχουν ζήτηση αχρηστεύοντας έτσι τελείως το ρόλο των συνδικάτων. Αντιθέτως, όπου οι νόμοι της αγοράς λειτουργούν εναντίον των εργαζομένων σε συγκεκριμένους κλάδους (χαλυβουργεία, ορυχεία, χημική βιομηχανία, ναυπηγεία) εκεί αυτοί προσπαθώντας μάταια να αποτρέψουν το μοιραίο, συνδικαλίζονται, συνασπίζονται και διαδηλώνουν υπέρ της τεχνητής διατήρησης στη ζωή καταδικασμένων μονάδων με ευθύνη του κράτους και χρήμα των φορολογουμένων. Ο παραδοσιακός συνδικαλισμός αγωνίζεται έτσι να συγκροτεί και να εξοπλίζει θαλάμους εντατικής για ετοιμοθάνατες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Παλαιότερα η «ενότητα δράσης» χιλιάδων εργατών σε εργοστάσια-μεγαθήρια επέτρεπε να συγχωνεύονται όλες οι ιδιαιτερότητες στη χοάνη ορισμένων γενικότατων κοινών αιτημάτων τα οποία λειτουργούσαν ενοποιητικώς και ευνοούσαν την καλλιέργεια δυσανεξίας προς «διασπαστές», προς «πουλημένους» και βεβαίως προς τα «μισητά αφεντικά». Τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα καλλιεργούσαν αυτό το κλίμα ταξικού μίσους και το αναπαρήγαν στον πολιτικό τομέα. Σήμερα, υπάρχει αβεβαιότης για το ποιος είναι ο ταξικός εχθρός διότι όταν η επιχείρηση κερδοφορεί, πληρώνει καλά, χωρίς «πίεση απ’ τα κάτω».

Ειδάλλως χρεοκοπεί. Ποιος εργαζόμενος λοιπόν νά ζητήσει τι και από ποιόν; Υπάρχει σύγχυση ως προς τη γραμμή του ταξικού μετώπου από τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας έπαψε να είναι χώρος συγκρούσεων. Οι απεργίες κατά του προγράμματος σταθεροποίησης της Ν.Δ. το 1990 και τις αρχές του 1991 ήσαν όλες στο δημόσιο τομέα, καμία δεν έγινε στον ιδιωτικό. («Οικονομικός Ταχυδρόμος» 26.3.91). Μοιάζει οι συνδικαλιστές να έχουν καταλάβει ότι δεν έχουν πια αιτήματα προς ιδιώτες εργοδότες αλλά μόνο προς το κράτος, ακριβώς διότι το κράτος είναι ο μόνος «εργοδότης» που μπορεί ακόμη να παραλογίζεται και να πληρώνει καλά λεφτά σε ανθρώπους που δεν παράγουν τίποτε το χρήσιμο.

Ο ιδιωτικός τομέας, βέβαια, συμβαίνει να γεννά τις απασχολήσεις που θέλει ο καταναλωτής, όχι αυτές που θέλει ο εργαζόμενος ή ο διανοούμενος που τον υποστηρίζει. Σχολιάζοντας τα εκατομμύρια των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν στις ΗΠΑ στη δεκαετία του ’80, ο Μ. Παπαγιαννάκης («Μεσημβρινή», 28.4.88) τις χαρακτηρίζει ως «χαμηλού επιπέδου υπηρεσίες, γκαρσόνια και κλητήρες» και ως εκ τούτου «ανασφαλείς». Σε μια ελεύθερη οικονομία, όμως, όλες οι θέσεις εργασίας είναι εξ ορισμού ανασφαλείς, πλην των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι βρίσκονται εκτός που πεδίου δράσεως της «αοράτου χειρός». Οι παραδοσιακοί προλετάριοι της φάμπρικας και των ορυχείων συμβαίνει σήμερα να είναι οι ανασφαλέστεροι όλων, καθώς ο αριθμός τους συρρικνώνεται μέρα με τη μέρα. Τούτο δεν είναι καταστροφικό για τους ευπροσάρμοστους εργαζόμενους. Στην Αμερική, ο απολυόμενος εργάτης χαλυβουργίας δεν θεωρεί ότι καταρρέει κοινωνικώς αν δουλέψει για ένα διάστημα ως «γκαρσόνι» ή «κλητήρας», ενώ θα καταρτίζεται τις ώρες της σχόλης του στους κομπιούτερ. Η εκπληκτική κινητικότητα των Αμερικανών που αλλάζουν 5 ή 6 επαγγέλματα κατά τη διάρκεια της ζωής τους, είχε ήδη εντυπωσιάσει τον Τoqueville. Ίσως η εξήγηση να βρίσκεται στο ότι οι Αμερικανοί δεν εβίωσαν ποτέ τη φεουδαρχία που διαχώριζε τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους, ανάλογα με τη δουλειά που έκαναν, ούτε επηρεάσθηκαν ποτέ από τον Μαρξ ο οποίος θεωρούσε εχθρικές δυνάμεις τους κεφαλαιούχους, φίλιες δυνάμεις τους χειρώ¬νακτες προλετάριους και οιονεί παράσιτα όλους τους ενδιάμεσους άλλους.

Ο φόβος που εκδηλώνεται από μερικούς στην Ελλάδα ότι θα γίνουμε «χώρα γκαρσονιών» —ενώ ο υπαρκτός κίνδυνος να γίνουμε χώρα δημοσίων υπαλλήλων δεν προβληματίζει και τόσο— δείχνει, εκτός των άλλων, και άγνοια στοιχειωδών δεδομένων της σύγχρονης οικονομίας. Η δουλειά του γκαρσονιού, του κουρέα και των άλλων συναφών επαγγελμάτων, του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών, δεν κινδυνεύει από αυτοματοποίηση, ενώ αντίθετα οι υπηρεσίες αυτές ζητούνται όλο και περισσότερο όσο ανεβαίνουν τα εισοδήματα. Άλλωστε, οι Έλληνες που μεταναστεύουν στην Αμερική μπορεί να ξεκι¬νούν από γκαρσόνια αλλά πολλοί από αυτούς εξελίσσονται μέσα σε μία ή δύο γενεές σε πανεπιστημιακούς και σε εκατομμυριούχους επιχειρηματίες. Δεν υπάρχει αποχρών λόγος τούτο να μη συμβεί και στην Ελλάδα. Ίσως, βέβαια, να είναι κάπως αργά να ανταγωνισθούμε επιτυχώς την Ελβετία στα όργανα ακριβείας, την Ιαπωνία στην παραγωγή αυτοκινήτων και τη Γερμανία στις μηχανοκατασκευές. Ωστόσο, το παράδειγμα της Σιγκαπούρης που κυριαρχεί στα ηλεκτρονικά και της Κορέας που έχει γίνει ασυναγώνιστη στη ναυπηγική βιομηχανία μέσα σε 30 χρόνια, δείχνει ότι ουδείς έχει ποτέ καταδικάσει κανένα λαό να μείνει εσαεί αιχμάλωτος της παραδοσιακής του οικονομίας αλλά και κανείς δεν θα του χαρίσει ποτέ μερίδιο της διεθνούς αγοράς για οποιοδήποτε λόγο (εθνοφυλετικό, θρησκευτικό ή προγονικού κλέους). Η καταπολέμηση της ανεργίας όπως και της πείνας ή της φτώχειας είναι πολιτικό πρόβλημα. Φαίνεται, πάντως, να θαμποχαράζει μια νέα εποχή στην αγορά εργασίας η οποία τρομοκρατεί τους πάσης φύσεως συντηρητικούς, ιδίως τους εξ αυτών αριστερούς.

Περί τα μέσα του 19ου αιώνος, οι απασχολούμενοι στον αγροτικό τομέα στην Αγγλία έπεσαν για πρώτη φορά κάτω από το 50% (σήμερα κυμαίνονται περί το 4%). Αμέσως άρχισαν τότε κραυγές αγωνίας. Πώς θα ζούσε η Αγγλία όταν πάνω από τους μισούς Άγγλους θα παρήγαν προϊόντα που δεν τρώγονται; Το 1880, στις χώρες που συναποτελούν σήμερα τον ΟΟΣΑ, το 50% των ανθρώπων δούλευαν τη γη. Σήμερα, το ποσοστό κυμαίνεται περί το 5% και το μόνο πρόβλημα είναι… η υπερπαραγωγή τροφίμων. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Fourastié (“Monde”, 11.9.87) υπολόγισε ότι τον Mεσαίωνα η παραγωγή ενός στατήρος σίτου (1 στατήρ = 50 κιλά) απαιτούσε 200 εργατοημέρες, ενώ σήμερα απαιτεί 4. Αυτός ο πεντηκονταπλασιασμός παραγωγικότητας επετεύχθη με τη λειτουργία της αγοράς της «αοράτου χειρός» και του ανταγωνισμού και όχι βέβαια βάσει κρατικού «σχεδίου». Η «αόρατος χειρ» δεν σταμάτησε δύο αιώνες τώρα στην Ευρώπη και την Αμερική να διοχετεύει πόρους και προσωπικό στις αποδοτικότερες επιχειρήσεις αμείβοντας έτσι την επιτυχία και εκκαθαρίζοντας το έδαφος από θνήσκοντες δεινόσαυρους. Αυτή η εκατόμβη των απροσάρμοστων δεν μείωσε τις απασχολήσεις, αντιθέτως τις πολλαπλασίασε. Από το 1880 έως τις μέρες μας η απασχόληση στις βιομηχανικές χώρες που συναποτελούν τον σημερινό ΟΟΣΑ έχει τριπλασιασθεί παρ’ όλον ότι η βιομηχανική επανάσταση κατήργησε τα 2/3 των επαγγελμάτων που προϋπήρχαν αυτής. Μεταξύ 1870 και 1973 το ποσοστό των απασχολουμένων γυναικών στις χώρες του ΟΟΣΑ ανέβηκε από το 14% του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού στο 56%). Η κοσμογονία αυτή συνεχίζεται. Οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση —που τόσο γοήτευσαν τον Μαρξ— προβλέπεται να πέσουν έως το τέλος του αιώνα στο 20% περίπου των οικονομικώς ενεργών ατόμων. Μετά το 2000, οκτώ στους δώδεκα εργαζομένους προβλέπεται ότι δεν θα παράγουν πια τρόφιμα ή αντικείμενα αλλά θα προσφέρουν ιδέες, υπηρεσίες, τεχνογνωσία. Ήδη, το ποσοστό της μεταποίησης στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ιαπωνίας έπεσε από το 36% που ήταν το 1970 στο σημερινό 29%, στην Αμερική από 26% σε 19% και στη Βρετανία από 28% σε 20% (“Economist” 9.11.91). Η δημιουργία πλούτου δεν απαιτεί πια εργοστάσια που παράγουν μαζικώς υλικά αγαθά. Έχει μετατοπισθεί στα άυλα αγαθά, στα προγράμματα των υπολογιστών, στην καινοτομία, στην πρωτότυπη σύλληψη, δηλαδή στην πνευματική προσφορά. Οι μηχανές υποκατέστησαν τη φυσική ρώμη που ήταν περιζήτητη στους δούλους, οι κομπιούτερ υποκαθιστούν την πνευματική εργασία ρουτίνας και αναδεικνύουν αντιθέτως την ικανότητα του κρίνειν, την παιδεία όπως την έλεγαν οι αρχαίοι. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλες Αμερικανικές και Αγγλικές εταιρείες προσλαμβάνουν σήμερα ως στελέχη με μεγάλο μισθό τους αριστούχους κλασικών σπουδών.

Όσο φθηναίνει η πληροφορία, τόσο μειώνονται εξάλλου τα «πλεονεκτήματα» της μεγάλης επιχείρησης η οποία έγινε μεγάλη, ακριβώς για να συγκεντρώσει αρμοδιότητες, διεύθυνση, πληροφορίες και λειτουργίες υπό μία και την αυτή στέγη. Η στιγμιαία αποστολή εγγράφων στα πέρατα της γης, οι τηλεσυνεδριάσεις, η χρήση του βίντεο και των ολοκληρωμένων συστημάτων πληροφορικής επιτρέπουν σήμερα το διαχωρισμό των λειτουργιών. Άλλωστε και η φύση της εργασίας έχει αλλάξει. Το εργοστάσιο του μέλλοντος αναμένεται να ελευθερωθεί οριστικώς από τις δύο μεγάλες δουλείες της συμβατικής βιομηχανικής παραγωγής: oικονομίες κλίμακας και τυποποιημένα προϊόντα. Μυριάδες μικρές παραγωγικές μονάδες θα μπορούν να ειδικευθούν στις «οικονομίες ποικιλίας». Ο καπιταλισμός που ξεκίνησε από την ατομοκεντρική κατανάλωση και οδηγήθηκε στην πληθοπαραγωγή προωθεί ήδη την ατομοκεντρική παραγωγή. Με τις μεθόδους «εύκαμπτης αυτοματοποίησης» (χωρίς δηλαδή πια την ανάγκη εν σειρά παραγωγής του ίδιου προϊόντος) οι μικρές αυτές μονάδες θα μπορούν να παράγουν φθηνά προϊόντα επί παραγγελία. Η αυτοματοποιημένη αυτή ιδιοπαραγωγή, όπου ο σχεδιασμός του προϊόντος γίνεται στην οθόνη, επιτρέπει στον παραγωγό να προσφέρει στον πελάτη πρωτοφανές φάσμα επιλογής πριν από την κατασκευή του προϊόντος, η οποία μπορεί άλλωστε να γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου αν εκεί είναι φτηνά τα μεροκάματα και οι πρώτες ύλες. Καταργούνται έτσι οι τεράστιοι αποθηκευτικοί χώροι και τα έξοδα φύλαξης, ενώ η διάκριση επιχειρηματία-μισθωτού βαίνει μειούμενη μέχρις εξαφανίσεως, καθώς πηγή πλούτου δεν είναι πια τόσο γη, κτίρια και μηχανές όσο εξυπνάδα, ταλέντο και ιδέες. Η μεταβιομηχανική εποχή θα σημάνει μεταφορά δύναμης (οικονομικής αλλά και πολιτικής) από το κέντρο στην περιφέρεια, από τα συγκεντρωτικώς διοικούμενα βιομηχανικά μεγαθήρια στις άπειρες μικρές αυτοτελείς μονάδες που δεν θα είναι ούτε εντάσεως κεφαλαίου ούτε εντάσεως εργασίας, αλλά εντάσεως ευφυίας.

Ήδη οι Αμερικανοί εκδότες πλουτίζουν εξάγοντας, όχι βιβλία αλλά «δικαιώματα». Το αόρατο εμπόριο ιδεών, τεχνογνωσίας, πνευματικών προϊόντων αναβαθμίζει την ευρεσιτεχνία, το σχέδιο, τη σύλληψη, την πνευματική ιδιοκτησία. Σε μια τέτοια προοπτική, όχι μόνο η απασχόληση αλλά και όλες οι παραδοσιακές ιδέες για την ανεργία, τον συνδικαλισμό, το κεφάλαιο και την οικονομία είναι φυσικό να αλλάξουν. Τις εξελίξεις αυτές μοιάζει να έχει εννοήσει ακόμη και ο Γεράσιμος Αρσένης, ο οποίος διαπιστώνει («Πολιτική Κατάθεση», σελ. 246) ότι η μελλοντική τεχνολογία θα είναι «εντάσεως της ανθρώπινης αντίληψης και όχι… εντάσεως κεφαλαίου». Ο ίδιος προσθέτει ότι στις ΗΠΑ η νέα τεχνολογία ανέδειξε φοιτητές, εφήβους που ξεκίνησαν από πολύ μικρές μονάδες στα γκαράζ των γονέων τους. «Αν δεν αντιδράσουμε στις διαγραφόμενες προοπτικές», προσθέτει ο κ. Αρσένης, «θα γίνουμε αγροτοτουριστικό κράτος στα πλαίσια της Ευρώπης». Περίεργη λογική βέβαια, διότι η ευφυία και η χρήση νέων τεχνολογιών δεν είναι περιττές στη σημερινή γεωργία και τον τουρισμό. Πώς όμως πρέπει να «αντιδράσουμε»; Πρέπει, λέει ο κ. Αρσένης, «να παρέμβουμε δυναμικά (ΣΣ. δική μου υπογράμμιση) σε επιλεγμένους νέους τομείς οικονομικής δραστηριότητας… να βρούμε 700.000 νέες θέσεις εργασίας για τη νέα γενιά» (σελ. 271) «να αλλάξουμε τους κοινωνικούς μηχανισμούς, τον κοινωνικό περίγυρο» (σελ. 281) και άλλα παρεμβατικά παρόμοια.

Έχει ένα τραγικό στοιχείο η στάση των κρατικοσοσιαλιστών στο κατώφλι της μεταβιομηχανικής εποχής, θυμίζει τους σχολαστικούς του μεσαίωνα που επανερμήνευαν προσωρινώς τη Βίβλο με κάθε νέα επιστημονική πρόοδο και επανέρχονταν στην παραδοσιακή πηγή πάσης γνώσεως και πάσης σοφίας, μόλις κόπαζε κάπως ο θόρυβος από την ανακάλυψη. Στο μεταξύ, ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ο οικονομολόγος-δημοσιολόγος Αθ. Παπανδρόπουλος, τόσο στα κείμενά του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» όσο και στο εμπερίστατο άρθρο του στον τόμο: «Η Ελλάδα σε κρίση», δεν σταματά να διακηρύσσει τον λόγο της νέας τεχνολογικής αληθείας, να αποκαλύπτει τις δυνατότητες που ήδη αξιοποιούνται στο εξωτερικό και να στηλιτεύει τους βαθύτατα νυχτωμένους, μακάριους Έλληνες αρμόδιους ως τελείως ανυποψίαστους για το νέο αυτό ξεκίνημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τονίζει δε ορθότατα ότι «στην παραγωγή και κυκλοφορία της πληροφορίας παρατηρείται μια εξατομίκευση που βοηθάει την ιδιωτική δημιουργία αλλά και την πνευματική αυτονομία». Η βάσιμη ελπίδα είναι ότι αργά ή γρήγορα θα πρυτανεύσει στην Ελλάδα αυτή —και όχι η Αρσένειος— αντίληψη της μεταβιομηχανικής εποχής.

Το καινούργιο λοιπόν στοιχείο στην εποχή μας είναι ότι το σημαντικότερο εργαλείο αρχίζει πια να γίνεται ο νους. Η παραδοσιακή αριστερά, ωστόσο, έχει μείνει στον χαμηλής διανοητικής ικανότητας εργάτη τύπου Ράμπο, όλο μυώνες, στέρνο, επαναστατική διάθεση και κομματική πειθαρχία. Οι μπρατσωμένοι προλετάριοι με τη λερή φόρμα που παράγουν χρήσιμα χαλύβδινα αντικείμενα, εξορύσσουν κάρβουνο και οικοδομούν τούβλο-τούβλο το σοσιαλισμό, εξακολουθούν να διέπουν ως ιδεατότυπος τη φιλοσοφία της ταξικής πάλης και ας έχουν μείνει μόνο στις αφίσσες. Οι σημερινοί προλετάριοι δουλεύουν ήδη όλο και περισσότερο με το μυαλό τους και δεν φλέγονται από την επιθυμία να εξολοθρεύσουν τους αστούς αλλά να τους μοιάσουν. Το ενδιαφέρον είναι ότι σήμερα το μπορούν, ιδίως στην Ελλάδα όπου οι προλετάριοι, ως διαπιστώνει ο Τσουκαλάς, «δεν αποκτούν ποτέ μαζική εργατική συνείδηση. Η προλεταριοποίηση τους είναι συνήθως προσωρινή και η πλειοψηφία περνάει γρήγορα σε μικροαστικές λειτουργίες» («Εξάρτηση και Αναπαραγωγή», σελ. 344). Αυτή καθεαυτή η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ωστόσο, δεν επιφέρει κατά αυτόματο τρόπο αλλαγή των νοοτροπιών.. Ο σημερινός μισθωτός βιώνει μιαν αντίφαση στη ζωή του. Η φιλελεύθερη πολιτεία προβάλλει το πρωτείο του ατόμου και την αξία της επιλογής. Ωστόσο, ένα πλήθος μισθωτών εξακολουθεί να διαμορφώνει τις ιδέες και την πολιτική του, ζώντας επί οκτώ ώρες κάθε μέρα σε ένα περιβάλλον εντόνως ιεραρχικό όπου με ήπιο —έστω— τρόπο σε άνετους χώρους και χωρίς ιδιαίτερο άγχος οφείλει να διεκπεραιώνει συγκεκριμένο έργο υπό την παρακολού-θηση προϊσταμένων και κατ’ εφαρμογήν των οδηγιών τους. Αναπτύσσεται έτσι η συνήθεια της υποταγής και η «υπαλληλική νοοτροπία» για την οποία μιλάει ο Hayek που δεν παρωθούν το άτομο σε ανεξαρτησία, αυτοπροσδιορισμό, πρωτοβουλία και διακινδύνευση. Έτσι, οι ριψοκίνδυνοι γίνονται επιχειρηματίες, ενώ οι άλλοι τείνουν να συνδικαλί-ζονται, παραδοσιακώς πειθαρχούντες στους κομματικούς τους ηγέτες και σπανίως προβληματιζόμενοι. Δεν είναι να απορεί κανείς ότι υπό αυτές τις συνθήκες οι εργαζόμενοι γίνονται ενίοτε εσωστρεφείς, παθητικοί, αδιάφοροι για τη δουλειά που κάνουν, κραυγαλέα διεκδικητικοί ως σύνολο και ταυτόχρονα αδρανείς ως άτομα. Τα σχετικώς μεγάλα τους εισοδήματα δεν βελτιώνουν την κατάσταση διότι οι ευημερούντες προλετάριοι με μεσοαστικό επίπεδο ζωής, αυτοκίνητο, ψυγείο, τηλεόραση και πληρωμένες διακοπές δεν αποκτούν εξ αυτού τούτου του γεγονότος νοοτροπία ριψοκίνδυνου αποφασιστή.

Ως τώρα δεν διαφαινόταν λύση στον ορίζοντα. Ήδη με τη χαραυγή της μεταβιομηχανικής εποχής, όπου η παραγωγή γίνεται όλο και πιο ατομοκεντρική τα πράγματα αλλάζουν. Ο δίαυλος μέσα από τον οποίο θα περάσουν οι καινούργιες εργασιακές σχέσεις και η κατίσχυση του πρωτείου του ατόμου στο χώρο εργασίας είναι η σύνδεση της προσφοράς του εργαζομένου με την αμοιβή του, καθώς όλο και περισσότερο θα αμείβεται το έργο μάλλον παρά η απλή παρουσία στο εργοστάσιο. Η ιδέα ότι ο μισθός είναι μια: «ταρίφα» κοινή για όλους, ότι όλοι είναι λίγο-πολύ το ίδιο αφού πληρώνονται το ίδιο και μπορούν να αντικαθιστούν ο ένας τον άλλον, ωσάν να ήσαν συσσωρευτές ενός κινητήρα, είναι ήδη ξεπερασμένη. Οι ίδιοι οι καινοτόμοι εργοδότες έχουν αντιληφθεί ότι σήμερα η διαφορά της επιχειρηματικής επιτυχίας από την αποτυχία ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του νοήμονος εργαζομένου που αναπτύσσει πρωτοβουλία, ξέρει τι κάνει και το κάνει με ελάχιστη καθοδήγηση. Αυτός ο εργαζόμενος νέου τύπου είναι και αυτός ένας επιχειρηματίας στο χώρο του, καθώς αξιοποιεί το κεφάλαιο του, δηλαδή τις δεξιότητες του κατά τον καλύτερο τρόπο.

Σύνδεση αμοιβής με παραγωγικότητα

Η ισοπέδωση των αποδοχών, όσο υψηλές και αν είναι αυτές, επιφέρει ισοπέδωση και των ανθρώπων όπως έχουν από καιρό διαπιστώσει οι επιχειρηματίες και έχουν προσφά¬τως αρχίσει να ανακαλύπτουν και ορισμένοι πρωτοπόροι οικονομολόγοι. Κατά τις μεγάλες κινητοποιήσεις και απεργίες του Φεβρουαρίου 1987, οι Έλληνες συνδικαλιστές έθεσαν στον τότε Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και αρχιτέκτονα της «λιτότητας» Σημίτη ένα αίτημα εκ πρώτης όψεως λογικότατο: «Όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες», είπαν, «διακινούνται ελεύθερα στην αγορά και αυξάνονται οι τιμές τους. Μόνο η εργασία μας βρίσκεται στη διατίμηση». Αυτό που ζητούσαν, ωστόσο, δεν ήταν να ελευθερωθεί η αγορά εργασίας και να ρυθμίζονται οι αποδοχές βάσει του νόμου προσφοράς και ζήτησης. Οι συνδικαλιστές ζητούσαν να αρθεί το ανώτατο όριο που είχε καθορίσει ο Σημίτης, ώστε να μπορούν με την πίεση τους να παίρνουν όλο και περισσότερα, αλλά να διατηρηθεί βεβαίως όλη η πανοπλία των ρυθμιστικών παρεμβάσεων, με απαγόρευση απολύσεων, υψηλά νομοθετημένα μεροκάματα και τα λοιπά «κεκτημένα». Ο Μητσοτάκης, αντιθέτως, μιλώντας στη Βουλή το Φεβρουάριο του 1987 επέκρινε τον Σημίτη διότι με τα μέτρα του έδεσε τα χέρια των επιχειρηματιών και στον μισθολογικό τομέα, απαγορεύοντάς τους να αμείβουν ικανοποιητικώς τους αποδοτικούς εργαζομένους και να ενθαρρύνουν την επιτυχία επιβραβεύοντάς την. Άλλωστε, αυτή η ισοπέδωση είναι και αντίθετη με τη διδασκαλία του Μαρξ, ο οποίος είπε ότι στο σοσιαλισμό θα αμείβεται ο καθένας «ανάλογα με την προσφορά του». Στο έργο του «Κριτική του Προγράμματος της Gotha» διευκρινίζει ότι θα υπάρξουν οπωσδήποτε φυσικές διαφορές μεταξύ εργατών ως προς τις ικανότητές τους και τόνισε ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να αμείβονται άνισα έτσι ώστε να αποφευχθεί η αδικία ίσης αμοιβής για άνιση παραγωγικότητα. Ποτέ δεν ζήτησε ο Μαρξ να παίρνουν όλοι οι εργαζόμενοι τα ίδια, ανεξαρτήτως της προσφοράς του καθενός. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι, αν δεν υπήρχε ο θεσμός της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ο κάθε παραγωγικώς εργαζόμενος εργάτης θα έπαιρνε το σύνολο της αξίας που παρήγε ενώ τώρα ένα τμήμα της (η «υπεραξία») ενθυλακώνεται από τον εκμεταλλευτή κεφαλαιοκράτη. Επομένως, η σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα είναι ενσωματωμένη στο μαρξιστικό πρότυπο, μόνο που ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις διαφορές της παραγωγικότητας από εργάτη σε εργάτη, εργοστάσιο σε εργοστάσιο και χώρα σε χώρα.

Η μισθολογική διαφοροποίηση ανάλογα με την προσφορά του εργαζομένου εισάγει τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας. Η ισοπέδωση των αποδοχών κατοχυρώνει το μονοπώλιο των λιγότερο ικανών και εργατικών να εκμεταλλεύονται, στην ουσία, την προσφορά των ικανοτέρων συναδέλων τους αφού οι αυξήσεις που παίρνουν όλοι, οφείλονται κυρίως στους παραγωγικούς εργαζομένους. Ορισμένοι φιλεργάτες ανησυχούν διότι εάν, λένε, αναγνωρισθεί στον επιχειρηματία το δικαίωμα να πληρώνει περισσότερο όποιους εκείνος προκρίνει, μπορεί αυτός ύστερα να χρησιμοποιήσει αυτή την πρακτική ως επιχείρημα για να αρνηθεί τη γενική αύξηση μισθών. Βεβαίως μπορεί. Το θέμα δεν είναι τι επιχειρήματα μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εργοδότης αλλά τι περιθώρια έχει να δώσει αυξήσεις, οποιεσδήποτε αυξήσεις. Αν το «πριμ παραγωγικότητας» που θα δώσει ο εργοδότης αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη, θα έρθει και η σειρά των λιγότερο παραγωγικών να πάρουν και αυτοί κάποια αύξηση. Ο εργοδότης έχει συμφέρον να κρατήσει, επί θυσία μέρους των κερδών του έστω, τους παραγωγικούς εργαζομένους στην επιχείρηση του. Η απλή αυτή λογική, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε προσιτή στους κρατικοπαρεμβατικούς οικονομολόγους, τινές των οποίων επιθυμούν να υπαγορεύσουν στις επιχειρήσεις τι αυξήσεις θα δώσουν, πότε, σε ποιους και με ποιο σύστημα.

Έτσι,ο Αιμ. Ζαχαρέας, από τους λίγους πια εναπομείναντες μαρξιστές της ΕΑΡ, σε ένα μεγάλο άρθρο του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (11.10.87) αναπτύσσει τους χίλιους και έναν λόγους για τους οποίους είναι, κατ’ αυτόν, πολύ δύσκολο να υπολογισθεί ποια ακριβώς αύξηση μισθού πρέπει να δοθεί (φυσικά με κρατική απόφαση) μετά από ποια ακριβώς αύξηση της (μέσης ανά τομέα) παραγωγικότητος (εκτιμώμενης βεβαίως από κρατικούς υπαλλήλους) η οποία να οφείλεται σε αυξημένη επίδοση των εργαζομένων και όχι στις «οικονομίες κλίμακος» ή στους (αμφιλεγόμενους μαθηματικώς) τρόπους αποπληθωρισμού των τιμών ή «στα λάθη που οφείλονται στο γεγονός ότι αντί να γίνονται οι υπολογισμοί στην προστιθέμενη αξία, γίνονται πάνω στον όγκο της παραγωγής». Ο Ζαχαρέας επικαλείται ακόμη «κακές στατιστικές», διάφορες δυσκολίες που αφορούν την «οριακή θεωρία», τις «νεορικαρντιανές απόψεις» και άλλα θεωρητικά παρόμοια. Αφού εν συνεχεία μνημονεύσει ως εν παρόδω τις σχετικές εργασίες του Σράφφα, τον κανόνα του Ντάβινσον, τις διοικητικές τιμές του Γκάλμπραιηθ και αφού καταδικάσει απερίφραστα την εφαρμογή «μιας στατικής πολιτικής μισθών και παραγωγικότητος» καθώς και τον «μισθό συγκυρίας» (όπλο, ως αποφαίνεται, «αντεργατικών διακρίσεων στα χέρια της εργοδοσίας») καταλήγει καταρώμενος μαρξιστικώς την «αλλοτριωτική θέση στην οποία βρίσκεται η εργασία» και τονίζοντας την ανάγκη να μετέχουν τα συνδικάτα στα «όργανα προγραμματισμού» (του κρατικού βεβαίως).

Επιτέλους, ο αναγνώστης ανασαίνει. Από όλην αυτή τη δαιδαλώδη ανάλυση συγκρατεί ότι η σύνδεση αμοιβής και παραγωγικότητας παραείναι σοβαρή υπόθεση ώστε να εναποθέσει κανείς την τύχη της στα χέρια του κράτους ή τον υπολογισμό της σε οικονομολόγους της ΕΑΡ. Καταλήγει κανείς έτσι, από εκεί που ξεκίνησε: ο επιχειρηματίας που διακυβεύει δικά του χρήματα, και όχι των φορολογουμένων, λογικό είναι να αποφασίζει αυτός πού θα δώσει το πριμ παραγωγικότητας διότι αυτός ξέρει τι ωφελεί την επιχείρηση ή τουλάχιστον τι δεν την βλάπτει. Ωστόσο, τίποτα δεν μένει σταθερό σε αυτόν τον κόσμο ούτε καν οι απόψεις του Αιμ. Ζαχαρέα. Έτσι, μετά παρέλευση τριετίας με νέο πολύστηλο άρθρο στην «Ελευθεροτυπία» (20.8.90) αναφέρει ότι «ορθότερο είναι να αυξάνονται οι ονομαστικοί μισθοί κατά κάποιο τρόπο σε σχέση με την παραγωγικότητα γιατί με τον τρόπο αυτό υπάρχει θετική επίδραση πάνω στη ζήτηση χωρίς να δημιουργούνται πληθωριστικές πιέσεις». Έτσι απλά. Πολύ απλά. Για να μην νομισθεί δε ότι πρόκειται για κενό ευχολόγιο σπεύδει να διευκρινίσει ότι «δεν είναι λίγες οι προτάσεις που εισηγούνται ρυθμίσεις στις συμβάσεις εργασίας οι οποίες συνδέουν το επίπεδο του μισθού με την οικονομική πορεία της επιχείρησης». Τα οιονεί ανυπέρβλητα φιλοσοφικά, ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά και πρακτικά εμπόδια του 1987 κατέρρευσαν το 1990 ως χάρτινος πύργος ή μάλλον ως χώρα του υπαρκτού σοσιαλσμού. Την ίδια εποχή, στην πατρίδα του καπιταλισμού, την Αγγλία, συμπληρωνόταν η κοσμογονία που παλαίωνε όλες τις παραδοσιακές πολιτικές του κρατικοπαρεμβατικού κατεστημένου, του εφηρμοσμένου κεϋνσιανισμού και του αποτυχημένου κορπορατισμού.

Θατσερισμός και ιδωτικοποίηση

Πέρα από τις διαπιστώσεις και τις ατέλειες του μονεταρισμού, τους ισχυρισμούς και την αποτυχία του κεϋνσιανισμού, τις αξιώσεις και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχει μεγάλη σημασία για τους πολίτες του φθίνοντος 20ού αιώνος να θέσουν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, να ελέγξουν κατά πόσο ο φιλελευθερισμός είναι πρακτική πρόταση εξουσίας και να εξακριβώσουν αν έχει όντως αποδείξει τη λειτουργικότητα του, αποδεσμεύοντας τις δημιουργικές δυνάμεις που κρύβουν μέσα τους τα άτομα. Πολύτιμη είναι σε αυτή τη σειρά ιδεών η αγγλική εμπειρία. Το σύνολο των διαρθρωμένων και με εσωτερική συνοχή μέτρων οικονομικής πολιτικής που ονομάσθηκε θατσερισμός, από το όνομα της Βρετανίδος πρωθυπουργου που την εφάρμοσε με εκπληκτική συνέπεια επί 11 χρόνια στην εξουσία, ξεπερνάει τα σύνορα της Βρετανίας διότι συνιστά το πρώτο σύγχρονο πρότυπο φιλελεύθερης ανόρθωσης ύστερα από παρατεταμένη κρατικοπαρεμβατική και κρατικοσοσιαλιστική κακοδαιμονία. Το τεράστιο κύρος της Θάτσερ στην Ανατολική Ευρώπη οφείλεται σε αυτό ακριβώς το επίτευγμα. Τούτο αναγνώρισε με τον δικό του τρόπο και ο τέως αρχηγός των Εργατικών και λόρδος —σήμερα— Τζαίημς Κάλλαχαν, παρατηρώντας σαρκαστικώς λίγους μήνες πριν από την παραίτηση της «σιδηράς κυρίας» ότι «όσο απομακρύνεται κανείς από την Αγγλία, τόσο αυξάνει το γόητρο της Θάτσερ».

Το μυστικό της επιτυχίας του Θατσερισμού

Κυρίαρχη μέριμνα της Θάτσερ —η οποία κατ’ εξαίρεσιν προς όλους, τους διατελέσαντες πρωθυπουργούς στη μακρά πολιτική ιστορία της Αγγλίας, είδε το όνομα της να αποτελεί συνθετικό του αφηρημένου ουσιαστικού θατσερισμός— υπήρξε η κατοχύρωση του πρωτείου του οικονομικώς ενεργού ατόμου και ο περιορισμός των αποφάσεων που έπαιρναν οι αρχές για λογαριασμό του. Η Θάτσερ ανέτρεψε την παραδοσιακή κρατικο-παρεμβατική συμβατική σοφία που εξουσιοδοτούσε το κράτος να διαθέτει κατά βούλησιν το περίσσευμα, το «αναπτυξιακό μέρισμα» (growth dividend) όπως το ονόμαζε ο θεωρητικός του Εργατικού Κόμματος Anthony Crossland. Όχι πως το μέρισμα αυτό ήταν άξιο λόγου όταν κυβερνούσαν οι παρεμβατικοί. Το 1950 το πραγματικό κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Αγγλίας ήταν διπλάσιο του ιαπωνικού και κατά 70% μεγαλύτερο του ιταλικού. Το 1980 έφτασε να είναι ίσο με το ιαπωνικό ενώ το ιταλικό ήταν μεγαλύτερο (Economist”, 24.11.1990). To 1979 το ποσοστό των ιδιωτικών επενδύσεων στο σύνολο των επενδύσεων ήταν 71,3%. Το 1989 οι ιδιωτικές επενδύσεις έφτασαν το 87% (“Times” 30-1-90). Η μικτή οικονομία ξανάγινε έτσι ιδιωτική με μια θυελλώδη αύξηση της παραγωγικότητος, που υπολογίστηκε σε 4,2% για κάθε χρονιά της Θάτσερ στην εξουσία, η οποία οδήγησε κατά την θατσερική ενδεκαετία σε αύξηση των εισοδημάτων κατά 2,2% ετησίως και της καταναλώσεως 3,2% ετησίως.

Το μυστικό της επιτυχίας της Θάτσερ υπήρξε απελπιστικώς απλό. Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του επί του θέματος, ο οικονομολόγος Χρήστος Ιωάννου εξηγεί στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 23-8-90, μνημονεύοντας ενδελεχείς σχετικές μελέτες εγκύρων οργανισμών και πανεπιστημίων, ότι η έκρηξη παραγωγικότητος, που θεμελιώνει το «θατσερικό θαύμα» δεν οφείλεται ούτε σε απόλυτη αύξηση των επενδύσεων (που δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη) ούτε σε αύξηση δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη (οι οποίες μειώθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ), αλλά σε μέτρα καθαρώς οικονομικής πολιτικής, χωρίς κανένα οικονομικό κόστος, όπως υπήρξε η κατάργηση γραφειοκρατικών αντικινήτρων, η φορολογική μεταρρύθμιση επί το απλούστερον, η απελευθέρωση της αγοράς χρήματος και η κατάργηση όλων σχεδόν των ρυθμιστικών παρεμβάσεων στην οικονομία. Ο θατσερισμός δεν απαιτεί δαπάνη κρατικού χρήματος. Μόνον κότσϊα Η επιτυχία του θατσερισμού εκδηλώθηκε στο μικροοικονομικό επίπεδο και στηρίχθηκε στην αποκατάσταση του διευθυντικού δικαιώματος, στην αξιοποίηση του αργούντος δυναμικού και κυρίως στην τιθάσσευση των συνδικάτων, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη η παραγωγικότητα σε εκείνες ακριβώς τις επιχειρήσεις όπου η λαβή των συνδικάτων ήταν ασφυκτική και επέβαλε την απασχόληση στρατιών, ενίοτε λίαν ακριβοπληρωμένων, παρασίτων, όπως στην περίπτωση των τυπογράφων.

Ο θατσερισμός, μείγμα κοινού νού, πολιτικού θάρρους και εμμονής στην εφαρμογή μιας πολιτικής χωρίς ταλαντεύσεις, δεν υπήρξε αποτέλεσμα επανάστασης νοοτροπιών στην Αγγλία γενικώς αλλά και δεν την προκάλεσε. Οι αξίες της Θάτσερ, μείγμα ατομικι¬σμού, επιχειρηματικότητας, αυτεπάρκειας, σωφροσύνης και παραδοσιακής ηθικής, δεν υιοθετήθηκαν ποτέ καθ’ εαυτές από την πλειοψηφία των Βρετανών, απλώς η επιτυχία τους στην πράξη εξασφάλισε τον εκλογικό θρίαμβο των Συντηρητικών, με αρχηγό την Θάτσερ σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Σε μια δημοσκόπηση του έγκυρου Ινστιτούτου MORI (“Times” 4-7-90) ένα ποσοστό 47% των ερωτηθέντων Βρετανών εδήλωσαν ότι «προτιμούν μια σοσιαλιστική κοινωνία όπου κυριαρχεί το δημόσιο συμφέρον και όπου η οικονομία ελέγχεται από την κυβέρνηση» ενώ μόνον 39% ετάχθησαν υπέρ μιας «καπιταλιστικής κοινωνίας όπου πρυτανεύουν το ιδιωτικό συμφέρον και η ιδιωτική πρωτοβουλία». Η Θάτσερ επεκράτησε των αντιπάλων της, όχι διότι έπεισε ιδεολογικώς τους πολίτες ούτε διότι κυνήγησε την επιτυχία αλλά διότι απέφυγε την αποτυχία, ή μάλλον διότι καταπολέμησε με σθένος —χωρίς δηλαδή να υπολογίζει το «πολιτικό κόστος»— τα προφανή αίτια της αποτυχίας. Μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της οικονομίας από το κράτος στους ιδιώτες, έδωσε πρωτοφανείς ευκαιρίες στα άτομα να αυτενεργήσουν και να πλουτίσουν, χωρίς έστω να πείσει πολλά από αυτά για το σκεπτικό της. Ακόμη και μέσα στο Συντηρητικό κόμμα ο θατσερισμός δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από όλους. Στην αρχή, μάλιστα, οι παραδοσιακοί συντηρητικοί, πατερναλιστές, παρεμβατικοί και περιφρονητές των επιχειρηματιών αποτελούσαν την πλειοψηφία των στελεχών.

