- e-rooster.gr - http://e-rooster.gr -

H Αλίκη στη Χώρα της Χαμηλής Εντροπίας και της Ανύπαρκτης Ντροπής

του Δημήτρη Γιαννακόπουλου*

Η Αλίκη έδειχνε να πλημμυρίζει από αυτοπεποίθηση «μπορώ να αλλάξω τον κόσμο δίνοντας στις έννοιες το νόημα που εγώ επιθυμώ» σκέφθηκε. Αγνόησε όμως, η άμοιρη, την πολιτικο-κοινωνική διάσταση της Εντροπίας και την λυτρωτική αξία της ντροπής. Γι’ αυτό ο μαγικός της κόσμος υπήρξε ασύμπτωτος με την πραγματικότητα, στην οποία επέστρεψε να ζήσει για την υπόλοιπη ζωή της.

Αυτήν την νοητική εικόνα και τα απορρέοντα συναισθήματα από αυτή προκαλούν οι απόπειρες μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια, τόσο από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, όσο και από τη παρούσα της ΝΔ.

Επιχειρώντας να απαντήσω στο ερώτημα, γιατί δεν υλοποιούνται, στην Ελλάδα, ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις πού απαιτούνται για την ορθολογική λειτουργία των θεσμών και της αγοράς στο νέο παγκοσμιοποιημένο σύστημα του πολιτισμού, της πολιτικής, της οικονομίας και της θεσμικής συγκρότησης, θα αποφύγω «κοινούς τόπους» και κατεστημένες προσεγγίσεις που, εν τέλει, έρχονται να νομιμοποιήσουν την πολιτική απραξία, την καθυστέρηση, την απογοήτευση και συμβάλουν στον ατομικό και κοινωνικό αποκλεισμό, την ιδιώτευση και τη μείωση της δημιουργικής επιχειρηματικότητας.

Θα υποστηρίξω ότι οι θεωρίες περί πολιτικού (κομματικού) κόστους, πηγάζουν από έναν ιδιότυπο οικονομισμό (οικονομικό ντετερμινισμό [1]) επί της πολιτικής, που οδηγεί αναπόφευκτα σε εκπτώσεις στην εσωτερική οργάνωση των μεταρρυθμίσεων, ενώ παράλληλα γεννούν νομοτέλειες και πολιτικο-κοινωνικά σημαινόμενα εξαιρετικά χαμηλής Εντροπίας.

Η Έννοια της Εντροπίας, εδώ, υιοθετείται από την information theory [2] και περιγράφει το μέγεθος της πληροφορίας που ενυπάρχει σε οποιοδήποτε κοινωνικό ή πολιτικό σημαινόμενο: γεγονός, πρωτοβουλία, δράση και είναι δυνατόν να ερμηνευθεί από τον αποδέκτη-πολίτη. Στη περίπτωσή μας η χαμηλή Εντροπία απεικονίζει τη μεγάλη αβεβαιότητα και την συνακολουθούμενη σύγχυση και ανασφάλεια που προκαλούν οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στους πολίτες.

Η αποπολιτικοποίηση των αποφάσεων δια της οικονομικής αντικειμενικότητας εξαφανίζει τον πολιτικό στόχο – το περίφημο όραμα – από τον ορίζοντα του πολίτη, τον οποίο παραδίδει έρμαιο στις ορέξεις του οποιουδήποτε φαφλατά της πολιτικής.

