Κριτική του βιβλίου «Η ζωή μου» του Μπιλ Κλίντον
Απρ 26th, 2006 | Πάνος Ευαγγελόπουλος| Κατηγορία: Βιβλιοκριτικές | Email This Post | Print This Post |«Όταν έγινα Πρόεδρος, η Αμερική έπλεε σε αχαρτογράφητα ύδατα, σε έναν κόσμο
γεμάτο ασύνδετες θετικές και αρνητικές δυνάμεις»
Ακριβώς έτσι περιγράφει ο Μπιλ Κλίντον στην αυτοβιογραφία του την αρχή της προεδρίας του και τις προκλήσεις που θα αντιμετώπιζε από το μέγεθος και την δυσκολία των προβλημάτων. Το πιο ενδιαφέρον όμως σημείο είναι όταν ο ίδιος ο Κλίντον αποτιμά τον εαυτό του για την ετοιμότητα και την δύναμη του ιδίου να ανταποκριθεί σ’ αυτές τις δύσκολες περιστάσεις για την ανασύνταξη της Αμερικής και για την αναμόρφωση των παγκόσμιων σχέσεων τις οποίες προσδιόριζε δραστικά εξ αιτίας της δύναμης και της παγκόσμιας επιρροής που ασκούσε, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της ειρήνης και της παγκόσμιας ασφάλειας.
Γράφει λοιπόν για τον εαυτό του:
«Λόγω του ότι είχα περάσει μία ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να συγκλίνω τις παράλληλες ζωές μου και είχα γαλουχηθεί σεβόμενος όλους τους ανθρώπους και ως κυβερνήτης είχα δει τόσο τις φωτεινές, όσο και τις σκοτεινές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, αισθάνθηκα πως ήμουν σε θέση να καταλάβω τη θέση της χώρας μου καθώς και τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να κινηθούμε προς τον νέο αιώνα. Ήξερα πώς να συμβιβάσω τις καταστάσεις, αλλά και πόσο δύσκολο θα ήταν η επίτευξη του».
Καταλαβαίνει εύκολα κανείς ότι ο Μπιλ Κλίντον ακολουθεί την πεπατημένη οδό για την σύνταξη της αυτοβιογραφίας του, κάτω από τον τίτλο του βιβλίου του «Η Ζωή Μου». Είναι η πεπατημένη οδός που διαλέγει η πλειοψηφία των πολιτικών όταν γράφουν για τα πεπραγμένα τους. Αυτή αποκρυσταλλώνεται από έναν εξωραϊσμό των πρωτοβουλιών τους και από μία ανάδειξη των δράσεων τους, με την άμεση σύνδεση τους με υψηλά ιδεώδη και σημαντικούς πολιτικούς στόχους που παρά την ανυπέρβλητη δυσκολία επίτευξής τους, αυτό τελικά γίνεται κατορθωτό, χάριν του ταλέντου τους, της ευφυΐας τους, της προσήλωσης τους και της επιμονής τους να εργαστούν με κάθε προσωπική θυσία για να το πετύχουν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για το έθνος του οποίου ηγούνται.
Ο Μπιλ Κλίντον αποδεικνύεται μεγάλος μάστορας αυτού του είδους της πολιτικής αυτοβιογραφίας. Περηφανεύεται για τα έργα του και τις δράσεις του τόσο για την Αμερική όσο και για τις παρεμβάσεις του και τις επεμβάσεις του στα διεθνώς δρώμενα, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, χωρίς ίχνος μνείας των σημείων στα οποία δεν τα κατάφερε και απέτυχε και χωρίς καμία αναφορά ή ανάλυση για τις εκκρεμότητες που άφησε ή που δημιούργησε κιόλας ο ίδιος, από λανθασμένες πρωτοβουλίες του και ατυχείς συλλήψεις του. Επιλέγει μάλιστα να ντύσει την αυτοβιογραφία του, με πολλά στοιχεία από την προσωπική του ζωή, από την παιδική, εφηβική, νεανική μέχρι και την ώριμη ηλικία του, τα οποία ενώ πρέπει φυσικά να καταλαμβάνουν χώρο σε μία αυτοβιογραφία, από την άλλη πλευρά όλα συντείνουν ολωσδιόλου τυχαία, εσκεμμένα θα έλεγα καλύτερα, στην θετική παρουσίαση του εαυτού του και στο μπόλιασμα της προσωπικότητας του από ισχυρά μαθήματα της ζωής που τον βοήθησαν να πάρει σωστές πολιτικές αποφάσεις και να υλοποιήσει μία στιβαρή και σώφρονα πολιτική ηγεσία για την Αμερική αλλά και για τον κόσμο όλο.
