Διαμάχες για την παιδεία
Μάι 1st, 2007 | Γιώργος Παγουλάτος| Κατηγορία: Ελλάδα, Παιδεία | Email This Post | Print This Post |του Γιώργου Παγουλάτου*
Στην παιδεία εντοπίστηκαν δύο σημαντικές πρόσφατες ιδεολογικές συγκρούσεις: οι κινητοποιήσεις ενάντια στο νέο νόμο για τα ΑΕΙ και η διαμάχη για το βιβλίο ιστορίας της έκτης δημοτικού.
Ως διαμάχες για την παιδεία, αφορούν και οι δύο το μέλλον. Και οι δύο επίσης αφορούν με διαφορετικούς τρόπους το παρελθόν, ως πιθανό βαρίδι σε μια προσπάθεια συλλογικής αυτοσυνειδησίας και προσαρμογής σε μια περίπλοκη και απαιτητική διεθνή πραγματικότητα.
Και οι δύο αποτέλεσαν παραδείγματα ατελούς και πιθανόν ατελέσφορης μεταρρύθμισης –αν και το τελευταίο μένει να φανεί. Ο νέος νόμος-πλαίσιο ήταν άτολμος και ανεπαρκής, αδύναμος ως συνολική μεταρρυθμιστική σύλληψη, αλλά βελτιωτικός, με σημαντικές επιμέρους διατάξεις. Αντιστρόφως, το σχολικό βιβλίο διεπόταν από μια συνολική μεταρρυθμιστική αντίληψη διδασκαλίας της ιστορίας, με ορισμένες δευτερεύουσες αδυναμίες στην εφαρμογή της.
Και οι δύο προσπάθειες αλλαγής σηματοδοτούσαν μια ώριμη ανάγκη αποφοίτησης από προηγούμενα εξελικτικά στάδια, που έχουν εξαντλήσει την ιστορική τους συμβολή. Το νέο σχολικό βιβλίο εγκατέλειψε την παραδοσιακή τάση χρήσης της ιστορίας ως εργαλείου δημιουργίας εθνικής συνείδησης μέσω της φαντασιακής σύγκρουσης με έναν προαιώνιο εχθρό. Η παραδοσιακή ιστορικιστική προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο αυτοεκπληρούμενης προφητείας, σε μια βαλκανική περιφέρεια που παρήγαγε πάντοτε περισσότερη ιστορία από όση μπορούσε να καταναλώσει.
Η νέα προσέγγιση αντίθετα εισηγείται μια σύγχρονη αντίληψη ιστορίας, που δεν τροφοδοτεί εθνικιστικά πάθη και ψευδαισθήσεις μοναδικότητας, αλλά εντάσσει ψύχραιμα την εθνική πορεία στο ευρύτερο ευρωπαϊκό συμπεριέχον (ο Διαφωτισμός του Κοραή και του Ρήγα ως μέρος του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού). Εκπαιδεύει στον αναστοχασμό και την κριτική αμφισβήτηση, διαπλάθοντας έναν δημιουργικό πατριωτισμό στηριγμένο όχι στην εθνική μυθοπλασία αλλά σε ανθρωπιστικές αξίες και ψύχραιμη εθνική αυτοσυνειδησία.
Κατ’ αντιστοιχία, η (ατελής και ανολοκλήρωτη) προσπάθεια θεσμικής αλλαγής στα ΑΕΙ σηματοδοτεί τη μετάβαση σε ένα νέο πλέγμα προτεραιοτήτων, διαφορετικών από εκείνες που διείπαν το νόμο-πλαίσιο 1268/1982. Ο τελευταίος αποτέλεσε ιστορικό βήμα προόδου, καταργώντας τον αναχρονισμό της έδρας και θεσμοθετώντας δημοκρατία στα πανεπιστήμια. Όμως από την αυθαιρεσία της καθηγητικής «αυθεντίας» περάσαμε στην κομματοκρατία και την ασυδοσία βίαιων μειοψηφιών. Το ελληνικό πανεπιστήμιο διψά χρόνια τώρα για αναβάθμιση και θεσμικό εκσυγχρονισμό, ώστε να λειτουργήσει με αποτελεσματικότητα, λογοδοσία και κανόνες αξιολόγησης σε ένα ραγδαία διεθνοποιούμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Και στις δύο περιπτώσεις, όπως συχνά συμβαίνει, το status quo έχει στο μεταξύ παγιώσει συνασπισμούς συμφερόντων που μάχονται για τη διατήρησή του. Εκκλησία και συντηρητικοί/εθνικίζοντες κύκλοι, με το ΚΚΕ, ο σκληρός πυρήνας ενάντια στο βιβλίο ιστορίας. Ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ και φοιτητικές παρατάξεις, στην περίπτωση των ΑΕΙ.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι πολέμιοι της αλλαγής επιστράτευσαν ένα συλλογικό αφήγημα παραμυθίας και εξιδανίκευσης. Στην περίπτωση του σχολικού βιβλίου, πηγή ήταν το παπαρρηγοπούλειο ιδεολόγημα της αδιάσπαστης ελληνοχριστιανικής συνέχειας και καθαρότητας, ή πάντως το «ρεαλιστικό» επιχείρημα της «χρησιμότητας» εθνικών μύθων όπως το κρυφό σχολειό κι η ηγετική συμβολή της εκκλησίας στην Επανάσταση.
