Ο ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ Ο ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ
Ιούν 15th, 2005 | Δημήτρης Σκάλκος| Κατηγορία: Ελλάδα, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |του συντρόφου Ρουμπασώφ
Το 1921, ο Βλάντιμιρ Ίλιτς Λένιν, υπό το βάρος των δυσεπίλυτων προβλημάτων που είχαν συσσωρεύσει οι οικονομικές επιλογές του λεγόμενου «πολεμικού κομμουνισμού», εισήγαγε την περίφημη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ).
Εκκινώντας από το 1918, οι οικονομικές εξουσίες περνούν στα τοπικά συμβούλια και τα σοβιέτ, με στόχο την άμεση μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία. Ο επαναστατικός οίστρος των μπολσεβίκων έφτασε μέχρι την προσπάθεια αντικατάστασης του χρήματος και την εγκαθίδρυση της ανταλλακτικής οικονομίας. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά και σύντομα κατέστη αναγκαίο να αποκατασταθούν μερικώς οι εμπορευματικές σχέσεις και να επιτραπεί η περιορισμένη ατομική ιδιοκτησία. Όλα αυτά βέβαια υπό τον δρακόντειο έλεγχο του κράτους, σύνθεση που οδήγησε σε αυτό που οι μαρξιστές συχνά ονομάζουν κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό.
Η σημερινή κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή φαίνεται να αντιλήφθηκε έστω και καθυστερημένα πως, υπό το βάρος των οικονομικών αδιεξόδων (συνέπεια ως ένα βαθμό της δικής της οικονομικής απογραφής), η απραξία ως επιλογή διακυβέρνησης, καλυπτόμενη από το μετέωρο ιδεολόγημα του «μεσαίου χώρου», και εμφανίζεται αποφασισμένη «να σπάσει αβγά», άλλη μία περίφημη φράση του λενινιστικού λεξιλογίου.
Η ΝΕΠ του Καραμανλή
Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό η οικονομική σκέψη του Λένιν επηρέασε τον υπουργό Οικονομίας & Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη, ο οποίος, ξεκινώντας από τον ΟΤΕ, επιχειρεί να συμβιβάσει τις απαιτήσεις λειτουργίας των ΔΕΚΟ υπό το καθεστώς των ελεύθερων αγορών, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα τον κρατικό χαρακτήρα τους, εισάγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την καραμανλική ΝΕΠ.
Έτσι, αντί να ιδιωτικοποιηθεί ο ΟΤΕ (ή καλύτερα, να αποκρατικοποιηθεί, καθώς ο όρος «ιδιωτικοποίηση» αποφεύγεται στο λεξιλόγιο της εγχώριας οικονομικής ορθότητας, ακόμη μία ένδειξη της καχυποψίας με την οποία αντιμετωπίζεται η αγορά), με τον νέο ιδιοκτήτη να αναλαμβάνει το κόστος της αναδιάρθρωσης του οργανισμού και με παράλληλη μέριμνα από την πλευρά του κράτους για τα συμφέροντα των εργαζομένων στην επιχείρηση, επιλέγεται ο εκσυγχρονισμός του ΟΤΕ με παράλληλη διασφάλιση της κρατικής ιδιοκτησίας της επιχείρησης με το κόστος να μετακυλύεται, έστω και μερικώς στον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή στους έλληνες φορολογουμένους. Όπως ορθά το έθεσε ο Γ. Αλογοσκούφης, «γίνεται ένα πρόγραμμα εξυγίανσης σημαντικό. Το θέμα είναι ποιος πληρώνει…».
Οι αιτιάσεις του γραμματέα της ΝΔ, Ευ. Μεϊμαράκη, περί σύνταξης «κοινωνικού προϋπολογισμού» (κατ’ ουσία δηλαδή ελλειμματικού), αν μη τι άλλο δείχνουν πως στο κυβερνών κόμμα έχουν εντρυφήσει έως και στις λεπτομέρειες της παλαιοπασοκικής πολιτικής επικοινωνίας.
