ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ
Ιαν 10th, 2005 | Δημοσθένης Δούκας| Κατηγορία: Ελλάδα, Οικονομικά, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |Τα πρόσφατα αρνητικά δρώμενα στον Έβρο, με πρωταγωνίστριες τρεις επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης, έφεραν στην επικαιρότητα με τον πλέον δραματικό τρόπο ένα κρίσιμο θέμα: ποιες είναι οι αιτίες της διαχρονικής στασιμότητας – και σε ορισμένες φάσεις ύφεσης και οπισθοδρόμησης – της περιφερειακής-τοπικής ανάπτυξης;
Η περίπτωση του Έβρου εντάσσεται στο γενικότερο πρόβλημα της χώρας, παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει. Είναι πλέον ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι η Ελληνική οικονομία κινδυνεύει άμεσα από την αμάθεια και τον κοντοθωρισμό των λειτουργών της, είναι αγκυλωμένη από τον κρατισμό και την απύθμενη διαφθορά που παράγει και πλήττεται από τον κυρίαρχο στην χώρα μας πολιτικο-οικονομικό λαϊκισμό, δείγμα μιας κοινωνίας στην οποία η κριτική και η δημιουργική σκέψη αποτελούν είδη εν ανεπαρκεία(1).
Στην Ελλάδα ανθοφόρησαν με επιτυχία νοοτροπίες και στάσεις οι οποίες είναι εχθρικές στην οικονομία της αγοράς, την επιχειρηματικότητα, την εξωστρέφεια, την Νέα Οικονομία, τη νεωτερικότητα. Κυριάρχησαν οι θεωρήσεις και οι πρακτικές του αντιπαραγωγικού και σπάταλου δημόσιου τομέα, του κρατισμού, του λαϊκισμού, της εσωστρέφειας, της συντήρησης. Σε όλη την επικράτεια – με κορυφή την περιφέρεια – αντίπαλες θεωρούνται οι ανοιχτές και ελεύθερες αγορές, ο φιλελευθερισμός και το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Στην ανύπαρκτη – πλην αναζητούμενη – κοινωνία των πολιτών αναδύονται με επιτυχία τα σύνδρομα του προστατευτισμού, του οικονομικού λαϊκισμού και εθνικισμού, της αγκύλωσης.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των αντιφατικών λογικών και πολιτικών είναι η Ελλάδα να «προσελκύει» το 2002 άμεσες ξένες επενδύσεις ύψους 50 εκατ. $ (!), κατακτώντας την αξιοζήλευτη 113η θέση σε πίνακα 195 χωρών που μετρήθηκαν ως προς την επίδοση προσέλκυσης επενδύσεων. Βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το Μπενίν, το Μπανγκλαντές και την Παπούα – Νέα Γουινέα. Άλλα έτη φωτός μακριά από τις κοινοτικές χώρες Ιρλανδία (10η θέση με 19 δις $), Πορτογαλία (25η θέση με 4,2 δις $) και Τσεχία (18η θέση με 9,3 δις $)(2).
Παράλληλα με την ετήσια παγκόσμια έκθεση ανταγωνιστικότητας, πτώση κατά δύο θέσεις στην κατάταξη των 60 πιο αναπτυγμένων χωρών σημείωσε το περασμένο έτος η Ελλάδα.
Έτσι, σήμερα το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών σημειώνει ότι απαιτείται μία «νέα συνταγή ανάπτυξης» που θα ενισχύσει το δυναμισμό των παραγωγικών κλάδων και ιδίως εκείνων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, ενώ το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών απηύθυνε δραματική έκκληση για περικοπή των δημοσίων δαπανών, αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής, με εκσυγχρονισμό του δημοσίου και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Εξειδικεύοντας ο ΙΟΒΕ επισημαίνει τέσσερις τομείς που χρειάζονται παρεμβάσεις.
1. Το κράτος, η δημόσια διοίκηση και οι σχέσεις κράτους – οικονομίας, που απαιτούν θεσμικό εκσυγχρονισμό και απλοποίηση διαδικασιών.
2. Η δημοσιονομική πολιτική, οι δαπάνες και το χρέος, όπου η χαλάρωση των δύο τελευταίων ετών καθιστά επιτακτική τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής.
3. Η ανταγωνιστικότητα, με την εφαρμογή πολιτικής, που θα συνεκτιμά όλους τους παράγοντες που την επηρεάζουν και θα κρίνει τις επιμέρους αποφάσεις, με βάση τις πιθανές επιπτώσεις.
4. Η απασχόληση και η ανεργία, με στόχο τη διεύρυνση της ικανότητας της οικονομίας για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, μέσω της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας.
Είναι βέβαιο ότι η «ανάπτυξη» της οικονομίας της χώρας είναι επιδοτούμενη, ελλειμματική και χρεόφιλη. Χειρότερο, ωστόσο, είναι πως οι αναπτυξιακές πηγές της εξαντλούνται. Οι κοινοτικοί πόροι περιορίζονται, τα ελλείμματα αυξάνονται και ο καλπάζων δανεισμός επιβαρύνει το εισόδημα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε σημείο που να στερεί από τη μελλοντική τους επέκταση(3).
Το γενικευμένο αρνητικό οικονομικό περιβάλλον διαχέεται στην περιφέρεια, όπου οι επιπτώσεις είναι ακόμη περισσότερο δραματικές. Εμφανίζονται ιδιόμορφες συνθήκες αρνητικού οικονομικού φαινομένου «ντόμινο».
Η περίπτωση του Έβρου είναι χαρακτηριστική. Τα τελευταία είκοσι έτη η απουσία βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων, και βαθιών μεταρρυθμιστικών τομών σε συνδυασμό με τον ανεπαρκή αναπτυξιακό νόμο, τις ελλιπείς υποδομές, την αδράνεια των περιφερειακών – τοπικών θεσμών οδήγησαν την τοπική οικονομία σε βαθιά νάρκη και σε περιορισμό της παραγωγικής βάσης και της ανταγωνιστικής ικανότητας.
Είναι πάρα πολλά και χαρακτηριστικά τα φαινόμενα της δομικής κρίσης που εμφανίζει η οικονομία του Έβρου. Θα αναφερθούμε σε ορισμένα. Η κατάσταση της Βιομηχανικής περιοχής Αλεξανδρούπολης θυμίζει «επενδυτική Σαχάρα». Χωρίς υποδομές, λειτουργικότητα και ελκυστικότητα έχει μεταμορφωθεί σε «κρανίου τόπο». Όσες επιχειρήσεις επιμένουν να λειτουργούν σ’ αυτή το κάνουν επειδή δεν έχουν άλλη διέξοδο ή είναι εγκλωβισμένες από υποχρεώσεις. Καμία αρχή δεν έχει πραγματικά ενδιαφερθεί για τον εκσυγχρονισμό και την ανασυγκρότησή της. Ο χρόνος εργάζεται εις βάρος της και εις βάρος της τοπικής οικονομίας. Η ιδέα δημιουργίας ενός φορέα διαχείρισής της που είχε εμφανισθεί πριν από λίγα έτη, εγκαταλείφθηκε από τους εμπνευστές της.
Το εργοστάσιο ραφής στρατιωτικών ενδυμάτων στο Τρίγωνο είναι μία ακόμη απόδειξη του αδιέξοδου του κρατισμού. Ήδη τρεις υπουργοί άμυνας έδωσαν υποσχέσεις λειτουργίας του, συνδέοντάς την με την απορρόφηση των προϊόντων του με προγραμματική σύμβαση από το υπουργείο.
Παρ’ όλ’ αυτά το εργοστάσιο παραμένει κλειστό αφού ο συνολικός σχεδιασμός του αντλεί από τον κρατικό προστατευτισμό εις βάρος της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού. Πόσο όμως μπορεί ν’ αντέξει ένα παρόμοιο εγχείρημα που δεν λαμβάνει υπόψη του τις τιμές, το κόστος και το νόμο της ζήτησης-προσφοράς; Το εργοστάσιο θα παραμένει κλειστό, οι εγκαταστάσεις του θα απαξιώνονται, οι πολίτες του Τριγώνου θα απογοητεύονται για την αναξιοπιστία του κράτους και οι ανάλογες ιδιωτικές μονάδες θα έχουν το φόβο ενός μελλοντικού προνομιακού ανταγωνιστή.
Η περίπτωση των κλωστηρίων της Αλεξανδρούπολης (συμφερόντων ομίλου Λαναρά) συσχετίζεται όχι μόνο με τη σκιά του διεθνούς επιχειρηματικού κλίματος κατά τα τελευταία έτη, σε συνδυασμό με το εν Ελλάδι διαμορφωθέν εχθρικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις με τους υψηλούς συντελεστές φορολόγησης, τις διαρκείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, τη διαφθορά και τη γραφειοκρατία αλλά και με το διάτρητο σχέδιο της Νομαρχίας Έβρου για τη δημιουργία στο Τρίγωνο της περίφημης ΔΕΒΖΟΣ. Η οποία σχεδιάσθηκε πριν οκτώ έτη ως πόλος προσέλκυσης των ελληνικών επιχειρήσεων που «μεταναστεύουν» στην Βουλγαρία. Σήμερα η ΔΕΒΖΟΣ φυσικά υπάρχει μόνο στα χαρτιά, και οι κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις – και όχι μόνο – μεταφέρονται σε άλλες χώρες. Η μακρά κρίση που μαστίζει έναν από τους πιο παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Οι εισαγωγές φθηνών προϊόντων, σε συνδυασμό με τη «μετανάστευση» ελληνικών επιχειρήσεων σε χώρες με «φιλικότερο» επενδυτικό περιβάλλον, είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική αγορά εργασίας να χάσει πολλές χιλιάδες θέσεις. Την περίοδο 2000 – 2002 η απασχόληση στον κλάδο κλωστοϋφαντουργίας μειώθηκε κατά 4.000 άτομα (από 22.390 το 2000 σε 18.390 το 2002), ενώ οι επιχειρήσεις του κλάδου περιορίστηκαν στις 378 από 444 που ήταν το 2000. Η τάση αυτή θα συνεχισθεί όσο το οικονομικό περιβάλλον στην περιφέρεια παραμένει θολό, οι παρεμβάσεις του κράτους δεν ενισχύουν την διαφάνεια, την ανταγωνιστικότητα και την επιχειρηματικότητα και οι τοπικοί αυτοδιοικητικοί φορείς συνεχίζουν να πάσχουν από ιδεολογήματα τύπου ΔΕΒΖΟΣ.
Τελευταίο δείγμα διάτρητου προστατευτισμού και δύσμορφης παρέμβασης αποτελεί η αξίωση τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας να ενισχύεται τακτικά οικονομικά από το Δήμο, αναλαμβάνοντας ο τελευταίος βάρη που δεν του ανήκουν και έρχονται σε σύγκρουση με τη νομιμότητα και την ισονομία. Αν οι αθλητικοί παράγοντες και τα μέλη του συλλόγου αδυνατούν να συντηρήσουν την ομάδα, θα πρέπει ή να περιορίσουν τους στόχους τους ή να εναρμονισθούν με την πραγματικότητα. Η παραδοσιακή προστατευτική λογική άντλησης πόρων από δημόσιες αρχές είναι ατελέσφορη και άδικη για τους υπόλοιπους συλλόγους και τους πολίτες. Οι επιχορηγήσεις πέραν των νομίμως προβλεπόμενων αποτελούν διαστρέβλωση των κανόνων άμιλλας και της αθλητικής δημοκρατίας. Όταν ένα σύστημα αποδεικνύεται προβληματικό τότε η διέξοδος βρίσκεται στην άντληση πόρων και δυνάμεων από σύγχρονες πρακτικές. Όπως το αθλητικό μάνατζμεντ και μάρκετινγκ.
Αναφορές:
1. Αθ. Παπανδρόπουλος
2. Σ. Πετρολέκας – ετήσια έκθεση του ΟΗΕ
3. Κ. Καλλωνιάτης