Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΕΠΑΡΣΗ
Αυγ 12th, 2005 | Φώτης Περλικός| Κατηγορία: Φιλελευθερισμός | Email This Post | Print This Post |Οι Άγγλοι landscape architects όταν σχεδιάζουν πάρκα, κήπους κτλ αφήνουν αρχικά ελεύθερους ανθρώπους να περπατήσουν όπου θέλουν στον δεδομένο χώρο που έχουν προς σχεδιασμό. Τα μονοπάτια που σχηματίζονται αυθόρμητα διαμορφώνουν τις λεγόμενες “γραμμές επιθυμίας”. Κατόπιν, και με βάση αυτά τα αυθόρμητα μονοπάτια σχεδιάζουν τον όλο χώρο. Το τελικό σχέδιο λοιπόν είναι χαρακτηριστικό ανθρώπινης δράσης, όχι ανθρώπινου σχεδιασμου. Κανένα σχέδιο του αρχιτέκτονα δεν θα μπορούσε να προβλέψει και να ανταποκριθεί στις γραμμές επιθυμίας τόσο αποτελεσματικά, και οι αρχιτέκτονες εξωτερικών χώρων έχουν σωφροσύνη να δεχτούν ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν την συνδυασμένη λειτουργία μερικών δεκάδων έλλογων όντων που κατευθύνονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις. (1)
Την ίδια περίπου ιδέα ισχύει για την γέννεση των θεσμών σε μια κοινωνία με ένα μονοπάτι που σχηματίζεται όταν ένα πλήθος ανθρώπων περνάνε από το ίδιο σημείο. Ο κάθε άνθρωπος περνάει από το δεδομένο σημείο, δημιουργώντας το μονοπάτι, για δικούς του λόγους. Άλλος για να πάει για κυνήγι, άλλος για να πάει περίπατο, άλλος για να πάει στο χωράφι του, άλλος για να πάει στο πηγάδι. Ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες που προκύπτουν από την δική του ιεράρχηση αναγκών και προταιρεοτήτων. Το αυτό αυθόρμητο μονοπάτι, που δεν σχεδίασε και δεν ρυμοτόμησε κανένας, χρησιμεύει για την εξυπηρέτηση διαφορετικών στόχων και όλοι το χρησιμοποιούν αλλιώς χορταριάζει και χάνεται.
Οι επιτυχημένοι θεσμοί σε μια κοινωνιά προκύπτουν αυθόρμητα, είναι ασχεδίαστοι κανόνες που υιοθετούνται σταδιακά μέσα από την δοκιμή, τον πειραματισμό, την επιτυχία/αποτυχία, την επανάληψη και την μίμηση. Ο Hume έχει λάθος όταν λέει ότι οι ανθρώπινοι κανόνες δεν προκύπτουν λογικά. Δεν μπορούν να κατασκευαστούν λογικά ή να προβλεφθούν από έναν σχεδιαστή. Προκύπτουν όμως από την λογική δράση εκατομμύριων ανεξάρτητων, λογικώς σκεπτόμενων ανθρώπων, που δρουν με βάση διαφορετικές αρχές και κατευθύνονται σε διαφορετικούς στόχους. Δεν είναι ούτε θείοι, ούτε υπερφυσικοί, ούτε ενστικτώδεις, ούτε αναλλοίωτοι, ούτε υποχρεωτικοί.
Οι θεσμοί σε μια κοινωνία γεννιούνται, επικρατούν, γίνονται μέρος της παράδοσης, αμφισβητούνται και τελικά καταργούνται, ανάλογα με το κατά πόσο εξυπηρετούν τις “γραμμές επιθυμίας” των μελών της (δηλ ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κατά βάση έλλογων δράσεων και σκοπών τους). Θεσμός είναι η γλώσσα που διρκώς εξελίσσεται, θεσμός ήταν η δουλοκτησία που καταργήθηκε όταν έγινε ασύμφορη και οι άνθρωποι εγκατέλειψαν αυτό το μονοπάτι, θεσμός είναι σήμερα η μισθωτή εργασία μέχρι να εκλείψει η χρησιμότητά της και αντικατασταθεί (φυσικά στο βαθμό που ο θεσμός ενσωματώνεται στην παράδοση υπάρχει μια υστέρηση). Θεσμός είναι και το χρηματοπιστωτικό σύστημα που ξεκίνησε με την διαδικασία του δανεισμού από την εποχή των πρώτων στοιχειωδων αγορών. Πέρασε στις τράπεζες του ιταλικού μεσαιώνα, στο τραπεζικό σύστημα της Αγγλίας ή της Ολλανδίας του 17ου αιώνα, για να καταλήξει στα περίπλοκα λειτουργίες και στα πολυσύνθετα προϊόντα της σύγχρονης εποχής.