Σε αντίθεση με αυτήν την πεπατημένη οδό συγγραφής αυτοβιογραφιών που επιλέγουν συνήθως οι πολιτικοί, διακρίνω ένα άλλο είδος, που συνθέτεται από διαφορετική μαγιά ύφους και σκέψης, το οποίο έχει επιλεχθεί από ελάχιστους πολιτικούς στην ιστορία του πολιτισμού μας και συνεχίζει να επιλέγεται από όλο και λιγότερους. Το πιο φωτεινό παράδειγμα αυτού του εναλλακτικού παραδείγματος συγγραφής αυτοβιογραφίας πολιτικού, αποτελεί το «Εις Εαυτόν» του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου. Ο Μπιλ Κλίντον είχε παρόμοια παγκόσμια δύναμη και επιρροή όπως αυτή του Μάρκου Αυρήλιου αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι, ότι εκπαιδεύτηκε, μορφώθηκε και καλλιεργήθηκε με τον πιο υψηλό τρόπο όπως ακριβώς και ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Επιπρόσθετα ο Μάρκος Αυρήλιος ευνοήθηκε αλλά και διαπαιδαγωγήθηκε πολιτικά από τον φωτεινό Αυτοκράτορα Αδριανό όπως και ο Μπιλ Κλίντον από τον διεθνιστή δημοκρατικό γερουσιαστή και θεμελιωτή του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, Γουίλιαμ Φουλμπράϊτ. Παρ’ όλα αυτά το πολιτικό έργο του Κλίντον σε μία γενική ανασκόπηση υστερεί σημαντικά και το βιβλίο του «Η Ζωή Μου» παρά το εξαιρετικά μεγάλο του μέγεθος, απέχει παρασάγγας από την πνευματικότητα και το βάθος του «Εις Εαυτόν» του Μάρκου Αυρήλιου.
Ο Κλίντον, ως βοηθός του γερουσιαστή Φουλμπράϊτ, διδάχθηκε ότι η πολιτική αφορά την δύναμη των ιδεών αλλά και την πρακτική εφαρμογή τους στην καταπολέμηση της φτώχειας, στην διεύρυνση της παιδείας και στην παγίωση της διεθνούς ειρήνης. Είναι αλήθεια ότι στην οκταετή Προεδρία του, προσπάθησε πολλά προς αυτήν την κατεύθυνση, με δεδομένο μάλιστα ότι διαδέχθηκε μία δωδεκαετή περίοδο ρεπουμπλικανικής ηγεσίας στην Αμερική που είχε μία αντίθετη κατεύθυνση πολιτικής φιλοσοφίας στην πραγματοποίηση των παγιωμένων στόχων μιας μεγάλης δημοκρατίας. Η διαφορά όμως είναι ότι αυτή η αλλαγή κατεύθυνσης που επεδίωξε ο Μπιλ Κλίντον παρέμεινε στο επίπεδο της ρητορικής απλά και μόνον. Γι΄ αυτόν τον λόγο ο Κλίντον στο βιβλίο του σκιαμαχεί πότε εναντίον της άκρας δεξιάς και πότε της νέας δεξιάς. Διότι αυτό αποτελεί το σημαντικότερο καταφύγιο του για τα μείζονα προβλήματα που δεν μπόρεσε να επιλύσει αλλά και ένας τρόπος αποτελεσματικής διαφυγής για τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε την Αμερική.
Το βιβλίο «Η Ζωή Μου» του Μπιλ Κλίντον είναι ελκυστικό στην ανάγνωση το οποίο μάλιστα γίνεται σε αρκετά σημεία συναρπαστικό! Είναι φανερό ότι το έχουν επιμεληθεί οι καλύτεροι επαγγελματίες του είδους. Ο Μπιλ Κλίντον όπως λέει ο ίδιος ήθελε από μικρός να γράψει ένα σπουδαίο βιβλίο. Νομίζω ότι κατάφερε να γράψει ένα καλό εφήμερο βιβλίο που θα συγκεντρώσει την προσοχή των αναγνωστών καθώς θα βλέπουν να ξεδιπλώνεται στα μάτια τους μία καλά δουλεμένη αφήγηση για την ζωή και τα έργα του Προέδρου της Αμερικής που σφράγισε με την ηγεσία του την τελευταία δεκαετία του Εικοστού Αιώνα. Ο Μπιλ Κλίντον θα μπορούσε να δώσει κάτι καλύτερο. Ένα βιβλίο λιγότερο υποκριτικό και πιο βαθύ στον στοχασμό και στην ανάλυση. Αντίθετα, οδήγησε τον εαυτό του σε μία πληθωρική αφήγηση, σε έκταση και σε τόνο. Όπως ομολογεί ο ίδιος, δεν φοβήθηκε αλλά και ούτε δίστασε για τον όγκο του βιβλίου αλλά επειδή θέλει να το δει να φθάνει σε όλο και περισσότερα χέρια, προσδοκά γρήγορα την έκδοση του σε συντομότερη μορφή βιβλίου τσέπης. Η ομολογία του όμως αυτή, ακυρώνει το όνειρο του μικρού Κλίντον για ένα σπουδαίο βιβλίο αλλά και θέτει το εγχείρημα του, στις αναλώσιμες εκδόσεις που εξαφανίζει η αιωνιότητα του ιστορικού χρόνου.