Οι αντίπαλοι των θεσμικών αλλαγών στα πανεπιστήμια οχυρώθηκαν πίσω από ένα άλλο ανορθολογικό ιδεολόγημα: ότι οι φοιτητικές κινητοποιήσεις δικαιώνονται αυτόματα, ως αδιάρρηκτη συνέχεια των ιστορικών αγώνων του φοιτητικού κινήματος. Άλλο όμως η φοιτητική αντίσταση σε εποχές υπολειμματικής ελευθερίας. Και άλλο η ακραία και εκ του ασφαλούς, υπέρμετρη αντίδραση σε περιορισμένες και αυτονόητες αλλαγές, με συνέπεια την παράλυση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Αν οι πολέμιοι του βιβλίου ιστορίας αντλούν από τον παραδοσιακό εθνοκεντρισμό και τις θολές σχέσεις κράτους-εκκλησίας, κρίσιμη διέπουσα της αντίδρασης στις θεσμικές αλλαγές των ΑΕΙ είναι ο μεταπολιτευτικός λαϊκισμός. Το κίνημα των καταλήψεων τροφοδοτήθηκε από μια λογική άμετρων διεκδικήσεων και μειωμένης ευθύνης, ηθικής αυταρέσκειας, δυσανεξίας προς την αντίθετη άποψη, περιφρόνησης του δημόσιου χώρου και της δημόσιας περιουσίας. Κι ας συμπαρέσυρε μαζί του ευαίσθητους και ανήσυχους φοιτητές.
Και στα δύο ζητήματα οι πολέμιοι είχαν τους εξτρεμιστές τους. Αναρχικούς κουκουλοφόρους στη μια περίπτωση, φασιστοειδείς χουλιγκάνους πυρπολητές βιβλίων στην άλλη. Η δαιμονοποίηση του αντιπάλου επιστρατεύθηκε. «Πρόθυμοι» και «συνομιλητές της Γιαννάκου» στη μια περίπτωση, «νεοταξικοί» και «αρνησιπάτριδες» στην άλλη.
Η δαιμονοποίηση όσο και η εθνοκολακεία, αποτέλεσαν πυλώνες της παραδοσιακής εθνικής ιστοριογραφίας, με τους οποίους αναμετρήθηκε το νέο βιβλίο. Πολλοί από όσους ξιφούλκησαν εναντίον του θέλουν μια εθνική ιστορία που θα εμφανίζει μονίμως την Ελλάδα ως αθώο θύμα των ξένων δυνάμεων. Υποβαθμίζοντας τον κρίσιμο ρόλο των ξένων συμμάχων, από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και τη Συνθήκη των Σεβρών μέχρι την ελληνική ένταξη στην ΕΟΚ και τη χρηματοδότηση της ελληνικής περιφέρειας από τους γερμανούς φορολογούμενους.
Μια αντίστοιχη ρητορική εθνικής ομφαλοσκόπησης και θυματοποίησης (αυτή τη φορά του δημόσιου πανεπιστημίου από την ΕΕ και την αγορά) επιστρατεύθηκε από τους πολέμιους των μεταρρυθμίσεων στα ΑΕΙ. Λες και το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν λειτουργεί σε έναν ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκπαίδευσης, δεν παράγει αποφοίτους που θα αναζητήσουν δουλειά σε μια ενιαία αγορά, ανταγωνιζόμενοι χιλιάδες έλληνες πτυχιούχους ξένων πανεπιστημίων.
