- e-rooster.gr - http://e-rooster.gr -

Η ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΤΟΥ AIDS: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Η 1η Δεκεμβρίου έχει καθιερωθεί ως η παγκόσμια μέρα του AIDS, μια προσπάθεια για να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη απέναντι σε ένα φαινόμενο που ανεξάρτητα από τη δημοσιότητα που έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια κινδυνεύει να πέσει θύμα παρεξηγήσεων. Οι βιοεπιστήμες βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, γεμίζοντας μας εν μέρει αισιοδοξία ότι πολλά από τα προβλήματα υγείας σε σύντομο χρονικό διάστημα θα αποτελούν απλά μια θλιβερή ανάμνηση. Το ζήτημα όμως του AIDS παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες και είμαστε ακόμη πολύ μακριά από τον επιδιωκόμενο στόχο.
 
Γενική Εικόνα: Σύμφωνα με την αναφορά για το 2004 του UNAIDS, τo 2003 4.8 εκατομμύρια άτομα μολύνθηκαν με τον ιό του HIV και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο αριθμό νέων κρουσμάτων μόλυνσης με ΗΙV στη μέχρι τώρα ιστορία της επιδημίας. Συνολικά υπολογίζεται ότι 37.8 εκατομμύρια άτομα ζουν με τον ιό, ενώ 2.9 εκατομμύρια πέθαναν μέσα στο 2003. Από την αρχή της επιδημίας (τα πρώτα κρούσματα ταυτοποιήθηκαν το 1981) μέχρι το τέλος του 2003 άνω των 20 εκατομμυρίων ατόμων έχουν πεθάνει. Ανεξάρτητα από την εντύπωση που έχουμε από την καθημερινότητά μας, η επιδημία διατηρεί ένα δυναμικό χαρακτήρα και συνεχίζει να αναπτύσσεται εκμεταλλευόμενη νέες ευκαιρίες για μετάδοση. Σχεδόν καμία χώρα του κόσμου δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη και δυστυχώς αντίθετα από τις επιταγές της πραγματικότητας, αρκετές χώρες έχουν αρχίσει να επιδεικνύουν μια χαλαρή στάση ως προς το πρόβλημα. Για την Αφρική το AIDS αποτελεί μια ολοκληρωτική καταστροφή (δίχως καμία δόση υπερβολής) με αντίκτυπο που θα αντανακλά σε ολόκληρες γενιές ανθρώπων της περιοχής αυτής. Η Αφρική κάτω από το επίπεδο της ερήμου Σαχάρα φιλοξενεί περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά εν τούτοις σ’ αυτήν την περιοχή κατοικούν τα 2/3 των μολυσμένων ατόμων. Πολλές από αυτές τις χώρες βιώνουν μια γενικευμένη επιδημία, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η επιδημία διατρέχει στο γενικό πληθυσμό και δε χαρακτηρίζει μόνο ομάδες υψηλού κινδύνου. Ο μέσος επιπολασμός στην περιοχή είναι περίπου 9% ενώ σε 7 χώρες ο επιπολασμός έχει ξεπεράσει το 20%. Η νοτιοανατολική Ασία, η λατινική Αμερική καθώς και η ανατολική Ευρώπη αποτελούν περιοχές με μια ηπιότερη εικόνα αλλά παρόλα αυτά μια ισχυρή δυναμική (αναλυτικά στοιχεία επιπολασμού για κάθε ήπειρο και συγκεκριμένες χώρες υπάρχουν στην παγκόσμια αναφορά του UNAIDS για το 2004 που είναι διαθέσιμη δωρεάν από το διαδίκτυο).
