Ο Hayek και η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης
Φεβ 13th, 2009 | Δημήτρης Δημητράκος| Κατηγορία: Φιλελευθερισμός | Email This Post | Print This Post |O Hayek είναι κριτής της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πιστεύει ότι αποτελεί τη μεγάλη πλάνη, στην κυριολεξία η οφθαλμαπάτη της εποχής μας.
«Η στράτευση υπέρ της ‘κοινωνικής δικαιοσύνης’ έχει γίνει κύριος παράγων ηθικής έξαρσης, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σωστού ανθρώπου… Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια θρησκευτικού τύπου δεισιδαιμονία, που καλά κάνει να την ανέχεται κανείς όταν δίνει χαρά σ’ αυτούς που την πιστεύουν, αλλά την οποία πρέπει να καταπολεμά κανείς όταν μετατρέπεται σε πρόσχημα για την επιβολή καταναγκασμών σε άλλους ανθρώπους»
«Με πρόσχημα την ‘κοινωνική δικαιοσύνη’ οι το κράτος απέκτησε ραγδαία μεγάλη κεντρική δύναμη – την οποία δεν μπορεί να αρνηθεί να χρησιμοποιήσει για να ικανοποιήσει τα αιτήματα κατεστημένων συμφερόντων που έμαθαν να χειρίζονται το σύνθημα την ‘κοινωνική δικαιοσύνη’ όπως το ‘άνοιξε σουσάμι’ » (στο παραμύθι του Αλί Μπαμπά).
Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης κατά τον Hayek είναι κενή νοήματος ίσως και αντιφατική. Αλλά η οικονομική, κοινωνική και κυρίως πολιτιστική ανάγκη στήριξης και ενδυνάμωσης εκείνων που κατά την κοινή αντίληψη (η οποία ποικίλει σε τόπο και χώρο) είναι ασθενέστεροι μπορεί κάλλιστα να αναγνωρισθεί χωρίς τη ρητορική περί «κοινωνικής δικαιοσύνης». Δεν αντιλαμβάνομαι, προσωπικά, στο όνομα ποιου είδους «δικαιοσύνης» πρέπει να γίνονται εξισωτικές – και πατερναλιστικές –παρεμβάσεις του κράτους κάθε τόσο. Αν τα ίδια τα μέλη της κοινωνίας στο σύνολό τους δεν ανέχονται για ορισμένα μέλη τους να διάγουν βίο κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο που ο πολιτισμός τους θεωρεί απαράδεκτο, τότε το κόστος εξασφάλισής τους πάνω από αυτό το minimum είναι μέρος του κόστους της διαχείρισης της κοινωνίας. Περνάει στα «γενικά έξοδα» του κράτους, χωρίς να εντάσσεται σε σχέδιο ανακατανομής του πλούτου. Λέει συγκεκριμένα ότι είναι καθήκον της πολιτείας να παρέχει φροντίδα για τον φυσικά ή κοινωνικά απροστάτευτο.1 Επίσης:
«Σε μια ελεύθερη κοινωνία η κυβέρνηση οφείλει να είναι αρωγός στον αδύναμο, εξασφαλίζοντας ένα ελάχιστο εισόδημα – ένα κατώφλι κάτω από το οποίο δεν θα πέσει κανείς. Αυτό είναι ένα ηθικό καθήκον για την κοινωνία. Δεν αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας ούτε προσβάλλει το κράτος δικαίου»2
Από εδώ κι ύστερα, όμως, πρέπει να σκύψουμε στο πρόβλημα που εγείρει η ίδια η έννοια του κράτους νόμου και τη σχέση του με το σύστημα αξιών που επικρατούν σε μια κοινωνία. Από αυτές τις αξίες απορρέουν κανόνες οι οποίοι είναι, όμως, γενικοί και αφηρημένοι. Συνιστούν μια πραγμάτων η οποία είναι αφηρημένη, έχει γενικό χαρακτήρα και αποτυπώνει ένα μοντέλο άρθρωσης κοινωνικών σχέσεων, όχι τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις.