Και οι δύο διαμάχες έχουν τέλος σημαντικότατα διακυβεύματα. Ανάμεσά τους, η ανάγκη αναβάπτισης των στενότερων αφοσιώσεων σε ένα πλαίσιο πολλαπλότητας ταυτοτήτων και πλουραλισμού αξιών. Ο νέος Έλληνας, κοινωνός εθνικής ιστορίας, είναι ταυτόχρονα ευρωπαίος, πολίτης του κόσμου, φορέας ανθρωπιστικού φρονήματος και πολιτικής ιδεολογίας. Το «απροϋπόθετο» δημοκρατικό πανεπιστήμιο της «συνδιοίκησης» είναι επίσης θεσμός ποιοτικής παραγωγής και διάχυσης γνώσης, αξιοκρατικής ανέλιξης για τους αποφοίτους του, μοχλός οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Τόσο το πανεπιστήμιο όσο και η δια της ιστορίας οικοδόμηση εθνικής ταυτότητας δεν λειτουργούν ως απομονωμένες νησίδες, αλλά εντάσσονται σε ευρύτερα δυναμικά υποσυστήματα, αλληλεξαρτώμενα με το περιβάλλον τους. Ο «ανάδελφος» Έλληνας και το «ανάδελφο» Πανεπιστήμιο, όψεις μιας κοινής ιδεολογίας, δεν έχουν θέση στη σύγχρονη Ελλάδα.
—————————————————————–
* Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή του Σαββάτου, 14 Απριλίου 2007
«Η νέα προσέγγιση αντίθετα εισηγείται μια σύγχρονη αντίληψη ιστορίας, που δεν τροφοδοτεί εθνικιστικά πάθη και ψευδαισθήσεις μοναδικότητας, αλλά εντάσσει ψύχραιμα την εθνική πορεία στο ευρύτερο ευρωπαϊκό συμπεριέχον», λέει ο κ. αρθρογράφος. – Αυτό όμως δεν φαίνεται να είναι η λύση για το πρόβλημα της διδασκαλίας της ιστορίας, αλλά απλώς μετάθεση του προβλήματος στο «ευρωπαϊκό συμπεριέχον», το οποίο με τη σειρά του χρήζει ερμηνείας. Δεν χρειάζεται να εκπλαγεί ο κ. αρθρογράφος όταν (και αν) διαπιστώσει ότι το «ευρωπαϊκό συμπεριέχον» δεν είναι άλλο παρά ακόμη μια γκάμα εθνικισμών, αφού τα ιστορικά υποκείμενα ποτέ δεν ήταν και δεν είναι «η Ευρώπη» αλλά διάφορα έθνη. Και όπου έθνη, εκεί και εθνικά συμφέροντα και εθνικοί μύθοι. Μπορούν έθνη ή και μεμονωμένα άτομα να ζήσουν χωρίς μύθους; Μπορεί ο κ. αρθρογράφος να ζήσει κι αυτός χωρίς τον δικό του μύθο; Πάντοτε οι άνθρωποι βλέπουν την πραγματικότητα δια μέσου του ονείρου, – αυτό που κοινώς αποκαλούμε ιδεολογία. Αλλιώς, και η εθνική και η ατομική (επι)βίωση είναι αβάσταχτη και ανέφικτη.
Σταμάτησα να διαβάζω στο:
Η νέα προσέγγιση αντίθετα εισηγείται μια σύγχρονη αντίληψη ιστορίας, που δεν τροφοδοτεί εθνικιστικά πάθη και ψευδαισθήσεις μοναδικότητας, αλλά εντάσσει ψύχραιμα την εθνική πορεία στο ευρύτερο ευρωπαϊκό συμπεριέχον (ο Διαφωτισμός του Κοραή και του Ρήγα ως μέρος του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού). Εκπαιδεύει στον αναστοχασμό και την κριτική αμφισβήτηση, διαπλάθοντας έναν δημιουργικό πατριωτισμό στηριγμένο όχι στην εθνική μυθοπλασία αλλά σε ανθρωπιστικές αξίες και ψύχραιμη εθνική αυτοσυνειδησία.