Μια φιλελεύθερη κοινωνία δεν στοχεύει στο να σχεδιάζει θεσμούς, να κινητοποιεί τους πόρους μια κοινωνίας σε δωτούς σκοπούς, να μορφοποιεί οράματα, να επιβάλλει επιθυμίες και στόχους. Στοχεύει στο να αγκαλλιάσει τις “γραμμές επιθυμίας” των μελών της και να τις ανάγει σε θεσμούς και νόμους. Η βρετανική κοινωνία είναι το καλύτερο παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης και το αγγλοσαξωνικό σύστημα δικαίου που κυριαρχεί η νομολογία και όχι η νομοθεσία είναι το πλέον αποτελεσματικό σε αυτήν την λειτουργία. Το Common Law τον Βρετανών δεν προτρέχει της αυθόρμητης τάξης, αλλά την θεσμοθετεί. Δεν προσφέρεται για κονστρουκτιβιτικές ιδέες μεγαλείου και δεν προσπαθεί να λύσει νομθετικά τα πολύπλοκα προβλήματα μιας κοινωνίας στην εξέλιξή της, αλλά εμπεδώνει την ίδια την εξέλιξη νομοθετικά (2), ακριβώς όπως οι αρχιτέκτονες επισημοποιούν τα μονοπάτια που αυθόρμητα σχηματίζουν οι περιπατητές.
Η κατοχύρωση του πλουραλισμού των ιδεών, η διαρκής προσπάθεια περιορισμού του κράτους στον ρυθμιστικό και όχι παρεμβατικό του ρόλο, ο πάντοτε οριζόμενος ιδιωτικός χώρος ελευθερίας ατόμων, επιχειρήσεων ή κάθε είδους ενώσεων είναι κύρια στοιχεία που επιτρέπουν την ανεξάρτητη στοχοθεσία και δράση εκατομμύριων μελών μιας ελεύθερης κοινωνίας. Αυτή η εκδοχή του φιλελευθερισμού, που έχει υιοθετηθεί εδώ και 200 χρόνια περίπου από τις αγγλοσαξωνικές καπιταλιστικές χώρες οδήγησε τις κοινωνίες τους σε πρωτοφανή επιτυχία και οι πολίτες τους ουδέποτε μετάνοιωσαν, όπως έκαναν αντίστοιχα οι Γερμανοί για τον εθνικοσοσιαλισμό, οι Ιταλοί για τον φασισμό, οι Ρώσοι για τον μαρξισμό-λενινισμό κτλ.(3)
Ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων, το πρωτείο του ατόμου, οι κατοχύρωση των ελευθεριών του, είναι όλα θεμελιώδη στοιχεία μιας ανοιχτής φιλελεύθερης κοινωνίας διότι έτσι επιτρέπει τους ανθρώπους να σχηματίζουν ελεύθερα τις “γραμμές επιθυμίας” τους. Ακόμα και σε κοινωνίες ανελεύθερες οι άνθρωποι παλεύουν εκτός του πλαισίου της νομιμότητας και πάλι διαμορφώνουν τις δικές τους “γραμμές επιθυμίας” και πρωτόγονα μονοπάτια στον έκνομο τομέα. Και η αναγνώριση και θεσμοθέτηση αυτών των αυθόρμητων κανόνων είναι ο μόνος τρόπος να λειτουργήσουν οι κοινωνίες αυτές κάποια στιγμή όπως ο υπόλοιπος ανεπτυγμένος κόσμος (4).
Αντίθετα όλοι αυτοί που αρνούνται την ελευθερία του ατόμου να στοχοθετεί και λειτουργεί ανεξάρτητο, αυτοί που θέλουν να του επιβάλλουν ιδέες και επιθυμίες, αυτοί που αμφισβητούν τα θεμέλια της ατομικής ελευθερίας (τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και την αγορά), τελικά επιδιώκουν να ακριβώς να αλλοιώσουν τα μονοπάτια της αυθόρμητης τάξης προς όφελος δικό τους ή των φαντασιώσεων τους. Διαβάλουν και διαστρέφουν κάθε φωνή που υπερασπίζεται την ατομική ελευθερία σε σχέση με τεχνητά σύνολα, προπαγανδίζουν ότι ξέρουν τις πραγματικές επιθυμίες του ατόμου καλύτερα από το ίδιο, εμφανίζουν θεωρίες για να εξηγήσουν τον σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας (άσχετα να μπορούν να έχουν να έχουν άποψη για να ένα ελάχιστο τμήμα της), προσπαθούν να ντύσουν τις γενικεύσεις τους με το κύρος του ορθολογισμού ή της επιστήμης.