Είναι, επιπλέον αδύνατο να συλλάβουμε τον πολιτισμό μας ερήμην των κανόνων αυτών. Η προσδοκία ότι τα άλλα μέλη του κοινωνικού συνόλου ακολουθούν τους ίδιους κανόνες προσδιορίζουν τη συμπεριφορά μου πέρα από τις ατομικές μου επιθυμίες και ιδιαιτερότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο συνδετικός κρίκος μιας κοινωνίας είναι τα λεγόμενα κοινά βιώματα ή κοινές παραστάσεις. Σημασία έχει, τονίζει ο Hayek, είναι η κοινές παραστάσεις και κοινά βιώματα. Αυτό που μετράει είναι η αφηρημένη τάξη με την οποία συνδέονται οι κανόνες αυτοί. Και είναι αναγκαίος ο τονισμός του αφηρημένου χαρακτήρα αυτής τάξης, διότι εκφράζει την άγνοια που έχουμε στην πολυσύνθετη κοινωνία στην οποία ζούμε, και την ανάγκη να βάλουμε στο λογαριασμό μας την άγνοια αυτή, της οποίας όμως έχουμε επίγνωση. Μ’ άλλα λόγια, έχουμε κανόνες, νόμους, επειδή δεν γνωρίζουμε αρκετά και όχι επειδή γνωρίζουμε. Η αλήθεια αυτή διαλάθει της προσοχής εκείνων που είναι υπέρμαχοι του θετικού δικαίου, αλλά και εκείνων που νομοθετούν νύχτα μέρα, αλλά ως νύχτα, από του ύψους της υποτιθέμενης παντογνωσίας τους. Υπό τις συνθήκες αυτές γεννιέται το ερώτημα: ποιες πολιτικές αποφάσεις είναι δίκαιες, ποια πολιτική είναι δίκαιη; Και ασφαλώς μια τέτοια ερώτηση αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη, αν πρόκειται να έχει λογικό νόημα ο όρος αυτός. Η απάντηση είναι ότι οι πολιτικές αποφάσεις είναι δίκαιες στο βαθμό που είναι σύμφωνες με κανόνες δίκαιης συμπεριφοράς.
Παρακαλώ να γίνει αντιληπτό ότι εδώ ο τονισμός πηγαίνει στη λέξη «κανόνες» μάλλον ή στη φράση «δίκαιη συμπεριφορά». Λέει επ’ αυτού ο Hayek:
«Το να κρίνει κανείς τις ανθρώπινες πράξεις υπό το φως ορισμένων παραδεγμένων κανόνων και όχι με γνώμονα τα αποτελέσματα που έχουν είναι ένα μέτρο που έδωσε δυνατότητα ύπαρξης στην Ανοιχτή Κοινωνία
Διότι, δικαιοσύνη σημαίνει να κρίνονται όλοι με τους ίδιους κανόνες . Δεν είναι η στάθμιση διαφορετικών συμφερόντων . Ούτε αποσκοπεί στην εκπλήρωση κάποιας ιδανικής κατάστασης. Μια αιτία σύγχυσης οφείλεται στο ότι η διατήρηση μιας αυτορυθμιζόμενης τάξης πραγμάτων απαιτεί αλλαγές που είναι απρόθετες συνέπειες ανθρωπίνων πράξεων. Αυτές θα ήταν άδικες πράξεις αν δεν ήταν απρόθετες.
Το απρόθετο συνδέεται με την επίγνωση της άγνοιας μας: ξέρουμε ότι δεν είμαστε παντογνώστες και συμβιβαζόμαστε μ’αυτό, προσαρμοζόμαστε ανάλογα. Αν είμασταν παντογνώστες δεν θα χρειαζόμασταν τη δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη, όπως κάθε αφαίρεση, είναι όργανο προσαρμογής στην άγνοια μας. Δεν έχουμε και δεν μπορούμε να έχουμε στο νου μας κάποια ιδανική κατάσταση. Γι αυτό έχουμε αφηρημένους κανόνες που είναι ανεξάρτητοι από κάποιο τελικό σκοπό. Και η δοκιμασία στην οποία τέθηκαν αυτοί οι κανόνες έχει «αρνητικό» χαρακτήρα με την εξής έννοια: δεν επιβεβαιώθηκαν θετικά, απλώς δεν διαψεύσθηκαν ή μάλλον δεν απέβησαν άχρηστοι ή βλαπτικοί στην εξέλιξή μας. Πολλοί εγκαταλείφθηκαν, τροποποιήθηκαν ή απαλείφθηκαν από την εμπειρία μας. Η συγγένεια και ο παραλληλισμός αυτής της διαδικασίας με τη μέθοδο των δοκιμών και λαθών του Karl Popper αναγνωρίζεται από τον F.Α.Hayek.
