Η ασφάλεια και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων σε μια Αναρχική Κοινωνία

Χαρτογραφώντας μια αντιεξουσιαστική ουτοπία

Το φάντασμα της αναρχίας στοιχειώνει τους εφιάλτες των διαχειριστών της εξουσίας και όχι μόνο. Ελάχιστοι άνθρωποι είναι σήμερα σε θέση όχι απλά να υποστηρίξουν μια αναρχική μη-εξουσιαστική οργάνωση,αλλά έστω και να την φανταστούν.Η αναρχία υπήρξε πάντα μια περιθωριακή πολιτική θεωρία γιατί δεν κατάφερε στην ουσία ποτέ να αποτάξει την ανασφάλεια που γεννά ο κενός εξουσίας χώρος (orror vacui/ τρόμος του κενού).

Το ζήτημα αναλύθηκε προσεχτικά από τον Χομπς στον Λεβιάθαν του, όπου το κράτος προβλήθηκε σαν όργανο κοινωνικής συνοχής, με την δικαιολογία πως σε περίπτωση εξάχνωσης των σχετικών δομών, υποτίθεται πως θα ακολουθούσε το χάος ενός πολέμου όλων εναντίον όλων.

Το βασικό ζήτημα όμως,σύμφωνα με τη θεωρία του αναρχισμού είναι ότι ενώ η κοινωνική συμβίωση προυποθέτει και αναπαράγει την κοινωνική οργάνωση, η τελευταία δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την κρατική εξουσία.Αν εξετάσουμε προσεχτικά την ποιότητα μιας κοινωνίας, αυτή εξαρτάται κυρίως από την πραγματική οντότητα των οργανωμένων ατόμων, από τις αφομοιωμένες αρχές συνύπαρξης,και από τα διαθέσιμα μέσα που εξασφαλίζουν στην κοινωνική οργάνωση την υλική της βάση. Το μόνο «θετικό» της εξουσίας είναι ο εξαναγκασμός που ασκεί στα άτομα που συμμετέχουν να παίζουν τον ρόλο τους.

Θεμελιώδης προυπόθεση επομένως για την δικαίωση του ιστορικού κράτους είναι η ανικανότητα, ή η απροθυμία των ατόμων να κατανοήσουν την αναγκαιότητα της τήρησης κάποιων στοιχειωδών κανόνων ομαλής συνύπαρξης . Μια αναγκαιότητα που σύμφωνα με την κρατική λογική,προυποθέτει ένα αποκλειστικό (μονοπωλιακό) όργανο βίας και εξαναγκασμού,ένα εργαλείο κοινωνικής «ορθοπεδικής». Η ένσταση ωστόσο που μπορεί να εγερθεί, είναι ότι στην πραγματικότητα η κρατιστική προσέγγιση στην κοινωνική οργάνωση είναι κύριος ένοχος για τα χειρότερα και πιο μαζικά εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σε πλείστες δηλαδή περιπτώσεις το κράτος αποδείχτηκε μοχλός όχι οργάνωσης,αλλά αποδιοργάνωσης ή και καταστροφής της κοινωνίας.

Είναι γεγονός ότι το Κράτος στηρίζει την ύπαρξη του σε δυο φαινομενικά αντιφατικές καταστάσεις τον οποίων η επιβολή εξαρτάται από τις γενικές ιστορικές συνθήκες: στο γενικό φόβο και την γενική ασφάλεια. Ο φόβος αφορά την τιμωρία που θα επισύρει στο άτομο η μη αποδοχή των προβλεπόμενων ρόλων του.Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περίοδοι κρίσης και έντασης οποτε η εξουσία καλείται να επιβάλει μια σοβαρή τροποποίηση της κοινωνικής οργάνωσης, με τον εξαναγκασμό, ή την πειθώ (όπως η φασιστικοποίηση της γερμανικής κοινωνίας ή οι περίοδοι κολλεκτιβοποίησης στις τέως σοβιετικές χώρες). Προβάλλοντας λοιπόν σαν εργαλείο δόμησης της κοινωνίας, το κράτος καταλήγει να κατεδαφίζει μια φυσική τάξη μεταξύ αυθόρμητα οργανωμένων ατόμων, και να την αντικαθιστά με το παράδοξο μιας τεχνητής κοινωνικής αλλαγής.

Στις ενδιάμεσες περιόδους σταθερότητας το κύριο και πιο λογικοφανές πρόταγμα για την υπεράσπιση του κράτους ως θεσμικού οργάνου είναι η ασφάλεια που παρέχει στους πολίτες του μέσω του μονοπωλίου του στη νόμιμη βία.