Η φιλοδοξία να κατασκευάσει κανείς θεσμούς έξω από την κοινωνία και να τους επιβάλλει σ’αυτήν ως καλύτερους, ορθολογικότερους, δικαιότερους κτλ είναι μια διαδεδομένη τάση, μακρία όμως από κάθε φιλελεύθερη θεώρηση και πρακτική. Είναι μια επικίνδυνη αλαζονική πλάνη με ρίζες στον κονστρουκτιβισμό του Decartes, του Hobbes και του Roussau. Δημιουργήθηκε σιγά σιγά η ψευδαίσθηση πως ο ανθρώπινος νους μέσω του κριτηρίου του ορθού Λόγου, ότι τάχα μπορεί συνειδητά να καλυτερεύει, να απορρίπτει ή να εγκθιδρύει νέους θεσμούς. Γίνεται εμφανές για ποιο λόγο στράφηκε το ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημών στο συγκεκριμένο, γνωστό, ηθελημένο και σκόπιμο. Σημαντικό ίσον λογικά αποδείξιμο άρα προτιμητέο (5).
Αυτό που ο Hayek έβλεπε ως αλαζονικό ανθρωπομορφισμό και ονόμασε μοιραία έπαρση (6). Είναι η πλάνη ότι μπορεί η, έστω και ορθολογική, διανοητική προσπάθεια ένος ατόμου ή μιας ομάδας να προβλέψει τα αποτελέσματα και τις κατευθύνσεις εκατομμυρίων αυτόνομων έλλογων ανθρώπων. Αυτήν την πλάνη κατακεραυνώνει ο Popper όταν επιτίθεται για τον ιστορικισμό (7) και στις κατασκευαστικές θεωρίες (8).
Αυτή η γοητευτική αλαζονία χαρακτηρίζει κάθε ιδεολογικό σύστημα που περιορίζει την ατομική ελευθερία προς όφελος κοινών σκοπών και οραμάτων, και παρέσυρε χιλιάδες ορθολογιστές στα αγκίστρια του σοσιαλισμού ή του φασισμού. Όπως παρέσυρε και εκατομμύρια ευθυνόφοβους ανθρώπους να εμπιστευτούν τα οράματα, τα σχέδια και την σοφία μεγάλων και χαρισματικών ηγετών για αποποιηθούν της ευθύνης που συνεπάγεται η αυτόνομη έλλογη ύπαρξη. Κι όμως τα λάθη τους δεν χρειαζόταν να έρθει ο 20ος αιώνας για να τα καταδείξει στην πράξη, χρειαζόταν λιγότερη πίστη στον ορθολογισμό και περισσότερη χρήση του όπως των Locke, Hume ή του Βολταίρου.
Ακόμα και σήμερα όμως η αλαζονία αυτή είναι παρούσα, και με μηδενικό πια ορθολογικό υπόβαθρο. Οι πολιτικές παρεμβάσεις για την διόρθωση της κοινωνίας συνεχίζονται με ένα τρόπο όλο και πιο απροκάλυπτο που δείχνει ότι πρόκειται μόνο για εξυπηρέτηση ομάδων πολιτικής πίεσης. Οι θεωρίες κατασκευής καλύτερων συνθηκών έχουν διαψευστεί. Οι εχθροί της ατομικής ελευθερίας και των πυλώνων της δεν έχουν πια προτάσεις, οράματα, χαρισματικούς ηγέτες. Ούτε από τα δεξιά ούτε από τα αριστερά. Όμως η έπαρση ότι μπορούν να επιβάλλουν στους άλλους τις απόψεις τους, η αλαζονία ότι ξέρουν καλύτερα το συμφέρον του διπλανού τους από τον ίδιο και σε κάποιες περιπτώσεις η ευθυνοφοβία τους κρατά εγκλωβισμένους στον στρουνθοκαμηλισμό. Στην αυταπάτη της αναμονής νέων σχεδίων, νέων ιδεολογιών και νέων ηγετών. Οι πολίτες στο τέλος θα χαράξουν τα μονοπάτια τους ερήμην τους.
(1) (2)(3)Πορεία προς τον φιλελευθερισμό, Μ. Δραγούμη
(4) Το μυστήριο του Κεφαλαίου, Χ. Ντε Σότο
(5) Hayek: Λογική και εξέλιξη, Σ. Μεταξάς
(6) The Fatal Conceit, F.A. Hayek
(7) The Poverty of Historicism. K. Popper
(8) Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, Κ. Πόππερ
Έχω ένα σχόλιο σχετικά με την κριτική του Hayek στον στον ‘ορθολογικό δομισμό’, όπως τον αποκαλεί, και μία απλή ένσταση στη δική σου υιοθέτηση των ιδεών του.
