Φρόνηση και ελευθερία του λόγου

Απρ 27th, 2008 | | Κατηγορία: Χαρίδημος Τσούκας | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

Ο πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων κ.Σ. Μπάγιας έδωσε μια ήδη επίμαχη συνέντευξη στα «Νέα» (18/3/2008) και παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ.Γ. Σανιδά. Η εντυπωσιακή δημόσια συμπαράσταση στον κ.Μπάγια τέθηκε, κυρίως, με όρους προστασίας της ελευθερίας του λόγου: ένας συνδικαλιστής εισαγγελέας δικαιούται να εκφέρει ελεύθερα τη γνώμη του για τη Δικαιοσύνη, ακόμα κι αν αυτή δεν είναι αρεστή στους προϊσταμένους του. Ελάχιστοι, φυσικά, θα διαφωνήσουν με την άποψη αυτή. Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο, πιο λεπτό ερώτημα, που σπάνια τίθεται: πως (πρέπει να) χρησιμοποιείται η ελευθερία του λόγου;

Ας πάρουμε ένα ακραίο παράδειγμα. Στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος κάλεσε τους πολίτες να ψηφίσουν τον κεντροδεξιό υποψήφιο. Όταν ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυριών για την απροκάλυπτα πολιτική παρέμβαση του θρησκευτικού ηγέτη, υποστηρικτές του Αρχιεπισκόπου υπεραμύνθηκαν του δικαιώματός του να μιλά ελεύθερα, όπως κάθε πολίτης. Αναδιατυπώνω το αρχικό ερώτημα: θέτει όρια η θεσμική ιδιότητα του ομιλητή στην ελευθερία του λόγου του;

θέτει όρια η θεσμική ιδιότητα του ομιλητή στην ελευθερία του λόγου του;

Ποια ήταν τα επίμαχα σημεία της συνέντευξης Μπάγια; Τα εξής δύο. Πρώτον, ο κ.Μπάγιας διατύπωσε τη γνώμη ότι «ειδικά για την υπόθεση [των υποκλοπών] δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ότι υπήρξε αδικαιολόγητη αδράνεια της Εισαγγελίας τουλάχιστον κατά το αρχικό στάδιο. Μια προκαταρκτική έρευνα που έπρεπε να ολοκληρωθεί σε λίγες- ελάχιστες- ημέρες, διήρκεσε έντεκα ολόκληρους μήνες […]».

Με τη δήλωση αυτή ο πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων ουσιαστικά επικρίνει δημοσίως συναδέλφους του. Προσέξτε ότι δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο, μόνο κρίνει. Γιατί η «αδράνεια της Εισαγγελίας» ήταν «αδικαιολόγητη»; Είχε την απαιτούμενη ενημέρωση ο κ.Μπάγιας που του επέτρεψε να εκφραστεί απαξιωτικά για το έργο των αρμοδίων συναδέλφων του; Αν την είχε, δεν τη μοιράστηκε μαζί μας – ο λόγος του έμεινε αόριστα καταγγελτικός και, κατά τούτο, όχι ποιοτικά διαφορετικός από το λόγο πολλών ανεύθυνων τηλεσχολιαστών. Εμπίπτει στην αρμοδιότητα του προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων να κρίνει δημοσίως την ποιότητα του έργου δικαστικών λειτουργών; Μπορεί, βεβαίως, να έχει την (ιδιωτική) άποψή του, όπως είχε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου για τους προεδρικούς υποψήφιους, αλλά πρέπει να τη δημοσιοποιεί; Δεν υπερβαίνει έτσι τις θεσμικές (συνδικαλιστικές) αρμοδιότητές του;

Δεύτερον, ο κ.Μπάγιας ισχυρίστηκε ότι οι δικαστές εργάζονται με «ανασφάλεια» «εξαιτίας των πολλών και σοβαρών αδικιών του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου σε θέματα προαγωγών, μεταθέσεων, αποσπάσεων κ.λπ. με τη λήψη αποφάσεων, απρόσμενα ευμενών ή δυσμενών, για τους υπό κρίση συναδέλφους […]». Ο ισχυρισμός αυτός, αν και εμπίπτει στα όρια του συνδικαλιστικού λόγου, είναι επίσης ατεκμηρίωτος. Ένας συνδικαλιστής εισαγγελέας δικαιούται να επισημάνει δημοσίως τυχόν κακές αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων για θέματα υπηρεσιακής εξέλιξης, αλλά, αν τον ενδιαφέρει η διόρθωσή τους, πρέπει να το κάνει με σύνεση.

