Mια Kριτική της Συναινετικής Λογικής
Ιαν 1st, 2009 | Τάσος Αβραντίνης| Κατηγορία: Γενικά, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |H συζήτηση για τη συναίνεση προϋποθέτει μια εκτενέστερη προσέγγιση του κρατικού φαινομένου. Στις μέρες μας, όπου το κράτος διατηρεί ένα ευρύ πεδίο κανονιστικής παρουσίας, η συναίνεση ως πολιτική έννοια, λαμβάνει χώρο κυρίως μέσα σ’ αυτό. Eκείνο που κατά νουν πρέπει να έχει ο προσεκτικός ερευνητής, δεν είναι μια αφηρημένη σύλληψη της συναίνεσης, ούτε μια ηθική στάση που διατηρεί απέναντί της. Tο ζητούμενο είναι το υλικό αντίκρυσμα μιας απροσδιόριστης καταρχήν και νεφελώδους έννοιας. Ποιό είναι λοιπόν το υλικό σώμα της συναίνεσης και οι αποφασιστικοί παράγοντες, που το καθορίζουν.
Στη ζωή μέσα στις κοινωνίες, η συναίνεση αποτελεί προϋπόθεση της κοινωνίας των ατομικών συμφερόντων, της μερικής υποχώρησης, του ατομικού προς όφελος του συνόλου. H πολιτική διαδικασία είναι αυτή καθ’ εαυτή αποτέλεσμα της συναίνεσης. Στις συμβολαιακές θεωρίες, η έννοια που μας απασχολεί θεωρείται η βάση του κοινωνικού συμβολαίου. Η αρχή της πλειοψηφίας στη δημοκρατία εκφράζει της πρωταρχική συμφωνία – κυρίαρχο θεσμό των κοινωνιών, οι πλείονες να κυβερνούν και οι μειοψηφίες να ελέγχουν, με θεσμικό αντίβαρο τις καταστατικές εγγυήσεις του κράτους-δικαίου, τη συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι η έννοια της συναίνεσης, ως κατ’ εξοχήν πολιτική έννοια μπορεί να είναι χρήσιμη για τους ανθρώπους και επωφελής για τη διατήρηση ενός στοιχειώδους κοινωνικού ιστού στο σώμα της κοινωνίας, από το σημείο αυτό όμως μέχρι την εξιδανίκευση της συναίνεσης και την αναγόρευσή της σε υπερπολιτική έννοια, μεσολαβεί μάλλον πολύ μεγάλο διάστημα. Τα τελευταία χρόνια τόσο στην Eυρώπη όσο και στην Eλλάδα κυριαρχεί στο επίπεδο της Πολιτικής, η άποψη, ότι η συναίνεση στα προγράμματα και στις επιλογές των κομμάτων είναι ένα αντικειμενικά θετικό γεγονός. Υποστηρίζεται ότι η συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, οικονομικής διαχείρισης, διοικητικής δράσης προσφέρει κατά ένα μαγικό τρόπο και τις απαραίτητες λύσεις τους. Η συναίνεση, καθ’ εαυτή λαμβάνει έτσι μια αντικειμενικά (;) θετική διάσταση, χωρίς να ενδιαφέρει ούτε το περιεχόμενο, ούτε το αποτέλεσμα των συναινετικών επιλογών. Aξιόπιστος πολιτικός φορέας δεν είναι εκείνος, ο οποίος λέει την αλήθεια υποστηρίζοντας τις θέσεις του, αλλά εκείνος ο οποίος συγκλίνει στις θέσεις του αντιπάλου του. Τα πολιτικά κόμματα, έχουν εφεύρει το τελευταίο όπλο διαιώνισης του κομματικού φαινομένου, την σταδιακή εξομοίωση των προγραμμάτων τους. Ο πολίτης-ψηφοφόρος αδυνατεί να επιλέξει σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του (ή έστω κατά προσέγγιση) κάποιο κόμμα, διότι τα κόμματα, με εξαίρεση ελάχιστα εμφανίζουν αυξανόμενη προγραμματική ομοιότητα, η θεωρία της «μέσης οδού» κυριαρχεί και προβάλλεται ως απαραίτητη συνθήκη της πολιτικής σταθερότητας και της κοινωνικής συνοχής. Τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, υποστηρίζουν την εξέλιξη αυτή, διότι κατ’ αυτό τον τρόπο αυξάνουν την πίττα της αγοράς και το μερίδιό τους σ’ αυτή. Οι απόψεις επομένως εναντίον της συναινετικής διαδικασίας δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στην πολιτική αγορά, διότι επηρεάζουν αρνητικά το συναινετικό κλίμα. Η ενημέρωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών – με εξαίρεση εκείνους που έχουν τη δυνατότητα της παράλληλης πληροφόρησης από το διαδίκτυο, δορυφορικά δίκτυα και προγράμματα του εξωτερικού – είναι μονοσήμαντη και ανεπαρκής. Οι απόψεις για πολλά θέματα θεωρούνται περίπου ως δεδομένες στην εγχώρια αγορά και η τυχόν παρέκκλιση συνεπάγεται υψηλό κόστος.
Σταδιακά η ομογενοποιητική διαδικασία ασκεί επιρροή στην Kρατική λειτουργία, καταργώντας την – φαινομενική ενδεχομένως, ωστόσο εγγυητική – ουδετερότητα του κράτους. Στην πράξη το κράτος συμμετέχοντας κυριαρικά στην ανακατανομή του – όχι δικού του – πλούτου, έχει πολύ νωρίτερα επηρεασθεί από ισχυρές ομάδες πιέσεως ή και συμφερόντων. Η συμμαχία επιδιώκει και επιτυγχάνει τη διεύρυνση των ισχυρών προνομιών της μέσω της κανονιστικής δράσης των πολιτικών. Οι πολιτικοί που συνεργάζονται, αμείβονται με τη σειρά τους, εξασφαλίζοντας ευρεία αποδοχή και εύκολη πρόσβαση στα MME. H εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία καταντά έτσι προσχηματική. Εκτονώνει τις ατομικές πιέσεις, και τις κοινωνικές αντιδράσεις και εξυπηρετεί την υποκατάσταση – διαδοχή των ομάδων πίεσης στην εξουσία. Οταν η συναινετική «συναντίληψη» μετασχηματίζεται σε κυρίαρχη κρατική λογική τα προσχήματα καταργούνται και ο σεβασμός στους κανόνες του συστήματος ατονεί. Tο κράτος δεν είναι πια ουδέτερο και αυτό το καθιστά επικίνδυνο για τις θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών. Kαλλιεργείται ο μύθος της πανίσχυρης πλειοψηφίας για να δικαιολογηθούν επιλογές αυθαίρετης και παράνομης κρατικής δράσης. Yποστηρίζεται ότι η συναίνεση, ως αποδεκτή από τους περισσότερους, δεσμεύει και όσους αρνούνται να συναινέσουν , διότι αυτό επιβάλλει η αρχή της πλειοψηφίας. Mια τέτοια όμως διαπίστωση στερείται τόσο δικαϊκών όσο και λογικών ερεισμάτων. Η πλειοψηφία δε δημιουργεί πάντοτε δίκαιο και η δραστηριότητά της γνωρίζει σημαντικούς νόμιμους περιορισμούς. Αν δεχθούμε, για παράδειγμα, ότι η πλειοψηφία συναινεί σε μια υποθετική περίπτωση να δεσμευθεί η ιδιοκτησία μιας μικρής μειοψηφίας ή έστω κι ενός ακόμη ανθρώπου, ή για να προσδώσουμε έμφαση, προς αποφυγή της μεγάλης εγκληματικότητας, αποφασισθεί κατά συντριπτική πλειοψηφία να εκτοπίζονται, όσοι ανήκοντες σε ομάδες υψηλού κινδύνου είναι πιθανόν να εγκληματίσουν στο μέλλον, μπορούμε να θεωρήσουμε τα παραπάνω ενέργειες δίκαιες, σύμφωνα προς το γράμμα και το πνεύμα του νόμου; Οι περιορισμοί λοιπόν που θέτουν τα ατομικά δικαιώματα στις δυσμενείς για τους φορείς τους ενέργειες των κατα καιρούς πλειοφηφιών, είναι η απόδειξη ότι καμμιά πλειοψηφία, όσο ευρεία κι αν είναι δεν είναι ανεξέλεγκτη, ούτε σε θέση να κατασκευάζει χωρίς περιορισμούς κανόνες δικαίου.