Η πρώτη μέριμνα της Θάτσερ υπήρξε ο πληθωρισμός. Η προσφορά χρήματος περιορίσθηκε αμέσως με αυστηρό έλεγχο της ρευστότητος, κλείσιμο του κρατικού πιστοδοτικού κρουνού «φθηνού χρήματος», με πλήρη ελευθέρωση την πρώτη κιόλας εβδομάδα (εις πείσμα των συμβουλών που της έδιναν τρομαλέοι «εμπειρογνώμονες») των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και όλων των αγοραπωλησιών χρυσού, συναλλάγματος, ξένων ομολόγων και μετοχών, ελεύθερη εξαγωγή λιρών στο εξωτερικό, σε απεριόριστες ποσότητες (το μεγαλύτερο επίτευγμα της Θάτσερ κατά τον καθηγητή Φρήντμαν) και άμεση κατάργηση της κορπορατικής Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων, με την οποία οι Εργατικοί ήλεγχαν τις τιμές, τους μισθούς και τα ημερομίσθια. Οι τιμές έτσι άρχισαν να διαμορφώνονται αμέσως, χωρίς κανέναν κρατικό έλεγχο, ελεύθερα, «ασύδοτα», όπως την κατηγόρησαν οι αντίπαλοι της. Ακολουθούν βεβαίως απανωτές χρεοκοπίες και αρχίζουν οι ολολυγμοί. Το 1981 οι οικονομολόγοι του Καίημπριτζ συγκεντρώνουν τις υπογραφές 364 συναδέλφων τους κάτω από ένα κείμενο που πρόβλεπε την αποβιομηχάνιση της Βρετανίας και την καταστροφή της σε δύο χρόνια εάν συνεχιζόταν η ανοικτίρμων πολιτική της Θάτσερ για τις «κουτσές πάπιες», όπως ονομάζονταν στην Αγγλία οι επιδοτούμενες προβληματικές επιχειρήσεις. Επρόκειτο για κακόπιστη επίθεση, διότι το αντίθετο της αποβιομηχάνισης δεν είναι να διατηρείς στη ζωή με χρήμα των φορολογουμένων ζημιογόνες επιχειρήσεις. Οι «κουτσές πάπιες» θα έκλειναν τελικώς οιαδήποτε και αν ήταν η κυβέρνηση που θα ερχόταν στην εξουσία, έχοντας εν τω μεταξύ καταβροχθίσει και κατασπαταλήσει εκατοντάδες εκατομμύρια λιρών κρατικής αρωγής. Η «σιδηρά κυρία», ωστόσο, δεν οργάνωσε κανένα πογκρόμ κατά των προβληματικών, στην περίπτωση μάλιστα της Rolls-Royce παρενέβη υπέρ της εταιρείας παραβιάζοντας έτσι τις αρχές της. Η Θάτσερ απλώς διευκρίνισε ότι η σωτηρία αυτών των επιχειρήσεων βρισκόταν στα χέρια των ιδιοκτητών τους και όχι του κράτους. Εάν αυτοί δεν κατόρθωναν να τις εξυγιάνουν αξιοποιώντας προς τούτο τις ευκαιρίες που τους έδιναν τα θεσμικά μέτρα της κυβέρνησης, εάν δεν μάθαιναν να χρηματοδοτούνται με υγιές χρήμα (κέρδη, αποταμιεύσεις, τραπεζικά δάνεια με όρους της αγοράς) θα έκλειναν. Όσες έκλεισαν, έκλεισαν. Η παραγωγικότητα των άλλων ανέβηκε στα ύψη. Οι χρεοκοπίες και οι απολύσεις δεν έβλαψαν την οικονομία, την ωφέλησαν. Η αύξηση της ανεργίας δεν συνοδεύθηκε από μείωση αλλά από αύξηση του εθνικού πλούτου αποδεικνύοντας έτσι ότι οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν ήσαν άχρηστοι στην αγορά, διότι δεν ικανοποιούσαν καμία ζήτηση και επιβλαβείς στην οικονομία διότι η τεχνητή διατήρηση τους σε κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις μεγάλωνε απλώς τα ελλείμματα.

Η αποχή της Θάτσερ από κάθε παρέμβαση στην οικονομία οδήγησε στην αρχή σε έναν προσωρινό «εξυγιαντικό πληθωρισμό» διότι ορισμένοι εργοδότες ελευθερωμένοι από την περιοριστική (λόγω πολιτικής τιμών και εισοδημάτων) κρατική κηδεμονία ενέδωσαν —κατά παλαιά συνήθεια— στις διεκδικήσεις των συνδικάτων, προσδοκώντας ότι η κυβέρνηση θα τους έδινε εκ των υστέρων φθηνό χρήμα «για να μην πεταχθούν χιλιάδες εργαζόμενοι στο δρόμο». Τούτο δεν συνέβη. Οι χρεοκοπίες πολλαπλασιάστηκαν καθώς Κεϋνσιανά σωσίβια δεν προσεφέροντο πλέον από το θατσερικό κράτος. Οι διαμαρτυρίες της αντιπολιτεύσεως, οι κινητοποιήσεις των συνδικάτων, ακόμη και η ολιγοψυχία πολλών δικών της υπουργών δεν έκαμψαν την σιδηρά κυρία. Υπό την διακυβέρνηση της Θάτσερ, η σχέση μεταξύ των οικονομιικών αποφάσεων που έπαιρναν οι ιδιώτες και των συνεπειών τους, έγινε και πάλι διαυγής, ακριβώς διότι έφυγε από τη μέση το κράτος το οποίο με την παρέμβαση του γεννούσε συγχύσεις. Οι συνδικαλιστές έμαθαν έτσι, με την ίδια τους την πείρα, ότι οι «κινητοποιήσεις» οδηγούν ενδεχομένως σε κλείσιμο επιχειρήσεων και δη αμέσως, όχι ύστερα από δύο ή τρία χρόνια κρατικού χρηματοψεκασμού, όπως γινόταν παλαιότερα. Οι επιχειρηματίες που υπερδανείζονταν ελπίζοντας σε κρατική ναυαγοσωστική αρωγή την «ημέρα της κρίσεως» έμαθαν να αυτοπειθαρχούνται, γνωρίζοντας ότι τίποτε δεν θα τους έσωζε τελικώς από την χρεοκοπία. Η Θάτσερ υπήρξε αμείλικτη έναντι των κάθε λογής μονοπωλίων, στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και ποικίλων κατεστημένων που είχαν φιλοτεχνήσει θυλάκους προνομίων στη δημοσιοϋπαλληλία, στις τράπεζες, στο συνδικαλισμό, στο Σίτυ, στο δικαστικό σώμα, στους ιατρούς και στους δικηγόρους. Η Θάτσερ υπήρξε Συντηρητική αλλά όχι συντηρητική.

Την πρώτη μεγάλη και δημοφιλή της νίκη στον εσωτερικό τομέα πρόσφεραν στη Θάτσερ οι δεινοσαυρικοί συνδικαλιστές. Όταν η Εθνική Ένωση Ανθρακωρύχων, υπό την καθοδήγηση του αδίστακτου αριστερού τυχοδιώκτη Άρθουρ Σκάργκιλ επιχείρησε να ανατρέψει το 1984 την Θάτσερ, όπως είχε ανατρέψει προ 10 ετίας τον συντηρητικό πρωθυπουργό Έντουαρντ Χηθ, η «σιδηρά κυρία» ήταν έτοιμη. Ο Σκάργκιλ δεν ζητούσε βελτίωση των συνθηκών εργασίας για τους ανθρακωρύχους του αλλά διατήρηση στη ζωή δεκάδων προβληματικών ορυχείων, με κρατική αρωγή, πράγμα που οδηγούσε σε παραγωγή πανάκριβου άνθρακα, τον οποίο το αγγλικό κράτος ήταν υποχρεωμένο να αγοράσει. Έτσι ο Άγγλος πλήρωνε δύο φορές τις ζημιές, μία αμέσως ως φορολογούμενος και μία εμμέσως, ως καταναλωτής, πληρώνοντας ακριβά το κάρβουνο και το ηλεκτρικό. Η απεργία κράτησε πάνω από ένα χρόνο και χαρακτηρίσθηκε από καθημερινές βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία τις οποίες έδειχνε η τηλεόραση σε όλον τον κόσμο. Πολλοί στο συντηρητικό κόμμα λιποψύχησαν και κινήθηκαν προς συμβιβασμό. Η Θάτσερ έμεινε ακλόνητη. Η ήττα του Σκάργκιλ υπήρξε πλήρης, κατά κράτος, χωρίς ίχνος «συναινέσεως» και χωρίς κανένα συμβιβασμό. Οι υπεράριθμοι ανθρακωρύχοι δέχθηκαν τις γενναίες αποζημιώσεις και αποχώρησαν αξιοπρεπώς από το επάγγελμα. Αποτέλεσμα: Η παραγωγικότητα των Βρετανικών Ορυχείων αυξήθηκε σε λίγα χρόνια κατά 75%, το προσωπικό τους μειώθηκε κατά 50% και τα έξοδα λειτουργίας τους κατά 33% σε πραγματικές (αποπληθωρισμένες) τιμές. Το 1988, ο ελλειμματικός, ως τότε, Βρετανικός Οργανισμός Άνθρακος παρουσίασε για πρώτη φορά κέρδη 450 εκατ. λιρών (“Economist”, 25.3.89).

Ένας άλλος τομέας όπου η μετατόπιση οικονομικής δύναμης από το κράτος στους ιδιώτες απέληξε σε επιτυχία, ήταν η στέγαση. Τα εκατομμύρια των ενοικιαστών δημοτικών κατοικιών διευκολύθηκαν να αγοράσουν τα διαμερίσματα τους με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, πράγμα που τους μετέτρεψε σε ελάχιστο διάστημα από ανεύθυνα εξαρτημένα άτομα σε υπεύθυνους ανεξάρτητους ιδιοκτήτες ακινήτων. Περίπου 1,1 εκατομμύρια νοικοκυριά ανταποκρίθηκαν κατά τη δεκαετία του ’80 σε αυτή την προσφορά, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε χρόνο περί τα 100.000 νοικοκυριά αγοράζουν τα σπίτια στα οποία ως τότε κατοικούσαν ως ενοικιαστές (“S. Times”, 3.6.90). Τόσο δημοφιλές αποδείχθηκε αυτό το μέτρο, ώστε οι Εργατικοί που το καταπολέμησαν λυσσαλέα, όπως και όλα τα άλλα, το αποδέχθηκαν τελικώς και υποσχέθηκαν να το συνεχίσουν όταν θα έρχονταν κάποτε στην εξουσία.

Ιδιαίτερη μέριμνα έδειξε η Θάτσερ και για τους ανέργους, δίνοντάς τους πρωτοφανείς ευκαιρίες ανακαταρτίσεως και βοήθειας να ξεκινήσουν δικές τους επιχειρήσεις. Οι εξ αυτών κακομαθημένοι, που είχαν μείνει για χρόνια σε καταδικασμένες θέσεις εργασίες επιδοτουμένων εργοστασίων δυσκολεύθηκαν να αναπροσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της αγοράς και προσπάθησαν να αντιδράσουν συνδικαλιστικώς. Τούτο, όμως, δεν προσφερόταν πια ως διέξοδος, διότι η Θάτσερ εξασφάλισε νομοθετικώς τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων στα συνδικάτα, με μυστική ψηφοφορία. Οι απεργίες με προφανώς παράλογα αιτήματα σταμάτησαν. Η απώλεια ημερών εργασίας λόγω απεργιών έπεσε έτσι από 509 για 1000 απασχολουμένους το 1975-79 (κυβέρνηση Εργατικών με αποθέωση της κορπορατικής —συναινετικής υποτίθεται— οικονομικής πολιτικής) σε 178 το 1985-88, όταν είχε συμπληρωθεί η ελευθέρωση των συνδικάτων —λόγω εκδημοκρατισμού τους— από τη λαβή των τροτσκιστών και άλλων μειοψηφιών. Η έμφαση στο πρωτείο του ατόμου ή κοινωνική κατασίγαση των παθών και βεβαίως τα υψηλά μεροκάματα, μείωσαν το ποσο¬στό των συνδικαλισμένων από 53% του συνόλου των μισθωτών το 1980 στο 43% το 1985. Το 10% των ανέργων (ποσοστό που άρχισε να μειώνεται αισθητώς μετά το 1988) ζούσαν σχετικά καλά με πολύ υψηλά επιδόματα ανεργίας, ενώ το 90% των εργαζομένων ευημερούσαν όσο ποτέ άλλοτε. Ο θατσερισμός απέδειξε για άλλη μια φορά στην πράξη ότι είχε δίκιο ο φον Μίζες που έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος να καταπολεμηθεί η φτώχεια είναι να αναπτύσσεται ο καπιταλισμός. Επί Θάτσερ ο καπιταλισμός έγινε και λαϊκός, αφού μεταξύ 1983 και 1987 το ποσοστό των ανθρώπων που κατείχαν μετοχές, πέρασε από το 7% του πληθυσμού στο 20%. Ακόμη και οι Εργατικοί αναγκάσθηκαν στο συνέδριο τους το 1987 να χαιρετίσουν αυτήν την εξέλιξη.

Λιγότερο θεαματική υπήρξε η επιτυχία της Θάτσερ στην συρρίκνωση του κρατικού μηχανισμού και του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων τους οποίους μείωσε από 566.000 κρατικούς και 217.000 στις δημόσιες επιχειρήσεις που βρήκε το 1979, σε 507.000 κρατικούς και 149.000 στις δημόσιες επιχειρήσεις το 1988 (“Economist”, 20.8.88). Το πνευματώδες συντηρητικό περιοδικό “Spectator” (1.12.90) γράφει ότι το κράτος μοιάζει με ένα τεράστιο βαπόρι το οποίο από λάθος κατασκευής έχει την τάση να παρεκκλίνει πάντοτε προς τα αριστερά, δηλαδή να αυξάνει τους υπαλλήλους του, τις δαπάνες του και την φορολογία. Η Θάτσερ, λέει, κρατώντας με σταθερότητα το τιμόνι προς τα δεξιά περιόρι¬σε αυτό το «φυσικό» ελάττωμα του πλοίου αλλά δεν το εξάλειψε. Έτσι, κατά τη δεκαετία του ’80 λόγω και των επιδομάτων ανεργίας η δημόσια δαπάνη αυξήθηκε κατά 13% σε πραγματικές τιμές όπως αναφέρουν οι “S. Times” (1.7.90). Στις 10 λίρες που εδαπανώντο στην Αγγλία στην αρχή της δεκαετίας του ’90, τις 4 τις ξόδευε ακόμη το κράτος. Οι δαπάνες για την υγεία αυξήθηκαν κατά τη δεκαετία από την «άκαρδη» Θάτσερ κατά 33% σε πραγματικές τιμές σε συνδυασμό με πρωτοφανή αύξηση της αποδοτικότητας των υπηρεσιών περίθαλψης. Τα νοσοκομεία νοσήλευσαν 23% περισσότερους εσωτερικούς και 16% περισσότερους εξωτερικούς ασθενείς από ό,τι στην προηγούμενη δεκαετία (“Economist”, 3.2.1990). Τούτο επετεύχθη μεταξύ άλλων και διότι η Θάτσερ εισήγαγε το σύστημα της «εσωτερικής αγοράς», με αποτέλεσμα η κρατική χρηματοδότηση να κατευ¬θύνεται στα πιο αποδοτικά και πιο δημοφιλή ιδρύματα (νοσοκομεία, σχολεία).

Κάθε χρόνο η Θάτσερ δαπανούσε περισσότερα σε απόλυτους αριθμούς για το κράτος προνοίας εν τω συνόλω του δηλαδή για τις κρατικές υπηρεσίες πλην άμυνας, απονομής δικαιοσύνης, αστυνομεύσεως και διπλωματικών υπηρεσιών. Το μόνο που παρατηρήθηκε είναι ότι στην Αγγλία της Θάτσερ, όπως και στην Αμερική του Ρέηγκαν, οι δαπάνες για το κράτος προνοίας δεν αυξήθηκαν κατά το ίδιο ποσοστό με το οποίο αυξήθηκε ο γενικός πλούτος της χώρας με αποτέλεσμα να μειωθούν οι δαπάνες για την πρόνοια ως ποσοστό του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος. Τούτο δεν είναι βέβαια καταστροφικό. Υπάρχει, άλλωστε, και μια απόλυτα θεμιτή σχολή σκέψης που υποστηρίζει ότι δεν είναι προφανής ο αποχρών λόγος που επιβάλλει ότι όσο πλουτίζουν οι πολίτες μιας χώρας, τόσο περισσότερα πρέπει να ξοδεύει το κράτος για την υγεία τους, την εκπαίδευση των παιδιών τους και τις άλλες κοινωνικές τους ανάγκες. Έτσι, η Θάτσερ κατηγορήθηκε για περικοπές του κράτους προνοίας που δεν επέφερε. Αυτό που όντως επεδίωξε ήταν να διατηρήσει τις κοινωνικές υπηρεσίες σε υψηλό επίπεδο, προωθώντας ταυτόχρονα την αποξήλωση του κράτους-τροφού των σοσιαλιστών. Προσπάθησε δηλαδή, χωρίς και να το επιτύχει πλήρως, να μετατρέψει τους χρήστες των κοινωνικών υπηρεσιών σε πελάτες (δηλαδή καταναλωτές) και τους χορηγούς (νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα) σε ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που ή θα συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις των καταναλωτών ή θα κλείσουν. Η εισαγωγή του ζωογόνου αέρα του ανταγωνισμού στο κράτος προνοίας απεδείχθη εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, διότι σκόνταψε στην «νομενκλατούρα» εκείνων που το στελεχώνουν, οι οποίοι θέλουν γενικώς όλο και περισσότερα χρήματα για όλους, ανεξαρτήτως αποδόσεως. Τούτο απεδείχθη ιδιαιτέρως ισχυρό αίτημα μεταξύ των εκπαιδευτικών. Ενδιαφέρον πάντως είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις της Θάτσερ στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών έχουν και αυτές γίνει γενικώς δεκτές από το Εργατικό Κόμμα που υπόσχεται απλώς «περισσότερα».

Οι κεντρικοί άξονες της θατσερικής πολιτικής, που κυριαρχείται από το φιλελεύθερο τρίπτυχο, υγιές χρήμα —ελεύθερη αγορά— χαμηλή δημόσια δαπάνη, έχουν γίνει κοινή συνείδηση στην Αγγλία. Η ίδια η Θάτσερ έχασε —κυρίως λόγω της ακατανόητης ευρωπαϊκής της πολιτικής— την αρχηγία του κόμματος και την πρωθυπουργία το Δεκέμβριο του 1990. Ο θατσερισμός, όμως, έμεινε όχι απλώς ως διακηρυγμένη πολιτική του διαδόχου της Τζων Μαίητζορ αλλά ως πολιτικό κεκτημένο της χώρας, διότι οι σχετικά απλές αρχές του έχουν αποσπάσει την επιδοκιμασία στην πράξη μεγάλου αριθμού πολιτών, ακόμη και αυτών που δεν έχουν εγκολπωθεί τη φιλοσοφία του. Το 1988 η βρετανική οικονομία έφθασε σε ένα επίπεδο σχεδόν ονειρώδες για μια κυβέρνηση με μεγάλο περίσσευμα στον προϋπολογισμό. Ο υπουργός Οικονομικών Nigel Lawson ενέδωσε τότε στον πειρασμό και μείωσε ακόμη περισσότερο τους φόρους, φιλοτεχνώντας έναν προϋπολογισμό χωρίς το άγχος του αυστηρού ελέγχου της προσφοράς χρήματος. Οι καταναλωτές άρπαξαν την ευκαιρία, δανείστηκαν μεγάλα ποσά με εγγύηση τα σπίτια τους (των οποίων οι τιμές είχαν στο μεταξύ ανέλθει σε αστρονομικά ύψη) και αύξησαν έτσι τη ρευστότητα της οικονομίας, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να φθάσει τον Οκτώβριο του 1990 το 10%. Χρειάστηκε γερό σφίξιμο των λουριών το 1989 με υψηλά επιτόκια για να πέσει ο πυρετός, πράγμα που μαζί με τον άστοχο «κατά κεφαλήν» δημοτικό φόρο οδήγησε σε σταθερή υπεροχή των Εργατικών στις δημοσκοπήσεις. Τούτο είναι, εν πολλοίς, άδικο διότι όσο διαρκούσε η χαλαρή νομισματική πολιτική του Nigel Lawson ουδείς πολιτικός της αντιπολιτεύσεως; (ή της συμπολιτεύσεως) την αμφισβήτησε ποτέ. Ακόμη και στο Σίτυ, ο ενθουσιασμός ήταν γενικευμένος, καθώς οι τράπε¬ζες έκαναν χρυσές δουλειές και το χρήμα γενικώς κυκλοφορούσε άφθονο. Το επεισόδιο αυτό είναι διδακτικό κατά τούτο: η χειραγώγηση της νομισματικής επέκτασης, έστω, χωρίς δρακόντεια μέτρα τύπου Φρήντμαν, είναι επιβεβλημένη παντού και πάντοτε. Δεν πρόκειται για προσωρινό μέτρο που επιδέχεται χαλάρωση, διότι αν τούτο συμβεί, ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας οικονομικής πολιτικής «σταμάτα-ξεκίνα» που υπήρξε η κατάρα των δυτικών οικονομιών της δεκαετίας του ’70. Η επίδραση του θατσερισμού, πάντως, δεν υπήρξε στενά οικονομική.

Σειρά ερευνών και δημοσκοπήσεων αποδεικνύουν ότι μετά 10 χρόνια θατσερισμού, οι πολίτες απέκτησαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους από ό,τι στο κράτος. Περιέργως, η αποπαρέμβαση είχε αγαθά αποτελέσματα, όχι μόνο στους ιδιώτες αλλά και στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό που απέκτησε σαφέστερες προδιαγραφές και σημείωσε επιτυχίες. Η Θάτσερ επέβαλε στις δημόσιες επιχειρήσεις που έμειναν δημόσιες, 1ον Ισονομία (δηλαδή όλοι οι χρήστες θα έχουν την ίδια μεταχείριση, 2ον Διαφάνεια (δηλαδή η επιχείρηση δεν θα έχει μυστικά από κανένα), και 3ον Αποδοτικότητα (δηλαδή αποφυγή σπατάλης και καλή διοίκηση). Η «Βρετανική Χαλυβουργία» (British Steel) πριν ιδιωτικοποιηθεί είχε γίνει το 1988 η πιο κερδοφόρα χαλυβουργική επιχείρηση του κόσμου. Το «θαύμα» έγινε όταν το προσωπικό από 125.000 που ήταν το 1980 μειώθηκε σε 50.000 το1988 (“Economist”, 2.7.88). Τις απολύσεις αυτές τις έκανε η δημόσια αυτή επιχείρηση με την παρότρυνση της Θάτσερ. Το 1980, η British Steel έχασε 660 εκατομμύρια λίρες. Το 1988 κέρδισε 400 εκατομμύρια, με απόδοση κεφαλαίου που έφτασε το 12% την ίδια στιγμή που η ιαπωνική «Νippon Steel» είχε ζημίες ενώ δύο μεγάλες αμερικανικές χαλυβουργικές βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Εκεί που χρειάζονταν η Θάτσερ δεν δίστασε, ακόμη και να… παρέμβει. Όταν, περί τα μέσα του 1986 διεπίστωσε τη διστακτικότητα του Σίτυ να επενδύσει τα τεράστια ποσά που απαιτούσε ως έργο η υπόγεια σήραγγα της Μάγχης —το γνωστό Eurotunnel— άσκησε όλη την «πειθώ» που διέθετε η κυβέρνηση της με τη γενναία συμμετοχή της στο έργο για να παρακινηθούν να συμμετάσχουν οι μεγάλοι ιδιώτες χρηματοδότες. Το παράδειγμα της θατσερικής Αγγλίας δείχνει ότι τις μεγαλύτερες αποτυχίες στη διαχείριση του δημόσιου τομέα της οικονομίας τις είχαν οι κρατικοπαρεμβατικοί και κυρίως οι σοσιαλιστές, που τον διαφήμιζαν και τις μεγαλύτερες επιτυ¬χίες η Θάτσερ που κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες να τον συρρικνώσει.

Ο θρίαμβος των ιδιωτικοποιήσεων

Η μεγάλη, η ανεκτίμητη προσφορά της Θάτσερ στον δυτικό —αλλά και στον ανατολικό— κόσμο υπήρξε η επιτυχής ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων που απέδειξε ότι οι κρατικοί δεινόσαυροι μπορούν να μεταλλαγούν σε βιώσιμα είδη. Επί Θάτσερ ιδιωτικοποιήθηκαν άνω του 50% των κρατικών επιχειρήσεων της Βρετανίας. Το Εργατικό Κόμμα καταπολέμησε με πάθος αυτή την πολιτική αλλά στο συνέδριο του το 1987 απέρριψε με πλειοψηφία 2 προς 1 πρόταση επανακρατικοποίησης των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων. Ιδιωτικοποίηση σημαίνει μεταβίβαση, εν όλω, ή εν μέρει, περιουσιακών στοιχείων του κράτους σε ιδιώτες με δημιουργία εκατομμυρίων μετόχων και ευρύτατη διασπορά της ιδιοκτησίας. Η ιδιωτικοποίηση παρουσιάζει τρεις κυρίως πλευρές:

1) Αφαίρεση μέσων παραγωγής από την αρμοδιότητα ενός, κατά τεκμήριον ανίκανου κράτους του οποίου οι υπάλληλοι δεν ενδιαφέρονται για την αρίστη παροχή υπηρεσιών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, δεν επιλέγονται για τις ικανότητες τους στο επιχειρείν και δεν προάγονται όταν συμβεί να τις επιδεικνύουν.
2) Έκθεση των ιδιωτικοποιουμένων επιχειρήσεων στην λαίλαπα του ανταγωνισμού με αποτέλεσμα αυτές να εξαναγκάζονται να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις των καταναλωτών, ειδάλλως να κλείσουν.
3) Δημιουργία δημοσιονομικών εσόδων για το κράτος με πώληση μη κερδοφόρων ή ελάχιστα κερδοφόρων επιχειρήσεων σε ιδιώτες οι οποίοι μπορούν να τις εκμεταλλευθούν.

Το προσόν της ιδιωτικοποίησης έναντι της εξυγίανσης μιας ΔΕΚΟ που παραμένει κρατική είναι ότι η ιδιωτικοποίηση γίνεται μια φορά και τα αγαθά της αποτελέσματα συνεχίζονται όσο ζει η επιχείρηση. Η εξυγιανθείσα κρατική όμως που θα παραμείνει κρατική, κινδυνεύει να ξαναγίνει κρατικοδίαιτη και προϋπολογισμοφάγος, όταν αυτή ή το κράτος πέσουν πάλι σε χέρια ανικάνων κρατικοπαρεμβατικών αριστερών. Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι, λοιπόν, αυτοσκοπός αλλά μέσο. Εάν το κράτος λειτουργούσε παντού και πάντοτε, παγίως και σταθερώς ως ένας κοινός καπιταλιστής δεν θα υπήρχε αποχρών λόγος να το εκτοπίσει κανένας, από την οικονομική δραστηριότητα. Στο σημείο αυτό οι φιλελεύθεροι δεν δογματίζουν. Αντίθετα, αμετανόητοι κρατικιστές ως ο Σημίτης ο οποίος δεν έπαυσε ποτέ, ως υπουργός να επιμένει αδιαλλάκτως στο «ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΔΕΚΟ» («Ναυτεμπορική», 5.6.87) είναι εκείνοι που δεν εννοούν ποτέ να απογαλακτίσουν τη δημόσια επιχείρηση από την κρατική τροφό «για λόγους αρχής».

Η άποψη ότι η κυβέρνηση «ξεπουλάει» τις επιχειρήσεις «της» με την ιδιωτικοποίηση είναι εσφαλμένη. Η ιδιωτικοποίηση μεταβιβάζει απλώς σε χέρια συγκεκριμένων πολιτών έναντι προσδιορισμένου τιμήματος περιουσιακά στοιχεία που ως τότε ανήκαν «θεωρητικώς» σε όλους τους πολίτες και γεννούσαν ζημίες. Με την ιδιωτικοποίηση ενισχύεται ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας και μετατοπίζεται το κέντρο βάρους στη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τους πολιτικούς στους μετόχους, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η κοινωνία των πολιτών και να μειώνεται το κράτος. Η ιδιωτικοποίηση είναι σωτήρια για την επιχείρηση διότι ο ιδιοκτήτης ενδιαφέρεται γι’ αυτήν ενώ οι συνήθεις, νορμάλ μη κλεπτομανείς κρατικοί διοικητές ενδιαφέρονται για μια κατά το δυνατόν ήσυχη ζωή. Η ιδιωτικοποίηση μπορεί και να γίνει σιγά-σιγά, κατά δόσεις. Ένα κρατικό μεγαθήριο δεν είναι απαραίτητο να μεταβιβασθεί σε ιδιώτες με το τελευταίο του τασάκι. Η αγγλική πείρα δείχνει ότι μπορεί κανείς να ιδιωτικοποιήσει την τροφοδοσία στα νοσοκομεία ή τις υπηρεσίες καθαριότητος μεγάλων οργανισμών ή Δήμων, ώστε να δοθεί η ευκαιρία σε όλους να συνηθίσουν στην ιδέα.

Ο αντίκτυπος που έχει στους εργαζομένους η ιδιωτικοποίηση είναι ότι μεταξύ άλλων τους εξοικειώνει και με τον καπιταλισμό διότι η Θάτσερ, ευφυέστατα, τους πρόσφερε μετοχές υπό εξαιρετικά ελκυστικούς όρους. Πληροφορήθηκαν έτσι πώς λειτουργεί το χρηματιστήριο και άρχισαν να λειτουργούν ως μέτοχοι. Αυτή ακριβώς η πτυχή της ιδιωτικοποίησης εγοήτευσε τους ανατολικοευρωπαίους όταν βγήκαν το 1989 από την σκοτεινή σήραγγα 40 χρόνων υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο θατσερισμός δεν τους πρόσφερε, ωστόσο, συγκεκριμένο πρότυπο αλλά μόνο προορισμό και ιδέες. Η Θάτσερ ιδιωτικοποίησε δημόσιες επιχειρήσεις μέσα σε 10 χρόνια με τη συμπαράσταση του πιο εξελιγμένου τραπεζικού συστήματος στον κόσμο στους κόλπους μιας αφύζουσας αγοράς όπου αφθονούσαν τα προικισμένα και πεπειραμένα στελέχη. Στην Aνατολική Ευρώπη υπάρχει έρημος. Η Πολωνία αποφάσισε τουλάχιστον να βάλει μπρος. Έτσι, την Παρασκευή 13 Ιουλίου 1990 η Πολωνική Βουλή, με ψήφους 328 υπέρ έναντι 2 κατά και 39 αποχές, εψήφισε νόμο με τον οποίο προβλέπεται ότι θα περάσει σταδιακά στα χέρια ιδιωτών το 80% της πολωνικής βιομηχανίας. Πόσο σταδιακά όμως; Οι αρμόδιοι —γράφει ο “Eco¬nomist” (21-7-90) «ελπίζουν να πουλήσουν 40 επιχειρήσεις πριν εκπνεύσει το προσεχές έτος… Δεν μένουν πια προς πώλησιν παρά 7.500 άλλες οπότε με αυτόν το ρυθμό η Πολωνία θα έχει υιοθετήσει την οικονομία της αγοράς περί το τέλος του προσεχούς αιώνος». Τα προβλήματα είναι τεράστια. Πού θα βρεθούν αγοραστές; Αυτή τη στιγμή προσφέρονται κυρίως οι παλαιοί κομμουνιστές της νομενκλατούρας που έχουν κάποια πείρα διαχειρίσεως βιομηχανιών και διάφοροι νεομαυραγορίτες, που είναι αντιπαθείς στους οπαδούς του Βαλέσα και στους Πολωνούς γενικώς. Η μαζική εισβολή ξένων και Γερμανών επιχειρηματιών δεν θα δημιουργούσε εξάλλου ρίγη ενθουσιασμού στην Πολωνία. Μήπως μπορεί να δοθούν μετοχές σε εκατομμύρια απλών Πολωνών πολιτών; Πιθανώς ναι, αλλά προκύπτει τότε το θέμα της τιμής. Πώς ξαφνικά να αποτιμηθούν αυτά τα απηρχαιωμένα μεγαθήρια που χρειάζονται πρωτοπόρους του επιχειρείν και φρέσκο νέο χρήμα, ει δυνατόν συνάλλαγμα, για να αναδιαρθρωθούν εκ βάθρων; Υπάρχει και μια περαιτέρω δυσκολία. Επί δεκαετίες οι Πολωνοί βομβαρδίζονταν με το σύνθημα ότι τα «εργοστάσια της χώρας ανήκουν στο λαό». Πολλοί από αυτούς δεν καταλαβαίνουν σήμερα γιατί πρέπει να πληρώσουν γι’ αυτά.

Μια μελέτη που έκαναν το 1989 οι Δυτικογερμανοί για τη βιομηχανία των ανατολικών αδελφών τους έδειξε ότι ζήτημα είναι εάν ένα 30% των επιχειρήσεων είναι βιώσιμες. Πώς υπό τις συνθήκες αυτές θα πεισθούν οι ατυχείς κάτοικοι αυτών των χωρών να διαθέσουν τις αποταμιεύσεις τους για μετοχές, όταν ήδη αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας; Μόνο με αποφασιστικότητα και με την ανθρώπινη εκείνη αρετή που επιτυγχάνει τα φαινομενικώς ακατόρθωτα. Έτσι, στη Γερμανία το ίδρυμα Treuhandanstalt που ανέλαβε την ευθύνη των ιδιωτικοποιήσεων των οικτρών επιχειρήσεων της τέως Ανατολικής Γερμανίας και του οποίου ο πρώτος διευθυντής δολοφονήθηκε από αριστερούς τρομοκράτες, είχε κατορθώσει να πουλήσει σε ιδιώτες έως τον Σεπτέμβριο του 1991 άνω των 20.000 μικρομεσαίων επιχειρήσεων και περίπου 3.000 εργοστάσια. Τον Αύγουστο του 1991, περί τις 100 επιχειρήσεις κάθε είδους περνούσαν κάθε εβδομάδα σε ιδιωτικά χέρια (Economist, 14.9.1991). Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: Επικεφαλής αυτής της προσπάθειας είναι μια Γερμανίδα «σιδηρά κυρία» ονόματι Brigit Breuel που προχωρεί απτόητη παρά τις συνεχείς απειλές κατά της ζωής της. Στο μεταξύ, οι δείκτες έχουν ήδη αρχίσει να βελτιώνονται. Παρά τη δαπάνη εκσυγχρονισμού των ανατολικών δεινοσαύρων, το ΑΕΠ της τέως ΛΔΓ αυξήθηκε το 1990 ορμητικώς κατά 4,5%, η ανεργία έμεινε στάσιμη και ο πληθωρισμός μονοψήφιος. Το νέο «Γερμανικό θαύμα» είναι και αυτό έργο μιας θαρραλέας φιλελεύθερης πολιτικής. Βεβαίως, η πείρα της Γερμανίας δεν είναι εύκολο να μεταφερθεί στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες οι οποίες δεν έχουν η καθεμιά και από μια πλούσια Δυτική Γερμανία για να τις αναλάβει.

Μια άποψη περί ιδιωτικοποιήσεως που συζητήθηκε στην Πολωνία, ήταν να δοθούν στους πολίτες δωρεάν κρατικά ομόλογα των επιχειρήσεων αλλά τούτο προσκρούει στο ότι καπιταλισμός χωρίς κεφάλαια αλλά με δοτά ομόλογα είναι δύσκολο να λειτουργήσει. Οι νέοι κάτοχοι θα θεωρήσουν τα ομόλογα ως δωρεάν λαχείο και θα χαρούν αν κερδίσουν αλλά δεν θα μεταβληθούν εξ αυτού και μόνον του γεγονότος σε απαιτητικούς μετόχους. Η πιο πρόσφορη διέξοδος θα ήταν η διαδικασία να ξεκινήσει από τον υπαρκτό ιδιωτικό τομέα στην Πολωνία που χαρακτηρίζεται από μικροσκοπικές επιχειρήσεις (1,8 εργαζόμενοι ανά επιχείρηση στη δεκαετία του ’70 που έφτασε το 2,6 το τέλος της δεκαετίας του ’80) οι οποίες θα πρέπει να αναπτυχθούν ώστε να απασχολούν, κατά μέσον όρο, μερικές εκατοντάδες εργαζομένους η καθεμιά. Η Ταϊβάν επέτυχε ραγδαίους ρυθμούς αναπτύξεως, με επιχειρήσεις, τα 4/5 των οποίων, δεν ξεπερνούσαν το 1981 τα 20 άτομα. (“Economist” 14-7-90). Δεν υπάρχει λοιπόν βασιλική οδός επιστροφής στον καπιταλισμό ούτε δοκιμα¬σμένο ενιαίο πρότυπο ιδιωτικοποίησης. Η Θάτσερ απλώς απέδειξε ότι η ιδιωτικοποίηση είναι εφικτή, δεν έδειξε πώς ακριβώς πρέπει να γίνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης απ’ όπου πέρασε ο κρατικιστικός τυφώνας.

Μια απροσδόκητη όψη της ιδιωτικοποίησης είναι ότι διευκολύνει την κρατική εποπτεία των επιχειρήσεων και τον έλεγχο νομιμότητος των ενεργειών τους. Όπως τεκμηρίωσε ο νεαρός Άγγλος θατσεριστής φιλόσοφος Oliver Letwin σε άρθρο του στην εφημερίδα “Independent” (6-6-88) το κράτος λειτουργεί ως αποτελεσματικότερος επόπτης όταν η επιχείρηση δεν του ανήκει. Τούτο συμβαίνει διότι συχνά οι υπουργοί και στελέχη των δημοσίων επιχειρήσεων αλληλοσυγκαλύπτουν λάθη και παραλείψεις, ενώ με την ιδιωτική εταιρεία η συμπαιγνία αυτή είναι πολύ πιο δύσκολη καθότι εδώ «Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες», δηλαδή οι ανταγωνιστές. Η απλή αρχή ότι ο έλεγχος είναι πάντοτε αποτελεσματικότερος από τον αυτοέλεγχο, ξεπέρασε τα στενά όρια του αγγλικού συντηρητικού κόμματος. Έτσι, ακόμη και ο αντιφιλελεύθερος Έλλην κοινωνιολόγος Ν. Μουζέλης δέχεται ότι «όπως έδειξε η πολιτική της βρετανικής συντηρητικής κυβέρνησης, είναι συχνά πιο αποδοτικό, ακόμη και για επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, το κράτος απλώς να ελέγχει την ιδιωτική πρωτοβουλία παρά να την αντικαθιστά. Από τη στιγμή που μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός κρατικός έλεγχος, δεν υπάρχει κανένας λόγος για κρατικοποιήσεις. Η θετική συμβολή της θατσερικής επανάστασης έγκειται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο» («Βήμα» 11-2-90). Η αναλαμπή, ωστόσο, δεν φωτίζει το θέμα επί μακρόν, καθώς ο Μουζέλης συνεχίζει το άρθρο του με όλη τη λιτανεία των επιχειρημάτων ενός μετακεϋνσιανισμού α-λα-Ελληνικά. Έτσι, αποφαίνεται ότι «η Ελλάδα δεν πρόκειται να λύσει ούτε το οικονομικό ούτε το κοινωνικό της πρόβλημα με την εφαρμογή θατσερικής πολιτικής» και εισηγείται τα πατροπαράδοτα κρατικοπαρεμβατικά γιατροσόφια που συνοψίζονται στην «πλατειά συναίνεση εργασίας και κεφαλαίου» (!!!). Τελειώνοντας, ζητάει και αυτός τον ουρανό με τ’ άστρα, δηλαδή «ριζική αναδιάρθρωση και ορθολογικοποίηση της κρατικής μηχανής στην Ελλάδα» επικαλούμενος μάλιστα τα παραδείγματα της Ταϊβάν και των άλλων χωρών της Ν.Α. Ασίας.

Σε άρθρο του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 26-7-90 ο Μουζέλης επανέρχεται δριμύτερος στο ίδιο μοτίβο, μέμφεται τη Θάτσερ διότι απέσυρε, λέει, το κράτος από την οικονομία σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό και ζητάει πάλι για την Ελλάδα έναν «ευέλικτο κρατικό παρεμβατισμό» ιαπωνικού τύπου αυτή τη φορά. Ο Μουζέλης προσθέτει ότι «αν η κατάσταση δεν αλλάξει ριζικώς εις ό,τι αφορά τη δημόσια διοίκηση… η Ελλάδα θα μεταβληθεί στη δεκαετία που μας έρχεται, σε αποβιομηχανοποιημένη και φθίνουσα επαρχία της ενωμένης Ευρώπης». Σε άλλο άρθρο του στο «Βήμα» (30-12-90) δίνει στο αίτημα του και μια χροιά οιονεί χιμαιρική με τη διττή διαπίστωση ότι πρώτον «το να ζητάς από τα κόμματα να πάψουν να κομματικοποιούν το κράτος., είναι σαν να ζητάς από τους επιχειρηματίες να πάψουν, εθελοντικά, να πραγματοποιούν κέρδος» και δεύτερον ότι «λόγω της καχεκτικότητος της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα, μπορεί το πρόβλημα της ορθολογικοποίησης της κρατικής διοίκησης να μην έχει λύση». Πριν από τις πρόσφατες επιτυχίες του φιλελευθερισμού σε όλους τους τομείς, αλλά κυρίως στον οικονομικό, οι κρατικοπαρεμβατικοί τύπου Μουζέλη είχαν λύση για όλα. Όταν διεπίστωσαν ότι δεν είχαν τελικώς λύση για τίποτα, άρχισαν να διακηρύσσουν ότι δεν υπάρχει λύση. Όσο για τη σύνδεση του επιβιωτικού μέλλοντος μιας χώρας με το επίπεδο της δημόσιας διοίκησης της πρόκειται για άποψη που ηχεί μεν αστεία αλλά είναι στην ουσία λίαν απειλητική. Η ιδέα ότι το κράτος και οι υπάλληλοι του —όχι βεβαίως η αγορά— είναι «το κινούν αίτιον» πάσης προόδου, μεταλαμπαδεύθηκε από τους «προοδευτικούς» αναπτυξιολόγους της Δύσεως στον Τρίτο Κόσμο με πραγματικώς τραγικά αποτελέσματα.

Πώς αναπτύσσονται οι χώρες

Γιατί πλούτισε, μετά το 1500 η Ευρώπη και όχι η οθωμανική αυτοκρατορία ή η Κίνα, παρ’όλον ότι η Ευρώπη δεν υπερείχε τότε ούτε σε γνώσεις ούτε σε πληθυσμό ούτε σε οικονομική ισχύ; Ο Αμερικανός καθηγητής Paul Kennedy στο έργο του «Άνοδος και Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων» (“The Rise and Fall of the Great Powers”) αναζητεί μια απάντηση.

To πλεονέκτημα της Ευρώπης ήταν, κατά τον Kennedy, ότι δεν κυβερνιόταν από μια κεντρική εξουσία η οποία ανέστελλε κάθε καινοτομία στο όνομα στατικών αξιών (Κίνα) ή κατέπνιγε με την ανικανότητα της οιαδήποτε μη-στρατιωτική προσπάθεια (Oθωμανική αυτοκρατορία). «Το ευρωπαϊκό θαύμα —ισχυρίζεται ο Αμερικανός καθηγητής— υπήρξε αποτέλεσμα συνδυασμού και αδιάκοπης αλληλεπίδρασης μεταξύ ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην οικονομία, πολιτικού και στρατιωτικού πλουραλισμού καθώς και ελευθερίας του σκέπτεσθαι». Υπάρχει, ωστόσο, αντίλογος. Η Λατινική Αμερική βρέθηκε επίσης διασπασμένη σε κρατίδια, ενώ οι ΗΠΑ υπήρξαν εξ αρχής ομοσπονδιακό μεν αλλά ενιαίο κράτος. Πλουραλισμό είχε και η Αφρική. Ελευθερία του σκέπτεσθαι (με πλουραλισμό) είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες αλλά δεν ανέπτυξαν ούτε τεχνολογία ούτε την οικονομία τους. Η ιδιωτική πρωτοβουλία, η αγορά, το εμπόριο, η οικοτεχνία απαντούν εν σπέρματι σε πλείστες ανθρώπινες κοινότητες που ωστόσο δεν οδηγήθηκαν στον καπιταλισμό. Η μορφή της πολιτείας και της αναπτύξεως (ή μη) μοιάζει να συνδέεται περισσότερο με τα ήθη και τα έθιμα, τις ιδέες, τον πολιτισμό των λαών και λιγότερο με τον φυσικό πλούτο, το περίτεχνο των εργαλείων και την επιστημονική γνώση. Μια ματιά στον προχριστιανικό κόσμο είναι διδακτική επί του προκειμένου. Το ίδιο ή σχεδόν ίδιο επίπεδο τεχνολογικών γνώσεων παρατηρείται σε καθεστώτα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο οι ελληνικές πόλεις, η αιγυπτιακή θεοκρατία, η περσική απολυταρχία,η ινδική δομή της κοινωνιας σε αδιαπέραστες κάστες, και η κινεζική, αυτοκρατορική γραφειοκρατία. Όπως δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί γιατί αναπτύχθηκε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, μόνο στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι εκ πρώτης όψεως προφανείς οι λόγοι που ερμηνεύουν την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση.

Εάν πάντως το «γιατί» είναι αμφιλεγόμενο το «πως» είναι οπωσδήποτε πιο κατανοητό. Η Ευρώπη, αν και δεν διέθετε άξιους λόγου φυσικούς πόρους, ούτε υψηλής ποιότητος δημοσίους υπαλλήλους (η Ρώμη με θαυμάσια διοίκηση υπέκυψε τελικώς στους βαρβάρους) υιοθέτησε όμως —για λόγους που αποτελούν ακόμη αντικείμενο προβληματισμού— την οικονομία της αγοράς και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Τούτο συνέβη αυθορμήτως και πάντως κατά τρόπο ασχεδίαστο. Ουδείς δηλαδή συνέλαβε πρώτα τον καπιταλισμό νοητικώς, διεκήρυξε ύστερα την ανάγκη επιβολής του και ίδρυσε κόμμα και «Καπιταλιστικές Διεθνείς» για να τον πραγματώσει παγκοσμίως. Η Ευρώπη άρχισε να πλουτίζει τον 17ο αιώνα διότι κατά κάποιο τρόπο και για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο διηύρυνε ξαφνικά στις κοινωνίες που την αποτελούσαν το φάσμα των θεμιτών επιλογών σε ιδέες, δοξασίες, διαπιστώσεις, μεθόδους, τεχνικές και αγαθά. Οι ευρωπαϊκές χώρες δεν έγιναν ελεύθερες επειδή υιοθέτησαν τον καπιταλισμό αλλά υιοθέτησαν τον καπιταλισμό επειδή ελευθερώθηκαν από ταμπού, δεσιδαιμονίες και κυρίως επειδή θεσμοποίησαν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Έκτοτε τα δικαιώματα συμπαρομαρτούν με τον καπιταλισμό. Ένιες χώρες της Ν.Α. Ασίας εισήγαγαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον καπιταλισμό χωρίς (στην αρχή) δικαιώματα αλλά δεν υπάρχει στον κόσμο χώρα που να σέβεται τα δικαιώματα, έχοντας καταργήσει την οικονομία της αγοράς.

Η μεγάλη ανακάλυψη των Ευρωπαίων στον τομέα της οικονομίας υπήρξε η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον πλούτο, ο οποίος υπό την γαιοκτητική μορφή του τείνει να μονοπωλείται από ένα στρώμα πολεμιστών, ιερέων ή ευγενών με εκ γενετής προνόμια, στον πλουτισμό που επιβραβεύει τους ικανούς, γεννά κανόνες παιχνιδιού, ανανεώνει ιδέες, μεθόδους και πρακτικές, και το μόνο που εμπεδώνει είναι ο θεμιτός ανταγωνισμός σε όλους τους τομείς. Στο επίπεδο των ιδιωτών, ο πλούτος επί καπιταλισμού, έπαυσε να συνδέεται με χρυσό, διαμάντια και πύργους αλλά διοχετεύθηκε κυρίως σε αγορά μηχανημάτων, πληροφοριών, τεχνογνωσίας και πρόσληψης καταλλήλου προσωπικού. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ ανεπτύχθηκαν καπιταλιστικώς, έχοντας ως κοινό πολιτισμικό στοιχείο όχι απλώς τον χριστιανισμό (που διείπε επίσης το Βυζάντιο και κατόπιν την «Αγία Ρωσία») αλλά την παράδοση της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Αυτές οι διασυνδεδεμένες αναστατώσεις που άρχισαν τον 15ο και έληξαν τον 18ο αιώνα, θεμελίωσαν τον φιλελευθερισμό ως στάση ζωής, παγίωσαν το πρωτείο του ατόμου ως πολιτισμική κληρονομιά και αποτέλεσαν την ιδεολογική μήτρα του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Η φιλελεύθερη τάξη του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που προέκυψε έχει ήδη υπερβεί τα όρια της Ευρωαμερικής (και Αυστραλίας) και ακτινοβολεί με τα επιτεύγματα της σε όλη την υδρόγειο. Ο δυναμικός χαρακτήρας του καπιταλισμού άλλαξε σιγά-σιγά και τις αντιλήψεις των ανθρώπων για την ανάπτυξη η οποία νοείται πλέον ως ανοιχτή διαδικασία με κανόνες παιχνιδιού και όχι ως σχεδιασμένη πορεία που θα καταλήξει «νομοτελειακώς» σε έναν στατικό επίγειο Παράδεισο πεπερασμένης χωρητικότητος.

Φορέας της συντηρητικότατης, βαθύτατα αντιφιλελεύθερης ιδέας του στατικού και κατά συνέπειαν εξαντλητού πλούτου, ήταν ο Άγγλος πάστωρ Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (1766-1834) ο πρώτος στοχαστής που συνέδεσε την φτώχεια με τους πολλούς ανθρώπους. Έκτοτε, πλήθος νεομαλθουσιανοί επιδίδονται σε περιγραφές φρίκης για την πληθυσμιακή ωρολογιακή βόμβα που κινδυνεύει κατά τα λεγόμενα τους να εκραγεί έως το 2000. Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο πεντάκις δισεκατομμυριοστός άνθρωπος αυτού του πλανήτη γεννήθηκε κάποτε μέσα στο 1987 ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα ο πληθυσμός της Γης υπολογιζόταν μόλις σε 1,65 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Άλλο τόσο αλήθεια είναι όμως ότι από τότε που ο Μάλθους προφήτευσε την καταστροφή, οι άνθρωποι πλήθυναν και η φτώχεια λιγόστεψε. Η άποψη του, ότι η ανθρωπότητα θα ριχνόταν στην κόλαση της πείνας όταν ο πληθυσμός θα υπερέβαινε τις δυνατότητες παραγωγής τροφίμων διαψεύσθηκε από τις σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας και τη βιοτεχνολογία που ανέπτυξε η αγορά. Ο πληθυσμός της Αγγλίας αυξήθηκε κατά 100% μεταξύ 1800 και 1850 (ενώ μεταξύ του 1700 και του 1750 είχε αυξηθεί μόλις κατά 8%) παράλληλα με πρωτοφανή αύξηση του πλούτου και του εισοδήματος. Η εξέλιξη αυτή δεν σταμάτησε έκτοτε. Σήμερα, οι αποθήκες έχουν γεμίσει καρπό μέχρι κορεσμού, ενώ τα δισεκατομμύρια των κατοίκων της Γης έχουν παύσει γενικώς να λιμοκτονούν. Οι σιτοδείες πλήττουν ως περιθωριακό, και όχι διαρθρωτικό, φαινόμενο ορισμένες μόνο χώρες, εκ των οποίαν η Αιθιοπία, η Αγκόλα και η Μοζαμβίκη (που μνημονεύονται στην έκθεση της FAO του 1987) συνέβαινε να είναι μέχρι πρότινος χώρες «μαχόμενου μαρξισμού».

Το λάθος του Μάλθους, όπως επισημαίνει ο Hayek (“Fatal Conceit”, σελ. 222), είναι ότι δεν προέβλεψε την έκρηξη παραγωγικότητας που συμπαρομαρτεί με την λειτουργία της ανταλλακτικής οικονομίας. Ο Μαλθουσιανισμός, όμως, δεν διαψεύδεται μόνο στο σύνολο αλλά και στις λεπτομέρειες. Όπως σημειώνει εύστοχα ο Μιχ. Μοδινός («Από την Εδέμ στο καθαρτήριο», σελ. 115) το πρόβλημα της πείνας σήμερα «είναι σπανίως πρόβλημα υπερπληθυσμού, καθώς οι περισσότερες χώρες της πείνας είναι εξαιρετικά αραιοκατοικημένες (Λάος, Μάλι, Μπουρκίνα Φάσο) σε σχέση με τις ευρωπαϊκές». Ο ίδιος προσκομίζει (σελ. 111) το αποκαλυπτικό στοιχείο ότι «ήδη από το 1974 ο FAO εκτιμούσε ότι οι διατροφικοί πόροι ξεπερνούσαν κατά 7% τις αντίστοιχες ανάγκες…». Η πείνα απεδείχθη αποφευκτό πολιτικό δεινό. Δεν είναι «νομοτελειακή».

Ο Μάλθους δεν υπήρξε ωστόσο ο μόνος που υποτίμησε τις παραγωγικές δυνατότητες του καπιταλισμού. Ο ίδιος ο Άνταμ Σμιθ φανταζόταν —τελείως εσφαλμένως ως απεδείχθη— ότι ο καταμερισμός της εργασίας και η ορθολογική αξιοποίηση των πρώτων υλών θα έφθανε κάποτε σε ένα όριο πέραν του οποίου δεν θα υπήρχαν πια περιθώρια αυξήσεως της παραγωγής. Είχε υποτιμήσει και αυτός την επιστημονικοτεχνική επανά¬σταση του καπιταλισμού που ανατρέπει συνεχώς όλα τα δεδομένα. Ο Μαρξ, από την πλευρά του, προέβλεψε σύντομη κατάρρευση του καπιταλισμού μετά τον κορεσμό των αγορών τις οποίες έβλεπε και αυτός στατικά ως κάτι το πεπερασμένο. Τούτο δεν συνέβη. Η υπεροχή του καπιταλισμού διαπιστώνεται κατά τους τελευταίους δύο αιώνες ευρωπαϊκής ιστορίας, όχι εφάπαξ, αλλά συνεχώς, αποδεικνύοντας ότι η ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής και η υπανάπτυξη επίσης.

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που απετίναξε μετά τον πόλεμο με αποφασιστικότητα τα κρατικοπαρεμβατικά της δεσμά και επέλεξε την πλήρη ελευθερία των συναλλαγών υπήρξε η Ομοσπονδιακή Γερμανία όπου η εμπειρία του χιτλερισμού είχε τελείως διαβάλει το παρεμβατικό κράτος στα μάτια των πολιτών. Οι Ναζί συμπεριφέρθηκαν έναντι της οικονομίας ως βάνδαλοι σε κατεχόμενο έδαφος. Τύπωναν χαρτονόμισμα χωρίς ενδοιασμούς και διένεμαν τα αγαθά με το δελτίο. Επειδή το χρήμα δεν αγόραζε σπουδαία πράγματα, ουδείς εφλέγετο από την επιθυμία να το αποκτήσει. Στο τέλος του πολέμου, τα καταστήματα ήσαν άδεια ενώ οι πολίτες αντάλλασσαν αγαθά με το πρωτόγονο σύστημα του αντιπραγματισμού. Οι ανθρακωρύχοι π.χ. έπαιρναν μέρος των αποδοχών τους σε κάρβουνο. Ο Μίλτον Φρήντμαν περιγράφει γλαφυρά πώς ξεκίνησε το μεταπολεμικό «Γερμανικό θαύμα» (“Free to Choose”, σελ. 79). Στις 20 Ιουνίου 1948, ο Ludwig Erhard, ο υπουργός οικονομικών που αναγνωρίσθηκε ορθώς ως ο «αρχιτέκτων του θαύματος», αντικατέστησε αυθημερόν το χιτλερικό μάρκο (Reichsmark) με το νέο γερμανικό μάρκο (Deutschmark) σε αναλογία 6,5 νέα μάρκα προς 100 παλαιά. Κατήργησε επίσης με μια μονοκοντυλιά το δελτίο, τη διατίμηση των προϊόντων και όλες σχεδόν τις ρυθμίσεις ως προς τους μισθούς. Η 20ή Ιουνίου ήταν Κυριακή. Όπως εξήγησε ο ίδιος αργότερα, διάλεξε την ημέρα αυτή διότι τα γραφεία των γαλλικών, αμερικανικών και βρετανικών αρχών κατοχής που ευνοούσαν τη διατήρηση των ελέγχων ήσαν κλειστά και δεν υπήρχε σε αυτά κανείς αρμόδιος που θα μπορούσε να τον σταματήσει. Λίγες μέρες μετά από αυτό το ελευθερωτικό πραξικόπημα, τα καταστήματα γέμισαν αγαθά. Σε έξι μήνες, η βιομηχανική παραγωγή είχε αρχίσει να αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Το γερμανικό θαύμα είχε πια δρομολογηθεί. Η Δυτική Γερμανία έγινε σύντομα η πλουσιό¬τερη χώρα της Ευρώπης όχι μόνον διότι ελευθέρωσε τις δυνάμεις της αγοράς, αλλά διότι δεν επιβαρύνθηκε —όπως και η Ιαπωνία άλλωστε— με άξιες λόγου στρατιωτικές δαπάνες κατά την οδυνηρή περίοδο του ψυχρού πολέμου.

Η ανάπτυξη μέσω της αγοράς συνέβη και στην Ιαπωνία αλλά όχι βέβαια σε μια μέρα. Η χώρα αυτή έζησε έως και το τέλος του 19ου αιώνα τελείως απομονωμένη. Κανένας Δυτικός στρατηλάτης δεν επιβουλεύθηκε ποτέ αυτά τα απομακρυσμένα, βουνίσια, άγονα νησιά όπου μόνον τα ψάρια αφθονούσαν. Το 1867 ένας ξένος περιηγητής περιγράφει τους Ιάπωνες ως ευτυχείς τεμπέληδες, χαζοχαρούμενους αγρότες και ψαράδες, ανίκανους να δαμάσουν το άγριο περιβάλλον στο οποίο ζούσαν. Πιστός σε αυτή την παράδοση, ο Αμερικανός στρατηγός Μακ ‘Αρθρουρ, ανώτατος τότε διοικητής της ηττημένης Ιαπωνίας δήλωνε το 1945 ότι «Η νοημοσύνη των Ιαπώνων είναι σαν ενός παιδιού 12 ετών» (Στ. Κούλογλου: « Άπω Ανατολή»,, σελ. 32). Περί το τέλος του 19ου αιώνα, ωστόσο, είχε ήδη ανοίξει η τύχη της Ιαπωνίας με την καταστροφή της ευρωπαϊκής μεταξουργίας η οποία επέτρεψε στη χώρα να κάνει τη στροφή της προς τον καπιταλισμό υπό την έμπνευση βεβαίως ενός καινοτόμου αυτοκράτορα. Σε λιγότερο από 100 χρόνια, η Ιαπωνία στην άλλη άκρη του κόσμου, χωρίς πρώτες ύλες, χωρίς φυσικό πλούτο, με μόλις 80 εκατ. πληθυσμό, έφτασε να συγκαταλέγεται στις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου. Ο καπιταλισμός θριάμβευσε έτσι για πρώτη φορά σε μια χώρα μη λευκών και μη χριστιανών, που δεν είχαν βιώσει —έστω και εξ ανακλάσεως— ούτε την Αναγέννηση ούτε τον Διαφωτισμό. Το «θαύμα» επανελήφθη κατά σχεδόν μονότονο τρόπο μετά τον Β ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε άλλες χώρες της περιοχής, ενώ απουσίασε παντελώς εκεί όπου οι άρχουσες τάξεις κατέπνιξαν ή εμπόδισαν την ανάπτυξη της αγοράς υπό την επίδραση είτε συντηρητικών παραδοσιακών αντιλήψεων είτε της «προοδευτικής» μαρξίζουσας ιδεολογίας των κρατικοπαρεμβατικών της Δύσεως.

Αναπτυξιακά «θαύματα» της αγοράς

Η καλύτερη διαφήμιση του καπιταλισμού δεν είναι ο πρώτος κόσμος, ούτε καν ο δεύτερος —ο οποίος εξεικονίζει την κατάρρευση του σοσιαλισμού— αλλά ο τρίτος όπου εκτός από εκείνους που καταρώνται τη Δύση διεκδικώντας συγχρόνως βοήθεια από αυτήν, υπάρχουν και εκείνοι που μιμούνται τη Δύση όπως το Χογκ-Κογκ, η Σιγκαπούρη, η Κορέα, η Ταϊβάν αλλά και η αδελφή Κύπρος με εκπληκτικά αποτελέσματα. Στις χώρες που βρέθηκαν διασπασμένες (Κίνα-Ταϊβάν, Βόρειος-Νότιος Κορέα, Κύπρος-ψευδοκράτος Ντενκτάς, Δυτική-Ανατολική Γερμανία) το κομμάτι που υιοθέτησε αποφασιστικά την οικονομία της αγοράς εξασφάλισε πάντοτε τη συντριπτική υπεροχή έναντι του άλλου σχεδόν χωρίς βοήθεια αλλά με εντατική πύκνωση των ανταλλαγών με όλο τον κόσμο. Οι πτωχότεροι των πτωχών του Τρίτου Κόσμου (πυγμαίοι, νομάδες της Αφρικής, φυλές του Αμαζονίου, απομονωμένες κοινότητες στο Νεπάλ, το Μπαγκλαντές και το Αφγανιστάν) είναι «αυτάρκεις», ζουν απομονωμένοι στην αθλιότητα τους, έχοντας δηλαδή αποφύγει τον «πολιτισμό της τσίκλας και της κόκα-κόλα» για την οποία μιλάει η «Αυριανή» τις «άνισες ανταλλαγές» για τις οποίες μιλούσε άλλοτε ο Α. Παπανδρέου και την «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο», την οποία μνημονεύουν ακόμη οι Φλωράκης, Παπαρρήγα, Κάππος, Ζαχαρέας, Γιάνναρος και άλλοι μαρξιστές διαφόρων αποχρώσεων.

Στις λιγότερο απομονωμένες χώρες όπου κάτι κινείται, εκατομμύρια πενομένων αγροτών συρρέουν οικειοθελώς στις τενεκεδουπόλεις του Καΐρου, της Καλκούτας, του Ρίο ντε Ζανέιρο και του Καράκας, προτιμώντας τις λιγοστές ευκαιρίες που προσφέρει η αβεβαιότητα της διαβίωσης στη μεγαλούπολη από την βέβαιη αθλιότητα του χωριού. Άλλωστε, στις πόλεις η ζωή είναι μεν δύσκολη αλλά κάθε ελπίδα δεν έχει χαθεί, ιδίως όταν ξεφύγει κανείς από την αρπάγη των αρχών. Ένα αστείο που έχει μεγάλη διάδοση στη Λατινική Αμερική είναι ότι «η οικονομία αναπτύσσεται τη νύχτα όταν η κυβέρνηση κοιμάται». Το αποτέλεσμα είναι ότι θεριεύει η παραοικονομία, όπως τεκμηρίωσε με πλήθος παραδείγματα ο Περουβιανός καθηγητής Χεράντο ντε Σόττο, μιλώντας στον δημοσιολόγο Αθ. Παπανδρόπουλο («Οικονομικός Ταχυδρόμος» 25-4-91). Πληροφορούμεθα έτσι ότι στο Περού το 60% του πληθυσμού εργάζεται στην παραοικονομία, ότι 7 στα 10 σπίτια χτίζονται χωρίς άδεια, ότι 87% των λεωφορείων και 96% των ταξί που κυκλοφορούν είναι παράνομα, ότι 900.000 παράνομοι πλανόδιοι λιανοπωλητές καλύπτουν το 50% των εμπορικών δραστηριοτήτων της χώρας και ότι μια ομάδα υπό τις οδηγίες του ίδιου του καθηγητή Ντε Σόττο υπέβαλε αίτηση για μια άδεια λειτουργίας βιοτεχνίας ενδυμάτων, η οποία του χορηγήθηκε ύστερα από 289 εργάσιμες ημέρες, κατά τις οποίες απαιτήθηκε 8ωρη απασχόληση ενός δικηγόρου και δύο βοηθών του. Σ’αυτόν τον παράδεισο του κρατικοπαρεμβατισμού, η κυβέρνηση εκδίδει 27.400 κανονισμούς το χρόνο, δηλαδή 111 την ημέρα, εκ των οποίων το 99% προέρχεται από την εκτελεστική εξουσία και μόλις το 1% από τη δικαστική. Σημαντική λεπτομέρεια: ποτέ πολίτης δεν κέρδισε στο Περού δίκη κατά του κράτους. Με τέτοιες επιλογές, ρυθμιστικές παρεμβάσεις, υποκατάσταση εισαγωγών και κρατικοκίνητη «ανάπτυξη» οδηγήθηκαν η Ινδία στη στασιμότητα, το Μεξικό και η Βραζιλία στην υπερχρέωση, η Αργεντινή στον φρενητιώδη (έως το 1989) πληθωρισμό και το μεγαλύτερο μέρος των τριτοκοσμικών πληθυσμών στην απόγνωση.

Υπάρχουν βέβαια και άλλα πρότυπα. «Δεν είναι τυχαίο —διαπιστώνει ο Τσουκαλάς σε μια συνέντευξη του που περιλαμβάνεται στον τόμο «Προσεγγίσεις: Κοινωνική Δομή και Αριστερά» (σελ. 46)— ότι απ’ όλες τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, εκείνες οι οποίες αναπτύσσονται τα τελευταία 10-20 χρόνια είναι οι χώρες της Άπω Ανατολής όπου ακριβώς οι πολιτιστικές προϋποθέσεις για να ενσταλλαχθεί ένα ήθος, μια εργασιακή πειθαρχία υπήρχαν. Δεν είναι κατά κύριο λόγο τα κεφάλαια, τα ιαπωνικά ή τα αμερικανικά που έκαναν την Σιγκαπούρη ή την Ταϊβάν ή την Κορέα να απογειωθούν». Εξελληνίζοντας δε το πρόβλημα, ο Τσουκαλάς προσθέτει: «Οι πολιτισμικές καταβολές είναι, λοιπόν, σοβαρότατοι παράγοντες που περιπλέκουν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα της ανάπτυξης στην Ελλάδα». Δεν είναι προφανές γιατί «περιπλέκεται» έτσι το πρόβλημα. Αντιθέτως, θά ‘λεγε κανείς ότι απλοποιείται. Ο Τσουκαλάς μνημονεύει σ’ αυτό το άρθρο τις «ψυχικές τεχνικές» (πειθαρχία, αυτοπειθαρχία, εργασιακό ήθος), όπως τις ονόμασε ο Φουκώ, οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξη και διερωτάται μήπως η Ορθοδοξία λειτούργησε πιο ανασταλτικά απ’ ό,τι ο Καθολικισμός και κυρίως η Διαμαρτύρηση στην εσωτερίκευσή τους.

Υπάρχει, λοιπόν, επιλογή: Υιοθέτηση των αναλύσεων των εν ενεργεία μαρξιστών του ΚΚΕ και της ΕΑΡ θα μας οδηγούσε στην καταγγελία της εκμετάλλευσης στην απόδοση των δεινών μας σε εξωγενείς παράγοντες και στο επαναστατικό διεκδικητικό ρεμπελιό. Υιοθέτηση της απαισιοδοξίας Μουζέλη θα μας οδηγούσε στην παραίτηση και την απελπισία, αφού η μόνη μας ελπίδα είναι ο κρατικός μηχανισμός ο οποίος όμως καταγγέλλεται ως ανεπίδεκτος βελτιώσεως. Υιοθέτηση της προβληματικής Τσουκαλά θα οδηγούσε σε επανεξέταση των ιδεών μας και ενδεχομένως σε αλλαγή συμπεριφορών. Τίποτε δεν υποχρεώνει τους Έλληνες να διαλέξουν τούτο ή εκείνο. Τίποτε δεν τους υποχρεώνει να καταβάλλουν κόπους για να πλουτίσουν μέσω της αγοράς. Υπάρχει, άλλωστε, και η λύση του Αγίου Όρους που προκρίνει ο Γιανναράς. Ο πολίτης είναι ελεύθερος να δράσει κατά το δικό του δοκούν και βεβαίως, αν θέλει, να καλογερέψει. Φιλελευθερισμός στο πρακτικό επίπεδο σημαίνει ότι η επιλογή είναι ανοιχτή, ότι τίποτε δεν την προκαθορίζει, ούτε η φυλή, ούτε η θρησκεία, ούτε η παράδοση ούτε η ιδεολογία ούτε το κόμμα. Το πρόβλημα της ανάπτυξης στην Ελλάδα όπως και σε κάθε χώρα είναι πολιτικό, υπόθεση δηλαδή των Ελλήνων πολιτών και κανενός άλλου.

Ζωντανό παράδειγμα οι Κινέζοι. Οι εκτός ηπειρωτικής Κίνας Κινέζοι που ζουν στη Ν.Α. Ασία αριθμούν περί τα 40 εκατομμύρια ενώ οι Κινέζοι της Κίνας έχουν φθάσει αισίως τα 1150 εκατομμύρια ψυχές, ξεπερνώντας το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Παρ’ όλα αυτά οι Κινέζοι του εξωτερικού —μόλις ένα εικοστό πέμπτο των γηγενών— έχουν ένα ΑΕΠ που φθάνει σε απόλυτους αριθμούς τα 2/3 του ΑΕΠ της ηπειρωτικής Κίνας. Πώς τα καταφέρνουν;

Το παράδειγμα του Χογκ-Κογκ, που έχει γοητεύσει τον Μίλτον Φρήντμαν (“Free to choose” σελ. 54-55) είναι ίσως το εντυπωσιακότερο, καθότι βασίζεται αποκλειστικώς και μόνον στην αγορά. Σε μια πόλη απομονωμένη, με εχθρική ενδοχώρα, που δεν υπερβαίνει σε έκταση τα 400 τετραγωνικά μίλια, συνωστίζονται 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 14 φορές μεγαλύτερη της Ιαπωνίας και 148 φορές μεγαλύτερη των ΗΠΑ. Στην ευτυχή αυτή πόλη, που δεν διαθέτει κανέναν απολύτως φυσικό πόρο και είναι μια από τις τελευταίες εναπομένουσες αποικίες του Βρετανικού στέμματος, οι κάτοικοι είναι απολύτως ελεύθεροι να πλουτίσουν και να αγοράσουν ό,τι θέλουν σε τιμές που διαμορφώνει μόνον η άνευ παρεμβάσεων αγορά ή να ιδρύσουν όποια επιχείρηση θέλουν, να προσλάβουν και να απολύσουν όσους και όποιους θέλουν και φυσικά να εργάζονται με όποια αμοιβή μπορούν να εξασφαλίσουν κατά το ωράριο της αρεσκείας τους. Το κράτος, δηλαδή, η αποικιακή διοίκηση, δεν παρεμβαίνει καθόλου στην οικονομία. Οι επιχειρήσεις πλουτίζουν ή χρεοκοπούν ανεμπόδιστα. Η φορολογία είναι χαμηλή διότι το Χογκ-Κογκ ως αποικία δεν υιοθέτησε ποτέ τις μεταπολεμικές κρατικοπαρεμβατικές ασωτείες της μητρόπολης. Η ευημερία είναι πρωτοφανής, η ανεργία ανύπαρκτη, ενώ το χρηματιστήριο του Χογκ-Κογκ συγκαταλέγεται μέσα στα 5 πρώτα του κόσμου. Όσοι «ερμηνεύουν» την επιτυχία του καπιταλισμού στις ΗΠΑ με τον φυσικό πλούτο και το αχανές της χώρας καθώς και με το λευκό κατά πλειοψηφία πληθυσμό της που διέπεται από προτεσταντικό ήθος αναγκάζονται να σιωπήσουν όταν γίνεται λόγος για το Χογκ-Κογκ. Εν όψει του 1997 οπότε η αποικία θα περάσει στη δικαιοδοσία της Κίνας και θα παραμείνει —υποτίθεται— άθικτη για 50 χρόνια, με βάση την αρχή «ένα έθνος, δύο καθεστώτα», σημειώνεται ωστόσο σοβαρή διαρροή εγκεφάλων, ιδίως μετά το μακελλειό της πλατείας Τιέν-Ναν-Μεν τον Ιούνιο του 1989. Αυτή η φυγή των ταλέντων έχει αρχίσει να ανησυχεί σοβαρώς… την Κίνα. Η ελπίδα αυτών που μένουν είναι ότι ως τότε η Κίνα θα έχει αλλάξει, οπότε το Χογκ-Κογκ θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για την αποκατά¬σταση του καπιταλισμού στη μεγάλη αυτή χώρα. Οι Κινέζοι έχουν ήδη αποδείξει ότι δεν υστερούν καθόλου των Ιαπώνων ως ικανοί και ολιγαρκείς εργαζόμενοι, ως καλοί έμποροι, ευφυείς επενδυτές και πετυχημένοι κεφαλαιοκράτες.

Το δικό της οικονομικό θαύμα βίωσε εκτός από το λιλιπούτειο Χογκ-Κογκ, και η πολύ μεγαλύτερη αλλά κυρίως πολυπληθέστερη Ταϊβάν ή Φορμόζα όπως ονομάζουν ορισμένοι ακόμη αυτή την νήσο με το πορτογαλικό της όνομα και τον ακραιφνώς κινεζικό πληθυσμό που φιλοξένησε την κυβέρνηση της εθνικιστικής Κίνας μετά το θρίαμβο του Μάο στην ηπειρωτική Κίνα το 1948. Από το 1950 και επί τέσσερις συναπτές δεκαετίες η οικονομία της Ταϊβάν αυξάνει κατά 8,7% ετησίως με αποτέλεσμα το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα της να έχει φθάσει τα 7.500 δολάρια ή 10.000 δολάρια αν συνυπολογίσει κανείς και την παραοικονομία (“Economist” 14-7-90) ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Κίνα είναι 300 δολάρια το χρόνο. Το εξωτερικό εμπόριο της Ταϊβάν, μιας χώρας 19 εκατομμυρίων, είναι 118 δισ. δολάρια, υπερδιπλάσιο της Κίνας των 1155 εκατομμυρίων που δεν ξεπερνά τα 63 δισ. δολάρια. Σημειωτέον ότι η ανάπτυξη της Ταϊβάν —που όχι μόνον δεν πήρε ποτέ βοήθεια από κανέναν αλλά έπαυσε και να αναγνωρίζεται ως κράτος από όλους όσους ανεγνώρισαν την «Λαϊκή Κίνα» και έζησε επί δεκαετίες υπό την απειλή εισβολής— έγινε κατά τρόπο πολύ διαφορετικό από τον Χογκ-Κογκ, ακριβώς διότι η Ταϊβάν δεν ήταν αποικία και χρειάστηκε να αυτοκυβερνηθεί.

Στην Ταϊβάν, εξηγεί ο Γκυ Σορμάν («Νέος Πλούτος των Εθνών», σελ. 252) το κράτος έχει μεν εντονότατη παρουσία αλλά δεν παρεμβαίνει στην οικονομία. Ο δημόσιος τομέας ελέγχει τα «κλασικά» μονοπώλια, όπως είναι οι συγκοινωνίες και οι τηλεπικοινωνίες, αλλά είναι επίσης παρών στην πίστη, τις ασφάλειες, την πετροχημική βιομηχανία, τα εργοστάσια ζάχαρης, τη χαλυβουργία, την ναυπηγική βιομηχανία, ακόμη και στις οικοδομικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο δημόσιος τομέας ανταγωνίζεται παντού τον ιδιωτικό, χωρίς κανένα ιδιαίτερο προνόμιο. Ο κρατικός αυτός καπιταλισμός δεν παύει δηλαδή να είναι καπιταλισμός. Το κράτος αυτοπεριορίζεται στο ρόλο του νομιμόφρονος έντιμου επιχειρηματία χωρίς ποτέ να χρησιμοποιεί το μονοπώλιο της δύναμης που κατέχει για να κατισχύσει των ιδιωτών ανταγωνιστών του στην αγορά. Το πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό, έχει ίσως κάποια σχέση με τις παραδόσεις νομιμοφροσύνης, τιμιότητος και πλήρους αφοσιώσεως στην πολιτεία που ενστάλαξε στις ιθύνουσες τάξεις της Άπω Ανατολής ο Κομφούκιος. Το φαινόμενο απαντά και στην Ιαπωνία και μοιάζει ανεξήγητο στους ατομικιστές Ευρωπαίους. Ο φιλελεύθερος παρατηρητής είναι ωστόσο αναγκασμένος να δεχτεί ότι στις χώρες αυτές βρίσκονται άνθρωποι να διευθύνουν δημόσιες επιχειρήσεις και να αναλωθούν σ’ αυτές με την ευσυνειδησία, την αυταπάρνηση και την αποδοτικότητα που δείχνουν οι ιδιώτες επιχειρηματίες της Δύσεως για τις δικές τους. Οι χώρες αυτές προοδεύουν όντως χάρις και στους δημοσίους υπαλλήλους τους μόνο που αυτοί λειτουργούν ως καλοί κεφαλαιοκράτες για λογαριασμό του Κράτους.

Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στην Ταϊβάν το κράτος, παρά τον πατερναλιστικό, αυταρχικό, ανελεύθερο και στην ουσία μονοκομματικό έως πρόσφατα, χαρακτήρα του, έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που το καθιστούν σεβαστό στους πολίτες. Κατ’ αρχήν, είναι φτηνό, κοστίζει δηλαδή μόλις ένα 18% του ΑΕΠ το χρόνο, είναι σχετικά τίμιο, επιβάλλει ελάχιστη φορολογία, δεν προβαίνει σε καμία απολύτως ανακατανομή εισοδήματος με βάση «συναινετικά» ιδεολογήματα τύπου «κοινωνικής δικαιοσύνης», έχει θωρακίσει νομικώς την αποταμίευση (τα επιτόκια είναι πάντοτε ανώτερα του πληθωρισμού ο οποίος άλλωστε είναι ασήμαντος) και προστατεύει τον σύννομο ανταγωνισμό και την ελευθερία του επιχειρείν (αλλά όχι του εκφράζεσθαι, του συνέρχεσθαι, του διαδηλώνειν και ουσιαστικώς του ψηφίζειν άλλο κόμμα πλην του Κουό-Μιγκ-Ταγκ). «Η ανεργία εκυμαίνετο το 1988 περί το 1 % ενώ η τελευταία φορά που ξεπέρασε το 2% ήταν το 1964» (“Economist” 14-7-1990). Δεν πρόκειται εδώ για την «ασυδοσία» του Χογκ-Κογκ αλλά για μιά επιτυχή φόρμουλα κρατικού καπιταλισμού που παροτρύνει τους πολίτες να γίνουν δημιουργικοί επιχειρηματίες. «Στην Ταϊπέχ, πρωτεύουσα της Ταϊβάν —γράφει ο Στ. Κούλογλου στο βιβλίο του «Άπω Ανατολή» (σελ. 134)— μεγάλα κόκκινα πανό κρεμασμένα από τα κυβερνητικά κτήρια ρωτούν στα κινέζικα τους περαστικούς: «Γιατί δεν έγινες εκατομμυριούχος ακόμα;».

Το περίεργο είναι όπως αναφέρει ο Γκυ Σορμάν ότι η κατανομή εισοδήματος στην Ταϊβάν είναι πιο ισόρροπη απ’ ό,τι στη Σουηδία διότι στην Ταϊβάν την σπονδυλική στήλη της οικονομίας αποτελούν οι αυτοτελώς εργαζόμενοι με αποτέλεσμα η χρυσή βροχή του «αναπτυξιακού μερίσματος» να πέφτει σε πλήθος κεφάλια και όχι σε μια χούφτα μεγαλομετόχων της Volvo. Το καλό εκπαιδευτικό σύστημα και ο γρήγορος πλουτισμός δεν άφησαν να δημιουργηθεί στην Ταϊβάν ένα ιζηματικό μόνιμο υποπρολεταριάτο αυτοαναπαραγόμενης αθλιότητας όπως το βλέπει κανείς σε πλείστες τριτοκοσμικές χώρες. Ισχυρίζονται ορισμένοι ότι όταν περάσουν τα χρόνια και οι Ταϊβανέζοι καλοσυνηθίσουν στην ευμάρεια, θα σταματήσουν και αυτοί να κοπιάζουν και να επινοούν, να αποταμιεύουν και να καινοτομούν, θα αρχίσουν και αυτοί να ζουν με δανεικά, να διεκδικούν αρωγή από το κράτος, να διαδηλώνουν με αιτήματα «κοινωνικής δικαιοσύνης» και να θεωρούν ότι ο Κράτος έχει υποχρέωση να τους εξασφαλίζει μια καλή ζωή χωρίς οι ίδιοι να συμμετέχουν στη δημιουργία αντιστοίχου πλεονάσματος. Τούτο δεν είναι καθόλου βέβαιο διότι όποια νεοβιομηχανική χώρα της Ν.Α. Ασίας χαλαρώσει «σοσιαλιστικώς» κινδυνεύει να χάσει τις αγορές από ανταγωνιστές της. Ήδη η Ταϊλάν¬δη, η Μαλαισία και η Ινδονησία δείχνουν εκπληκτική πρόοδο. Υπάρχει, άλλωστε, και το πρότυπο της Κίνας που δεν ευνοεί την ανάπτυξη αριστερών ιδεών στην Ασία.

Οι όψιμοι θαυμαστές των χωρών αυτών στην Ελλάδα (Μουζέλης, Παπανδρέου, Πεπελάσης) προβάλλουν το κρατικό στοιχείο σ’ αυτό το σύστημα κρατικού καπιταλισμού αλλά συνεχίζουν να κακομαθαίνουν τους Έλληνες οπαδούς τους καλλιεργώντας τους την εντύπωση ότι το κράτος (σήμερα και η ΕΟΚ) είναι αγελάδα προς άμελξιν μάλλον καρά κέλης προς καλπασμόν στο αναπεπταμένο πεδίο της αγοράς. Όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά γι’ αυτές τις χώρες δεν θα ‘πρεπε να δίνουν και τόση σημασία στα γραφτά των ιδεολόγων του ελληνικού κρατικοσοσιαλισμού αλλά να διαβάσουν το βιβλίο ενός οξυδερκούς αριστερού Έλληνα δημοσιογράφου που ταξίδεψε σ’ εκείνες τις χώρες με τα μάτια ανοιχτά: ο Στέλιος Κούλογλου στο βιβλίο του «Άπω Ανατολή» καταγράφει με γλαφυρότητα και χιούμορ ως Έλληνας ενήμερος των ελληνικών προβλημάτων τις δικές του διαπιστώσεις και ερμηνείες για τα απανωτά «αναπτυξιακά θαύματα» στις μακρινές αυτές χώρες. Επειδή πρόκειται για συλλογή άρθρων που γράφτηκαν για διάφορα ελληνικά έντυπα, το βιβλίο περιέχει επαναλήψεις και δη της «ουσιαστικής λεπτομέρειας» κάθε φορά. Το γενικό επίπεδο του ρεπορτάζ, ωστόσο, είναι τόσο καλό ώστε διαβάζοντας το είναι σαν να γευματίζεις σε κινέζικο εστιατόριο: Μόλις τελειώσεις, θέλεις αμέσως να ξαναφάς. Αυτό που εξεικονίζει ο Κούλογλου στο βιβλίο του είναι ότι στις χώρες αυτές το «θαύμα» δεν είναι το έκτακτο, το σπάνιο και ανεπανάληπτο γεγονός, είναι μια κανονική κατάσταση πραγμάτων, υλοποίηση μιας στάσεως, μιας νοοτροπίας και μιας πολιτικής που ενδημεί στην καπιταλιστική Άπω Ανατολή μετά τον πόλεμο.

