Σε αναζήτηση ευρωπαϊκής ηγεμονίας
Νοέ 3rd, 2009 | Δημήτρης Σκάλκος| Κατηγορία: Δημήτρης Σκάλκος |![Email This Post Email This Post](http://e-rooster.gr/wordpress/wp-content/plugins/wp-email/images/email.gif)
![Print This Post Print This Post](http://e-rooster.gr/wordpress/wp-content/plugins/wp-print/images/print.gif)
Αν ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως «ευρωπαϊκός» και ο 20ός ως «αμερικανικός», δύσκολα θα στοιχημάτιζε κάποιος υπέρ του ευρωπαϊκού χαρακτήρα του αιώνα που διανύουμε. Τούτο διότι, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) φαίνεται να έχει απολέσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα που συνίστατο στην «ήπια ισχύ» της (soft power), δηλαδή τη καλοπροαίρετη επιβολή της θέλησης της μέσω της επιρροής που ασκούσε το «ευρωπαϊκό μοντέλο», ένα πλουραλιστικό και δημοκρατικό σύστημα κοινών αξιών, ένας ανοιχτός και περιεκτικός χώρος οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας.
Η δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου όπου υποχωρεί η κρατική κυριαρχία συνιστά ένα πρωτόγνωρο πολιτικό εγχείρημα, μία προσπάθεια οικοδόμησης ενός «μεταμοντέρνου» κράτους, το οποίο αναμενόμενα αποτέλεσε πόλο έλξης εκατομμυρίων βλεμμάτων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Σήμερα ωστόσο, προσεκτικοί αναλυτές όπως ο διευθυντής του γνωστού κέντρου για την ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση (CER) Τσαρλς Γκραντ (Charles Grant), προειδοποιούν πως τα αποθέματα «ήπιας ισχύος» της ΕΕ δεν είναι ανεξάντλητα και επισημαίνουν την αναγκαιότητα προώθησης γενναίων μεταρρυθμίσεων στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η εικόνα της ΕΕ στο διεθνές περιβάλλον έχει υποστεί πλήγματα στο βαθμό που κυριαρχούν οι προσλαμβάνουσες για το «φρούριο Ευρώπη», με τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών να καταλαμβάνει ολοένα και ψηλότερη θέση στις προτεραιότητες των ευρωπαϊκών κρατών και τις «εκτός Σένγκεν» χώρες να συναντούν αυξανόμενα προσκόμματα στη πρόσβαση τους εντός των ευρωπαϊκών τειχών.
Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή «αυτοεικόνα», δηλαδή η εικόνα της Ευρώπης για τον εαυτό της καθίσταται ολοένα και περισσότερο θολή και δυσδιάκριτη, όπως καταδεικνύεται από τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των Ευρωπαίων πολιτών και την άνοδο των δυνάμεων του ευρωσκεπτικισμού στις πρόσφατες εκλογές για το «ευρωπαϊκό κοινοβούλιο». Για πολυπληθείς ευρωπαϊκές κοινωνικές ομάδες, η ΕΕ αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις βασικές απαιτήσεις τους για οικονομική ευημερία, ασφάλεια και αίσθηση κοινότητας.
Ορθά οι δύο συγγραφείς μας υπενθυμίζουν τη ρήση του ιστορικού Φερνάν Μπροντέλ (Fernand Braudel) για τη προσέγγιση των λαών της Μεσογείου πως, ο πολιτισμός προηγείται, η οικονομία έπεται και η πολιτική ανθίσταται, μία ρήση που διατηρεί ατόφια την αξία της στη σημερινή Ευρώπη.
Έτσι λοιπόν, η απαγκίστρωση των κρατών-μελών της ΕΕ από το δίχτυ της παθητικής εσωστρέφειας πρώτιστα απαιτεί μία νέα ευρωπαϊκή «αφήγηση», που θα επανατοποθετήσει τον ευρωπαϊκό χώρο στο ιστορικό γίγνεσθαι και θα προσδώσει την αίσθηση κοινής ταυτότητας και συγκεκριμένης κατεύθυνσης.
