Μια ένσταση στην ευρωυστερία
Ιούν 21st, 2008 | Χάρης Πεϊτσίνης| Κατηγορία: Χάρης Πεϊτσίνης | Email This Post | Print This Post |Στην Ελλάδα του φθηνου εντυπωσιασμού, η κινδυνολογία και η υπερβολή έχουν ενταχθεί οριστικά στην ημερήσια διάταξη της ενημέρωσης. Οι ειδήσεις,ιδίως οι οικονομικές, φιλτράρονται και διαστρέφονται όλο και συχνότερα από τους παραμορφωτικούς φακούς της πολιτικής ενώ, αλίμονο,οι πιο μετριοπαθείς φωνές δεν κατορθώνουν να ακουστούν μέσα στον ορυμαγδό του λαικισμού. Το αποτέλεσμα είναι μοιραία η παραπλάνηση της κοινής γνώμης.
Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν ξανά στην πρόσφατη απόφαση των υπουργών για την μεταρρύθμιση της Ευρωπαικής Οδηγίας περί Χρόνου Εργασίας. Ανήκοντας στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που δε θεωρεί την εργασία αγγαρεία, αλλά δικαίωμα, είμαι ο τελευταίος που θα έχυνε κροκοδείλια δάκρυα για μια ενδεχόμενη κατάργηση των νομικών ρυθμίσεων περί «απαραβίαστου» 48ώρου. Είναι άλλωστε κοινός τόπος στο σύνολο σχεδόν του εργαζόμενου κόσμου ότι ορισμένοι εργασιακοί κλάδοι δεν μπορούν από τη φύση τους να λειτουργήσουν με καθεστώς αυστηρού οκταώρου,κι ότι συνεπώς το ιστορικό «χτύπημα καρτέλας» στις 9.00 και στις 17.00 δεν επαρκεί για την αποπεράτωση του έργου συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων.
Όμως στο δημοκρατικό πολίτευμα σεβόμαστε τους νόμους παλεύοντας εφόσον διαφωνούμε, με νόμιμα μέσα για τη μεταβολή τους. Οι νόμοι αυτοί, προς το παρόν υποδηλώνουν μια πάγια πολιτική γραμμή, να ανάγεται έστω εν μέρει,ο εργασιακός χρόνος σε ζήτημα δημοκρατικής συναπόφασης. Ο εργαζόμενος που θα ψηφίσει ένα κόμμα της αριστεράς ή της «λαικής» δεξιάς, προφανώς επιδιώκει την εν μέρει έστω νομοθετική παρέμβαση στη θέση της ατομικής ή έστω συλλογικής διαπραγμάτευσης. Το θεμιτό αυτής της τακτικής δεν θα συζητηθεί εδώ. Αντίθετα θα σχολιάσουμε την τάση των εκπροσώπων του λαού και των δημοσιογράφων, να εκμεταλλεύονται πολιτικά τη διαχείριση της πληροφορίας στην κατά τα άλλα ανοιχτή μας κοινωνία. Η τακτική είναι γνωστή: συσπείρωση διά μέσου του φόβου, και συστηματική καλλιέργεια πανικού πάνω σε ζητήματα που διαπιστωμένα συνιστούν διακύβευμα για την κοινή γνώμη.
Αρκετοί δημοσιολόγοι φερ ειπείν, έσπευσαν να μιλήσουν για σχεδόν πραξικοπηματική «επιβολή του 65ώρου», για «καθεστώς δουλείας», για «εργατικούς μεσαίωνες», παίζοντας το πολιτικάντικο χαρτί των «υπερασπιστών του εργαζόμενου λαού». Ξέχασαν φυσικά να αναφέρουν ότι για να εγκριθεί η οδηγία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Ευρωκοινοβουλίου που μάλλον θα επέλθει μετά από ευνοικούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, δεδομένης της άρνησης αρκετών σοσιαλιστικών και συντηρητικών κομμάτων να συναινέσουν στις νέες ρυθμίσεις. Το δευτερο δεδομένο είναι ότι ακόμα κι αν οι τροποποιήσεις εγκριθούν αυτούσιες, δίδεται και πάλι το δικαίωμα στα κράτη μέλη να απέχουν, εφαρμόζοντας διαφορετικές εθνικές νομοθεσίες. Συνεπώς η τελική επιλογή παραμένει ακόμα στα χέρια των ψηφοφόρων που μπορούν να επιδοκιμάσουν ή να απορρίψουν τις ευρωπροτάσεις μέσα από τις συνηθεις εκλογικές διαδικασίες. Το βασικότερο όμως στοχείο στο θέμα μας είναι ότι το δικαίωμα της υπέρβασης του προβλεπόμενου 48ώρου ίσχυε εδώ και χρόνια. Θεσπίστηκε γιατί κάποιες χώρες διαθέτουν παράδοση εκτεταμένου εργάσιμου χρόνου (πχ Βρεττανία) και κάποιες συρρικνωμένου (Γαλλία). Ένας συμβιβασμός ήταν και είναι απαραίτητος για να μην παρατηρηθούν κλυδωνισμοί στην ενότητα των ευρωπαικών χωρών. Γι αυτό η Ε.Ε. ουσιαστικά επιδιώκει την θέσπιση ανώτατων ορίων αφήνοντας στα έθνη το δικαίωμα επιλογής. Ένα άλλο ζήτημα που υποβαθμίστηκε χαρακτηριστικά,ήταν η απόφαση για την προστασία των προσωρινώς απασχολούμενων που θα εξομοιωθούν μισθολογικά ήδη απ την πρώτη μέρα της πρόσληψης τους με τους μόνιμους υπαλλήλους.
Οι σχεδόν λυσσαλέες επιθέσεις απέναντι στην απόφαση των υπουργών υπήρξαν εξάλλου τόσο άστοχες που δεν μπορουν παρά να υποκρύπτουν μια βαθύτερη εχθρότητα απέναντι στην Ένωση. Μια εχθρότητα που αναζητά απεγνωσμένα αφορμές, πλατφόρμες, εφαλτήρια για να εκτοξεύσει τα πυρά της. Αυτό το ρεύμα του «ευρωσκεπτικισμού», ύπουλο γιατί δεν εκδηλώνεται με σαφείς προγραμματικούς στόχους, επικίνδυνο γιατί υποκαθιστά την πληροφόρηση με την αισχρή δημαγωγία, αποκαλύπτεται ενώπιον μας όταν αποφασίσουμε να ανατρέξουμε στις πηγές που το ίδιο επικαλείται. Η παραπληροφόρηση αναπαράγει μια υστερική καχυποψία απέναντι στον «αόρατο εχθρό» των Βρυξελλών, αυτό το μυθικό τέρας που χρησιμεύει σαν πολιτικό εργαλείο όσων επιδιώκουν να ρίξουν την κοινή γνώμη στην αλλη πλευρά του οδοφράγματος. Ποια είναι όμως πρακτικά η εναλλακτική πρόταση αυτής της πλευράς; Θα τη βρείτε μεταξύ των γκρεμισμένων οραμάτων του 20ου αιώνα που κείτονται εδώ και καιρό στους σκουπιδοτενεκέδες της ιστορίας. Μια καθαρότερη λοιπόν ανάλυση των αντιμαχόμενων στρατοπέδων θα μας οδηγούσε σε ένα απλό δίλημμα: Ευρωπαισμός ή ιδεολογικός ρακοσυλλεκτισμός;
o vaclav claus einai usterikos?