Στην Νότιο Κορέα αίφνης —η Βόρειος είναι ακόμη σταλινοειδώς κομμουνιστική— υπάρχει μια σφύζουσα κοινωνία των πολιτών η οποία έχει εξελιχθεί μεταπολεμικώς σε κοινωνία πεπαιδευμένων αφού το 90% των Κορεατών εκπαιδεύονται έως την ηλικία των 18 ετών. Σ’ αυτό βοήθησε η έμφαση στη μόρφωση που χαρακτηρίζει τον Κομφουκιανισμό, κυριαρχούσα παράδοση στην Κορέα από το 1392 έως το 1910. Οι Κορεάτες είναι άπληστοι για μάθηση και όχι απλώς για κατάρτιση σε «χρήσιμες» δεξιότητες. Όσοι παρακολουθούν διεθνείς διαγωνισμούς νέων μουσικών εκτελεστών γνωρίζουν την πληθώρα Κορεατών —αγοριών και κοριτσιών— που αποσπούν βραβεία. Οι φοιτητές καλύπτουν το 40% των νέων και αποτελούν σημαντικό πολιτικό παράγοντα στην κοινωνία. Οι ποιητικές συλλογές κυκλοφορούν σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, ενώ το ογκώδες και δύσπεπτο έργο του Σαρτρ «Το Ον και το Μηδέν» είναι στον κατάλογο των μπεστ-σέλλερ ενός πανεπιστημιακού βιβλιοπωλείου (“Economist”, 21.5.88). Η Νότιος Κορέα, αυτό το κολόβωμα χώρας, σε μεγάλη απόσταση από τις χώρες της Δύσεως, με ιστορία συνεχών πολέμων, πολύχρονης και αιματηρής ιαπωνικής κατοχής, με μια ιθύνουσα τάξη αρχαϊκής, οιονεί μεσαιωνικής νοοτροπίας, βρέθηκε το 1961 πλήρως εξαρτημένη από την αμερικανική βοήθεια. Την εποχή εκείνη η κορεατική κυβέρνηση ακολουθούσε κλασικές τριτοκοσμικές συνταγές με υποκατάσταση εισαγωγών, εμμονή στις παραδόσεις και διεκδίκηση περισσότερης βοήθειας. Τίποτε δεν προμήνυε ότι η χώρα αυτή δεν θα εξελισσόταν σε μια νέα Τανζανία.

Η Κορέα, ωστόσο, παρά την απειλή από τον κομμουνιστικό βορρά και την απόλυτη εξάρτηση από τις ΗΠΑ είχε ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50 διέθετε έναν πληθυσμό 40 εκατομμυρίων, κινητικό, ελευθερωμένο από αρχαϊκές δουλείες λόγω πολεμικών περιπετειών και ξεριζωμάτων με πολλούς πρόσφυγες από το βορρά, πολίτες δηλαδή που λαχταρούσαν προκοπή και μόρφωση και ήσαν πρόθυμοι και ικανοί για παραγωγική εργασία. Στις αρχές της δεκαετίας του 50 η ιθύνουσα τάξη ύστερα από μια «επανάσταση νοοτροπιών» την οποία εβίωσε, αποφάσισε να αξιοποιήσει —υπό κρατική καθοδήγηση και εποπτεία— το κυριότερο «συγκριτικό πλεονέκτημα» κάθε χώρας, δηλαδή στην περίπτωση αυτή τους Κορεάτες και να κατακτήσει μερίδιο στη διεθνή αγορά την οποία ουδείς ποτέ ιθύνων της χώρας νόησε ως κυριαρχημένη από «αρπακτικά μονοπώλια». Η απόφαση αυτή υλοποιήθηκε σε μια συγκεκριμένη ευφυά πολιτική συσσώρευσης κεφαλαίων και επενδύσεων που οδήγησε σε οικονομική ανάπτυξη την οποία καμία δυτική βοήθεια δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να προσφέρει. Σε αντίθεση με τις συνταγές «προοδευτικών» αναπτυξιολόγων της Δύσης που συνιστούσαν στις χώρες του τρίτου κόσμου ανάπτυξη προς το εσωτερικό διότι η ανάπτυξη προς το εξωτερικό θα τις συνέδεε τάχα με τον διεθνή καπιταλισμό και με τον τρόπο αυτό θα τις υποδούλωνε, οι Κορεάτες εξόρμησαν προς κατάκτησιν μεριδίου στην παγκόσμια αγορά.

Η Κορέα εκτινάχθηκε από την υποανάπτυξη στην ευημερία με το σύνθημα «εξαγωγές ή θάνατος». Έτσι, κατά την δεκαετία 1963-73 η συμμετοχή των εξαγωγών της χώρας στο ΑΕΠ της ήταν 14,5% ενώ το 1981-87 έφθασε το 39,5% (“Economist”, 4.3.88). Η απόφαση της κορεατικής κυβέρνησης του 1962 να εγκαταλείψει τη στείρα πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών και να ανακηρύξει τις εξαγωγές ως την «Μεγάλη Ιδέα» της Κορεατικής κοινωνίας (όχι απλώς των επιχειρηματιών) πέτυχε πέρα από κάθε προσδοκία. Με τη σθεναρή και συνεπή εφαρμογή αυτής της πολιτικής, το ΑΕΠ δεν έπαυσε να αυξάνεται ιλιγγιωδώς κατά 8.5% μεταξύ 1962 και 1985, με αποτέλεσμα το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εισόδημα να έχει φθάσει το 1988 τα 2800 δολάρια (λίγο πίσω από την Πορτογαλία) από τα 100 δολάρια που ήταν το 1962, ενώ πρωτύτερα οι παραδοσιακές καλλιέργειες και η μεταξουργία μόλις αύξαιναν το ΑΕΠ κατά 0.7% κάθε χρονιά. Το 1960, ένα ποσοστό 80% του πληθυσμού ήταν αγροτικός. Σήμερα το ποσοστό είναι 15% (“Economist”, 18.5.91). Το 1986, η Κορέα ανέβηκε από την 60ή θέση που κατείχε το 1961 στον κατάλογο των 74 υπανάπτυκτων χωρών, στην 9η θέση. Η ανεργία διακυμάνθηκε μεταξύ 2 και 4% κατά την τελευταία 20ετία (“Economist”, 14.7.90). Η ραγδαία αυτή ανάπτυξη συνοδεύθηκε από πρωτοφανή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και κυρίως των υπηρεσιών. Μεταξύ 1965 και 1985 (“Economist”, 15.4.90) ο αριθμός ιατρών ανά 10.000 κατοίκους διπλασιάσθηκε και ο αριθμός νοσοκομειακών κλινών τριπλασιάσθηκε.

Η επιτυχία της Κορέας οφείλεται εν πολλοίς στην ιθύνουσα τάξη της η οποία με την ενθουσιώδη υποστήριξη ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού μιμήθηκε ακριβώς την «μεγάλη αλλαγή» της Ιαπωνίας των αρχών του αιώνα, γύρισε αποφασιστικά την πλάτη στον Mεσαίωνα και τις ξεπερασμένες «πολιτισμικές ιδιαιτερότητες» που τη διατηρούσαν σε μόνιμη αθλιότητα και άρχισε να παράγει μανιωδώς και επιτυχώς για τη διεθνή αγορά με χαμηλό κόστος, συστηματική εργασία, θρησκευτικό σεβασμό των προθεσμιών και κυρίως αξιοποίηση των ταλέντων και της εκπληκτικής δίψας για μάθηση των Κορεατών. Η οικονομική απογείωση συνοδεύθηκε από ένα είδος Κομφουκιανού ασκητισμού στη συμπεριφορά που θυμίζει κάπως την καλβινική ιδεολογία. Σε αντίθεση με τη μανία επίδειξης και πολυτελείας που προτίμησαν Άραβες εκατομμυριούχοι σε πετροδολάρια (με τους κρεμαστούς κήπους και τους χρυσούς τους λουτήρες) οι Κορεάτες όταν πλουτίζουν κρύβουν το βιός τους ή μάλλον το επανεπενδύουν και φροντίζουν να καλλιεργούν στους υφισταμένους τους το ήθος της εργασίας, της ευθύνης και της αυτοπειθαρχίας. Πρόκειται για στοιχείο πολιτισμικού κεφαλαίου το οποίο αποδείχθηκε πολύτιμο για την απογείωση της χώρας.

Στην Κορέα το κράτος είναι βέβαια πανταχού παρόν, ελέγχει την πίστη, χαράσσει τη βιομηχανική πολιτική, μετέχει το ίδιο σε επιχειρήσεις και ασκεί έντονο προστατευτισμό έναντι ξένων προϊόντων. Ο Άνταμ Σμιθ θα έφριττε. Όχι όμως ο Hayek ο οποίος έγραφε προ 40ετίας ήδη, στο «Δρόμο προς τη Δουλεία» (σελ. 31) ότι «ο σχεδιασμός και ο ανταγωνισμός συνδυάζονται μόνον όταν ο σχεδιασμός λειτουργεί υπέρ του ανταγωνισμού, όχι εναντίον του». Στην Κορέα το κράτος βοηθάει τον ανταγωνισμό, δεν είναι δηλαδή ουδέτερο, διότι έχει ως σκοπό την ενίσχυση των εξαγωγών και των επιτυχημένων επιχειρηματιών στη διεθνή αγορά. Σε αντίθεση με τις επίσης επιτυχημένες οικονομίες της Σιγκαπούρης, της Ταϊβάν και του Χογκ Κογκ, η Κορέα αναπτύχθηκε κυρίως μέσω μεγάλων επιχειρήσεων και όχι μικρομεσαίων οικογενειακού τύπου. Το 50% των εξαγωγών οφείλεται σε 10 μεγάλες εταιρείες (“Economist”, 18.8.90) καθώς οι τομείς στους οποίους η Κορέα είναι ιδιαιτέρως ανταγωνιστική —υφαντουργία, ναυπηγεία, χαλυβουργία— ευνοούνται από το μεγάλο μέγεθος και οι τομείς προς τους οποίους το κράτος προσπαθεί να στρέψει την οικονομική δραστηριότητα —αεροδιαστημική, τηλεπικοινωνίες— ευνοούν επίσης τη συγκέντρωση κεφαλαίου. Οι μεγάλες αυτές επι¬χειρήσεις ελέγχονταν ευκολότερα απευθείας από το ισχυρό κράτος που εξασφάλισε συνέπεια και συνέχεια σε αυτήν την πολιτική με τις αυταρχικές του μεθόδους. Το φαινόμενο προβλημάτισε τους φιλελευθέρους αλλά η εξέλιξη των πραγμάτων στην Κορέα επιβεβαίωσε τελικώς για άλλη μια φορά τον κανόνα ότι η ενίσχυση της ελευθερίας του επιχειρείν δεν συμβιβάζεται επί μακρόν με κατάργηση των λοιπών ελευθεριών. Άλλωστε δεν έχει ως τώρα ερευνηθεί σοβαρώς η σχέση καπιταλισμού, δημοκρατίας και αναπτύξεως. Η πείρα δείχνει ότι η οικονομική ελευθερία ευνοεί την αποκατάσταση και πολιτικής ελευθερίας. Οι στρατιωτικές δικτατορίες δεν παγιώθηκαν πουθενά ως καθεστώς ενώ οι χώρες του υπάρξαντος σοσιαλισμού άρχισαν να κλονίζονται συθέμελα όταν χαλάρωσε ο σχεδιασμός και άρχισε να λειτουργεί έστω και υποτυπωδώς η αγορά. Τούτο έχει συνειδητοποιήσει απολύτως ο Κάστρο που αρνείται κάθε οικονομικό «άνοιγμα» και εγκαινίασε τον Οκτώβριο του 1991 το συνέδριο του ΚΚΚ με το σύνθημα «Σοσιαλισμός ή Θάνατος». Με εξαίρεση τις ΗΠΑ που αναπτύχθηκαν καπιταλιστικώς εν δημοκρατία εξ υπαρχής, άλλες χώρες όπως η Γερμανία στην Ευρώπη και η Ιαπωνία στην Ασία πέρασαν από στάδια λίαν αυταρχικής διακυβερνήσεως. Τελικώς, όμως, η δημοκρατία αποδείχθη¬κε πάντοτε το πιο ευεπίφορο στην καπιταλιστική ανάπτυξη πολίτευμα. Στον κανόνα αυτόν η Κορέα δεν αποτέλεσε εξαίρεση, παρ’ όλον ότι το αυταρχικό δικτατορικό καθεστώς της διατηρήθηκε επί τρεις σχεδόν δεκαετίες.

Έτσι, μετά την μεταπολίτευση του 1987, άρχισε και στην Κορέα να χαλαρώνει αισθητά ο αυταρχισμός του καθεστώτος με θεσμοποίηση —για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας— των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι, του συνδικαλίζεσθαι, του habeas corpus και της εκφράσεως γνώμης. Παράλληλα, μειώθηκε η καθαυτό παρέμβαση του κράτους στην οικονομία καθώς η κυβέρνηση υπήχθη υπό τον αυστηρό έλεγχο του Κοινοβουλίου και έγινε έτσι πιο ουδέτερη δίνοντας το προβάδισμα στην αγορά. Οι αλλαγές αυτές υπό τον Roh-Tah-Wooh, τον νέο πρόεδρο της χώρας, υπήρξαν τόσο ραγδαίες ώστε ορισμένοι επιχειρηματίες φοβήθηκαν κύμα απεργιών και διαδηλώσεων που θα έθεταν σε κίνδυνο την ανάπτυξη. Υπήρξαν βέβαια συγκρούσεις εργατών και φοιτητών με την αστυνομία ενίοτε λίαν έντονες αλλά η οικονομική ανάπτυξη δεν σταμάτησε. Βέβαια μεταξύ 1987 και 1989 οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 45% και η αύξηση του (αποπληθωρισμένου) ΑΕΠ επιβραδύνθηκε από το οιονεί παραμυθένιο 12,2% του 1988 στο πιο προσγειωμένο 6,5% του 1989 (“Economist” 14.7:90). Η οικονομία τη χώρας απερρόφησε ομαλά όλες αυτές τις εξελίξεις. Υπήρξε δηλαδή και στην Κορέα ένας σοβαρός ετεροχρονισμός μεταξύ οικονομικής αναπτύξεως και κατοχυρώσεως του πρωτείου του ατόμου. Ίσως το δίδαγμα να είναι ότι κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να εκπονεί και να ακολουθεί τον δικό της δρόμο προς τον καπιταλισμό ο οποίος ενδέχεται να αποκλίνει κάπως από τον ευρωπαϊκό. Το νοτιοκορεατικό πρότυπο, πάντως, της συνεχούς ταχύρρυθμης ανάπτυξης σε συνδυασμό με έντονη κρατική παρέμβαση φαίνεται να γοήτευσε τον Γκορμπατσώφ ο οποίος συναντήθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1990 με τον Roh-Tah-Wooh για μια ώρα στον Άγιο Φραγκίσκο των ΗΠΑ.

Το δίδαγμα από τις εκπληκτικές εξελίξεις στην Άπω Ανατολή το βγάζει, με τη συνήθη του σαφήνεια, τετράγωνη λογική και επιγραμματικότητα ο διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννης Μαρίνος, γράφοντας στο τεύχος της 19.5.88: «Γιατί να μπορεί η Ιαπωνία, το Χογκ-Κογκ και η Ταϊβάν να έχουν εξελιχθεί στις πρώτες βιομηχανικές δυνάμεις του κόσμου και όχι οι Κινέζοι, αφού είναι η ίδια ράτσα και με την ίδια νοοτροπία και πολιτισμό; Άρα έφταιγε το σύστημα;». Το «θαύμα» των νεοβιομηχανικών χωρών της Ν.Α. Ασίας εντυπωσίασε ακόμη και τον (κατά δήλωσή του) σοσιαλιστή και θαυμαστή της θεωρητικής σκέψης του Κουτσόγιωργα, διευθυντή —τότε— της Εμπορι¬κής Τραπέζης Αδαμάντιο Πεπελάση. Σε άρθρο του στο «Βήμα» (10.7.88) διαπιστώνει ότι «οι τέσσερις Ιαπωνίες» ή «τέσσερις τίγρεις» όπως αποκαλεί τη Σιγκαπούρη, το Χογκ-Κογκ, την Ταϊβάν και τη Ν. Κορέα, έχουν επιτύχει την «διάψευση και απαξίωση πολλών δογματικών θέσεων. Ιδίως των θέσεων του νεομαρξιστικού προτύπου αλλά — προσθέτει— και του απλοϊκού προτύπτου του νεοφιλελευθερισμού κυρίως όπως αυτός εμφανίζεται άκομψα και απαίδευτα από ορισμένους δικούς μας». Κατά τον Πεπελάση, δεν φταίει λοιπόν πια τόσο αυτός καθεαυτός ο «νεοφιλελευθερισμός» όσο οι άκομψες εγχώριες εκδοχές του.

Η ουσία του διδάγματος, των μακρινών αυτών χωρών αφορά κυρίως και καιρίως τη στάση ατόμων και κράτους έναντι της αγοράς διεθνούς τε και εσωτερικής. Υπήρξαν χώρες των οποίων οι ιθύνοντες και οι πολίτες απέρριψαν την αγορά και διεκήρυξαν αυτό που διακηρύσσουν στην Ελλάδα ακόμη σήμερα οι Πεπελάσης, Παπανδρέου, Αρσένης, Κουτσόγιωργας, Μουζέλης και άλλοι αντιφιλελεύθεροι, ότι δηλαδή μόνο με αποφασιστική απόρριψη του νεοαποικισμού, του ιμπεριαλισμού, του καπιταλισμού και των άνισων ανταλλαγών με τις τέως μητροπόλεις, μόνο με την πάλη κατά της «δομής δύναμης» που έχουν θεμελιώσει οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, μόνο με τον σοσιαλισμό και μέσω του κράτους θα μπορούσαν οι μικρές ή οικονομικά αδύναμες χώρες να αναπτυχθούν αυτοδύναμα, αρμονικά και σε συνεργασία με τις προοδευτικές δυνάμεις και τους προοδευτικούς οικονομολόγους της δύσης. Οι εξελίξεις γελοιοποίησαν αυτή τη συλλογιστική. Όπου τους επετράπη να λειτουργήσουν, οι αγορές κατετρόπωσαν πάντοτε τις κρατικοσοσιαλιστικές τριτοκοσμικές κυβερνήσεις. Δεν συνδυάσθηκαν αμέσως με άψογη λει-τουργία των δημοκρατικών θεσμών αλλά οδήγησαν στη δημοκρατία έστω με κάποια καθυστέρηση. Οι τριτοκοσμικοί σοσιαλισμοί υπήρξαν, αντιθέτως, βαναύσως αυταρχικοί και οδήγησαν σε εξαθλίωση των πληθυσμών.

Η πείρα του τρίτου κόσμου δείχνει κάθε φορά την υπεροχή της «αοράτου χειρός» του ‘Ανταμ Σμιθ επί της ορατής χειρός του κράτους. Οι εκκολαπτόμενοι επιχειρηματίες στον τρίτο κόσμο θυμίζουν τον πρώτο εκείνο ψαρά του φον Μίζες που ανακάλυψε τον αλιευτικό πλούτο στα βαθιά νερά και διέθεσε τον χρόνο του ως επένδυση για να αποκτήσει βάρκα, δίχτυα και πετονιές. Δεν φοράνε κατ’ ανάγκην σταυρωτά κοστούμια ούτε κυκλοφορούν με Μερσεντές. Είναι συχνά ταξιτζήδες, αχθοφόροι, λούστροι, πλανόδιοι μικροπωλητές, οικοτέχνες και μικρέμποροι. Όλοι τους πάντως έχουν την ίδια ακριβώς ανάγκη σιγουριάς, ευνομίας και ελευθερίας που χρειάζεται η τράπεζα Chase Manhattan και η Μιτσουμπίσι, για να λειτουργήσουν. Στις χώρες εκείνες όπου οι επιχειρηματίες (εκκολαπτόμενοι, πασχίζοντες ή φτασμένοι) ζουν με την αγωνία ότι η περιουσία τους θα δημευθεί από κάποιο φίλο του νέου προέδρου ή θα κοινωνικοποιηθεί από κάποιον Αρσένη ή θα φορτωθεί με αυθαίρετα πρόστιμα από κάποιον Κεδίκογλου, οι επενδύσεις σταματούν, οι ιδιώτες με ικανότητες εκπατρίζονται, η διαφθορά και ο πληθωρισμός οργιάζουν. Τούτο έχει αποδειχθεί, όχι μόνο αρνητικώς αλλά και θετικώς. Δεν αποκλείεται π.χ. το επόμενο «θαύμα» μετά τις χώρες της Ν. Α. Ασίας, να σημειωθεί στη Γκάνα όπου η κυβέρνηση του υποσμηναγού Rawlings με την αποφασιστική συμπαράσταση του Δ.Ν.Τ. αποξήλωσε το 1982 το σύστημα παρανοϊκού αφρικανοσοσιαλισμού με ιδέες μεγαλείου που είχε επιβάλει ο Νκρούμαχ. Ελευθερώνοντας τις τιμές του κακάο και του συναλλάγματος, απολύοντας 50.000 δημόσιους υπαλλήλους και περιορίζοντας τις κρατικές δαπάνες, η «θατσερική» αυτή κυβέρνηση του τολμηρού υποσμηναγού έριξε τον πληθωρισμό στο 20% (από το 123% που ήταν το 1983), μετέτρεψε τον ελλειμματικό προϋπολογισμό σε πλεονασματικό και έβγαλε στο σφυρί (κυριολεκτικά) 32 δημόσιες επιχειρήσεις. Η Γκάνα είναι σήμερα το καύχημα της Διεθνούς Τράπεζας η οποία την έχει τοποθετήσει τρίτη (μετά τις πολυάνθρωπες Ινδίες και Κίνα) στον κατάλογο των χωρών που λαμβάνουν άτοκα δάνεια.

Η αποδοχή της «αοράτου χειρός» της αγοράς, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι πάντοτε λίαν αμφιλεγόμενη στους αντιφιλελεύθερους κύκλους. Έτσι, ο Μουζέλης, ειδικευμένος σε θέματα ανάπτυξης του τρίτου κόσμου, θεωρεί ότι η αγορά μπορεί και να βλάψει τον τρίτο κόσμο διότι η αναπτυσσόμενη τριτοκοσμική χώρα μπορεί —όπως λέει— «ακολουθώντας τη φιλελεύθερη αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος να διαμορφώσει οικονομι¬κές δομές που να ανταποκρίνονται λιγότερο στις δικές της αναπτυξιακές δομές και περισσότερο σε αυτές των προηγμένων χωρών» («Βήμα», 6.9.87). Δεν είναι σαφές που επισημάνθηκε συγκεκριμένα αυτός ο κίνδυνος, ποια χώρα εζημίωσε αξιοποιώντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα για να κατακτήσει μερίδιο στη διεθνή αγορά και κυρίως ποιες ακριβώς είναι αυτές οι γηγενείς «αναπτυξιακές δομές» που τόσο κινδυνεύουν εάν μια χώρα επιτρέψει στον εαυτό της να οδηγηθεί από την αόρατο χείρα. Υπάρχουν και παραδείγματα περί του αντιθέτου. Η Κούβα που «αναπτύχθηκε» με τη βοήθεια της ΕΣΣΔ παρέμεινε αγκυλωμένη στην παραδοσιακή «οικονομική της δομή» που είναι η μονοκαλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου διότι η βοηθούσα χώρα τής αγόραζε επί 30 χρόνια τη ζάχαρη σε τιμή τετραπλάσια της διεθνούς και τής πουλούσε πετρέλαιο σε τιμή πολύ χαμηλότερη της διεθνούς. Αν αντί της Σοβιετικής Ενώσεως η Κούβα βασιζόταν στην αγορά θα είχε πια σήμερα διαφοροποιήσει κάπως την παραγωγή της επί ζημία ίσως του παραδοσιακού της ζαχαροκάλαμου αλλά προς όφελος του πληθυσμού της και κυρίως της ανεξαρτησίας της. Όταν το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα ο Ιάπων αυτοκράτωρ Μέιτζι αποφάσισε να ανοίξει τη χώρα του στον έξω κόσμο δεν φοβήθηκε καθόλου να αναστατώσει τις «δομές» της χώρας του (αλιεία, μεταξουργία και ορυζοκαλλιέργεια), δεν ορρώδησε δηλαδή μπροστά στο «πολιτικό κόστος» που θα λέγαμε σήμερα. Φυσικά, στην Ιαπωνία το «άνοιγμα» στην αγορά έγινε κατά παραδοσιακά ασιατικό τρόπο, εκ των άνω, με αποτέλεσμα το κράτος να παίζει ακόμη σοβαρό ρόλο στη χώρα αυτή βοηθώντας τις ιαπωνικές επιχειρήσεις να γίνουν ανταγωνιστικότερες χωρίς ωστόσο να αναλαμβάνει το ίδιο το ρόλο του επιχειρηματία.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Α. Παπανδρέου επεσήμανε τον κρατικοκαπιταλιστικό ρόλο του ιαπωνικού κράτους στη συζήτηση της 28.5.90 στη Βουλή για να ισχυρισθεί ότι η αντικρατικιστική πολιτική της Ν.Δ. είναι εσφαλμένη. Ανεξαρτήτως του ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχει τέτοιο πρότυπο, ότι η Ιαπωνία κυβερνάται επί δεκαετίες από ένα κόμμα φιλελευθέρων το οποίο αν δεν είναι παραδοσιακώς φιλελεύθερο, είναι πάντως αντισοσιαλιστικό, γεγονός είναι ότι το ΠΑΣΟΚ, κατά την 8ετία που κυβέρνησε την Ελλάδα, δεν μιμήθηκε κατά τίποτε τους Ιάπωνες. Ούτε καν τους εμνημόνευσε ποτέ. Όσο για τη Ν. Κορέα, την Ταϊβάν και τη Σιγκαπούρη, που επίσης ανέφερε ο Παπανδρέου στην ίδια συζήτηση στη Βουλή, παρέλειψε βέβαια να πει ότι στις χώρες αυτές δεν υπάρχει κοινωνική ασφάλιση ούτε κρατικοδίαιτες «προβληματικές» και ελλειμματικές ΔΕΚΟ, ούτε συνδικαλιστικό κίνημα με κατοχυρωμένες ελευθερίες, ενώ οι ομοϊδεάτες του Παπανδρέου (κεντροαριστεροί, σοσιαλιστές, Κεϋνσιανοί και γενικώς αντιπολιτευόμενοι την επίσημη κρατικοκαπιταλιστική πολιτική της κυβερνήσεως) φιλοξενούνταν μέχρι πρότινος στις φυλακές, ενίοτε επί μακρό χρονικό διάστημα. Ο κρατικισμός αυτών των χωρών υπέρ της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν θα ενέπνεε ιδιαιτέρως τους Έλληνες. Εάν οι Μουζέλης, Παπανδρέου και άλλοι πάση θυσία παρεμβατικοί έπειθαν τη Ν.Δ. με τα άρθρα τους και τις θέσεις τους στη Βουλή να εφαρμόσει την αυταρχική κρατικοκαπιταλιστική πολιτική των νεοβιομηχανικών χωρών της Ν.Α. Ασίας —και δη τη στιγμή που αυτές αρχίζουν να την εγκαταλείπουν— πολλοί Έλληνες θα εξεγείροντο. Άλλωστε, κατά την 8ετία της EPE, οι απείρως ηπιώτερες βέβαια μέθοδοι διακυβερνήσεως του «αυταρχικού δημοκράτη» Κ. Καραμανλή, όπως τον αποκάλεσε ο Γάλλος δημοσιογράφος Roger Massip, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη της χώρας δεν απέσπασαν ποτέ την παραμικρή εύφημο μνεία από τους σημερινούς όψιμους θαυμαστές του κόμμα¬τος του Κουό-Μιγκ-Ταγκ στην Ταϊβάν και του Λη-Κουάν-Γιου της Σιγκαπούρης.
Το θετικό δίδαγμα πάντως από την επιτυχία των «τεσσάρων τίγρεων» της Ν.Α. Ασίας, είναι η προσφερθείσα πρακτική απόδειξη ότι εις πείσμα των φόβων του Μουζέλη, καμία υπανάπτυκτη χώρα δεν μπορεί ποτέ να πλουτίσει παραμένοντας αναλλοίωτη στις δομές της. Σε αντίθεση με τον πρωτόγονο εκείνο ψαρά ταυ φον Μίζες, η σημερινή διεθνής αγορά απαιτεί κάτι παραπάνω από βάρκα, δίχτυα και πετονιά. Μιά εκσυγχρονιζόμενη χώρα δεν μπορεί να βγει στη διεθνή αγορά με ελπίδες επιτυχίας, χωρίς αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα, χρηματιστήριο, δίκτυο μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, πράγματα δηλαδή νεοφανή και συχνά απορριπτέα από τους λάτρεις των εγχωρίων παραδόσεων. Εκσυγχρονισμός σημαίνει, βέβαια και αλλαγή παραγομένων προϊόντων. Η Ιαπωνία δεν έμεινε προσκολλημένη στους παραδοσιακούς της μεταξοσκώληκες. Έγινε πρώτα ασυ¬ναγώνιστη στα παιχνίδια (πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και σήμερα —μεταξύ άλλων— και στο αυτοκίνητο, απειλώντας σοβαρά τους Αμερικανούς που το εφεύραν και τους Άγγλους, Γάλλους και Γερμανούς που το κατασκευάζουν με παραδοσιακές μεθό¬δους και το πουλάνε ακριβά. Η Ιαπωνία και οι λοιπές νεοβιομηχανικές χώρες απέδειξαν για μια ακόμη φορά ότι αγορά σημαίνει σταυρογονιμοποίηση ιδεών, καινοτομιών και τεχνογνωσίας. Χωρίς την ανακάλυψη του μαγνητοφώνου στη Δύση, θα μπορούσε ποτέ να εξελιχθεί η Σιγκαπούρη σε ηλεκτρονικό εργαστήρι του κόσμου; Η ελληνική εμπορική ναυτιλία δεν είναι μήπως προϊόν της αλλαγής από το ιστίο στον ατμό τον οποίο ανακάλυψε Σκώτος και όχι Έλλην; Οι χώρες αλλάζουν τις «δομές» τους μέρα με τη μέρα. Τούτο ισχύει φυσικά και για τις ίδιες τις ΗΠΑ. Ο Μουζέλης πρέπει να είναι, σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, ο τελευταίος των Μοϊκανών οι οποίοι οιμώζουν διότι χάνονται τα ιερά και τα όσια της φυλής, διότι κινδυνεύουν λόγω ανταγωνισμού να σφαγούν μερικές από τις «ιερές αγελάδες» της οικονομικής παράδοσης.

Στην Ελλάδα, το ουσιαστικότερο συγκριτικό μας πλεονέκτημα, εκτός από το κλίμα, τις αρχαιότητες και τις φυσικές καλλονές, είναι βέβαια και εδώ οι Έλληνες οι οποίοι δεν μοιάζουν να υστερούν καταφανώς των Κορεατών σε ικανότητες όπως το έχουν αποδείξει ως μετανάστες σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, αλλά και ως πολίτες στο μοναδικό άλλο σύγχρονο ελληνικό κράτος που εβίωσε ένα οικονομικό θαύμα μέσω της αγοράς. Πρόκειται βέβαια για την Κύπρο. Το μέγιστον μάθημα που θα έπρεπε να εγκολπωθούν όσοι Έλληνες δεν έχουν ακόμη πεισθεί για την αναπτυξιακή αξία της αγοράς δεν μας το δίνουν τόσο οι μακρινές «τίγρεις» της Ασίας όσο η μικρή, ελληνική, ορθόδοξη και τόσο κοντινή μας αδελφή την οποία λέμε ότι αγαπούμε, αλλά δεν μελετούμε. Ωστόσο, ο πρόεδρος Βασιλείου έχει πιο σημαντικά πράγματα να μας πει από τον Roh-Tah-Wooh και συμβαίνει επιπλέον, να μας τα λέει και σε πολύ καλά ελληνικά.

Οι αδελφοί μας οι Κύπριοι μετά την καταστροφή του Ιουλίου του 1974, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια αλλά ανέπτυξαν στο έπακρο τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα (ιδίως μετά την καταστροφή του Λιβάνου) δουλεύοντας έξυπνα και αποδοτικά με σκοπό την κερδοφορία. Απερρόφησαν έτσι το ένα τρίτο του πληθυσμού τους που είχαν γίνει πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα, χωρίς κλυδωνισμούς και μεμψιμοιρίες. Κανείς δεν χρειάσθηκε να τους πει τι να κάνουν ή μάλλον κανέναν «ταγό» δεν ρώτησαν για να τους καθοδηγήσει, κανέναν «σωτήρα» δεν ανεζήτησαν να τους σώσει, σε κανέναν αποδιοπομπαίο τράγο δεν φόρτωσαν τις ευθύνες τους. Έτσι, η κολοβωμένη Κύπρος, υπό τη σκιά του Αττίλα, χώρα ευνομούμενη με καλές υποδομές, αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα, σταθερό νόμισμα, τίμιο, μικρό και μη-παρεμβατικό κράτος άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών (τράπεζες, ασφάλειες, ναυτιλία). Αμέσως μετά την εισβολή, οι Κύπριοι εργαζόμενοι μείωσαν οικειοθελώς τις αποδοχές τους κατά 20% και αύξησαν τις ώρες εργασίας τους. Οι Κύπριοι κομμουνιστές του ΑΚΕΛ — ιδιοτύπως σταλινικοί στην εξωτερική τους μόνον πολιτική— πρωτοστάτησαν σε αυτήν την προσπάθεια και όχι μόνον δεν έχασαν αλλά κέρδισαν ψήφους. Ο Πρόεδρος Βασιλείου που εξελέγη με τις ψήφους τους έχει μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες ερευνών αγοράς της Μέσης Ανατολής την οποία ίδρυσε ο ίδιος. Μιλώντας στην Αθήνα στο Ελληνοαμερικανικό επιμελητήριο τον Δεκέμβριο του 1990 είπε ότι «για να επιβιώσουμε έπρεπε η οικονομία μας να γίνει ανταγωνιστική». Εξήγησε, λοιπόν, στο ελλαδίτικο ακροατήριο του, ότι χρειάσθηκε να μειώσει τον αριθμό των Δημοσίων Υπαλλήλων, καθώς και τον ανώτατο συντελεστή του φόρου εισοδήματος κατά 20%. «Ο επιχειρηματίας, είπε ο Βασιλείου, είναι πολύ πιο έξυπνος από τον οποιοδήποτε φοροεισπράκτορα. Γι’ αυτόν το λόγο αποφασίσαμε να αλλάξουμε το σύστημα ώστε να μην αξίζει τον κόπο γι’ αυτούς να ξοδεύουν τόση φαιά ουσία και λεφτά για λογιστές». Ο Κύπριος Πρόεδρος καταπολέμησε έτσι τη φοροδιαφυγή μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές, χρησιμοποίησε δηλαδή θατσερικές (τις μόνες αποτελεσματικές) μεθόδους. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία σε σημείο ώστε η έκθεση της ερευνητικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Κύπρο να διαπιστώνει το 1991 ότι «το τραγικό είναι ότι δεν υφίσταται πλέον τραγωδία». Σήμερα η Κύπρος διαθέτει ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα, καταγράφει ετησίως έναν πληθωρισμό που δεν ξεπερνά το 3%, αύξηση του Α. Ε. Π. της τάξεως του 2% για το 1991, και το ανησυχητικό —για τους Κυπρίους— έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού που έχει φθάσει το 5% (στην Ελλάδα ξεπερνά το 20%).

Το Κυπριακό «θαύμα» ευνοείται βέβαια από το γεγονός ότι οι Κύπριοι έχουν τους περισσότερους πτυχιούχους πανεπιστημίων κατά κεφαλήν από όλες τις χώρες, πλην ΗΠΑ και Καναδά, το τέταρτο από πλευράς ποιότητος, φερεγγυότητος και παγκοσμιότητας τηλεπικοινωνιακό δίκτυο στον κόσμο, αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα και πλήθος εξωχώριες επιχειρήσεις που προσελκύονται από τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες πλήρους ελευθερίας και σταθερότητας που βρίσκουν στο νησί. Ο συνδυασμός αγγλοσαξονικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ευρωπαϊκής νοοτροπίας, ελληνικής επιχειρηματικότητος (που θάλλει όταν το κλίμα είναι ευνοϊκό) σχετικώς τιμίου κράτους, ελευθέρας οικονομίας, σύννομου ανταγωνισμού, σωφρόνων συνδικαλιστών, ηπίου πολιτικού κλίματος, κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου και αψόγου λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, κατέστησε τους Κυπρίους ικανούς να ζητήσουν στις 4.7.90 την ένταξη της χώρας τους στην ΕΟΚ —για την οποία είναι θεσμικώς και οικονομικώς πολύ πιο έτοιμοι από ό,τι ήταν η Ελλάδα το 1979. Ο έγκριτος οικονομικός συντάκτης Νίκος Νικολάου έγραψε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 13.12.90 ένα εμπερίστατο άρθρο με τίτλο: «Γιατί δεν αντιγράφουμε την τόσο επιτυχή οικονομική πολιτική της Κυπριακής Κυβέρνησης;». Ίσως διότι δεν έχει πάψει να μας θέλγει η διακριτική γοητεία της κρατικοπαρεμβατικής αποτυχίας η οποία είναι ακόμη ευρύτατα διαδεδομένη στον κόσμο.

Κρατικοπαρεμβατικές αποτυχίες στον Τρίτο Κόσμο

Αποθέωση του εφαρμοσμένου Κεϋνσιανισμού είναι η Ινδία που σε πλήρη αντίθεση με τη Νότιο Κορέα έχει ως εθνικό ιδανικό την αυτάρκεια, την υποκατάσταση των εισαγωγών, την προστασία των παραδοσιακών της «δομών» και την αδιάκοπη παρέμβαση στην αγορά. Τα μόνα ελευθέρως και αδασμολογήτως «εισαγόμενα» σ’ αυτή τη χώρα υπήρξαν τα αριστερά ιδεολογικά προϊόντα της Δύσεως. Το Σύνταγμα αναφέρει ότι η Ινδία είναι «σοσιαλιστική» αλλά η ιθύνουσα τάξη της πιστεύει ότι η Ινδία είναι μια ασύγκριτη χώρα που εξεπόνησε δικό της δρόμο. Μερικοί από αυτούς προσθέτουν ότι η Ινδία δεν είναι τίγρης όπως η Ν. Κορέα, η Ταϊβάν, η Σιγκαπούρη και το Χογκ-Κογκ αλλά ελέφας, ένα ζώο τεράστιο, προσεκτικό, αργοβάδιστο, σταθερογνώμον. Η εκπληκτική επιχειρηματική επιτυχία των Ινδών που εκπατρίζονται δείχνει ότι πρόκειται μάλλον για «εγκλωβισμένη τίγρη». Το ινδικό κράτος αυτοαπομονώθηκε από τον λοιπό κόσμο με πανύψηλα δασμολογικά τείχη και απαγόρευση εισαγωγών. Μόνο ορισμένα φάρμακα εισάγονται και αυτά από τον ίδιο τον χρήστη όχι από αντιπροσώπους. Βεβαίως, οι ινδικές εξαγωγές είναι οιονεί ανύπαρκτες. Η εγχώρια βιομηχανία ελέγχεται απολύτως από το κράτος ιδίως μετά την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος το 1969. Η ελίτ απαρτίζεται από μέλη της ανώτερης κάστας των βραχμάνων που περιφρονούν την κερδοφόρα απασχόληση διαστοχάζονται και επανδρώνουν μια γραφειοκρατία η οποία διαχειρίζεται την καθυστέρηση διότι στην Ινδία το κράτος δεν παράγει, ούτε σχεδιάζει, απλώς παρεμβαίνει: Όγκος παραγωγής, είδος προϊόντων, τεχνικές προδιαγραφές, όλα είναι προϊόντα κρατικών αποφάσεων. Οι πρώτες επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν κατ’ εντολήν, σε «καθυστερημένες περιοχές», άρχισαν να παράγουν κατ’ εντολήν, (π.χ. οι υφαντουργίες έπρεπε να κατασκευάζουν υφάσματα για τους φτωχούς) και να διατιμούν τα προϊόντα τους κατ’ εντολήν. Ο αριθμός των αδειών που απαιτούνται για να στηθεί μια επιχείρηση ανέρχεται κατά τον Γκυ Σορμάν (“La nouvelle richesse des nations”, σελ. 82) σε 200 και χρειάζονται χρόνια και άπειρα μπαξίσια για να τις αποκτήσει κανείς. Το περίεργο είναι ότι παρ’ όλα αυτά η «αυτάρκεια» δεν κατακτήθηκε. Η Ινδία χρωστάει 70 δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένους.
Ιδιαίτερη μέριμνα δόθηκε ώστε να μην εμφανισθούν ποτέ «μονοπώλια» στη χώρα. Έτσι, το κράτος εμποδίζει τις επιχειρήσεις να παράγουν πέραν μιας ορισμένες ποσότητος ώστε να μείνει μερίδιο αγοράς και για τις άλλες. Όταν χορηγεί, «με το σταγονόμετρο», άδειες επεκτάσεως των επιχειρήσεων τις υποχρεώνει να περιορίζουν αντιστοίχως το ποσοστό εισαγομένων πρώτων υλών στο τελικό τους προϊόν. Το 1987 υπήρχαν στην Ινδία 160.000 «προβληματικές» δηλαδή μεμονωμένες επιχειρήσεις των οποίων τα χρέη υπερέβαιναν τα στοιχεία του ενεργητικού και τις οποίες εστήριζε όλες το κράτος (“Eco¬nomist”, 4.5.91). Η κερματισμένη υπερπροστατευμένη αυτή «αγορά» δεν μπορεί να αξιοποιήσει ούτε καν την αχανή επικράτεια της Ινδίας, διότι δεν επιτρέπονται οι «οικονομίες κλίμακος» εφόσον οι επιχειρήσεις διατηρούνται τεχνητά μικρές και τοπικές. Η ινδική βιομηχανία αυτοκινήτων παράγει πανάκριβα αγγλικά μοντέλα της Leyland προ 40ετίας. Τα εργοστάσια είναι πλήρη υπεραρίθμων διότι οι απολύσεις στην ουσία απαγορεύονται. Η καινοτομία ξενίζει, ενοχλεί και αγνοείται. Όσοι δυσφορούν εκπατρίζονται, όσοι μένουν έχουν συμβιβασθεί με το σύστημα και το διαιωνίζουν.

Προς τιμήν του καθεστώτος είναι ότι οι διαμαρτυρόμενοι και οι αντιφρονούντες δεν διώκονται, η δημόσια κριτική επιτρέπεται, αντιπολίτευση υπάρχει, ελευθεροτυπία επίσης, εκλογές γίνονται τακτικά, οι ιδέες κυκλοφορούν. Η δύναμη των ιδεών του Μαχάτμα Γκάντι είναι τέτοια ώστε το τριτοκοσμικό κρατικοπαρεμβατικό αυτό καθεστώς μπορεί να συμβιβάζεται σε μεγάλο βαθμό με τη δημοκρατία και τα δικαιώματα του ανθρώπου χωρίς σχεδόν να αλλάζει. Η συντηρητική νοοτροπία διαιωνίζεται από τη διαίρεση της κοινωνίας σε κάστες με προκαθορισμένους ρόλους. Η επικρατούσα θρησκεία καθορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει τη δική του dharma δηλαδή τον δικό του προορισμό σ’ αυτή τη ζωή. Αυτοί που γεννιούνται στις ανώτερες κάστες δεν οφείλουν το προνόμιο τους στην τύχη αλλά στην προηγούμενη ενάρετη ζωή τους. Υπάρχει, λοιπόν, για τον καθένα η ελπίδα να βελτιώσει τη θέση του στην επόμενη ζωή. Η κοινωνική κινητικότητα μεταφέρεται έτσι στο υπερπέραν. Ο ινδουισμός είναι χαλαρή θρησκεία, χωρίς ιερατείο και αφήνει τους πιστούς να αποφασίζουν οι ίδιοι τα της ζωής τους. Το μόνο στο οποίο επιμένει είναι η μετεμψύχωση, πίστη τόσο βαθιά ριζωμένη στους Ινδούς ώστε όλες οι προσπάθειες «κοσμικών» κυβερνήσεων να καταργήσουν τις κάστες και να εξασφαλίσουν ισονομία στους «παρίες», να καλλιεργήσουν στους Ινδούς προσδοκίες ανελίξεως με τις δικές τους δυνάμεις στην παρούσα ζωή έχουν ως τώρα αποτύχει.

Στο βιβλίο του “Les vrais penseurs de notre temps” ο Γκυ Σορμάν περιγράφει μια συνομιλία με έναν Ινδό διανοούμενο ονόματι Ashis Nandy ο οποίος αντιπροσωπεύει θαυμάσια αυτήν την παραδοσιακή ινδική νοοτροπία. Ο κύριος εχθρός στη δαιμονολογία αυτού του στοχαστή είναι ο νεοαποικισμός που εμποτίζει τους Ινδούς με τις δυτικές αξίες και κινδυνεύει να καταστρέψει την Ινδία ως θεματοφύλακα και κιβωτό της αρχαίας σοφίας. Η οικονομική ανάπτυξη είναι κατ’ αυτόν, το ανώτερο στάδιο του αποικισμού αλλά και της καταστροφής της φύσεως. «Εάν όλοι οι Ινδοί μάθαιναν γράμματα —τονίζει σε μια αρκετά παράδοξη δήλωση του— δεν θα έμενε σε λίγο ούτε ένα δένδρο στην Ινδία για να τους εφοδιάζει με το απαραίτητο χαρτί» (ibid, σελ. 279). Στην αχανή αυτή χώρα ο αναλφαβητισμός δικαιώνεται έτσι με οικολογικά επιχειρήματα. Το ότι το προσδόκιμον επιβιώσεως είναι χαμηλότερο από της Κίνας δεν ενοχλεί κανέναν. Φυσικά ο Ashis Nandy απορρίπτει τελείως και τον μαρξισμό θεωρώντας ότι η επανάσταση την οποία αυτός ευαγγελίζεται είναι «δυτική ιδέα», και ότι ο Μαρξ ταυτιζόταν απολύτως με τους ιμπερια¬λισμούς της εποχής του ιδίως δε με τον αγγλικό, τον οποίο θεωρούσε το «ασύνειδο όργανο της ιστορίας» που θα ελευθέρωνε τις ασιατικές μάζες από τις δεισιδαιμονίες και την αθλιότητα.

Το κήρυγμα του Ινδού αυτού διανοούμενου είναι η λιτότης, η εφαρμογή των αρχών του Μαχάτμα Γκάντι, η απάρνηση της κρατικής βίας, η διάλυση των ενόπλων δυνάμεων. «Εμείς, λέει, θύματα του μύθου της ανάπτυξης… θέλουμε να παραμείνουμε στην παιδική ηλικία» (ibid, σελ. 283). Οι ιδέες αυτές αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Ινδία, μια χώρα όπου ο ασκητισμός, το λιτοδίαιτο, η εγκράτεια και γενικώς η φτώχεια θεωρούνται αρετές και προπαγανδίζονται από σεβαστούς πνευματικούς ηγέτες. Ο φιλελεύθερος άνεμος της δεκαετίας του ’80 —που παρέκαμψε στην Ελλάδα— έπνευσε ωστόσο και στην Ινδία, φέρνοντας κάποια ελευθέρωση στην κίνηση κεφαλαίων και ορισμένες ξένες επενδύσεις. Ήδη, επετράπη στην Πέπσι Κόλα να ανοίξει εργοστάσιο υπό τον όρο ότι θα άλλαζε το όνομα του προϊόντος της για να μην δοθεί η εντύπωση ότι εισβάλλει μια ξένη πολυεθνική στην ινδική αγορά. Οι τομείς των διυλιστηρίων, της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, των πετροχημικών και των τηλεπικοινωνιών, μισάνοιξαν τις πόρτες τους στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η οιονεί χρεωκοπία του κράτους ανάγκασε τον δολοφονηθέντα Ραντζίβ Γκάντι, τελευταίο εκπρόσωπο της κρατικοσοσιαλιστικής δυναστείας που ξεκίνησε ο Νεχρού, να απευθυνθεί στους ιδιώτες. Οι εκπρόσωποι της πατροπαράδοτης ολιγάρκειας μέχρι ασκητισμού που εκπροσωπούσε ο Μαχάτμα Γκάντι ολοφύρονται διότι οι σύγχρονοι τους απορρίπτουν ολοένα και περισσότερο τη συμβατική και τιμημένη βραχμανο-μαρξιστικο-Κεϋνσιανή παράδοση και αρχίζουν να γοητεύονται από τον καταναλωτισμό, τον ευδαιμονισμό και τα ποταπά ξενόφερτα δυτικότροπα πρότυπα υλοζωισμού. Ινδικό «θαύμα» δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, παρ’ όλο ότι υπήρξαν και στην Ινδία «μικροθαύματα» όταν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο.

Ο Γκυ Σορμάν περιγράφει γλαφυρά τη συνομιλία του με τον Ινδό γεωπόνο δρα M.S. Swaminathan ο οποίος υπήρξε ένας από τους αρχιτέκτονες της λεγόμενης «πράσινης επανάστασης» (“Les vrais penseurs de notre temps”, σελ. 286-292). Ο άνθρωπος αυτός θεώρησε ως μεγαλύτερο κίνδυνο για την Ινδία την πείνα, όχι τον νεοαποικισμό και γι’ αυτό συνεργάστηκε με τον Αμερικανό επιστήμονα Norman Borlang (βραβείο Νόμπελ 1970) ο οποίος είχε πετύχει να παραγάγει κάτι «θαυματουργούς σπόρους», στο Μεξικό με τους οποίους πολλαπλασιαζόταν η στρεμματική απόδοση των καλλιεργειών. Ο Ινδός γεωπόνος θυμάται ότι το 1967 πέθαναν στην Ινδία εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά από την πείνα. Η πρωθυπουργός Ιντίρα Γκάντι τον εκάλεσε τότε και του είπε να συγκεντρώσει ένα απόθεμα δέκα εκατομμυρίων τόννων δημητριακών σε πέντε χρόνια, έτσι ώστε να μην ξανασυμβεί αυτή η καταστροφή. Εικοσιδύο χρόνια μετά από αυτή τη συνομιλία, η Ινδία διαθέτει απόθεμα πενήντα εκατομμυρίων τόννων, όσο και η ΕΟΚ, χάρη στην «πράσινη επανάσταση», παρ’ όλον ότι ο πληθυσμός της έχει έκτοτε αυξηθεί κατά εκατό εκατομμύ¬ρια ανθρώπους. Η επιτυχία, εξηγεί ο Ινδός επιστήμονας, δεν οφείλεται μόνο στους σπόρους της πράσινης επανάστασης αλλά και στους χωρικούς που γνωρίζοντας το συμφέρον τους, κατέβαλαν τις απαραίτητες προσπάθειες και αφομοίωσαν τις καινοτομίες μόλις πείσθηκαν ότι θα είχαν όφελος από αυτές. Η πείνα, λέει, δεν είναι φυσικό, είναι πολιτικό φαινόμενο. Σημαντικός είναι εδώ ο ρόλος των γυναικών που βιώνουν την παιδική πείνα πολύ πιο έντονα από τους άνδρες. Όσο για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και τον περιορισμό των γεννήσεων, δεν είναι κατά τον δρα Swaminathan προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αλλά συνέπειες της. Όταν οι χωρικοί ευημερούν αρχίζουν να προτιμούν ολιγομελέστερες οικογένειες και καλύτερη εκπαίδευση της απογονής τους. Είναι σαφές ότι ο Ινδός γεωπόνος δεν έχει επηρεαστεί ιδιαιτέρως από τον Μαχάτμα Γκάντι και ότι, αν και γεωπόνος, δεν προτιμά τα δέντρα από την εκπαίδευση του πληθυσμού.

Από τις εντυπωσιακότερες αποτυχίες του κρατικισμού στον Τρίτο Κόσμο είναι και η Αργεντινή όπου το κράτος διαμορφώθηκε από τον Περονισμό με ή χωρίς τον ίδιο τον Περόν ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενείας του επικεφαλής του κράτους. Ο Περονισμός που θύμιζε πολύ ως κίνημα τον φασισμό του Μουσσολίνι, θεμελιώθηκε σε ένα τεράστιο κράτος που απομύζησε τους πλούσιους πόρους της οικονομίας (κυρίως την κτηνοτροφία) για να φτιάξει βιομηχανία, τράπεζες και πλήθος κρατικές επιχειρήσεις, όλες ελλειμματικές, όλες με στρατιές συνδικαλισμένων, καλοπληρωμένων και ελάχιστα παραγωγικών εργαζομένων, που μετείχαν δι’ αντιπροσώπων (αδρότατα αμειβομένων) στα διευθυντικά επιτελεία των επιχειρήσεων. Στην πλούσια και εύφορη αυτή χώρα που δεν γνώρισε ποτέ πόλεμο, ο Περόν (1895-1974) που μετείχε στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1943 εξελέγη πρόεδρος το 1946, εφάρμοσε αμέσως μια στυγνή αλλά λαϊκιστική δικτατορία και κατόρθωσε να μετατρέψει το εμπορικό πλεόνασμα των 5 δισ. δολαρίων του 1945 σε έλλειμμα 2,5 δισ. δολαρίων το 1951 ενώ τα αποθέματα χρυσού και ξένου συναλλάγματος έπεσαν από 1,64 δισ. δολάρια το 1945 σε 395 εκατ. δολάρια το 1951. Το 1949, το χρηματιστήριο του Μπουένος Άιρες κήρυξε χρεωκοπία, ενώ μέσα στα πρώτα τρία χρόνια του Περονισμού (1945-1948) ο τιμάριθμος ανέβηκε κατά 300%. Οι διανοούμενοι υμνούσαν το καθεστώς και έναντι αυτής της υπηρεσίας τα περιοδικά ήσαν υποχρεωμένα να διαθέτουν 2% του χώρου τους στα έργα τους (όπως έκανε επί χούντας ο Παπαδόπουλος τη εισηγήσει του Ρένου Αποστολίδη) ενώ οι εκδοτικοί οίκοι ήταν υποχρεωμένοι να διαθέτουν το 10% του κύκλου εργασιών τους στην έκδοση έργων των κρατικών διανοουμένων (“Economist” 2.6.90).

Ο Περονισμός, σύνθεση κορπορατισμού και λαϊκισμού, καλλιέργησε με ιδιαίτερη επιτυχία τη δημαγωγία υπέρ των πτωχών που δεν είχαν πουκάμισο να φορέσουν, των γνωστών “descamisados” στην οποία επεδόθη ιδίως η πρώτη σύζυγος του Περόν, η θρυλική Εβίτα, που προβλήθηκε και έμεινε στο λαϊκό φαντασιώδες ως παράδειγμα πόρνης που όταν πέθανε θρηνήθηκε ως αγία. Το 1955 ο Περόν ανετράπη από στρατιωτική χούντα και κατέφυγε στην Ισπανία ενώ οι οπαδοί του δεν σταμάτησαν τον αγώνα με διαδηλώσεις και απεργίες για να τον φέρουν πίσω, πράγμα που επέτυχαν, το 1973. Με τη δεύτερη θητεία του Περόν στην εξουσία, ο Περονισμός πήρε το χαρακτήρα οιονεί θρησκευτικού κινήματος. Το 1974 ο Περόν πέθανε, τον διαδέχθηκε όμως στην εξουσία η τρίτη του σύζυγος Ισαβέλλα, που ματαίως ζήλωσε τη δόξα της Εβίτας διότι μέσα στο χρόνο την εξετόπισαν από την εξουσία οι στρατιωτικοί. Η αναλλοίωτη οικονομική πολιτική του Περονισμού που έμεινε για πολλές δεκαετίες ως το «κεκτημένο» της Αργεντινής, βασίστηκε πάντοτε στην αυτοχρηματοδότηση του κράτους με χαρτονόμισμα που τύπωνε ασταμάτητα η κεντρική Τράπεζα εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό σε τετραψήφια ύψη. Η συνταγή αυτή εφαρμόσθηκε από όλους όσους διαδέχθηκαν τον Περόν, όχι διότι την πίστευαν όπως ο ίδιος, αλλά από φόβο του «πολιτικού κόστους» και των κινητοποιήσεων των συνδικάτων.

Μετά την πανωλεθρία των νήσων Φώλκλαντς το 1982 και την πτώση της φρικαλέας χούντας του Γκαλτιέρι, ο συντηρητικο-φιλελεύθερος Αλφονσίν που εξελέγη πρόεδρος, με αντιπερονιστικά συνθήματα προσπάθησε να τιθασσεύσει τον πληθωρισμό και τους στρατιωτικούς, αλλά δεν κατόρθωσε να περιορίσει αισθητά τις δαπάνες και να αναζωογονήσει τον ιδιωτικό τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν να ενισχύσει την παραοικονομία (40% της νομίμου) που έσωσε ωστόσο την Αργεντινή από την άμεση οικονομική κατάρρευση. Έτσι, η πλουσιώτατη αυτή χώρα, η οποία εκαυχάτο κάποτε ότι θα γινόταν οι ΗΠΑ του Νότου, διότι έχει φυσικό πλούτο και πληθυσμό ακραιφνώς λευκό (που δεν είχε δηλαδή έλθει σε επιμιξίες με τους ντόπιους Ινδιάνους όπως συνέβη στις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής), καθώς και «ιστορική αποστολή» να εκπολιτίσει τους γείτονες της, κατέληξε από τις προβληματικότερες της περιοχής και έχει μείνει ονομαστή μόνο σχεδόν για τα ταγκό της. Το κακό είναι ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει καν αποικιοκρατικό παρελθόν στο οποίο να μπορεί να αποδοθεί η παρούσα κακοδαιμονία.

Η Αργεντινή έχει βαθύτατα δηλητηριασθεί από το μείγμα κρατικισμού, λαϊκισμού και ασυδοσίας με το οποίο εμπότισε το κράτος ο Περόν. Τούτο το αντελήφθη ο γραφικός, περονιστής κατ’ όνομα, πρόεδρος Μενέμ που διαδέχθηκε τον Αλφονσίν το 1989. Ο νέος πρόεδρος κράτησε από τον Περονισμό το στοιχείο του θεάματος (αθλήματα, εντυπω¬σιακά κοστούμια, άλογα, φαβορίτες, γυναίκες και γοητεία) συνδυάζοντάς το ωστόσο με προσπάθειες επιβολής οικονομικής πειθαρχίας. Παρ’ όλον ότι υποσχέθηκε προεκλογικώς «ακόμη καλύτερες μέρες» και «αυξήσεις μισθών που θα κινούσαν την ατμομηχανή της οικονομίας», βγάζοντας έτσι τη χώρα από το τέλμα, σύμφωνα με την Κεϋνσιανή συνταγή τόνωσης της ζήτησης, εφάρμοσε μόλις πήρε την εξουσία μια πολιτική αγρίου αντιπληθωρισμού με ιδιωτικοποιήσεις και αθρόες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων.

Ο Ανδριανόπουλος που επεσκέφθη την Αργεντινή το καλοκαίρι του ’90, γύρισε εντυπωσιασμένος από την πολιτική του Μενέμ, ο οποίος έχοντας παραλάβει μια οικονομία με χρέος 63 δισ. δολάρια και πληθωρισμό 200% το μήνα, εφάρμοσε μιαν αυστηρή πολιτική περιορισμού των κρατικών δαπανών και ενισχύσεις του ιδιωτικού τομέα. Σε άρθρο του στην «Καθημερινή» της 23.9.90, ο φιλελεύθερος Έλλην συγγραφεύς και πολιτικός, αναφέρεται λεπτομερώς στον εντυπωσιακό κατάλογο των ιδιωτικοποιήσεων του Μένεμ. Μνημονεύει ότι ο πληθωρισμός περιορίσθηκε στο 14% το χρόνο, παρά τα εκτεταμένα μέτρα ελευθέρωσης της αγοράς. Βγάζοντας συμπεράσματα για την Ελλάδα, ο Ανδριανόπουλος τονίζει ότι και στη χώρα μας απαιτείται δραστική συρρίκνωση του κράτους «που σημαίνει μείωση του ποσού των χρημάτων που κυκλοφορούν στην αγορά, ανταγωνιστικές ιδιωτικές εταιρείες απέναντι στα κρατικά μονοπώλεια και ουσιαστικό ευνουχισμό των εξουσιών των συντεχνιών με την απομάκρυνση τους από τα κέντρα ελέγχου της οικονομίας».

Η περονική κραιπάλη ωστόσο και κυρίως η παράδοση επεμβάσεων του στρατού, έχουν δημιουργήσει ισχυρά κρατικιστικά ερείσματα στην Αργεντινή, τα οποία έχουν τσακίσει πολλές ως τώρα φιλελεύθερες προσπάθειες. Εάν επιτύχει ο Μενέμ εκεί όπου απέτυχαν άλλοι, θα μείνει στην ιστορία της χώρας ως ο άνθρωπος που την έσωσε, όχι μόνο από τον Περονισμό, αλλά εν πολλοίς και από τον εαυτό της. Στις αρχές του 1991, το κύμα οργής αμετανόητων Περονιστών εναντίον της πολιτικής του προέδρου, σε συνδυασμό με οικογενειακά προβλήματα, έφεραν τον Μένεμ στα πρόθυρα της νευρικής κατάρρευσης, με συνέπεια να ζήσει για ένα διάστημα σε μοναστήρι. Στο μεταξύ, ξέσπασαν στον τύπο σκάνδαλα που αναφέρονταν σε σχέσεις συγγενών του με εμπορία ναρκωτικών και λεύκανση βρόμικου χρήματος. Δεν είναι βέβαιο ότι ο Μένεμ θα επιτύχει να εξυγιάνει τελικώς και αμετακλήτως την οικονομία και τους θεσμούς της χώρας, ούτε ότι μιαν ωραίαν πρωίαν δεν θα ξυπνήσει και πάλι η Αργεντινή υπό τους ήχους εμβατηρίων με μια νέα χούντα στην εξουσία. Προς το παρόν πάντως, ο γραφικός Αργεντινός πρόεδρος δεν έχει καμφθεί. Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων δεν ανεστάλη, ο πληθωρισμός κυμαίνεται γύρω στο 16%, το χρηματιστήριο γνωρίζει μέρες δόξας και τα εκπατρισθέντα κεφάλαια επιστρέφουν στη χώρα (Economist, 14.9.91). Στις 31 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Μένεμ εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο καταργεί όλους τους περιορισμούς και τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις στις αγοραπωλησίες, στις εισαγωγές και εξαγωγές, στις μεταφορές και στο εμπόριο γενικώς, υποχρεώνει τους λιμένες να παραμένουν εν λειτουργία όλο το 24ωρο, διατάσσει τους τελωνειακούς να διευκολύνουν τη διακίνηση εμπορευμάτων και καταργεί τους οργανισμούς κοινωνικής προνοίας που διοικούσαν κατ’ αποκλειστικότητα τα συνδικάτα έχοντας τους μετατρέψει σε πίθο των Δαναίδων και άντρα διαφθοράς. Ο σθεναρός υπουργός Οικονομικών Domingo Cavallo κατέστησε από τον Απρίλιο το νόμισμα της χώρας μετατρέψιμο και φρόντισε ώστε η κυβέρνηση να μην παρεμβαίνει στο έργο της Κεντρικής Τράπεζας. Ο Μένεμ δεν έχασε σε δημοτικότητα. Τέσσερις μέρες πριν από τα τελευταία μέτρα, οι ψηφοφόροι οκτώ επαρχιών έστειλαν στην Κάτω Βουλή νέα πρόσωπα εκτοπίζοντας από την πολιτική ζωή τους παλαίμαχους διεφθαρμένους Περονιστές (“Economist”, 9.11.91). Ο Μένεμ, μη λογαριάζοντας το «πολιτικό κόστος» είχε σοβαρά πολιτικά κέρδη, όπως ακριβώς και η Θάτσερ.

Το παράδειγμα της Αργεντινής δείχνει για άλλη μια φορά ότι ο καθαρισμός της κόπρου του κρατικοπαρεμβατικού Αυγείου απαιτεί λίαν αποτελεσματικούς Ηρακλείς οι οποίοι δεν αφθονούν στον Τρίτο Κόσμο. Ο λόγος είναι απλός: η έλλειψη κινήτρων. Ο φύλαρχος ή ο στρατιωτικός που γίνεται πρόεδρος και επιλέγει τον κρατικό δρόμο «ανάπτυξης» θα πλουτίσει προσωπικώς και ελπίζει να δωροδοκήσει αρκετούς γύρω του για να μην χάσει τόσο την πρόσβαση στην ξένη βοήθεια όσο και το κεφάλι του. Ακόμη και αν είναι σχετικώς τίμιος, ως πρόσωπο, θέλει να μείνει στην ιστορία ως σωτήρας, όχι ως διαιτητής. Γι’ αυτό προτιμά συνήθως το σοσιαλισμό από τον καπιταλισμό. Ωστόσο, στη Λατινική Αμερική, γενικώς, το κλίμα έχει αλλάξει ριζικά, ο μαρξισμός έχει εξατμισθεί και όλες οι χώρες, πλην Κούβας και Αϊτής, είχαν το τέλος του 1991 δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Οι πολιτικοί σχολιαστές διαπορούν πώς οι ψηφοφόροι εγκρί¬νουν τα σκληρά μέτρα και πώς εξακολουθούν να στηρίζουν κυβερνήσεις που διαφέρουν τόσο ριζικά από τις προηγούμενες.

Η θλιβερή εικόνα του αφρικανικού κρατικοσοσιαλισμού

Όταν αποξηλώθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Δυτικές αυτοκρατορίες, πολλοί Ευρωπαίοι κρατικοπαρεμβατικοί διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί μετεστάθμευσαν —προσωρινώς βεβαίως— σε ορισμένες από τις νέες χώρες των οποίων οι ηγέτες εθαύμαζαν τον Κέϋνς και τον «σοσιαλισμό». Έτσι, οι αριστεροί Ευρωπαίοι σύμβουλοι του προέδρου Νυερέρε της Τανζανίας τον έπεισαν ότι ο καπιταλισμός είναι ανεπίδεκτος αναμορφώσεως εκ των ένδον, ότι πρέπει να αντικατασταθεί εκ βάθρων από ένα άλλο σύστημα και ότι κατά συνέπεια μια μορφή σοσιαλισμού προσαρμοσμένου στις αφρικανικές παραδόσεις ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν, όχι μόνο η χώρα αλλά και η Αφρική ολόκληρη, αν όχι ο κόσμος. Στις νέες χώρες έπεφτε ο κλήρος να ανοίξουν αυτούς τους νέους δρόμους. Ο πρόεδρος Νυερέρε —ο οποίος σε αντίθεση με άλλους Αφρικανούς ηγέτες ήταν ο ίδιος έντιμος ως πρόσωπο, ασκητικός χαρακτήρας, προϊόν πανεπιστημίου και όχι στρατώνος— διεμόρφωσε έτσι το 1967 την θεωρία της «ουγιαμάα» (λέξη Swahili που σήμαινε «οικογενειακότητα») η οποία συνεδύαζε κοινοκτημοσύνη, λιτότητα, ισότητα, θαλπωρή στους κόλπους της κοινότητας, στοιχεία καθολικισμού, «Κεϋνσιανικών» αντιλήψεων καθώς και ιδεολογίας του Βρετανικού Εργατικού κόμματος για την ανθρώπινη αλληλεγγύη. Τα αποτελέσματα ήσαν αυτόχρημα καταστροφικά. Παρά τον πακτωλό ξένης βοήθειας που εισέρρευσε στη χώρα (9,5 δισ. δολάρια μεταξύ 1940 και 1985 ως αναφέρει το “Economist”, 24.8.91) η Τανζανία είναι πάντοτε από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου ενώ η γειτονική Κένυα και η Ζιμπάμπουε που πήραν ελάχιστη βοήθεια αλλά απαρνήθηκαν τις παραδοσιακές αφρικανικές «δομές» και την κοινοκτημοσύνη προοδεύουν καπιταλιστικότατα. Η Τανζανία δεν είναι το μόνο παράδειγμα αποτυχίας του αφρικανοσοσιαλιστικού προτύπου. Όλες οι πρώην αποικίες των οποίων οι ηγεσίες έτειναν ευήκοον ους σε δυτικούς κρατικοσοσιαλιστές (Ζάμπια, Μοζαμβίνη, Αγκόλα) βυθίστηκαν στην αθλιότητα παρά τη σημαντική βοήθεια που τους εδόθη. Εκείνες που επέλεξαν την οικονομία της αγοράς —χωρίς να εξελιχθούν όπως το Ζαΐρ σε «κλεπτοκρατίες» κατά τον επιτυχή όρο του Άγγλου οικονομολόγου Peter Bauer— προοδεύουν, αργά έστω, με τις δικές τους δυνάμεις. Αποδείχτηκε έτσι περιτράνως ότι η βοήθεια δεν βοηθάει αυτούς που την λαμβάνουν, ότι η φτώχεια δεν οφείλεται σε έλλειψη κεφαλαίων αλλά σε απουσία ελευθερίας και αγοράς ενώ οι καταπιεστικές ανελεύθερες πρακτικές διαιωνίζονται με την προσκόλληση των κρατικοπαρεμβατικών στην εξουσία. Ο Νυερέρε και οι δικοί του βύθισαν τους αγρότες σε εξαθλίωση, κατεσκεύασαν εργοστάσια που όχι μόνο δεν παρήγαν τίποτε χρήσιμο αλλά απομυζούσαν πόρους, διετήρησαν τεχνητώς υψηλή την ισοτιμία του νομίσματος της χώρας προς όφελος «ημετέρων» και όλα αυτά υπό τη συνοδεία ύμνων των προοδευτικών της Κοπεγχάγης, της Στοκχόλμης και της London School of Economics. Η βοήθεια, δυστυχώς, δεν δίνεται σε φτωχούς. Δίνεται σε κυβερνήσεις.

Η καταστροφική συνταγή του αποτυχημένου αυτού προτύπου περιλαμβάνει πλήρη υποταγή της οικονομίας στην πολιτική και εξουθένωση της αγοράς. Το αποτέλεσμα είναι δικαιώματα να μην έχει τελικώς κανένας, διότι οι κυβερνώντες χάνουν συνήθως την εξουσία μαζί με τη ζωή τους, ενώ η νομιμότητα είναι ανύπαρκτη, ο πλουραλισμός άγνωστος, η κριτική μονίμως απαγορευμένη όποιος και αν κατέχει —προσωρινώς— την εξουσία. Στις μάστιγες που πλήττουν την Αφρική (πόλεμοι, πείνα, υπερχρέωση, ανομία), προστέθη τελευταίως και το AIDS. Σε αντίθεση με τον αφρικανικό σοσιαλισμό, η συνταγή αναπτύξεως —χωρίς, έστω, εντυπωσιακά «θαύματα»— που έχει αποδώσει στην Κένυα, τη Γκάνα, τη Ζιμπάμπουε και την Μποτσουάνα, είναι αυτή που εξασφαλίζει εκπαίδευση, υγεία, οδοποιία, ηλεκτροδότηση, θεμελίωση στοιχειωδώς τίμιας διοίκησης, σταθερού νομίσματος και προσφέρει ευκαιρίες πλουτισμού σε επιχειρηματίες εφόσον αυτοί μπορούν να νιώσουν στοιχειωδώς ασφαλείς για να διακινδυνεύσουν επενδύσεις. Απεδείχθη έτσι ότι όπως όλες οι χώρες του κόσμου έτσι και οι αφρικανικές χρειάζονται αγορά και καπιταλισμό, όχι βοήθεια και σοσιαλισμό.

Η αλήθεια αυτή δεν έχει ακόμη επισκεφθεί τους πρωταίτιους της καθυστέρησης. Οι κρατικοσοσιαλιστές ηγέτες των φτωχών χωρών του Τρίτου Κόσμου δεν έπαυσαν ποτέ να διαμαρτύρονται για τη φτώχεια τους, χωρίς ωστόσο και να την καταπολεμούν. Ο Νυερέρε είπε σε μια διεθνή συνάντηση το 1981 ότι ήταν αδύνατο η χώρα του να προοδεύσει όταν το 1965 χρειαζόταν τέσσερις τόννους καφέ (το εθνικό προϊόν της Τανζανίας) για να αγοράσει ένα τρακτέρ ενώ 15 χρόνια αργότερα χρειαζόταν 21 τόννους. Δεν πρόκειται όμως για το ίδιο τρακτέρ, ενώ η παραγωγικότητα και τα συστήματα καλλιέργειας και συγκομιδής καφέ στην Τανζανία έμειναν απαράλλακτα. Εάν η Ιαπωνία και η Κορέα πουλούσαν επί 20 χρόνια το ίδιο παραδοσιακό μετάξι παραχθέν με αναλλοίωτες μεθόδους, θα ήταν σήμερα στον ίδιο παρονομαστή με την Τανζανία. Δεν είναι λογικό, πρώτα να περιφρονεί κανείς τους νόμους της αγοράς και ύστερα να παραπονείται διότι αδικείται από τη λειτουργία τους. Η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας του Νυερέρε υπήρξε ο εξαναγκασμός των αγροτών να παραδίδουν το προϊόν τους στην τοπική οργάνωση του μοναδικού «Κόμμα¬τος της Επανάστασης». Οι «κακοί» εμπορικοί μεσάζοντες (Άραβες και Ινδοί ως επί το πλείστον) που «εκμεταλλεύονταν» τους αγαθούς Μπαντού από τους οποίους κατοικείται η Τανζανία, εκδιώχθηκαν. Οι τιμές παράδοσης των προϊόντων ορίσθηκαν σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε οι αγρότες έπαψαν να παράγουν για το Κράτος και κλείστηκαν σε μια φυσική οικονομία αυτάρκειας για τους ίδιους και τις οικογένειες τους. Χρόνο με το χρόνο η παραγωγή έπεφτε. Το επίπεδο της αγανάκτησης κατά του Νυερέρε —που εκλεγόταν με το 99% των ψήφων— προκύπτει έμμεσα από το γεγονός ότι το 1979 ο «ιδεολόγος» αυτός αμνήστευσε 10.000 πολιτικούς κρατουμένους. Το 1985 απεσύρθη επιτέλους εθελουσίως από την εξουσία. Ο διάδοχος του Ali Hassan Mwinyi ενθάρρυνε τα ιδιωτικά αγροκτήματα αλλά η κοινωνία και η οικονομία της χώρας δεν έχουν ακόμη ελευθερωθεί από το ολέθριο ιδεολόγημα της «ουγιαμάα».

Παρά την απερίγραπτη φτώχεια της, η Αφρική γενικώς και η Νιγηρία ειδικότερα, είναι γεμάτη από «λευκούς ελέφαντες», πόλεις φαντάσματα, εργοστάσια εγκαταλελειμμένα, χορταριασμένα κτήρια νοσοκομείων που δεν λειτούργησαν ποτέ, σκουριασμένα πανάκριβα εργαλεία πακεταρισμένα ακόμη στα εμπορευματοκιβώτια τους, φράγματα χωρίς νερό, αεροπορικές εταιρείες χωρίς αεροπλάνα και βέβαια παλάτια, μέγαρα, μαυσωλεία, καθεδρικούς ναούς, προκλητικά μνημεία ενός κρατικισμού που δεν λέει να ξεψυχήσει. Μεγάλο μέρος της βοήθειας σπαταλιέται σε τέτοια «έργα» ή στις τσέπες αξιωματούχων και βρίσκει το δρόμο της στις τράπεζες της Ελβετίας. Υπό την πίεση της Διεθνούς Τράπεζας, ορισμένοι ντόπιοι ηγέτες άρχισαν στη δεκαετία του ’80 να δαπανούν κάπως λιγότερα από όσα εσοδεύουν, να μειώνουν τον αριθμό των άχρηστων κρατικών υπαλλήλων, να ιδιωτικοποιούν τομείς της οικονομίας, να επενδύουν σε έργα αποδεδειγμένης αποδοτικότητας και να πληρώνουν εν μέρει τα χρέη τους. Παρ’ όλα αυτά η κατάσταση εξακολουθεί να είναι τραγική σε πολλές χώρες. Το πραγματικό εισόδημα του κατοίκου της κεντρώας Αφρικής (χώρας δηλ. κειμένης νοτίως της Σαχάρας) ήταν στις αρχές του 1989 κατά 10%) χαμηλότερο από ό,τι το 1970. Όμως o “Economist” που ασχολείται με το θέμα τακτικά, διαπιστώνει και κάποιες ακτίνες φωτός. Οι Αφρικανοί αγρότες — γράφει— (4.3.89) αύξησαν την παραγωγή τους κατά την τελευταία τετραετία κατά 4% ετησίως, ενώ την προηγούμενη 15ετία η ετήσια αύξηση ήταν μόλις 1,25%. Επίσης, μέσα στην τετραετία 85-89 οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 10% ενώ από το 1970 έως το 1984 οι εξαγωγές (πλην πετρελαίου) χρόνο με το χρόνο έπεφταν. Τουλάχιστον ο Αφρικανός έπαψε να εξαθλιώνεται ενώ οι αφρικανικές εκείνες χώρες που εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις και κατοχύρωσαν την ιδιοκτησία και το δικαίωμα του επιχειρείν σημείωσαν πρόοδο.

Ο κίνδυνος για την Αφρική ως απεδείχθη πλέον σε όλες τις χώρες της ηπείρου, δεν είναι ο ξένος ιμπεριαλισμός αλλά ο ντόπιος κρατικισμός από τον οποίο η μαύρη ήπειρος ελευθερώνεται σιγά-σιγά και με φοβερή δυσκολία. Διερωτάται δε κανείς ποια βάσκανος μοίρα ή ποιος «σύμβουλος» τύπου Μουζέλη ή Γερ. Αρσένη κατεδίκασε π.χ. τη Ζάμπια σε «ανάπτυξη μέσω του Κράτους» όταν την ημέρα της ανεξαρτησία της η χώρα αυτή των 4 εκατομμυρίων κατοίκων διέθετε 100 πτυχιούχους πανεπιστημίων, 1500 αποφοίτους δευ-τεροβαθμίου εκπαιδευτικού ιδρύματος και 6000 άτομα που είχαν φοιτήσει επί δύο χρόνια σε τέτοιο ίδρυμα. Με τι ανθρώπινο υλικό θα στελεχώνονταν οι δημόσιες επιχειρήσεις; Οι Ευρωπαίοι κρατικοσοσιαλιστές σύμβουλοι του προέδρου Καούντα δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με τέτοια ταπεινά προβλήματα.

Ένα εκπληκτικό περιστατικό κρατικιστικής ηλιθιότητας στην Αίγυπτο περιγράφει ο Γκυ Σορμάν στο έργο του “La Nouvelle richesse des Nations” (σελ. 210). Στη χώρα του Νείλου, οι αγρότες είναι υποχρεωμένοι να παραδίδουν στις αρχές το σιτάρι που παράγουν σε αυτόχρημα γελοία τιμή για να μπορεί έτσι το κράτος να μοιράζει φτηνό ψωμί στους πολεοκατοίκους. Φυσικά, πολλοί φελλάχοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο ή καλλιεργούν πιό προσοδοφόρα λαχανικά. Υπάρχουν, όμως, και ορισμένοι που όντως παραδίδουν μια ποσότητα σιταριού κρατώντας για τον εαυτό τους —νομίμως— το άχυρο που είναι περιζήτητο και μοσχοπουλιέται στην ελεύθερη αγορά ως ζωοτροφή. Διαλέγουν λοιπόν για σπορά ποικιλίες σιταριού με χοντρό στάχυ, συγκομίζουν με καθυστέρηση και χάνουν έτσι πολύτιμους σπόρους. Υπολογίζεται ότι η απώλεια φτάνει το ένα τρίτο της συγκομιδής. Οι φελλάχοι όμως είναι ευτυχείς, διότι έτσι έχουν πολύ σανό να πουλήσουν και δεν κινδυνεύουν φυσικά να μείνουν χωρίς ψωμί το οποίο άλλωστε είναι έτσι κι αλλιώς πάμφθηνο. Την επομένη φορά που θα γίνουν ταραχές στο Κάιρο διότι η κυβέρνηση αύξησε την τιμή του ψωμιού θα υπάρξουν βέβαια οι συνήθεις εκκλήσεις για βοήθεια και βαθιές νεομαρξιστικές αναλύσεις για την πάλη των τάξεων σε διεθνές επίπεδο. Το αίτιο της κακοδαιμονίας, όμως, θα είναι και πάλι το γεγονός ότι ο ιδιότυπος Αιγυπτιακός κρατικοσοσιαλισμός που εισήγαγε ο Νάσσερ, δεν επέτρεψε ποτέ να αναπτυχθούν ανεξάρτητοι αγρότες καλλιεργητές με κατοχυρωμένα δικαιώματα παραγωγής και ιδιοκτησίας της γης και κερδοφορίας χωρίς κρατική παρέμβαση.

Ο Νάσσερ φοβήθηκε πολιτικώς αυτούς τους ελεύθερους παραγωγούς και δεν τους επέτρεψε ποτέ να αποκτήσουν γη ακριβώς όπως ο Στάλιν φοβήθηκε τους κουλάκους, όπως το Παλαιό Καθεστώς στην προεπαναστατική Γαλλία φοβόταν τους μη-ευγενείς και έδινε γη μόνο στους αριστοκράτες. Επιπλέον, το Αιγυπτιακό κράτος θεωρεί τους φελλάχους χειραγωγήσιμους διότι δεν ξέρουν γράμματα. Λαθεύει όμως διότι κανείς, όσο αγράμματος και αν είναι, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να καλλιεργήσει κάτι για να ζημιωθεί όταν καλλιεργώντας κάτι άλλο μπορεί να ωφεηθεί. Τον φελλάχο δεν τον ενδιαφέρει ούτε το στάρι ούτε το «ψωμί του λαού» αλλά μόνον ο σανός που του φέρνει εισόδημα. Την κυβέρνηση δεν την ενδιαφέρει ούτε η αγορά ούτε ο εκσυγχρονισμός των καλλιεργειών αλλά μόνον η επιδότηση της τιμής του ψωμιού. Έτσι διαιωνίζεται η υποανάπτυξη, όχι διότι λείπουν οι πόροι αλλά διότι λείπει η βούληση. Το πρόβλημα είναι δηλαδή καθαρώς πολιτικό.

Βοήθεια στους υπανάπτυκτους

Η αρχή που πρέπει να πρυτανεύει όταν γίνεται λόγος για βοήθεια, είναι η Ιπποκράτειος και αφορά κάθε θεραπεία: «Ωφελέειν ή μη βλάπτειν». Εάν η βοήθεια βλάπτει καλύτερα να μην δίδεται. Η βοήθεια πρέπει, ωστόσο, να δίδεται για λόγους ηθικής τάξεως, λένε ορισμένοι, (οι πλούσιοι οφείλουν να ελεούν τους φτωχούς) για λόγους πεφωτισμένου συμφέροντος λένε άλλοι (για να έχουν τα μέσα οι φτωχοί να αγοράζουν δυτικά βιομηχανικά προϊόντα) ή για λόγους αλληλεγγύης (όλοι άνθρωποι είμαστε) ή για λόγους εξιλέωσης (ώστε να αποπλυθεί το άγος του αποικιοκρατικού παρελθόντος). Όταν τεκμηριώνεται ότι το 1980 το μέσο κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα στη μαύρη Αφρική ήταν 560 δολάρια και ότι το 1988 έπεσε στα 450 δολάρια (“Economist”, 23.9.89), όταν δημοσιεύονται φωτογραφίες λιμοκτονούντων παιδιών με τα μεγάλα μάτια, ζαρωμένα από την αφυδάτωση πρόσωπα και τυμπανιαίες κοιλιές, η πρώτη αντίδραση κάθε χριστιανού είναι «τι μπορώ να κάνω». Η προτροπή «μιμηθείτε το Χογκ-Κογκ» εκλαμβάνεται ως άκαρδη και η επίκληση της «μαγείας της αγοράς» από τον Ρέηγκαν ως αστεϊσμός χειρίστου γούστου. Όταν, ωστόσο, έρθει η στιγμή να χορηγηθεί η βοήθεια, αναφύονται ορισμένα λεπτά πολιτικά προβλήματα. Οι συντηρητικοί στις δότριες χώρες διαμαρτύρονται όταν βοηθούνται μαρξιστικά καθεστώτα που ποδοπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (τα φιλοδυτικά τοιαύτα τους ενοχλούν σαφώς λιγότερο) ενώ οι αριστεροί διαμαρτύρονται στην αντίθετη περίπτωση. Μη αμφιλεγόμενες κυβερνήσεις στον Τρίτο Κόσμο που να σέβονται τα δικαιώματα του ανθρώπου και να έχουν ανάγκη βοηθείας δεν είναι πολλές. Ακόμη και η επισιτιστική βοήθεια σε περιπτώσεις λιμού δεν είναι άμοιρη προβλημάτων καθώς καταργεί, όταν διαιωνίζεται, την εσωτερική αγορά, αποθαρρύνει την εγχώρια παραγωγή τροφίμων και παγιώνει εις το διηνεκές την εξάρτηση των πληθυσμών από τη βοήθεια.

Μια ειδική μορφή βοήθειας αφορά τη διαγραφή ή τη μείωση των χρεών που έχουν συνάψει ορισμένες τριτοκοσμικές χώρες (Μεξικό, Νιγηρία, Βραζιλία, Βενεζουέλα) σε εποχές παχειών αγελάδων, όταν η πετρελαιοπαραγωγή τους επέτρεπε κάθε ασωτεία. Εάν τα χρέη αυτά διεγράφοντο το αποτέλεσμα θα ήταν ολέθριο —διότι το ΔΝΤ, η Διεθνής Τράπεζα και άλλοι οργανισμοί θα έχαναν έτσι έναν πολύτιμο μοχλό πίεσης έναντι αυτών των σπάταλων καθεστώτων και των αδιόρθωτων ηγεσιών τους. Υπάρχει εδώ και ένα γενικότερο πρόβλημα. Ο ‘Ανταμ Σμιθ θεώρησε ως πρόβλημα προς ερμηνείαν όχι τη φτώχεια —αυτή είναι δεδομένη— αλλά τον σχηματισμό του πλούτου στα έθνη. Ορισμένες τριτοκοσμικές ηγεσίες δεν έχουν πεισθεί γι’ αυτό και θεωρούν τον πλούτο των άλλων δεδομένο και μόνο τη δική τους φώχεια ως «το πρόβλημα» που οφείλουν να επιλύσουν οι «πλούσιοι». Δικαίωμά τους. Όταν όμως αποφασίζουν ότι οι ντόπιες «δομές» τους κινδυνεύουν, ότι η κουλτούρα τους που απαγορεύει την εργασία των γυναικών, αποθαρρύνει το επιχειρείν και διαιωνίζει τις «κάστες» είναι πολυτιμότερη από τις δυτικοφερμένες εισαγόμενες θεωρίες περί μηχανισμών της αγοράς με ποιο ηθικοπολιτικό σκεπτικό θα έρθει ο φιλελεύθερος να τους πει ότι πήραν τη ζωή τους λάθος και πρέπει να αλλάξουνε ζωή; Οι μαχητές του Ισλάμ κατηγορούν τη Δύση για την τεχνολογική της πρόοδο (κι ας έχουν βάλει μεγάφωνα στους μιναρέδες) για το σάπιο φιλελευθερισμό της που επιτρέπει κάθε βίτσιο καθώς και για την αθεΐα της. Είναι προφανές ότι ικανοποιούνται μέσα σε αυτόν τον κόσμο που έχουν φτιάξει για τον εαυτό τους. Γιατί να τους ταράξει ο πρώτος τυχόν εκσυγχρονιστής την πνευματική τους γαλήνη όπως το εδοκίμασε ο Κεμάλ στην Τουρκία;

Πέρα από τις ρητορείες και την τριτοκοσμική δημαγωγία η αλήθεια πρέπει να λέγεται: η μόνη ουσιαστική βοήθεια που μπορεί να δώσει η Δύση δεν είναι υλική —που σπαταλιέται— αλλά άυλη, δηλαδή ιδέες και τεχνογνωσία που αξιοποιείται. Η επιτυχής ανάπτυξη και η αποτελεσματική καταπολέμηση της φτώχειας δεν συνδέθηκαν ποτέ με χορήγηση ή απόκτηση φθηνού χρήματος. Η Κορέα και η Κύπρος βασίσθηκαν κυρίως στους ανθρώπους τους και όχι σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους που δεν διέθεταν ενώ η Νιγηρία και το Μεξικό που πλημμύρισαν από πετροδόλαρα στη δεκαετία του ’70 έμειναν χώρες υπανάπτυκτες και καταχρεωμένες ακριβώς διότι δεν ελευθέρωσαν την πρωτοβου¬λία των πολιτών τους. Η βοήθεια υπό μορφή τεχνογνωσίας συνεχούς καταρτίσεως και ανακαταρτίσεως στελεχών, η βοήθεια να αλλάξουν οι νοοτροπίες, μόνο καλό μπορεί βέβαια να κάνει παντού και πάντοτε και υπό οιοδήποτε καθεστώς. Τα 700 εκατομμύρια Ινδών που τρώνε σήμερα καλύτερα από ό,τι οι πατέρες τους χάρη στην πράσινη επανάσταση, εξεικονίζουν ένα θαυμαστό αποτέλεσμα που καμία επισιτιστική βοήθεια δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει επιτύχει.

Το θέμα της βοήθειας, σε διεθνή κλίμακα, εντάσσεται ωστόσο στο γενικότερο πλαίσιο της αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο και ιδίως της φροντίδας στον πάσχοντα συνάνθρωπο, το παιδί, την έγκυο, τον ηλικιωμένο. Επειδή ουσιαστικό στοιχείο του καπιταλισμού υπήρξε εξ υπαρχής η διοργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, το παρόν κεφάλαιο που αφορά το πρωτείο του ατόμου στον οικονομικό τομέα θα πρέπει να κλείσει με εξέταση της σημαντικής αυτής πτυχής της από κοινού διαβίωσης των πληθυντικών εγώ στο πλαίσιο της έννομης τάξης.

Θεσμοποιημένη αλληλεγγύη

Το άρρωστο ή τραυματισμένο ζώο όχι μόνο δεν βρίσκει συμπαράσταση από τους ομοίους του αλλά συχνά κατασπαράσσεται από αυτούς. Ο άνθρωπος, αντιθέτως, δείχνει αλληλεγγύη στους συναθρώπους του όχι ενστικτώδη αλλά έλλογη. Η αλληλοβοήθεια σε προσωπικό επίπεδο είναι προϊόν της αυθόρμητης τάξης σε όλες τις ανθρώπινες κοινότητες και παρατηρείται αρχικώς μεταξύ ατόμων που συνδέονται με αιματοσυγγενικούς δεσμούς. Όσο διευρύνεται η ομάδα, τόσο γενικεύεται και οργανώνεται αποτελεσματικότερα η αλληλεγγύη. Επί καπιταλισμού η αλληλεγγύη εξορθολογίστηκε και πήρε πρωτο¬φανείς διαστάσεις. Στις χριστιανικές χώρες της Δύσης η αλληλοβοήθεια ξεκίνησε με αφετηρία την παραβολή του καλού Σαμαρείτη η οποία αφορά ως γνωστόν άτομα και όχι την πολιτεία που δεν μνημονεύεται ως διοργανωτής της αλληλεγγύης από την Καινή Διαθήκη. Η εντολή «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» νομιμοποιεί μεν τη φορολογία αλλά δεν την συνδέει με κράτος πρόνοιας.
Πιστοί σε αυτήν τη χριστιανική παράδοση, οι Βρετανοί φιλελεύθεροι —οι πρώτοι δηλαδή φιλελεύθεροι στον κόσμο που εμφανίστηκαν ως πολιτικό κίνημα— και κυρίως ο Gladstone θεώρησαν ότι η καταπολέμηση της φτώχειας θα γινόταν μέσω της φιλανθρωπίας. Όπως αναφέρει ο Ian Bradley στο βιβλίο του ‘The Strange Rebirth of Liberal Britain”, οι “Times” έγραφαν το 1885 ότι οι δωρεές για αγαθοεργίες σε μόνο το Λονδίνο υπερέβαιναν τη χρονιά εκείνη τους εθνικούς προϋπολογισμούς της Δανίας, της Πορτογαλίας, της Σουηδίας και της Ελβετίας. Ο Gladstone είχε μάλιστα συλλάβει την ιδέα συστάσεως ενός γενικού αγαθοεργού ιδρύματος στο οποίο θα συνεισέφεραν όλοι οι πλούσιοι έτσι ώστε να μη χρειασθεί ποτέ να παρέμβει το κράτος για τη θεσμοποίηση της αλληλεγγύης. Η τάση αυτή είναι πάντα ζωντανή στην Αγγλία μόνο που έχει αλλάξει ελαφρώς μορφή. Αντί για ένα ίδρυμα-Λεβιάθαν υπάρχουν μυριάδες εθελοντικές οργανώσεις των οποίων τα μέλη δίνουν τον χρόνο τους και τις δεξιότητες τους στους τυφλούς, τους ανάπηρους, σήμερα στα θύματα του AIDS και τους ναρκομανείς. Κατά την άποψη Αμερικανών μελετητών του φαινομένου η κρατικοποίηση της αλληλεγγύης ενέχει κινδύ¬νους, πρώτον διότι καταπνίγει το αυθόρμητο αίσθημα μερίμνης για τον πλησίον που είναι ισχυρότατο στον άνθρωπο και δεύτερον διότι εξαρτά τα προγράμματα κρατικής αλληλεγγύης από τις διαθέσεις μιας πιθανώς ευμετάβολης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος.

Περί το τέλος του 19ου αιώνα πάντως οι Άγγλοι φιλελεύθεροι προσχώρησαν στην ιδέα της θεσμοθετημένης αλληλεγγύης μέσω φορολογίας κυρίως διότι η αρωγή χρειάστηκε να οργανωθεί κατά ομοιόμορφο, αντικειμενικό και ελεγχόμενο τρόπο. Έτσι θεμελιώθηκε από το 1905 έως το 1915 στην Αγγλία το κράτος προνοίας υπό κυβέρνηση Φιλελευθέρων, ξεκινώντας με την ψήφιση του «Νόμου για τους φτωχούς» (Poor Law) τον 19ο αιώνα. Η γενική εκπαίδευση ισχύει από το 1880, η φθηνή κατοικία για τους άπορους με ευθύνη της τοπικής αυτοδιοίκησης εγκαινιάσθηκε το 1915 και το 1919, οι κρατικές συντάξεις το 1908 και το 1925 ενώ το βρετανικό σύστημα υγείας θεσπίσθηκε μετά τον Β ‘ Παγκόσμιο πόλεμο, ύστερα από πρόταση και διεξοδική μελέτη του επιφανούς φιλελεύθερου Λόρδου Μπέβεριτζ. Όταν ο Ανδριανόπουλος γράφει ότι «η βήμα με βήμα μείωση του κράτους σημαίνει την βήμα με βήμα ενίσχυση του κοινωνικού ρόλου του κράτους) («Καθημερινή», 24.5.90) βρίσκεται στην καρδιά της μεγάλης παράδοσης του φιλελευθερισμού που ξεκίνησε με τον ίδιο τον Άνταμ Σμιθ, όταν αυτός έγραφε: «Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να ευτυχεί αν η πλειονότητα των μελών της είναι φτωχοί και εξαθλιωμένοι». Ο ίδιος ο Hayek που έχει κάκιστα διαβληθεί ως εχθρός του κράτους προνοίας γράφει στη μονογραφία του με τίτλο «Κοινωνική Δικαιοσύνη» (“The essence of Hayek”, σελ. 87) ότι: «Εφόσον χορηγείται εισόδημα εκτός του μηχανισμού της αγοράς σε όλους όσους για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούν να προσπορισθούν από την αγορά τα αναγκαία προς το ζην, τούτο δεν οδηγεί σε περιορισμό της ελευθερίας ούτε συγκρούεται με το κράτος δικαίου. Προβλήματα γεννώνται μόνον όταν οι αμοιβές γενικώς καθορίζονται από τις κρατικές αρχές και όχι από τον απρόσωπο μηχανισμό της αγοράς». Ο Hayek δεν αντιτίθεται στην επιδότηση των ανέργων αλλά στην επιδότηση χρεωκοπημένων επιχειρήσεων για δημιουργία πλαστών απασχολήσεων υπό το πρόσχημα καταπολεμήσεως της ανεργίας. Δεν είναι δηλαδή κατά του κοινωνικού αλλά κατά του παρεμβατικού κράτους.

Κρατική πρόνοια δεν σημαίνει κρατική παρέμβαση.

Ο Τσουκαλάς ισχυρίζεται («Διαβάζω» αριθ. 233,21.2.90) ότι «η καταστατική κατάργηση της αλληλέγγυας διάστασης στην κοινωνία αποτελεί ιστορικό εφεύρημα του άκρατου ατομικιστικού φιλελευθερισμού». Τούτο είναι τελείως εσφαλμένο θεωρητικώς και αναπόδεικτο ιστορικώς. Ο φιλελευθερισμός, οσοδήποτε «άκρατος», δεν «καταργεί» απολύτως τίποτε διότι ερείδεται στο πρωτείο του ατόμου, το οποίο και μόνον έχει αρμοδιότητα να εγκαθιστά ή να καταργεί θεσμούς, νόμους, πολιτεύματα και κυβερνήσεις. Εάν όντως ο ελεύθερος άνθρωπος έχανε κάθε έννοια «αλληλέγγυας διάστασης» και την καταργούσε, τούτο θα έπρεπε να καταλογισθεί στον άνθρωπο, τον αποφασιστή, όχι στον φιλελευθερισμό ο οποίος του αναγνωρίζει απλώς τα πρωτεία στο θέμα της αλληλεγ¬γύης όπως και σε κάθε άλλο τομέα της εν κοινωνία διαβιώσεως. Εάν όντως ατονούσε στους ελεύθερους ανθρώπους το αίσθημα αλληλεγγύης, αυτό θα σήμαινε προσέτι ότι όπου όντως εκδηλώνεται η αλληλεγγύη, αυτή είναι προϊόν καταναγκασμού, όχι προαιρέσεως.

Το παράδοξο είναι ότι την εγγενή αυτοπροαίρετη έφεση του ελεύθερου ανθρώπου γενικώς και του νεοέλληνα ειδικώς, στην πρακτική υλοποίηση της αλληλεγγύης έχει τεκμηριώσει ο ίδιος ο Τσουκαλάς, περιγράφοντας με πλήθος λεπτομέρειες πώς το νεογέννητο ελληνικό κράτος στηρίχτηκε αρχικώς στους πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού, που το επροίκισαν με χρήματα, σχολεία, γυμνάσια, κτίρια, μέγαρα, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, βρεφοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και βιβλιοθήκες. Τα ονόματα τους κάτι λένε στους νεώτερους, χωρίς ωστόσο οι περισσότεροι εξ αυτών να μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς τη συμβολή του καθενός: Βαρβάκης, Ζάππας, Βαλιάνος, Κοργιαλένειος, Συγγρός, Μαρασλής, Αρσάκης, Ζάγκας, Βερναρδάκης… «Ο κατάλογος —σημειώνει ο Τσουκαλάς— είναι ατελείωτος» («Εξάρτηση και Αναπαραγωγή», σελ. 487). Η Έλλη Σκοπετέα αναφέρει μάλιστα στο «Πρότυπο Βασίλειο» (σελ. 78) ένα χαριτωμένο παράθεμα της εφημερίδας «Ασμοδαίος» της 18-4-1876 που δείχνει ότι η εξάρτηση του νεοελληνικού κράτους από τους εθνικούς ευεργέτες ήταν πολύ στενότερη απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί: «Καθ’ ά ηκούσαμεν —γράφει ο «Ασμοδαίος»— η οριστική απόφασις περί της πολιτικής πορείας ην πρέπει η Ελλάς να ακολουθήση εις τας κρίσιμους ταύτας περιστάσεις… αναβάλλεται μέχρι της αποσφραγίσεως της διαθήκης του αειμνήστου Σίνα, ότε θέλομεν τραπεί προς πόλεμον ή προς ειρήνην κατά την σπουδαιότητα του κληροδοτήματος».
Δεν έδιναν δε στο κράτος μόνον οι πλούσιοι. «Η συμβολή των ευεργετών — σημειώνει ο Τσουκαλάς— δημιούργησε ένα ρεύμα χρηματοδότησης της δημόσιας εκ-παίδευσης και εκ μέρους του ντόπιου πληθυσμού». Αναφέρει δε και την περίπτωση που περιγράφει ο Gobineau για μια γριά από το Σκουτάρι της Αλβανίας που έστειλε τρεις δεκάρες στα ελληνικά σχολεία. Ποιος υποχρέωσε ποτέ όλον αυτόν τον Ελληνισμό του εξωτερικού, τον βαθύπλουτο Συγγρό και την πάμπτωση Σκουταριώτισσα να δείξουν τόσο έντονα την αλληλεγγύη τους προς τος καθημαγμένο ελληνικό κρατίδιο; Η ιστορική αλήθεια είναι ότι η «αλληλέγγυα διάσταση» δεν έλειψε ποτέ γενικώς στους Έλληνες πλούσιους, όπως απέδειξαν άλλωστε και στις μέρες μας οι περιπτώσεις Ωνάση, Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, Μπότση και άλλων με τα ομώνυμα ιδρύματα τους. Ο «άκρατος ατομικιστικός φιλελευθερισμός» ως σύστημα ιδεών που αποκλείει την «αλληλέγγυα διάσταση» είναι εφεύρημα το οποίο δεν λειτούργησε ποτέ στην πράξη, και δεν εξηγγέλθη ποτέ στη θεωρία από οιονδήποτε φιλελεύθερο.

Φαινόμενα αλληλεγγύης σε μεγάλη κλίμακα παρατηρούνται στο Ισραήλ, την Αρμενία αλλά και στην ίδια την πατρίδα των «λυκανθρώπων» του καπιταλισμού την Αμερική, όπου η λατρεία του χρήματος έχει, υποτίθεται, καταστήσει τους πολίτες σκληρούς προς τον πλησίον. Την εκπληκτική σε έκταση, βάθος και διάρκεια της «αλληλέγγυας διάστασης» σε αυτή τη χώρα είχε ήδη επισημάνει ο οξυδερκής Alexis de Toqueville γράφοντας ότι στις ΗΠΑ η έμφαση στο χρήμα ως δείκτου επιτυχίας συνοδεύθηκε από εκπληκτική άνοδο της φιλανθρωπικής δραστηριότητας και των ευεργεσιών. Πανεπιστήμια, σχολεία, αίθουσες συναυλιών, μουσεία, νοσοκομεία καθώς και οργανώσεις ανακουφίσεως της φτώχειας εσφράγισαν εξ υπαρχής την αμερικανική κοινωνία ίσως, πιθανολογεί ο Toqueville, διότι η έλλειψη αριστοκρατίας έτρεψε τους πλουσίους προς άλλους τρόπους διαιωνίσεως του ονόματος τους. Βεβαίως στην Αγγλία, την Αμερική, το Ισραήλ αλλά και στην Ελλάδα έφτασε κάποτε η στιγμή να αναλάβει το κράτος τη διοργάνωση της αλληλεγγύης.

Στη χώρα μας, το κοινωνικό κράτος υπήρξε έργο του Βενιζέλου και του κόμματος : των Φιλελευθέρων. Ο Έμμανουήλ Μπενάκης —ευεργέτης ο ίδιος— και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος που τον διεδέχθη στο υπουργείο εθνικής οικονομίας —επιφανείς φιλελεύθε-ροι και οι δύο— ψήφισαν νόμους για την υγιεινή και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας, για τα ημερομίσθια γυναικών και ανηλίκων εργατών και θεσμοθέτησαν τα εργατικά σωματεία. Έργο του Βενιζέλου είναι και οι κοινωνικές ασφαλίσεις, η ίδρυση του ΙΚΑ, η μέριμνα για το παιδί, τα λαϊκά ιατρεία.

Η σύγχυση κοινωνικού κράτους —κατ’ εξοχήν έργο των Ευρωπαίων φιλελευθέρων —με το παρεμβατικό κράτος το οποίο καταπολεμά ο φιλελευθερισμός— θεωρητικοποιείται στη σκέψη του Τσουκαλά. Σε ένα κεφάλαιο μελλοντικού βιβλίου του, που δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος (σελ. 11-53 του —λίαν ενδιαφέροντος— περιοδικού «Θεωρία και Κοινωνία» της 1ης Μάιου 1990) με τον τίτλο «Κοινωνικό Κράτος και κοινωνικά δικαιώ¬ματα: Η επιστροφή του Πολιτικού», ο Τσουκαλάς επιχειρεί να θεμελιώσει το κατά τη γνώμη του ασυμβίβαστο ανάμεσα, αφ’ ενός στο κοινωνικό κράτος που υπηρετεί, όπως λέει, την «επιεική» επιβίωση, και αφ’ ετέρου την «λογική της αγοραίας διανομής (εισοδημάτων και πλούτου) όπως αυτή κρυσταλλώθηκε υπό το κράτος του καθαρού φιλελευθερισμού». Κατά την άποψη του η «επιεικής διανομή» υπό την έννοια ότι ορισμένοι άνθρωποι εσοδεύουν παροχές, βοηθήματα και επιδόματα, χωρίς να κερδίζουν τα προς το ζην στην αγορά συνιστά ένα είδος άρνησης των φιλελευθέρων αρχών καθώς «αμβλύνει την άκαμπτη φιλελεύθερη δικαιωματοκρατία». Ο Τσουκαλάς εκτιμά ότι το κράτος με την «επιείκεια» που δείχνει προσφέροντας εισόδημα σε ανθρώπους που δεν το «κερδίζουν» με τον ιδρώτα του προσώπου τους χάνει την ουδετερότητα του. Το «δικαίωμα στη Δικαιοσύνη» (υπονοώντας την ανακατανομή εισοδήματος μέσω φορολογίας) «συνεπάγεται έτσι την επιστροφή του Πολιτικού» το οποίο, κατ’ αυτόν, οι Φιλελεύθεροι απεχθάνονται, τονίζοντας κυρίως το Οικονομικό. Πρόκειται για βαθιά παρεξήγηση διότι οι φιλελεύθεροι, πλην του πρωτείου του ατόμου, δεν έχουν, ως φιλελεύθεροι, ιδιαίτερες προτιμήσεις ή απέχθειες σε κανέναν από τους τομείς δραστηριότητος του ατόμου (Οικονομικό, Πολιτικό, Καλλιτεχνικό, Ποδοσφαιρικό, Επιστημονικό ή Θρησκευτικό). Ίσως η σύγχυση να οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Τσουκαλάς εξακολουθεί να νοεί την «επιεική διαβίωση» ως αποκατάσταση κάποιας «κοινωνικής δικαιοσύνης» την οποία οι φιλελεύ¬θεροι όντως απορρίπτουν ως άνευ νοήματος παραπλανητικό ιδεολόγημα. Προχωρεί δε και περισσότερο ισχυριζόμενος ότι το Κοινωνικό Κράτος «συνεπάγεται τη σχετικοποίηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας». Εδώ πια η υπερβολή είναι κραυγαλέα και θυμίζει τις απόψεις εκείνων που λένε ότι η φορολογία καταργεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Γελοιογραφώντας την αντίληψη αυτή θα μπορούσε κανείς να πει ότι η απαγόρευση πώλησης του Παρθενώνος ή της Ολυμπίας αποτελεί παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά ακινήτων και επαναφορά του Πολιτικού εις βάρος του Οικονομικού.

Η «επιεικής διαβίωση» είναι καθόλα νόμιμη και σεβαστή επιλογή της κοινωνίας των πολιτών. Δεν θίγει τα δικαιώματα κανενός, εφόσον δεν εκφυλισθεί σε «υποκειμενική» χορήγηση ευνοιών επ’ ανταλλάγματι, πρακτική που όντως επαναφέρει την πολιτεία σε φεουδαρχικά συστήματα διακυβερνήσεως. Εάν το άτομο το οποίο δεν παραλείπει να επιδείξει συμπεριφορά αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο —όταν του δοθεί η ευκαιρία— συμφωνεί να φορολογηθεί, όχι μόνο για την ίδρυση αστυνομίας, δικαστικού σώματος και ενόπλων δυνάμεων, αλλά και για να συγκροτηθούν οι άριστες δυνατές κοινωνικές υπηρεσίες δεν πέφτει λόγος σε κανένα, είτε αυτοαποκαλείται φιλελεύθερος είτε όχι, να του αμφισβητήσει αυτό το δικαίωμα. Όταν φυσικά «η κρατικοποίηση της πρόνοιας» αρχίσει να σημαίνει επιστροφή της αυθαιρεσίας και υπογραφή λευκής συναλλαγματικής για διασπάθιση «κοινωνικών» πόρων σε κομματικούς μηχανισμούς υπό το πρόσχημα «φιλολαϊκής πολιτικής» τότε οι φιλελεύθεροι διεκδικούν τα προφανή: Διαχείριση από το κράτος της αλληλέγγυας διάστασης βάσει συμπεφωνημένων αρχών και αδιάβλητων διαδικασιών υπό τον άγρυπνο έλεγχο του τύπου, της αντιπολιτεύσεως και των ποικίλων εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών.

Το φιλελεύθερο κράτος δεν υπήρξε ποτέ ούτε στη θεωρία ούτε στην πράξη «Πόντιος Πιλάτος» όπως ισχυρίζεται ο Τσουκαλάς, δεν άφησε δηλαδή ποτέ να σταυρωθούν αθώοι στο όνομα της μη-επεμβάσεως αλλά προσπάθησε να είναι αμερόληπτος, κατά το δυνατόν, σταθμιστής αντιτιθέμενων αξιώσεων και εκτελεστής της νομοθετικής βούλησης των αιρετών αντιπροσώπων του εκλογικού σώματος, στο θέμα της αλληλεγγύης όπως κάι σε όλα τα άλλα. Ο Τσουκαλάς αντιμάχεται μια μυθική εκδοχή φιλελευθερισμού την οποία ουδείς φιλελεύθερος εφάρμοσε ποτέ ως πολιτικός ή υπεστήριξε ως στοχαστής. Όσο για την συμπληρωματική του άποψη ότι το «Κοινωνικό Κράτος» κατασκευάζει δικαιώματα και νέες κατηγορίες «δικαιωματούχων» «που αντλούν ευθέως τα προς το ζην, εν όλω ή εν μέρει, από την κρατική πολιτική», τούτο δεν είναι ούτε παράδοξο ούτε αντίθετο προς κάποια φιλελεύθερη «δικαιωματοκρατία». Οι φυλακισμένοι π.χ., ή οι στρατιώτες ως τρόφιμοι του κράτους είχαν πάντοτε «δικαίωμα στη δωρεάν σίτιση», ακόμα και στις συνθήκες του πλέον «άκρατου, αγοραίου φιλελευθερισμού» (όπως τον χαρακτηρίζει ο Τσουκαλάς). Το ότι το δικαίωμα αυτό επεκτάθηκε σε δωρεάν γάλα για τις εγκύους ή δωρεάν φοίτηση όλων των παιδιών σε κρατικά σχολεία δεν άλλαξε τη μορφή της πολιτείας. Το ιδεολόγημα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» είναι τόσο βαθιά ριζωμένο στη σκέψη του Τσουκαλά ώστε του είναι αδύνατο να κρίνει τη θεσμοποιημένη αλληλεγγύη χωρίς να την εντάξει σε αυτό. Ωστόσο, η αλληλεγγύη δεν αποκαθιστά καμιά κλονισθείσα —«κοινωνική»— δικαϊκή τάξη, δεν είναι δηλαδή επανόρθωση καμιάς «κοινωνικής» αδικίας αλλά αυτόνομη λειτουργία. Ο πάσχων, ο ηλικιωμένος, η έγκυος, το βρέφος έχουν ανάγκη πρωτογενών (όχι επανορθωτικών) φροντίδων, όχι διότι «αδικήθηκαν» αλλά διότι πάσχουν, δυσλειτουργούν, εγκυμονούν και εξαρτώνται κατά τούτο απολύτως από την αλληλεγγύη που θα επιδείξουν γι’ αυτούς οι άλλοι. Κανένα «δικαίωμα στη Δικαιοσύνη» δεν θεσμοθετείται έτσι, καμιά νέα εξουσία δεν αναδύεται μέσα από αυτή τη διαδικασία. «Το παρεμβατικό κράτος —γράφει ο Τσουκαλάς κάνοντας ένα απερίφραστο και περίεργο νοητικό άλμα από το κράτος προνοίας στο κράτος παρεμβατισμού— είναι σύμφυτο με την αναγνώριση μιας νέας πραγματικής και ουσιαστικής νομιμοποιητικής βάσης». Πώς προκύπτει αυτό το τελείως αυθαίρετο συμπέρασμα που πειράται να θεμελιώσει την κρατική παρέμβαση στη θεσμοποίηση της αλληλεγγύης; Αυτό που παραθεωρεί τελείως ο Τσουκαλάς είναι ότι στις φιλελεύθερες πολιτείες —τις μόνες που ανέπτυξαν αποτελεσματικώς στην κρατική πρόνοια— η θεσμοθετημένη αλληλεγγύη δεν στρεβλώνει τους μηχανισμούς της αγοράς διότι αναπτύχθηκε εκτός αυτών.

Έχει απολύτως δίκιο ο Τσουκαλάς να τονίζει ότι ο προβληματισμός για το «ποιοι δικαιούνται τι και πόσο» είναι πολιτικός, τούτο όμως δεν παραβιάζει τις φιλελεύθερες αρχές, αντίθετα τις πραγματώνει. Η ισονομία δεν αποκλείει την άνιση μεταχείριση (θα επιδοτηθούν κατά προτίμηση οι φτωχές οικογένειες):απλώς αξιώνει αιτιολόγηση της παρέκκλισης από τη γενικότητα. Το Κράτος Πρόνοιας δεν σχετικοποιεί το ουδέτερο κράτος στο οποίο πιστεύουν οι φιλελεύθεροι, το εξειδικεύει στην παροχή υπηρεσιών αλληλεγγύης με πειστικό κάθε φορά γενικής αποδοχής, σκεπτικό. Άλλωστε, όλα τα δικαιώματα και όχι μόνο όσα αφορούν την «επιεική διαβίωση» κατοχυρώθηκαν ύστερα από πολιτικούς αγώνες, καθότι ουδέποτε λειτούργησαν σε αυτή τη διαδικασία κάποιοι εξωγενείς, δοτοί, επιβεβλημένοι αυτοματισμοί. Η χειραφέτηση των γυναικών έγινε κατά στάδια, τα οποία διενύθησαν ύστερα από έντονους αγώνες, για να τους αναγνωρισθούν δικαιοπρακτικά δικαιώματα. Οι φιλελεύθεροι πρωτοστάτησαν σε αυτές τις προσπάθειες, όπως πρωτοστάτησαν στην κατοχύρωση δικαιωμάτων για τους μαύρους στις ΗΠΑ, στη διάσωση της πολιτισμικής κληρονομιάς και σήμερα στην προστασία του περιβάλλο¬ντος. Όπως το διατυπώνει ο ίδιος πολύ σωστά «κάθε εποχή κατασκευάζει τον δικό της άρτο και τα δικά της θεάματα, δηλαδή τα δικά της υλικά και συμβολικά αγαθά». Στην αρχαία Ελλάδα επιδοτούνταν —με έγκριση των πολιτών— οι τραγωδίες και οι παλαί¬στρες, στη Βραζιλία ο ετήσιος καρνάβαλος. Οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ελαττωματικά τους παιδιά στον Καιάδα και επιδοτούσαν τους πολεμιστές. Οι χιτλερικοί διέθεταν δημόσιους πόρους για να θανατώνουν Εβραίους και Τσιγγάνους.
Η γένεση του κράτους προνοίας μετά την πτώση της φεουδαρχίας περιείχε ήδη ορισμένα στοιχεία που το σφράγισαν εκ καταβολής. Στο φεουδαρχικό χωριό οι άρρω¬στοι, οι γέροι και τα βρέφη ζούσαν λίαν επικινδύνως και πέθαιναν πολύ εύκολα στους κόλπους της διηυρημένης οικογένειας. Όταν εμφανίσθηκαν τα εργοστάσια, πλήθυναν οι πολεοκάτοικοι και οι οικογένειες έγιναν κατ’ ανάγκην πυρηνικές (γονείς και παιδιά) το πρώτο αντανακλαστικό των εχόντων ανάγκη βοήθειας ήταν να προσφύγουν στις αρχές (εκκλησιαστικές, κρατικές) όπως άλλωστε προσέφευγαν —χωρίς συνήθως αποτέλεσμα— στον φεουδάρχη. Την εποχή της βιομηχανικής επαναστάσεως η οποία συνέπεσε με την εξάλειψη των επιδημιών, τη μεγάλη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας και τη δημογραφική έκρηξη, πλήθυναν γενικώς τα παιδιά, οι μωρομάνες και οι ηλικιωμένοι. Συγχρόνως, η ζωή στις πόλεις απαιτούσε χρηματικό εισόδημα καθώς ουδείς πια μπορούσε να φυτοζωεί όπως συνέβαινε στην μη εκχρηματισμένη, φυσική οικονομία του χωριού. Χρειάστηκε πειθαρχία στη δουλειά, τήρηση ωραρίου, νέες συνήθειες και βεβαίως επιβίωση σε περιόδους ανεργίας. Φυσικό ήταν η αρωγή προς τους αναξιοπαθούντες να συνδεθεί έτσι στο ξεκίνημα της με προσπάθειες «διαπαιδαγωγήσεώς τους» και όχι με απρόσωπους μηχανισμούς αλληλεγγύης μεταξύ ισοτίμων πληθυντικών εγώ. Σε αντίθεση με τους συντηρητικούς που επιχειρούν πάντοτε να «αναμορφώσουν» τους ανθρώπους είτε μέσω της αστυνομίας είτε μέσω των κοινωνικών λειτουργών οι φιλελεύθεροι θέλησαν εξ υπαρχής να τους προστατεύσουν ως άτομα, ως πολίτες, ως καταναλωτές, ως παραγωγούς, ως επιχειρηματίες και ως δικαιούχους κοινωνικών υπηρεσιών χωρίς ανταλλάγματα.

Οι Βικτωριανοί συντηρητικοί με τη θεωρία τους για την επιλεκτική βοήθεια στους «αξιοβοήθητους φτωχούς» (the deserving poor) θέλησαν να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση των φτωχών στο ισχύον έθος έτσι ώστε αυτοί να μάθουν να μην μεθούν, να μην αλητεύουν, να αποταμιεύουν, να πειθαρχούν και να θρησκεύονται. Η ωφελιμιστική αυτή στάση δεν είχε θεωρητική δικαίωση διότι πολλές ανθρώπινες πράξεις αλληλεγγύης εκφεύγουν από αυτόν τον ιδιότυπο λογισμό κόστους-ωφελειών. Η προικοδότηση ενός Πανεπιστημίου π.χ. αφορά τις μελλοντικές γενεές οι οποίες δεν μπορούν φυσικά να ανταποδώσουν τίποτε ούτε να συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις των χορηγών. Ο Groucho Marx προκαλούσε πάντοτε γέλιο με την ερώτηση: «Τι έχουν κάνει για μένα οι επερχόμενες γενεές ώστε να θυσιαστώ εγώ γι’ αυτές;». Κατάλοιπο αυτής της αντιλήψεως των Βικτωριανών είναι η επιμονή ορισμένων παρεμβατικών της Δεξιάς και της Αριστεράς στην άποψη ότι οι ωφελούμενοι από το κοινωνικό κράτος χρωστούν ευγνωμοσύνη (ου μην αλλά και την ψήφο τους) στους εκπροσώπους της εξουσίας. Ο φιλελευθερισμός αντίθετα, θεωρεί ότι το άτομο δεν έχει καμία απολύτως, υποχρέωση αυτοταπεινώσεως έναντι των αρχών, όταν αυτές εκπληρώνουν τα καθήκοντα τους γενικώς και της θεσμο¬ποιημένης αλληλεγγύης ειδικώς, ακριβώς όπως ο ασφαλισμένος δεν χρωστά καμία ευγνωμοσύνη στην ασφάλεια, διότι του πληρώνει τη ζημιά του αυτοκινήτου του. Εάν προϋπόθεση για την παροχή κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών ήταν η συναίνεση των δικαιούχων προς κάποιους επισήμους κρατικούς σκοπούς (νηφαλιότητος, σκληρής εργασίας, αποταμιεύσεως, τηρήσεως θρησκευτικών ή κομματικών εντολών) θα υπήρχε κίνδυνος να επιβληθεί ένα είδος τελοκρατίας δια των παροχών και να υποταγεί σιγά-σιγά η κοινωνία των πολιτών στο κράτος. Τούτο ακριβώς φοβήθηκε εδώ και 45 χρόνια ο Hayek όταν εξέδωσε τη μονογραφία του με τίτλο «Ο δρόμος προς τη δουλεία» (The road to serfdom) απηχώντας και τις παλαιότερες ανησυχίες του Toqueville για τον πολιτικό ευνουχισμό των ατόμων από το πατερναλιστικό κράτος. Οι φόβοι του Hayek αποδείχθηκαν υπερβολικοί αλλά όχι τελείως αβάσιμοι.

Οι κρατικοπαρεμβατικοί θεωρούν όντως ότι οι πολίτες έχουν ανάγκη ποδηγετήσεως και ότι οι ίδιοι ως ηγήτορες έχουν όλα τα προσόντα να ασκήσουν αυτόν τον «παιδευτικό ρόλο». Οι εθνικοσοσιαλιστές και οι φασίστες ετόνιζαν πάντοτε το «κοινωνικό» στοιχείο του προγράμματος τους συνδέοντας την εφαρμογή του με την υποταγή του ατόμου στους «μεγαλειώδεις» σκοπούς του Κράτους και του Αρχηγού του. Οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να δικαιώνουν την κατάργηση της αγοράς και όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επικαλούμενες την πατρική, τάχα, φροντίδα του σοσιαλιστικού κράτους για το «λαό» η οποία κατ’ αυτούς απουσίαζε στον καπιταλισμό. Οι κρατικοπαρεμβατικοί σοσιαλιστές καλλιέργησαν μια στάση εξάρτησης του ατόμου από ένα κράτος πανάγαθο, ενσάρκωση μιας Κοσμικής Πρόνοιας που θα αποκαθιστούσε την «κοινωνική δικαιοσύνη», ανεβάζοντας τους «μη προνομιούχους» στην κορυφή. Προτίμησαν πάντοτε την χορήγηση κοινωνικών υπηρεσιών μέσα από πολυδαίδαλους κρατικούς μηχανισμούς που προσφέρουν αυτούσιες τις κοινωνικές υπηρεσίες. Τούτο οδήγησε σε ορισμένες χώρες την εκτροφή μιας «νομενκλατούρας» του κράτους προνοίας, ενδοτικής σε πειρασμούς δωροδοκίας (φακελάκια), διαφθοράς, νεποτισμού και ψηφοθηρίας.
Η φιλελεύθερη εκδοχή του κράτους προνοίας το θέλει κυρίως αναρρωτήριο, θεραπευτήριο, εκπαιδευτήριο, δηλαδή εφαλτήριο και όχι παγίδα για ανθρώπους που θα καταστούν αιχμάλωτοί του. Έχουν γίνει μελέτες στις ΗΠΑ που δείχνουν ότι υπάρχουν κοπέλες οι οποίες αποκτούν επίτηδες εξώγαμα τέκνα για να καταταγούν στις επιδοτούμενες προβληματικές οικογένειες, υπογράφοντας έτσι ένα είδος φαουστικού συμβολαίου με το διάβολο, καθώς έναντι προσωρινών ωφελημάτων εμπλέκονται σε έναν αυτοδιαιωνιζόμενο φαύλο κύκλο αναπαραγωγής της φτώχειας. Κατά τη διατύπωση ενός Αμερικανού σχολιαστού «προσπαθώντας να αυξήσεις τη βοήθεια στους φτωχούς αυξάνεις συχνά τον αριθμό τους». Αυτή η αντιστροφή μέσων και σκοπών υπήρχε και επί των ημερών του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία, όπου ορισμένες οικογένειες τεκνοποιούσαν αμέσως μετά το γάμο, για να πάρουν ψυγείο αμέσως και διαμέρισμα σε δέκα χρόνια αντί των συνήθων είκοσι. Αυτοί ακριβώς οι κίνδυνοι οδήγησαν ορισμένους Αμερικανούς να επαναλάβουν την προειδοποίηση του Hayek και να τονίσουν ότι η ελευθερία όντως θα κινδύνευε αν μεγάλες μάζες πολιτών πίστευαν έστω προς στιγμήν ότι μπορούν να ζήσουν εσαεί εις βάρος των παραγωγικών συμπολιτών τους ως πολιτικώς και θεωρητικώς δικαιωμένοι «τζαμπατζήδες» (free riders). Ο Μίλτον Φρήντμαν δεν έπαυσε να καταγγέλλει ότι το κράτος προνοίας βασίζεται στην παραπλανητική διαφήμιση διότι τίποτε από όσα προσφέρει δεν είναι «δωρεάν» και διότι αποφεύγει πάντοτε να εξηγήσει «ποιος πληρώνει, πόσα, για να λάβει ποιος, τι και πότε». Σ’ αυτή τη σειρά ιδεών υποστηρίχθηκε από πολλούς, με στατιστικές και τεκμήρια, ότι η καλύτερη καταπολέμηση της φτώχειας γίνεται κυρίως μέσω των επενδύσεων και της αγοράς και δευτερευόντως με κρατικές παροχές και επιδόματα. Είναι απολύτως θεμιτός ο φόβος εκτροπής του συστήματος από τη θεσμοποιημένη αλληλεγγύη προς μια οιονεί φεουδαρχική εξάρτηση. Οι έχοντες ανάγκην βοήθειας πολίτες είναι ιδεώδης λεία για τους γραφειοκράτες, τους κοσμοδιορθωτές, τους αυταρχικούς και τους κομματικούς στρατολόγους. Στα χέρια των κρατικοσοσιαλιστών το κράτος προνοίας κινδυνεύει όντως να εκφυλισθεί σε κράτος ευνοίας. Αυτόν τον κίνδυνο επισημαίνουν οι φιλελεύθεροι όχι την «αλληλέγγυα διάσταση» που είναι πάγιο γνώρισμα του κοινωνικού ζώου που είναι ο άνθρωπος και πολύτιμη αξία του φιλελευθερισμού.