Οι μεταρρυθμίσεις χαμηλής Εντροπίας στην Ελλάδα αναδεικνύουν την ανικανότητα του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος να πολιτευθεί πολιτικά. Φοβούμενο να εσωτερικεύσει πολιτικές ιδεολογίες, που θα επέφεραν την αναγκαστική, πολιτικά ορθολογική, αναδιοργάνωσή του. Φοβούμενο να συστηματοποιήσει δημιουργικά την λανθάνουσα ρήξη που το διατρέχει οριζόντια μεταξύ κρατιστών-συντηρητικών και προοδευτικών-μεταρρυθμιστών. Φοβούμενο να αντιληφθεί ότι μπορεί μεν η πολιτική να αποκρυσταλλώνει εξουσιαστικές σχέσεις, δεν έχει όμως ως αυτοσκοπό την εξουσία και μάλιστα την κυβερνητική. Φοβούμενο, τέλος, τους ίδιους τους πολίτες, στους οποίους, δήθεν, με δημοκρατικό σεβασμό αναφέρεται – στα λόγια καθημερινά, στη πράξη ανά τετραετία, τριετία ή όποτε τελοσπάντων εξυπηρετεί κομματικά ή/και προσωπικά τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Επιχειρεί (το σύγχρονη κομματικό κατεστημένο) να αποφύγει την υποκειμενοποίηση της πολιτικής δράσης και έτσι την αντικαθιστά, ταυτίζοντάς την, με δήθεν αντικειμενικούς, οικονομικούς δείκτες που επιτρέπουν, ασφαλώς, ποικίλες πολιτικές ερμηνείες. Η Εντροπία κοντά στο μηδέν. Η ντροπή στο απόλυτο μηδέν.( Είναι γνωστό ότι μόνο κάποιοι «περίεργοι» Ιάπωνες εξακολουθούν να παίρνουν προσωπικά τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα).

Η οικονομία για να είναι λειτουργική, πρέπει να εκφράζεται αντικειμενικά, καμία αντίρρηση. Η πολιτική δράση και η πολιτική απόφαση για να είναι (λειτουργικές) κοινωνικά σημαίνουσες πρέπει να μπορούν να εσωτερικεύονται από το πολίτη σε υποκειμενική διάσταση. Έτσι γεννάται η πραγματική συναίνεση και διαμορφώνονται συνθήκες αυθεντικής σύγκλησης. Η αποπολιτικοποίηση των αποφάσεων δια της οικονομικής αντικειμενικότητας εξαφανίζει τον πολιτικό στόχο – το περίφημο όραμα – από τον ορίζοντα του πολίτη, τον οποίο παραδίδει έρμαιο στις ορέξεις του οποιουδήποτε φαφλατά της πολιτικής. Έτσι, κατάδηλα, ζημιώνεται και η Οικονομία και η Αγορά και η Κοινωνία. Εξ αιτίας αυτού την «πάτησαν» οι όποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που με πολύ κόπο, αλλά λάθος τρόπο, επιχείρησε μια μικρή ομάδα γύρω από το Κ. Σημίτη, κάπως έτσι τελματώνονται και οι αποσπασματικές προσπάθειες μιας εξίσου μόνης – και έρημης – ομάδας περί τον Κ. Καραμανλή τον νεότερο.

Η Οικονομική θεωρία έχει συνεισφέρει και διαρκώς προσφέρει πολύτιμα εργαλεία και ιδέες για τη μεθοδολογική διερεύνηση και ερμηνεία πολλών πολιτικών φαινομένων, μεταξύ αυτών και του κομματικού ανταγωνισμού, την αποκρυστάλλωση ομάδων συμφερόντων και κοινωνικών κινημάτων, την εκλογική και νομιμοποιητική συμπεριφορά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ταυτίζεται η πολιτική διαδικασία (και οι μεταρρυθμίσεις εντάσσονται, ασφαλώς σε αυτό το πλαίσιο ) με την οικονομική πρακτική. Όπως, πολύ όμορφα, σημειώνει ο Terry Moe [3]: «Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στον εντοπισμό και την ανάδειξη εκείνων των πολιτικών χαρακτηριστικών, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στη θεμελίωση μιας [νέας] θεωρίας. Η θεμελίωση αυτή μπορεί και πρέπει να επωφελείται από τη νέα- Οικονομική ( New Economics), σε καμία περίπτωση, όμως, να υπερκαλύπτεται ή να καθοδηγείται πεπλανημένα από αυτήν».

Μέσα σε αυτό το πνεύμα, πόσο, «χυδαία» και βλακώδης ακούγεται η «φιλολογία» περί ασημικών που εκποιούνται, και πόσο μάταιες οι οικονομικές προσεγγίσεις που προσπαθούν να αναδείξουν το επικερδές του πράγματος, αντί να εστιάσουν στον πολιτικό στόχο, ο οποίος δεν μπορεί να ισορροπεί στον άξονα κέρδος-ζημία, αλλά να κατατείνει στην ποιοτική ευημερία και προσωπική αξιοπρέπεια όλων των πολιτών!