Η απουσία ξεκάθαρης πολιτικής κατεύθυνσης συνοδεύεται από την ολοφάνερη αδυναμία χάραξης συγκεκριμένης οικονομικής κατεύθυνσης, η οποία αντανακλάται στην ελλιπή υλοποίηση της στρατηγικής της Λισαβόνας, με την Ευρώπη να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία έναντι των ΗΠΑ.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση κατέδειξε τα όρια του μοντέλου οικονομικής διαχείρισης των ευρωπαϊκών συνθηκών, καθώς έγινε πλέον αντιληπτό πως, η σταθερή χρηματοπιστωτική πολιτική δεν εγγυάται τη δημοσιονομική σταθερότητα που με τη σειρά της επιβάλει κοινές οικονομικές πολιτικές.
Σήμερα, ο οικονομικός δυναμισμός της Ευρώπης μοιάζει να συνθλίβεται ανάμεσα στον κρατισμό της παραδοσιακής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (Γαλλία, Γερμανία) και τον οικονομικό εθνοκεντρισμό των ευρωπαϊκών συντηρητικών κομμάτων (γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα).
Εξυπακούεται τέλος πως, η διαμόρφωση ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου προϋποθέτει νέες ιδέες και θαρραλέες πολιτικές προτάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται περισσότερο από αντιληπτό το μελαγχολικό έλλειμμα μίας φιλόδοξης πολιτικής ηγεσίας όπως ευτύχησε να διαθέτει η Ευρώπη των προηγούμενων δεκαετιών, από τον οραματιστή της «Ευρώπης των λαών» Ζαν Μονέ (Jean Monnet) μέχρι νεότερους ηγέτες, όπως τον Ζακ Ντελόρ (Jacques Delors).
Η επικύρωση και η θέση σε ισχύ της «συνθήκης της Λισσαβόνας» επιτρέπει στην ΕΕ να απεγκλωβιστεί από μία πολύχρονη και επίπονη διαδικασία θεσμικής αβεβαιότητας και πολιτικής εσωστρέφειας -που επέτεινε την απόσταση ανάμεσα στους Ευρωπαίους πολίτες και τα κέντρα λήψης αποφάσεων της Ένωσης- και να επικεντρωθεί στη διαμόρφωση μίας κοινής πρότασης για την αντιμετώπιση των πιεστικών προβλημάτων (κλιματική αλλαγή και ενεργειακή επάρκεια, μετανάστευση, κ.λπ), από την έκβαση της οποίας θα κριθεί εν πολλοίς η μελλοντική της πορεία.
Ωστόσο, παρά τη πρόσφατη εντυπωσιακή κινητικότητα που επέδειξαν τα ευρωπαϊκά κράτη, τόσο σε εθνικό όσο και σε διακρατικό επίπεδο (G20), στο συντονισμό της δράσης τους για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης (εξαγορές τραπεζών, «πακέτα στήριξης», νέο κανονιστικό πλαίσιο για τις χρηματοπιστωτικές αγορές) δεν κατέστη δυνατό να καλυφθεί η απόσταση ανάμεσα στις επιμέρους προσεγγίσεις τους, όπως αυτές εκφράζονται από τα διαφορετικά οικονομικο-κοινωνικά μοντέλα («αγγλοσαξονικό», «ρηνανικό», «σκανδιναβικό», κ.λπ) και τις διαφορετικές προτεραιότητες των εθνικών κρατών.
Πρόκειται για διαφορές που μάλλον θα ενταθούν, καθώς μεσοπρόθεσμα θα γίνουν περισσότερο αισθητές οι συνέπειες της οικονομικής ύφεσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, κύρια μέσω της πίεσης των διψήφιων ποσοστών ανεργίας, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την αναγκαία διαμόρφωση μίας κοινής οικονομικής πολιτικής (κι όχι μόνο κοινής αγοράς!) στον ευρωπαϊκό χώρο.