——————————————————————-
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «διαβάζω» (Μάρτιος 2006)
Δεν υπάρχει τίποτα πιο μπανάλ από την ζωή ενός αμερικάνου,ακόμα και αν αυτός είναι ο πρόεδρος της χώρας.
Μπορείς να μάθεις παρά πολλά για έναν άντρα,αν παρατηρήσεις τον τρόπο που κάνει απιστία.Ο Κλίντον το έκανε με την γραμματέα του!!Ειλικρινά,δεν νομίζω να υπάρχει πιο μπανάλ πράξη από αυτήν! Δηλαδή,πόσο μικροαστός πρέπει να είναι κάποιος,για να κάνει κάτι τέτοιο;
Ας κάνουμε μια,συντριπτική για τον αμερικάνο,σύγκριση με έναν ευρωπαίο ηγέτη που ξέρουμε πολύ καλά – τον Ανδρέα:
Δείτε πώς ο Ανδρέας συμπυκνώνει την πολιτική του σκέψη στα γκομενικά:
Πρώτον: Παντρεύεται την ξενέρωτη δυτική λεπτοκαμωμένη αστή. (= μπορεί αυτοί (οι δυτικοί) να έχουν δρόμους,οργάνωση,νοσοκομεία κτλ, ο έλληνας γαμιάς όμως τους τρώει την γυναίκα,γιατί κατά βάθος,όσο δυτικές και κυριλέ και να είναι,γουστάρουν τον έλληνα τον άντρα τον βαρύ,που όταν χ*ζει βρωμάει το σπίτι όλο,που βλέπει μπάλα και ρίχνει και την χριστοπαναγία του,που πάει με την πλαστική σαγιονάρα να πάρει εφημερίδα)
Δεύτερον: Την απατάει με την λαϊκή,χυμώδη (τώρα βέβαια χοντρή) ελληνίδα γκόμενα με τα μεγάλα βυζιά. (= αφού κατακτήσαμε την δύση,τώρα την σνομπάρουμε –τι να μας πει και η δύση τώρα;- και επιστρέφουμε στην λαϊκή σοφία: «καλές και οι ευρωπαίες,αλλά σαν την ελληνίδα κρεβάτι δεν κάνει καμμία.Το ίδιο είναι να σου λέει “come in,my darling” με το «σκίσε με και απόψε σκυλάραπα…..»;
Όλα όσα φαντασιώνεται ο μέσος έλληνας: να κατακτήσει την δύση,να φτύσει την δύση,να έχει γυναίκα κυριλέ και γκόμενα τσόκαρο,να τις σχολάει όποτε γουστάρει και να μην δίνει λογαριασμό,ο Ανδρέας το πέτυχε.Εξέφραζε το συλλογικό υποσυνείδητο του λαού του.
Κάνε σύγκριση τώρα με Κλίντον: ο τύπος έπιασε γκόμενα την γραμματέα του! Το ίδιο που θα έκανε και ένας καράφλας έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην South Dakota!
Και να ήταν το διαστημικό μανούλι,να πω εντάξει.Αλλά την Μόνικα ρε συ;;; Όταν ο ηγέτης σου πιάνει γκόμενα την συμμαθήτρια σου από το λύκειο που έφτυνες για να πας να παίξεις μπάλα με τους κολλητούς σου,ε συγγνώμη δηλαδή,αλλά δεν είναι ηγέτης.Σαν να μάθω εγώ τώρα ότι ο Μικ Τζάγγερ πήδηξε την συμμαθήτρια μου την Σούλα που όταν την έβλεπα,άλλαζα δρόμο μην αρχίσει τα σαλιαρίσματα και με εκθέσει στις ωραίες κοπέλες της τάξης ότι και καλά πάω με όλες και δεν έχω γούστο.
Και το κερασάκι στην τούρτα; Ο κλίντον πήγε στα δικαστήρια γι’αυτά!!!! Ενώ ο Ανδρέας αν ζούσε,θα μας κυβερνούσε ακόμα.
