Η αδιέξοδη επιλογή της κυβερνητικής συναίνεσης
Απρ 1st, 2009 | Δημήτρης Σκάλκος| Κατηγορία: Δημήτρης Σκάλκος | Email This Post | Print This Post |Όπως αναδεικνύουν οι έρευνες κοινής γνώμης των τελευταίων μηνών, ένας σημαντικός και αυξανόμενος αριθμός ελλήνων πολιτών, δικαιολογημένα κουρασμένος από την ολοφάνερη ανικανότητα του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού να διαχειριστεί τα σωρευμένα οικονομικά προβλήματα και την επερχόμενη οικονομική ύφεση καθώς και τη κούφια αντιπαλότητα τους, εκφράζει τη προτίμηση του σε κυβερνήσεις συνεργασίας ώστε μέσω συναινετικών πολιτικών να αναζητηθεί διέξοδος από το τέλμα της πολιτικής μας ζωής.
Αναμενόμενα, ένας αριθμός πολιτικών έσπευσαν πρόθυμα να συνηγορήσουν άκριτα με τις φύσει ευμετάβλητες διαθέσεις των ερωτώμενων και να προτείνουν με τη σειρά τους διάφορους, περισσότερο ή λιγότερο, ευφάνταστους μετεκλογικούς συνδυασμούς συνεργασίας προσδοκώντας να εισπράξουν επικοινωνιακά οφέλη και αδιαφορώντας για το περιεχόμενο των προτάσεων τους.
Τα παραπάνω αποκτούν μεγαλύτερη σημασία αν ειδωθούν κάτω από το πρίσμα της ενδεχόμενης αδυναμίας σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης στις επερχόμενες εθνικές εκλογές όταν αυτές διεξαχθούν, γεγονός που καθιστά αναγκαίο να αφιερώσουμε μερικές γραμμές στη περί συναίνεσης και συνεργασιών συζήτηση.
Η δυσκολία της τέχνης του πολιτικού συμβιβασμού έγκειται στο ότι δεν υπάρχει ένας a priori αποδεκτός τρόπος εναρμόνισης των επιμέρους κοινωνικών συμφερόντων. Όπως με μοναδικό τρόπο ανέδειξε ο Isaiah Berlin, οι πολιτικές κοινωνίες είναι κοινότητες ανταγωνισμών όπου συναντώνται διαφορετικές αξιολογικές προσεγγίσεις που δεν μπορούν να ιεραρχηθούν αντικειμενικά. Η επιτυχής πολιτική διακυβέρνηση (ορθή; δίκαιη; αποτελεσματική;) δεν είναι άσκηση τεχνοκρατικής διοίκησης, μαθηματικών υπολογισμών ή απαγωγικής λογικής. Αντίθετα, είναι μια συνεχής διαπραγμάτευση επίπονων πολιτικών επιλογών, αποτέλεσμα μιας εύθραυστης ισορροπίας ανάμεσα σε συμφέροντα που ανάγονται με τη σειρά τους σε σύνθετα αξιακά, ηθικά και ιδεολογικά πλαίσια που δεν συμβιβάζονται κατ’ ανάγκη μεταξύ τους.
Στη πραγματικότητα, η συναίνεση, με την έννοια της γενικής συμφωνίας, επιτυγχάνεται μόνο μέσω της α-πραξίας. Δηλαδή, μέσω της επιλογής της αδράνειας προκειμένου να μην αναδεικνύονται οι διαφορές μεταξύ των μερών που απειλούν να υπονομεύσουν αυτή την επίπλαστη συμφωνία. Ακόμη χειρότερα, στην εφαρμοσμένη πολιτική οι εταίροι ανάλογων κυβερνητικών συνασπισμών συχνά βρίσκονται στη βολική θέση να αναπαράγουν και να διευρύνουν προηγούμενες επιζήμιες, πλην όμως εκλογικά επωφελείς, πολιτικές.
Το πιο πρόσφατο ιστορικά ανάλογο παράδειγμα αντιπαραγωγικής πολιτικής συναίνεσης υπήρξε η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ-Ενιαίου Συνασπισμού τον Νοέμβριο του 1989 (κυβέρνηση Ζολώτα) με τα γνωστά πενιχρά αποτελέσματα για τον τόπο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Πάνο Καζάκο, «η τύχη της οικουμενικής έδειξε τα όρια στα οποία θα προσέκρουαν συμμαχικές κυβερνήσεις, αν το εκλογικό σύστημα ανέτρεπε τον δικομματισμό» (Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά- Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000, σελ. 428).
Οι εμπειρικές έρευνες στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης φαίνεται να επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό. Έτσι, οι πολιτικοί οικονομολόγοι Alberto Alesina και Allan Drazen σε κείμενο εργασίας τους αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των σταθεροποιητικών δημοσιονομικών προγραμμάτων (Why Are Stabilizations Delayed?) συναρτούν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών σταθεροποίησης με τη πολιτική συνοχή που χαρακτηρίζει μία κοινωνία. Ειδικότερα, οι Nouriel Roubini και Jeffrey Sachs (Government Spending and Budget Deficits in the Industrial Democracies) συναρτούν την έλλειψη πολιτικής συνοχής με τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα.