Την ίδια στιγμή άνοιξε (και μάλλον ξανάκλεισε) η σχετική συζήτηση για το μέλλον του ΟΠΑΠ, όπου προκειμένου να ενταχθούν οι ελληνικές ομάδες στο κουπόνι του Στοιχήματος και να ξεπεραστεί ο σκόπελος της ΙΝΤΡΑΛΟΤ, ο οργανισμός εξετάζει τη περίπτωση να αναλάβει εξ ολοκλήρου την διεξαγωγή του, σύμφωνα με τα λεγόμενα του δ/ντος συμβούλου του. Αξίζει να σημειωθεί ότι, η ΟΠΑΠ ΑΕ έχει το μονοπώλιο, σύμφωνα με τη σύμβαση που συνήψε με το ελληνικό Δημόσιο (2000), της διεξαγωγής όλων των τυχερών παιχνιδιών που σχετίζονται με αθλητικές διοργανώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, αντί η κυβέρνηση να προχωρήσει στην απελευθέρωση της αγοράς τυχερών παιγνίων (το Δημόσιο διατηρεί το 50,8%) περιορίζοντας τις αρμοδιότητες της στην τήρηση του απαραίτητου θεσμικού πλαισίου, ενισχύει τον κρατικό χαρακτήρα του ΟΠΑΠ, προσδοκώντας πρόσκαιρα οικονομικά οφέλη που βεβαίως δεν επιλύουν τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας.
Ας μας επιτραπεί μία επισήμανση. Αν και πολλά μπορούν να ειπωθούν αναφορικά με το τι συνιστά μία φιλελεύθερη οικονομική πολιτική στις μέρες μας, είναι ευκολότερο να συμφωνήσουμε στο τι δεν είναι. Έτσι λοιπόν, μία φιλελεύθερη οικονομική πολιτική δεν επιβάλει φόρους (όπως με τα πρόσφατα φορολογικά μέτρα), δεν νοθεύει τον ανταγωνισμό (όπως με τον βασικό μέτοχο), δεν ιδρύει νέους κρατικούς φορείς (σύμφωνα με το κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ), δεν παρεμβαίνει προς όφελος των πλέον ευνοημένων ομάδων πίεσης.
Και βέβαια σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ολοκληρωμένη αναπτυξιακή πολιτική η μείωση της σπατάλης των υπουργείων, οι οριακές μετοχοποιήσεις, ο αναπτυξιακός νόμος, το συνεχές ωράριο των καταστημάτων, και εσχάτως η οικονομική εκμετάλλευση της Eurovision.
Ε, όχι και φιλελεύθερη!
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Πολλούς χαρακτηρισμούς μπορεί να αποδώσει κάποιος στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, σε καμία περίπτωση όμως αυτόν της φιλελεύθερης.
Είναι αυτονόητο πως, η κυβέρνηση δεν προτίθεται να επαναλάβει την επώδυνη εμπειρία της μητσοτακικής διακυβέρνησης, ερχόμενη σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες ομάδες πίεσης και το κόστος που η αντιπαράθεση συνεπάγεται.
Αντ’ αυτού, είναι αποφασισμένη να διατηρήσει με κάθε τρόπο το modus vivendi με τα συνδικάτα, έστω και αν αυτό απαιτεί «ένα τσουβαλάκι λίρες» σε κάθε προνομιούχο εργαζόμενο των συντεχνιών, όπως εύστοχα επεσήμανε ο Στ. Μάνος στην περίπτωση των αποχωρούντων εργαζομένων του ΟΤΕ.