Η όλη προσπάθεια του Hayek βασίζεται σε μια ιδέα της δικαιοσύνης που αντιστρατεύεται την θετικιστική αντίληψη η οποία την συσχετίζει με την επιβολή του νόμου. Δικαιοσύνη κατά τον Hayek είναι το θεμέλιο, αλλά και ο περιορισμός του νόμου. Αν ξεφύγουμε από αυτές τις βασικές αρχές της δικαιοσύνης ως αφαίρεσης, της κοινωνίας ως ιδέας που εκφράζει ένα σύνολο σχέσεων μεταξύ ατόμων, τότε το τραίνο που θα μας οδηγήσει στην ορθή εννοιολόγηση της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να ξεκινήσει. Αν σημαίνει κάτι η κοινωνική δικαιοσύνη είναι μια κατάσταση πραγμάτων που επικρατεί σε μια κοινωνία.
Δεν σημαίνει ότι η ίδια η κοινωνία είναι δίκαιη, όπως θα λέγαμε ότι κάποιος άνθρωπος, ας πούμε ο Τόλης ή ο Μπάμπης είναι δίκαιος. Ειδ’ αλλιώς, η κοινωνία υποστασιοποιείται και προσωποποιείται. Της αποδίδονται βούληση, ευθύνες και προθέσεις. Και αυτό είναι ίδιον της πρωτόγονης νοοτροπίας που δεν αντιλαμβάνεται την αυτορυθμιζόμενη τάξη των απρόθετων συνεπειών των πράξεων των ατόμων και τα αποτελέσματά τους που είναι παράγωγα αυτών των πράξεων, όχι συνέπειες εσκεμμένων πράξεων με αυτόν τον σκοπό. Ο πρωτογονισμός αυτής της νοοτροπίας συνδέεται με τον ανθρωπομορφισμό των αρχέγονων μυθολογικών εξηγήσεων: αποδίδεται η κατάσταση που ζητά εξήγηση στην πράξη κάποιου όντος. Θεωρείται αποτέλεσμα μια δεδομένης βούλησης – συχνά «κρυμμένης» και δρώντας συνωμοτικά στο σκοτάδι. Η δικαιοσύνη γίνεται με αυτό τον τρόπο όχι μια ιδιότητα των ανθρώπινων πράξεων, αλλά κάτι που αποδίδουμε σε μια σύνθεση κοινωνικών πραγμάτων, σε μια κοινωνική γεωμετρία και υπάρχει ανεξάρτητα από τις ανθρώπινες πράξεις. Το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη αφορά την κοινωνία, όχι τα άτομα. Η κοινωνία, όμως, δεν είναι υποκείμενο δράσης. Είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι η κατανομή των αγαθών και των βαρών από την αγορά θα πρέπει να θεωρηθεί πολύ άδικη αν θεωρηθεί ότι αποφασίζεται από κάποιον ή κάποιους. Λέμε συχνά ότι η αγορά είναι άδικη. Από τα στιγμή που το κράτος έγινε έτσι πανίσχυρο, όλο και περισσότεροι πολίτες εξαρτώνται από αυτό όλο και περισσότερο και όλο και περισσότερο θα πιέζουν την κυβέρνηση για την εφαρμογή μιας διανεμητικής δικαιοσύνης.
Η μόνη δυνατότητα να αποκτήσει νόημα η κοινωνική δικαιοσύνη είναι στο πλαίσιο μιας κατευθυνόμενης οικονομίας – όπως είναι ο στρατός- όπου οι άνθρωποι έχουν συγκεκριμένες αποστολές που δεν διαλέγουν οι ίδιοι. Σε μια ελεύθερη κοινωνία αυτό δεν ισχύει. Για να γίνει αυτό κατανοητό, πρέπει να δούμε το ρόλο της ανακάλυψης στη γνωστική διαδικασία και τη σχέση της με την αγορά. Από τη στιγμή που γίνεται αποδεκτό ότι η γνώση είναι διασπαρμένη και ότι ο ανταγωνισμός της αγοράς προϋποθέτει ότι χρησιμοποιείται περισσότερο πληροφοριακό όγκο από αυτόν που κατέχει ένα άτομο ή ένας οργανωτικός φορέας, τότε είναι εύκολο να συναγάγει κανείς ότι το αποτέλεσμα της χρήσης αυτής της γνώσης θα είναι απρόβλεπτο. Άλλωστε, και στην ίδια τη γνωστική διαδικασία, η ανάπτυξη της γνώσης δεν είναι τίποτε άλλο από τις απρόβλεπτες συνέπειες της χρήσης της κεκτημένης γνώσης για τη δημιουργία νέας γνώσης. Αν «σχεδιάζαμε» τα μελλοντικά αποτελέσματα της τωρινής μας γνώσης δεν θα είχαμε επιστήμη.
Η επιστήμη, όπως και η κοινωνία, πάει μπροστά, αν νοηθεί ως αυτορυθμιζόμενη τάξη. Τι είναι μια αυτορυθμιζόμενη τάξη; Είναι μια τάξη πραγμάτων, όπως και η επιστήμη και η αγορά, όπου προωθείται και ενθαρρύνεται η συνεργασία στην προσπάθεια επίτευξης ακαθόριστου αριθμού επιλεγμένων στόχων. Στην περίπτωση της αγοράς έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία ανακάλυψης όπου οι άνθρωποι ενθαρρύνονται να συνεργάζονται στην με σκοπό το οικονομικό όφελος.
Οι άνθρωποι ενεργούν μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων σχετικούς με την ατομική ιδιοκτησία, συναλλαγών και κατοχυρωμένων δικαιωμάτων δημιουργούν απρόθετα μια τέτροια αυτορυθμιζόμενη τάξη στην οικονομία.
Είναι φανερό ότι ραχοκοκαλιά αυτής της τάξης είναι το πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που συνιστούν τα περιουσιακά δικαιώματα. Όσο πιο ανεπτυγμένο και ασφαλές είναι αυτό το πλέγμα, τόσο μεγαλύτερες οι δυνατότητας εμπορίας, συναλλαγής και επομένως οικονομικής ανάπτυξης.
Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης βασίζεται στην αποδοχή της διανεμητικής έναντι της διορθωτικής ή διαδικαστικής δικαιοσύνης (distributive and commutative justice). H διάκριση αυτή υπάρχει στον Αριστοτέλη μεταξύ διορθωτικού και διανεμητικού δικαίου.3 Η διανεμητική δικαιοσύνη επιβάλλει ως δίκαιη την αναλογία ή αντιστοιχία μεταξύ ηθικής αξίας και ανταμοιβής ή προσπάθειας και αμοιβής. Η διορθωτική (ή διαδικαστική) δικαιοσύνη είναι κυρίως η δικαιοσύνη που πρέπει να επικρατεί στις συναλλαγές και προϋποθέτει την αμοιβαιότητα και την ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ των συναλλασσομένων, καθώς και την ελευθερία της πρόθεσης: μια σύμβαση ή μια ανταλλαγή πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης των συναλλασσομένων για να είναι έγκυρη. Σκοπός της διορθωτικής δικαιοσύνης είναι η διαφύλαξη των δικαιωμάτων μεταξύ κατ ‘ αρχήν ίσων, ελεύθερων και υπεύθυνων ατόμων. Η διανεμητική δικαιοσύνη απαιτεί την δίκαιη (που στην πράξη σημαίνει ίση) κατανομή βαρών και αμοιβών στην κοινωνία. Επομένως, για αυτόν που είναι υπέρ της διανεμητικής δικαιοσύνης ο σκοπός μπορεί να δικαιώνει τα μέσα. Η έμφαση βρίσκεται στο αποτέλεσμα και όχι στη διαδικασία, όπως συμβαίνει με τη διορθωτική ή διαδικαστική δικαιοσύνη. Η κοινωνική δικαιοσύνη για να εφαρμοσθεί θα πρέπει να απαρνηθούμε την ελεύθερη κοινωνία όπου επικρατούν ορισμένοι κανόνες και δεν έχει προκαθορισμένο στόχο. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει ο καθένας να ακολουθήσει ορισμένες οδηγίες που θα του δώσει κάποια εξουσία. Διότι δεν υπάρχουν κανόνες που να εφαρμόζονται για την εξασφάλιση της . Δηλαδή, εφόσον η κδ σημαίνει μια ορισμένη κατανομή των πόρων, πρέπει η αναδιανομή τους να αποφασίζεται πολιτικά και κατά περίπτωση. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Σ’ αυτό ας προστεθεί ότι αν αναθέσουμε στο κράτος αυτήν την αποστολή, δηλαδή της βελτίωσης της θέσης στην εκάστοτε κυβέρνηση η οποία θα καλείται υπό την πίεση διαφόρων ομάδων να παρέμβει «διορθωτικά» θα πετύχουμε αυτό που ήταν «ο εφιάλτης των πολιτικών στοχαστών του 19ου αιώνα» όπως έγραφε ο Hayek, δηλαδή μια κατάσταση όπου «δεν υπάρχει τρόπος εξασφάλισης πλούτου ή τιμής παρά μόνο μέσα από την κυβέρνηση», όπως έγραφε ο Disraeli το 18354 Στο κράτος δικαίου, όμως, σε μια ανοιχτή κοινωνία επικρατεί η διορθωτική δικαιοσύνη των συμβάσεων και των δικαιωμάτων και όχι η διανεμητική δικαιοσύνη. O σοσιαλισμός εισάγει τη διανεμητική δικαιοσύνη.
Η στάση του Hayek στο θέμα της διανεμητικής δικαιοσύνης σε σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να συνοψισθεί στα εξής: Οι κανόνες (και οι νόμοι) υπάρχουν λαμβάνοντας υπόψη (1) τη σχετική μας άγνοια (2) την ελευθερία μας στην προσπάθεια επίτευξης συγκεκριμένων στόχων. Η διανεμητική δικαιοσύνη είναι «πλατωνική» με την εξής έννοια: προϋποθέτει την ύπαρξη γνώσης στους άρχοντες και τη δυνατότητα επιβολής της δικαιοσύνης κάθε φορά. Στην καλλίτερη περίπτωση η κοινωνία μετατρέπεται σε οργανισμό όπου τα άτομα δεν ενεργούν με βάση τις δικές τους παραστάσεις, προτιμήσεις και γνώσεις. Η διανεμητική δικαιοσύνη επομένως δεν είναι συμβατή με την ιδέα της ελευθερίας υπό το κράτος δικαίου. Στο σοσιαλισμό αυτό συμβαίνει. Κι όμως ακόμα και ο μεγάλος γερμανός νομικός Gustav Radbruch (1878-1949) θεωρεί ότι «η κοινωνία υπό τον σοσιαλισμό μπορεί να είναι κράτος δικαίου, όπου θα υπερτερεί όχι το από διορθωτικό, αλλά το διανεμητικό δίκαιο.5 Αλλά οι κανόνες του διανεμητικού δικαίου είναι κανόνες που ισχύουν στις ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ γνωριζόντων-ιθυνόντων και μη γνωριζόντων- υπακουόντων. Υπό συνθήκες σοσιαλισμού και αυτό καταργείται απώτερα, εφόσον επιτυγχάνεται ο τελικός σκοπός που είναι η κατάργηση των ανταγωνιστικών συμφερόντων των τάξεων.6 Αυτό μπορεί να φαίνεται ακραίο στους σοσιαλδημοκράτες της εποχής εκείνης, αλλά και αυτοί ακόμα βλέπουν ότι όπως και να έχει το πράγμα, η διανεμητική δικαιοσύνη έχει τον πρώτο λόγο στο σοσιαλισμό και σε κάθε περίπτωση η απονομή της σημαίνει, υπό συνθήκες σοσαλισμού, τη βαθμιαία υποχώρηση του ιδιωτικού μπρος το δημόσιο δίκαιο7 από τη στιγμή που το τελευταίο συνίσταται όχι σε κανόνες συμπεριφοράς μεταξύ ελεύθερων και ίσων πολιτών, αλλά κανόνων που εφαρμόζονται ασε μια οργάνωση και αφορούν δημόσιους λειτουργούς Άλλωστε, η διορθωτική δικαιοσύνη λαμβάνει υπόψη της ότι τα συμφέροντα δεν μπορεί ποτέ να είναι αρμονικά μεταξύ τους και ότι το δίκαιο έρχεται να τα συμβιβάσει σύμφωνα με ορισμένες προκαθορισμένες αρχές. Αντίθετα, οι αρχές της διανεμητικής δικαιοσύνης που, όπως είδαμε προϋποθέτουν πλήρη γνώση εκ μέρους του νομοθέτη, όταν εφαρμόζονται στο όνομα του προβλέπουν την κατάργηση του ίδιου του δικαίου με την επικράτηση του σοσιαλισμού. Μόνο αν δεχθεί κανείς ως δίκαιο σύμφωνα με τη θετικιστική άποψη, οποιαδήποτε διαταγή που επιβάλλεται από πάνω προς τα κάτω από μια εξουσία, είναι δυνατόν να δεχθεί κανείς ότι η διανεμητική δικαιοσύνη είναι συμβατή με την αρχή του δικαίου (rule of law). Αλλά τότε δεν γίνεται διάκριση μεταξύ νομιμότητας και δικαίου.
Δημήτρης Δημητράκος8
———————————————
Σημειώσεις:
- “There are good reasons why we should endeavour to use whatever political organization we have at our disposal to make provision for the weak or infirm or for the victims of unforeseeable disaster.” p.101. F.Hayek (1960) The Constitution of Liberty. London: Routledge and Kegan Paul. [↩]
- F.A.Hayek (1976) The Mirage of Social Justice. Vol. 2 of Law Legislation and Liberty London: Routledge and Kegan Paul σ. 87. [↩]
- Ηθικά Νικομάχεια 1131a-1134b [↩]
- Βλ. F. A. Hayek (1944, 1979) The Road to Serfdom. London: Routledge and Kegan Paul p. 80. Benjamin Disraeli (1835) “Vindication of the English Constitution” In : Whigs and Whiggism: Political Writings, Αρχεία Βιβλιοθήκης, UNCG, University of North Carolina Greensboro, N. Carolina, call number JN 223.B3 (1914) Page 216, [↩]
- Gustav Radbruch (1956) Rechtsphilosophie. Stuttgart p. 87. ‘Auch das sozialistische Gemeinwesen wird also ein Rechtsstaat sein, ein Rechtsstaat freilich, der statt von ausgleichenden von der austeilenden Gerechtigkeit beherrscht wird’ [↩]
- .J. Stuchka (1927). Ο Stuchka ήταν Πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιετικού Δικαστηρίου. Αναφέρεται από τον Hayek σ. 181. Την θέση αυτή είχε θεωρητικοποιήσει το 1936 ο Engenii Pashukanis Theorie generale du droit et du marxisme (1970) Paris : Editions sociales. [↩]
- Radbruch ο.π. σ. 126. Αναφέρεται από τον Hayek ο.π. σ. 180. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η ταυτόσημη άποψη του Κωνσταντίνου Τσουκαλά στο ΑΝΤΙ τ. 238 δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Κ. Τσουκαλά με τίτλο «Το Συνταγματικό Δίκαιο από την καθαρή λογική στην ιστορική αμφισβήτηση. Σκέψεις με αφετηρία το Συνταγματικό Δίκαιο του Δ. Τσάτσου»Στο άρθρο αυτό ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ανάγκη να γίνει ««πλήρης αναίρεση της διάκρισης δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου» (σελ. 32-33). Πρόκειται για ένα δίκαιο που προϋποθέτει την υποταγή του υπήκοου στην κρατική εξουσία, πριν από όλα. [↩]
- Ομιλία στην εκδήλωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕ.ΦΙ.Μ.) «Ο Φρίντριχ Χάγιεκ και ο σύγχρονος φιλελευθερισμός». Αθήνα 4.2.2009 [↩]
Συγχαρητήρια γιά το άρθρο. “Αναδιανομή εισοδήματος” σημαίνει “διανομή κάποιου πράγματος που ανήκει σε άλλον” και δεν διαφέρει σε τίποτα από την ληστεία παρά μόνο κατά το ότι γίνεται με την θέληση της πλειοψηφίας. Δουλειά του κράτους είναι να υποστηρίζει τους αναξιοπαθούντες και όχι να διανέμει το εισόδημα που έβγαλαν άλλοι.