ακόμη και σημαντικά κέρδη να καταγράφονταν στο Προϋπολογισμό από τη λειτουργία τους, θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν και μάλιστα πλήρως, καθώς η διαιώνιση αυτού του ερμαφρόδιτου καθεστώτος δεν στρεβλώνει μόνο την αγορά με την ευρεία έννοια, αλλά βάλλει ευθέως κατά της κοινωνικής συνοχής

Το πρόβλημα, με τις ποικίλες «επιχειρήσεις» του κράτους (του Δημοσίου τις λένε τώρα, αλλά προφανώς αστειεύονται), πάει πολύ μακρύτερα από την συγκυριακή τους θέση στην «αγορά» σε σχέση με τη κερδοφορία τους. Δεν είναι που τις πληρώνουμε ακριβά άμεσα ή έμμεσα, είναι που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα, από την αγορά εργασίας, έως την αγορά υπηρεσιών και από τη μακροημέρευση κομματικών συντεχνιών, έως την συντήρηση του ρουσφετιού και της γραφειοκρατικής αμετροέπειας. O νομικός δυισμός τους, που επιτρέπει σε αυτές άλλοτε να συμπεριφέρνονται ως φορείς του Δημοσίου και άλλοτε ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και τα μικρά η μεγαλύτερα προνόμια που απολαμβάνουν ορισμένοι – όχι όλοι – από τους υπαλλήλους τους, πλήττει βάναυσα το θεμέλιο της Δημοκρατίας: την ισονομία και ισοπολιτεία. Επιπρόσθετα, δεν φτάνει που προκαλούν κάθε τόσο σκάνδαλα, είναι πού «χαλάνε» και την αγορά, καθώς η δεύτερη μιμείται κοινωνικά επιζήμιες τακτικές, υπολογίζοντας ότι θα τύχει της κρατικής στοργής και εχεμύθειας που απολαμβάνουν οι πρώτες. Εν κατακλείδι ακόμη και σημαντικά κέρδη να καταγράφονταν στο Προϋπολογισμό από τη λειτουργία τους, θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν και μάλιστα πλήρως, καθώς η διαιώνιση αυτού του ερμαφρόδιτου καθεστώτος δεν στρεβλώνει μόνο την αγορά με την ευρεία έννοια, αλλά βάλλει ευθέως κατά της κοινωνικής συνοχής. Δεν βλέπετε το κύμα αντιδράσεων εναντίων των Δημοσίων Υπαλλήλων; Δεν βλέπει κανείς, στις ηγεσίες των κομμάτων, το τσουνάμι πού έρχεται; Αν η έκδηλη δυσφορία μετατραπεί σε κοινωνική ρήξη, πιστεύουν ότι μπορούν να τη διαχειριστούν; Μήπως, τελικά, υπερεκτιμούν την ικανότητά τους, και υποεκτιμούν τη κοινωνική δυναμική που δεν αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις «περί του καταλληλότερου»; Εν πάσει περιπτώσει η Οικονομική Πολιτική δεν έπαψε να είναι Πολιτική. Ας πάψουν, λοιπόν, οι Υπουργοί να το «παίζουν» Managers και οι Πρωθυπουργοί Chief Executive Officers. Ζημιώνουν, έτσι, τους πολίτες, την πολιτική διαδικασία και μακροχρονίως τους εαυτούς τους – άσε που εξευτελίζουν και τη λειτουργία της αγοράς.

Δεν θα έπρεπε να ντρέπεται ο πολιτικός, που αντί να προβάλλει ευθαρσώς και αταλάντευτα το πολιτικό μήνυμα των μεταρρυθμίσεων και την ιδεολογική θεμελίωσή τους, οχυρώνεται πίσω από τις Θεσμικές πρωτοβουλίες της ΕΕ, καλώντας τους πολίτες να δείξουν κατανόηση και να συμβιβαστούν με τις «επιταγές των Βρυξελών»;