 
Οικονομικές συνέπειες: Η επιδημιολογική επίπτωση του HIV όμως μεταφέρει μόνο ένα τμήμα της ολικής επίπτωσης του HIV/AIDS στην παρούσα και μελλοντική ικανότητα των κοινωνιών να διατηρούν την αξιοπρέπειά τους και να διασφαλίσουν την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής. Το AIDS μεγεθύνει εκθετικά τις επιπτώσεις του στο μέλλον λόγω της διαβρωτικής του δράσης πάνω στο κοινωνικό κεφάλαιο. Αποτελεί νόσο που προσβάλλει αρχικά νεαρούς ενήλικες και επομένως επηρεάζει το σημαντικότερο τμήμα του παραγωγικού πληθυσμού. Σύμφωνα με έκθεση του παγκόσμιου οργανισμού εργασίας (ILO) 36.5 εκατομμύρια άτομα που συμμετέχουν σε κάποιο βαθμό με την παραγωγική διαδικασία είναι οροθετικοί. Η ασθένεια επηρεάζει το εργατικό δυναμικό βραχυπρόθεσμα λόγω της αυξημένης θνησιμότητας και μακροπρόθεσμα μέσω της μειωμένης γεννητικότητας. Παλιότερα μοντέλα προέβλεπαν ότι οι οικονομίες των προσβεβλημένων χωρών θα μπορούσαν να υποστούν τις συνέπειες. Το κύριο επιχείρημα πίσω από αυτές τις προβλέψεις ήταν ότι η αυξημένη θνησιμότητα θα ανακούφιζε την υπάρχουσα πίεση στο κτηματικό και εργατικό κεφάλαιο καθώς οι περιοχές αυτές μαστίζονται από υψηλά επίπεδα ανεργίας. Νεώτερες όμως έρευνες αναδεικνύουν ότι η επιδημία έχει σοβαρές συνέπειες επί του εθνικού ακαθάριστου προϊόντος (GDP). Ο ίδιος ο αποδεκατισμός του εργατικού δυναμικού έχει οικονομικές επιπτώσεις λόγω μειωμένης παραγωγικότητας αλλά και εκπαίδευσης σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Πέρα από την επιρροή στο ανθρώπινο δυναμικό οι μη νοσούντες εργαζόμενοι έχουν μειωμένη αποδοτικότητα καθώς αφιερώνουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους μακριά από το χώρο εργασίας φροντίζοντας προσβεβλημένους συγγενείς. Επίσης καθώς έμπειροι εργαζόμενοι πεθαίνουν από την ασθένεια, νέο προσωπικό πρέπει να εκπαιδευτεί για να καλύψει τις θέσεις, πράγμα το οποίο γίνεται προοδευτικά πιο δύσκολο. Επομένως πλήττεται και η εκπαίδευση η οποία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της παραγωγικότητας των μελλοντικών γενεών. Ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων δαπανών επικεντρώνεται στον περιορισμό της επιδημίας με αποτέλεσμα παραμέληση άλλων ζωτικών αναγκών όπως είναι η παιδεία. Στο πλαίσιο μιας ανοιχτής αγοράς οι συνέπειες μεγεθύνονται ακόμη περισσότερο καθώς μειώνονται σημαντικά οι ξένες επενδύσεις (καθώς η επιδημία έχει επηρεάσει αρνητικά την παραγωγικότητα της χώρας), ενώ οι πολίτες έχουν αυξημένο κίνητρο να επενδύσουν σε άλλες χώρες του εξωτερικού. Είναι φανερό επομένως ότι η έκταση της επιδημίας φαλκιδεύει τις προοπτικές ανάπτυξης μιας χώρας και ως παράδειγμα αναφέρουμε ότι σύμφωνα με την αναφορά του ILO η Νότια Αφρική (η ισχυρότερη οικονομία της περιοχής) έχει απώλειες άνω των 7 δισεκατομμυρίων $ ετησίως λόγω απώλειας εργατικού δυναμικού.