Tο ζητούμενο στην περίπτωσή μας όμως είναι, αν είναι επαρκείς οι συνταγματικές εγγυήσεις να προστατεύσουν, υπό το βάρος μάλιστα της άνθησης των νέων θετικιστικών θεωριών, τους πολίτες από τις παρενέργειες της συναίνεσης. Στη διδασκαλία της συνταγματικής επιστήμης της Kεντρικής κυρίως Eυρώπης μια νέα έννοια παρουσιάζεται ως απάντηση του παραπάνω ερωτήματος. Η θεωρία της «Συνταγμαστικής Δημοκρατίας» της προσθήκης, με άλλες κουβέντες επιπλέον περιορισμών στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και περαιτέρω ενίσχυσης των εγγυητικών λειτουργιών του κράτους δικαίου. Απειχεί συνακόλουθα την, σε πολιτικό επίπεδο, διαρκώς αυξανόμενη ανησυχία των πολιτών, ότι η προστασία των ελευθεριών τους κρίνεται ατελεσφορη και υποτυπώδης. Η εκτελεστική εξουσία είναι σε θέση να καλύπτει τις δυσμενείς για τους πολίτες παράνομες πράξεις της με νομικοφανείς διαδικασίες, κυρίως όμως με την ανοχή και την υποστήριξη των πολιτικών κομμάτων, των συνδικάτων και της γραφειοκρατίας, που αντιλαμβάνονται, ότι η κρατική αυθαιρεσία, η αδιαφορία για τα όρια και τους κανόνες της κανονιστικής λειτουργίας, είναι ο καλύτερος τρόπος μεγιστοποίησης των προνομιών τους.
Aκόμα όμως κι αν καταρχήν αδιαφορήσει κανείς για τους κατασκευαστές της «συναίνεσης» και τα κίνητρά τους οφείλει να ερευνήσει αν η συναίνεση έχει αντικειμενικά όρια, από μόνη της και σε κάθε περίπτωση. Η άποψη των περισσοτέρων για την ωφελιμότητα μιας πολιτικής επιλογής, για το συμφέρον που θα προκύψει στο έθνος από μια συγκεκριμένη θέση της εξωτερικής μας πολιτικής, προϋποθέτει μια θεμιτή βεβαίως προαντίληψη ή και μια αθέμιτη προκατάληψη, περί του ορθού και του τί εντέλει είναι επωφελές για τους πολίτες ή τη χώρα. Ο σεβασμός προς τις θεμελιώδεις αξίες του κράτους-δικαίου επιβάλλει να αποκτήσουμε επίγνωση του προϊδεασμού μας αυτού, της σαφούς υποκειμενικότητας τέτοιων αξιολογικών τοποθετήσεων και να θέσουμε οι ίδιοι τα όριά τους. Αν λ.χ. στη χώρα μας παρατηρείται συναίνεση στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να δεχθούμε εξαιτίας της προαναφερθείσης αδυναμίας, ότι και η άποψη των λιγότερων είναι εξίσου σεβαστή και εθνική όσο και αυτή της πλειοψηφίας.
