Του Δημήτρη Σκάλκου
Για την φιλελεύθερη πολιτική σκέψη, συνετή κυβέρνηση είναι αυτή που, σε γενικές γραμμές, κυβερνά λιγότερο.
Η πολυνομία και η πληθώρα διοικητικών πράξεων συνεπάγονται υψηλό κόστος συναλλαγών, εκτρέφουν τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, αποθαρρύνουν την ιδιωτική πρωτοβουλία, περιορίζουν την δημιουργικότητα, συχνά δε και την ελευθερία των πολιτών.
Η αποτελεσματική διακυβέρνηση προϋποθέτει την αξιοποίηση ενός μικρού και ευέλικτου κρατικού μηχανισμού από ένα συνεκτικό κυβερνητικό σχήμα, με ιεραρχημένους στόχους και αποσαφηνισμένες προτεραιότητες.
Καθώς συμπληρώνονται δυόμιση χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, είμαστε σε θέση να εξάγουμε, με σχετική ασφάλεια, τα πρώτα συμπεράσματα για το μοντέλο διαχείρισης που ακολουθεί η κυβέρνηση.
Δυσκολευόμαστε βέβαια να αποδεχτούμε ότι η καραμανλική Νέα Δημοκρατία υιοθέτησε εσχάτως τις απόψεις του Χάγεκ [1] και του Μίζες [2] περί ελάχιστου κράτους.
Αντίθετα, το ακολουθούμενο μοντέλο διακυβέρνησης συνίσταται στη διαδικαστική διεκπεραίωση των κρατικών υποθέσεων και την αντιμετώπιση των αναπόφευκτων κρίσεων, με στόχο το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος και την ελαχιστοποίηση της κυβερνητικής φθοράς. Η κυβέρνηση περισσότερο μοιάζει να περιορίζεται στη γλυκιά νωθρότητα της απραξίας και να απολαμβάνει την έλλειψη των ψυχοφθόρων πολιτικών συγκρούσεων.
Στη γλώσσα των διοικητικών σπουδών γίνεται λόγος για «αναξιοπιστία της εκτελεστικής πολιτικής [3]» (executive policy unreliability), όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον βαθμό στον οποίο οι δεσμεύσεις ευρύτερης πολιτικής της κυβέρνησης δεν εφαρμόζονται, ή εφαρμόζονται περιορισμένα, εντός ορισμένου χρόνου.
Οι Ζαν Μπλοντέλ [4] (Jean Blondel) και Νικ Μάνινγκ (Nick Manning), σε έρευνά τους [5] που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Πολίτικαλ Στάντις [6]», διακρίνουν τρία αίτια κυβερνητικής απραξίας:
• τη συλλογική κυβερνητική αναξιοπιστία (collective governmental unreliability),
• τη γραφειοκρατική αναξιοπιστία (bureaucratic unreliability) και
• την ατομική υπουργική αναξιοπιστία (individual ministerial unreliability).
Ακολουθώντας το παραπάνω μοντέλο, αδυνατούμε να αποδώσουμε το περιορισμένο κυβερνητικό έργο στην ατομική αναξιοπιστία των μελών του υπουργικού συμβουλίου, παρά το γεγονός πως είναι ολοφάνερη η ανεπάρκεια ορισμένων εξ αυτών. Άλλωστε, οι περισσότεροι μετείχαν σε προηγούμενες κυβερνήσεις και η εμπειρία καθώς και οι ικανότητες τους είναι δεδομένες.
Ακόμη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για γραφειοκρατική αναξιοπιστία, αν και είναι πρόδηλο ότι αποτελεί τροχοπέδη για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Τούτο διότι δεν προχώρησε στη υιοθέτηση νέων οργανωτικών σχημάτων πέρα από τις αναπόφευκτες αλλαγές προσώπων και τη συμβολική μετονομασία πολλών υπουργείων. Αντίθετα, φαίνεται αποφασισμένη να λειτουργήσει με τις υφιστάμενες οργανωτικές δομές.
Ουσιαστικά η μέχρι σήμερα πορεία της κυβέρνησης εξηγείται με το μοντέλο της συλλογικής κυβερνητικής αναξιοπιστίας.
Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, το πρώτο στάδιο της κυβερνητικής διαδικασίας αφορά τη διακήρυξη των στόχων-πολιτικών και ακολουθείται από το στάδιο της προετοιμασίας λεπτομερών σχεδίων δράσης (blue prints) και προτάσεων προϋπολογισμού.