Συμπερασματικά, το καλογραμμένο, τεκμηριωμένο με πλούσια βιβλιογραφία κι ευκολοδιάβαστο βιβλίο των Ξενοφώντα Γιαταγάνα και Δημήτρη Καλουδιώτη επιτυγχάνει να επανεισάγει τη μακροπολιτική στο επίκεντρο της συζήτησης και να εμπλουτίσει τον προβληματισμό για τη θέση της Ευρώπης στο μελλοντικό παγκόσμιο χάρτη. Διόλου αμελητέο επίτευγμα, σε μια συζήτηση που μονοπωλείται από ατέρμονες νομικές διαβουλεύσεις που συγκαλύπτουν τις κοντόθωρες εθνικές οπτικές και τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών κρατών.
Τέλος, σε ένα πολιτικό μικρόκοσμο, όπως ο ελληνικός, που μονότονα εξαντλεί τη συζήτηση για τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και αναπαράγει άκριτα τις ανέξοδες αιτιάσεις περί «διευθυντηρίου των Βρυξελλών», η νηφάλια, πολύπλευρη και εμπεριστατωμένη γραφή των συγγραφέων είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και πολλαπλά απαραίτητη.
Δημήτρης Σκάλκος
Μία εντύπωση για την ΕΕ απο κάποιον που ζεί εκτός:
Σε αντίθεση με την εμπορική και ματαναστευτική ένωση της Ευρώπης (ελεύθερη διακίνηση προιόντων, υπηρεσιών και πολιτών) η πολιτική ένωση της Ευρώπης, δηλαδή η ομογενοποίηση της οικονομίας και της νομοθεσίας, θα έχει αρνητικά αποτελέσματα για την ευημερία των πολιτών της. Αυτό κατά κύριο λόγο διότι θα καταπνίξει τον συναγωνισμό για την ανάδειξη των εναλλακτικών αυτών πολιτικών που σχετίζονται με αυξημένη ευημερία. Επίσης θα εισάγει ένα ακόμα στρώμα κολλεκτιβιστικών δραστηριοτήτων, εκ των οποίων η σημαντικότερη ίσως θα είναι η δημιουργία Ευρωπαικού Στρατού.
Η Ευρώπη ήδη έχει χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (κάτω απο τον παγκόσμιο μέσο όρο). Η σπατάλη ενός επιπλέον 1,2,4% του ΑΕΠ στην διατήρηση Ευρω-στρατού θα σφραγίσει περεταίρω την ήδη δρομολογημένη οικονομική (και κατα συνέπεια και πολιτική) περιθωριοποίηση της Ευρώπης.
Για όσους δε πιστέυουν οτι τα οφέλη από τον Ευρωπαικό Στρατό θα αντισταθμίσουν τις δαπάνες, τους προσκαλώ να αναλογιστούν εάν οι ΗΠΑ που διαθέτουν περί το 4% του ΑΕΠ τους για στρατιωτικές δαπάνες έχουν έστω ισοδύναμα αντισταθμιστικά οφέλη απο τις στρατιωτικές τους δραστηριότητες.
Βέβαια οι ΗΠΑ όντας πιό παραγωγικές απο την Ευρώπη (διότι έχουν μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία) καταφέρνουν εν μέρει να αποροοφήσουν τις στρατιωτικές σπατάλες που προυποθέτει ο αυτοδιορισμός τους ως χωροφύλακα του κόσμου (μια υπηρεσία που, σε μεγάλο βαθμό, βλακοδώς προσφέρουν). Με άλλα λόγια η φιλελεύθερη οικονομία των ΗΠΑ είναι αρκετά πιο παραγωγική απο την Ευρωπαική ώστε να «αντέχει» μια σπατάλη της τάξης του 4% ΑΕΠ, και πάλι να καταφέρνει να έχει μεγαλύτερη ευημερία απο την Ευρώπη.
Η Ευρώπη που ήδη σπαταλάει το ανώτερο (σε σχέση με τις ΗΠΑ) ανθρώπινο δυναμικό της δεν έχει καθόλου περιθώρια για τέτοιες σπατάλες.
Η επιθυμία των Ευρωπαίων για πολιτική ένωση τροφοδοτείται κυρίως απο την επιυθμία τους να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο στην διεθνή σκηνή, συσπειρώνοντας τις δυνάμεις τους γύρω απο μία μεγαλύτερη Ευρωπαική ιδέα. Αλλά το γεγονός οτι η Ευρώπη σήμερα παίζει μικρότερο ρόλο στην διεθνή πολιτική είναι μια ευλογία που οι Ευρωπαίοι δεν έχουν αντιληφθεί και δεν εκτιμούν.
Σε αυτό η Ευρώπη θα μπορούσε να διδαχθεί από την Ελβετία, η οποία ευημερεί παραμένοντας έξω απο την διεθνή πολιτική. Και σε αντίθεση με την Ευρώπη (η οποία φαίνεται να δρα υπό το λανθασμένο αξίωμα «ομοιομορφία και ένωσις = ευημερία»), η Ελβετία προωθεί σκόπιμα τον εσωτερικό συναγωνισμό και την διάσπαση της σε αυτόνομα Καντόνια, με την δική τους ανεξάρτητη οικονομική πολιτική (π.χ. τοπικά ρυθμιζόμενες φορολογικές κλίμακες κλπ.)
Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, η πολιτικοστρατιωτική ένωση της Ευρώπης μπορεί να έχει κάποια κοντοπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα, καθότι θα μπορέσει ίσως να ξε-φορτώσει ένα μέρος των αμυντικών της δαπανών στους άλλους εταίρους.
Αλλά μέσο και μάκρο-πρόθεσμα οι Ελληνες βάζουν το κεφάλι τους στο στόμα του λέοντος, παραδίδοντας την ανεξαρτησία τους σε ένα παρακμάζον Ευρωπαικό υπερκράτος με όλο και αυξανόμενο κρατισμό, δλδ με ολοκληρωτικές τάσεις κεντρικού σχεδιασμού. Κρίμα σε όσους ήλπισαν, η ακόμα πιστεύουν, οτι μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου δεν κινδυνεύουν απο τον ολοκληρωτισμό. Η ιστορία δείχνει οτι ο οληκληρωτισμός ποτέ δεν επιστρέφει με την ίδια ακριβώς μορφή, αλλά επιστρέφει και οι σειρήνες του αποδεικνείονται πάντα ακαταμάχητες. Ποιός είναι ο επόμενος Ευρωπαικός ολοκληρωτισμός? Ο πράσινος?
η Ελβετία προωθεί σκόπιμα τον εσωτερικό συναγωνισμό και την διάσπαση της σε αυτόνομα Καντόνια, με την δική τους ανεξάρτητη οικονομική πολιτική
Οχι αγαπητε, αυτη ειναι η καταστατικη συνθηκη του νεωτερου Ελβετικου κρατους οπως την διαμορφωσε ο Καποδιστριας. Δεν την προωθει, ετσι ειναι
You are right,
…η Ελβετία προωθεί σκόπιμα τον εσωτερικό συναγωνισμό ΜΕ την διάσπαση της σε αυτόνομα Καντόνια, με την δική τους ανεξάρτητη οικονομική πολιτική
would have been more correct.
———
But in a way, the Swiss, do promote and seem to support their own fragmentation into local autonomous regions, simply by not repealing it. After all, prevailing public opinion will eventually override (or ignore) even the constitution. There is just more inertia in doing so and thus it takes a little longer. More importantly, if you have a collectivist public you’re going to end up with a totalitarian government (i.e. a society where most things are centrally planned, even if by the majority – i.e. what one may call “democratic totalitarianism”). There is no way to escape it.
By contrast, that is what the Europeans are doing – relinquishing their local autonomy to a central authority, That would be bad even if that central authority were purely democratic, which it is not, and I think it is a mistake to reduce the entire argument against European political and judicial homogenization to simply a concern over the lack of democracy in current European institutions.
It is the political and judicial homogenization in itself that will be detrimental, not simply the fact that there is a so called “democratic deficit” in current EU institutions.
While that may be (or appear to be in the short term) good for countries like Greece (where the main argument may be that “compared to our own government and institutions anything else imposed by a more prosperous entity is almost guaranteed to be better”) it is not good for Europe overall, mainly because of the reason stated in my first comment: Homogenization eliminates exploration and experimentation with alternatives. And for those who love personal freedom, it is not only detrimental to prosperity, but unpleasant too.