Έτσι, ενώ σήμερα στις χώρες της (πρώην κομμουνιστικής) Ανατολικής Ευρώπης συζητούν και εισάγουν τον «ενιαίο φόρο» (flat tax), το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δεν στρέφεται στα επιτυχημένα παραδείγματα της Ιρλανδίας, της Αυστραλίας ή της Νέας Ζηλανδίας, αλλά περιορίζεται να συντάσσει…κοινωνικούς προϋπολογισμούς, επιζητώντας οικονομικούς πόρους που θα της επιτρέψουν να φτάσει ως τις επόμενες εθνικές εκλογές με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Δεν είναι έπειτα να απορεί κανείς που οι χώρα μας υστερεί σε άμεσες ξένες επενδύσεις ακόμη και από την Λιβύη του Καντάφι (Helena Smith, «The face to launch 1.000 trips?», The Guardian, 24.5.2005).
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, είναι εντελώς άστοχες οι καταγγελίες των κινήσεων του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ως «θατσερικές» ή «νεοφιλελεύθερες». Δυστυχώς για την ίδια, η επονομαζόμενη και «σιδηρά κυρία» δεν γνώριζε τα μυστικά της αλογοσκούφιας εθελουσίας εξόδου, ώστε να αποφύγει τις κοινωνικές εντάσεις και το πολιτικό κόστος που επέφερε η ρήξη με το ισχυρό συνδικάτο των ανθρακωρύχων.
Στο βαθμό που οι αντι-θατσερικές κορώνες εκπορεύονται από φιλοπασοκικά μέσα ενημέρωσης, γίνεται αντιληπτό πως στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επικρατεί παντελής ιδεολογική ένδεια, η οποία είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνη για την εικόνα αμηχανίας, πολυγλωσσίας και καθυστερημένων αντιδράσεων που παρουσιάζει το ΠΑΣΟΚ. Οι απελπισμένες διαβεβαιώσεις του Γ. Παπανδρέου πως είναι «αντικρατιστής», αν και συμπαθείς κα προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν επιλύουν το πρόβλημα.
Έπειτα από τα παραπάνω, διερωτόμαστε πώς νοιώθει άραγε ο πάλαι ποτέ φιλελεύθερος οικονομολόγος Γ. Αλογοσκούφης, ως υπουργός Οικονομίας του τελευταίου μαρξιστικού κράτους της Ευρώπης.
Όταν προεκλογικά ο σημερινός υπουργός Επικρατείας διαβεβαίωνε ότι «θα γίνουμε ακόμη και κομμουνιστές για χάρη του λαού», αρκετοί έσπευσαν να αποδώσουν τη φράση του σε μία έξαρση λαϊκισμού και ανοίγματος προς τα αριστερά, επηρεασμένος ίσως και από το πολιτικό παρελθόν του.
Ωστόσο, το δυστύχημα όπως αποδεικνύεται είναι πως μάλλον το εννοούσαν.
[…] Συμπερασματικά, η χρήση και η κατάχρηση του όρου «νεοφιλελευθερισμός» συγκαλύπτει την απελπιστική ένδεια νέων ιδεών και προτάσεων στο αφασικό πολιτικό μας σύστημα και συμβάλει στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου οικονομικοκοινωνικού μοντέλου του παρεοκρατικού καπιταλισμού (crony capitalism) μέσα από την ιδεολογική ηγεμονία της κρατικιστικής συναίνεσης. […]