Με τη σειρά τους, οι Alex Cukierman, Sebastian Edwards και Guido Tabellini (Seignorage and Political Instability) συναρτούν το επίπεδο του πληθωρισμού μιας οικονομίας με την έλλειψη σταθερότητας στο πολιτικό σύστημα, ενώ οι Alesina και Perotti υποστηρίζουν πως οι κυβερνήσεις συνεργασίας έχουν λιγότερες πιθανότητες να προωθήσουν επιτυχημένα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης (The Political Economy of Budget Deficits). Τέλος, οι Γιάννος Κοντόπουλος και Roberto Perotti θεωρούν πως όσο αυξάνεται ο αριθμός των κομμάτων που μετέχουν στη κυβέρνηση, τόσο χαλαρώνει η δημοσιονομική πολιτική (Government Fragmentation and Fiscal Policy Outcomes: Evidence from OECD Countries).
Κοινός τόπος των παραπάνω ερευνητών είναι πως, τα σταθεροποιητικά προγράμματα περιλαμβάνουν παρεμβατικές πολιτικές μεγάλης κλίμακας (κοινωνικές δαπάνες, αναδιανομή εισοδήματος μέσω φορολογίας, κ.λπ), με οικονομικές συνέπειες σε ευρείες κοινωνικές ομάδες και ως εκ τούτου στη πολιτική και εκλογική τους κινητοποίηση. Η επίτευξη της συμφωνίας που απαιτείται για τη προώθησή τους καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη όταν επιχειρείται στο πλαίσιο μεγάλων, βραχύβιων και χωρίς εσωτερική συνοχή κυβερνητικών συνασπισμών. Καθώς τα πολιτικά κόμματα που μετέχουν στο κυβερνητικό συνασπισμό θέτoυν αναμενόμενα σε προτεραιότητα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εκλογικής τους βάσης, βρίσκονται σε μια διαρκή διαπραγμάτευση για τον επιμερισμό του πολιτικού κόστους στο πλαίσιο του κυβερνητικού σχήματος.
Εντός των κυβερνητικών συνασπισμών, κάθε κόμμα έχει αυξημένη δυνατότητα να μπλοκάρει προτεινόμενα μέτρα, αλλά μειωμένη δυνατότητα να προωθήσει το πρόγραμμά του. Έτσι, η προσπάθεια τους να μειώσουν το κόστος των μέτρων προσαρμογής στην εκλογική τους πελατεία και η αναδιανεμητική σύγκρουση (distributional conflict) που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες που συγκροτούν την εκλογική τους βάση, οδηγούν συχνά σε μια κατάσταση όπου η αδράνεια (inaction) εμφανίζεται ως ορθολογική επιλογή για τα κόμματα που συγκροτούν στον κυβερνητικό σχηματισμό.
Είναι προφανές λοιπόν πως, σε μια κατακερματισμένη κοινωνία όπου κυριαρχούν τα ειδικά και οργανωμένα συμφέροντα και οι χρόνιες παθογένειες του πελατειακού κράτους, όπως η ελληνική, η επιλογή κυβερνητικών συνασπισμών προκειμένου να διαχειριστούν ζητήματα των οποίων η λύση απαιτεί ρηξικέλευθες προτάσεις και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, μόνο καταστροφική μπορεί να είναι για το τόπο.
Συμπερασματικά, οι κυβερνητικές συνεργασίες ως πεδίο εφαρμογής μιας συναινετικής λογικής συνιστούν κατά βάση μία αδιέξοδη επιλογή. Αυτό που χρειάζεται πρώτιστα το απονευρωμένο πολιτικό μας σύστημα είναι δέσμες ιδεών με εσωτερική συνέπεια και συνοχή που θα ερμηνεύουν τα αίτια της υστέρησης του πολιτικού και οικονομικού μας συστήματος και θα αναδεικνύουν τις διαφορετικές προσεγγίσεις επίλυσης τους. Στη συνέχεια, τότε μόνο και όχι πριν, καθίστανται δυνατές, αλλά και επιθυμητές, συναινέσεις στα επιμέρους ζητήματα.
Στην τελευταία παράγραφο λέτε “Αυτό που χρειάζεται πρώτιστα το απονευρωμένο πολιτικό μας σύστημα είναι δέσμες ιδεών με εσωτερική συνέπεια και συνοχή που θα ερμηνεύουν τα αίτια της υστέρησης του πολιτικού και οικονομικού μας συστήματος και θα αναδεικνύουν τις διαφορετικές προσεγγίσεις επίλυσης τους.”
Πώς θα γίνει αυτό; Από ένα κόμμα που βρίσκεται εκτός συστήματος; Από την ΦΣ ; Εγώ προσωπικώς το θεωρώ δυνατό η ΦΣ να συμπυκνώσει (ήδη το κάνει) όλες τις επιμέρους διαπιστώσεις και να θέσει προτάσεις πάνω σε μια συγκεκριμένη πλατφόρμα, όπως έκανε με την προσπάθεια δημιουργίας μιας μεταρρυθμιστικής συμπαράταξης.
Όμως πρέπει να παραδεχτείτε ότι η δημιουργία τέτοιων προϋποθέσεων αν δεν εμπλακούν και μεγαλύτερα κόμματα, είναι πάρα πολύ δύσκολη. Κι αυτά τα κόμματα δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων.
Πώς θα προωθήσει λοιπόν η ΦΣ συνεργασίες (συναινέσεις) με άλλες ακόμη και μικρές δυνάμεις όταν η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει εγωπάθεια ,ναρκισισμό και μικρομεγαλισμό;