Η δημόσια κριτική της λειτουργίας των θεσμών από τους ίδιους τους λειτουργούς τους είναι μια χειρουργικής ακρίβειας άσκηση

Η δημόσια κριτική της λειτουργίας των θεσμών από τους ίδιους τους λειτουργούς τους είναι μια χειρουργικής ακρίβειας άσκηση: από τη μια μεριά πρέπει να επισημανθούν τεκμηριωμένα τα κακώς κείμενα, ενώ, από την άλλη, δεν πρέπει να κλονισθεί η δημόσια εμπιστοσύνη στο θεσμό. Αντιλαμβάνεστε τη λεπτότητα λόγου που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να συγκεράσει αυτές τις δύο αντικρουόμενες απαιτήσεις. Ομολογουμένως δύσκολα επιτυγχάνεται αυτό στη σημερινή Ελλάδα, όπου η εντυπωσιοθηρικά καταγγελτική ρητορική των συνδικαλιστών των ΔΕΚΟ και των ΜΜΕ παρέχουν το κυρίαρχο πρότυπο δημόσιου λόγου.

Προσέξτε πως η συνέντευξη του κ.Μπάγια εγγράφηκε στο πολιτικό λογοπλαίσιο (discourse) της φιλοξενούσας εφημερίδας· τιτλοφορήθηκε «Κουκούλωσαν τις υποκλοπές» – το κατ’ εξοχήν αντικυβερνητικό σύνθημα της αντιπολίτευσης. Ο αόριστα, και γι αυτό απλοϊκά, καταγγελτικός λόγος ενός συνδικαλιστή δικαστικού λειτουργού αμέσως πολιτικοποιήθηκε· η Δικαιοσύνη βρέθηκε, για μια ακόμη φορά, στο κέντρο της πολιτικής διαμάχης. Η ασύνετη πειθαρχική δίωξη του κ.Μπάγια επέτεινε την πολιτική σύγκρουση γύρω από τη Δικαιοσύνη. Σε ένα ιστορικά υπερπολιτικοποιημένο θεσμικό σύστημα, όπως το ελλαδικό, η εσωτερική «διαμάχη» ενός θεσμού προβλέψιμα διογκώθηκε και απέκτησε πολιτικό χαρακτήρα. Για την (εκάστοτε) αντιπολίτευση είναι μια ακόμα ευκαιρία να πληγεί η (εκάστοτε) κυβέρνηση. Το διαχρονικό μοτίβο (pattern) της πολιτικοποίησης των θεσμών – η χρόνια μάστιγα του δημόσιου βίου – ενεργοποιήθηκε ξανά.

ένα λαϊκιστικό πολιτικό σύστημα συστηματικά μεταφέρει τα δικά του προβλήματα στους ώμους της Δικαιοσύνης

Το βαθύτερο πρόβλημα, βέβαια, παραμένει και επιτείνεται: ένα λαϊκιστικό πολιτικό σύστημα συστηματικά μεταφέρει τα δικά του προβλήματα στους ώμους της Δικαιοσύνης. Η εμπλοκή της σε μείζονα πολιτικά θέματα από τους λαϊκιστές πολιτικούς, υπερπολιτικοποιεί τη λειτουργία της και της αποστερεί τον θεσμικά αυτόνομο και αυτονόητα δεδομένο χαρακτήρα της – την άρρητη εμπιστοσύνη που πρέπει να περιβάλλει κάθε θεσμό που λειτουργεί καλά. Τόσο η συνέντευξη, όσο και η συνακόλουθη δίωξη του κ.Μπάγια, ανεξαρτήτως προθέσεων, εμπλέκουν ακόμη περισσότερο τη Δικαιοσύνη στα ιδιοτελή σχέδια των λαϊκιστών πολιτικών. Η Δικαιοσύνη ζημιώνεται, η κοινωνία χάνει.

Αν ο αυτοπεριορισμός είναι το κατ’ εξοχήν πρόβλημα της Δημοκρατίας, όπως τόνιζε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, στην Ελλάδα είναι είδος εν ανεπαρκεία. Ο αυτοπεριορισμός απαιτεί δημόσιους λειτουργούς με αίσθηση του μέτρου και αντίληψη συν-ευθύνης για τη λειτουργία των θεσμών. Όποιος επιμένει ότι μόνο αυτός ορθοφρονεί («μόνος φρονείν»), λέει ο Καστοριάδης, δεν βρίσκεται μέσα στην οργανωμένη συλλογικότητα (στο «ίσον φρονείν») – δεν συνυφαίνει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη με τις θεσμικές υποχρεώσεις του λειτουργήματός του. Θέλει φρόνηση η ελευθερία του λόγου, όχι μόνο τόλμη.

