ΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΥΣ;
Απρ 16th, 2004 | Φώτης Περλικός| Κατηγορία: Ελλάδα | Email This Post | Print This Post |Καθώς η ώρα για το δημοψήφισμα για την Κύπρο πλησιάζει, γινόμαστε μάρτυρες μιας εντεινόμενης χρήσης της ιστορίας ως μηχανισμό δικαιολόγησης των διχαστικών λογικών, των συναισθηματικών επιλογών και των εθνικιστικών αντιλήψεων. Ο μεγαλύτερος εχθρός αυτή τη στιγμή του μόνου πραγματικά συμβιβαστικού σχεδίου για την Κύπρο δεν είναι η λογική επιχειρηματολογία αλλά οι εθνικιστικές αγκυλώσεις. Και αν ο εθνικισμός από την τουρκική πλευρά περιορίζεται στις κραυγές του Ντενκτάς και των Γκρίζων Λύκων, δυστυχώς στην ελληνική πλευρά έχει διαπεράσει όλα τα στρώματα της ελληνοκυπριακής κοινωνίας.
Όπως έδειξε και πρόσφατη δημοσκόπηση στην Ελευθεροτυπία, ένα τεράστιο τμήμα της κοινής γνώμης δεν έχει ιδέα ούτε πoιο είναι το πλέον αρνητικό σημείο του σχεδίου Ανάν. Κι όμως, έχει σαφή και φανατισμένη θέση εναντίον του σχεδίου! Παρασυρμένοι από ηγέτες κατώτερων των περιστάσεων, από συναισθηματικά συνθήματα, ουτοπικές επιδιώξεις, θλιβερές αναμνήσεις και χοντροειδείς προκαταλήψεις για την απέναντι πλευρά. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι εθνικιστικές κορώνες της φαιοκόκκινης συμμαχίας Αριστεράς-Εκκλησίας-Ακροδεξιάς σκεπάζουν κάθε φωνή ψύχραιμης ανάλυσης του σχεδίου και του προβλήματος συνολικά. Όχι μόνο δαιμονοποιούν αυτό το σχέδιο αλλά τορπιλίζουν κάθε μελλοντική με την αδιαλλαξία που ενσταλάζουν στην κοινή γνώμη. Δε χάνεται απλά μια ευκαιρία για λύση του προβλήματος. Διαλύεται κάθε ψυχικός δεσμός και διάθεση συμβίωσης των δύο κοινοτήτων κάτω από την θλιβερή κυριαρχία του εθνικισμού της ελληνικής πλευράς.
Ο εθνικισμός πρόκειται κύρια για φαινόμενο που αναπτύχθηκε στην πρώιμη βιομηχανική περίοδο. Παρότι η εθνική συνείδηση προϋπήρχε, μόνο τότε άρχισε να χρησιμοποιείται σαν συνεκτικός δεσμός του κράτους. Η έννοια του έθνους ως συνεκτικού δεσμού δεν είναι ανώτερη ποιοτικά από κανένα άλλο δεσμό, π.χ. την γέννηση σε ένα τόπο, την πίστη σε μια δυναστεία ή ένα θρησκευτικό δόγμα κτλ. Είναι όμως απαραίτητη για τον σχηματισμό εθνικών κρατών (που διαθέτοντας ενιαίες, ομογενείς, διευρυμένες αγορές, ενιαίο εκπαιδευτικό και διοικητικό σύστημα, ισχυρό εθνικό στρατό κτλ διαμόρφωσαν θεσμούς που έδωσαν λύση σε πολλά προβλήματα της φεουδαλικής κοινωνίας) όπως η μυθολογία έδενε τα μορφώματα των πόλεων κρατών. Η διαδικασία ξεκίνησε με την εισαγωγή της πυρίτιδας και ολοκληρώθηκε σχεδόν με την διάλυση τον τελευταίων υπερεθνικών αυτοκρατοριών στον αιώνα μας. Ο εθνικισμός υπήρξε μάρτυρας και συχνά πρωταγωνιστής σε όλες τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων αιώνων.
Η ιστορία είναι ένα ποτάμι που ρέει αδιάκοπα και αυτό που χθες χαρακτηρίζονταν απαραίτητο, χρήσιμο, προοδευτικό, σήμερα μπορεί να είναι επιζήμιο, καταστροφικό ή οπισθοδρομικό. Στην Γερμανία του 19ου αιώνα ο εθνικισμός ήταν μια κίνηση που τροφοδοτούνταν από την οικονομική αναγκαιότητα για εθνική ολοκλήρωση. Επειδή ακριβώς το αίτημα για δημιουργία γερμανικού εθνικού κράτους το διατύπωναν η παραγωγή και οι οικονομικές ανάγκες, είδαμε ότι η οικονομική ένωση (Zollverein) προηγήθηκε της πολιτικής. Οι οικονομικές εξελίξεις της εποχής συμβάδιζαν με το πνεύμα του εθνικισμού. Σήμερα όμως βλέπουμε ότι οι οικονομικές εξελίξεις έχουν περάσει σε άλλη κατεύθυνση, καθώς χαλαρώνει η δασμολογική προστασία, σχηματίζονται υπερεθνικές αγορές και διευκολύνεται η μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών, κεφαλαίων και ιδεών. Η παραγωγή χάνει τον τοπικό-εθνικό χαρακτήρα της καθώς οι σύγχρονες επιχειρήσεις ταυτίζουν πλέον την ευρωστία τους όλο και λιγότερο με την τύχη κάποιου συγκεκριμένου εθνικού κράτους. Ακριβώς λοιπόν επειδή το έθνος-κράτος μετατρέπεται από σύμβολο προόδου σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό αναχρονισμό γι’αυτό και σε ηθικό επίπεδο ο εθνικισμός είναι κατακριτέος. Σήμερα δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε την έννοια του έθνους ως ένα φυλετιστικό, ρατσιστικό μόρφωμα που δεν έχει τίποτα να προσφέρει παρά μόνο προβλήματα. Ωστόσο παρ’ότι το έθνος κράτος έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του όσον αφορά την οικονομική του χρησιμότητα, θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι η οικονομική του απαξία μεταφραστεί σε πολιτικές μεταβολές και την δημιουργία αξιόπιστων υπερεθνικών θεσμών (που φυσικά δεν θα έχουν ως μονάδα αναφοράς τα κράτη).