ΠΕΡΙ ΜΟΙΡΑΙΑΣ ΕΠΑΡΣΕΩΣ
Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε το νου όταν φυλλομέτρησα το Fatal Conceit είναι πως ο Hayek δεν έχει καταλάβει τίποτα από τον Descartes. Ο τελευταίος ουδέποτε εξέφερε άποψη για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να δημιουργούμε (αλλάζουμε, αντικαθιστούμε κ.ο.κ.) θεσμούς. Το μόνο που προσπαθούσε να καταλάβει είναι σε ποιον βαθμό η ανθρώπινη γνώση μπορεί να εδράζεται σε κάποιο είδος βεβαιότητας (όπως την βεβαιότητα που νιώθουμε για το περιεχόμενο της σκέψης όταν σκεφτόμαστε) και αν όχι, πώς μπορούμε να αποφύγουμε τον σκεπτικισμό.
Ο Hayek παίρνει από τον Descartes μόνο την ‘μοιραία έπαρση’ στην οποία υποπίπτει, γιατί, σύμφωνα με τον Hayek, μας οδηγεί στην πεποίθηση οτι ως όντα εμείς κατασκευάζουμε τον κόσμο γύρω μας, με βάση κάποιες λογικές και αισθητηριακές μας ικανότητες.
Αν και μου φαίνεται λίγο παρατραβηγμένη η θέση του Hayek, είμαι διατεθειμένος να δεχτώ οτι κάποια από τα μεγάλα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης του 20ου αιώνα είχαν ώς ιδεώδες την βελτιστοποίηση της ‘οργάνωσης’ της κοινωνίας a la Στάλιν: ‘εσείς θα παράγετε αυτά τα αγαθά σε αυτές τις ποσότητες, εκείνοι αυτά με τόσες πρώτες ύλες’, κλπ. Αυτή είναι και η απαρχή του socialist calculation debate, για την ευρωστία της ελεύθερης αγοράς. Από αυτή την άποψη, ο Μάρξ ήταν το αποκορύφωμα της ‘μοιραίας έπαρσης’ διότι πίστευε οτι στην σοσιαλιστική κοινωνία θα μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο να υπηρετεί εμάς, και όχι εμείς να υπηρετούμε τον κόσμο.
Πολύ καλά όλα αυτά, και ίσως σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένα (έχω πολλές επιφυλάξεις για την ορθότητα του παραπάνω επιχειρήματος, αλλά το επιτρέπω for the sake of the argument).
Που χωράει ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός σε όλα αυτά; Σύμφωνοι, σταλινιστές, μαοϊοστές και λοιποί είχαν στην άκρη του μυαλού τους μία αντίληψη ‘οργάνωσης’ του κράτους σε ‘ορθολογικές’ βάσεις (από την οποία προκύπτει και η διαμάχη περί κεντρικού σχεδιασμού). Αλλά οι ναζί τι σχέση είχαν με τον ορθολογισμό και την ‘ορθολογική έπαρση’ μαρξιστών και μαοϊστών; Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε πει πολλές φορές πόσο πολύ διαφωνούσε με τα ιδεώδη του διαφωτισμού και πόσο απεχθανόταν τις μορφές οργάνωσης του κομμουνισμού. Σίγουρα ο ναζισμός υπέπεσε σε κάποιου είδους έπαρση, αλλά αυτή δεν ήταν έπαρση ‘ορθολογική’, αλλά έπαρση ‘ρομαντική’, έπαρση machen, όχι denken. Η έπαρση αυτή υποστασιοποιήθηκε άλλωστε στο machtpolitik του Χίτλερ, που κάθε άλλο παρά ‘ορθολογικό’ ήταν.
Οι ήρωες της ‘ορθολογικής’ έπαρσης είναι ρασιοναλιστές φιλόσοφοι, όπως ο Μάρξ, ο Descartes και ο Leibniz. Οι ήρωες του ναζισμού ήταν αντι-ρασιοναλιστές φιλόσοφοι, όπως ο Nietzsche, o Fichte και ο Rousseau.
ΠΕΡΙ ΑΥΘΟΡΜΗΤΗΣ ΤΑΞΗΣ
Ένα τελευταίο σχόλιο για την ‘αυθόρμητη τάξη’ του Hayek: τι σόι αυθορμητισμός ενέχεται σε μία τάξη πραγμάτων που χρειάζεται μία τεράστια υποδομή θεσμών, νόμων, κράτους δικαίου (rule of law) και μονοπωλίου στη χρήση βίας για να λειτουργήσει;
Το ερώτημα δεν το θέτω εγώ στον Hayek. Το έχει ήδη θέσει ο Karl Polayi στο The Great Transformation. Δεν πήρε ποτέ πειστική απάντηση από τον Hayek και τους ακολούθους του.
κατι δεν παει καλα εδω. Γιατι τι αλλο ειναι τα οικονομικα απο την προσπαθεια να προβλεψεις την κατευθυνση δισεκατομμυριων ανθρωπων?