Ο Μπόρις και το ελληνικό κράτος

Δεκ 15th, 2009 | | Κατηγορία: Γιώργος Παγουλάτος | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

Στην τελευταία κωμωδία του Γούντι Aλεν με τίτλο «Κι αν σου κάτσει;», ο υπερόπτης Μπόρις, επιβιώσας δύο αποτυχημένων αποπειρών αυτοκτονίας, απευθύνεται στους θεατές, επικρίνοντας τα πρόσωπα της ταινίας ότι αδυνατούν να δουν «τη συνολική εικόνα». Στην τελευταία πράξη του τρέχοντος ελληνικού δράματος, που η κυνική αργκό των αγορών θα μπορούσε να τιτλοφορήσει «Την κάτσαμε!», η άτυχη νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται να πείσει τους αυστηρούς θεατές των διεθνών αγορών (Ε. Ε., θεσμικούς επενδυτές, οίκους αξιολόγησης) ότι όχι μόνο έχει πλήρη επίγνωση «της συνολικής εικόνας» αλλά είναι και πραγματικά αποφασισμένη να μην οδηγηθεί σε δημοσιονομική αυτοκτονία.

Ο Μπόρις του Γούντι Αλεν είναι ένας αφόρητος μηδενιστής και ιδιοφυής μισάνθρωπος, που μέσα στο σκληρό περίβλημα κρύβει μιαν ευαίσθητη ψυχή. Το ελληνικό κράτος, από την πλευρά του, μετριότατης ευφυΐας αλλά πονόψυχης συμπεριφοράς, ποτέ δεν έκανε καρδιά να πει «όχι» στα αιτήματα οργανωμένων συντεχνιών, κομματικών πελατειών, και αναξιοπαθούντων οικονομικά ισχυρών. Μέσα στο αγαπησιάρικο περίβλημά του, το διαχρονικό ελληνικό κράτος κρύβει έναν ανεύθυνο και εγωιστικό χαρακτήρα.

Ο Μπόρις παντρεύτηκε μιαν έξυπνη υπέροχη γυναίκα σε έναν τέλειο πρώτο γάμο με όλες τις τυπικές προδιαγραφές της επιτυχίας, αλλά ο δύστροπος χαρακτήρας του τον οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Οπλισμένο με τη γοητεία του μεσογειακού εραστή, το ελληνικό κράτος έκανε κι αυτό έναν ιδεώδη γάμο με την πολύφερνη Eυρωπαία ΟΝΕ – σύζυγο περιζήτητη που ασκεί την πολυγαμία και απολαμβάνει να κρατάει αρκετούς επίδοξους μνηστήρες στην αίθουσα αναμονής. Ομως, ο ανειλικρινής χαρακτήρας και οι κρυμμένοι σκελετοί στην ντουλάπα του ελληνικού κράτους οδηγούν τον γάμο του με την ΟΝΕ σε ταραχώδη συμβίωση. Η πρώτη σύζυγος του Μπόρις μάλλον ανακουφίστηκε όταν τον είδε να πηδάει από το παράθυρο – είχε πια καταντήσει ανυπόφορος. Αντιθέτως, η πολυγαμική σύζυγος ΟΝΕ του ελληνικού κράτους γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τρόπος να απαλλαγεί από τον κακομαθημένο σύντροφό της. Την ανάγκην φιλοτιμία ποιούσα, προσπαθεί, έστω καθυστερημένα, να τον εκπαιδεύσει σε ασκήσεις αυτοπειθαρχίας και καλής συμπεριφοράς.

Ο Μπόρις κατοικεί σε ένα μινιμαλιστικό λοφτ, ζει με τα απολύτως στοιχειώδη, σαν ολιγαρκής κυνικός φιλόσοφος που προτιμά να μη χρωστάει σε κανέναν. Από τη μεριά του, το ελληνικό κράτος κατοικεί σε γκλάμορους σπίτι–τούρτα που αγόρασε με στεγαστικό δάνειο, επιπλωμένο με την τελευταία λέξη της νεοπλουτίστικης μόδας, και οδηγεί θηριώδες μαύρο τζιπ – αγορασμένο βέβαια με καταναλωτικό δάνειο. Διατηρεί το σπίτι του «κούκλα» και πετάει ανάκατα τα σκουπίδια του στο βρώμικο πεζοδρόμιο, όπου ήδη στοιβάζονται σε μικρούς λόφους. Παρομοίως στοιβάζονται και οι απλήρωτες δόσεις των δανείων του.

Ο Μπόρις είναι ένας νευρωτικός διανοούμενος, που προσπαθεί φιλότιμα να μυήσει τη δεύτερη, ομορφούλα αλλά απελπιστικά ανεγκέφαλη, νεαρότατη σύζυγό του στις υψηλότερες απολαύσεις του πνεύματος. Αντικοινωνικός αλλά συνεπής, την αγαπά με τη δική του πικρόχολη αυστηρότητα. Από τη μεριά του, το ελληνικό κράτος είναι «έξω καρδιά» στη διαχρονική φαυλότητά του, διαρκές παράδειγμα χαλαρότητας και παιδαγωγικής αποτυχίας, που διαπρέπει στον πολιτισμό του λαϊκοπόπ. Δεν σταματάει να κολακεύει τους νέους – κι ας έχει υποθηκεύσει το μέλλον τους με ένα τεράστιο χρέος κι ένα χρεοκοπημένο ασφαλιστικό σύστημα.

Εχοντας απομυζήσει όσο δεν πάει άλλο το παρόν βγάζοντας τη γλώσσα στο μέλλον, στο χείλος της εκπαραθύρωσης, το ελληνικό κράτος δείχνει επιτέλους να συναισθάνεται το κενό από κάτω, και να αλλάζει. Θα τα καταφέρει;

Ο κυνικός Μπόρις περιφρονεί τη «βλακεία της ανθρωπότητας», αποκαλώντας τους γύρω του «μικρόβια» και «κρετίνους». Το ελληνικό κράτος περιφρόνησε συχνά τους «κουτόφραγκους», με τους βαρετούς κανόνες και τις γκρίζες πειθαρχίες τους. Στην ταινία, η μαμά της νεαρότατης γυναίκας του Μπόρις εισβάλλει για να σώσει την απλοϊκή κόρη της από τον υποχόνδριο σύζυγό της. Στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, οι νόμιμοι κηδεμόνες της Ευρωζώνης, κ. Τρισέ, Αλμούνια και Γιουνκέρ, σπεύδουν να προφυλάξουν την πολύτιμη προστατευομένη τους από τον κακόφημο σύντροφο με το άσωτο παρελθόν.

Αφού έχει πηδήσει για δεύτερη φορά από το παράθυρο ο Μπόρις ανακαλύπτει επιτέλους το κατ’ αυτόν νόημα της ζωής: να τη ζεις όπως έρχεται, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες. Η μεγάλη ιδέα του Μπόρις είναι η εντροπία: περισσότερο από οποιαδήποτε σχέδια και όνειρα, τη ζωή μας διαμορφώνει η δύναμη του τυχαίου. Απαξ και αλλάξει δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Το μόνο που απομένει σε αυτό το εχθρικό σύμπαν είναι να αντλήσουμε όσες, περιορισμένες, ευκαιρίες ευτυχίας μπορούμε, γιατί σύντομα όλα θα τελειώσουν.

Αντίθετα: το δράμα της ελληνικής οικονομίας είναι ακριβώς αποτέλεσμα της παράδοσής μας στη δύναμη της συγκυρίας και του εφήμερου, της φυγής από τον προγραμματισμό του αύριο και από τις συνέπειες των επιλογών μας. Η εντροπία, το αναντίστρεπτο χάος, είναι ο μεγάλος αντίπαλος που πρέπει να νικήσουμε, πριν η δύναμη του αναντίστρεπτου νικήσει εμάς! Εχοντας απομυζήσει όσο δεν πάει άλλο το παρόν βγάζοντας τη γλώσσα στο μέλλον, στο χείλος της εκπαραθύρωσης, το ελληνικό κράτος δείχνει επιτέλους να συναισθάνεται το κενό από κάτω, και να αλλάζει. Θα τα καταφέρει; Θα το δούμε στην επόμενη ταινία του Γούντι Αλεν.

Γιώργος Παγουλάτος

————————————————————

Σημειώσεις:
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 13/12/2009

2 σχόλια
Leave a comment »

  1. […] This post was mentioned on Twitter by goulandris, Fotis Perlikos. Fotis Perlikos said: Ο Μπόρις και το ελληνικό κράτος http://ff.im/-cWRtP […]

  2. Οι ίδιοι δεν φαίναται να πιστεύουν ότι αποτελούν μια “άτυχη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση”, αντίθετα δείχνουν να το απολαμβάνουν!

    Παντού στο άρθρο θα αντικαθστούσα τον όρο “κράτος” με τη διατύπωση “πολιτική ηγεσία”.

    Και βέβαια σ’ αυτή την περίπτωση δεν στέκει η διαπίστωση “το ελληνικό κράτος κατοικεί σε γκλάμορους σπίτι… που αγόρασε με στεγαστικό δάνειο, και … στοιβάζονται οι απλήρωτες δόσεις των δανείων του”. Το κράτος, ως γνωστόν δεν αγοράζει σπίτια, τα σπίτια τα αγόρασε ο κόσμος και πληρώνει κανονικά τις δόσεις των δανείων του (δεν είμαστε στην αμερική!).

    Ότι “αισθάνονται κενό” είναι μάλλον σωστό, ότι “αλλάζουν”, εγώ δεν το είδα ακόμη, μάλιστα θάλεγα ότι, παρά το κενό, αυτοί εκεί, τάχουν στυλώσει και επιμένουν!

Σχολιαστε