Στις ανεπτυγμένες χώρες τα νεώτερα θεραπευτικά σχήματα έχουν αλλάξει άρδην την κλινική εικόνα της λοίμωξης στις χώρες όπου είναι εφικτή η θεραπεία. Η μόλυνση με HIV στον ανεπτυγμένο κόσμο δεν αποτελεί ευθύς εξαρχής μια θανατική καταδίκη. Τα προσβεβλημένα άτομα μπορούν πλέον και μετά τη διάγνωση και την κλινική έναρξη της νόσου να διατηρούν μια ικανοποιητική ποιότητα ζωής η οποία περιορίζεται μόνο από την ίδια τη γνώση της ασθένειας (το ψυχολογικό βάρος που φέρουν καθώς και ο πιθανός κοινωνικός τους αποκλεισμός αποτελούν από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ανθρώπων αυτών) και τις ανεπιθύμητες ενέργειες της αντιϊικής θεραπείας. Προφανώς η αναβάθμιση της ζωής των ασθενών αποτελεί μια από τις προτεραιότητες στην έρευνα γύρω από τον HIV και κατ’ επέκτασιν το AIDS αλλά συγχρόνως δημιουργεί και μία πλασματική εικόνα. Είμαστε θύματα της ίδιας της επιτυχίας μας. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην παρανόηση της ανεπτυγμένης κοινωνίας ότι το AIDS πλέον είναι ελεγχόμενο και επομένως δεν απαιτείται η ίδια δέσμευση για την περαιτέρω αντιμετώπιση της επιδημίας. Αποτελεί όντως πραγματικότητα ότι στις ανεπτυγμένες χώρες ο HIV βρίσκεται σε μια ισορροπία αλλά όπως είδαμε η εικόνα στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι τελείως διαφορετική.

Εμβόλιο κατά του HIV-Φρούδες ελπίδες: Οι προσπάθειες για την ανακάλυψη ενός επιτυχημένου εμβολίου άρχισαν από τη στιγμή της ταυτοποίησης του ιού. Όπως είναι ευνόητο, τα εμβόλια αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα όπλα της προληπτικής ιατρικής και στην περίπτωση των ιογενών λοιμώξεων αποτελούν σχεδόν μονόδρομο στον περιορισμό και την εκρίζωσή (αν αυτή είναι δυνατή) τους. Στην περίπτωση του HIV η προσπάθεια παρασκευής εμβολίου έχει επιφέρει μόνο θεαματικές αποτυχίες. Σε μία εποχή όπου οι γνώσεις μας σε βιοϊατρικό επίπεδο αναπτύσσονται ταχύτατα η ανεπάρκεια μας να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της επιδημίας είναι αποκαρδιωτική. Οι εντατικές έρευνες τις τελευταίες 2 δεκαετίες περίπου έχουν αποδώσει μια πληθώρα πληροφοριών τις οποίες δεν είμαστε σε θέση να εκμεταλλευτούμε. Το πρόβλημα έχει ουσιαστικά τρία σκέλη. Το ένα σκέλος σχετίζεται αμιγώς με τις ιδιότητες του ιού και τις δυσκολίες που αυτές αποφέρουν ενώ το δεύτερο σκέλος του προβλήματος σχετίζεται με τις δυνάμεις της αγοράς στον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας οι οποίες δεν έχουν ανταποκριθεί όπως θα επιθυμούσαμε. Δε θα αναφερθώ σε μεγάλη έκταση στην ιολογία και την παθογένεια του HIV που τον καθιστούν έναν δύσκολο αντίπαλο. Η ουσία είναι ότι τα υποψήφια εμβόλια στις κλινικές δοκιμασίες που πραγματοποιούνται μέχρι τώρα δεν έχουν αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα λόγω της ικανότητας του ιού να αναπτύσσεται με μεγάλη γενετική ποικιλομορφία. Άρα ένα εμβόλιο είναι εξαιρετικά δύσκολο με τις υπάρχουσες γνώσεις να καλύψει τις ανάγκες ενός πληθυσμού εν κινδύνω.