Ε ρε Καντάφυ που σας χρειάζεται………..
ni-me for President! :)))
Θεός όπως πάντα…
Bill Clinton’s “My Life,” Abridged
Parody WeeklyStandard.com
07/05/2004, Volume 009, Issue 41
CHAPTER 1: Shreveport, Louisiana, 1943. Our future president’s father, William Jefferson Blythe Jr., escorts “a date with some kind of medical emergency” into a hospital where our future president’s mother is working as a nurse. While the other woman is rushed away for treatment, Blythe flirts with Mother and decides to dump his ailing girlfriend on the spot. Two months later, the new couple is married. Three years after that, William Jefferson Blythe III is born in Hope, Arkansas, “under a clear sky after a violent summer storm to a widowed mother”–the senior Blythe having meantime died in a freak auto accident. For the longest time, young Billy Blythe knows next to nothing about his father’s life and character. Then, in 1993, the Washington Post reports that “my father had probably been married three times before he met Mother and apparently had at least two more children.” The president later meets his half-brother. But, “for whatever reason,” he never meets his half-sister.
CHAPTER 2: Until he’s 4, the toddler is cared for largely by his maternal grandparents. Mother is often elsewhere, especially after she decides to seek training as a nurse-anaesthetist in New Orleans, which is then “an amazing place” with “over-the-top haunts like the Club My-Oh-My, where men in drag danced and sang as lovely ladies.” In retrospect, Clinton figures “it wasn’t a bad place for a beautiful young widow to move beyond her loss.”
CHAPTER 3: Having “dated several men in New Orleans and had a fine time,” Mother returns to Hope and marries Roger Clinton, the owner of the local Buick dealership and the man who supplies Papaw, Billy’s grandfather, with the bootleg liquor they sell at the family grocery store. “Not long afterward, I started calling myself Billy Clinton,” and entered a “new world” that “was exciting to me.” For instance: Clinton humiliates himself by tripping over a nonmoving jump rope and breaking his leg. Also, his new “Daddy” has a bad drinking problem, and there are violent incidents at home that require the attention of the local constabulary. Suchlike experiences help mold Clinton’s sense of self. “For cartoons, I preferred Bugs Bunny, Casper the Friendly Ghost, and Baby Huey, with whom I probably identified.”
CHAPTER 4: On a whim, Daddy Clinton sells the Buick dealership and moves the family to a farm outside Hot Springs. There is no indoor toilet. “Later, when I got into politics, being able to say I had lived on a farm with an outhouse made a great story.” But the farm grows tiresome quickly, and the Clintons soon relocate to a nice, big house downtown. Hot Springs in the 1950s has a little of everything, in just the right proportions. There is organized crime, for example, but only within strict limits: “The garages of two houses were bombed, but at a time when no one was home.” And all kinds of law-abiding people live there, too. “The Jewish residents owned some of the best stores and ran the auction houses,” Clinton remembers. All in all, he concludes–with the mastery of ambiguous sentence construction for which he is justly famous–“my friends and I led pretty normal lives, apart from the occasional calls to Maxine’s bordello and the temptation to cut classes during racing season, which I never did.”
CHAPTER 5: Clinton’s brother, Roger Jr., is born in 1956. In 1957, “even though I wasn’t yet 12,” Clinton is forced to buy a full-price, adult ticket to a showing of Bridge on the River Kwai; he is so big, the cashier thinks he’s lying about his age. “It was the first time in my life someone refused to take my word,” which “hurt,” of course, but also gave him valuable “preparation for life in Washington, where no one takes your word for anything.” Entering junior high soon thereafter, Clinton recognizes “the first stirrings of sexual feelings toward girls.” Alas, not everyone is attracted to him in return. It is around this time that Clinton has to “face the fact that I was not destined to be liked by everyone, usually for reasons I couldn’t figure out.”
CHAPTERS 6 AND 7: In fact, “I tended to make enemies effortlessly, just by being me, or, after I got into politics, because of the positions I took and the changes I tried to make.” Mother, too, has a knack for making enemies, and she, too, unfairly suffers for it in her career–as when certain unspecified “problems with a couple of her operations” later derail her anaesthesiology practice. Whatever. “High school was a great ride.” In the junior class play, Clinton performs a scene that involves kissing “a tall, attractive girl” named Cindy Arnold. Otherwise though, he isn’t at this point doing “bad things”–nothing “beyond petting with girls,”at any rate.
CHAPTER 8: John F. Kennedy is assassinated and Clinton overhears someone in the school band, “an attractive girl,” remarking that she’s sort of glad he’s dead. “It was my first exposure . . . to the kind of hatred I would see a lot of in my political career, and that was forged into a powerful political movement in the last quarter of the twentieth century.” For several months during his senior year, “I dated Susan Smithers, a girl from Benton, Arkansas.” After graduation, “I went with Mauria Jackson to our senior party at the old Belvedere Club.”