Ακόμα κι αν η ασφάλεια θεωρηθεί δημόσιο αγαθό, η παραγωγή της σε συνθήκες περιορισμένων φυσικών πόρων,προυποθέτει την «προτίμηση» της σε σχέση με αλλα αγαθά που θα παράγονταν αν μεταβάλλονταν οι παραγωγικές προτεραιότητες της κοινωνίας. Άλλωστε η ασφάλεια ως γενική έννοια περιλαμβάνει ποικίλες κατηγορίες και υποκατηγορίες υπηρεσιών ( δίωξη εγκλήματος κατά ζωής,κατά περιουσίας,κατά πολιτεύματος,στρατός και ακόμα στη σημερινή τάξη πραγμάτων, κατά χρήσης και εμπορίου ναρκωτικών, κατά «λαθρεμπορίου» και «αισχροκέρδειας» κλπ). Είναι προφανές ότι οι ειδικές προτεραιότητες πρέπει να διευκρινιστούν και να χαραχτούν με σαφήνεια από κάποιον.

Ο Hans Hermann Hoppe σπεύδει να μας ενημερώσει πως αν αυτός ο κάποιος είναι τελικά το κράτος, τότε δημιουργείται άμεσα μια αντίφαση: από τη στιγμή που το κράτος δεν είναι παραγωγικός αλλά αναδιανεμητικός μηχανισμός, είναι ανίκανο να χρησιμοποιήσει τη μεθοδολογία της στάθμισης κόστους-οφέλους-κινδύνου στη χάραξη στρατηγικών με αποτέλεσμα την ανυπολόγιστη σπατάλη πόρων (σκεφτείτε πχ τις ρουσφετολογικές προσλήψεις στην αστυνομία). Ακόμα και η νομοθεσία για τα λεγόμενα εγκλήματα άνευ θύματος επιβιώνει εξαιτίας αυτής της αυθαιρεσίας στην κατανάλωση πόρων. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ελάχιστοι από τους ανθρώπους που ηθικά απορρίπτουν την χαρτοπαιξία, θα πλήρωναν από το μισθό τους για να την απαγορεύσουν σε μια άγνωστη τους παρέα. Άλλωστε το κράτος δεν καταφέρνει συχνά να ανταποκριθεί στο μέγεθος της αποστολής του.Αποτυγχάνει και αποτυγχάνει βαριά.

Το εύλογο ερώτημα λοιπόν είναι πώς φαντάστηκαν οι αναρχιστές του καπιταλισμού όπως ο David Friedman μια διάδοχη κατάσταση κοινωνικής οργάνωσης στην οποία το κράτος θα «απονεκρωνόταν» κατά την ευφυή φράση του Λένιν. Γιατί παρά τις αποτυχίες του και τις αναποτελεσματικότητες που το συνοδεύουν, το κράτος διαθέτει τον απαραίτητο μηχανισμό για να αποτρέψει έναν μεγάλο αριθμό εγκλημάτων. Αν αυτός ο μηχανισμός μια μέρα εξαφανιζόταν, ποιος θα τον αντικαθιστούσε?

Εδώ έχουμε μια βασική διαφοροποίηση των αναρχοκαπιταλιστών από τους αναρχοκομμουνιστές. Οι τελευταίοι στηρίζουν την πολιτική τους επιχειρηματολογία σε ένα ηθικό προαπαιτούμενο: την «καλή» φύση του ανθρώπου που υποτίθεται πως διαφθείρεται από το κράτος και τον «καπιταλιστικό» πολιτισμό. Οπότε, η κατάργηση του κράτους συμφωνα με την παραπάνω λογική δε θα υπέσκαπτε την κοινωνική ομαλότητα. Είναι εύκολο να ανατραπεί ο ισχυρισμός αυτός,αρκεί να σκεφτούμε την καταπίεση που υπέστη το κοινωνικό σώμα σε προκαπιταλιστικές ή μη-καπιταλιστικές κοινωνίες.

Οι αναρχοκαπιταλιστές αντίθετα δεν προχωρούν σε ηθικολογικές διαπιστώσεις επί της ανθρώπινης φύσης. Ο άνθρωπος είναι ένα άμεσο προιόν της φύσης, εξοπλισμένος με εν δυνάμει θανάσιμα όργανα επιβίωσης. Θέτει τις δικές του προτεραιότητες των οποίων ο ηθικός χαρακτηρισμός είναι εξαρτημένος από το πολιτιστικό υπόβαθρο της κάθε κοινωνίας. Αυτές οι προτεραιότητες είναι νομικά αδιάφορες ,παρεκτός αν στοχεύουν στην βλάβη μη-συναινούντων προσώπων.