Τον κίνδυνο αυτόν, που δεν είναι αμελητέος, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν οι φιλελεύθεροι με δύο τρόπους: Κατοχυρώνοντας τον ανταγωνισμό στο σύστημα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών αφενός και αποκαθιστώντας το πρωτείο του δικαιούχου αφετέρου. Ο φιλελεύθερος αναγνωρίζει στο Κράτος το μονοπώλιο της δύναμης και της απονομής δικαιοσύνης αλλά κανένα άλλο. Πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι ο συντονισμός και η οργάνωση της αλληλεγγύης πρέπει να είναι αποκλειστική αρμοδιότης δημοσίων υπαλλήλων. Αρκεί να γίνεται με δημόσιο χρήμα. Εάν, λόγου χάρη, οι εκπαιδευτικοί παύσουν να εκπαιδεύουν και επιδοθούν στις διεκδικήσεις, τη ραστώνη και τα ιδιωτικά μαθήματα, δεν υπάρχει κανείς απολύτως λόγος να συνεχίσουν την υπαλληλική τους σχέση με το δημόσιο. Όπως το κράτος αναθέτει σε εργολάβους την αποστράγγιση του τάδε έλους και την ασφαλτόστρωση του δείνα δρόμου, μπορεί να αναθέσει σε ιδιώτες ή έστω και σε ιδιώτες την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων έναντι, φυσικά, αμοιβής και με άγρυπνο έλεγχο ποιότητος των παρεχομένων υπηρεσιών. Τούτο μπορεί να γίνει μόνο εάν ο ελέγχων, δηλαδή το κράτος, δεν είναι ταυτόχρονα και ο ελεγχόμενος όπως συμβαίνει σήμερα. Ένα τέτοιο ατομοκεντρικό σύστημα προνοίας με μεγάλο φάσμα επιλογής φορέων (ακριβώς όπως ισχύει για τα πολυκαταστήματα) θα εξυγίαινε το σύστημα, θα μείωνε τους κινδύνους εξαρτήσεως και διαφθοράς ενώ θα φρονημάτιζε ταυτοχρόνως ορισμένους συνδικαλιστές του Κράτους Προνοίας που αποθηριώνονται όσο γνωρίζουν ότι οι χρήστες των κοινωνικών υπηρεσιών εξαρτώνται αποκλειστικώς από τη δική τους καλή διάθεση. Αντί να κρατικοποιεί την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών το κράτος θα πρέπει, κατά την φιλελεύθερη εκδοχή της θεσμοθετημένης αλληλεγγύης, απλώς να την χρηματοδοτεί εξατομικεύοντας τη ζήτηση για αυτές και ελευθερώνοντας ταυτόχρονα την προσφορά.

Στην ουσία το φιλελεύθερο κράτος προνοίας δεν μεριμνά απλώς για τους δικαιούχους των κοινωνικών υπηρεσιών αλλά προπαντός τους σέβεται. Ο τρόπος να σωφρονισθούν οι τυραννίσκοι που επανδρώνουν τις κοινωνικές υπηρεσίες είναι να δοθούν περισσότερες εξουσίες ελέγχου και περισσότερη απ’ ευθείας δύναμη στους πολίτες, όχι διότι αυτοί έχουν πάντοτε δίκιο αλλά διότι αυτοί τουλάχιστον διέπονται από μόνη την επιθυμία να εξυπηρετηθούν με αποτέλεσμα να λειτουργούν έτσι εξισορροπητικώς ως προς τις ιδιωτικές ή κομματικές στοχοθεσίες των γραφειοκρατών. Ο φιλελευθερισμός δεν ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι ορθολογίζονται (εάν υποτεθεί ότι υπάρχει κοινώς αποδεκτό κριτήριο ορθολογικής συμπεριφοράς), απλώς ότι και αν παραλογίζονται ή αμαρτάνουν —κατά την κρίση ορισμένων— δεν είναι πάντως δουλειά του κράτους να τους νουθετεί μέσω των υπαλλήλων του. Εάν ο άνεργος προτιμά να αγοράσει ένα ακριβό πουκάμισο με το επίδομά του μένοντας νηστικός, αυτό είναι δική του δουλειά. Η χορήγηση του επιδόματος δεν μπορεί να διακόπτεται όταν ο δικαιούχος ρέπει προς την επιδεικτική κατανάλωση (conspicuous consumption) προς την οινοποσία, τον αθεϊσμό ή τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολιτεύσεως. Ο πατερναλισμός είναι ενδοοικογενειακή και μόνον σχέση. Προσοχή χρειάζεται και στο ύψος των βοηθημάτων που δεν πρέπει να εξαλείψουν ποτέ τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας, μισθού και επιδόματος ανεργίας όπως κινδύνεψε να γίνει στη Σουηδία.

Όταν η αποτυχημένη δράση (ή αδράνεια) δεν επιφέρει κάποιες, έστω, ζημίες και η αποδοτική προσπάθεια δεν αποφέρει κάποιους, έστω, καρπούς ο ανταγωνισμός καταργείται, η ανάπτυξη αναστέλλεται το δημόσιο χρεωκοπεί και η αλληλεγγύη μόνον ως συναίσθημα μπορεί πια να εκδηλωθεί.
Δεν είναι, τέλος, φιλελεύθερη η αρχή ότι «όσο περισσότερα σε όσο περισσότερους τόσο καλύτερα», ακόμη και όταν υπάρχουν οι σχετικοί πόροι (που λείπουν βεβαίως στην Ελλάδα). Οι γενικευμένες παροχές σε μέγα πλήθος θίγουν τελικώς αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Όταν μοιράζεις πεπερασμένους, κατ’ ανάγκην, πόρους σε μεγάλες μάζες, οι βαριά άρρωστοι, οι ηλικιωμένοι που ζουν μόνοι, οι οικογένειες σε έσχατη ένδεια, στερούνται μέσων τα οποία ενθυλακώνουν οι υγιέστεροι, οι επιτηδειότεροι, οι καλύτερα δικτυωμένοι και οι πλέον αδίστακτοι. Εκτός τούτου, το μέγα πλήθος των δικαιούχων, σε συνδυασμό με τη δοσμένη ανικανότητα, αβελτηρία και ραστώνη των δημοσίων υπαλλήλων να τους εξυπηρετήσουν, οδηγεί σε υποβάθμιση των υπηρεσιών γενικώς. Η επικρατούσα, λοιπόν, γνώμη σήμερα μεταξύ των φιλελευθέρων στο δυτικό κόσμο είναι ότι το κράτος προνοίας συνιστά πολιτισμική κατάκτηση καθ’ εαυτήν, ότι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως μέσο για την επίτευξη άλλων σκοπών και ότι υλοποιεί την εντολή των εκλογέων προς τους αιρετούς εκπροσώπους τους να οργανώσουν κατά τρόπο αμερόληπτο και αποτελεσματικό την θεσμοποιημένη αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών. Φυσικά η περιοδική επανεξέταση των στόχων και των μηχανισμών αυτής της αλληλεγγύης επιβάλλεται. Τούτο, άλλωστε, ισχύει και για κάθε θεσμό.

Η αλληλεγγύη ως έννοια αναδύεται έτσι ως το νέο στοιχείο στις κοινωνίες του ώριμου καπιταλισμού, καθώς με την αυξανόμενη ευημερία ατονεί όλο και περισσότερο η διάκριση των πολιτών ανάμεσα σε βοηθούμενους και βοηθούντες, διότι όλο και περισσότεροι μεταπίπτουν από τη μία κατηγορία στην άλλη κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ο μονόδρομος της ελεημοσύνης της βικτωριανής εποχής με ροή πόρων από πολύ πλούσιους σε πολύ φτωχούς, γίνεται σήμερα δρόμος διπλής κυκλοφορίας, αλληλοβοήθεια, αλληλεγγύη. Η νέα αυτή έννοια δεν έχει βρει ακόμη την κατάλληλη θεσμική της έκφραση, διότι το κράτος προνοίας εξακολουθεί να κυριαρχείται είτε από Βικτωριανής καταβολής πατερναλιστικές αντιλήψεις περί «αξιοβοήθητων φτωχών» είτε από σοσιαλιστική ιδεολογήματα περί «κοινωνικής δικαιοσύνης» είτε από συνδυασμό αμφοτέρων. Η φιλελεύθερη έννοια της θεσμοθετημένης αλληλεγγύης αναμένει τον θεωρητικό της που θα τη διαμορφώσει και τον οραματιστή πολιτικό που θα την υλοποιήσει σε όλες τις μορφές της.

Εκπαίδευση: Αλληλεγγύη των γενεών.

Η υποχρεωτική γενική εκπαίδευση είναι τόσο σημαντική ώστε εκφεύγει σχεδόν από το πλαίσιο της αλληλεγγύης και πλησιάζει περισσότερο προς μια λειτουργία τύπου εθνικής άμυνας. Ο χειρισμός περίτεχνων συγχρόνων οπλικών συστημάτων δεν μπορεί να γίνει από αγράμματους. Συμφέρει, λοιπόν, όλους να μορφώνεται το παιδί του γείτονα και να συμβάλλουν μέσω των φόρων στην εκπαίδευση του, όπως συμβάλλουν μέσω των φόρων στην αγορά τορπιλακάτων. Εκτός, όμως, από την άμυνα, η υποχρεωτική γενική εκπαίδευση ευνοεί και τον δημοκρατικό έλεγχο της εξουσίας. Σε μια κοινωνία ολιγογράμματων, το σκάνδαλο Κοσκωτά θα έμενε κουκουλωμένο όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα σε ορισμένες χώρες της Αφρικής ή της Λατ. Αμερικής. Εκτός τούτου, η ύπαρξη πλήθους μορφωμένων συνιστά δεξαμενή ακροατηρίων για μουσική, κοινών για θεατρικά έργα και βεβαίως ταλέντων που μπορούν να αποδειχθούν λίαν δημιουργικά, όπως απέδειξε το φαινόμενο των χωρών της Ν.Α. Ασίας. Τέλος, τα παιδιά είναι υπό την κηδεμονία των γονέων τους αλλά δεν είναι ιδιοκτησία τους για να τα αφήνουν αμόρφωτα κατά βούλησιν ή λόγω ένδειας. Το πρωτείο του ατόμου προϋποθέτει ότι στο άτομο θα δίνονται ευκαιρίες διαφοροποιήσεως του από τα άλλα άτομα και αναπτύξεως των κλίσεων και δεξιοτήτων του μέσω της εκπαιδεύσεως. Η πνευματική ισοπέδωση εξασφαλίζεται άριστα μέσω της γενικευμένης αγραμματοσύνης, ακριβώς όπως και η οικονομική ισοπέδωση εξασφαλίζεται άριστα μέσω της γενικευμένης αθλιότητας.

Οι σοσιαλιστές, συνεχίζοντας την παράδοση του Γάλλου εγκυκλοπαιδιστή Helvetius (1715-1771) —με την οποία, ας σημειωθεί, διαφωνούσε ο Diderot— υποστηρίζουν, περιέργως, ότι σκοπός της εκπαιδεύσεως δεν είναι να αναδείξει τις διαφορές μεταξύ των ατόμων αλλά να εξασφαλίσει την ισότητα στην κοινωνία, εξαλείφοντας, κατά κάποιον τρόπο, τις διαφορές μεταξύ οικογενειών. Στην Αγγλία, οι Εργατικοί δημιούργησαν —με την ομόθυμη βεβαίως υποστήριξη των σωματείων εκπαιδευτικών λειτουργών του δημοσίου τομέα που είναι πάντοτε, σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, υπέρ της «ήσσονος προσπάθειας» διδασκόντων και διδασκομένων— ένα σύστημα σχολείων όπου οι λιγότερο ικανοί δεν επιέζοντο ιδιαιτέρως να μαθαίνουν και οι πιο ικανοί δεν παρεκινούντο ιδιαιτέρως να αριστεύουν για να μην παρεισφρήσει στο σχολείο ο επάρατος ανταγωνισμός και να μην διαταράσσεται η αρμονία των σχέσεων. Αυτά τα κρατικά σχολεία «μεικτών ικανοτήτων» όπως ελέγοντο, λειτουργούσαν βάσει της αρχής της χρυσής μετριότητας, όπου ο έλεγχος της προόδου των μαθητών ήταν χαλαρός, οι εξετάσεις ανύπαρκτες και η μαθητική ζωή χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία για κανέναν. Η εφαρμογή της ίδιας αρχής, λόγου χάρη, στο ποδόσφαιρο, θα οδηγούσε σε λιγότερη προπόνηση των ικανών για να μην πολυξεχωρίζουν από τους άλλους. Έτσι, στο όνομα της ισότητος εκβάσεων σημειώθηκε στα Αγγλικά σχολεία —έως την έλευση της Θάτσερ— ένα είδος εκπαιδευτικής «σφαγής των αθώων» που έσπρωξε δεκάδες χιλιάδες μεσοαστικές οικογένειες να διαθέσουν και την τελευταία τους λίρα για να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία υψηλής στάθμης.

Η φιλελεύθερη άποψη για την εκπαίδευση είναι να δίνονται ει δυνατόν σε όλα τα παιδιά ίσες ευκαιρίες να αναπτύξουν τις άνισες ικανότητες και κλίσεις τους. Πρόκειται για την ίδια αρχή που ισχύει στην οικονομία και την κοινωνία γενικότερα. Σκοπός της εκπαίδευσης δεν είναι να καλλιεργεί μεγαλοφυίες —αν και οφείλει, τουλάχιστον να μην τις καταπνίγει όταν αυτές εκδηλώνονται— αλλά να μεταβιβάζει τη σύνολη πολιτισμική κληρονομιά στις επερχόμενες γενεές και να καλλιεργεί στο παιδί την κρίση ώστε να μπορεί να αξιολογεί την παράδοση. Έτσι, το σχολείο, παρά τον κατ’ ανάγκην συντηρη¬τικό του χαρακτήρα, αφού μεταδίδει χθεσινές γνώσεις και αξίες μπορεί να γίνει και φυτώριο νέων ιδεών, εφόσον νοηθεί ως ευκαιρία αναπτύξεως των ατόμων στην ποικιλότητα τους και όχι ως μηχανισμός σωφρονισμού όπως το θέλουν οι συντηρητικοί ή «μέσο εξισώσεως των ταξικών διαφορών» όπως το θέλουν οι σοσιαλιστές. Αυτή η πολύτιμη λειτουργία φυτωρίου για τα ταλέντα, επωαστικού κλιβάνου για τους αυριανούς καινοτόμους, εφαλτηρίου για τους τολμητίες επιτελείται άριστα όταν η εκπαίδευση γενικεύεται και δεν μένει προνόμιο των ευγενών ή των πλουσίων όπως στον Μεσαίωνα. Η ραγδαία ανάπτυξη των χωρών της Ν.Α. Ασίας και της Κύπρου έδειξε ότι ο πραγματικός πλούτος μιας χώρας είναι οι άνθρωποι της. Δεν υπάρχει αποχρών λόγος να μην ισχύσει τούτο και για την Ελλάδα.
Στον καθαρώς πρακτικό τομέα, η φιλελεύθερη πολιτική για την εκπαίδευση διαχωρίζει σαφώς την υποχρεωτικότητα της σχολικής εκπαίδευσης από το κρατικό μονοπώλιο στη χορήγηση της. Η αόρατος χειρ είναι συντομογραφική διατύπωση της αρχής ότι οι μεγάλοι και πολύπλοκοι ανθρώπινοι θεσμοί όπως η αγορά δεν είναι δεκτικοί σχεδιασμού αλλά αυτορρυθμίζονται. Γι’ αυτό, ο βέλτιστος τρόπος για να λειτουργήσει η οικονομία είναι να αφεθούν τελείως ελεύθεροι οι καταναλωτές να στέλνουν μέσω των ελευθέρως διαμορφουμένων τιμών τα προτιμησιακά τους μηνύματα στους παραγωγούς με αποτέλεσμα κεφάλαιο και εργασία να συρρέουν στις πιο παραγωγικές λειτουργίες. Η λογική της αοράτου χειρός που απορρίπτει τον σχεδιασμό και ευνοεί την ελεύθερη ανάπτυξη των θεσμών είναι γενικής εφαρμογής. Γιατί να μην αφορά και τους εκπαιδευτικούς θεσμούς; Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια αλλάζουν όσο αλλάζει η κοινωνία και το επιστητόν. Καμία αρχή, κανένα υπουργείο δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει εκ των προτέρων τι ανακαλύψεις θα γίνουν, τι λογοτεχνικά έργα θα γραφούν και πώς θα εξελιχθούν οι γλώσσες, η τέχνη και τα μαθηματικά. Το απλούστερο είναι, λοιπόν, και εδώ να αφεθούν οι εκπαιδευτικοί θεσμοί να αναπτυχθούν ελευθέρως, αυθορμήτως και πλουραλιστικώς, έτσι ώστε να διευρυνθεί το φάσμα επιλογής για τις οικογένειες και να εξυπηρετούνται άριστα όλες οι ποικίλες διάνοιες, τάσεις, κλίσεις, ιδιοφυίες, επιθυμίες και φιλοδοξίες στα παιδιά. Η φιλελεύθερη τάση είναι να απαιτείται όλο και λιγότερο από το μαθητή να προσαρμόζεται στο ίδρυμα, όλο και περισσότερο να μπορεί να διαλέγει το ίδρυμα που του ταιριάζει ή ίσως τα μαθήματα από διάφορα ιδρύματα που του ταιριάζουν για να μιλήσουμε με όρους του 21ου αιώνα. Όπως δεν είναι νοητό να επιβάλλεται σε μια ελεύθερη κοινωνία ένα μόνο είδος καφενείου, σωματείου, κινηματογράφου, θεάτρου, τράπεζας ή καταστήματος νεωτερισμών έτσι δεν είναι νοητό να επιβάλλεται ένα και μοναδικό είδος εκπαιδευτικού ιδρύματος που θα διδάσκει τα ίδια πράγματα και με ομοιόμορφο τρόπο σε όλους. Κανένας δεν ζητάει από τις εκπαιδευτικές αρχές να προβλέψουν για το κάθε άτομο ένα ίδρυμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του· απλώς να επιτρέψουν την διαμόρφωση των εκπαιδευτικών θεσμών υπό την πίεση των καταναλωτών και με το μηχανισμό της αοράτου χειρός των προτιμήσεων. Ο φυσικός πλουραλισμός σε μια ελεύθερη κοινωνία οδηγεί σε θεσμικό πλουραλισμό. Νομοσχέδια —όπως του Κοντογιαννόπουλου το 1989— που ρυθμίζουν ως και τις διαδικασίες αναδείξεως μαθητικών συμβουλίων από τη Φλώρινα ως την Κυπαρισσία, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον φιλελευθερισμό.

Η αποκρατικοποίηση της εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην περισσότερα ιδιωτικά σχολεία, αφού και τα υπάρχοντα ιδιωτικά ποδηγετούνται κατά ασφυκτικό τρόπο από το Υπουργείο. Αυτό που σημαίνει κατ’ αρχήν, είναι λιγότερη παρέμβαση του κράτους σε όλα τα σχολεία αλλά όχι λιγότερη χρηματοδότηση. Ο πρόεδρος, τότε, του ΣΕΒ Παπαλεξόπουλος σε μια συνέντευξη του στη Συλβάνα Ράπτη («Βήμα», 10.10.87) ανέφερε μια περίπτωση όπου ιδιωτικά σχολεία ζήτησαν να εμπλουτί¬σουν το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα με κομπιούτερ και το υπουργείο απέρριψε το αίτημα με το αιτιολογικό ότι έτσι θα υπήρχε «αθέμιτος ανταγωνισμός». Προφανώς το θεμιτό είναι να μην ξεχωρίζει κανένα σχολείο, να μην διαφοροποιείται κανένα ίδρυμα, υπό την παρότρυνση της ζήτησης και να βγαίνουν όλοι από όλα τα ελληνικά σχολεία έχοντας διδαχθεί ακριβώς τα ίδια για τους κομπιούτερ : Τίποτε. Η κρατική εκπαίδευση δεν μένει βέβαια και αυτή αναλλοίωτη. Εάν μια νέα πλειοψηφία εκλογέων αναδείξει μια άλλη κυβέρνηση που θα διορίσει έναν άλλο υπουργό παιδείας ο οποίος θα εφαρμόσει μιαν άλλη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος μετά από «ουσιαστικό διάλογο» με την ΟΛΜΕ, τη Διδασκαλική Ομοσπονδία, την αντιπολίτευση, τις εφημερίδες και τους μανδαρίνους του υπουργείου, τότε θα επιβληθεί (όχι απλώς θα επιτραπεί) η διδασκαλία της πληροφορικής σε όλους τους μαθητές δημοσίων και ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, από τη Μακεδονία ως το Ταίναρο, τα οποία θα έχουν προηγουμένως εφοδιαστεί με τα κατά —κατά την κρίση των αρμοδίων— κατάλληλα μηχανήματα (όλα τα ίδια). Πολύ απλού¬στερο θα ήταν να εξασφαλίζει απλώς το κράτος ένα βασικό πρόγραμμα απαραίτητων γνώσεων, αφήνοντας το κάθε σχολείο να λειτουργεί και αυτό ως πολυκατάστημα για όλα τα γούστα. Εις ό,τι αφορά το «λεπτόν θέμα» της πληρωμής για τις καινοτομίες, γοητευτικότατη είναι η πρόταση του Φρήντμαν για «εκπαιδευτικό κουπόνι».

Η ιδέα έχει μιαν όντως ελκυστική απλότητα. Κάθε οικογένεια παίρνει από το κράτος εκπαιδευτικά κουπόνια με τα οποία αγοράζει την εκπαίδευση που θέλει από όποιο ίδρυμα θέλει για τα παιδιά της, προσθέτοντας, εάν το επιθυμεί, και τη δική της χρηματική συμβολή. Εισάγεται έτσι το στοιχείο του ανταγωνισμού των ιδρυμάτων και στην ουσία ιδιωτικοποιείται η εκπαίδευση, μόνο που οι πελάτες θα την αγοράζουν με δημόσιο «εκπαιδευτικό χρήμα», κουπόνια δηλαδή που λειτουργούν ως τραπεζογραμμάτια, μόνο για την αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Περιέργως, το ισχυρότερο επιχείρημα κατά των κουπονιών υπήρξε οικονομικό αλλά επαίσχυντο: Σήμερα, το 7% του πληθυσμού στην Αγγλία έχει επιλέξει την πανάκριβη ιδιωτική εκπαίδευση, έχοντας απαλλάξει το κράτος τελείως από κάθε εκπαιδευτική δαπάνη για τα παδιά του. Όλοι αυτοί οι γονείς, ωστόσο, θα διεκδικούσαν και αυτοί τα κουπόνια τους,: αυξάνοντας έτσι απότομα το σχετικό κονδύλι του προϋπολογισμού. Εφόσον όμως οι περισσότεροι γονείς επιθυμούν την αρίστη εκπαίδευση για τα παιδιά τους —αναρωτιέται ο Φρήντμαν— και εφόσον οι δάσκαλοι λένε ότι επιθυμούν να τη χορηγήσουν, γιατί να μην αποκατασταθεί απευθείας επαφή μεταξύ τους, αλλά να πρέπει να μεσολαβεί το κράτος που οργανώνει το εκπαιδευ¬τικό σύστημα, προσλαμβάνει δασκάλους, εκπονεί πρόγραμμα και εποπτεύει της τηρή¬σεως του; Σε οποιαδήποτε καλώς λειτουργούσα αγορά οι ανταλλαγές γίνονται διμερώς και όχι τριγωνικώς δια παρενθέτου οργανισμού ή κράτους. Το κουπόνι επιτρέπει σε κάθε οικογένεια να αγοράζει την εκπαίδευση που θέλει και δη από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που προτιμά χωρίς να πληρώνει γι’ αυτήν από την τσέπη της.

Η μέθοδος των κουπονιών θα ήταν ρηξικέλευθη κατά τούτο: θα διοχέτευε κρατικούς πόρους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα δια του διαύλου των γονέων και όχι του υπουργείου. Τούτο θα καταργούσε αυτοστιγμεί όλους τους μεσάζοντες δημοσίους υπαλλήλους και δημοσίους εκπαιδευτικούς λειτουργούς. Όταν στην Αγγλία ξαναήρθε το θέμα στην επιφάνεια τον Σεπτέμβριο του 1990, το Εργατικό Κόμμα επέκρινε την ιδέα των κουπονιών ως μέθοδο δαπανηρή, γραφειοκρατική και «διαιρετική» (“Times”, 19.10.90) υπό την έννοια ότι θα οδηγήσει σε ταξικά σχολεία που θα διέφεραν πολύ το ένα από το άλλο. Η παρατήρηση ευσταθεί. Με ένα τέτοιο σύστημα θα εισήγετο όντως ο «διαιρετικός» ανταγωνισμός στο σχολικό σύστημα. Τα καλά σχολεία —δηλαδή τα δημοφιλή— θα ευδοκιμούσαν, τα άλλα θα φυτοζωούσαν, θα έκλειναν ή θα φρόντιζαν να εκσυγχρονισθούν. Η κυβέρνηση της Θάτσερ δεν προχώρησε τελικώς στην υιοθέτηση του συστήματος των κουπονιών αλλά θέσπισε κάτι που το πλησιάζει αρκετά. Ψήφισε έτσι ένα νόμο βάσει του οποίου οι γονείς μπορούν να διαλέξουν όποιο κρατικό σχολείο θέλουν για τα παιδιά τους, ενώ η κυβέρνηση θα χρηματοδοτεί κάθε σχολείο ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών που προσελκύει. Έτσι, ο κάθε μαθητής φέρνει μαζί του ένα ποσό κρατικού χρήματος στο σχολείο που πηγαίνει και το αφαιρεί όταν φεύγει και διαλέγει άλλο. Εισάγεται έτσι ένα ευεργετικό στοιχείο επιλογής. Την ιδέα των κουπονιών και μάλιστα με το εξελληνισμένο αγγλικό όνομα «βάουτσερ» (voucher) πρόβαλε στην Ελλάδα στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ο εκπαιδευτικός Σαράντος Καργάκος, σε άρθρο του της 28.3.91.

Ανεξαρτήτως συγκεκριμένων μεθοδεύσεων, ωστόσο, θα ήταν δυνατόν να φανταστεί κανείς και για την Ελλάδα ένα σύστημα μικτής χρηματοδοτήσεως, δημοσίας και ιδωτικής, που θα επέτρεπε σε ορισμένα σχολεία να προσφέρουν το καθένα κάτι παραπάνω (μουσική, ζωγραφική, θεατρική παιδεία, ξένες γλώσσες) ανάλογα με τη ζήτηση και κατά την κρίση του. Τούτο θα οδηγούσε σε διαφοροποίηση των σχολείων που θα έπρεπε, βεβαίως, να έχουν πλήρη αυτονομία σε θέματα προσλήψεως προσωπικού και ωρολογίου προγράμματος σε στενή συνεργασία με τον οικείο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Το κράτος θα επέβαλλε απλώς ένα βασικό πρόγραμμα, θα πρόσφερε χρήμα και εποπτεία. Η εξειδίκευση και διαφοροποίηση των σχολείων θα τους προσέδιδε χαρακτήρα, όνομα, προσωπικότητα, φήμη, προφίλ και θα προσέλκυε ενδεχομένως δωρεές από ευεργέτες όπως γινόταν άλλοτε, τοπικούς επιχειρηματίες, ευγνώμονες γονείς και παλαιούς μαθητές. Έτσι, εάν φθάσει κάποτε η εποχή να περιληφθεί η πληροφορική στο βασικό πρόγραμμα, δηλαδή στα υποχρεωτικά μαθήματα, θα υπάρχει έτοιμη πείρα από τα πρωτοπόρα σχολεία που θα την έχουν εισαγάγει από καιρό. Εάν το κράτος ήθελε οπωσδήποτε να βοηθήσει την προσπάθεια, θα μπορούσε να ρυθμίσει τα πράγματα έτσι ώστε η δαπάνη για τα εκπαιδευτικά «έξτρα» να εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα ενθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτό τους γονείς να συμπληρώνουν από την τσέπη τους το αναγκαίο ποσό για την αρίστη εκπαίδευση της απογονής τους. Ίσως έτσι έφτανε κάποτε να εξαρτάται η εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων περισσότερο από τις επιλογές των χρηστών, δηλαδή των γονέων, παρά από τις αποφάσεις του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Προσοχή χρειάζεται, ωστόσο, στην εκπαίδευση ως προς το «ηθικώς ζην» διότι τούτο θα κινδύνευε να οδηγήσει σε μιαν επίσημη κρατική ηθική. Ο Παπαγιαννάκης της ΕΑΡ θα ήθελε λιγότερα ή ίσως και καθόλου θρησκευτικά στο σχολείο, όπως εξήγησε σε μια συνέντευξη του στην «Μεσημβρινή» (28.4.86). Άλλοι θα ήθελαν ίσως περισσότερα θρησκευτικά ή άλλη θρησκεία, περισσότερο (ή λιγότερο) μαρξισμό, ή αρχαία ή ξένες γλώσσες. Ο σχολικός πλουραλισμός θα διηύρυνε το φάσμα της επιλογής. Το γεγονός ότι σήμερα τα σχολεία λειτουργούν ως οιονεί στρατιωτικές μονάδες, δηλαδή ομοιομόρφως, οφείλεται στο ότι τα έχουμε εμπιστευθεί στους πολιτικούς, οι οποίοι μόνον ομοιόμορφες πολιτικές μπορούν να εφαρμόσουν και παρασύρονται έτσι να αποφασίζουν, ακόμη και για την πρωινή προσευχή και την κοντή φούστα. Για τους προικισμένους απόρους, ένα σύστημα υποτροφιών θα πρόσφερε εκπαιδευτικές ευκαιρίες που σήμερα δεν έχει κανένας από όσους είναι φυλακισμένοι στη μετριότητα της μιας και μόνης κρατικής εκπαιδευτικής συνταγής. Οι σοσιαλιστές ξεκίνησαν από την αρχή ότι είναι «άδικο» να επιτρέπεται στις εύπορες οικογένειες να μορφώνουν τους γόνους τους με τα δικά τους μέσα και κατέληξαν στην πρακτική να μην επιτρέπουν ούτε στους γόνους των εύπορων να μορφώνονται με τα δικά τους μέσα.

Τα μόνα εκπαιδευτήρια που λειτουργούν σήμερα με βάση τις επιταγές μιας ειδικής αγοράς, αυτής που αντιπροσωπεύουν οι εκατοντάδες χιλιάδες υποψήφιοι για τα ΑΕΙ, είναι τα φροντιστήρια. Το κριτήριο επιτυχίας στις εισαγωγικές είναι μονομερές και περιορισμένο, αλλά είναι τουλάχιστον αντικειμενικό. Η αόρατος χειρ λειτούργησε με τόσο παραδειγματικό τρόπο, αναδεικνύοντας τα εξ αυτών «αποτελεσματικά» και οδηγώντας τα άλλα στο κλείσιμο, ώστε ο εκπαιδευτικός Σαράντος Καργάκος να φθάσει να διακηρύξει ότι «ο πιο επιτυχημένος παιδευτικός μηχανισμός είναι το φροντιστήριο» («Οικονομικός Ταχυδρόμος», 28.3.91) και να ζητήσει να «λυκειοποιηθεί το φροντιστήριο» διότι «το σημερινό σχολείο είναι χαμένος κόπος, χαμένα λεφτά που παράγει χαλασμένα μυαλά».
Εάν όμως για τα δημόσια σχολεία υπάρχουν υποκατάστατα (ορισμένα τολμηρά ιδιωτικά και βεβαίως τα φροντιστήρια για τον ειδικό σκοπό που υπηρετούν) τα ΑΕΙ στην Ελλάδα δεν κινδυνεύουν από ανταγωνιστές. Αρχή τους δεν είναι το «αιέν αριστεύειν» αλλά το «αιέν αποφοιτείν» διότι η επιθυμία των περισσοτέρων που προσέρχονται σε αυτά δεν είναι να αποκτήσουν γνώσεις αλλά πτυχίο, δηλαδή εισιτήριο διορισμού στο δημόσιο. Οι λίγοι διδάσκοντες που θέλουν να διδάξουν και να ερευνήσουν, δυσκολεύονται να συναντηθούν μέσα στους χαοτικούς πανεπιστημιακούς χώρους με τους λίγους έστω, φοιτητές που θέλουν να διδαχθούν και να μάθουν. Η πτυχιοθηρία οδηγεί έτσι σε απαξίωση του πτυχίου με μια διαδικασία που θυμίζει πληθωρισμό. Η κατάσταση διαιωνίζεται διότι τα ΑΕΙ είναι απροσπέλαστα στα μηνύματα της αγοράς. Η αόρατος χειρ σταματά έξω από την πύλη τους. Το Κράτος που απορροφά τους πτυχιούχους και για το οποίο αυτοί κυρίως ενδιαφέρονται, δεν μεριμνά ως γνωστόν ούτε για την ποιότητα, ούτε για την αξιοκρατία. Η κρατική εκπαίδευση αναπαράγει έτσι τον κρατικισμό. Εάν ελευθερωνόταν ξαφνικά η τριτοβάθμια εκπαίδευση και μπορούσε ο καθένας, περίπου, να ανοίξει πανεπιστήμιο όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ θα πλήθαιναν ίσως στην αρχή τα άχρηστα πτυχία αλλά θα υπήρχε τρόπος να διακριθούν από τα χρήσιμα. Τα ΑΕΙ που θα ήθελαν να αναδειχθούν σε αυτόν τον ανταγωνισμό θα ήσαν πλέον υποχρεωμένα να «βγάλουν καλό όνομα» και να δημιουργήσουν τους κατάλληλους εισαγωγικούς ηθμούς είτε με εξιδιασμένες εισαγωγικές εξετάσεις είτε με συνέντευξη είτε βάσει των βαθμών του απολυτηρίου είτε με συνδυασμό των ανωτέρω. Θα σταματούσε έτσι και η ετήσια δοκιμασία των πανελλαδικών εξετάσεων, διότι το κάθε ΑΕΙ θα είχε τους δικούς του όρους εισαγωγής φοιτητών σε άλλοτε άλλη χρονική στιγμή.

Η πραγματική αποκρατικοποίηση των ΑΕΙ, κατά προτίμηση με κατάργηση και όχι επανερμηνεία της παραγράφου 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, θα έλυνε και τα προβλήματα που δημιουργούν οι «φοιτητικοί αγώνες». Σε περίπτωση γενικευμένης αναταραχής, οι διαμαρτυρόμενοι θα έπαιρναν και την ευθύνη κλεισίματος του ιδρύματος, ακριβώς όπως οι απεργούντες εργάτες γνωρίζουν ότι μπορούν να οδηγήσουν σε χρεωκοποία την ιδιωτική επιχείρηση με την απεργία τους. Για να συμβεί τούτο στα ΑΕΙ θα πρέπει ωστόσο να καταργηθεί το αίσχος της δωρεάν πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως. Σε αντίθεση με τις δύο πρώτες βαθμίδες η τριτοβάθμια εκπαίδευση δίδεται σε ενηλίκους που προσδοκούν να αποκομίσουν οφέλη από αυτήν. Βάσει ποιας λογικής πρέπει να τους επιδοτούν σε αυτή την επιδίωξη οι Έλληνες φορολογούμενοι που στερούνται στη συντριπτική τους πλειοψηφία πανεπιστημιακού πτυχίου και ανήκουν στο στρώμα των μισθωτών; Ένα σύστημα υποτροφιών θα επέτρεπε στους επιτυχόντες που είναι αποδεδειγμένα ενδεείς να απαλλάσσονται της υποχρεώσεως καταβολής διδάκτρων. Χρήματα θα περισσέψουν άλλωστε πολλά όταν η τεράστια μάζα των σημερινών εύπορων τζαμπατζήδων αναγκασθεί να πληρώσει για τις σπουδές της. Αν μειωθεί έτσι ο αριθμός των φοιτούντων και κλείσουν μερικά άχρηστα ιδρύματα δεν θα υπάρξει ζημιά από την επανεισαγωγή διδάκτρων και την αποκρατικοποίηση αλλά όφελος. Η εκπαίδευση, όπως και οι οικονομία, οδηγείται σε αδιέξοδο όταν το επίκεντρο της παύσει να είναι το άτομο και μπει ο θεσμός, ο κρατικός θεσμός. Τα ίδια προβλήματα γεννιούνται και στις κοινωνικές ασφαλίσεις όταν παραγνωρίζεται το πρωτείο του ατόμου, δηλαδή το πρωτείο του ασφαλισμένου.

Κοινωνικές ασφαλίσεις: Αλληλεγγύη εργαζομένων με απομάχους.

Η θεσμοθετημένη κοινωνική αλληλεγγύη προϋποθέτει μεταφορά πόρων, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει ύπαρξη πόρων. Ο αδέκαρος καλός Σαμαρείτης μόνο λόγια παρηγοριάς μπορεί να προσφέρει. Ωστόσο, ο έστω και μετρίου εισοδήματος καλός Σαμαρείτης δεν μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικώς, μόνος αυτός όλους τους κατοί¬κους της Ιουδαίας και της Σαμάρειας. Στην Ελλάδα, το σύστημα των κοινωνικών ασφαλί¬σεων οδηγήθηκε κατά τη δεκαετία του ’80στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, διότι το κράτος πολλαπλασίασε τους «δικαιούχους» και εξανέμισε τους πόρους. Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ανέπτυξε στις 22.7.90 στη συζήτηση του με τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης Α. Παπανδρέου και Χ. Φλωράκη το πρόβλημα του ελλείμματος των ασφαλιστικών ταμείων που το 1990 έφθανε τα 980 δισ. δραχμών από 44 δισ. που ήταν το 1981 («Ελ. Τύπος», 23.7.90). Εάν τα τεράστια ποσά που διαχειρίζονται οι κρατικοί οργανισμοί κοινωνικών ασφαλίσεων ήσαν σε ιδιωτικά χέρια η «εξυγίανση» για την οποία όλοι κόπτονται θα γινόταν αυτομάτως και απλούστατα. Η ιδιωτική εταιρεία δεν θα έβγαζε αναπήρους το 25% των αγροτών και το 40% των συνταξιούχων του ΙΚΑ, όπως κατήγγειλε στη Βουλή ο Στέφανος Μάνος ήδη από το καλοκαίρι του 1987, και δεν θα χορηγούσε αγροτικές συντάξεις «μαϊμούδες» που κοστίζουν στο δημόσιο 2,1 δισ. το μήνα, όπως δήλωσε ο υπουργός Γεωργίας Μ. Παπακωνσταντίνου (εφημερίδες 8.1.91) ούτε θα έδινε «συντάξεις» σε 300 χιλιάδες επιζώντες «αντιστασιακούς», πράγμα που καθιστά ιστορικώς ανεξήγητο πώς άντεξαν οι δυνάμεις κατοχής τόσα χρόνια σε αυτόν τον τόπο. Μια ιδιωτική εταιρεία δεν θα άφηνε ποτέ τα «συναλλαγματικά αποθέματα του NAT κατατε¬θειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος με επιτόκιο 0.75%» όπως κατήγγειλε ο Α. Πεπελάσης με άρθρο του στο «Βήμα» της 21.7.90, ούτε θα ίδρυε ταμεία που λειτουργούν για τους υπαλλήλους τους. Έτσι, π.χ. το Ταμείο Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, όπως απεκάλυψε το «Βήμα» (15.9.90) «εξυπηρετεί» 12 συνταξιούχους αλλά στελεχώνεται από 32 διοικητικούς υπαλλήλους. Το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Προνοίας Λιμενεργατών έχει 21 ασφαλισμένους και 25 συνταξιούχους. Ανάλογοι παραλογισμοί υπάρχουν σε όλα τα ταμεία. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν θα άντεχαν σε τέτοιες σπατάλες. Θα έκλειναν. Όσες επιζούσαν θα προσέφεραν ασφάλιση με όρους της αγοράς.

Η αιτία του κακού είναι ότι το κράτος με την παρέμβασή του νοθεύει τον σκοπό του συστήματος που είναι η αρίστη δυνατή κοινωνική ασφάλιση εκείνων που τη δικαιούνται με το μικρότερο δυνατό κόστους για αυτούς που πληρώνουν τις εισφορές. Όταν ως δικαιούχοι βαφτίζονται οι ημέτεροι και ως υπάλληλοι στα Ταμεία διορίζονται σμήνη κηφήνων, κάθε αναλογιστικός υπολογισμός, δηλαδή κάθε στατιστικός υπολογισμός των ασφαλίστρων που είναι απαραίτητα για την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου, καταργείται αυτομάτως. Τι εισφορές πρέπει να ζητήσει ο ασφαλιστικός οργανισμός από εργαζομένους και εργοδότες που να καλύπτουν, όχι απλώς τον κίνδυνο αναπηρίας αλλά την βεβαιότητα του ρουσφετιού; Η πλήρης καταστροφή της έννοιας της ανταποδοτικότητας, της εξάρτησης δηλαδή των παροχών από εισφορές, καταργεί την ίδια την κοινωνική ασφάλιση. Είναι όντως εκπληκτικό ότι μπροστά σε ένα τέτοιο χείμαρρο αποδεικτικών στοιχείων ο Ζαχαρέας βρίσκει το θάρρος να γράψει ότι: «Το ανταποδοτικό σύστημα των ασφαλίσεων… προσβάλλει τον άνθρωπο και υποβαθμίζει την κοινωνική προστασία…» (Αναζητώντας την Αριστερά, σελ. 146). Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα όπως διεκήρυξε ο Φρήντμαν, όλα πληρώνονται στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων όπως και παντού αλλού. Τα ταμεία είναι στην ουσία οργανισμοί διαχειρίσεως πόρων που εξαρτώνται από τις εισφορές των ασφαλισμένων. Λόγος υπάρξεώς τους είναι να συντονίζουν την αλληλεγγύη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Όταν μετατρέπονται σε πρυτανεία ημετέρων καταργούν την αλληλεγγύη στη θεωρία, στην πράξη και στη λειτουργία τους. Το επίδομα ανεργίας είναι βοήθεια για ανακατάρτιση και απόκτηση προσόντων που απαιτεί η αγορά. Εάν δίδεται χαριστικώς σε ανθρώπους που εργάζονται κρυφά αλλού ή παραοικονομούν μετατρέπεται απλώς σε λεία και νοθεύει το σύστημα υπονομεύοντας το.

Εξηγώντας την αρχή της ανταποδοτικότητας, η έκθεση Αγγελόπουλου σημειώνει τα εξής αυτονόητα: «Προφανώς κανένα ταμείο δεν αντέχει την οποιαδήποτε διεύρυνση των ασφαλισμένων του ή της ασφάλισης τους χωρίς αντίστοιχη διεύρυνση των πόρων». Στην Ελλάδα, ενώ οι παροχές διευρύνθηκαν με απόφαση των πολιτικών που ελέγχουν τα ταμεία, οι πόροι όχι μόνον δεν τις παρακολούθησαν αλλά και συρρικνώθηκαν με τη συστηματική εισφοροδιαφυγή στην οποία πρωταγωνίστησαν οι Δημόσιες Υπηρεσίες και Οργανισμοί. Στις παροχές που παίρνουν σήμερα οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ, το ποσοστό της εισφοράς είναι ασήμαντο. Στην ουσία, πληρώνει για όλα το κράτος. Παρ’όλα αυτά, τα αιτήματα για όλο και περισσότερες παροχές —ενώ οι εισφορές όλο και ελαττώνονται— συνοδεύονται από το λαϊκιστικό σύνθημα «έχουμε πληρώσει για αυτά». Τούτο όμως θα ήταν λάθος, ακόμη και αν οι συντάξεις καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από εισφορές. Όπως είναι γνωστό, οι συνταξιούχοι αντλούν το εισόδημα τους από τις κρατήσεις των εν ενεργεία συναδέλφων τους —τις οποίες διαχειρίζονται με άλλοτε άλλο βαθμό επιτυχίας τα ταμεία— όχι από τις παλαιές δικές τους εισφορές. Το ανταποδοτικό σύστημα βασίζεται αποκλειστικώς και μόνο στην αλληλεγγύη των σημερινών προς τους χθεσινούς εργαζομένους. Όταν οι εν ενεργεία λιγοστέψουν όπως συμβαίνει στο NAT, ενώ το ταμείο έχει στο μεταξύ φορτωθεί με μη-δικαιούχους (το ένα τρίτο των συνταξιού¬χων του NAT δεν είναι καν ναυτικοί λέει ο Γιάννης Μαρίνος στον Ο.Τ. της 15.2.90) η χρεωκοπία είναι επί θύραις. Η γήρανση του πληθυσμού έχει φθάσει να απειλεί ακόμη και τα ταμεία της πάμπλουτης Γερμανίας. Εάν οι συνταξιούχοι «είχαν πληρώσει» για τη σύνταξη τους στα νιάτα τους, δεν θα κινδύνευαν από τις δημογραφικές εξελίξεις όπως δεν θα κινδύνευε κάποιος που έχει βάλει τα λεφτά του στην τράπεζα από τη μείωση του αριθμού των άλλων καταθετών.

Όταν σ’ αυτήν την αντικειμενική συρρίκνωση των πόρων προστίθενται, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, οι μόνιμες πληγές της κρατικιστικής διαχείρισης, δηλαδή πλεονάζον προσωπικό, κακοδιοίκηση, κακή αξιοποίηση της περιουσίας των ταμείων και ρουσφέτι, τότε θα φθάσει η στιγμή της αλήθειας όπου η εξυγίανση του συστήματος θα γίνει —κυριολεκτικώς— επί πτωμάτων. Στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου, οι σταθμοί πρώτων βοηθειών δεν ησχολούντο με όσους είχαν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους διότι εθεωρείτο ότι η περίθαλψη τους επεβάρυνε το σύνολο με περιττές δαπάνες, αφού οι άνθρωποι αυτοί δεν παρήγαν εισόδημα αλλά απλώς κατανάλωναν συντάξεις. Όσο γρηγορότερα πέθαιναν στα σπίτια τους τόσο το καλύτερο. Στην Ελλάδα, όπου δεν έλειψαν οι Αχιλλείς αλλά έχουν πάντοτε μεγάλη πέραση οι Νέστορες (Καραμανλής, Φλωράκης, Κύρκος, Ζολώτας, Φαράκος κ.ά., έχουν όλοι υπερβεί την συντάξιμη ηλικία), δεν κινδυ¬νεύει ακόμη η μακροβιότης ουδενός, απλώς χρεωκοπούν τα ταμεία. Στα πιο πλούσια, τα πιο εύρρωστα εξ αυτών —τα οποία πρωτοστάτησαν στις απεργίες κατά του ασφαλιστικού νομοσχεδίου της κυβερνήσεως της Ν.Δ. τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1990— μειώθηκαν μέχρι καταργήσεως αυτές καθεαυτές οι εισφορές, έτσι για να απλοποιηθούν γενικώς τα πράγματα. Όπως αναφέρει ο Κολμέρ «στην Αγροτική Τράπεζα η εισφορά του εργαζομένου είναι μηδέν, ενώ στην Εθνική Τράπεζα οι εργαζόμενοι καταβάλλουν περίπου 1 δισ. και το ίδρυμα 16,6 δισ. δραχμών για το ασφαλιστικό τους ταμείο…» («Μεσημβρινή», 18.9.90).

Το κρατικό μονοπώλιο στις κοινωνικές ασφαλίσεις υπήρξε —πανθομολογουμένως σήμερα— σπάταλο και οδήγησε σε ένα σύστημα όπου οι παροχές αποσυνδέθηκαν από τις εισφορές και οι εισφορές από τους κινδύνους. Έτσι είναι αδύνατον να αυξηθούν οι παροχές και αδύνατον να μείνουν στο σημερινό επίπεδο οι εισφορές, χωρίς να καταρρεύσει το σύνολο σύστημα. Θα πρέπει για μεγάλο χρονικό διάστημα οι εισφορές να αυξηθούν και οι παροχές να μείνουν στάσιμες έως ότου εξισορροπηθούν οι εισροές-εκροές στο σύστημα. Ίσως να ωφελούσε εδώ και η εισαγωγή ενός κοινωνικού προϋπολογισμού, χωριστού από τον τακτικό, ο οποίος θα αποτύπωνε με ενάργεια το κόστος της θεσμοποιημένης αλληλεγγύης (περίθαλψη, συντάξεις, επιδόματα, εκπαίδευση). Τα κοινωνικά υπουργεία θα γνώριζαν έτσι τα όρια του προϋπολογισμού τους τα οποία δεν θα είχαν δικαίωμα να υπερβαίνουν. Κάθε πίεση για αύξηση παροχών θα έπρεπε τότε πια να συνοδεύεται με προτάσεις εξευρέσεως νέων πόρων ή περικοπής παλαιών δαπανών.

Το λυσιτελέστερο πάντως είναι να αποσυρθεί το κράτος από τη χορήγηση των κοινωνικών υπηρεσιών αυτών καθ’ εαυτών ώστε να μην έχει τον πειρασμό των διορισμών και να αναθέσει τη λειτουργία του συστήματος σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες οι οποίες θα μπορούσαν να αναλάβουν —με μικρό ποσοστό του σημερινού κόστους— να ασφαλίζουν, με το αζημίωτο, τους πολίτες με τη χρηματοδότηση του κράτους και υπό την εποπτεία του. Έτσι, το σημερινό σύστημα παροχών μέσω καταχρεωμένων δημοσίων οργανισμών που έχουν γίνει καταφύγιο «ημετέρων» και άντρα σπατάλης, θα μπορούσε να αντικατα¬σταθεί προοδευτικά από ένα σύστημα με πολλαπλούς ιδιωτικούς φορείς, όπου ο δεσμός εισφοράς με παροχή θα αποκατασταθεί και πάλι, όπου ο αναλογιστικός υπολογισμός κινδύνων θα είναι και πάλι εφικτός και όπου η πίεση για αυξημένες παροχές χωρίς παράλληλη αύξηση των εισφορών θα εξαφανισθεί διότι το κράτος θα έχει χάσει πια κάθε αρμοδιότητα επί του θέματος. Όταν το αίτημα κάποιου να χαρακτηρισθεί ανάπηρος για να πάρει μεγαλύτερη σύνταξη αρχίσει να ηχεί τόσο τρελό όσο θα ηχούσε το αίτημα κάποιου που δεν κέρδισε το Εθνικό Λαχείο να του δοθεί μερίδιο από τα κέρδη των τυχερών τότε θα έχουν μπει οι κοινωνικές ασφαλίσεις στην Ελλάδα στην οδό της εξυγίανσης. Εάν όμως η θεσμοθετημένη αλληλεγγύη εργαζομένων προς απομάχους πάσχει, η αλληλεγγύη υγιών προς ασθενείς δεν υγιαίνει καθόλου.

Περίθαλψη: Αλληλεγγύη υγιών με ασθενείς.

Η υγεία δεν πρέπει να νοείται πλέον ως συνέπεια αποτελεσματικής καταπολεμήσεως της νόσου. Στην ΕΟΚ, η Ιρλανδία δαπανά το μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της στην περίθαλψη αλλά έχει από τα μικρότερα προσδόκιμα επιβιώσεως (71,6 χρόνια οι άνδρες και 78,2 χρόνια οι γυναίκες) όπως γράφουν οι “Times” της 5.6.91. Η Ελλάδα διαθέτει το μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ σε δαπάνες περίθαλψης αλλά οι Έλληνες είναι σαφώς οι μακροβιότεροι Ευρωπαίοι (73,8 χρόνια οι άνδρες και 81,3 οι γυναίκες). Τούτο είναι αρκετά αξιοσημείωτο διότι στις επίσημες ελληνικές στατιστικές, το 30% των συνταξιού¬χων εμφανίζονται ανάπηροι το 25% των αγροτών ανάπηροι ή παραπληγικοί, το 50% των εργαζομένων ασκούν «βαρέα ή ανθυγιεινά επαγγέλματα», ενώ χιλιάδες φοιτητές ζητούν κάθε χρόνο μετεγγραφές στα ελληνικά ΑΕΙ «για λόγους υγείας», όπως επισημαίνει ο δηκτικός Κριτόβουλος του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» (20.12.90).

Σήμερα που έχουν εξαλειφθεί τα περισσότερα νοσήματα οφειλόμενα σε εξωγενή παθογόνα αίτια, η υγεία εξαρτάται λιγότερο από το επίπεδο της περίθαλψης και περισσότερο από το κλίμα, τη διατροφή χωρίς λίπη και την αποχή από οινόπνευμα και επικίνδυνες δραστηριότητες. Το πρόβλημα της περίθαλψης είναι ότι σε αυτόν τον τομέα η αόρατος χειρ δεν λειτουργεί αποτελεσματικά ως άριστος ρυθμιστής παροχής ιατρικών υπηρεσιών όπως λειτουργεί, π.χ. στην παροχή των τραπεζικών, ψυχαγωγικών ή τουριστικών υπηρεσιών. Ο καταναλωτής, δηλαδή ο άρρωστος, δεν ξέρει πάντοτε τι ακριβώς χρειάζεται και πού μπορεί να το βρει με τον άριστο δυνατό συνδυασμό τιμής/ποιότητος. Οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν πότε έρχεται η στιγμή να αλλάξουν το αυτοκίνητο τους, χωρίς να τους το πει ο αντιπρόσωπος που τους το πούλησε, ξέρουν που θα πάνε διακοπές χωρίς να ρωτήσουν τον ξενοδόχο. Για να πάνε στο νοσοκομείο όμως, για να καταπιούν ακριβά φάρμακα ή να υποβληθούν σε περίπλοκες εγχειρήσεις, θα πρέπει να γνωματεύσουν άλλοι, οι γιατροί που δεν έχουν απλώς ευθύνη για την θεραπευτική αγωγή αλλά και όφελος από την εφαρμογή της.

Υπάρχει και μια άλλη σημαντική διαφορά της περίθαλψης από άλλες υπηρεσίες. Εάν εκτός από δωρεάν περίθαλψη το κράτος διέθετε πόρους για δωρεάν κούρεμα, δωρεάν τρόφιμα ή δωρεάν εισιτήρια κυκλοφορίας με λεωφορείο, η ζήτηση για αυτές τις υπηρεσίες θα έφτανε σύντομα σε κάποιο κορεσμό. Δεν έχει νόημα να κουρεύεται κανείς κάθε μέρα, δεν μπορεί κανείς να τρώει πέραν ενός ορίου ούτε να κυκλοφορεί αενάως με δημόσια μεταφορικά μέσα, χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Για να καταπιεί ακριβά φάρμακα, όμως, ή να υποβληθεί σε ακριβές θεραπείες δεν έχει ενδοιασμούς, εφόσον θα του το πει ο γιατρός, εφόσον ελπίζει ότι αυτό θα τον ωφελήσει και εφόσον δεν πληρώνει ο ίδιος. Δεν υπάρχει έτσι φυσικός κορεσμός στη ζήτηση ούτε μηχανισμός τιμών που να την χαλιναγωγεί. Η κατίσχυση της μαρξιστικής αρχής για την εποχή του κομμουνισμού «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» δεν χάνει τίποτε από τον παραλογισμό που τη διακρίνει, μόνο και μόνο διότι περιορίζεται στον τομέα της περίθαλψης. Οι νόμοι της αγοράς δεν παρακάμπτονται με περίσσεια φιλαλληλίας, καθώς η απεριόριστη ζήτηση και οι περιορισμένοι πόροι οδηγούν κάθε σύστημα σε αδιέξοδο. Η άποψη των κρατικοπαρεμβατικών ότι η περίθαλψη παραείναι σοβαρή υπόθεση ώστε να την εμπιστευθούμε στην αγορά, ηχεί ως μαύρο χιούμορ, ιδίως στην Ελλάδα, όπου το κράτος έχει χαντακώσει πλήθως «σοβαρές υποθέσεις». Γιατί να αποτελέσει εξαίρεση η περίθαλψη;

Προκύπτει έτσι ένα σοβαρό ιατροκοινωνικό ή μάλλον ιατροπολιτικό πρόβλημα. Όσο προχωρεί η ιατρική, τόσο μειώνεται η σημασία των νοσημάτων που επιδέχονται γρήγορη ίαση. Αντιθέτως, τα νοσήματα που σήμερα θερίζουν όπως ο καρκίνος, τα καρδιαγγειακά και το AIDS (για το οποίο το κόστος περίθαλψης από τη διάγνωση ως το θάνατο —ίαση δεν υπάρχει— έχει υπολογισθεί για την Ελλάδα σε 900.000 δρχ. ανά ασθενή για βραχεία 10ήμερη νοσηλεία και 2,5 εκατ. για 50ήμερη μακρά νοσηλεία όπως αποκαλύπτει η «Καθημερινή» της 23.9.90) περιέχουν ένα στοιχείο τρόπου διαβίωσης του ατόμου, διατροφής του και παρακολούθησης της υγείας του. Οι προσεκτικοί, οι εγκρα¬τείς, οι ασκούμενοι σωματικώς, οι μη-καπνιστές και οι μη-καταναλωτές οινοπνεύματος συμμετέχουν ως φορολογούμενοι εξίσου στα βάρη του συστήματος περίθαλψης με τους παχύσαρκους, τους μέθυσους, τους μεγάλους καπνιστές, τους ναρκομανείς και αυτούς που δεν παίρνουν προφυλάξεις στις ερωτικές τους σχέσεις. Στις ελεύθερες κοινωνίες, βέβαια, δεν υπαγορεύει κανείς στους πολίτες τη συμπεριφορά τους ούτε τίθενται εκ προοιμίου φραγμοί στις σπατάλες, τις ασωτείες ή τα χαρτοπαίγνια. Όμως, εάν η περίθαλψη ακολουθούσε την πρακτική των λοιπών ιδιωτικών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που θα εκαλούντο να πληρώσουν σε κάθε περίπτωση άτομα υψηλού κινδύνου θα ήσαν πολύ μεγαλύτερα από των άλλων, ακριβώς όπως οι απρόσεκτοι οδηγοί αυτοκινήτου πληρώνουν περισσότερα από εκείνους που δεν έχουν ατυχήματα στο παθητικό τους. Υπάρχει και η άποψη την οποία αναπτύσσει ο κ. Κολμέρ («Μεσημβρινή», 25.2.87), ότι η δωρεάν περίθαλψη δεν διαπαιδαγωγεί τους πολίτες να φροντίζουν τον εαυτό τους και την υγεία τους καθώς και να αποταμιεύουν γι’ αυτό το σκοπό, περιορίζοντας αντιστοίχως τις δαπάνες τους για αμφίεση, ψυχαγωγία και αγορά τετράτροχου.

Η λύση του προβλήματος της περίθαλψης πολιτών σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν είναι λοιπόν απλή. Τουλάχιστον όμως διαφαίνεται τι δεν πρέπει να γίνεται και ποιες αρχές πρέπει να πρυτανεύσουν ώστε το σύστημα να μην χρεωκοπήσει. Οι οπαδοί της κρατικής περίθαλψης αντιπαραθέτουν συνήθως τις δικές τους γενναιόφρονες και φιλάλληλες ιδέες στην ωμή κερδοσκοπική ιατρική και ενισχύουν την προπαγάνδα τους με ιστορίες φρίκης ετοιμοθάνατων που πετιούνται από ιδιωτικά νοσηλευτικά κέντρα στο δρόμο διότι οι οικογένειες δεν έχουν να πληρώσουν. Πρόκειται για υπεραπλουστεύσεις που συσκοτίζουν το πρόβλημα. Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει στο ίδιο επίπεδο, λέγοντας π.χ. ότι η δωρεάν περίθαλψη έχει κινδύνους και ότι μια ιδωτική κλινική στην οποία θα εκδηλωνόταν επιδημία σαλμονελλώσεως όπως αυτή που εκδηλώθηκε στον «Ευαγγελισμό» τον Μάιο του 1987 θα έκλεινε. Τα δημόσια νοσοκομεία όμως δεν κλείνουν βέβαια ποτέ, όσοι ασθενείς και αν αποθάνουν είτε εκ σαλμονελλώσεως είτε εξάλλου αποφευκτού νοσογόνου αιτίου. Πριν από κάθε συζήτηση, πάντως, για εισαγωγή ανταγωνισμού μεταξύ των νοσοκομείων και συμμετοχή των ασθενών στην ελεύθερη επιλογή γιατρού και ιδρύματος, θα πρέπει να διαλυθεί μια καθαρώς νεοελληνική παρεξήγηση. Επίκεντρο ενός οιουδήποτε συστήματος περιθάλψεως είναι οι άρρωστοι και κανένας άλλος.

Η φιλελεύθερη αρχή για το πρωτείο του ατόμου γενικώς, μεταφράζεται εδώ ως το πρωτείο του ασθενούς ειδικώς. Ο ασθενής ένα και μόνο σκοπό έχει: Να γίνει γρήγορα καλά. Όλα τα άλλα (γιατροί, κτήρια, φάρμακα, μηχανήματα, χειρουργεία) είναι μέσα. Το ΕΣΥ, ωστόσο, ασχολήθηκε αποκλειστικώς με τα μέσα και δη μόνο με τους γιατρούς. Οι ασθενείς ξεχάστηκαν ή μάλλον εγκλωβίστηκαν στην άποψη ότι φτάνει οι νοσοκομειακοί γιατροί να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως και να πληρώνονται καλύτερα από ό,τι προηγουμένως για να βελτιωθεί η περίθαλψη. Όπως διαπιστώνει με την συνήθη απομυθοποιητική του δεξιότητα ο διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννης Μαρίνος («Ο.Τ.» 25-2-88): «Κατά ποια λογική θεωρήθηκε ως το κεντρικό πρόβλημα γύρω από την υγεία η σχέση εργασίας των γιατρών με τα νοσοκομεία, η αμοιβή τους, τα προνόμια τους, η μονιμότητα τους και η ελεύθερη ιατρική ή η απαγόρευση της;». Το ΕΣΥ, το οποίο ο Γ. Μαρίνος αποκαλεί «ιατροκεντρικό και απελπιστικά συντεχνιακό κατασκεύασμα», υπαλληλοποίησε τους γιατρούς, τους αφαίρεσε κάθε κίνητρο μετεκπαιδεύσεως και ερεύνης, αφού όσοι επιδοθούν σε τέτοιες δραστηριότητες, όχι μόνο δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν αλλά και αρκετά να χάσουν έναντι των συναδέλφων τους σε χρόνο υπηρεσίας, επιδόματα και αρχαιότητα ενώ αποσυνέδεσε τελείως την προσφορά υπηρεσιών από την αμοιβή (το «φακελάκι» είναι παράνομο). Περιέργως, το ισοπεδωτικό αυτό ΕΣΥ ενίσχυσε σημαντικά την ιδιωτική ιατρική, διότι οι ασθενείς στραγγίζονται να αγοράσουν ανεκτή περίθαλψη εκτός του ΕΣΥ ή στο εξωτερικό.

Πολλές προτάσεις και ιδέες κυκλοφορούν στον κόσμο για την αντιμετώπιση του σύγχρονου αδιεξόδου στο οποίο έχουν φτάσει τα συστήματα παροχής περίθαλψης διεθνώς. Στην Αγγλία, παρ’όλον ότι το εθνικό σύστημα υγείας έχει λειτουργήσει εκπληκτικά καλά ως τώρα, σημειώνεται γόνιμος προβληματισμός για την βελτίωση του με εμφύσηση τριών φιλελευθέρων αρχών στη λειτουργία του: 1ον Διαχωρισμός του αγοραστή περίθαλψης (δηλαδή του κράτους που την αγοράζει για λογαριασμό των πολιτών) από αυτούς που την παρέχουν. 2ον Εισαγωγή ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων τα οποία, αν και δημόσια, θα υποχρεωθούν να προσφέρουν περίθαλψη υπό τους αρίστους δυνατούς όρους ή να κλείσουν και 3ον Σύνδεση της χρηματοδότησης με την αποδοτικότητα των ιδρυμάτων. Το κρατικό χρήμα ακολουθεί δηλαδή και εδώ τον ασθενή. Εκείνα τα νοσοκομεία που δεν προσελκύουν ασθενείς παύουν να χρηματοδοτούνται και ενδεχομένως κλείνουν. Έχουν προταθεί και λύσεις που βασίζονται σε «κουπόνια» που θα αγοράζουν ασφάλεια υγείας από ασφαλιστικές εταιρείες (πρώτο επίπεδο ανταγωνισμού μεταξύ εταιρειών για προσέλκυση πελατών μεταξύ των δικαιούχων) οι οποίες με τη σειρά τους θα αγοράζουν ιατρικές υπηρεσίες από ελεύθερα νοσοκομεία και ιατρούς υπό τους καλύτε¬ρους δυνατούς όρους (δεύτερο επίπεδο ανταγωνισμού μεταξύ νοσηλευτικών μονάδων και ιατρών για προσέλκυση της πελατείας των ασφαλιστικών εταιρειών). Γεννιέται εδώ ένα πρόβλημα «κακών κινδύνων» τους οποίους δεν θα ασφάλιζε ίσως καμιά ασφαλιστική εταιρεία οσοδήποτε υψηλό και αν ήταν το ασφάλιστρο. Αυτούς θα μπορούσε να τους αναλάβει απ’ ευθείας το κράτος ή να βρει άλλη πρόσφορη λύση, αναγκάζοντας τις εταιρείες να δεχθούν και τους «κακούς κινδύνους» με ειδική ρήτρα συμβολαίου. Ένα τέτοιο εύκαμπτο σύστημα προσομοίωσης των συνθηκών της αγοράς θα επανέφερε την αόρατο χείρα στις σχέσεις μεταξύ ανταγωνιστών επαϊόντων στον τομέα της υγείας (ασφαλιστικών ιδρυμάτων, νοσηλευτικών μονάδων) μια και η αόρατος χειρ δεν μπορεί να λειτουργήσει ρυθμιστικώς στις σχέσεις ασθενούς και νοσηλευτών. Το εύκαμπτο αυτό σύστημα θα μπορούσε να αξιοποιήσει και τους τεράστιους ανεκμετάλλευτους πόρους της ιδιωτικής αλληλεγγύης. Οι φαρμακευτικές εταιρείες θα μπορούσαν χάριν προβολής να χρηματοδοτήσουν ερευνητικά κέντρα, νοσοκομεία και κλινικές. Στην Ελλάδα, θα μπο¬ρούσαν να ιδρυθούν ειδικά κέντρα για χρονίως πάσχοντες και «κακούς κινδύνους» με δωρεές και ιδρύματα πλουσίων ευεργετών ή κοινοτήτων Ελλήνων του εξωτερικού που θα ήθελαν π.χ. να προικίσουν με αυτά την ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Ένα λίαν ενδιαφέρον πείραμα έχει γίνει στις ΗΠΑ στον τομέα της περίθαλψης με τις λεγόμενες ΗΜΟ ή “Health Maintenance Organisations” («Οργανώσεις Διατήρησης της Υγείας»). Πρόκειται για επιχειρήσεις παροχής ιατρικών υπηρεσιών που λειτουργούν με συνδρομητές-ασφαλισμένους οι οποίοι πληρώνουν ένα ετήσιο ασφάλιστρο. Η ΗΜΟ είναι πλήρως καθετοποιημένη επιχείρηση και αναλαμβάνει την ευθύνη να καλύψει όλες τις ανάγκες περίθαλψης των συνδρομητών της, λειτουργώντας ταυτόχρονα, τόσο ως ασφαλιστής όσο και ως νοσηλευτική μονάδα. Στον συνδυασμό αυτό έγκειται η πρωτοτυπία της σε σχέση με όλα τα άλλα συστήματα όπου η ασφαλιστική κάλυψη διαχωρίζεται από την περίθαλψη καθ’ εαυτή. Έτσι η ΗΜΟ προσπαθεί πια η ίδια, στους δικούς της κόλπους να συγκεράσει την βέλτιστη περίθαλψη στην χαμηλότερη δυνατή τιμή, για να μην χάσει τους συνδρομητές της που θα προτιμήσουν άλλες ρυθμίσεις ή άλλη ΗΜΟ αν η ίδια παύσει να είναι ανταγωνιστική. Υπό την πίεση του ανταγωνισμού οι γιατροί αναγκάζονται έτσι να περιορίσουν τις σπατάλες τις οποίες συνηθίζουν να δικαιώνουν, επικαλούμενοι την καθαγιασμένη αρχή της «κλινικής ελευθερίας». Από την άλλη, αν περιορίσουν αναγκαίες δαπάνες και βλάψουν τους ασθενείς, κινδυνεύουν να θίξουν την καλή φήμη της ΗΜΟ, πράγμα που θα στοιχίσει και στους ίδιους, όχι μόνο οικονομικώς αλλά και επαγγελματικώς. Οι ασθενείς βρίσκονται έτσι υπό άριστες συνθήκες παρακολουθήσεως, διότι σε περίπτωση υποτροπής νέας νοσήσεως ξαναπηγαίνουν στην ίδια ΗΜΟ, αφού αυτή τους καλύπτει πλήρως δια πάσαν νόσον. Συμφέρον της επιχειρήσεως είναι να μην κρατάει τους ασθενείς περισσότερο από όσο πρέπει στο νοσοκομείο, διότι έτσι αυξάνει τις περιττές δαπάνες. Οι πρώτες μελέτες έδειξαν ότι το σύστημα λειτουργεί θαυμάσια, και ότι το κόστος της —άριστης— περίθαλψης είναι 20 έως 40% χαμηλότερο από κάθε άλλο. Αν οι ΗΜΟ συνδεθούν με μεγάλες ιατρικές ανακαλύψεις, νοσοκομεία υψηλού γοήτρου και διάσημους γιατρούς θα γίνουν ίσως ελκυστικότερες και από την παραδοσιακή ιδιωτι¬κή ιατρική διότι πόσοι ασθενείς είναι σήμερα σε θέση να συμβουλευθούν ιατρικές διασημότητες με τα δικά τους μέσα;
Η φιλελεύθερη πρόταση για την περίθαλψη δεν είναι μονοσήμαντη. Η υλοποίηση της αλληλεγγύης μεταξύ υγιών και ασθενών με βάση την αρχή του πρωτείου του ασθενούς είναι στο κέντρο ενδιαφέροντος των σημερινών φιλελευθέρων, οι οποίοι ερευνούν τρόπους να εισαγάγουν τον ανταγωνισμό και την αποτελεσματικότητα κόστους σε έναν τομέα όπου ο κρατικισμός έχει ήδη οδηγήσει τα περισσότερα συστήματα σε αδιέξοδο ή και στα πρόθυρα χρεωκοπίας, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα.

Η κρατική παρέμβαση αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, κακή, όχι διότι είναι κατ’ ανάγκην αποτέλεσμα κακοβουλίας ή ανικανότητας των κυβερνώντων αλλά διότι είναι προϊόν επιβολής ενός επισήμου, κρατικού σκοπού στα της αγοράς και της ανθρωπινής διαβιώσεως γενικώς. Ενώ η φιλελεύθερη πολιτική φιλοσοφία κυριαρχείται από την ανάγκη ουδέτερου κράτους και νόμων που θα διευρύνουν το πεδίο δράσεως των πληθυντικών εγώ, πολλαπλασιάζοντας τις βιοτικές τους ευκαιρίες, οι ποικίλες τελοκρατικές ιδεολογίες αποβλέπουν στη χειραγώγηση των πληθυντικών εγώ και την αναγκαστική τους στράτευση —ή έστω την απαγόρευση εναντίωσης— στον έναν κυρίαρχο τελικό σκοπό τον οποίο αλαζόνες ηγήτορες έχουν προσδιορίσει για το μέγα πλήθος των κοινών θνητών.

15 σχόλια
Leave a comment »

  1. ….έχω τη γνώμη πως αυτό το μνημειώδες και λίαν διαφωτιστικό έργο για την ελληνική μεσαιωνική οικονομική πραγματικότητα θάπρεπε να τύχει επαναδημοσίευσης το ταχύτερον!!!
    …ίσως θα μπορούσε ο ρούστερ να αναλάβει αυτό το έργο, καθώς είναι ζήτημα ίσως ολίγων ακόμα ετών η ολική έκλειψη των φιλελεύθερων ιδεών στη χώρα μας, κρυμμένες κάτω από τους όγκους της πράσινης, κόκκινης, ρόζ και μπλέ κοπριάς …

  2. polla sygxaritiria !!!!

  3. Ομολογώ, πως το βιβλίο εισάγει μια παραγνωρισμένη από την ζιμπαμπουανή αριστεροειδή εγχώρια παραγωγή, βιβλιογραφία, (πολύ πιο παληά και μεγάλη από αυτήν της Αριστεράς), και την οποία τυγχάνει, σε τούτη τη χώρα, να γνωρίζουν μόνο ανεξάρτητοι και ελέυθεροι διανοητικοί Οδυσσείς. Ο κ. Δραγούμης ακολουθεί την παράδοση των ιατρών-λογοτεχνών, δηλαδή ανθρώπων που ξεπερνούν τα όρια της επαγγελματικής τους εξείδίκευσης και αποτελούν μέρος των ελεύθερων στοχαστών, δίχως των οποίων τελευταίων ουδείς φιλελευθερισμός θα υπήρχε. Τουναντίον, η Αριστερά, εξαιρέσει του Marx, ήταν ένα δημιούργημα μισθωτών και μονοδιάστατων καθηγητάδων ( ο κ.Marcuse έγραψε μάλλον τον “μονοδιάστατο άνθρωπο” αποδίδοντας στον κόσμο τα χαρακτηριστικά του συναφιού του) , εξ ου και η μειωμένη επαφή του κατ’επάγγελμα διανοούμενου με την πραγματικότητα.
    Η σύγχυση Δέοντος και Είναι είναι θεμελιώδης στην διανοητική παραγωγή πανεπιστημιακών, χάριν της οποίας δικαιολογούν το μισθό τους από την κοινωνία. Πρέπει να πείσουν πως είναι τοποτηρητές της του Θεού στους οποίους η θεότητα έχει ψιθυρίσει στο αυτί την αλήθεια των πραγμάτων, (ας το γράψουμε μάλιστα “α-λήθεια”), και αυτό δεν γίνεται δίχως προσφυγής σε ένα ορισμένο “Δέον”. Η θεωρία είναι στην ουσία μια «bird’s eye view» όπως θα λέγαμε στην προοπτική, δηλαδή μια θέαση από πολύ ψηλά όπου το κέντρο της προοπτικής καταργείται ως να είναι θέαση ενός πανεπόπτη Θεού, και προικίζει αυτούς που την αξιώνουν μια ανωτερότητα έναντι υμών των λοιπών, των ταπεινών πλαστών της λάσπης. Εντούτοις η θεωρία, ή αλλιώς, η «αξονομετρική», καρτεσιανή, απεικόνιση των αντικειμένων και η οποία μας δίνει μια θέαση πιο ολική, είναι χρήσιμη ως ΜΕΣΟ για την κατανόηση της πραγματικότητας αλλά όχι ως αυτοσκοπός.
    Οι κύριοι λοιπόν του Δέοντος, παίρνουν τη θεωρία για αυτοσκόπο (αγνοώντας πως καθαρή θεωρία είναι μόνο οι μαθηματικές επιστήμες) και έρχονται -ελαφρά τῃ καρδίᾳ- να εφαρμόσουν τις «ανώτερες» γνώσεις τους στη πράξη. Τέτοιοι ήταν όλοι αυτοί οι οπαδοί του Κeynes και οι σοσιαλιστές διανοούμενοι που διάβηκαν τις πύλες των ιδρυμάτων τους για να λυτρώσουν τον κόσμο. Και ιδού η αντίφαση: πως είναι δυνατόν να είσαι οπαδός, ας πούμε, της σχολής της Φρανκφούρτης, και να βδελύσσεσαι τη μαζική κατανάλωση που παράγει ο όψιμος Καπιταλισμός και την ίδια στιγμή του Keynes (γιατί δεν τολμάς να πας και να ζήσεις στα κομμουνιστικά κράτη) σύμφωνα με τον οποίο οφείλεις να ξοδέψεις; Ποιος ο λόγος της αντίφασης; Γιατί εκεί που η κατανάλωση για τον Καπιταλισμό είναι φυσική κατάσταση, για την Αριστερά είναι ιδεολογία.
    Όσο και αν ο Marx εστράφη έναντια στις ιδεολογίες δεν μπόρεσε να αποφύγει το γεγονός πως η πνευματική κληρονομιά που άφησε ήταν καταρχήν «ιδεολογικοποιητική». Άπαξ και θέτεις τη Διαλεκτική ως μέσο αντίληψης της πραγματικότητας κοιτάς τα πράγματα κατόπιν εορτής, δηλαδή «θεωρητικά».
    Αυτό φυσικά δεν πρέπει να μας εφησυχάζει για όσους καμώνονται σήμερα τους “οπαδούς της Αγοράς”. Οι διαφοροί MBAδες και απόφοιτοι οικονομικών σχολών που νομίζουν πως γνωρίζουν πως λειτουργεί ο κόσμος είναι εξίσου αδαής και επικινδυνοι μες τους Κeynsians ή τους αντιφιλελεύθερους, παραγνωρίζοντας στην ουσία την βασική αρχή της “Αοράτου Χειρός”.
    Θα ήταν μέγαλη προσφορά στην παιδεία του σύγχρονου ανθρώπου, αν το πρώτο πράγμα που μάθαινε στη ζωή του ήταν πως το ανθρώπινο Πνεύμα δεν κατοικεί σε κανέναν Ουρανό άλλα απελευθερώνεται όταν ο άνθρωπος αποδίδει μορφή στη λάσπη. Και αυτό το έκανε ο Καπιταλισμός και όχι ο Σοσιαλισμός. Ας με συγχωρέσουν οι Αριστεροί διανοούμενοι, μπορεί γιαυτούς να ΠΡΕΠΕΙ να ήταν αλλιώς, αλλά δεν ΕΙΝΑΙ.

  4. Aπλά εκπληκτικό. Υποκλίνομαι στην έμπνευση, το ώριμο ταλέντο και την εκλαικευμένη προσέγγιση του κου Δραγούμη

  5. Η χρήση κεφαλαίου και η μίσθωση εργατικής δύναμης επιτρέπουν την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών που διατίθενται στην αγορά σε τιμή ανώτερη από το κόστος παραγωγής, αφήνουν δηλαδή κέρδος.

    ΟΚ, αλλά πως “αφήνουν” κέρδος?

  6. Ενδιαφέρον, αλλά δεν θα μπορούσαν οι διαχειριστές του blog να το μετατρέψουν
    σε pdf και να βάλουν ένα μόνιμο σύνδεσμο κάπου; Είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα κείμενα
    στην Ελληνική βιβλιογραφία πάνω στο θέμα, είναι κρίμα να χαθεί. Θα ήταν πολύ πιο εύχρηστο
    και θα μπορούσε κανείς να το εκτυπώσει πιο εύκολα αν ήταν pdf file.

  7. Τα συγχαρητήρια του προηγουμένου μου σχολίου ισχύουν με μια μικρή μόνο σκιά. Απεκόμισα στην εντύπωση από το κείμενο , οτι μόνη διαφωνία Μονεταριστών ( Φρίντμαν ) και Αυστριακών ( Μίζες , Χαγιεκ ) κλπ είναι το αν μπορεί μια κυβέρνηση να αυτοσυγκρατηθεί στην κοπή χάρτινου ( η ηλεκτρονικού στις μέρες μας ) χρήματος . Έχω την εντύπωση οτι υπάρχουν περισσότερες διαφορές ( οι οποίες δεν αναφέρονται , κατανοητό βέβαια λόγω του οτι είναι πολύ λιγότερες από τις συμφωνίες , αλλά και λόγω έλλειψης χώρου _ , Παράδειγμα η αιτολόγηση της Great Depression του 30 από τον Φρίντμαν έχει επικριθεί αρκετά από τους Αυστριακούς επιγόνους , όπως και η νομισματική μονεταριστική “συνταγή¨ του . Για όποιο ενδιαφέρεται για περισσότερα , θα συνιστούσα μια αναζήτηση στο Mises.org με λέξη κλειδί “friedman” όπως και το blog του Stefan Karlsson ( γενικότερα για οικονομική ενημέρωση αυτό) . Αν κάποιος έχει να προτείνει άλλες πηγές ή σχετική συζήτηση θα του ήμουν υπόχρεος καθώς και εγώ μελετώ τώρα , με την ευκαιρία και του καλοκαιρινού ελεύθερου χρόνου , σχετικά θέματα

  8. αφου ειμαστε πολλοι που διαβαζουμε το βιβλιο ας μου λυσει καποιος τις αποριες που εχω γραψει στο προηγουμενο κεφαλαιο!!!!

  9. Θάνο,
    ο μόνος αρμόδιος να απαντήσει στις εύλογες παρατηρήσεις σου θα ήταν ο ίδιος ο Συγγραφέας….

    Παρόλα ταύτα, IMHO, μπορούμε να παραβλέψουμε/συγχωρέσουμε μερικές ιστορικές ανακρίβειες μιάς και το πόνημα αυτό αποτελεί προσωπική ενασχόληση (..ίσως μία επανέκδοση με τη συνεργασία νέων ανθρώπων πιό ενήμερων -όπως εσύ- διευθετούσε τις ελλείψεις;) ενός μη ειδικού, πλήν όμως φιλοσοφικά σωστά, από την φιλελευθερη σκοπιά, τοποθετημένου ερευνητή ιδεών….

  10. τι θα γινει με το επομενο κεφαλαιο???επρεπε να ειχε αναρτηθει στην ιστοσελιδα εδω και μια εβδομαδα!!!!ποσο θα περιμενουμε????

  11. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, Δευτέρα πρωί. Το ανέβασμα κάθε κεφαλαίου απαιτεί αρκετές ώρες προεργασίας.

  12. δεν το λεω απο κακια και το καταλαβαινω αυτο που λες.απλα ειχατε δηλωσει οτι το καθε κεφαλαιο θα ανεβαινει στην ιστοσελιδα καθε 15 μερες!!ομως το τελευταιο αναρτηθηκε 14 αυγουστου και τωρα εχουμε 5 σεπτεμβρη!!και πρεπει να ειναι και αρκετα ενδιαφερον κεφαλαιο!!

  13. προς Rebel Work:

    Το οτι δημιουργειται ενα προιον που οι καταναλωτες ειναι διατεθιμενοι να πληρωσουν Χ ποσο για να το αποκτησουν σηναινει οτι η πραγνατικη του αξια ειναι η Χ. Το οτι στην εταιρεια κοστισε πχ χ-2 σημαινει οτι δημιουργησε πλουτο στην κοινωνια 2.
    Τα παραπανω προυποθετουν efficient narket και οτι οι καταναλωτες συμπεριφερονται λογικα (utility maximazation)
    Το μοιρασμα του 2 ειναι μια αλλη ιστορια και το μονο πραγματικα …”θεμα” με τον καπιταλισμο

  14. […] Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό IV: Πώς λειτουργεί ο Καπ… […]

  15. ΕΝΑΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΟΥ ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΤΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ.

Σχολιαστε