CHAPTER 9: In 1964, when Clinton arrives at Georgetown University, “I could actually take a date to dinner for fourteen dollars, sometimes a movie too, though I had to let the girl order first to make sure our combined order plus a tip didn’t go over my budget.” Besides which, “in the first few months I didn’t have a date every Saturday, so I was often a little ahead on my budget.” When alone like this, Clinton often eats at the Hoya Carry Out. Rose, one of the proprietors, has “a nice face, and a great figure, which she showed off to good effect in tight sweaters, tighter pants, and spiked heels.” On a freshman trip to New York with the Georgetown band, Clinton sees “my first streetwalker” and is both “tempted and terrified,” though he does not have sexual relations with that woman. Later that year, he takes up with “my first long-term girlfriend,” Denise Hyland, “a tall, freckle-faced Irish girl with kind beautiful eyes and an infectious smile.”
CHAPTER 10: Clinton returns to Arkansas the summer after his sophomore year and does volunteer work for a Democratic gubernatorial candidate. One of the other volunteers is “Leslie Smith . . . a beautiful, smart girl from a powerful political family who had been Arkansas Junior Miss.” The candidate’s wife and two young daughters are active on the stump, and they’re all “attractive,” as well. “Somehow I was chosen” to be their chauffeur.
CHAPTERS 11 AND 12: Clinton reminisces about Arkansas senator J. William Fulbright. In the ’50s, Fulbright had co-sponsored the resolution censuring Joseph McCarthy, a move Clinton will admire more and more as time goes by–since McCarthy “would have been right at home in the crowd that took over the Congress in 1995.” During his junior year at Georgetown, Clinton’s part-time job as Fulbright’s Capitol Hill messenger boy gives him a chance to peek at “material stamped ‘confidential’ and ‘secret’ that . . . showed clearly that our country was being misled about our progress” in Vietnam. Nevertheless, Clinton considers “dropping out of school and enlisting in the military” because “I didn’t feel entitled to escape even a war I had come to oppose.” Such diffidence about “the System” alienates him from some fellow students; Clinton is defeated in a run for president of the Georgetown student council. “Because of my good relations with the school administrators, my job and car, my orthodox campaign, and my glad-handing manner, I became the establishment candidate.” Also, some of his friends are caught tearing down his principal opponent’s posters. When summer arrives, Clinton attends a Ray Charles concert with “Carlene Jann, a striking girl” who has “long blond hair.”
CHAPTER 13: Clinton wins a Rhodes Scholarship. “Applying in Arkansas was a big advantage.” He favors Bobby Kennedy over Gene McCarthy in the 1968 presidential primaries, even though “I had begun dating a classmate who was volunteering at McCarthy’s national headquarters in Washington.” The relationship founders. “I was really crazy about her then and hated to be on her bad side, but I wanted to win and I wanted to elect a good man who would also be a good president.” Later that summer, Clinton visits Mother’s soon-to-be third husband, Jeff Dwire, in Louisiana (Roger Clinton has recently died). Dwire is an “unusual man”; he’s still married to someone else, for one thing. But the two men bond while watching the Chicago Democratic convention on television.
CHAPTERS 14 AND 15: At the 1968 Miss America pageant, a group of female protesters “burned their bras,” Clinton remembers. On his ocean liner cruise to England with that year’s other Rhodes scholars, he notices “Martha Saxton, a brilliant, lovely, aspiring writer.” At first, “she was spending most of her time with another” boy. “But eventually I got my chance.” After arriving in Oxford, Clinton frets about possibly being drafted for military duty in Vietnam, reassured–as he will record in his diary–only by the “solace I have found in human companionship.” He visits Paris with a woman named Alice Chamberlin, for example.
CHAPTER 16: Clinton returns to Arkansas and prepares for induction into the army, which involves a complicated series of perfectly innocent transactions, and if anybody says different he’s a liar. During this period, “I spent most evenings and a lot of days with Betsey Reader, who had been a year ahead of me in school” and was “wise, wistful, and kind.” Through another complicated series of innocent transactions, Clinton escapes the draft altogether. Back in Oxford, he again takes up with Martha Saxton. Then he visits Amsterdam “with my artist friend Aimée Gautier.” In Amsterdam, “the famous red-light district featured perfectly legal prostitutes sitting on display in their windows,” though he doesn’t have sexual relations with those women, either. On a subsequent jaunt to Moscow, Clinton meets many interesting people, like the sister of a local cabdriver who “had a bit too much to drink and decided she wanted to stay with me.” The woman’s brother eventually “had to drag her out of the hotel into the snow.”