Οι οπαδοί της «συναινέσεως» ως ….. πολιτειακής έννοιας δεν θα πρέπει να λησμονούν,ότι καμμιά άποψη δεν είναι δυνατόν να κυριαρχεί εις το διηνεκές, πολύ περισσότερο όταν, όπως προαναφέραμε έχει να κάνει κανείς με αόριστες αξιολογικές έννοιες (όπως για παράδειγμα το «εθνικό όφελος» ή το «δημόσιο συμφέρον»).
Πέρα όμως από τη θεωρητική προσέγγιση της έννοιας της συναίνεσης υπάρχει και το αντίστοιχο πολιτικό-πρακτικό αποτέλεσμα. Όσοι αποδέχονται χωρίς επιφυλάξεις τη συναινετική λογική, προφασίζονται τα ευεργετικά της αποτελέσματα για να καλύψουν τις προαναφερθείσες αδυναμίες της. Ωστόσο οι ευνοϊκές αυτές συνέπειες δεν είναι καθόλου αυτονόητες, υπό το πρίσμα μιας αντικειμενικής παρατήρησης της ζωής των κοινωνιών. H πρόοδος της ανθρωπότητας μέσα στην ιστορία συντελείται από χαρισματικές προσωπικότητες, από ξεχωριστούς ανθρώπους, από πρωταγωνιστές της ζωής που τόλμησαν να παρεκκλίνουν από «βεβαιότητες» και «αυθεντίες» της εποχής τους. H εξέλιξη δεν είναι το αποτέλεσμα μιας συναινετικής διαδικασίας, αλλά μιας δυναμικής παρουσίας του ανθρώπου, που υπερέβη τα στενά όρια της περιορισμένης κοινωνίας του. Oι δυνάμεις που έστρεψαν του ρου της ιστορίας, υπερέβησαν το «συναινετικό» κλίμα της εποχής τους, δημιούργησαν ρήξεις με το παλαιό καθεστώς. Aς φαντασθούμε τον Aριστοτέλη, τον Kοπέρνικο ή το Γαλιλαίο να επιχειρούν να επιτύχουν συναίνεση με το κατεστημένο της εποχής τους γύρω από τη φυσική τους θεωρία. Θα θεωρούσαμε ακόμη τον πλανήτη μας ως το κέντρο του σύμπαντος. Ή ένας επιχειρηματίας πριν λανσάρει στην αγορά κάποιο νέο του προϊόν, χρειαζόταν πρώτα να λάβει τη σύμφωνη γνώμη των ανταγωνιστών του, ή των φίλων και συγγενών του. Το πιθανότερο σ’ αυτή τη περίπτωση είναι να μην είχαν εμφανισθεί ποτέ, η coca cola, η apple, το internet και τα dvds. Στο χώρο της ελεύθερης αγοράς οι αντιρήσεις για τη συναίνεση αφορούν στο υψηλό κόστος που αυτή συνεπάγεται για την οικονομική δραστηριότητα, στον υπερβολικό χρόνο που απαιτείται για να υλοποιηθεί και στα πενιχρά εώς αρνητικά αποτελέσματα που την ακολουθούν. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, οι επιμέρους θέσεις των κομμάτων καταργούνται στην αναζήτηση κοινών θέσεων. Τα κόμματα αποσυντονισμένα μετατρέπονται σε απλούς διεκπεραιωτές της πολιτικής διαδικασίας, για να επιστρέψουμε στα προηγούμενα συμπεράσματα. Οι καινοτομίες δεν υιοθετούνται και οι ρηξικέλευθες προτάσεις απουσιάζουν από τα κομματικά μανιφέστα.
Υπο τις συνθήκες αυτές, οποιαδήποτε βελτίωση, είτε συντελείται με πολύ αργούς ρυθμούς είτε αναστέλλεται.
Την ίδια στιγμή η φενάκη της συναίνεσης ακυρώνει στην πράξη τις πολιτικές επιλογές των πολιτών και αποτρέπει την αναζήτηση πολιτικών ευθυνών κατά την εκλογική διαδικασία.