Η ιστορία χρησιμοποιήθηκε πάντα ως εργαλείο για την εθνική συσπείρωση και διείσδυση του εθνικισμού. Η ιστορία προσφέρεται για μια τέτοια χρήση καθώς είναι αδύνατον να προσδιοριστούν ακριβώς τα γεγονότα του παρελθόντος και οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτά. Είναι τόσο μεγάλο το πλήθος (ουσιαστικά άπειρο) των αναγκαίων πληροφοριών που απαιτούνται που κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί για κάποιο γεγονός χωρίς να κάνει απλουστευτικές γενικεύσεις. Συνήθως αντιλαμβανόμαστε την ιστορία ως την καταγραφή των γεγονότων που αφορούν την πολιτική εξουσία και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όμως καμία ανάλυση αυτών των παραμέτρων δεν μπορεί να είναι πλήρης χωρίς την ενσωμάτωση όλων των πτυχών την κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής του παρελθόντος, πράγμα σχεδόν αδύνατο ακόμα και θεωρητικά. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει μια πλήρως αντικειμενική καταγραφή της ιστορίας παρά μόνο ερμηνείες της ανάλογα με την οπτική σκοπιά του παρατηρητή, που ανάλογα με τα διαθέσιμα στοιχεία έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο κύρος. Η ιστορία λοιπόν εύκολα γίνεται υποκειμενική μια και επιδέχεται ερμηνείες και οπτικές και γι’αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει επιστημονική γνώση, αφού τα πορίσματά της δεν μπορούν να γίνουν καθολικά αποδεκτά, ούτε να οδηγήσουν στη διατύπωση ευρύτερων ιστορικών νόμων αφού κάθε γενίκευση είναι παρακινδυνευμένη (μεγάλη παγίδα του ιστορικισμού). Όμως επειδή η «ιστορική αλήθεια» είναι κάτι που γίνεται ευρέως αποδεκτό και δεν αμφισβητείται, η ιστορία (μέσω των κατάλληλων της ερμηνειών) γίνεται ο ιδανικός φορέας για την διάχυση του εθνικισμού και στη στήριξη της έννοιας του έθνους-κράτους.
Με τον ίδιο τρόπο που η ιστορία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υψώσει συναισθηματικά τείχη ανάμεσα στους λαούς διαιωνίζοντας μίση του παρελθόντος, μπορεί να συμβάλλει στην διαμόρφωση συνθηκών συμβίωσης και συνεργασίας. Πώς θα μπορούσε ποτέ π.χ. να υπάρξει συνεργασία Γαλλίας-Γερμανίας αν δεν σταματούσαν οι λαοί να σκέφτονται τι έκανε ο ένας στον άλλο στο παρελθόν; Δεν μπορούμε να φωνάζουμε και να υψώνουμε διαχωριστικά τείχη για την διατήρηση της ιδιαιτερότητας για χάρη της ιδιαιτερότητας. Χρειαζόμαστε μια κουλτούρα αλληλοαποδοχής και αλληλοκατανόησης. Μια αντίληψη των πραγμάτων που θα μας επιτρέψει να πάρουμε από κάθε πολιτισμό, από κάθε λαό ότι θετικό έχει να προσφέρει για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος. Αυτό που θέλουμε είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανάμειξη και ανταλλαγή, όχι διαχωρισμούς που απλά μειώνουν τις πιθανότητες προσαρμογής. Η μεγάλη επιτυχία των ΗΠΑ τα τελευταία 200 χρόνια είναι ικανότητά τους να υιοθετούν και να κάνουν κτήμα τους οτιδήποτε θετικό από οπουδήποτε και αν προέρχεται.
Το σημαντικό για τους δύο λαούς είναι η διάθεση συνύπαρξης, συμβίωσης και αλληλοαποδοχής μέσα σε ένα ενιαίο κράτος. Σε ένα τέτοιο κλίμα, και κάτω από τη σκέπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα όποια επιμέρους προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν δημιουργικά. Από την τουρκοκυπριακή πλευρά υπάρχει μια τέτοια θέληση και εναντίον είναι μόνο οι εθνικιστές, ο Ντενκτάς και οι ακροδεξιοί Γκρίζοι Λύκοι. Από την ελληνική πλευρά υπάρχει μια γενική έλλειψη διάθεσης να συμβιώσουν και γι’αυτό δεν είναι το σχέδιο προβληματικό (ότι σχέδιο και να τους παρουσίαζαν πάλι θα βρίσκανε ελαττώματα) αλλά το ότι οι ίδιοι δεν έχουν ξεκαθαρίσει τι θέλουν. Η εποχή που όλο το νησί ήταν δικό τους και οι Τουρκοκύπριοι κλεισμένοι σε θύλακες χωριών με την απειλή των όπλων δεν θα ξαναγυρίσει.
Ο Ελληνισμός πλήρωσε πολλές φορές, στην πρόσφατη ιστορία του, τις υπερβολές του εθνικισμού. Το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε είναι να ο σημερινός εθνικιστικός παροξυσμός να μην οδηγήσει σε άλλη μια μαύρη σελίδα.
Περλικός Φώτης