Είναι αλήθεια ότι η ΕΕ χρειάζεται τις συντονισμένες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες όλων των Κρατών Μελών, ώστε να αναδειχθεί η Ευρώπη σε μια ενιαία, αυθεντική, άκρως ανταγωνιστική δύναμη προόδου στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Είναι επίσης γεγονός, ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της ποιοτικής ανάπτυξης και της ηγεμονίας στις παγκόσμιες αγορές απαιτούνται αυστηρά πλαίσια ανταγωνισμού στο εσωτερικό της. Μόνον έτσι θα μπορέσει η Ένωση να αναπτύξει υψηλή, ενιαία, ανταγωνιστικότητα. Σε αυτό συμφωνούν και οι Φιλελεύθεροι και οι Χριστιανοδημοκράτες, και οι Σοσιαλδημοκράτες, καθώς και ένα μεγάλο τμήμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Συμφωνούν, επίσης, ότι το πλέγμα αυτό των μεταρρυθμίσεων, ενισχύει την Εθνική και Περιφερειακή ανάπτυξη και αμέσως ή εμμέσως τη κοινωνική συνοχή. Όταν όμως το ΠΑΣΟΚ ή/και η ΝΔ καλούνται να υπερασπιστούν ιδεολογικά, στο εσωτερικό της Χώρας, συνολικά το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, τότε δείχνουν με νόημα «προς Βρυξέλλες μεριά». Κάπως έτσι εκδηλώνεται στην ύστερη Μεταπολίτευση η αυτοσυντήρηση ενός πολιτικού συστήματος, το οποίο επιμένει, μετερχόμενο ποικίλα πολιτικά και μικροπολιτικά τρικ, να ενθυλακώνει παραμορφωτικά τον Κρατισμό μαζί με τον Φιλελευθερισμό, μειώνοντας τεχνηέντως την πολιτική Εντροπία.

Η πορεία μας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη έχει μεταβάλει τους όρους αποκρυστάλλωσης της ιδεολογίας και της πολιτικής. Απαιτεί συνειδητοποιημένους πολίτες και όχι πελάτες στο κρατικο-κομματικό μαγαζί. Οι πλέον σοβαρές μάλιστα μετρήσεις της κοινής γνώμης που διεξάγονται σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν ότι, παρά τις προσπάθειες του δικομματικού συστήματος, οι Έλληνες και η Ελληνική κοινωνία ξεπερνούν τις διαχωριστικές γραμμές που, πλέον ολοένα και πιο άτεχνα, χαράσσουν μεταξύ τους η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, δηλώνοντας «έλλειψη εμπιστοσύνης» προς αυτά τα πολυσυλλεκτικά κόμματα..

Σύμφωνα με το τελευταίο «Ευρωπαϊκό Βαρόμετρο», που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες, οι Έλληνες, είναι από τους λαούς που εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση (στη δεύτερη θέση με ποσοστό 65%) πολύ περισσότερο από την Βουλή των Ελλήνων (54%), ενώ έξι στους δέκα δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση, τρεις στους τέσσερις (77%) τα πολιτικά κόμματα και τουλάχιστον οι μισοί τα συνδικάτα.

Θετική κρίνεται η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ για το 57% των Ελλήνων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την άποψη κατά 74% ότι η Ελλάδα έχει ωφεληθεί από αυτήν. Στα πλεονεκτήματα της συμμετοχής στην ΕΕ οι ερωτηθέντες απαντούν ασφάλεια, μεγαλύτερη επιρροή της χώρας στον κόσμο και καλύτερο βιοτικό επίπεδο, ενώ παράλληλα κρίνεται πολύ θετική και η επίδραση στη γεωργία.

Αν νομίζετε ότι μετά από αυτά, τα κόμματα θα αλλάξουν τακτική, δεν θα συμφωνήσουμε. Το αίσθημα αυτοσυντήρησής τους και η ηγεμονική κουλτούρα των ηγεσιών τους δεν το επιτρέπουν. Μόνο η πολιτική βούληση και δράση των απεγκλωβισμένων πολιτών μπορούν να δώσουν νέα πνοή στο πολιτικό σύστημα και να το οδηγήσουν σε αναδιοργάνωση με πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια και όχι μικροσυμφεροντολογικές σκοπιμότητες.

Μόνο η πολιτική βούληση και δράση των απεγκλωβισμένων πολιτών μπορούν να δώσουν νέα πνοή στο πολιτικό σύστημα και να το οδηγήσουν σε αναδιοργάνωση με πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια και όχι μικροσυμφεροντολογικές σκοπιμότητες.

Βεβαίως εκλογές έρχονται και θα ακούσουμε τόσα πολλά για μεταρρυθμίσεις που υποψιάζομαι ότι η Εντροπία θα μηδενιστή και η απόλυτη σύγχυση θα κυριαρχήσει. Είναι σαν να ακούω, τώρα, να επαναλαμβάνονται τα λόγια που άρθρωσε προ ολίγων εβδομάδων κατά την ομιλία του στο London School of Economics ο Πρωθυπουργός: «H Ελλάδα έχει μπει σε μια περίοδο έντονων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να προσαρμοστεί στις διεθνείς αλλαγές, να είναι επαρκώς προετοιμασμένη για το μέλλον και να τεθεί στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών αλλαγών. Το μείγμα της πολιτικής μας εστιάζεται στη δημοσιονομική σταθεροποίηση, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην εκπαίδευση και τη μάθηση». Τέλος, κλείνοντας την ομιλία του ανέφερε: «H Ελλάδα δημιούργησε ένα νέο φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον με νέες ευκαιρίες για εγχώριους και ξένους επενδυτές, ένα νέο εργασιακό περιβάλλον για νέους μορφωμένους πολίτες. Είναι μια χώρα φιλική, σύγχρονη και ασφαλής. Mια χώρα που ξέρει να ακούει και να ερμηνεύει τα σημάδια των καιρών και πώς να προσαρμόζεται σ’ αυτά με αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, ακολουθώντας ένα καθαρό όραμα και ένα στοχευμένο σχέδιο».

Να γιατί στην εισαγωγή αναφέρθηκα, παραβολικά, στην Αλίκη που ζει στη χώρα της χαμηλής Εντροπίας και της ανύπαρκτης ντροπής. Ποια είναι τα πρώτα ορατά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων-Καραμανλή στη ζωή των Ελλήνων; Ποια η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ποια η πολιτική που εστιάζεται στην εκπαίδευση και τη μάθηση; Πώς θα τεθεί η χώρα στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών αλλαγών, όταν απομακρυνόμαστε διαρκώς από τους στόχους της Λισαβόνας; Ποιο είναι το νέο εργασιακό περιβάλλον για μορφωμένους νέους, όταν κατέχουμε την πρώτη θέση στην EE. στην ανεργία αυτής της κατηγορίας; Ποιο είναι αυτό το περίφημο στοχευμένο σχέδιο, μήπως αυτό που ευαγγελιζόταν την «επανίδρυση του Κράτους;»

Τα λόγια του κ. Καραμανλή, ως προς τις ευρωπαϊκές επιδόσεις της χώρας, αντηχούν παράφωνα, αν ρίξει κανείς μια ματιά στην τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος: 1) Στην Ευρώπη των «25» η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στις εισροές κεφαλαίων για ξένες άμεσες επενδύσεις ως ποσοστό του AEΠ, καθώς και στον βαθμό εξωστρέφειας. 2) Βρίσκεται μεταξύ των τελευταίων όσον αφορά την ευκολία επιχειρηματικής δραστηριότητας και τον αριθμό διαδικασιών για την ίδρυση μιας επιχείρησης. 3) Διαθέτει πολύ υψηλό δείκτη δυσκαμψίας αγοράς εργασίας, υψηλή γραφειοκρατία που αποθαρρύνει δυνητικούς επενδυτές, ενώ υπάρχει και αναντιστοιχία μεταξύ της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των σύγχρονων αναγκών της αγοράς εργασίας.

Δύσκολο πράγμα η μεταρρύθμιση, αν ασφαλώς με τη λέξη αυτή εννοούμε πολιτικές πρωτοβουλίες που εισάγουν καινοτομικές προσεγγίσεις στον τρόπο της οργάνωσης και της λειτουργίας του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας, και αν συμφωνούμε ότι η εφαρμογή τους οφείλει να παράγει απτά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα για τους πολίτες.

Εύκολα τα λόγια και η προπαγάνδα τόσο από το ΠΑΣΟΚ, όσο και από τη ΝΔ, αλλά δίχως μια νέα Φιλελεύθερη θεώρηση του κράτους και της κοινωνίας, μέσα στη σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις θα παραμείνουν «εκθέσεις ιδεών» στη Χώρα της Αλίκης.

——————————————————————
*O Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι Δημοσιογράφος – Πολιτικός Επιστήμονας (Ερευνητής στο Södertörns University, Sweden)