Πέρα όμως από τις τεχνικές δυσκολίες στην παρασκευή του εμβολίου οι φαρμακευτικές εταιρείες διστάζουν να προσεγγίσουν το χώρο αυτό. Πρώτος λόγος και μικρότερης σημασίας είναι η δυσκολία συνεννόησης μεταξύ των ερευνητών. Για χρόνια υπάρχει αντιπαράθεση μεταξύ των «εμπειρικών» ερευνητών και των «μινιμαλιστών». Πάγια θέση των «εμπειρικών» είναι ότι προτεραιότητα έχει η αποτελεσματικότητα του εμβολίου και όχι η κατανόηση της δράσης του. Αντίθετα οι «μινιμαλιστές» επιδιώκουν να αποσαφηνίσουν πλήρως όλες τις βιολογικές λεπτομέρειες διότι θεωρούν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να εγγυηθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του εμβολίου. Επομένως η έρευνα δεν έχει ενιαία κατεύθυνση και υπό αυτό το πλαίσιο οι εταιρείες διστάζουν να επενδύσουν. Δεύτερος λόγος είναι τα θέματα νομικής ευθύνης. Ορισμένα από τα εμβόλια τα οποία προτείνονται και διερευνώνται περιλαμβάνουν την παρασκευή εμβολίων με εξασθενημένους ιούς ή γυμνό DNA. Η εισαγωγή του γενετικού υλικού εντός του οργανισμού ελλοχεύει κινδύνους όπως είναι ευνόητο αλλά και άλλες πιο συντηρητικές προσεγγίσεις μπορεί να κρύβουν κινδύνους. Στην περίπτωση του εμβολίου με ζωντανό εξασθενημένο ιό δε θα ήμασταν σε θέση να αποκλείσουμε ότι το εμβόλιο προκαλεί μόλυνση με καθυστερημένη εκδήλωση (δηλαδή να έχει αυξημένη λανθάνουσα φάση και να εκδηλωθεί η νόσος μετά από 30 χρόνια). Επομένως η χορήγηση ενός τέτοιου εμβολίου ακόμη και σε ένα μικρό δείγμα περικλείει μεγάλο νομικό ρίσκο. Αυτοί οι λόγοι από μόνοι τους είναι επαρκείς για να δικαιολογήσουν την αδράνεια που παρατηρείται στο χώρο. Δεν έχουμε αναφέρει όμως το σημαντικότερο λόγο για τον οποίο δε μετέχουν ενεργά οι φαρμακευτικές εταιρείες. Ο λόγος είναι ότι η θεραπεία του HIV είναι μια αγορά πολύ πιο επικερδής από ότι η πρόληψη. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες ασθένειες οι φαρμακευτικές εταιρείες επενδύουν περισσότερο στην αντιμετώπιση χρονίων παθήσεων (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, σακχαρώδης διαβήτης) διότι κατά αυτό τον τρόπο μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Η λοίμωξη HIV αποτελεί ένα χρόνιο νόσημα και πλέον με τις σύγχρονες θεραπείες ένας προσβεβλημένος άνθρωπος μπορεί να ζήσει χρόνια ακόμη και δεκαετίες μετά από τη μόλυνση απολαμβάνοντας μια ικανοποιητική ποιότητα ζωής. Η ίδια κρίση παρατηρείται και στο χώρο των αντιβιοτικών όπου έχει μειωθεί σημαντικά η έρευνα και η ανάπτυξη νέων φαρμάκων με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε από την επανεμφάνιση ασθενειών οι οποίες με την έλευση των αντιβιοτικών είχαν περιοριστεί σημαντικά. Το τρίτο σκέλος του προβλήματος σχετίζεται με την ανταπόκριση της κοινωνίας στο ζήτημα του εμβολίου. Στις ανεπτυγμένες χώρες ο HIV αποτελεί επιδημία μόνο στις ομάδες υψηλού κινδύνου, επομένως δεν αποτελεί ασθένεια με άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο. Επομένως λόγω της μειωμένης πίεσης που εξασκείται στις κυβερνήσεις δεν υπάρχει μεγάλο κίνητρο για κρατική χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων και κλινικών δοκιμασιών. Ένα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι κατά καιρούς πολλές οργανώσεις νοσούντων με AIDS έχουν εκδηλώσει την αντίθεσή τους στην έρευνα για εμβόλια καθώς το αντιλαμβάνονταν ως απειλή υπό την έννοια ότι ένα αποτελεσματικό εμβόλιο θα μειώσει δραστικά τους πόρους που επενδύονται στον τομέα της θεραπείας (διότι με ένα αποτελεσματικό εμβόλιο στο διηνεκές του χρόνου θα μειωθεί ο αριθμός των προσβεβλημένων αρά θα συρρικνωθεί η αγορά και επομένως οι εταιρείες θα αποσύρουν το ενδιαφέρον τους από τον τομέα αυτόν). Επομένως αντίθετα από την κοινή αντίληψη οι εταιρείες ενδιαφέρονται σε πολύ μικρό βαθμό να επενδύσουν στην ανάπτυξη ενός εμβολίου και δίχως τη συμμετοχή τους δε θα πρέπει να αναμένουμε ραγδαίες εξελίξεις στο άμεσο μέλλον (συνιστώ ανεπιφύλακτα το έξοχο βιβλίο του Jon Cohen “Shots in the Dark” το οποίο διαπραγματεύεται τους λόγους που έχουν οδηγήσει την παρασκευή εμβολίου σε αδιέξοδο).

Πιθανές παρεμβάσεις: Η ανακοπή της τρέχουσας επιδημίας είναι επιτακτική και δεν υπάρχουν περιθώρια καθυστερήσεων. Μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα συνδυασμό πρόληψης και θεραπείας. Το κύριο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν πρέπει η αντιϊική θεραπεία να γίνει ευρέως προσιτή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το πρόβλημα δημιουργείται από το αυξημένο κόστος των φαρμάκων αλλά και από το βαθμό συμμόρφωσης των ασθενών στις χώρες αυτές. Η θεραπεία ακολουθεί αυστηρότατο προγραμματισμό έτσι ώστε να επιβραδυνθεί όσο το δυνατό περισσότερο η ανάπτυξη αντοχής στο θεραπευτικό σχήμα. Οι υποβαθμισμένες όμως υπηρεσίες υγείας, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και το αυξημένο κόστος των φαρμάκων θέτουν αμφιβολίες για τη συμμόρφωση των ασθενών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επομένως σε πρώτο επίπεδο μπορεί να θεωρούμε ότι η ελεύθερη παροχή των φαρμάκων αυτών αποτελεί ηθική επιταγή αλλά αν η παροχή δε συνδυάζεται με σωστή χρήση τότε ακυρώνουμε το στόχο μας. Με δεδομένο όμως ότι αποδεχόμαστε το κόστος της φαρμακευτικής περίθαλψης (διότι τα οφέλη μπορεί να είναι αξιόλογα) αναλαμβάνουμε και την ευθύνη της ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας παροχής υπηρεσιών υγείας διότι φαρμακευτική αγωγή χωρίς την κατάλληλα ιατρική επίβλεψη και περίθαλψη είναι ανούσια (εκτός και αν θεωρούμε ότι οι ασθενείς μπορούν από μόνοι τους να αναλαμβάνουν το ρόλο του ιατρού). Άρα στο κόστος των φαρμάκων πρέπει να προσθέσουμε το κόστος της ανάπτυξης και συντήρησης των υπηρεσιών υγείας (ένα κόστος που συχνά παραλείπεται..).

Το Μάιο του 2004 πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη το “Copenhagen Consensus” με την πρωτοβουλία του Bjorn Lomborg (καθηγητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Aarhus και διευθυντής του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Αξιολόγησης της Δανίας καθώς και συγγραφέας του “The skeptical environmentalist”). Τα 10 σημαντικότερα προβλήματα του πλανήτη ήταν το αντικείμενο του συνεδρίου το οποίο συγκέντρωσε διακεκριμένους οικονομολόγους και επιστήμονες. Ο στόχος των διαβουλεύσεων ήταν η διατύπωση λύσεων στα 10 αυτά προβλήματα με γνώμονα το δείκτη κόστους/ωφελείας τους. Ένα από τα 10 θέματα προς συζήτηση ήταν και τα λοιμώδη νοσήματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο με κύριο παράδειγμα το HIV (να μην αμελούμε το γεγονός ότι η Αφρική πλήττεται και από άλλες δύο ενδημίες, τη φυματίωση και την ελονοσία, πληγές με μέγεθος αντίστοιχου αυτού του HIV). Οι διαπιστώσεις ήταν κοινές. Σημαντικότατος χρόνος απωλέσθη από την αδράνεια του ανεπτυγμένου κόσμου να συνειδητοποιήσει την έκταση της καταστροφής αν και η παρούσα κατάσταση είναι θεαματικά καλύτερη. Εν τούτοις υπάρχει ακόμη και με την πληθώρα των συνεισφορών από κυβερνήσεις αλλά και μη κυβερνητικές οργανώσεις ένα τεράστιο οικονομικό χάσμα. Π.χ. απαιτούνται επιπλέον 3.4-4 δις δολάρια για να καλυφθεί με φαρμακευτική αγωγή μόνο ο μισός πάσχων πληθυσμός μέχρι το 2005. Τα κοινά συμπεράσματα μεταξύ των συνέδρων ήταν ότι οι οικονομικοί πόροι πρέπει πρωτίστως να επενδυθούν στην ενίσχυση της πρωτοβάθμιας παροχής υπηρεσιών υγείας καθώς και σε απλά μέτρα όπως ενημερωτικές εκστρατείες και διάδοση της χρήσης προφυλακτικού καθώς η αξία τους με βάση το δείκτη κόστος/ωφελείας είναι αδιαμφισβήτητη (προτάσεις σύμφωνες και με την έκθεση του UNAIDS). Το ακανθώδες ζήτημα της χορήγησης ή μη φαρμακευτικής θεραπείας σχολιάστηκε εντόνως αλλά δεν υπήρξε τελικά σύμπνοια στο πως θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί αυτή καθώς είναι γενικά αποδεκτό ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία (συμπεριλαμβανομένων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων) δεν είναι σε θέση να αντέξει το βάρος (παρά τη γενναιόδωρη συνεισφορά οργανώσεων όπως το “Bill and Melinda Gates Foundation”) αλλά και η κυβερνητική συνεισφορά έχει αποτύχει θεαματικά. Για να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τα μεγέθη για τα οποία συζητάμε ας αναλογιστούμε ότι οι περυσινές δεσμεύσεις του προέδρου Μπους για αποδέσμευση κονδυλίων 15 δις δολαρίων για την καταπολέμηση της επιδημίας στην Αφρική θεωρείται ανεπαρκής.

Κανένα μέτρο βέβαια δε φαντάζει πιο αποδοτικό από την παρασκευή ενός αποτελεσματικού εμβολίου το οποίο θα μπορούσε θεωρητικά να εκριζώσει πλήρως το πρόβλημα μέσα σε 1 ή 2 γενιές ανθρώπων. Όπως προαναφέραμε όμως οι προσπάθειες δεν έχουν αποδώσει και ο κυριότερος παράγοντας είναι η έλλειψη δραστηριοποίησης των δυνάμεων της αγοράς. Αρκετοί θεωρούν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να καρποφορήσει μέσω εντατικής κρατικής επιχορήγησης (κάτι το οποίο επιτελείται για χρόνια ούτως ή άλλως ιδιαίτερα στις ΗΠΑ αλλά και σε αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ταϊλάνδη). Δυστυχώς όμως η απουσία των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών είναι αισθητή καθώς είναι εκείνες οι οποίες μπορούν να επικεντρώσουν πόρους και να τους συνδυάσουν με την επιστημονική γνώση προς παραγωγή ενός αποτελεσματικού προϊόντος. Πώς όμως μπορούμε να δραστηριοποιήσουμε τις εταιρείες προς τον εν λόγω στόχο; Η Εταιρεία Λοιμωδών Νοσημάτων των ΗΠΑ (IDSA) δημοσίευσε μια έκθεση τον Ιούλιο για την προβληματική αγορά των αντιβιοτικών, μια έκθεση που περιείχε προτάσεις που μπορούν να εφαρμοσθούν και στην περίπτωση του εμβολίου κατά του HIV. Θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα: i) χορήγηση φοροαπαλλαγών σε εταιρείες που κάνουν έρευνα στον τομέα αυτό ii) πριμοδότηση των εταιρειών οι οποίες θα παρασκευάσουν επιτυχημένα σκευάσματα με επιμήκυνση για 2 χρόνια της πατέντας που κατέχουν σε οποιοδήποτε φάρμακό τους επιθυμούν (προφανώς στο πιο κερδοφόρο φάρμακό τους) iii) περαιτέρω μείωση της νομικής ευθύνης των εταιρειών για τα συγκεκριμένα σκευάσματα (σε περίπτωση αναπάντεχων ανεπιθύμητων ενεργειών των σκευασμάτων τους) κ.ά. Η πιθανή θέσπιση τέτοιων μέτρων ενδεχομένως να κινητοποιήσει τις εταιρείες καθώς θα τους δώσει το οικονομικό κίνητρο που έλλειπε. Σκεφτείτε ότι ορισμένα φάρμακα αποφέρουν κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων το έτος, επομένως η διατήρηση της πατέντας για 2 χρόνια θα αποφέρει στην εταιρεία τεράστια κέρδη.

Συμπέρασμα: Παρά τη βαρύτητα της κατάστασης παραμένουμε σε άγνοια στον αναπτυγμένο κόσμο. Η κοινή πεποίθηση είναι ότι το AIDS αποτελεί ένα απομονωμένο πρόβλημα στις κοινωνίες μας το οποίο περιορίζεται στους κόλπους των ομάδων υψηλού κινδύνου. Υπό μία έννοια η επιδημία δε μας επηρεάζει σημαντικά διότι δεν αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειές της στην καθημερινότητά μας (με εξαίρεση τους άτυχους συνανθρώπους μας που είτε πάσχουν οι ίδιοι ή κάποιο στενό τους πρόσωπο τα οποία δεν ανήκουν πάντα στις ομάδες υψηλού κινδύνου) αλλά αυτό αποτελεί πλάνη. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο είμαστε αφελείς να πιστεύουμε ότι η πρόοδος των αναπτυσσομένων χωρών μας είναι αδιάφορη. Η οικονομική ανάπτυξη αυτών των χωρών ευοδώνει τη σταθερότητα πράγμα το οποίο είναι προς το συμφέρον όλων μας. Η πλήρης καταστροφή των κοινωνικών δομών, της οικονομίας αλλά και της ίδιας της οικογενείας στις πληγείσες περιοχές είναι εκείνη που πρέπει να μας ευαισθητοποιήσει πάνω από όλα σε συνδυασμό με το απίστευτο ανθρώπινο κόστος που έχει επιβάλλει αυτή η επιδημία. Οι ηθικές αξίες που αποτελούν τα θεμέλια της κοινωνίας μας και τις οποίες επικαλούμαστε για να δικαιολογήσουμε τον τίτλο «ανεπτυγμένη» κοινωνία δεν πρέπει να παραλείπονται όταν αναλογιζόμαστε για το πρόβλημα αυτό. Ενδεχομένως οι ενέργειες που μπορούμε να κάνουμε σε ατομική βάση να είναι πολύ περιορισμένες, εν τούτοις όμως η στάση και η ευαισθησία που διατηρούμε απέναντι στο ζήτημα είναι εκείνες που θα αποδείξουν και την ανθρωπιά μας.