Μανώλης Στειακάκης (www.kede.gr)
Να συμπληρώσω στο πραγματικά ωραίο κείμενο : ο Hayek βασίζεται στη διάκριση μεταξύ Βουλήσεως και Γνώμης. Όταν βούλομαι αποσκοπώ σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, το οποίο σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες της στιγμής αρκούν να ορίσουν μια συγκεκριμένη δράση. Η Γνώμη αφορά στην άποψη που έχω σε σχέση με το πόσο επιθυμητές ή όχι είναι διαφορετικές μορφές δράσης. Οδηγούμαι έτσι στην αποδοχή ή μη της συμπεριφοράς συγκεκριμένων προσώπων ανάλογα με το αν είναι συμβατές ή όχι με αυτήν την άποψη. Η πρώτη λοιπόν αφορά στην ώθηση που κινητοποιεί σε δράση ενώ η δεύτερη στην απλή διάθεση προς δραν. Άπαξ και εκπληρωθεί ο σκοπός της δράσης η βούληση σταματά να υπάρχει, ενώ η γνώμη συνεχίζει να υφίσταται οδηγώντας σε αριθμό δράσεων. Οι Σκοποί διαχωρίζονται έτσι από τις αφηρημένες και γενεσιουργές Αξίες, οι οποίες σε αντιδιαστολή με τις πρώτες περιγράφουν μια συμπεριφορά ως προς ένα είδος γεγονότων και διατηρούν έτσι ένα είδος τάξης. Πάνω στα παραπάνω ο Hayek θεμελιώνει τη διάκριση ανάμεσα σε Εντολή και Κανόνα, όπως επίσης ανάμεσα σε οργάνωση ή Τάξι και τυχαία τάξη ή Κόσμο. Κάθε «νομοκρατικός» κανόνας σε αντιδιαστολή με την «τελεολογική» εντολή σχετίζεται με έναν άγνωστο αριθμό μελλοντικών συνθηκών και στις πράξεις ενός άγνωστου αριθμού προσώπων και δεν εκφράζει παρά κάποιες ιδιότητες που αυτές οι πράξεις οφείλουν να έχουν. Επομένως οι αξίες ως αφηρημένοι κανόνες συμπεριφοράς εξυπηρετούν στη διατήρηση μιας τάξης της οποίας την ύπαρξη συνήθως αγνοούν αυτή που τους εφαρμοζούν.
(δαιμων του πληκτρολογίου) …αυτοί που την εφαρμοζουν
(επίσης βλ. Law Legislation & Liberty σελ.13-17)
Κύριε Στειακάκη, στην Σουηδία όπου μένω και σπουδάζω (Long tradition in social-democracy) αν εκφέρατε την άποψη σας σε κάποιον πώς η αναδιανεμητική πολιτική είναι ληστεία (!) θα σας κοιτούσε και θα απορούσε. Υπάρχει φόρος εισοδήματος 50% για εισοδήματα άνω των 4 με 5 χιλιάδων ευρό και είναι μία σύμβαση όπου ως επί το πλείστον είναι ανεκτή και θεωρείται “δίκαια”. Όποτε το τι είναι δίκαιο από κράτος κράτος όπως τονίζει και ο Κύριος Δημητράκος, ή κουλτούρα σε κουλτούρα, διαφέρει για αυτό πρέπει να προσέχουμε τις αναγωγές μας.