———————————————————————————-

Σημειώσεις:
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 26/4/2008

3 σχόλια
Leave a comment »

  1. Ο Καστοριάδης είναι ένας συντηρητικός μίζερος! Πρέπει να αυτο-περιοριζόμαστε, να σκεφτόμαστε πολύ προτού μιλήσουμε κλπ. κλπ. κι αν δεν αυτο-περιοριζόμαστε πρέπει να μας τιμωρούν. Τι διαφέρει η “δημοκρατία” του αυτο-περιορισμού ή κοινώς αυτο-λογοκρισίας από μια χούντα; Στην δημοκρατία έχεις δικάιωμα να μην αυτο-λογοκριθείς. Στη δημοκρατία εκτός από το δικαίωμα να μην αυτο-λογοκρίνεσαι, έχεις δικαίωμα και να κάνεις λάθος.

    Όσον αφορά την ουσία των λόγων του Μπάγια. Κάθε δικαστική έρευνα – όχι μόνο των υποκλοπών – πρέπει να ολοκληρώνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ο Μπάγιας λέει ότι θεωρεί ότι η καθυστέρηση είναι μεγάλη. Πόσο πιο σαφής μπορεί να γίνει κάποιος στην κριτική του, ανεξάρτητα τι χαρακτηρισμούς χρησιμοποιεί; Παρεπιμπτόντως, σε μια σοβαρή υπόθεση, όπως η υποκλοπή του τηλεφώνου του πρωθυπουργού της χώρας, υπάρχει ποτέ “δικαιολογημένη” αργοπορία; Ας πούμε ότι αρρώστησε το παιδί κάποιου, είναι δύσκολο να βρεις άκρη με το υλικό που του δώσανε, η γιαγιά του ανακριτή έπαθε κοκκύτη κλπ. – ανθρώπινα όλα! Αυτό θα έκανε περισσότερο “δικαιολογημένη” την αργοπορία; Ή μήπως η δικαιοσύνη είναι θέμα προσώπων;

    Η κυβέρνηση πήρε την υπόθεση από την ΕΕΤ για να την δώσει στην δικαιοσύνη. Αυτό προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση έκρινε ότι θα έπρεπε η έρευνα να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και αυτό δεν μπορούσε να κάνει η ΕΕΤ(;!). Προφανώς υπήρχε και το θέμα του ποινικού σκέλους, που αφορά όντως στην δικαιοσύνη, και το θέμα των εταιρειών που είχαν εγκαταστημένο λογισμικό υποκλοπών, που και πάλι είναι πολύ σοβαρό θέμα, αλλά αυτό αφορά στην ΕΕΤ. Σε οποιαδήποτε χώρα αποκαλυπτόταν ότι υποκλέπτουν το τηλέφωνο του πρωθυπουργού της χώρας, αν δεν έπεφτε η κυβέρνηση, τουλάχιστον η κυβέρνηση θα είχε το πολιτικό θάρρος να βγάλει τους αυτουργούς στην φόρα. Στην Ελλάδα είχαμε μόνο μισόλογα και υπονοούμενα ότι και καλά η αμερικάνικη πρεσβεία φταίει για όλα, κι από υπουργούς της κυβέρνησης! Αν ένας υπουργός θεωρεί ότι η κυβέρνησή του δεν μπορεί να καταγγείλει μια ξένη δύναμη που υποκλέπτει τα τηλέφωνα της κυβέρνησης της χώρας οφείλει να παραιτηθεί. Οφείλει να παραιτηθεί, γιατί αλλιώς είναι συνεργός σε εσχάτη προδοσία, αφού ενεργεί μόνο μετά την έγκριση μιας ξένης δύναμης και όχι μετά από υπόδειξη του ελληνικού λαού που τον ψήφισε.

  2. O Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ είναι ένα τρανό παράδειγμα, γιατί όχι μόνο σπεύδει καθημερινά να κάνει πολιτικό σχολιασμό, αλλά έδωσε συμβουλή προς τους πιστούς και στο δημοψήφισμα της 24/4/2004 για το σχέδιο Αννάν (ΟΧΙ, παράλληλα υποσχόμενος να δώσει κτήματα της τότε μητροπόλεώς του στους πρόσφυγες, πράγμα που δεν έκανε), και στον Α΄ Γύρο των Προεδρικών Εκλογών(Τάσσος Παπαδόπουλος), και στον Β΄ Γύρο (Ιωάννης Κασουλίδης). Χιλιάδες αντιδράσεων υπάρχουν για την όλη στάση του Αρχ. Χρ. Β’, από όλους τους πολιτικούς χώρους, αφού δεν πρόκειται για περιφρούρηση της ελευθερίας του λόγου, αλλά για καπήλευση μιας καθαρά πνευματικής θέσης και τη χρησιμοποίησηή της ως βάθρο για πολιτικό λόγο.

  3. […] Press Papier

Σχολιαστε