Οφείλει κανείς να δώσει ορισμένες διευκρινίσεις στο σημείο αυτό. Η κριτική στη συναίνεση δεν αφορά στην αποδοχή εκ μέρους των κοινωνών των κανόνων του συστήματος. Δεν μπορούμε άλλωστε παρά να συμφωνήσουμε, ότι για να επιτευχθεί κονωνική αρμονία, απαιτείται σεβασμός των όρων της συμβίωσης. Όλοι συμφωνούν ότι το κράτος πρέπει να διασφαλίζει τα άτομα από τις εναντίον τους επιβουλές, να αποτρέπει παράνομες συμποριφορές, να εγγυάται την ασφάλεια των συνόρων όπως όλοι συμφωνούν, ότι η οικονομική δραστηριότητα προϋποθέτει σεβασμό σεβασμό των συναλλακτικών ηθών και των κανόνων αναγκαστικού δικαίου που προστατεύουν τις ελεύθερες συναλλαγές και τις διευκολύνουν. Η ανωτέρω συμφωνία είναι η απαραίτητη εκχώρηση από την πλευρά των ατόμων μέρους της ελευθερίας τους, ώστε να κατορθώσουν να συνυπάρξουν. Η αρχική θεμιτή συναίνεση, είναι η συμφωνία επί της διαδικασίας της ζωής της κοινωνίας, και μόνον.
Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, όπου η συναινεση δεν αφορά τους κανόνες του παιχνιδού, αλλά επιθυμεί να συμπεριλάβει τους στόχους και τις επιθυμίες μιας κοινωνικής ομάδος ή κρατικού μορφώματος, αποκτώντας θετικό πρόσημο, αναδεικνυόμενη σε υπέρτατη αξία, υπάρχει εμφανής ο κίνδυνος να φαλκιδευθούν οι ατομικές ελευθερίες και να νοθευθεί το πολίτευμα.
Συμπερασματικά θα επισημάνουμε, πως η συναίνεση εκτός από αξιολογική έννοια, μη υποκείμενη σε διυποκειμενικό έλεγχο, εκτός από αμφίβολης αποτελεσματικότητας πολιτική και οικονομική πρόταση, εκτός από επιστημονικά διαβλητή ιδέα είναι και ιδιαίτερα δυσάρεστη αίσθηση για όσους δεν συναινούν.
Ας ρωτήσουμε γι’ αυτό τους εθνικούς Eλληνες και τους πάσει φύσεως Aιρετικούς στην περίοδο επικράτησης του Χριστιανισμού, τους Eβραίους, του Γερμανικής εμπνεύσεως – και όχι μόνον – ολοκαυτώματος, τους ψυχικά άρρωστους της Σοβιετικής Ένωσης, και στη σύγχρονη Eλλάδα μας μεταξύ άλλων, τους «γραικύλους» διανοούμενους, τους μη ορθόδοξους και τους αλλογενείς μειονοτικούς Έλληνες.
Τάσος Αβραντίνης
Προσθήκη στην τελευταία παράγραφο, γιατί πρέπει κάποια πράγματα να λέγονται με το όνομά τους:: ας ρωτήσουμε και τους 15χρονους που πυροβολούνται πίνοντας αμέριμνοι τον καφέ τους γιατί επέδειξαν “αποκλίνουσα” και “παραβατική” συμπεριφορά. Αν ανατρέξουμε στο άρθρο νομίζω ότι εν προκειμένω το αποτέλεσμα της συναίνεσης ότι δεν μπορούν να σε πυροβολούν χωρίς να έχεις βγάλει όπλο και να πυροβολείς και εσύ, επειδή απλά έχεις μακριά μαλλιά, κρίνεται ως θετικό περιεχόμενο συναίνεσης.
Εύστοχο άρθρο.