Κάτι τέτοιο δεν υπήρξε στην προκειμένη περίπτωση και αξίζει να γίνουν πάνω σε αυτό ορισμένες παρατηρήσεις:
1. Κατά την προεκλογική περίοδο έγινε φανερό ότι, η Νέα Δημοκρατία δεν διέθετε επεξεργασμένες προτάσεις πολιτικής.
Ουσιαστικά, με την εξαίρεση ίσως του προγράμματος για την υγεία, επρόκειτο για έκφραση καλών προθέσεων και επανάληψη αφόρητων κοινοτοπιών, από τις οποίες υποφέρει το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου της χώρας.
2. Η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου κατέδειξε ότι η παρούσα κυβέρνηση στερείται συγκεκριμένου ιδεολογικο-πολιτικού στίγματος και αντανακλά περισσότερο εσωκομματικές ισορροπίες.
Αναπόφευκτα οι υπουργοί κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις και οι μεταξύ τους διαφωνίες και συγκρούσεις προτεραιοτήτων προκύπτουν εντελώς φυσιολογικά.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ισχύον πρωθυπουργικό σύστημα, οδηγεί στον ασφυκτικό συντονισμό από τον πρωθυπουργό και στον συγκεντρωτισμό με αναπόφευκτες συνέπειες στο κυβερνητικό έργο (καθυστερήσεις, κ.λπ).
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευτούν και οι ήδη καταγραμμένες παλινωδίες στην επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης, καθώς απουσιάζει μία συνεκτική ιδεολογική πλατφόρμα, που να λειτουργεί ως πόλος εναρμόνισης αντιλήψεων και αυτοματοποιημένης αντίδρασης στα ζητήματα.
Έτσι λοιπόν, το επικοινωνιακό έλλειμμα για το οποίο τόσος λόγος γίνεται, είναι περισσότερο το επιφαινόμενο παρά η αιτία της επιδεινούμενης εικόνας της κυβέρνησης.
3. Τέλος, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι, στο επίπεδο της πολιτικής στρατηγικής, η ακολουθούμενη κυβερνητική πρακτική είναι σύμφωνη με τις επιταγές του περίφημου ιδεολογήματος του «μεσαίου χώρου», που ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιδιότυπη εφαρμογή του «catch-all party [7]» στα ελληνικά δεδομένα, δηλαδή την διαμόρφωση ενός κόμματος, οι πολιτικές του οποίου δεν έχουν «γωνίες» και με το οποίο μπορούν να ταυτιστεί το μεγαλύτερο κομμάτι της «κοινής γνώμης».
Η από-ιδεολογικοποίηση μοιάζει να προσφέρει βραχυπρόθεσμα εκλογικά οφέλη ως αντιπολιτευτική γραμμή (κύρια περιορίζοντας τις αρνητικές γνώμες και εισπράττοντας την φθορά του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος), ως κατευθυντήρια κυβερνητική γραμμή όμως, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει.
Έτσι, η προεκλογικά και σε όλους τους τόνους, εξαγγελθείσα από τη Νέα Δημοκρατία «επανίδρυση του κράτους», που βασίστηκε στην απόλυτα ορθή εκτίμηση της ανάγκης ριζικής μεταρρύθμισης του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της κρατικής μηχανής, μοιάζει να περνά γρήγορα στη λήθη και να καταγράφεται στο μεγάλο βιβλίο των άτυχων πολιτικών όρων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη επ’ αόριστο χρονικό διάστημα αναβολή της προγραμματισμένης παρουσίασης της έκθεσης με τον φιλόδοξο τίτλο «Συνταγματική αναθεώρηση για ανταγωνιστική οικονομία σε ένα κοινωνικό κράτος δικαίου», που εκπονήθηκε από τη νεοσυσταθείσα Επιτροπή Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (ΕΔΙΜΕΤ) του υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έκπληξη για τους προσεκτικούς παρατηρητές των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας.
Συμπερασματικά, είναι πλέον προφανές πως οι συνεχείς αναβολές στην προώθηση των παραπάνω μεταρρυθμίσεων, στο βαθμό που δεν μπορούν να αποδοθούν πλέον σε συγκεκριμένους περιορισμούς του πολιτικού περιβάλλοντος (πχ. ολυμπιακοί αγώνες), ενισχύουν τις απόψεις όσων εξέφρασαν αμφιβολίες για την ετοιμότητα της Νέας Δημοκρατίας να αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου. Ακόμη χειρότερα, θέτουν υπό αμφισβήτηση την ίδια την πολιτική αξιοπιστία της κυβέρνησης.
——————————————————–
* Η αρχική μορφή του κειμένου δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2005 στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής [8], έκτοτε όμως ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει.