Αν ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως «ευρωπαϊκός» και ο 20ός ως «αμερικανικός», δύσκολα θα στοιχημάτιζε κάποιος υπέρ του ευρωπαϊκού χαρακτήρα του αιώνα που διανύουμε. Τούτο διότι, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) φαίνεται να έχει απολέσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα που συνίστατο στην «ήπια ισχύ» της (soft power), δηλαδή τη καλοπροαίρετη επιβολή της θέλησης της μέσω της επιρροής που ασκούσε το «ευρωπαϊκό μοντέλο», ένα πλουραλιστικό και δημοκρατικό σύστημα κοινών αξιών, ένας ανοιχτός και περιεκτικός χώρος οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας.
Η δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου όπου υποχωρεί η κρατική κυριαρχία συνιστά ένα πρωτόγνωρο πολιτικό εγχείρημα, μία προσπάθεια οικοδόμησης ενός «μεταμοντέρνου» κράτους, το οποίο αναμενόμενα αποτέλεσε πόλο έλξης εκατομμυρίων βλεμμάτων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Σήμερα ωστόσο, προσεκτικοί αναλυτές όπως ο διευθυντής του γνωστού κέντρου για την ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση (CER) Τσαρλς Γκραντ (Charles Grant), προειδοποιούν πως τα αποθέματα «ήπιας ισχύος» της ΕΕ δεν είναι ανεξάντλητα και επισημαίνουν την αναγκαιότητα προώθησης γενναίων μεταρρυθμίσεων στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η εικόνα της ΕΕ στο διεθνές περιβάλλον έχει υποστεί πλήγματα στο βαθμό που κυριαρχούν οι προσλαμβάνουσες για το «φρούριο Ευρώπη», με τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών να καταλαμβάνει ολοένα και ψηλότερη θέση στις προτεραιότητες των ευρωπαϊκών κρατών και τις «εκτός Σένγκεν» χώρες να συναντούν αυξανόμενα προσκόμματα στη πρόσβαση τους εντός των ευρωπαϊκών τειχών.
Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή «αυτοεικόνα», δηλαδή η εικόνα της Ευρώπης για τον εαυτό της καθίσταται ολοένα και περισσότερο θολή και δυσδιάκριτη, όπως καταδεικνύεται από τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των Ευρωπαίων πολιτών και την άνοδο των δυνάμεων του ευρωσκεπτικισμού στις πρόσφατες εκλογές για το «ευρωπαϊκό κοινοβούλιο». Για πολυπληθείς ευρωπαϊκές κοινωνικές ομάδες, η ΕΕ αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις βασικές απαιτήσεις τους για οικονομική ευημερία, ασφάλεια και αίσθηση κοινότητας.
Ορθά οι δύο συγγραφείς μας υπενθυμίζουν τη ρήση του ιστορικού Φερνάν Μπροντέλ (Fernand Braudel) για τη προσέγγιση των λαών της Μεσογείου πως, ο πολιτισμός προηγείται, η οικονομία έπεται και η πολιτική ανθίσταται, μία ρήση που διατηρεί ατόφια την αξία της στη σημερινή Ευρώπη.
Έτσι λοιπόν, η απαγκίστρωση των κρατών-μελών της ΕΕ από το δίχτυ της παθητικής εσωστρέφειας πρώτιστα απαιτεί μία νέα ευρωπαϊκή «αφήγηση», που θα επανατοποθετήσει τον ευρωπαϊκό χώρο στο ιστορικό γίγνεσθαι και θα προσδώσει την αίσθηση κοινής ταυτότητας και συγκεκριμένης κατεύθυνσης.
Η απουσία ξεκάθαρης πολιτικής κατεύθυνσης συνοδεύεται από την ολοφάνερη αδυναμία χάραξης συγκεκριμένης οικονομικής κατεύθυνσης, η οποία αντανακλάται στην ελλιπή υλοποίηση της στρατηγικής της Λισαβόνας, με την Ευρώπη να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία έναντι των ΗΠΑ.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση κατέδειξε τα όρια του μοντέλου οικονομικής διαχείρισης των ευρωπαϊκών συνθηκών, καθώς έγινε πλέον αντιληπτό πως, η σταθερή χρηματοπιστωτική πολιτική δεν εγγυάται τη δημοσιονομική σταθερότητα που με τη σειρά της επιβάλει κοινές οικονομικές πολιτικές.
Σήμερα, ο οικονομικός δυναμισμός της Ευρώπης μοιάζει να συνθλίβεται ανάμεσα στον κρατισμό της παραδοσιακής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (Γαλλία, Γερμανία) και τον οικονομικό εθνοκεντρισμό των ευρωπαϊκών συντηρητικών κομμάτων (γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα).
Εξυπακούεται τέλος πως, η διαμόρφωση ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου προϋποθέτει νέες ιδέες και θαρραλέες πολιτικές προτάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται περισσότερο από αντιληπτό το μελαγχολικό έλλειμμα μίας φιλόδοξης πολιτικής ηγεσίας όπως ευτύχησε να διαθέτει η Ευρώπη των προηγούμενων δεκαετιών, από τον οραματιστή της «Ευρώπης των λαών» Ζαν Μονέ (Jean Monnet) μέχρι νεότερους ηγέτες, όπως τον Ζακ Ντελόρ (Jacques Delors).
Η επικύρωση και η θέση σε ισχύ της «συνθήκης της Λισσαβόνας» επιτρέπει στην ΕΕ να απεγκλωβιστεί από μία πολύχρονη και επίπονη διαδικασία θεσμικής αβεβαιότητας και πολιτικής εσωστρέφειας -που επέτεινε την απόσταση ανάμεσα στους Ευρωπαίους πολίτες και τα κέντρα λήψης αποφάσεων της Ένωσης- και να επικεντρωθεί στη διαμόρφωση μίας κοινής πρότασης για την αντιμετώπιση των πιεστικών προβλημάτων (κλιματική αλλαγή και ενεργειακή επάρκεια, μετανάστευση, κ.λπ), από την έκβαση της οποίας θα κριθεί εν πολλοίς η μελλοντική της πορεία.
Ωστόσο, παρά τη πρόσφατη εντυπωσιακή κινητικότητα που επέδειξαν τα ευρωπαϊκά κράτη, τόσο σε εθνικό όσο και σε διακρατικό επίπεδο (G20), στο συντονισμό της δράσης τους για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης (εξαγορές τραπεζών, «πακέτα στήριξης», νέο κανονιστικό πλαίσιο για τις χρηματοπιστωτικές αγορές) δεν κατέστη δυνατό να καλυφθεί η απόσταση ανάμεσα στις επιμέρους προσεγγίσεις τους, όπως αυτές εκφράζονται από τα διαφορετικά οικονομικο-κοινωνικά μοντέλα («αγγλοσαξονικό», «ρηνανικό», «σκανδιναβικό», κ.λπ) και τις διαφορετικές προτεραιότητες των εθνικών κρατών.
Πρόκειται για διαφορές που μάλλον θα ενταθούν, καθώς μεσοπρόθεσμα θα γίνουν περισσότερο αισθητές οι συνέπειες της οικονομικής ύφεσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, κύρια μέσω της πίεσης των διψήφιων ποσοστών ανεργίας, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την αναγκαία διαμόρφωση μίας κοινής οικονομικής πολιτικής (κι όχι μόνο κοινής αγοράς!) στον ευρωπαϊκό χώρο.
Συμπερασματικά, το καλογραμμένο, τεκμηριωμένο με πλούσια βιβλιογραφία κι ευκολοδιάβαστο βιβλίο των Ξενοφώντα Γιαταγάνα και Δημήτρη Καλουδιώτη επιτυγχάνει να επανεισάγει τη μακροπολιτική στο επίκεντρο της συζήτησης και να εμπλουτίσει τον προβληματισμό για τη θέση της Ευρώπης στο μελλοντικό παγκόσμιο χάρτη. Διόλου αμελητέο επίτευγμα, σε μια συζήτηση που μονοπωλείται από ατέρμονες νομικές διαβουλεύσεις που συγκαλύπτουν τις κοντόθωρες εθνικές οπτικές και τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών κρατών.
Τέλος, σε ένα πολιτικό μικρόκοσμο, όπως ο ελληνικός, που μονότονα εξαντλεί τη συζήτηση για τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και αναπαράγει άκριτα τις ανέξοδες αιτιάσεις περί «διευθυντηρίου των Βρυξελλών», η νηφάλια, πολύπλευρη και εμπεριστατωμένη γραφή των συγγραφέων είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και πολλαπλά απαραίτητη.
Δημήτρης Σκάλκος