Υπέρ του βιβλίου της Ρεπούση ο Κοραής και ο Ρήγας;
Και τις “ψευδαισθήσεις” ποιός τις ξεκίνησε; Ο Χριστόδουλος ή Καρατζαφέρης;
Ο λίγη σοβαρότης από τον Παγουλάτο δεν θα έβλαπτε! Και ολίγη κριτική στα λεγόμενά του από τους οπαδούς του Κοραϊσμού επίσης…
Συμφωνώ κατά 99% με το άρθρο του κ.Παγουλάτου και λυπάμαι πως στις πρόσφατες συζητήσεις για την παιδεία, φωνές λογικής όπως αυτή ήταν σχεδόν εντελώς χαμένες πίσω από τις κραυγές των φοιτητών και τις φωτιές των κουκουλοφόρων. Ίσως γιατί και οι υποστηρικτές των μεταρυθμίσεων συνειδητά ή ασυνείδητα απέφυγαν από το να υποστηρίξουν δυναμικά τις (όντως ανεπαρκείς) μεταρυθμίσεις με την δικαιολογία ότι είναι άτολμες κτλ.
Πάντως συμφωνώ και με το σχόλιο του Max: Είναι απαραίτητη η ύπαρξη ιδεολογίας σε μια κοινωνία, αν μη τι αλλο για να βοηθήσει την κοινωνική συνοχή και να δώσει κάποιο νόημα στην ζωή μας. Άλλωστε και ο φιλελευθερισμός είναι μια ιδεολογία.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι μαύρο-άσπρο: “πραγματική”, κριτική, μη-ιδεολογική ιστορία από την μία, και “παραμύθια” για την δημιουργία εθνικών μύθων από την άλλη. Τα ερωτήματα που βλέπω εγώ είναι δύο:
1. Πόσο εντονη πρέπει να είναι η [κρατική] προπαγάνδα για την δημιουργία “ιδεολογίας”.
Σίγουρα όλοι συμφωνούμε ότι ασφυκτικές και υπερβολικές εθνικές προπαγάνδες όπως πχ την περίοδο της δικτατορίας είναι επιζήμιες. Που ακριβώς είναι η χρυσή τομή είναι προς συζήτηση. Πιστεύω ότι το βιβλίο είναι γενικά στην σωστή κατευθυνση: συνεχίζει να βάζει την Ελλάδα στο κέντρο, συνεχίζει να παρουσιάζει την Ελληνική Ιστορία από ένα θετικό πρίσμα, χωρίς όμως να το παρακάνει. Σίγουρα αυτό μπορεί να συζητηθεί και άλλο. Ωστόσο δεν το βλέπω ως ένα “θρησκευτικό” πόλεμο με δύο αντίθετες πλευρές που δεν έχουν κοινά σημεία…
2. Ποια πρέπει να είναι αυτή η “ιδεολογία”.
Ειμαστε τυχεροί γιατί η Ελληνική ιστορία μας δίνει πολλές δυνατότητες να τονίσουμε τις πτυχές τις οποίες θέλουμε: την επεκτατική πολιτική του Αλεξάνδρου, την στρατοκρατία της Σπάρτης, την δημοκρατία της Αθήνας, την ανθρωποκεντρική τέχνη και φιλοσοφία, τον φονταμεταλισμό (εποχών) του Βυζαντίου, την πανβαλκανική ουτοπία του Ρήγα, κτλ κτλ.
Είναι προφανές σε μένα ότι μπορούμε εύκολα να δημιουργήσουμε μια εθνική ταυτότητα η οποία δεν βασίζεται σε μίσος για τους “εχθρούς” ή σε ένα μίζερο συναίσθημα συνεχούς αδικίας (από της ΗΠΑ, τις Μεγάλες Δυνάμεις, την Βενετία κτλ) αλλά στα τόσα θετικά τα οποία βγήκαν από αυτή την χώρα. Αν μη τι άλλο, η Ελλάδα έχει υποφέρει από συναισθηματικές ψευτο-εθνικιστικές αποφάσεις (πχ Κυπριακό…). Και μια και το όνομα του Χριστόδουλου αναφέρθηκε, είναι κρίμα που η Ελληνική Εκκλησία αποφάσισε να ταχθεί στο πλευρό της μισαλοδοξίας και των ακραίων κραυγών αντί να υποστηρίζει τις -χριστιανικές!- αρχές της ανεκτικότητας και της αγαπης.
την δημοκρατία της Αθήνας,
arkei na mhn hsoun metoikos h doulos