CHAPTER 17: Clinton enrolls at Yale Law School. His personal life is a “mess.” He has “broken up with a young woman who went home to marry her old boyfriend, then had a painful parting with a law student I liked very much but couldn’t commit to.” For a while, Nancy Bekavac “became a special friend of mine.” But, basically, he remains adrift–until one day, “in Professor Emerson’s class in Political and Civil Rights,” he spots a woman who had “thick dark blond hair and wore eyeglasses and no makeup, but conveyed a sense of strength and self-possession,” nevertheless. It was Hillary. Before long they are inseparable and move in together, though Hillary says no when Clinton first asks her to marry him.
CHAPTER 18: After Yale, Clinton takes a job at the University of Arkansas Law School in Fayetteville. He finds the work congenial and makes several lasting friends among his faculty colleagues. A man named Bob Leflar, for instance: One time they were playing a game of touch football, and Clinton was quarterback, and Leflar was being guarded by a 9-year-old boy. So Clinton called a play that Leflar executed perfectly: He “knocked the boy to the ground and ran left. He was wide open.” Touchdown! The moral of the story being that Bob Leflar was a Democrat, and “if we had more like him, we’d win more often.” Meanwhile, Clinton is engaged in intensive long-distance negotiations with Hillary about their future together. Both of them are uncertain what to do. Once, when Hillary visits Clinton in Fayetteville, it occurs to him that “her lovely but large head seemed to be too big for her body.”
CHAPTERS 19 AND 20: In 1975, Clinton and the woman with the lovely but large head become man and wife. On a trip to Haiti, the newlyweds witness a voodoo ritual in which a woman “screamed repeatedly, then grabbed a live chicken and bit its head off.” Things come into focus. “By the time we got back from Haiti, I had determined to run for attorney general” of Arkansas. He does so and wins. Two years later he wins his first race for governor.
CHAPTER 21: Clinton’s first term is…difficult. He provokes statewide fury by signing a bill that sharply raises vehicle registration fees. President Carter decides to bivouac thousands of Cuban boatlift refugees at Arkansas’s Fort Chaffee, and twice the Cubans burst out of the enclosure and riot. Later, a Titan II missile silo 40 miles from Little Rock explodes, catapulting a nuclear warhead into a nearby cow pasture. Not all the news is bad. In the summer of 1979, the Clintons decide to visit “a fertility expert in San Francisco” after a short vacation in Bermuda. But the Bermuda trip is “so wonderful we never made it to San Francisco.” Which is to say, “soon after we got home, Hillary found out she was pregnant.” Chelsea is born. Clinton loses his reelection bid, just the same.
CHAPTERS 22 AND 23: Clinton ponders the meaning of his defeat. At the end of 1981, he delivers a speech explaining his conclusions to the Florida state Democratic convention. Democrats shouldn’t shrink from conflict with Republicans, he tells the delegates. Instead, they should “take a meat ax and cut their hands off.” Armed with this insight, Clinton returns himself to the governor’s mansion in 1982 after a “long, history-making campaign.”
CHAPTERS 24 AND 25: In 1987, Clinton briefly considers a campaign for president but decides against it because he’s not sure he’s yet “lived long enough to acquire the wisdom and judgment necessary to be a good president.” Nevertheless, he remains active in national politics. “In retrospect, my speeches in the late eighties seem interesting to me,” though one such speech, Clinton’s endless introduction of Mike Dukakis at the 1988 Democratic convention, is widely considered a disaster. Dukakis’s aides are to blame. Two years later, Clinton wins reelection as governor and, having quickly accumulated the wisdom and judgment required to be a good president, immediately begins planning a run at the White House. Also, in an unrelated development, he becomes the first Arkansas governor in more than a quarter century to authorize an execution.
CHAPTERS 26 THROUGH 28: Things are going great until January 23, 1992, when the Gennifer Flowers story breaks. Everything she and her right-wing sponsors claim is a lie, almost. Ditto for that silly business about the Vietnam-era draft. The election should have been about people like “Ronnie Machos, the little boy with a hole in his heart and no health insurance.” Lesson: Republicans will stop at nothing in their attempts to keep such people miserable. Aiding the Republicans are the New York Times and Washington Post, who do the right wing’s bidding with stories on Whitewater and the Arkansas poultry industry. Also, at a debate just before the New York pri-mary, Clinton answers a question about marijuana by reporting that he has “experimented with the drug,” but “didn’t inhale.” As a matter of fact, Clinton now points out, “I couldn’t inhale–I tried but failed to inhale the marijuana smoke.”
CHAPTERS 29 THROUGH 31: Following his November victory, the president-elect holds a much publicized “economic summit” in Little Rock. “The atmosphere was electric, as if it were a rock concert for policy makers.” There are other meetings, too, which Clinton describes at really, really fascinating length. On January 16, 1993, he leaves Littlåe Rock for Washington, a trip that reminds him of Abraham Lincoln’s departure from Springfield in 1861. Clinton’s Inaugural Address is similarly Lincoln-like, with “flashes of eloquence” that “challenged the American people to do more to help those in need and to heal our division.” The Reconstruction agenda proves to be fraught with drama and controversy. The president receives an important haircut in Los Angeles, for example.
CHAPTERS 32 THROUGH 35: In Russia, Boris Yeltsin is “up to his ears in alligators.” In Washington, Presideånt Clinton becomes “addicted to Master Boggle and a gåame called UpWords,”a Scrabble-like contest he plays “countless” times in the White House. On a serious note, Vince Foster is hounded to death by the Wall Street Journal.
CHAPTERS 36 THROUGH 38: For a time, it appears that Clinton’s first year in office will end well. By Thanksgiving, “I had a lot to be thankful for. My approval ratings were rising again, and American Airlines announced the settlement of its five-day-old strike.” Alas, Whitewater reemerges as a bogus but constant political issue, and the mainstream media allow themselves to be infected by lurid Republican gossip about activities involving the president’s trousers. No need to go into particulars: “If you want to know more,” Clinton advises, you ought to read David Brock’s “brave memoir” about the “extraordinary efforts made to discredit me by wealthy right-wingers with ties to Newt Gingrich and some adversaries of mine in Arkansas.”
CHAPTERS 39 THROUGH 45: A host of dragons gathers against the president, most notably Kenneth Starr, who accepts an “unprecedented” independent counsel appointment despite having a “real and blatant conflict of interest.” Starr is joined by House Speaker Newt Gingrich, who represents the “self-righteous, condemning, Absolute-Truth-claiming dark side of white southern conservatism”–though “I didn’t want to demonize Gingrich and his crowd as they had done to us.” A woman named Susan Smith drowns her two young sons in October 1994, perhaps “because she had been sexually abused as a child by her ultra-conservative stepfather, who was on the board of his local chapter of the Christian Coalition.” Men like this carry the Republican party to victories in that year’s midterm congressional elections.
CHAPTERS 46 AND 47: Starr summons Hillary to the grand jury, a “cheap, sleazy publicity stunt.” Because he has by this time pursued and victimized not just the Clintons but “many other innocent people,” public opinion begins to turn, and finally, on April 17, 1996, “even the New York Times couldn’t take it any longer.” The Times calls on Starr to step down. A few months later, Clinton is reelected. At his second inauguration, “94-year-old Senator Strom Thurmond was seated next to Chelsea and told her, ‘If I were seventy years younger, I’d court you.'” The president finds this charming.
CHAPTER 48: “What I had done with Monica Lewinsky was immoral and foolish. I was deeply ashamed of it and I didn’t want it to come out.” But, goshdarnit, Hillary “was right” about that “vast right-wing conspiracy”–“I was in a legal and political struggle with forces who had abused the criminal and civil laws and severely damaged innocent people in their attempt to destroy my presidency and cripple my ability to serve.”
CHAPTER 49: “On Saturday morning, August 15, with the grand jury testimony looming and after a miserable, sleepless night, I woke up Hillary and told her the truth about what had happened between me and Monica Lewinsky.” For quite some time thereafter, Clinton “slept on the couch.” Only gradually, and with benefit of intensive family counseling, does the president come to understand how the 1995 budget battle and government shutdown had practically forced him into Ms.Lewinsky’s arms. “When I was exhausted, angry, or feeling isolated and alone,” it turns out, “I was more vulnerable to making selfish and self-destructive personal mistakes about which I would later be ashamed.”
CHAPTERS 50 THROUGH 52: Clinton is impeached by the House of Representatives and, anticlimactically, acquitted by the Senate. The impeachment battle is “my last great showdown with the forces I had opposed all of my life–those who had defended the old order of racial discrimination and segregation in the South and played on the insecurities and fears of the white working class in which I grew up.”
CHAPTERS 53 THROUGH 55: Clinton’s seventh year in office is “full of achievement,” yadda, yadda, yadda. The 2000 presidential contest gets underway. The Republicans nominate George W. Bush after he edges out John McCain in the pivotal South Carolina primary (“aided by a telephone campaign into conservative white households reminding them that Senator McCain had a ‘black baby'”). Democratic nominee Al Gore makes history by choosing a “Jewish-American” to be his running mate. But the Supreme Court issues an “appalling decision”–right up there with Dred Scott and Plessy v. Ferguson–awarding the race to Bush. What are you gonna do? “The river of time carries us all away. All we have is the moment.”
[…] Συμπληρώθηκαν φέτος δέκα χρόνια από την ελληνοτουρκική κρίση των Ιμίων. Το πολεμικό επεισόδιο στα Ίμια τον Ιανουάριο του 1996 που έληξε ειρηνικά με παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ αντιμετωπίστηκε σαν μια επονείδιστη ήττα και εσχάτη «ταπείνωση» από όλες τις «εθνικές δυνάμεις». Πρέπει να θυμίσομε ότι εκείνη την εποχή και επί πολλά έτη προ του επεισοδίου, η λέξη διάλογος ταυτιζόταν με ενδοτισμό και προδοσία. Και όποιος τολμούσε να προτείνει διάλογο με την Τουρκία για οποιοδήποτε θέμα καταγγελλόταν ως προδότης. Ακόμη και η περίπτωση μετάγγισης αίματος σε τραυματισμένο κάτοικο ακριτικού ελληνικού νησιού που διακομίσθηκε σε τουρκικό νοσοκομείο καταγγέλθηκε ως απαράδεκτη από τους εθνικώς καθαρούς άγαν πατριώτες! Η μακρά περίοδος της απόλυτης εθνικιστικής παράνοιας θα τελείωνε με τους σεισμούς του 1999 που έπληξαν και τις δύο χώρες. Χαρακτηριστική τού πώς είδαν οι ξένοι το επεισόδιο των Ιμίων είναι η περιγραφή του Μπιλ Κλίντον στην αυτοβιογραφία του: «Τουλάχιστον έσωσα μερικά πρόβατα στο Αιγαίο».1 Και όμως, το «κόμμα του πολέμου» εκείνη την εποχή ήθελε να «ξεπλύνουμε την ντροπή» με στρατιωτική απάντηση που ήταν βέβαιον ότι σε εκείνες στις συνθήκες θα οδηγούσε σε πολεμική σύρραξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τότε αρχηγός της Ν.Δ. Μ. Έβερτ μίλησε με κραυγές «Προδοσία! Προδοσία!», απειλούσε τους «προδότες»: «Υπάρχει και το Γουδί για τους ενόχους», τόνισε πως «η δεύτερη βραχονησίδα της Ίμια έπρεπε να ανακαταληφθεί με κάθε τρόπο, ακόμα και αν επρόκειτο να οδηγηθούμε σε θερμό επεισόδιο, με θύματα» και ότι «έπρεπε να πέσουμε μέχρις ενός»! Όσον αφορά την πτώση του στρατιωτικού ελικοπτέρου στα Ίμια όπου έχασαν τη ζωή τους τρεις Έλληνες αξιωματικοί, εκραύγαζε: «Είθε όλοι οι Έλληνες να πεθάνουν όπως πέθαναν τα τρία παλικάρια».2 Η πτώση αποδόθηκε από τις «εθνικές δυνάμεις» σε τουρκικά πυρά, όμως απεδείχθη ότι οφειλόταν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο αδιάλλακτος πατριώτης Α. Σαμαράς του οποίου το κόμμα είχε τότε υπολογίσιμη κοινοβουλευτική δύναμη, μίλησε για «εθνική ήττα κατά κράτος» και η αντιπρότασή του ήταν η «κατάληψη μιας τουρκικής βραχονησίδας». Από κοντά και οι Τσοβόλας (ΔΗΚΚΙ), Κωνσταντόπουλος (ΣΥΝ), ΚΚΕ με εκφράσεις και κατηγορίες για «ντροπή», «εθνική ταπείνωση», «περιορισμό της εθνικής μας κυριαρχίας», «ραγιαδισμό», «επιδιαιτησία των Αμερικανών» κ.τ.τ. Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης αφήνοντας αιχμές για τη μη ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων3ευχαρίστησε από το βήμα της Βουλής την αμερικανική κυβέρνηση για τον πυροσβεστικό ρόλο της, πράγμα το οποίο προκάλεσε νέο παροξυσμικό κύμα από οιμωγές, κατάρες και ύβρεις. «Νύχτα της μεγάλης ντροπής»4 χαρακτηρίστηκε από τις εθνικόφρονες δυνάμεις η 29η Ιανουαρίου 1996. Ο «θρυλικός πολέμαρχος» Οτσαλάν θα «αποκάλυπτε» ότι τα γεγονότα των Ιμίων ήταν προβοκάτσια των ΗΠΑ 5, πράγμα που επιβεβαίωσε και η «πατριωτική» 17 Ν με προκήρυξή της. Το πολεμικό κλίμα διαδέχθηκε για τους περισσότερους η «ιμιοπάθεια», δηλαδή το αίσθημα βαρυτάτης «εθνικής ταπείνωσης» […]
[…] Μπιλ Κλίντον στην αυτοβιογραφία του Η ζωή μου (My life) που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2004, γράφει για την […]