– Πράγματι, η “θεοποίησις” της Συναίνεσης εμπεριέχει περισσότερους κινδύνους για τους πολίτες απο την συνεχή αντιπαράθεση των Πολιτικών.
– Κάπου. κάπως, η “συναίνεσης” διερράγη γι’αυτό έχουμε και αποκάλυψη σκανδάλων, τώρα, σε αντίθεση με την κάλυψη του παρελθόντος…….
Καλή Χρονιά
Εξαίρετο άρθρο. Η συναίνεση είναι το αντίθετο του ανταγωνισμού των ιδεών. Την συναίνεση προωθούν όλοι αυτοί που κατά βάθος δεν θέλουν τον ανταγωνισμό και την διαφορετικότητα αλλά θέλουν να μας κάνουν μακροχρόνια ίδιους.
Μανώλης Στειακάκης (www.kede.gr)
Πολύ καλό άρθρο. Σε μια κοινωνία ανταγωνιστική όπου οι πολίτες αντιπροσωπεύονται από κόμματα συμφερόντων η συναινεση μπορεί να έχει θετική σημασία και να αποφεύγεται έτσι μια οξεία κοινωνική σύγκρουση.Εξαρτάται βέβαια αυτό πάντοτε από την αντιπροσωπευτικότητα των κομμάτων. Στη περίπτωση όμως πελατειακά δομημένων κομμάτων ή κομμάτων που έχουν αποκοπεί από την κοινωνία και λειτουργούν αποκλειστικά ως μηχανισμοί νομής εξουσίας η συναίνεση δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά συμφωνία μεταξύ συντεχνιών ή ακόμα χειρότερα μεταξύ των ίδιων των πολιτικών εις βάρος των πολιτών. Το ζήτημα της συναίνεσης δηλαδή έχει ευθεία σχέση με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης και το ζήτημα της διαμεσολάβησης. Λειτουργεί συνεπώς και ως μέσον αποκλεισμού και στην έσχατη περίπτωση ως μέσο δαιμονοποίησης του διαφορετικού βαφτίζοντάς το άλλοτε <> και άλλοτε <>. Δυστυχώς, για την χώρα μας τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. H κοινωνία μας έχει αποκτήσει λενινιστικά χαρακτηριστικά.Υπάρχει νομενκλατούρα συνδεδεμένη με συμπλέγματα συμφερόντων και η συναίνεση δεν κατασκευάζεται αλλά επιβάλλεται.
Πολύ καλό άρθρο. Σε μια κοινωνία ανταγωνιστική όπου οι πολίτες αντιπροσωπεύονται από κόμματα συμφερόντων η συναινεση μπορεί να έχει θετική σημασία και να αποφεύγεται έτσι μια οξεία κοινωνική σύγκρουση.Εξαρτάται βέβαια αυτό πάντοτε από την αντιπροσωπευτικότητα των κομμάτων. Στη περίπτωση όμως πελατειακά δομημένων κομμάτων ή κομμάτων που έχουν αποκοπεί από την κοινωνία και λειτουργούν αποκλειστικά ως μηχανισμοί νομής εξουσίας η συναίνεση δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά συμφωνία μεταξύ συντεχνιών ή ακόμα χειρότερα μεταξύ των ίδιων των πολιτικών εις βάρος των πολιτών. Το ζήτημα της συναίνεσης δηλαδή έχει ευθεία σχέση με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης και το ζήτημα της διαμεσολάβησης. Λειτουργεί συνεπώς και ως μέσον αποκλεισμού και στην έσχατη περίπτωση ως μέσο δαιμονοποίησης του διαφορετικού βαφτίζοντάς το άλλοτε και άλλοτε . Δυστυχώς, για την χώρα μας τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. H κοινωνία μας έχει αποκτήσει λενινιστικά χαρακτηριστικά.Υπάρχει νομενκλατούρα συνδεδεμένη με συμπλέγματα συμφερόντων και η συναίνεση δεν κατασκευάζεται αλλά επιβάλλεται.