[…] Από την άλλη πλευρά έχουμε μία συστηματική υπονόμευση των μεταρρυθμίσεων η οποία λαμβάνει διάφορες μορφές εξίσου δυσμενείς για τις αλλαγές που επιχειρούνται. Η εμμονή της ΝΔ σε ένα αόριστο ανθρωποκεντρικό κοινωνικό κέντρο την καθιστά ευάλωτη σε κάθε αλλαγή που θα ήθελε να επιχειρήσει. Η πιο σωστή συνιστώσα της οικονομικής πολιτικής της ΝΔ για την απλούστευση του φορολογικού συστήματος και της ελάφρυνσης των φόρων, την φέρει κατηγορούμενη από ισχυρούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης για ζήλο υπέρ της πλουτοκρατίας. Δεν άκουσα κανέναν λοιπόν να ισχυριστεί ότι η καθολική μείωση των εταιρικών φόρων και στα διανεμόμενα κέρδη ενισχύει την χρηματαγορά, τους ιδιοκτήτες μετοχών, την διεύρυνση του θεσμού της εταιρικής ιδιοκτησίας σε μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού και την εδραίωση της έννοιας και της σημασίας του λαϊκού καπιταλισμού που οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο τις ελεύθερες οικονομίες και τις ανοικτές κοινωνίες. […]
Συμφωνώ με τα περισσότερα από τα παραπάνω με μία μόνη επισήμανση:
Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, όχι αναγκαστικά του καλύτερου. (Όπως άλλωστε και η δημοκρατία η ίδια είναι το λιγότερο κακό πολίτευμα και όχι το τέλειο το οποίο δεν υπάρχει)…
Και η Ελληνικη πατέντα της “ήπιας προσαρμογής” -όσο και να μας εκνευρίζει με το ένα βήμα εμπρός, δύο πίσω και τρία πλαγίως- ίσως να είναι πιο αποτελεσματική από μια πολιτική απόλυτης ριξης μεσοπρόθεσμα…
Και εγώ ελπίζω μαζί σας να βρεθούν έλληνες πολιτικοί με το κουράγιο (και το μυαλό) να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα αλλά επίσης τρομοκρατούμαι με το τι θα συμβεί εάν το κάνουν. Γιατί η Θάτσερ δεν θα είχε επιβιώσει μάλλον στην Ελλάδα για πολύ καιρό… Ούτε και στην Γαλλία μαλλον και ένα σωρό άλλες χώρες βέβαια.
Τώρα γιατί η Ελλάδα είναι σε αυτήν την κατάσταση και τι μπορούμε να κάνουμε εμείς και οι πολιτικοί είναι καλό ερώτημα. Βέβαια μια καλή αρχή είναι να αρχίσουν τουλάχιστον μερικοί πολιτικοί & δημοσιογράφοι να λένε την “αληθεια” παρά να μασουλάνε όλοι της ίδιες λαικιστικές κοινοτυπίες. Μόνο ο Μάνος προσπαθεί και κανείς δεν τον ακούει βέβαια…
Είναι λίγο άσχετο αλλά απογοητεύτικα τρομερά από τον Σημήτη μετά που παρετήθηκε το 2004. Εντάξει, ο άνθρωπος είναι πρώην (ακρο-)αριστερός και νυν σοσιαλδημοκρατης (ότι και να σημαίνει αυτό) αλλά σίγουρα είναι ένας άνθρωπος ορθολογιστής και αναλογικά φιλελευθερος σε σχέση με τον μέσο Έλληνα και μέσο Έλληνα πολιτικό. Ήταν επίσης ένας άνθρωπος που τον είχαν σε γενική εκτίμηση οι Έλληνες, ακόμα και εάν δεν σκόπευαν να τον ξαναψηφίσουν. Αντί λοιπόν να εκμεταλευτεί του γεγονότος ότι δεν είναι πια πρωθυπουργός και να πει δυο τρία βασικά πράγματα στους Έλληνες σε όποιο θέμα επέλεγε ο ίδιος βρε παιδί μου, για τον αντιαμερικανισμό μας, τον κρατισμό, την θλιβερή κατάσταση στην εκπαίδευση, την στάση μας απέναντι της Τουρκίας, την τρομοκρατία, την ομοφοβία και έλλειψη φιλελευθερης συνείδησης στην Ελλάδα τόσα και τόσα, έχει εξαφανιστεί εντελώς και όποτε ανοίγει το στόμα του λεέι ασυναρτησίες υπέρ της πρωθυπουργίας του και κατά της κυβέρνησης…