Σε μια τέτοια λοιπόν κοινωνία, με μόνο δεδομένο την σπανιότητα των πόρων (scarce resources) και τη χρήση της ιδιοκτησίας ως οργάνου κατανομής τους, η ασφάλεια θα συνιστούσε ένα «άυλο» καταναλωτικό αγαθό σαν όλα τα άλλα. Μοιραία θα δημιουργούνταν «παραγωγοί» ασφάλειας , δηλαδή υπηρεσίες που θα κάλυπταν τις ανάγκες των καταναλωτών έναντι αμοιβής. Η τιμή της ασφάλειας θα ρυθμιζόταν από την ζήτηση και την προσφορά του αγαθού. Το ίδιο θα συνέβαινε όχι μόνο με την ασφάλεια σαν αφηρημένο αγαθό αλλά και με τις επιμέρους κατηγορίες της (πχ προστασία οικιακής ειρήνης,σωματικής ασφάλειας, προστασία από ληστές κλπ). Οι ανάγκες της κοινωνίας σε συγκεκριμένες μορφές ασφάλειας θα προέκυπτε μέσα από την «κάλπη» της αγοράς. Έτσι ο κάθε καταναλωτής θα συνεισέφερε με τις προτιμήσεις του στο τελικό output της βιομηχανίας παραγωγής ασφαλείας.. Ταυτόχρονα με τις υπηρεσίες ασφαλείας, οι ασφαλιστικές εταιρίες θα αποκτούσαν ένα νέο πανίσχυρο ρόλο στον οικονομικό υπολογισμό του ρίσκου και του κινδύνου. Εξειδικευμένα συμβόλαια θα ξεκαθάριζαν στον πελάτη τι είχε να περιμένει από μια υπηρεσία ασφαλείας και τι δικαιώματα θα γεννούσε η παραβίαση των όρων. Σε μια τέτοια κοινωνια όπως γράφει κάπου ο M.Rothbard, οι ασφαλιστικές εταιρίες θα υποκαθιστούσαν το κράτος ακόμα και σε θέματα ασφαλείας και υγιεινής προκειμένου να υπερασπίσουν την επένδυση τους στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Το πρόβλημα όμως που ανακύπτει σε έναν χώρο όπου το μονοπώλιο της βίας έχει ανατραπεί,είναι ο κίνδυνος η κοινωνική οργάνωση να εκπέσει στο χομπσιανό «πόλεμο όλων εναντίον όλων» όπως ήδη αναφέρθηκε. Αυτό το πρόβλημα που συνιστά και το πιο αδύναμο σημείο της αναρχικής θεωρίας αντιμετωπίζεται από τους υπερμάχους (David Friedman, M.N.Rothbard, H.H.Hoppe κλπ) με δύο μεθόδους: την ιστορικοσυγκριτική και την φιλοσοφική. Η πρώτη μέθοδος περιλαμβάνει την αφηγηματική παρουσίαση ιστορικών κοινωνιών που επιβίωσαν παρά την προφανή έλλειψη ισχυρών κρατικών δομών (αρχαία Ισλανδία,Ιρλανδία και η «άγρια» Δύση όπου η εγκληματικότητα ήταν πολύ χαμηλότερη απ όσο νομίζουν οι περισσότεροι). Η δεύτερη μέθοδος εκκρίνεται από τη συστημική ανάλυση της οικονομίας της αγοράς. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, η ύπαρξη ανταγωνιστικών εταιριών ασφαλείας περιέχει ήδη εμβρυακά την υποδομή για την οργάνωση μιας δικαιικής τάξης ικανής να επιτύχει το στόχο της ομαλής επίλυσης διαφορών. Κι αυτό γιατί κάθε πολεμική σύγκρουση ανάμεσα σε δυο ανταγωνιζόμενες εταιρίες ασφαλείας με αφορμή μια διαφωνία μεταξύ πελατών τους,αναγκαστικά προυποθέτει την έντονη υλική συνεισφορά του κάθε ένα από τους πελάτες τους στον «κοινό σκοπό». Αυτό όμως είναι δύσκολο να συμβεί καθώς το κάθε άτομο έχει σαφές κίνητρο να χρησιμοποιήσει τους πόρους του προς όφελος του και όχι προς όφελος του πελάτη της εταιρίας που ξεκίνησε τη διαμάχη. Αν σε κάθε μινι «πόλεμο» αρκετοί πελάτες διέκοπταν τα συμβόλαια τους, τότε σύντομα η εταιρία θα ξέμενε από υλικά μέσα για τη συνέχιση της παράτολμης εκστρατείας της. Συνεπώς οι εταιρίες έχουν άμεσο συμφέρον να θεμελιώσουν κάποιες υπερδομές ειρηνικής επίλυσης διαφορών (ανεξάρτητων διαιτητών πχ)

