Όλα κυοφορούνται μέσα στη γλώσσα
Φεβ 26th, 2009 | Χαρίδημος Τσούκας| Κατηγορία: Χαρίδημος Τσούκας | Email This Post | Print This Post |«Μιλάμε για κατανόηση μιας πρότασης με την έννοια ότι αυτή μπορεί να αντικατασταθεί από άλλη που λέει το ίδιο πράγμα• αλλά και με την έννοια ότι δεν μπορεί να αντικατασταθεί από καμία άλλη. […] Στη μια περίπτωση η σκέψη της πρότασης είναι κάτι που το έχουν κοινό διαφορετικές προτάσεις• στην άλλη, κάτι που μπορούν να το εκφράσουν μόνο αυτές οι λέξεις, σε αυτές τις θέσεις (Κατανόηση ενός ποιήματος)»
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, Φιλοσοφικές Έρευνες, §531
Σε πρόσφατη διαδήλωση συμπαράστασης στη συνδικαλίστρια εργάτρια καθαριότητας Κωνσταντίνα Κούνεβα, εναντίον της οποίας έλαβε χώρα δολοφονική απόπειρα με βιτριόλι, εμφανίστηκε το σύνθημα «Όχι στον εργασιακό Μεσαίωνα». Μετά το φόνο του εφήβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, γεγονός που έτυχε να συμβεί την ίδια πάνω-κάτω περίοδο με τη δίκη των οκτώ αστυνομικών, κατηγορούμενων για τον αναίτιο, κτηνώδη ξυλοδαρμό του Κύπριου φοιτητή Αυγουστίνου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη το 2007, ο πατέρας του φοιτητή, αφού συλλυπήθηκε την οικογένεια Γρηγορόπουλου, πρόσθεσε: «τον 15χρονο τον σκότωσαν σωματικά, ενώ τον γιο μου ψυχικά». Στις συγκλονιστικές ταραχές του περασμένου Δεκέμβρη εμφανίστηκαν συνθήματα τα οποία ‘εκλογίκευαν’ τη βία που είδαμε στο κέντρο της Αθήνας: «ρημάξατε τη ζωή μας, θα ρημάξουμε τα πάντα», «πλιάτσικο στις κλεμμένες μας ζωές», «βία στη βία των αυτοκινήτων», και άλλα παρόμοια.
Και οι τρεις περιπτώσεις έχουν ένα κοινό στοιχείο: τη χρήση της μεταφορικής γλώσσας. Συνηθισμένες έννοιες οργανώνονται με λίγο ως πολύ ασυνήθιστο τρόπο για να παραχθούν νέα νοήματα. Για μερικούς οξυδερκείς σχολιαστές, η μεταφορική χρήση της γλώσσας πρέπει να αποφεύγεται στο δημόσιο λόγο, διότι εμποδίζει την «ακριβή περιγραφή» των προβλημάτων και, άρα, την ορθολογική συζήτησή τους (βλ. άρθρο Π. Μανδραβέλη, «Καθημερινή», 24/12/2008). Υπάρχει, όμως, «ακριβής» γλώσσα περιγραφής; Είναι λιγότερο μεταφορική η, ας πούμε, γλώσσα των οικονομολόγων περί «ύφεσης», «υπερθέρμανσης» «ρευστότητας», κλπ, από τη γλώσσα των επιχειρηματιών ότι π.χ. «δεν κινείται φύλλο στην αγορά»;
Γενικότερα, είναι δυνατόν να επινοήσουμε μια κυριολεκτική γλώσσα, με την οποία να περιγράψουμε τα κοινωνικά προβλήματα; Λίγο δύσκολο, στο μέτρο που οι οπτικές μας γωνίες είναι διαφορετικές, τα συμφέροντά μας αποκλίνουν, και οι εμπειρίες μας διαφέρουν. Για τον πατέρα του Κύπριου φοιτητή ο γιος του «σκοτώθηκε ψυχικά» από τους αστυνομικούς. Μπορούμε να ελέγξουμε την αλήθεια της πρότασής του; Το «πλιάτσικο» είναι παράνομη αρπαγή ξένης περιουσίας, όπως λένε τα λεξικά, ή μπορεί να ιδωθεί και ως προσπάθεια επανοικειοποίησης της «κλεμμένης ζωής», οπότε ίσως δεν είναι «πλιάτσικο»; Τι θέλουν να πουν όσοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα με τόσο ασυνήθιστο τρόπο;
Η μεταφορική γλώσσα δεν είναι αναγώγιμη στην «κυριολεκτική» (συμβατική) γλώσσα. Οι μεταφορές δεν ‘μεταφέρουν’ ένα γνωστό γνωσιολογικό περιεχόμενο, το οποίο αντλείται από κάποιον ήδη υπάρχοντα τρόπο χρήσης της γλώσσας, ένα εμπεδωμένο δηλαδή γλωσσικό παιχνίδι. Αν ο χρήστης της μεταφορικής γλώσσας ήθελε να ‘μεταφέρει’ ένα γνωστό μήνυμα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει συμβατική γλώσσα, στο πλαίσιο ενός δεδομένου γλωσσικού παιχνιδιού, αλλά δεν το κάνει. Αντιθέτως, οργανώνει οικείες έννοιες με ασυνήθιστο τρόπο, για να αναδείξει νέες εμπειρίες.
Η φράση λ.χ. «εργασιακός Μεσαίωνας» δεν είναι αναγώγιμη στη φράση «ο εργοδότης μου παραβιάζει τη σύμβαση εργασίας και με εκβιάζει». Ενώ και οι δύο φράσεις δηλώνουν απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, η πρώτη, επιπλέον, αντιδιαστέλλει τις συνθήκες εργασίας που ταιριάζουν στη σύγχρονη εποχή με αυτές άλλης εποχής, τονίζει τα περιορισμένα έως ανύπαρκτα δικαιώματά μου, επισημαίνει την καθεστωτική ασυδοσία του εργοδότη μου. Η μεταφορική περιγραφή δεν είναι παραφράσιμη – δεν είναι, δηλαδή, εναλλάξιμη με μια «κυριολεκτική».
Με τις μεταφορές επιχειρείται ανα-ταξινόμηση εννοιών, μέσα από την απόδοση νέων ιδιοτήτων σε γνωστές έννοιες και, κατά συνέπεια, η δημιουργία νέων εννοιών. Παραδείγματος χάριν, στη φράση «η δουλειά της Κωνσταντίνας είναι φυλακή», η λέξη «φυλακή» έχει δύο σημασίες. Η μια είναι η κυριολεκτική (το κτίριο της φυλακής) και η άλλη είναι αυτό που εκφράζει η έννοια της φυλακής: ένα μέρος καταπιεστικό, δυσάρεστο, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. Η απόδοση αυτού του χαρακτηρισμού στη «δουλειά» της Κωνσταντίνας, της προσδίδει νέες ιδιότητες και, κατά συνέπεια, ανα-ταξινομεί την έννοια της «δουλειάς» – την καθιστά έκφραση της νέας έννοιας «η δουλειά-είναι-φυλακή» και ό,τι αυτή εκπροσωπεί.
Η νέα έννοια – «η-δουλειά-είναι-φυλακή» – επιτρέπει νέες εμπειρίες να αναδειχθούν και νέες εννοιολογικές διακρίσεις να γίνουν. Κατά τούτο, η μεταφορική γλώσσα ανα-περιγράφει συμβατικές έννοιες και θραύει, προσωρινά τουλάχιστον, τον εμπεδωμένο τρόπο χρήσης της γλώσσας, επιτρέποντας έτσι νέες εκφραστικές δυνατότητες – ακριβώς όπως η ποίηση. Η ιστορία της επιστήμης και της επιχειρηματικής καινοτομίας βρίθουν από μεταφορικές ανα-περιγραφές.
Αν δεν υπάρχει ακριβής γλώσσα περιγραφής της πραγματικότητας, τότε πως συνεννοούμαστε; Όταν οι μεταφορές χρησιμοποιούνται ευρέως καθίστανται «νεκρές», οπότε παύουμε να έχουμε επίγνωση της μεταφορικότητάς τους (π.χ. «κατέρρευσε το χρηματιστήριο») και ελέγχουμε, κυρίως, την αλήθεια τους (truth value). Ένα μεγάλο μέρος της επικοινωνίας μας είναι εφικτό ακριβώς στο μέτρο που οι προτάσεις που χρησιμοποιούμε είναι παραφράσιμες, μπορούμε δηλαδή να πούμε το ίδιο πράγμα με διαφορετικά λόγια. Προκύπτουν όμως προτάσεις που δεν είναι παραφράσιμες (οι μεταφορικές), οπότε καλούμαστε να σκεφτούμε την ιδιοτυπία – τη μοναδικότητα – των συγκεκριμένων προτάσεων. Έτσι διαβάζουμε την ποίηση. Στην έκταση που κατανοούμε μια συγκεκριμένη λεκτική ιδιοτυπία, εμπλουτίζουμε τις εμπειρίες μας.
Τα κοινωνικά προβλήματα είναι πιθανότερο να τα διαχειρισθούμε αποτελεσματικά όχι αναζητώντας μια χιμαιρική «ακριβή» γλώσσα περιγραφής, αλλά διευρύνοντας τις δυνατότητες της επι-κοινωνίας μας, έτσι ώστε να αυξάνουμε την αλληλοκατανόηση και να διευρύνουμε το κοινώς αποδεκτό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε (αν και αυτό ουδέποτε θα συμβεί πλήρως). Η αλήθεια δεν είναι ατομικό επίτευγμα αλλά μετοχή στον κοινό λόγο. Η μεταφορική χρήση της γλώσσας, όπως αυτή που είδαμε στις ταραχές του περασμένου Δεκέμβρη, δεν είναι ούτε αληθής ούτε εσφαλμένη – υπογραμμίζει εμφατικά τη θραύση του κοινού λόγου που μας συνέχει. Το αντίδοτο δεν είναι η απο-νομιμοποίηση της ιδιότυπης αυτής γλώσσας, αλλά η κατανόησή της και η κοπιαστική ύφανση ενός νέου κοινού λόγου μέσα από την έλλογη θεσμική μας τάξη. Δύσκολα πράγματα…
Χαρίδημος Τσούκας
Εξαιρετικό άρθρο. Στη γλώσσα που διαμορφώνεται βλέπουμε ήδη να αναδεινύονται τα μελλοντικά προβλήματα αλλά και οι ελπίδες της κοινωνίας μας. Μακάρι και άλλοι δάσκαλοι να το αντιλαμβάνονταν όπως εσείς και να έπαιρναν κι εκείνοι θέση μέσα από τον λόγο τους.
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο. Στριφογυρνάει στο μυαλό μου εδώ και μέρες…
Κατ’ αρχήν συμφωνώ με την ανάγκη επικοινωνίας και προσπάθειας διερεύνησης των ανησυχιών αλλήλων.
Από την άλλη δεν μπορούμε να παραβλέπουμε το ότι η γλώσσα έχει – δυνητικά- και χαρακτήρα διαστρεβλωτικό ή προπαγανδιστικό. Η “Νέα Ομιλία” στο 1984 κάτι τέτοιο δεν ήταν; Η προσπάθεια αλληλοπροσέγγισης πρέπει να είναι κοινή προκειμένου να επιφέρει αποτελέσματα και η καταφυγή σε κοινές έννοιες / κυριολεξίες (ναι, υπάρχουν!) διευκολύνει.
Η χρήση μεταφορών ακόμη και -για κάποιους- τετριμμένων δεν διευκολύνει σε αυτή την προσπάθεια επικοινωνίας. Συχνά μοιάζει να έχει ως μόνο σκοπό μια γυμνασιακή επίδειξη λεκτικών ικανοτήτων ή την δικαιολόγηση / κάλυψη ιδεολογικών και άλλων μονομανιών.
Αλλά νομίζω ότι ο Μανδραβέλης αναφέρεται συχνά -και δικαίως- όχι στον “οργισμένο” λόγο των συνθημάτων αλλά στο λόγο της -ελληνικής- “δημοσιογραφίας” και αρθρογραφίας. Ένα λόγο εκ φύσεως “πλάγιο” (με τη γραμματική έννοια). Λόγο που έχει, εξ’ορισμού, σκοπό να μεταφέρει και να εξηγήσει τα όσα λέγονται ή γίνονται στο δημόσιο χώρο. Ο δημοσιογράφος ή ο αρθρογράφος πρέπει να μπορεί να ερμηνεύσει στον αναγνώστη του τι σημαίνει πραγματικά “εργασιακός μεσαίωνας” ή από που πηγάζει το, αφελές κατ’ εμέ, «βία στη βία των αυτοκινήτων». Όταν όμως δεν τα μεταφέρει / ερμηνεύει αλλά τα αναπαράγει, προσθέτοντας και διάφορα θαυμαστικά και κοσμητικά επίθετα, μοιάζει να διακατέχεται ο ίδιος από ιδεοληψίες, μονομανίες και έχω την αίσθηση συχνά, από το “σύνδρομο του αποτυχημένου λογοτέχνη”, που εξ’ ανάγκης ψευτο-δημοσιογραφεί για να καλύψει τα προς το ζειν.
Εσείς ο ίδιος για παράδειγμα (αντιφάσκοντας νομίζω με τον εαυτό σας) γράφετε ότι ο όρος “εργασιακός μεσαίωνας” δεν είναι παραφράσιμος, αλλά στην ίδια ακριβώς παράγραφο κάνετε μια πολύ καλή προσπάθεια επεξήγησής του! Άρα, ίσως το σύνθημα “εργασιακός μεσαίωνας είναι δύσκολα παραφράσιμο, αλλά ο όρος “εργασιακός μεσαίωνας” σαφώς και μπορεί να παραφραστεί, να αναλυθεί, να επεξηγηθεί.
Σε ένα ψευδο-λόγο ανταλλαγής συνθημάτων, πράγματι η επικοινωνία καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Το σκοπούμενο λοιπόν θα πρέπει να είναι να φύγουμε από τα συνθήματα, τα κλισέ και τις προκάτ φράσεις και να προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε την αλήθεια / πραγματικότητα με διάθεση ειλικρινούς περιέργειας, χωρίς να υψώνουμε γύρω μας ή γύρω από τους άλλους γλωσσικά τείχη.