Και τώρα προκύπτει το πιο ζωτικό ερώτημα που θέτει στην αυστηρότερη δοκιμασία στην αναρχική θεώρηση της κοινωνίας. Τι θα συμβεί αν μια εταιρία ασφαλείας μετατραπεί σε συμμορία πολεμάρχων (warlordism) και στραφεί ενάντια στους υπόλοιπους πολίτες? Εδώ οι απόψεις ποικίλουν,και συχνά συγκρούονται μεταξύ τους. Ο David Friedman,υπέρμαχος μιας δικής του εκδοχής της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου συμπεραίνει πως σε μια αναρχική κοινωνία τα θύματα θα έχουν κίνητρο να πληρώσουν περισσότερα από τους θύτες για την προστασία τους. Έτσι θα αναπτυχτούν περισσότερες εταιρίες προστασίας από «εταιρίες» εξανδραποδισμού. Σε μια τέτοια κοινωνία όπως γράφει ο Friedman οι εγκληματίες θα εμπλακούν τελικά σε έναν απελπισμένο πόλεμο κατά ολόκληρης της κοινωνίας.Και θα εξοντωθούν.Πειστικότερη βέβαια ακούγεται η άποψη Hoppe ότι σε τελική ανάλυση η θεμελίωση ενός συγκεκριμένου κοινωνικού στάτους κβο εξαρτάται από αυτό που αποκαλούμε «κοινή γνώμη». Ότι δίχως τη στήριξη της κοινής γνώμης καμιά κοινωνική συνθήκη δεν μπορεί να τηρηθεί και καμία βίαιη ανατροπή δε μπορεί να διατηρηθεί. Με λίγα λόγια μια «εταιρία» ληστών δεν μπορεί να καταστρέψει μια κοινωνία της οποίας τα μέλη συνασπίζονται γύρω από κοινές θεμελιώδεις αρχές και είναι έτοιμα να πολεμήσουν γι αυτές.

Ο Rothbard συμπληρώνει ότι ουσιαστικά η αναρχία υιοθετείται και ότι συνεπώς μια βασική ομοφωνία,ένας κοινός ελευθεριακός κώδικας συμπεριφοράς θα πρέπει να έχει αφομοιωθεί από όλα τα μέλη μιας ομάδας . Γιατί κανένας πολέμαρχος με τη συμμορία του δε θα μπορέσει να επιβιώσει απέναντι σε μερικά εκατομμύρια κάννες ενσυνείδητων υπερασπιστών της αναρχικής κοινωνίας.

Έτσι λοιπόν,χαράξαμε σε πολύ αδρές γραμμές και αρκετά αφηρημένα ένα σχήμα οργανωμένης άμυνας της αναρχικής κοινωνίας απέναντι στις έμφυτες διαλυτικές τάσεις που έχει ο κάθε σχηματισμός ατόμων. Είναι σίγουρο ότι το σχήμα αυτό,που στην ουσία περιγράφει το σκεπτικό των πιο διαπρεπών θεωρητικών του αναρχοκαπιταλισμού, έχει πολλές αδυναμίες σε βαθμό να θεωρείται ουτοπικό ως προς τις πιθανότητες ομαλής λειτουργίας έτσι και τεθεί σε κίνηση. Για να καταθέσω και την δική μου άποψη,θεωρώ πως οι κίνδυνοι καταστροφής της αναρχικής κοινωνίας από μια οργανωμένη συμμορία ατόμων είναι πολλοί,αρκεί ο εσμός αυτός να αποκτήσει την υλική δύναμη για να επιβληθεί (πχ μια ατομική βόμβα). Ένα ελάχιστο (minimal) κράτος δικαίου φαντάζει πιο λειτουργική λύση στο πρόβλημα της εξουσίας αν και όπως γράφει ο Friedman ένα ελάχιστο κράτος δεν παραμένει «ελάχιστο» για πολύ καιρό , λόγω των ενδογενών τάσεων της εξουσίας να διογκώνεται. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι η ανάγκη ύπαρξης κράτους εξαρτάται από τις παραγωγικές συνθήκες μιας κοινωνίας. Μια post-scarcity society που ίσως πραγματωθεί στο μακρινό μέλλον δε θα χρειάζεται ούτε κράτος,και πιθανώς ούτε καν ιδιοκτησία. Το θετικό πάντως του αναρχικού μοντέλου στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νοητικό πείραμα : να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τη φύση του ιστορικού κράτους,τα απώτατα όρια του,τις αδυναμίες του και τις εναλλακτικές δυνατότητες στην άσκηση συγκεκριμένων λειτουργιών του. Γιατί το κράτος δεν είναι αθάνατο,και συχνά ούτε καν αναγκαίο.

Χάρης Πεϊτσίνης