Ενάντια στον Νέο Πατερναλισμό
Οκτ 29th, 2007 | Glen Whitman| Κατηγορία: Μεταφράσεις, Οικονομικά, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |Εσωτερικότητες και τα οικονομικά του αυτοελέγχου
Περίληψη
Οι οικονομολόγοι για καιρό επιχειρηματολογούσαν ότι η κρατική παρέμβαση έχει περισσότερο νόημα σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν «εξωτερικότητες». Οι εξωτερικότητες είναι τα κόστη ή οφέλη που επιβαρύνουν τρίτους. Όταν αποκλειστικά τα άτομα βαρύνονται από το πλήρες κόστος καθώς και τα πλήρη οφέλη των δικών τους πράξεων, η επιχειρηματολογία υπέρ της κρατικής παρέμβασης γίνεται αισθητά πιο αδύναμη. Όμως μία νέα γενιά οικονομολόγων ισχυρίζονται ότι ο πατερναλιστικός παρεμβατισμός μπορεί να δικαιολογηθεί όταν πρόκειται για την διόρθωση προβλημάτων αυτοέλεγχου. Η θεωρία λέει πως εάν οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται πλήρως το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται στο μέλλον λόγω των επιλογών τους , αυτές οι επιλογές επιβάλουν εξωτερικότητες μέσα στη σφαίρα του ατόμου οι οποίες μετονομάζονται σε «εσωτερικότητες». Η προσέγγιση με τον όρο της εσωτερικότητας προσφέρει ένα καινοφανές επιχείρημα υπέρ των πατερναλιστικών κρατικών πολιτικών όπως οι εξοδευτικοί (sumptuary/sin) φόροι (συμπεριλαμβανομένων των φόρων “παχυσαρκίας”), οι εμπορικές απαγορεύσεις, τα υποχρεωτικά σχέδια αποταμίευσης και λοιπά.
Η θεωρία των εσωτερικοτήτων είναι αποκλειστικά δομημένη πάνω στην θεωρία των εξωτερικοτήτων. Παρόλα αυτά, οι πρώτες βρίσκονται εκεί που ήταν οι τελευταίες το 1960, ακριβώς πριν από την γόνιμη εργασία του Ronald Coase πάνω στο αντικείμενο. Η έκθεση της θεωρίας των εσωτερικοτήτων στην διορατικότητα του Coase αποκαλύπτει σοβαρά σφάλματα. Ειδικότερα, η θεωρία των εσωτερικοτήτων στην παρούσα μορφή της αδικαιολόγητα διαλέγει στρατόπεδο όταν επιλέγει να ευνοήσει κάποια προσωπικά συμφέροντα από κάποια άλλα. Επιπλέον, αγνοεί την πιθανότητα της εσωτερικής αμφιταλάντευσης του ατόμου καθώς και την πιθανότητα να υπάρχουν προσωπικές λύσεις στα προβλήματα αυτοελέγχου. Τέλος, δε δίνει αρκετή προσοχή στην πιθανότητα της κρατικής αποτυχίας. Ο προβληματισμός με αυτές τις παρατηρήσεις επιφέρει σημαντικότατα πλήγματα στην προσπάθεια προσέγγισης των προβλημάτων αυτοελέγχου μέσω της πατερναλιστικής κρατικής παρέμβασης.
Εισαγωγή: Πώς μοιάζει μία σοκοφρέτα με μία γόπα τσιγάρου;
Σε τι μοιάζουν μία σοκοφρέτα και ένα αποτσίγαρο; Αφήστε τη γενική ομοιότητα του σχήματος και σκεφτείτε τα προβλήματα που προκαλούν. Η ζημιά από μία σοκοφρέτα βαρύνει αρχικά τον καταναλωτή, με την μορφή της χειρότερης υγείας και των μεγαλύτερων γλουτών. Επειδή ο καταναλωτής επιβαρύνεται με το μεγαλύτερο μέρος της βλάβης που η κατανάλωση σοκοφρέτας προκαλεί, είναι σε καλή θέση ώστε να κρίνει εάν τα οφέλη υπερνικούν τις ζημίες. Σε αντίθεση, μία γόπα τσιγάρου, επηρεάζει και άλλους εκτός του εργοστασίου που παράγει τα τσιγάρα και τους καπνιστές- ειδικότερα, βλάπτει οποιονδήποτε αναπνέει τον μολυσμένο αέρα. Η διοίκηση της εταιρίας, στην προσπάθεια της για κέρδη ενδέχεται να μην λάβει υπόψη όλα τα κόστη που συνδέονται με αυτήν την «μολυσματική» δραστηριότητα.
Η διαφορά στον ποιος βλάπτεται κάθε φορά-μεταξύ αυτού που αποφασίζει και κάποιου τρίτου- μπορεί να αποτελεί μία σημαντική διάκριση. Πράγματι, οι οικονομολόγοι συχνά επιχειρηματολογούν πως ο κρατικός παρεμβατισμός δικαιολογείται ευκολότερα όταν κάποια τρίτη ομάδα συμμετέχει -δηλαδή όταν υπάρχουν εξωτερικότητες. Οι εξωτερικότητες είναι κόστη ή οφέλη που παρουσιάζονται σε άτομα τα οποία δεν παίρνουν ενεργά μέρος σε κάποια δραστηριότητα (τυπικά παραδείγματα περιλαμβάνουν ανθρώπους οι οποίοι αναπνέουν μολυσμένο αέρα ή γείτονες που ενοχλούνται από την δυνατή μουσική). Από την άλλη, δραστηριότητες που αφορούν αποκλειστικά το άτομο, μπορούν να προσεγγίζονται με ασφάλεια από ελευθέρα άτομα. Όμως, μία δημοφιλής ιδέα τόσο στους κύκλους των οικονομολόγων όσο και στον τύπο υποστηρίζει πως οι σοκοφρέτες και τα αποτσίγαρα μοιάζουν περισσότερο από όσο φαίνεται. Παρόλο που η επιλογή της κατανάλωσης σοκοφρέτας, το κάπνισμα ή η μή εκγύμναση δεν επηρεάζουν γενικά κάποιον άλλο, επηρεάζουν τον μελλοντικό σου εαυτό. Εάν θεωρήσουμε ότι το άτομο αποτελείται από πολλαπλούς εαυτούς – τον παρόντα ο οποίος θέλει να ενδώσει σε εφήμερες απολαύσεις ενάντια στον μελλοντικό ο οποίος θέλει να είναι υγιής – τότε οι επιλογές του παρόντα εαυτού προκαλούν εξωτερικότητες που βαρύνουν τον μελλοντικό. Αυτές οι εξωτερικότητες που λαμβάνουν χώρα στη σφαίρα του ίδιου ατόμου έχουν ονομαστεί «εσωτερικότητες». Και ακριβώς όπως μπορεί να επιβάλλουμε έναν φόρο σε ένα εργοστάσιο που μολύνει το περιβάλλον ώστε να ελέγξουμε το πρόβλημα των εξωτερικοτήτων, έτσι μπορεί να επιβάλλουμε και φόρους «αμαρτιών» σε αγαθά όπως τα τσιγάρα, το αλκοόλ και τα λιπαρά φαγητά ώστε να ελέγξουμε το πρόβλημα των εσωτερικοτήτων.
Η ιδέα των εσωτερικοτήτων, αν και δεν αποτελεί κλάδο των κατεξοχήν κλασσικών οικονομικών, κερδίζει έδαφος. Είναι ένα από τα πολλά πρωτότυπα οικονομικά μοντέλα που πρόσφατα αναπτύχθηκαν από μία νέα γενιά πατερναλισμών. Τα πατερναλιστικά επιχειρήματα επιβάλλουν ή χειραγωγούν τα άτομα ώστε να αλλάξουν συμπεριφορά για το δικό τους συμφέρον ανεξάρτητα από το συμφέρον των άλλων. Κάποτε οι πατερναλιστές επιχειρηματολογούσαν πως οι ενήλικες, ακριβώς όπως τα μικρά παιδιά, απλά δεν ξέρουν τι είναι πραγματικά καλό για αυτούς. Κάποιες επιλογές, όπως τα ανθυγιεινά φαγητά ή το εφήμερο sex είναι απλά κακές. Όμως τέτοια επιχειρήματα δεν πείθουν σε μία ελεύθερη κοινωνία όπου οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν πως οφείλουν να μπορούν αν ακολουθούν τις δικές τους αξίες και επιλογές ακόμα και αν άλλοι δεν συμφωνούν. Έτσι, οι «νέοι» πατερναλιστές σοφά επέλεξαν να μην αμφισβητούν τις επιλογές του κόσμου άμεσα, αλλά αντίθετα, υποστηρίζουν ότι οι εσωτερικότητες (και άλλες πηγές σφαλμάτων στην διαδικασία λήψης αποφάσεων) μπορεί να οδηγήσουν τα άτομα στην λήψη λανθασμένων αποφάσεων, ακόμα και αν πρόκειται για τις δικές τους αξίες και επιλογές.
Εν συντομία, ο παλαιός πατερναλισμός έλεγε «ξέρουμε τι είναι το καλύτερο για σένα και θα σου το επιβάλλουμε». Ο νέος πατερναλισμός λέει, «Ξέρεις τι είναι το καλύτερο για σένα και θα σου το επιβάλλουμε».3
Η προσέγγιση των εσωτερικοτήτων είναι έξυπνη. Ακόμα και οι πιστοί σκεπτικιστές απέναντι στον κρατικό παρεμβατισμό συχνά ομολογούν πως το κράτος οφείλει να προστατεύει τους πολίτες από το να βλάπτουν τους εαυτούς τους. Με το να θεωρούμε ότι το άτομο αποτελείται από πολλαπλούς εαυτούς, ο νέος πατερναλισμός καλεί τους πολιτικούς αναλυτές να ανάξουν την θεωρία των εξωτερικοτήτων στην σφαίρα της ατομικής επιλογής.
Φυσικά το να θεωρούμε το άτομο ως σύνολο πολλαπλών εαυτών είναι μία αμφιλεγόμενη φιλοσοφικά προσέγγιση και θα μπορούσαμε να την απορρίψουμε κατευθείαν. Μπορούμε π.χ. να υποστηρίξουμε ότι οι «πολλαπλοί εαυτοί» είναι στην καλύτερη περίπτωση μία μεταφορά. Αλλά εδώ θέλω να κάνω μια κριτική σε εγγενείς αδυναμίες των εσωτερικοτήτων. Θα θεωρήσω ότι η προσέγγιση των πολλαπλών εαυτών είναι σωστή και θα αποδείξω ότι η ανάλυση των εσωτερικοτήτων είναι ιδιαίτερα ατελής.4 «Μεταφράζοντας» την ιδέα των εξωτερικοτήτων, οι υποστηρικτές των εσωτερικοτήτων έχουν κάνει χρήση οικονομικών θεωριών που είναι ξεπερασμένες εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια. Στο φημισμένο του άρθρο του 1960 “The problem of Social Cost”, ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Ronald Coase ξεκίνησε μία επανάσταση στη οικονομική ανάλυση των εξωτερικοτήτων.5 Η προσέγγιση του έδειξε ότι οι εξωτερικότητες δεν παράγουν πάντα ανεπιθύμητα αποτελέσματα επειδή και οι δύο φορείς (όπως τα δικαιώματα ατομικής ιδιωκτησίας) και οι συνδιαλλαγές των αγορών μπορούν να τις αντιμετωπίσουν. Η εφαρμογή των ιδεών του Coase στην θεωρία των εσωτερικοτήτων προκαλεί σοβαρά ρήγματα στον νέο πατερναλισμό.
Οι εσωτερικότητες χωρίς τον Coase
Πριν από την επανάσταση του Coase η θεωρία των εξωτερικοτήτων ακολουθούσε την ανάλυση του A.C. Pigou.6 Το επιχείρημα του Pigou είναι ξεκάθαρο:
- Όταν υπάρχουν εξωτερικότητες (μερικές φορές ονομάζονται «παράπλευρα» αποτελέσματα), οι ιδιώτες που αποφασίζουν δεν αντιλαμβάνονται όλα τα κόστη των επιλογών τους
- Ως αποτέλεσμα, θα εξασκήσουν σε μεγάλο βαθμό την αμφιλεγόμενη δραστηριότητα. Για παράδειγμαΤα εργοστάσια θα παράγουν επιπλέον αγαθά ακόμα και όταν τα επιπλέον κέρδη δεν υπερκαλύπτουν τα επιπλέον κόστη επειδή μέρος του κόστους μεταφράζεται σε μολυσμένο αέρα για το κοινό. Αυτό δεν είναι παραγωγικό.
- Η κατάλληλη φορολόγηση της αμφιλεγόμενης δραστηριότητας θα διορθώσει αυτή την αναποτελεσματικότητα. Εάν το εργοστάσιο πρέπει να πληρώσει φόρο για κάθε μονάδα που παράγει, ή για κάθε κυβικό μέτρο μολυσμένου αέρα, τότε θα διορθώσει την παραγωγή του ανάλογα.
Οι υποστηρικτές των εσωτερικοτήτων παίρνουν αυτές τις τρεις παραδοχές, και με μικρές τροποποιήσεις τις εφαρμόζουν μέσα στο άτομο. Υποστηρίζουν ότι τα άτομα τείνουν να αδιαφορούν για τα κόστη και τα οφέλη μιας επιλογής που αφορούν τους μελλοντικούς τους εαυτούς. Ως αποτέλεσμα, θα ασκήσουν σε σημαντικό βαθμό δραστηριότητες όπως το κάπνισμα, το φαγητό και το αλκοόλ. Φόροι σε αυτές τις δραστηριότητες θα μειώσουν τη συχνότητά τους και έτσι θα προστατευθούν τα άτομα. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
- Οι Jonathan Gruber και Botond Koszegi υποστηρίζουν ότι το κάπνισμα προκαλεί αρνητικές εσωτερικότητες και επιχειρηματολογούν ότι οι κρατικές πολιτικές «δεν θα έπρεπε να στοχεύουν μόνο στις εξωτερικότητες που οι καπνιστές επιβάλλουν σε τρίτους αλλά και στις εσωτερικότητες που επιβάλλουν στους εαυτούς τους» και τέλος υπολογίζουν ότι «υπάρχουν φόροι εσωτερικοτήτων της τάξης του 1$ ανά πακέτο ή και περισσότερο.7
- Οι Ted O’Donoghue και Matthew Rabin μιλούν για «βέλτιστους φόρους αμαρτιών» σχεδιασμένους ώστε να αυτοδιορθώνονται προβλήματα αυτοελέγχου χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο παράδειγμα της υπερφαγίας.8 Στην ανέκδοτη ακόμα επέκταση αυτού του άρθρου, σημειώνουν ότι «αφού τα άτομα με προβλήματα αυτοελέγχου επιβάλλουν αρνητικές εξωτερικότητες στους μελλοντικούς εαυτούς τους -τις ονομάζουν ‘αρνητικές εσωτερικότητες’….. ο ρόλος τον φόρων αμαρτίας έχει τον χαρακτήρα των φόρων του Pigou για την διόρθωση αρνητικών εξωτερικοτήτων».9
- Άλλοι συγγραφείς, όπως οι Colin Camerer και συν.,10 Richard Thaler, και Cass Sunstein,11 έχουν προσφέρει πιο ήπιες πολιτικές συνταγές, προτιμώντας να εξασθενήσουν την αρχική αρνητική εικόνα του πατερναλισμού. Πρόσφατες έρευνες στα οικονομικά των συμπεριφορών λένε, «ενδεχομένως μεγαλώνουν το εύρος όπου περιπτώσεις κρατικού παρεμβατισμού θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να αποδειχθεί χρήσιμος».12 Επιμένουν να επικαλούνται τον όρο εσωτερικότητα μαζί με τα μπαγκάζια της περί αποτυχίας των αγορών: «Όταν οι καταναλωτές κάνουν λάθη, είναι σαν να επιβάλλουν εξωτερικότες στους εαυτούς τους καθώς οι επιλογές τους….. δεν αντιπροσωπεύουν τα οφέλη που προκύπτουν».13
Όλοι αυτοί οι συγγραφείς χρησιμοποιούν παλιομοδίτικα επιχειρήματα εξωτερικοτήτων του Pigou χωρίς αναφορά στον Coase ή τις παρατηρήσεις του. Παρόλα αυτά ο Coase έχει εδώ και πολύ καιρό «τορπιλίσει» τα έργα του Pigou.
Η Αμφίδρομη Φύση των Εσωτερικοτήτων
Το ερώτημα συχνά τίθεται ως “το Α που προκαλεί κακό στο Β” και αυτό που πρέπει να αποφασιστεί είναι “Πώς πρέπει να συγκρατήσουμε το Α;” Αυτό όμως είναι λάθος. Έχουμε να κάνουμε με ένα πρόβλημα αμοιβαίας φύσης. Για να προστατέψουμε το Β θα πρέπει να βλάψουμε το Α. Το πραγματικό ερώτημα για το οποίο θα πρέπει να αποφασίσουμε είναι, “Πρέπει να επιτρέψουμε στο Α να βλάψει το Β ή το Β θα έπρεπε να επιτρέπεται να βλάψει το Α;” Το ζήτημα είναι να αποφύγουμε την πιο σοβαρή βλάβη.14
Φανταστείτε ότι το άτομο αποτελείται από περισσότερες από μία οντότητες. Μία συνηθισμένη προσέγγιση λέει πως το άτομο αποτελείται από πολλές διαφορετικές οντότητες, έναν παρόντα εαυτό για κάθε ξεχωριστή χρονική στιγμή και έναν μοναδικό μελλοντικό εαυτό.15 Μία άλλη προσέγγιση θεωρεί απλά δύο εαυτούς, έναν προσανατολισμένο αυστηρά στο παρόν και έναν αντίστοιχο για το μέλλον. Όταν θα διευκολύνεται η προσέγγιση θα χρησιμοποιώ το απλούστερο μοντέλο.
Η πρώτη σημαντική παρατήρηση του Coase σχετικά με τις εξωτερικότητες ήταν η αμοιβαία φύση τους. Με άλλα λόγια, η εξωτερικότητα δεν είναι απλά κάποια βλάβη που επιβάλει ένα άτομο σε κάποιο άλλο. Αντίθετα, η εξωτερικότητα προκύπτει επειδή δύο (ή περισσότεροι) άνθρωποι έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, και η επικράτηση των συμφερόντων τις μίας πλευράς σημαίνει ακύρωση των συμφερόντων της άλλης πλευράς.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση μίας κατοικημένης περιοχής δίπλα σε ένα αεροδρόμιο. Οι εισερχόμενες και εξερχόμενες πτήσεις δημιουργούν ηχορύπανση για τα περιβάλλοντα σπίτια, αυτό είναι μία αρνητική εξωτερικότητα. Αν επιτρέψουμε στο αεροδρόμιο να συνεχίσει τη λειτουργία του αυτό θα βλάπτει τους κατοίκους. Αλλά αυτό λειτουργεί και αντίστροφα: η απαγόρευση λειτουργίας στο αεροδρόμιο θα δώσει περισσότερη ηρεμία και ησυχία στους κατοίκους αλλά θα βλάψει το αεροδρόμιο (και αυτούς που εξυπηρετούνται από αυτό). Αυτό το σημείο γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο, εάν σημειώσουμε ότι οι κάτοικοι συχνά μετακομίζουν σε αυτή την περιοχή εθελοντικά, αφού το αεροδρόμιο έχει ήδη τεθεί σε λειτουργία. Προφανώς αυτοί οι κάτοικοι κρίνουν πως τα πλεονεκτήματα της διαβίωσης στην συγκεκριμένη περιοχή τους αποζημιώνουν για τον θόρυβο.
Αλλά το επιχείρημα του Coase δεν βασίζεται στο ποιος πήγε πρώτος εκεί. Το επιχείρημα είναι ότι η βλάβη είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Η ύπαρξη της εξωτερικότητας μας δείχνει ότι υφίσταται μία συνδιαλλαγή μεταξύ των συμφερόντων ορισμένων ανθρώπων και κάποιων άλλων. Δεν μας δείχνει όμως πως αυτή η συνδιαλλαγή θα έπρεπε να γίνει. Σε μερικές περιπτώσεις θα φαινόταν λογικό κλείσουμε ένα αεροδρόμιο (ή να απαγορέψουμε τις πτήσεις) επειδή το κόστος της ηχορύπανσης είναι μεγαλύτερο από τα πλεονεκτήματα. Σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν καλύτερο να επιτρέψουμε την λειτουργία του αεροδρομίου ανεμπόδιστα και να αφήσουμε τους κατοίκους να προσαρμοστούν -με το να μετακομίσουν σε άλλη περιοχή, ηχομονώνοντας την περιοχή, ή με το να ανεχτούν το θόρυβο προς όφελος στέγασης χαμηλότερου κόστους.
Οι θεωρητικοί των εσωτερικοτήτων παρατηρούν ότι οι παρόντες εαυτοί κάνουν ενέργειες που είναι επιβλαβείς για τον μελλοντικό εαυτό όπως το κάπνισμα ή η απρόσεκτη διατροφή. Προβλέπουν έτσι ότι ο παρόν εαυτός θα κάνει υπερβολική χρήση αντίστοιχων συνηθειών εις βάρος του μελλοντικού εαυτού. Αυτή η προσέγγιση είναι στην ουσία της Πιγγοβιανή. Θεωρεί τον έναν δράστη (τον παρόντα εαυτό) ως τον μοναδικό υπαίτιο για την εκάστοτε βλάβη και τον άλλο ή άλλους δράστες (τον μελλοντικό εαυτό ή όλους τους μελλοντικούς) ως τα παθητικά θύματα αυτής της βλαβερής δραστηριότητας. Σύμφωνα με την παραπάνω παρατήρηση του Coase η ανάλυση αυτή είναι μονομερής. Όντως, με το να επιτρέπεται στον παρόντα εαυτό να καπνίζει ή να μην προσέχει την διατροφή του προκαλείται βλάβη στον μελλοντικό. Αλλά με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, με το να αποτρέπεις το κάπνισμα ή την κακή διατροφή προς όφελος του μελλοντικού εαυτού προκαλείς βλάβη στον παρόντα.
Για να εξετάσουμε σοβαρά την ιδέα των πολλαπλών εαυτών, ο αναλυτής πρέπει να λάβει υπόψη του και τις δύο ομάδες συμφερόντων ή προτιμήσεων. Δεν θα πρέπει απλά να θεωρήσουμε ότι τα συμφέροντα του μελλοντικού εαυτού είναι πιο σημαντικά από αυτά του παρόντα, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα συμφέροντα των κατοίκων της περιοχής είναι κατ’ ανάγκη πιο σημαντικά από αυτά του αεροδρομίου. Επομένως, το να υιοθετούμε πολιτικές που προωθούν τα συμφέροντα μόνο του μελλοντικού εαυτού θα ήταν ακατάλληλο.
Όπως παρατηρεί ο Coase, το πραγματικό πρόβλημα είναι να αποφεύγουμε τη μεγαλύτερη βλάβη. Αλλά τίποτα σε αυτή την περίπτωση, και σίγουρα όχι το γεγονός ότι ο εαυτός της παρούσης μπορεί να βλάψει τον μελλοντικό, δε δείχνει ότι η μακροπρόθεσμη βλάβη είναι χειρότερη από την βραχυπρόθεσμη. Αυτό διαφαίνεται αν σκεφτούμε ότι ο μελλοντικός εαυτός μπορεί να βλάψει τον παρόντα υιοθετώντας πολιτικές αυτοελέγχου-όπως το να πετάμε τα τσιγάρα στην τουαλέτα, να απαγορεύουμε το παγωτό μέσα στο σπίτι, την εισαγωγή σε κάποιο νοσοκομείο κτλ. Ο μελλοντικός μακροπρόθεσμος εαυτός μπορεί να επιβάλλει επιπλέον το κόστος της ενοχής στον παρόντα εαυτό.16 Τέτοιες πράξεις βοηθούν τον μελλοντικό εαυτό εις βάρος του βραχυπρόθεσμου εαυτού. Με δεδομένη την αμφίδρομη φύση του προβλήματος , και χωρίς επιπλέον πληροφορίες, μπορούμε το ίδιο εύκολα να θεωρήσουμε ότι ο μελλοντικός εαυτός προκαλεί εσωτερικότητες στον παρόντα εαυτό τις οποίες θα έπρεπε να καταστείλουμε. Ίσως θα έπρεπε να φορολογήσουμε επιπλέον τις κλινικές αδυνατίσματος.
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, παρατηρούμε ότι οι μελλοντικοί εαυτοί μερικές φορές ενδίδουν σε δραστηριότητες που, τουλάχιστον σε εξωτερικούς παρατηρητές, φαίνονται υπερβολικές. Σε αντίθεση με τους παχύσαρκους τους άσωτους, των οποίων οι παρόντες εαυτοί διαρκώς υπονομεύουν τους μελλοντικούς τους εαυτούς, μπορούμε να επισημάνουμε και τους εύπορους, αυτούς που εργάζονται υπερβολικά και τους ανορεξικούς όπου φαίνεται να ισχύει ακριβώς το αντίθετο.17 Ακόμα και ανάμεσα σε «κανονικά» άτομα, μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική προσπάθεια αυτοελέγχου μπορεί να οδηγήσει σε μείωση επιθυμητών δραστηριοτήτων. Ίσως θα έπρεπε τελικά οι σοκοφρέτες να επιδοτούνται.18
Ή αλλιώς, σύμφωνα με τον Coase, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι η βλάβη είναι αμφίδρομη. Η ύπαρξη ενός τέτοιου φαινόμενου αλληλεπίδρασης δεν μας υποδεικνύει από μόνη της αν κάποια ανεπάρκεια υφίσταται, ούτε μας λέει αν η ανεπάρκεια προκύπτει από την υπερβολική ή ελάχιστη εξάσκηση κάποιας δραστηριότητας.
Χρονική Ασυνέπεια και Πολλαπλοί Εαυτοί
Από πού προκύπτει η αντίληψη των πολλαπλών εαυτών; Είσαι μόνο ένα άτομο, σωστά; Μπορεί να φαίνεται έτσι αλλά οι θεωρητικοί των εσωτερικοτήτων λένε πως οι πράξεις σου σε προδίδουν. Οι άνθρωποι συχνά κάνουν επιλογές που αντικατοπτρίζουν μία εσωτερική σύγκρουση, ή ένταση μεταξύ διαφορετικών ομάδων προτιμήσεων. Ειδικότερα, τα άτομα παρουσιάζουν χρονική ασυνέπεια, που (με απλά λόγια) σημαίνει μία σύγκρουση μεταξύ των σημερινών προτιμήσεων και των αυριανών.
Ας υποθέσουμε για παράδειγμα, ότι σας προσφέρεται μία επιλογή: να πάρετε 100$ σε 100 ημέρες από σήμερα ή να πάρετε 110$ σε 101 ημέρες από σήμερα. Πολλοί άνθρωποι θα επιλέξουν το μεγαλύτερο ποσό.Αλλά ας πάρουμε το ίδιο δίλημμα, 100 μέρες μετά, ώστε να έχετε να διαλέξετε ανάμεσα σε 100$ σήμερα και 110$ αύριο.Με δεδομένο αυτό το δίλημμα, πολλοί άνθρωποι θα επιλέξουν το μικρότερο ποσό, συμπεριλαμβανομένων αρκετών από αυτούς που θα διάλεγαν το μεγαλύτερο ποσό στη πρώτη εκδοχή.19 Αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως αντιστροφή προτίμησης, μπορεί να οδηγήσει σε μία ασυνεπή συμπεριφορά, έτσι ώστε να κάνουμε υποσχέσεις για το μέλλον( «υπόσχομαι να αρχίσω δίαιτα τη Δευτέρα») και μετά να τις αθετούμε όταν η ημερομηνία φτάνει(« Όχι, μάλλον θα αρχίσω την δίαιτα την επόμενη Δευτέρα»). Ακόμα και αν μοιάζουν με ανυπόστατες υποσχέσεις, οι άνθρωποι συχνά θα περιορίσουν τις δικές τους μελλοντικές επιλογές ώστε να είναι ακόμα πιο δύσκολο να αθετήσουν τις υποσχέσεις τους – για παράδειγμα, θα αδειάσουν τα ντουλάπια της κουζίνας τους από δελεαστικά snacks.
Η χρονική ασυνέπεια, σύμφωνα με τους θεωρητικούς των εσωτερικοτήτων, δείχνει την ύπαρξη αντικρουόμενων συμφερόντων μέσα στο άτομο, ή ακόμα πιο δραματικά, αντικρουόμενων προσωπικοτήτων. Και αυτή δεν είναι απλά μία ανταλλαγή σταθερής συχνότητας, όπως για παράδειγμα η ανταλλαγή μεταξύ του να δεις τηλεόραση και να πας στον κινηματογράφο. Αντίθετα, η χρονική ασυνέπεια σημαίνει ότι ο ρυθμός της ανταλλαγής αλλάζει από μόνος του συστηματικά. Αποκαλύπτει ένα είδος σχιζοφρένειας μέσα στο άτομο, μία σχιζοφρένεια παρούσα ακόμα και στους πιο συνηθισμένους ανθρώπους. Ο ανυπόμονος βραχυπρόθεσμος εαυτός τοποθετεί μεγαλύτερο βάρος στην άμεση απόλαυση, ενώ ο μακροπρόθεσμος εαυτός προτιμά την μακροπρόθεσμη απόλαυση. Και στη συνέχεια, σύμφωνα με το επιχείρημα, ο βραχυπρόθεσμος εαυτός εκμεταλλεύεται τον έλεγχο που διαθέτει και επιβάλλει βλάβες στον ανυπεράσπιστο μελλοντικό εαυτό.
Παρόλο που η χρονική ασυνέπεια καταδεικνύει κάποιο είδος εσωτερικής σύγκρουσης, δεν μας λέει τίποτα για την επίλυση αυτής της σύγκρουσης. Ας ξαναδούμε το δίλημμα με τα 100$ τη μία μέρα και τα 110$ μία μέρα μετά. Εάν κάποιος διαλέγει το μικρότερο ποσό όταν η επιλογή είναι κοντά και το μεγαλύτερο ποσό όταν η επιλογή είναι μακρυά, τότε μπορούμε να τον «διορθώσουμε» με το να του επιβάλλουμε να παίρνει πάντα το μεγαλύτερο ποσό. Αυτό θα έκανε τις επιλογές του συνεπείς και αυτό ακριβώς είναι στην ουσία το τι πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους θεωρητικούς των εσωτερικοτήτων. Αλλά μπορούμε να τον «διορθώσουμε» ώστε να επιλέγει πάντα το μικρότερο ποσό. Και αυτό θα έκανε τις επιλογές του συνεπείς. Επομένως υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι για να «διορθώσουμε» την χρονική ασυνέπεια, και η θεωρία των εσωτερικοτήτων δεν μας λέει τίποτα για το ποια διόρθωση να χρησιμοποιήσουμε.20
Ξανά, παρατηρούμε την αμφίδρομη φύση των εσωτερικοτήτων: βοηθώντας μία ομάδα προτιμήσεων σημαίνει ότι βλάπτουμε την άλλη.
Η Αρχή της Αποφυγής του Ελάχιστου Κόστους
Ας υποθέσουμε ότι αυτοί που υπόκεινται στην βλάβη θα μπορούσαν να την αποφύγουν μετακομίζοντας σε άλλη περιοχή ή λαμβάνοντας άλλα μέτρα που θα τους κόστιζαν (λιγότερο από το κόστος της αποφυγής αυτού που μολύνει). Τότε θα υπήρχε κέρδος στην αξία παραγωγής… αν το εργοστάσιο συνέχιζε να εκλύει τον καπνό του και οι κάτοικοι στην περιοχή μετακόμιζαν αλλού ή έκαναν άλλες τροποποιήσεις ώστε να αποφύγουν την βλάβη.21
Θεωρητικά, υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι για να αποφύγεις την βλάβη. Ο στόχος είναι να καταλήξεις στο μέτρο με το ελάχιστο κόστος αποφυγής της βλάβης.
Αναλογιστείτε την κλασσική ιστορία των εξωτερικοτήτων: ένα εργοστάσιο τσιμέντου δημιουργεί σκόνη στις κατοικίες που το περιβάλλουν.22 Μία απλή Πιβογκιανή ανάλυση λέει ότι το εργοστάσιο προκαλεί βλάβη στους κατοίκους και για αυτό θα έπρεπε να φορολογηθεί για την σκόνη που παράγει. Μία ανάλυση σύμφωνα με τον Coase λέει πως η ενόχληση της σκόνης μπορεί να αποφευχθεί ή να μειωθεί με περισσότερους από έναν τρόπους. Το εργοστάσιο μπορεί να κλείσει ή να μειώσει την παραγωγή. Εναλλακτικά, οι κάτοικοι μπορούν να μετακομίσουν, θα μπορούσαν να μην έχουν εγκατασταθεί εκεί εξαρχής ή να πάρουν μέτρα ώστε να μειώσουν την επίδραση της σκόνης (με το να μην απλώνουν τα ρούχα τους στο μπαλκόνι για παράδειγμα). Ποια λύση πρέπει να εφαρμοστεί; Τίποτα από την περιγραφή δεν μας δίνει την απάντηση. Σε μερικές περιπτώσεις θα ήταν οικονομικότερο αν το εργοστάσιο μείωνε την παραγωγή του (ή έκλεινε) από το να μετακομίσουν οι κάτοικοι(ή να μειώσουν την έκθεση τους με κάποιον άλλο τρόπο). Σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν οικονομικότερο αν οι κάτοικοι άλλαζαν συμπεριφορά. Στην τελευταία περίπτωση, όπου οι κάτοικοι αποτελούν την λύση αποφυγής με το μικρότερο κόστος, η φορολόγηση του εργοστασίου δεν θα βελτίωνε την κατάσταση. Η φορολόγηση θα έτεινε να μειώσει την παραγωγή του εργοστασίου, ακόμα και όταν η αξία της χαμένης παραγωγής θα ξεπερνούσε το κόστος αποφυγής της ίδιας βλάβης από την πλευρά των κατοίκων.23
Αντίστοιχα, οι βλάβες που προκύπτουν από εσωτερικότητες μπορούν να αποφευχθούν με παραπάνω από έναν τρόπους. Ο βραχυπρόθεσμος εαυτός θα μπορούσε να μειώσει την βλάβη από κατανάλωση σοκοφρετών, τρώγοντας μία σοκοφρέτα light για παράδειγμα, να πάρει μία light Coca-Cola αντί για την κανονική. Εναλλακτικά, ο μελλοντικός εαυτός μπορεί να υιοθετήσει μέτρα ώστε να μειώσει τα μελλοντικά αποτελέσματα της κατανάλωσης σοκοφρέτας. Θα μπορούσε για παράδειγμα να αθλείται συχνότερα (ή πιο εντατικά) με το να γραφτεί σε κάποιο γυμναστήριο ή γυμναζόμενος με ομάδα φίλων. Ή μπορεί ο μελλοντικός εαυτός να αποδεχθεί να πάρει φαρμακευτική αγωγή για την καρδιά του. Το ποια οδός είναι πιο αποδοτική εξαρτάται από το υποκειμενικό κόστος των εκάστοτε επιλογών. Εάν ο μελλοντικός εαυτός παρουσίαζε το ελάχιστο κόστος αποφυγής, τότε μία επιπλέον φορολογία στις σοκοφρέτες δεν θα βελτίωνε τα πράγματα. Θα έκανε τον παρόντα εαυτό να τρώει λιγότερες σοκοφρέτες, παρόλο που ο μελλοντικός εαυτός θα μπορούσε να απαλείψει ή να μειώσει την βλάβη με ένα χαμηλότερο κόστος.
Επιστρέφοντας στο παράδειγμα με το εργοστάσιο τσιμέντου, υπάρχει μία τρίτη εκδοχή, που ανάλογα με τις παραμέτρους, μπορεί να αποδειχθεί αποδοτική: το να μην κάνουμε τίποτα. Εάν η αξία της παραγωγής του εργοστασίου (η οποία θα χανόταν εάν το εργοστάσιο έκλεινε) είναι μεγαλύτερη από την βλάβη που προκαλείται, και εάν οποιαδήποτε μέτρα αποφυγής της βλάβης είτε από την πλευρά του εργοστασίου είτε από την πλευρά των κατοίκων θα επιβάλλουν κόστος μεγαλύτερο από την ζημία που μπορούσε να αποφευχθεί με αυτά τα μέτρα, τότε, είναι λογικό να παράγεται σκόνη χωρίς να λαμβάνονται μέτρα για αυτήν. Αντίστοιχα, εάν η αξία της σοκοφρέτας για τον παρόντα εαυτό είναι μεγαλύτερη από την βλάβη που θα υποστεί ο μελλοντικός, και οποιαδήποτε μέτρα αποφυγής της βλάβης για οποιονδήποτε από τους εαυτούς, κοστίζουν περισσότερο από την βλάβη που θα αποτρέψουν, είναι λογικό να γίνεται η κατανάλωση της σοκοφρέτας χωρίς αντίμετρα.
Δικαιώματα Ιδιοκτησίας και Ανταλλαγή
Είναι πάντοτε πιθανό μέσω συνδιαλλαγών στην αγορά να αλλάξουν τα νομικά θεσμοθετημένα αρχικά όρια των δικαιωμάτων. Και φυσικά, εφόσον τέτοιες συνδιαλλαγές στην αγορά δεν κοστίζουν, τότε τέτοιες αναδιαρθρώσεις στα δικαιώματα πάντα θα λαμβάνουν χώρα, εφόσον οδηγούν σε μία αύξηση της αξίας της παραγωγής.24
Υποθέτοντας ότι η ζημία υπερβαίνει το κόστος αποφυγής της βλάβης, τι μπορεί να κάνει το φορέα του ελαχίστου κόστους αποφυγής να πάρει τα κατάλληλα μέτρα; Ο Coase προτείνει την πιθανότητα συνδιαλλαγής μεταξύ των δύο πλευρών. Εάν το ελάχιστο κόστος αποφυγής βρίσκεται στην πλευρά του εργοστασίου, αλλά το εργοστάσιο επιτρέπεται δια νόμου να μολύνει, τότε οι κάτοικοι μπορούν να πληρώσουν το εργοστάσιο να κλείσει ή να μειώσει την παραγωγή του. Γενικότερα, το επιχείρημα του Coase είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν να βρίσκουν ευφαντάστους τρόπους για διαπραγμάτευση μεταξύ τους ώστε να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες για κέρδος. Θα μπορούσε μία αντίστοιχη λύση να εφαρμοστεί και στις εσωτερικότητες;
Είμαι σίγουρος ότι η απάντηση είναι ναι. Ακριβώς όπως διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να καταλήγουν σε συμφωνίες, έτσι ακριβώς μπορούν και οι εαυτοί μέσα σε ένα άτομο. Θα ονομάζω αυτές τις συμφωνίες εσωτερικές συμφωνίες. Αυτές οι συμφωνίες μπορούν να συμβούν με τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς τρόπους.
Συνωμοσία για Αμοιβαίο Κέρδος
Αυτό το είδος της εσωτερικής συμφωνίας, που αρχικά εξηγήθηκε λεπτομερώς από τον ψυχολόγο George Ainslie,25 βασίζεται σε μία ειδικού τύπου συνεργασία μεταξύ διαδοχικών παρόντων εαυτών. Ο Ainslie παρατηρεί ότι ακόμα και ο ανυπόμονος εαυτός της παρούσης ενδιαφέρεται σε κάποιο βαθμό για τους μελλοντικούς εαυτούς – όχι όμως αρκετά για να καταστήσει τις προτιμήσεις του παρόντος και του μέλλοντος συνεπείς. Ο παρόν εαυτός στην πραγματικότητα θα ήθελε να δει μεγαλύτερο αυτοέλεγχο γιατί αυτό θα ωφελούσε όλους τους μελλοντικούς εαυτούς για τους οποίους νοιάζεται επίσης. Το πρόβλημα του αυτοελέγχου προκύπτει γιατί ο παρών εαυτός θα ήθελε να κάνει μία εξαίρεση για τον ίδιο. Όταν θα καλείτο να ξεκινήσει μία δίαιτα σήμερα ή την ίδια δίαιτα αύριο, θα διάλεγε το δεύτερο. Αλλά το ίδιο ισχύει και για τον παρόντα εαυτό της επόμενης ημέρας, και έτσι η δίαιτα πάντα θα αναβάλλεται για την επόμενη ημέρα. Και ούτω καθεξής με αποτέλεσμα η δίαιτα ποτέ να μην ξεκινάει.
Αλλά τι θα συνέβαινε εάν ο παρόν εαυτός πίστευε ότι αν η δίαιτα δεν ξεκινήσει σήμερα δεν θα ξεκινήσει ποτέ; Ή τι θα συνέβαινε εάν η δίαιτα είχε ήδη ξεκινήσει και ο παρόν εαυτός ήξερε ότι κάνοντας την εξαίρεση θα έθετε σε κίνηση μία σειρά εξαιρέσεων που τελικά θα οδηγούσαν στον τερματισμό της δίαιτας; Σε αυτήν την περίπτωση, οι συνέπειες της εξαίρεσης στην δίαιτα ή η μή εκκίνηση της θα είχαν τέτοιες επιπτώσεις που ο παρών εαυτός θα επέλεγε να είναι «καλός». Και το ίδιο ισχύει για τον αυριανό εαυτό που θα αντιμετωπίσει το ίδιο δίλημμα.
Αυτό σημαίνει πως υπάρχει η δυνατότητα για μία συμφωνία συνεργασίας μεταξύ όλων των εαυτών (συμπεριλαμβανομένων του παρόντος και όλων των μελλοντικών που τελικά θα γίνουν παρόντες). Όλοι συμφωνούν να περιορίσουν τις ευχέρειες τους. Ο κάθε εαυτός ανταλλάσσει κάποιες εφήμερες απολαύσεις με κάποιον περιορισμό που ασκείται από τους άλλους και εν τέλει είναι όλοι καλύτερα. Η συμφωνία εφαρμόζεται από την επιθυμία κάθε εαυτού να μην την καταστρέψει.
Το κλειδί στην λύση που προτείνει ο Ainslie χρησιμοποιώντας τις εσωτερικές συμφωνίες βρίσκεται στο ότι η συμφωνία συνεργασίας αντιμετωπίζει αποτελεσματικά κάθε εαυτό με μία «συμφωνία πακέτου». Εάν ο παρών εαυτός ζύγιζε το όφελος του να παραφάει απλά μία φορά με το μικρό μακροπρόθεσμο κόστος του να παραφάει μόνο αυτή τη μία φορά θα επέλεγε να ενδώσει. Αλλά η συμφωνία καθιστά αδύνατο το να παραφάει μόνο μία φορά, το υπερβολικό φαγητό θα οδηγεί σε υπερβολικό φαγητό. Το σχετικό κόστος επομένως είναι το κόστος του να παραφάει συνεχόμενα, που είναι τόσο μεγάλο ώστε να πείσει τον παρόντα εαυτό να απέχει.
Η συμφωνία που μόλις περιγράφηκε μπορεί να φαίνεται ασυνήθιστη, επειδή δεν έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας σαν πολλαπλούς εαυτούς. Αλλά είναι γεγονός ότι η διαδικασία είναι αρκετά απλή. Με το να εφαρμόζουμε τις αποφάσεις μας είμαστε διστακτικοί να κάνουμε εξαιρέσεις γιατί φοβόμαστε ότι θα δημιουργήσουμε ένα προηγούμενο για τις μελλοντικές μας πράξεις. Αυτοί που εφαρμόζουν μία δίαιτα με επιτυχία έχουν μερικούς αυστηρούς προσωπικούς κανόνες για να ελέγχουν το τι τροφές καταναλώνουν. Αυτοί που προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα συχνά το «κόβουν μαχαίρι», επειδή φοβούνται ότι το κάπνισμα ενός τσιγάρου θα οδηγήσει στο επόμενο, και στο επόμενο, μέχρι η απόφαση να κόψουν το κάπνισμα να μην έχει εφαρμοστεί. Αυτοί που αποταμιεύουν θα κρατούν ένα χρηματικό ποσόν κάθε μήνα- και θα διστάζουν έντονα να μειώσουν αυτό το ποσόν-ακόμα και για ένα μήνα- για να μην συνηθίσουν να ξοδεύουν περισσότερα κάθε μήνα.
Οι προσωπικοί κανόνες βοηθούν στον να καθορίζεται ο βαθμός περιορισμού που πρέπει να περιμένουμε από τους εαυτούς. Οι σαφείς κανόνες συγκεκριμένα είναι πολύτιμοι σαν προηγούμενα επειδή μπορούν να επιδείξουν ξεκάθαρα πότε ένας εαυτός έχει επιλέξει να απέχει από την τήρηση της συμφωνίας. Ο Ainslie θεωρεί τις «εκλογικεύσεις, τα τυφλά σημεία και τις περιορισμένες περιοχές βραχυπρόθεσμων λαθών», εξαιρέσεις στους κανόνες που μπορούν να «νικήσουν τις αποφάσεις σου».26 Αποδίδει το πρόβλημα της μη τήρησης μιας συμφωνίας στον πειρασμό του να κάνουμε εξαιρέσεις.27 Το μειονέκτημα τις συναινετικής λύσης είναι ότι συχνά οδηγεί σε μεγάλη ανελαστικότητα. Παρόλα αυτά πολλοί άνθρωποι εθελοντικά επιμένουν σε ανελαστικούς προσωπικούς κανόνες επειδή θεωρούν ότι τα οφέλη από τον αυτοέλεγχο είναι μεγαλύτερα από τα κόστη.
Εδραιώνοντας Όρια Ιδιοκτησίας
Ένα σημείο-κλειδί του μοντέλου των εσωτερικών συμφωνιών που μόλις περιέγραψα είναι το γεγονός ότι μόνον οι παρόντες εαυτοί παίρνουν αποφάσεις. Τα συμφέροντα του μελλοντικού εαυτού λαμβάνονται υπόψιν επειδή ο παρών εαυτός νοιάζεται για αυτά (αν και όχι όσο θα έπρεπε). Αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσουμε το πρόβλημα. Εναλλακτικά, ας υποθέσουμε ότι ο παρών εαυτός δεν έχει αποκλειστικά δικαιώματα για την λήψη αποφάσεων. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει ένα παροδικό κέντρο ελέγχου, ο παρών εαυτός αντιπροσωπεύει συγκεκριμένα συμφέροντα με ένα πιο άμεσο όφελος, ενώ ο μελλοντικός εαυτός αντιπροσωπεύει συμφέροντα με πιο μακρινό όφελος. Οι δύο εαυτοί ακούν μαζί τα δικαιώματα για τη λήψη αποφάσεων από το ίδιο άτομο. Μέσω αυτής της προσέγγισης το σώμα παρουσιάζεται σαν κοινό περιουσιακό στοιχείο, για τον έλεγχο του οποίου μάχονται οι δύο εαυτοί.
Σε αυτή την περίπτωση ο πόλεμος είναι ένα πιθανό αποτέλεσμα.28 Ο κάθε εαυτός προσπαθεί να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα σαμποτάροντας τον άλλο. Ο παρόν εαυτός ψάχνει για ευκαιρίες ώστε να υπερασκήσει δραστηριότητες όπως η ανθυγιεινή διατροφή, το sex, οι σπατάλες χρημάτων και ούτω καθεξής. Ο μελλοντικός εαυτός βρίσκει τρόπους ώστε να περιορίζει τις απολαύσεις του παρόντα εαυτού – με το να πετάει τα ανθυγιεινά snacks, τα τσιγάρα ή με το να εγγράφεται σε προγράμματα αυτόματης αποταμίευσης. Ο μελλοντικός εαυτός μπορεί επίσης να καταστρέψει τις απολαύσεις του παρόντα εαυτού δημιουργώντας ενοχές ή με το να επιβλέπει δραστηριότητες των οποίων η απόλαυση βρίσκεται στον αυθορμητισμό.
Ο πόλεμος κοστίζει και στις δύο πλευρές. Ο παρών εαυτός δέχεται περιορισμένες απολαύσεις. Ο μελλοντικός έχει έξοδα όταν εφαρμόζει τις τακτικές του για να εκπληρώσει τα μελλοντικά του συμφέροντα. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κάθε εαυτός προτιμά ένα αποτέλεσμα που προκύπτει μέσω της διαπραγμάτευσης. Η συμφωνία έχει τη μορφή μιας ανακατανομής των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας: αντί να ασκούν και οι δύο εαυτοί έλεγχο ταυτόχρονα, ο κάθε εαυτός μεταβιβάζει απρόθυμα τον έλεγχο για συγκεκριμένου είδους αποφάσεις σε αντάλλαγμα για τον αποκλειστικό έλεγχο άλλων θεμάτων.
Η εμπειρία επιβεβαιώνει ότι διαφορετικά συμφέροντα τείνουν να λειτουργούν σε διαφορετικές καταστάσεις. Τα άτομα υιοθετούν κανόνες αυτοελέγχου όπως «θα καπνίζω μόνο σε δημόσιες εξόδους», «δεν θα πίνω μόνος», «δεν θα τρώω μετά τα μεσάνυχτα», «μπορώ να παραβιάσω την δίαιτά μου στις διακοπές». Προφανώς τέτοιοι κανόνες προγράφουν τη συμπεριφορά και έτσι τυπικά θεωρούνται σαν εργαλεία των μακροπρόθεσμων συμφερόντων κάποιου. Αλλά αυτοί οι κανόνες είναι αξιοσημείωτοι και για αυτά που απαγορεύουν αλλά και για αυτά που επιτρέπουν. Εντός συγκεκριμένων ορίων επιτρέπουν στο άτομο να χαλαρώνει και να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής χωρίς ενοχές και επίβλεψη.
Ένα ακόμα καλύτερο παράδειγμα εσωτερικής διαπραγμάτευσης που ταυτόχρονα επιτρέπει και περιορίζει, είναι η κατοχή ξεχωριστών λογαριασμών για διαφορετικές δραστηριότητες, όπως όταν κάποιος που στοιχηματίζει δημιουργεί ξεχωριστό λογαριασμό με τα χρήματα με τα οποία στοιχηματίζει. Παρόλο που ο λογαριασμός αυτός αποτρέπει την ολοκληρωτική απώλεια χρημάτων, επιτρέπει σε αυτόν που στοιχηματίζει να παίζει χωρίς να ανησυχεί για τα αποτελέσματα των (επαρκώς μικρών) απωλειών που μπορεί να έχει αναφορικά με άλλα ήδη κατανάλωσης. Αυτό αποτελεί μία αμοιβαία συναλλαγή μεταξύ του παρόντος και του μελλοντικού εαυτού που ωφελεί και τους δύο.
Έρευνες επιβεβαιώνουν ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν νοητικούς λογαριασμούς ως μέσα για την εγκαθίδρυση ορίων.29 Οι Health και Soll έδειξαν ότι οι άνθρωποι χωρίζουν τους πόρους τους σε «ξεχωριστούς νοητικούς λογαριασμούς (π.χ. διασκέδαση ή έξοδα του σπιτιού) και μετά συγκρίνουν τα έξοδα με τους προϋπολογισμούς».30 Ο Wertenbroch παρατηρεί ότι οι άνθρωποι εκλογικεύουν την κατανάλωση προϊόντων «αρετής» και «αμαρτίας».31 Οι Kivetz και Simonson παρέχουν ίσως την καλύτερη απόδειξη για το ότι νοητικοί λογαριασμοί επιτρέπουν αλλά και περιορίζουν την κατανάλωση: οι άνθρωποι σκόπιμα θα προτιμήσουν να εξαργυρώσουν τα δώρα από κάποιο διαγωνισμό ή λόττο με είδη πολυτελείας αντί να καλύψουν πάγιες ανάγκες.32
Εδώ, όπως και στο μοντέλο της συνωμοσίας που αναφέρθηκε παραπάνω, προσωπικοί κανόνες βοηθούν στην εφαρμογή μίας εσωτερικής διαπραγμάτευσης. Αντίθετα, οι «εξαιρέσεις» σε αυτό το μοντέλο είναι ένα εσωτερικό τμήμα αυτής της διαπραγμάτευσης- είναι η αποζημίωση του παρόντα εαυτού. Το μοντέλο της συνωμοσίας δείχνει ότι ένας συγκεκριμένος βαθμός αλτρουισμού – το γεγονός ότι οι εαυτοί νοιάζονται ο ένας για τον άλλο – μπορούν να βοηθήσει στην δημιουργία κανόνων αυτοελέγχου. Η ανάγκη να γίνονται εξαιρέσεις συνιστά απειλή. Το μοντέλο των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, παρόλα αυτά, δείχνει ότι κάποια συνεργασία μπορεί να υπάρξει ακόμα και εάν οι εαυτοί δε νοιάζονται ο ένας για τον άλλο. Σε αυτή την περίπτωση, οι εξαιρέσεις δεν απειλούν απαραίτητα την συμφωνία∙ το αντίθετο, οι εξαιρέσεις επιτρέπουν στην συμφωνία να υπάρξει εξαρχής.
Αμοιβαία Επωφελής Ανταλλαγή
Εάν ο παρών και οι μελλοντικοί εαυτοί αξιολογούν τα αγαθά και τις δραστηριότητες σε περισσότερες από μία διαστάσεις, τότε μπορούμε να φανταστούμε ένα ακόμα είδος εσωτερικής διαπραγμάτευσης. Για να δουλέψει αυτό το είδος διαπραγμάτευσης πρέπει οι εαυτοί του ατόμου να έχουν κάποια ανεξάρτητη μορφή ελέγχου πάνω στο άτομο- είτε επειδή το έχουν καταφέρει αυτό με κάποια παλαιότερη συμφωνία είτε επειδή αυτή η μορφή ελέγχου υπήρχε εγγενώς. Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι υπάρχουν δύο διαστάσεις επιλογής: τα χρήματα (παρούσα ενάντια στην μελλοντική κατανάλωση) και το φαγητό (παρούσα απόλαυση εναντίον της μελλοντικής υγείας). Και ας υποθέσουμε αρχικά ότι ο μελλοντικός εαυτός έχει μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στις οικονομικές αποφάσεις, ενώ ο παρόντας έχει μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στις διατροφικές αποφάσεις. Ο μελλοντικός εαυτός θα μπορούσε να προτείνει στον παρόντα μία συμφωνία: μη φας αυτό το τηγανιτό κοτόπουλο και αγόρασε αντ’ αυτού ένα CD. Ο εαυτός της παρούσης ανταλλάσσει την απόλαυση του φαγητού με την απόλαυση της μουσικής. Ο μελλοντικός εαυτός ανταλλάσσει χρήματα (την τιμή του CD συν τον τόκο) με την υγεία.
Και εδώ, άφθονα δεδομένα υποστηρίζουν την ιδέα της εσωτερικής ανταλλαγής. Οι Kivetz και Simonson βρήκαν ότι οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να διαλέξουν πολυτελείς επιβραβεύσεις (από προγράμματα που επιβραβεύουν την συχνότητα χρήσης) όταν έχουν ασκήσει μεγαλύτερο κόπο για να τα κερδίσουν,33 και είναι πιο πιθανό να διαλέξουν πολυτελείς επιβραβεύσεις όταν οι απαραίτητες ενέργειες συνδέονταν με εργασία αντί για απόλαυση – για παράδειγμα να διαλέξουν να χρησιμοποιήσουν για ταξίδι αναψυχής τα frequent flier miles όταν τα κέρδισαν πετώντας για επαγγελματικούς λόγους. Οι άνθρωποι συχνά αγοράζουν δώρα στους εαυτούς τους για να επιβραβεύσουν την ενάρετη συμπεριφορά.34 Τέτοια δώρα συχνά λειτουργούν ως «ανταλλαγή» με το να λειτουργούν ως «αυτοσυμβόλαια των οποίων η αμφίδρομη φύση του δώρου είναι ταυτόχρονα προσωπική προσπάθεια και επιβράβευση».35 Μελέτες έχουν δείξει την αποτελεσματικότητα των μοντέλων αυτοεπιβαλόμενων επιβραβεύσεων στην προσπάθεια για μεγαλύτερη προσπάθεια και απόδοση.36
Οι τρεις μορφές διαπραγματεύσεων που έχω περιγράψει –η συνωμοσία, η εδραίωση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και η ανταλλαγή-δεν χρειάζεται να είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα φυσικά. Ακριβώς όπως ο αλτρουισμός και τα προσωπικά κίνητρα λειτουργούν μεταξύ των ατόμων, έτσι λειτουργούν και μέσα στα άτομα. Ένας περιορισμένος βαθμός εσωτερικού αλτρουισμού μπορεί να επιτρέψει συνωμοτικές συμφωνίες μεταξύ των εαυτών, ενώ ταυτόχρονα αφήνει χώρο για συμφωνίες “détente” ώστε να αποφευχθούν πόλεμοι μεταξύ των παρόντων και των μελλοντικών συμφερόντων οι οποίοι κοστίζουν. Επιπλέον δυνατότητες για κέρδος μπορούν να διερευνηθούν μέσω ανταλλαγών μεταξύ των εαυτών.
Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;
Για να λάβει χώρα μία συνδιαλλαγή στην αγορά, είναι απαραίτητο να ανακαλυφθεί ο ενδιαφερόμενος, να ενημερωθεί το κοινό για τους όρους της συνδιαλλαγής, να γίνουν διαπραγματεύσεις που θα οδηγούν σε μία συμφωνία, να γραφεί το συμβόλαιο, να γίνει έλεγχος ότι όλα είναι νόμιμα και ούτω καθεξής.37
Με δεδομένες τις πολλαπλές πιθανότητες για συμφωνίες μεταξύ των εαυτών ενός ατόμου, τί θα μπορούσε να εμποδίσει ένα αποδοτικό και λειτουργικό αποτέλεσμα; Η απάντηση του Coase σε αυτό το ερώτημα ήταν το υψηλό κόστος συνδιαλλαγής. Το κόστος συνδιαλλαγής είναι όλα τα έξοδα (δημοσιονομικά και μη) που υπάρχουν στην προσπάθεια να συντονίσεις τις ομάδες σε μία συμφωνία, στην διαπραγμάτευση των όρων και στην εφαρμογή της συμφωνίας που προκύπτει.
Τα κόστη συνδιαλλαγής προκύπτουν από ποικίλες πηγές, αλλά στον συγκεκριμένο χώρο, το πιο προβληματικό είναι το κόστος εφαρμογής. Οι συμφωνίες μεταξύ των ατόμων μπορεί να είναι νομικά δεσμευτικές μέσω ξεκάθαρων συμβολαίων που εφαρμόζονται βάση του νομικού συστήματος. Αλλά οι περισσότερες εσωτερικές συμφωνίες πρέπει να εφαρμοστούν εσωτερικά καθώς ο νομικός μηχανισμός δεν είναι συνήθως διαθέσιμος. Αυτό δεν αποκλείει τελείως τις εσωτερικές συμφωνίες, αλλά σημαίνει ότι οι εαυτοί που διαπραγματεύονται πρέπει να βασίζονται σε λιγότερο αποτελεσματικούς μηχανισμούς: επαναλαμβανόμενες διαπραγματεύσεις και φήμη. Μία αρετή του συνωμοτικού μοντέλου είναι ότι λαμβάνει ειδικά υποψην το πρόβλημα της εφαρμογής, με την λύση να βασίζεται στο ενδιαφέρον του κάθε εαυτού να διατηρήσει την συνεργασία στο μέλλον. Οι άλλες μορφές διαπραγματεύσεων που συζητήθηκαν προηγουμένως μπορούν να εφαρμοσθούν με αντίστοιχους τρόπους. Εάν ένας εαυτός διαρκώς παραβιάζει τους όρους της συμφωνίας, δείχνει στους άλλους εαυτούς την αφερεγγυότητα του και έτσι μειώνει την διάθεση τους να κάνουν μελλοντικές συμφωνίες μαζί του. Ο ενδεχόμενος παραβάτης αντιλαμβάνεται αυτό το γεγονός και έτσι δεν έχει λόγο να δράσει «οπορτουνιστικά».
Το πόσο εφικτές είναι αυτές οι συμφωνίες αναφορικά με την εφαρμογή των συμβολαίων σχετίζεται με τα δυναμικά (open-ended) χαρακτηριστικά της περίστασης. Όταν η κατάπαυση της αλληλεπίδρασης γίνεται επικείμενη, συμπεριφορές τελικού παιγνίου (end game) μπορούν να οδηγήσουν σε κατάρρευση των συμφωνιών τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διαπροσωπικό επίπεδο. Μπορούμε επομένως να αναμένουμε λιγότερο αυτοέλεγχο από την πλευρά ανθρώπων που πλησιάζουν στο τέλος της ζωής τους (παρά το ότι ένας ενοποιημένος λογικός εαυτός θα έκανε το ίδιο κάτω από τις ίδιες συνθήκες). Επίσης, οι συμφωνίες απαιτούν κατάλληλες πολιτικές.Οι John Ameriks, Andrew Caplin και John Leahy προσδιόρισαν τις «ικανότητες ελέγχου» ως ένα από τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στις οικογένειες να κρατούν τα ηνία στα υπερβολικά έξοδα και να αποταμιεύουν περισσότερα χρήματα.38 Αντίστοιχα, κάποιος με καλύτερες ικανότητες ελέγχου θα μπορεί να ελέγχει τις εσωτερικές συμφωνίες με χαμηλότερο κόστος.
Παρόλο που η νομική επιβολή δεν υφίσταται, υπάρχουν άλλοι τρόποι εξωτερικής επιβολής. Ο Ainslie αναφέρει αυτές τις μεθόδους ως «εξωψυχικές δεσμεύσεις»,39 μία κατηγορία που περιλαμβάνει λύσεις όπως το να γράφεται κάποιος στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, τους Παρατηρητές Βάρους, να ζητά την βοήθεια άλλων ατόμων ή να διαφημίζει πετυχημένες μεθόδους σε φίλους και οικογένεια. Τέτοιες δεσμεύσεις περιλαμβάνουν προθεσμίες40 και αυτόματα προγράμματα αποταμίευσης,41 όπως και μεθόδους που αναφέρθηκαν παραπάνω σαν την οριστική αποβολή λιπαρών τροφών από το σπίτι.
Τα κόστη συνδιαλλαγής μπορεί να προκύψουν και από την έλλειψη πληροφόρησης μεταξύ των μελών. Κάποιος που διαπραγματεύεται παραδείγματος χάριν μπορεί να αποσκοπεί σε μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη γιατί μπορεί να θεωρεί ότι η άλλη πλευρά επιθυμεί την συνδιαλλαγή περισσότερο από όσο στην πραγματικότητα. Σε εσωτερικό επίπεδο ένα τέτοιο πρόβλημα είναι λιγότερο πιθανό. Παρόλο που είναι αντιληπτό ότι οι εαυτοί μπορεί να μην έχουν πλήρη πληροφόρηση ο ένας για τον άλλο,42 αυτή η πληροφόρηση θα είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την πληροφόρηση που διαθέτουν δύο άνθρωποι σε διαπροσωπικό επίπεδο. Η απόκρυψη ή διαστρέβλωση της πληροφορίας δεν είναι τόσο εύκολη, με δεδομένο ότι και οι δύο εαυτοί έχουν πρόσβαση στον ίδιο εγκέφαλο.
Η Αποτυχία των διαπραγματεύσεων σε Αντιδιαστολή με την Κυβερνητική Αποτυχία
Υπάρχει φυσικά μία ακόμα εναλλακτική, που είναι το να μην κάνεις απολύτως τίποτα για το πρόβλημα. Και με δεδομένο ότι τα κόστη που περιλαμβάνονται στην επίλυση του προβλήματος μέσω ρυθμίσεων της κυβερνητικής διευθυντικής μηχανής είναι συχνά βαρύτατα… χωρίς αμφιβολία τα κέρδη που θα σχετίζονται με τον περιορισμό των πράξεων που προκαλούν ζημία συχνά θα είναι μικρότερα από τα κόστη που περιλαμβάνονται στην λύση της κυβερνητικής ρύθμισης.43
Με δεδομένη την δυσκολία της εφαρμογής των εσωτερικών συμφωνιών είναι λογικό ότι οι άνθρωποι δεν επιτυγχάνουν πάντοτε στην άσκηση αυτοελέγχου. Μερικά άτομα αποτυγχάνουν να βρουν αποτελεσματικές εσωτερικές συμφωνίες, αυτοί τείνουν να το παρακάνουν. Άλλοι, βρίσκουν ημίμετρα και λύσεις που οδηγούν στον αυτοέλεγχο αλλά όχι σε πλήρη βαθμό. Και βέβαια, υπάρχουν άτομα που βρίσκουν λύσεις που παραείναι αποτελεσματικές στον αυτοέλεγχο και τείνουν να μην έχουν καμία ευχέρεια -παραχώρηση. Αυτό σημαίνει ότι κάποιο είδος πατερναλιστικού παρεμβατισμού θα διόρθωνε αυτά τα προβλήματα;
Η αντίληψη του Coase επιχειρηματολογεί για το αντίθετο. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις σοβαροί λόγοι για τους οποίους πρέπει να είμαστε σκεπτικοί σχετικά με τους κρατικούς παρεμβατισμούς που αποσκοπούν στην επίλυση προβλημάτων εσωτερικοτήτων. Πρώτον, παρόλο που κάποιοι αποτυγχάνουν στον αυτοέλεγχο, κάποιοι άλλοι τα καταφέρνουν. Αυτό σημαίνει ότι οι εσωτερικότητες αντιμετωπίζονται σε κάποιο βαθμό μέσω εσωτερικών διαπραγματεύσεων. Οι κυβερνητικοί παρεμβατισμοί θα εμπόδιζαν ή υπερέβαιναν αυτές τις συμφωνίες. Επιπλέον, οι νέες συμφωνίες θα γίνονταν σε ένα νέο περιβάλλον ελέγχου, και έτσι θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν οι νέες συμφωνίες είναι προτιμότερες από τις παλαιές. Δεύτερον, οι παρεμβάσεις έχουν προβλήματα από μόνες τους. Ακριβώς όπως είναι ημιτελές να επιχειρηματολογεί κάποιος για έλεγχο σε μία οικονομία που δεν πηγαίνει καλά, είναι ημιτελές να επιχειρηματολογούμε ότι η αποτυχία στον αυτοέλεγχο δικαιολογεί πατερναλιστικές ρυθμίσεις. Και στις δύο περιπτώσεις η κυβερνητική αποτυχία πρέπει να μας απασχολήσει. Συχνά λείπουν από τις κυβερνήσεις η πληροφορία, το κίνητρο ή και τα δύο ώστε να παρθούν σωστές αποφάσεις ελέγχου.
Τρίτον, οι ρυθμίσεις έχουν συχνά τον χαρακτήρα «ένα μέγεθος κάνει σε όλους» αφού αφορούν όλους τους πολίτες (παρόλο που οι βαθμοί που τους αφορούν ποικίλουν). Αλλά οι άνθρωποι είναι ετερογενείς, δηλαδή η πολιτική που μπορεί να διορθώνει τα προβλήματα κάποιων μπορεί να αποτυγχάνει να διορθώσει ή ακόμα και να επιδεινώνει τα προβλήματα άλλων.
Για να κάνουμε αυτά τα επιχειρήματα πιο στιβαρά, πρέπει να αναλογιστούμε συγκεκριμένες προτάσεις. Εδώ, θα επικεντρωθώ στην πιο προφανή και συχνά χρησιμοποιούμενη πρόταση για τον έλεγχο των εσωτερικοτήτων: τον φόρο “πάχους”. Πιο γενικά, η ανάλυση αυτή εφαρμόζεται για κάθε φόρο αμαρτίας που είναι σχεδιασμένος ώστε τα άτομα να κάνουν καλύτερες επιλογές σχετικά με την υγεία τους.
Coase + Pigou = Πρόβλημα :
Η αλληλεπίδραση των φόρων και οι Ιδιωτικές Συμφωνίες
Ας υποθέσουμε χάριν απλότητας ότι ο παρών εαυτός κάνει όλες τις επιλογές για το φαγητό και ότι ο παρών εαυτός νοιάζεται μόνο για τον ίδιο. Η επιλογή του παρόντα εαυτού να φάει σοκοφρέτες δημιουργεί οφέλη μόνο για τον ίδιο και επιβάλλει κόστη στους μελλοντικούς εαυτούς. Με δεδομένες αυτές τις υποθέσεις, ένας αφελής αναλυτής πολιτικής θα προέβλεπε ότι ο παρών εαυτός θα συνέχιζε να τρώει σοκοφρέτες για όσο αυτή η κίνηση δημιουργεί ωφέλη – ακόμα και αν τα μελλοντικά κόστη είναι υπερβολικά μεγάλα και τα οφέλη πολύ μικρά. Επομένως μοιάζει μία καλή ιδέα να φορολογείς τις διατροφικές επιλογές του παρόντος εαυτού. Η φορολόγηση θα είναι απολύτως αντίστοιχη με το μελλοντικό κόστος της κατανάλωσης σοκοφρέτας, ώστε ο μελλοντικός εαυτός να λάβει υπόψιν ακριβώς τα ίδια κόστη.
Αλλά αυτή η ανάλυση είναι ημιτελής γιατί αγνοεί το ενδεχόμενο εσωτερικής συμφωνίας. Ας υποθέσουμε για παράδειγμα, ότι δεν υπάρχουν κόστη συνδιαλλαγής, εννοώντας ότι οι εαυτοί μπορούν να καταλήξουν σε εσωτερικές συμφωνίες με μικρή δυσκολία. Σε αυτή την περίπτωση, ένα βέλτιστο αποτέλεσμα θα προέκυπτε με μηδενική φορολόγηση. Σε κάθε περίπτωση που η επιλογή του παρόντος εαυτού να φάει κάτι «κακό» δημιουργεί περισσότερες ζημίες (για τον μελλοντικό εαυτό) από ότι ωφέλη (για τον παρόντα), υπάρχει η δυνατότητα για ανταλλαγή. Ο μελλοντικός εαυτός μπορεί να προσφέρει κάποια αποζημίωση στον παρόντα εαυτό, ίσως κάποια ανταλλαγή για να απέχει. Εφόσον το κόστος του να φάει είναι ελάχιστα μεγαλύτερο από τα οφέλη, οποιαδήποτε ανταμοιβή θα μπορούσε να δουλέψει: ο μελλοντικός εαυτός θα προσέφερε ευχάριστα την ανταμοιβή, και ο παρόντας θα δεχόταν ευχαρίστως.
Σε αυτήν την περίπτωση κανένας φόρος δεν είναι απαραίτητος. Αλλά φανταστείτε κάποιον φόρο που επιβάλλεται έτσι κι αλλιώς, με την λανθασμένη αντίληψη ότι οι εσωτερικές συμφωνίες δεν υφίστανται. Ας υποθέσουμε ότι ο φόρος πληρώνεται αποκλειστικά από τον προϋπολογισμό του παρόντος εαυτού. Αυτός ο φόρος θα οδηγήσει σε υπερβολικά μικρή κατανάλωση. Ας υποθέσουμε ότι ο παρών εαυτός μπορεί να φάει μία σοκοφρέτα και η παρούσα ωφέλεια μπορεί να δικαιολογήσει το μελλοντικό κόστος. Ο παρών εαυτός πρέπει να φάει. Αλλά τώρα ο φόρος μειώνει την αντιλαμβανόμενη ως ωφέλεια από το φαγητό. Ο μελλοντικός εαυτός θα μπορούσε να προσφέρει μία ανταμοιβή ώστε ο παρών εαυτός να μην απέχει από την κατανάλωση αυτή τη φορά, ενώ χωρίς τον φόρο καμία ανταμοιβή από τον μελλοντικό εαυτό δεν θα μπορούσε να είναι αρκετά μεγάλη. Για παράδειγμα, εάν μετρήσουμε την αξία με δολάρια, μία επιπλέον σοκοφρέτα μπορεί να κοστίζει 5$ στον παρόντα εαυτό, ενώ κοστίζει 4$ ζημίας στον μελλοντικό. Αυτή είναι μία σοκοφρέτα που αξίζει να φαγωθεί και χωρίς τον φόρο θα φαγωθεί (ο μελλοντικός εαυτός δεν θα διατίθεται να προσφέρει περισσότερα από 4$ ως ανταμοιβή, και έτσι ο παρών εαυτός δεν θα συμφωνήσει). Αλλά ας υποθέσουμε ότι ένας φόρος 1.5$ επιβάλλεται σε κάθε σοκοφρέτα. Τώρα ο παρών εαυτός περιμένει ένα καθαρό ώφελος 3.5$, και έτσι θα δεχθεί μία ανταμοιβή από τον μελλοντικό εαυτό ώστε να μην φάει.
Αυτή η ανάλυση υποθέτει ότι ο φόρος πληρώνεται από τον προϋπολογισμό του παρόντα εαυτού. Αλλά αυτό μπορεί να μην είναι αληθές. Εάν ο παρόντας εαυτός δεν ενδιαφέρεται (αρκετά) για τον μελλοντικό, γιατί απλά να μην χρεωθεί ώστε να πληρώσει φόρους αμαρτίας; Ας Θεωρήσουμε ότι ο φόρος περνάει στον μελλοντικό εαυτό. Σε αυτήν την περίπτωση, ο μελλοντικός εαυτός θα είχε επιπλέον ζημία από την κατανάλωση του παρόντα εαυτό – αρχικά την επιβάρυνση της υγείας και έπειτα την επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Με δεδομένο το μεγαλύτερο κόστος, ο μελλοντικός εαυτός ευχάριστα θα πρότεινε μία ακόμα μεγαλύτερη ανταμοιβή ώστε ο παρόντας εαυτός να μειώσει την κατανάλωση. Και ξανά το αποτέλεσμα θα είναι υπερβολικά μικρή κατανάλωση. Ας πάρουμε τα ίδια μεγέθη με πριν: μία σοκοφρέτα προκαλεί παρόντα ωφέλη 5$ και 4$ μελλοντική ζημία. Εάν ο μελλοντικός εαυτός περιμένει και μία αύξηση 1.5$ στο χρέος τότε θα προτείνει έως 5.5$ για την συνεργασία με τον παρόντα εαυτό- και ο παρών εαυτός θα δεχθεί την προσφορά. Η σοκοφρέτα δεν καταναλώνεται ενώ θα έπρεπε. Επιπλέον, ο μελλοντικός εαυτός καταλήγει να πληρώνει περισσότερα στον παρόντα εαυτό, και έτσι ειρωνικά, μειώνει την ευημερία του σε σχέση με την περίπτωση όπου δεν υπήρχε φόρος.
Μέχρι τώρα είχα υποθέσει ότι τα κόστη συνδιαλλαγής ήταν μηδενικά. Στο άλλο άκρο, ας υποθέσουμε ότι τα κόστη συνδιαλλαγής είναι υπερβολικά υψηλά, και έτσι δεν γίνονται εσωτερικές συμφωνίες. Εδώ, η βάση για έναν φόρο “πάχους” είναι πιο ισχυρή. Ο φόρος επιβάλλει στον παρόντα εαυτό να σκεφτεί το κόστος για τον μελλοντικό εαυτό, που χωρίς τον φόρο αυτό δεν θα είχε συμβεί. Εφόσον ο φόρος πληρώνεται αποκλειστικά από τον προϋπολογισμό του παρόντα εαυτού, τότε (όπως και προηγουμένως) ο φόρος επιφέρει μία μεταφορά της ευημερίας από τον παρόντα στον μελλοντικό εαυτό. Αυτή είναι η ιδανική περίπτωση για τον υπερασπιστή των φόρων πάχους.
Από την άλλη, εάν ο παρών εαυτός μπορεί να μεταβιβάσει τον φόρο στον μελλοντικό εαυτό με κάποιου είδους δάνειο, τότε ο φόρος δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στην κατανάλωση του παρόντα εαυτού. Ο φόρος βιώνεται από τον μελλοντικό εαυτό σαν μία επιπρόσθετη βλάβη στις υπάρχουσες ζημίες από την κατανάλωση, αλλά -κατά την υπόθεση- τα υψηλά κόστη συνδιαλλαγής αποτρέπουν τον μελλοντικό εαυτό από το να κάνει μία εφικτή προσφορά στον παρόντα εαυτό για να απέχει ή να μειώσει την κατανάλωση. Ο μελλοντικός εαυτός καταλήγει χειρότερα, εκτός και αν οι φόροι επιστραφούν ή πάρουν κάποια άλλη μορφή ώστε να επωφελείται μόνο ο μελλοντικός εαυτός.
Στην πραγματικότητα, τα κόστη συνδιαλλαγής δεν είναι ούτε μηδενικά ούτε υπερβολικά υψηλά. Κάποιες εσωτερικές συμφωνίες θα γίνουν, κάποιες άλλες όχι. Το αποτέλεσμα θα επιδεικνύει στοιχεία και από τις δύο περιπτώσεις που περιγράφηκαν. Η κομβική παρατήρηση είναι ότι κάποια, αν και όχι όλα, από τα μελλοντικά κόστη του παρόντος εαυτού έχουν εσωτερικοποιηθεί μέσω εσωτερικών διαπραγματεύσεων. Οποιοσδήποτε φόρος που αποτυγχάνει να λογοδοτήσει για αυτήν την διαδικασία, αν όχι πλήρως, θα είναι υπερβολικά μεγάλος και σαν αποτέλεσμα θα οδηγήσει στην μειωμένη κατανάλωση από κάποιους ανθρώπους. Επιπλέον, εάν ο παρών εαυτός μπορεί να μεταβιβάσει τους φόρους στον μελλοντικό εαυτό, τότε η πολιτική θα τείνει να μειώσει την ευημερία του μελλοντικού εαυτού.
Διαλευκαίνοντας τις Εσωτερικές Διαπραγματεύσεις
Στην παραπάνω ανάλυση των φόρων, αντιμετώπισα τις συμφωνίες μεταξύ του παρόντα και του μελλοντικού εαυτού σαν να είχαν συναφθεί με έναν ακριβή τρόπο αντιστοιχώντας σε ακριβείς ποσότητες κατανάλωσης. Αλλά οι συμφωνίες συχνά παίρνουν την μορφή προσωπικών κανόνων που διαιρούν ή επαναδιανέμουν την δύναμη λήψης αποφάσεων. Ο παρών εαυτός αντί να υπολογίζει των αριθμό των θερμίδων που προέρχονται από λιπαρά και μπορεί να καταναλώσει, ενδέχεται να έχει κανόνες που αφορούν τις φορές και τα μέρη στα οποία μπορεί να καταναλώσει άφοβα λιπαρά καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες αυτό απαγορεύεται.
Οι επιπτώσεις των φόρων “πάχους” πάνω στις συμφωνίες ιδιοσυγκρασίας αυτού του τύπου είναι πιο δύσκολο να αναλυθούν. Βραχυπρόθεσμα, οι υφιστάμενοι προσωπικοί κανόνες είναι πιθανό να αντισταθούν. Ειδικά όταν τα κόστη συνδιαλλαγής είναι υψηλά, αυτοί που έχουν προβεί σε συμφωνίες, κρίνουν πως είναι προς το συμφέρον τους να τις διατηρήσουν, μειώνοντας αυτά τα κόστη και αποτρέποντας μία οριστική ρήξη ακόμα και όταν αυτές οι συμφωνίες παύουν να είναι οι βέλτιστες. Για παράδειγμα ο παρών εαυτός μπορεί να συνεχίσει να τρώει λιπαρές τροφές μόνο τα Σαββατοκύριακα. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και όταν φαίνεται λογικό να πρέπει να περιοριστούν οι παραχωρήσεις λόγω του φόρου. Εάν η παρούσα διαρρύθμιση είναι η βέλτιστη ή κοντά στην βέλτιστη η επιμονή σε αυτήν είναι εύλογη. Εάν το άτομο δεν είχε καταφέρει να πετύχει εσωτερικές συμφωνίες για αυτοέλεγχο, η επιμονή σε ιδιόρρυθμους κανόνες είναι ανεπιθύμητη, αν και ο φόρος δεν θα επιβαρύνει την κατάσταση (εκτός από το να μειώσει τα έσοδα του ατόμου).
Τελικά όμως οι άνθρωποι θα επαναδιαπραγματευθούν τις εσωτερικές τους συμφωνίες. Για να μειώσουν την επίδραση του φόρου θα θα θεωρήσουν εύλογο να περιορίσουν το επίπεδο κατανάλωσης. Θα προσπαθήσουν να βρουν μία νέα ομάδα προσωπικών κανόνων που θα προσεγγίζουν το επιθυμητό επίπεδο κατανάλωσης, το οποίο μπορεί να είναι δύσκολο να συμβεί (ίσως να επιτρέπονται παραχωρήσεις κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο ή μόνο τις Κυριακές). Σε κάθε περίπτωση, όποιο νέοι κανόνες και αν εμφανιστούν ενδέχεται να βελτιώσουν τη συνολική ευημερία ενδέχεται όμως και να αποτύχουν. Στο βαθμό που ο φόρος επιβαρύνει μόνο το εισόδημα του παρόντα εαυτού και τα κόστη συνδιαλλαγής αποτρέπουν την διαπραγμάτευση για αποδοτικούς προσωπικούς κανόνες εν τη απουσία του φόρου, ο φόρος θα τείνει να επιφέρει καλύτερους προσωπικούς κανόνες. Αλλά εφόσον τα κόστη συνδιαλλαγής είναι αρκετά χαμηλά ώστε οι εαυτοί να μπορούν να φτάσουν σε επαρκείς κανόνες εν τη απουσία του φόρου, τότε ο φόρος θα τείνει να μειώσει την κατανάλωση κάτω από το βέλτιστο επίπεδο. Και εάν τα κόστη συνδιαλλαγής είναι υψηλά ενώ ο παρών εαυτός μπορεί να μεταβιβάσει τον φόρο στον μελλοντικό εαυτό, φόρος θα τείνει να μειώσει το εισόδημα του μελλοντικού εαυτού χωρίς να μειώνει την κατανάλωση του παρόντα.
Πληροφόρηση και Κίνητρα
Με δεδομένες τις δυσκολίες που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι μελλοντικοί πατερναλιστές νομοθέτες αντιμετωπίζουν ένα τρομακτικό εγχείρημα. Ακόμα και χωρίς τις παρατηρήσεις του Coase, η βέλτιστη φορολόγηση των συμπεριφορών που οφείλονται σε εσωτερικότητες δεν θα είναι ένα εύκολο εγχείρημα. Ο βέλτιστος φόρος θα είναι ίσος με το οριακό κόστος της συμπεριφοράς για τους μελλοντικούς εαυτούς. Για να υπολογιστεί αυτή η ποσότητα, οι νομοθέτες θα πρέπει πρώτα να εντοπίσουν τον «πραγματικό» ρυθμό της ανταλλαγής μεταξύ της παρούσας και της μελλοντικής ικανοποίησης. Το πρόβλημα, όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, είναι ότι ο «πραγματικός» ρυθμός των προεξοφλήσεων στο χρόνο είναι ένα φάντασμα. Το να επιλέξεις έναν ρυθμό ανταλλαγής έναντι κάποιου άλλου σημαίνει να ωφελείς μία ομάδα υποκειμενικών προτιμήσεων έναντι κάποιας άλλης χωρίς καμία βάση.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι οι νομοθέτες με κάποιο τρόπο βρίσκουν τον «σωστό» βαθμό ανταλλαγής μεταξύ του παρόντα και του μελλοντικού εαυτού. Ακόμα και τότε, θα έπρεπε να μπορούν να διακρίνουν τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι έχουν ήδη αντιμετωπίσει τις εσωτερικότητές τους μέσω προσωπικών συμφωνιών. Αυτή η πληροφορία δε θα είναι διαθέσιμη. Το φαινόμενο της χρονικής ασυνέπειας έχει αναγνωριστεί αρχικά κάτω από συνθήκες εργαστηρίου, όπου οι εξεταζόμενοι υποβάλλονται σε κλασσικές καταστάσεις που πρέπει να επιλέξουν (π.χ. «Θα προτιμούσατε 100$ τώρα ή 110$ αύριο;» Θα προτιμούσατε 100$ σε ένα χρόνο από σήμερα ή 110$ σε ένα χρόνο και μία ημέρα από σήμερα;»). Οι βαθμοί ανταλλαγής σε σχέση με το χρόνο από αυτά τα πειράματα δεν προσεγγίζουν απαραίτητα, ούτε από τύχη, τους βαθμούς ανταλλαγής που χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο. Οι πραγματικοί μηχανισμοί που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να ορίσουν και να εφαρμόσουν τις εσωτερικές συμφωνίες τους, και έτσι να προκαλέσουν περισσότερες συμπεριφορές με μελλοντικό προσανατολισμό, συχνά περιλαμβάνουν προσωπικούς κανόνες που βασίζονται πάνω στις συγκυρίες (π.χ. «Βρίσκομαι σε μπαρ τώρα;» «Είμαι σε διακοπές;») και που δεν εμφανίζονται στο περιβάλλον του εργαστηρίου.
Επιπλέον, ακόμη κι εάν οι νομοθέτες μπορούσαν να διακρίνουν και τον «σωστό» βαθμό των χρονικών ανταλλαγών και τους πραγματικούς βαθμούς ανταλλαγής που εξυπακούονται από τη συμπεριφορά των ανθρώπων, θα είχαν ακόμα να αντιμετωπίσουν το καθόλου επίζηλο εγχείρημα του υπολογισμού του βαθμού στον οποίο οι επακόλουθες επιλογές από τους ανθρώπους που ρυθμίστηκαν υποσκάπτουν τα επιθυμητά αποτελέσματα της ρυθμιστικής πολιτικής. Αφού οι άνθρωποι ενδέχεται να αλλάξουν την διαδικασία επιλογής σε απάντηση προς την αλλαγή της πολιτικής- για παράδειγμα, με το να αλλάξουν τους όρους των προσωπικών τους συμφωνιών- είναι επακόλουθο ότι οι επιτυχημένοι βαθμοί ανταλλαγής θα είναι ενδογενείς της επιλογής της πολιτικής.
Επίσης, οι άνθρωποι είναι ετερογενείς – στο μέγεθος των αρχικών προβλημάτων εσωτερικοτήτων, στο εύρος του εσωτερικού κόστους συνδιαλλαγής, και στο είδος των προσωπικών κανόνων που είναι διαθέσιμοι και δελεαστικοί για εκείνους. Οποιαδήποτε πολιτική σχεδιασμένη ώστε “να ταιριάζει σε όλους” θα είναι αναγκαστικά αποτελεσματική μόνο για ένα μέρος του πληθυσμού στην καλύτερη περίπτωση. Οι υπόλοιποι θα παραμείνουν ανεπηρέαστοι ή θα επηρεαστούν με ένα δυσμενή τρόπο και θα οδηγηθούν σε κατανάλωση κάτω από το βέλτιστο, ή θα επηρεαστούν ελάχιστα επειδή η πολιτική δεν θα είναι αρκετά αποτελεσματική. Οποιαδήποτε προσπάθεια για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής για την τελευταία ομάδα θα έχει ανεπιθύμητα και συχνά μη αναμενόμενα αποτελέσματα για τις υπόλοιπες ομάδες.
Και με όλες αυτές τις δυσκολίες γύρω από την πληροφόρηση δεν έχουμε ακόμα καν αναρωτηθεί εάν οι νομοθέτες θα έχουν τα κατάλληλα κίνητρα ώστε να αναζητήσουν τις σωστές απαντήσεις και να τις εφαρμόσουν.
Συμπέρασμα
Η θεωρεία των εσωτερικοτήτων δικαιολογεί την κρατική παρέμβαση στις ζωές των ανθρώπων «Για το δικό τους καλό;». Οι νέοι πατερναλιστές ξεκάθαρα έτσι νομίζουν. Αλλά το επιχείρημα τους είναι εξαιρετικά αδύναμο.
Η θεωρεία των εσωτερικοτήτων βασίζεται ξεκάθαρα στη θεωρεία των εξωτερικοτήτων. Εάν λάβουμε σοβαρά υπόψιν τη θεωρεία των εσωτερικοτήτων, θα πρέπει τουλάχιστον να συμπεριλάβουμε κάποια από τα διδάγματα της έρευνας που έγινε πάνω στις εξωτερικότητες κατά την διάρκεια του τελευταίου αιώνα. Αλλά αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα. Η θεωρεία των πατερναλιστών, ως έχει, βασισμένη στην θεωρεία των εσωτερικοτήτων υποφέρει από σοβαρά σφάλματα.
Πρώτον, ο νέος πατερναλισμός απρόσεκτα υποθέτει πως όταν ο παρών εαυτός μπορεί να επιβάλλει κόστη στον μελλοντικό εαυτό, τότε αυτό έχει απαραίτητα ένα κακό αποτέλεσμα. Αλλά το να αποτρέπεις την βλάβη από τον μελλοντικό εαυτό μπορεί να εγκυμονεί ακόμα μεγαλύτερες βλάβες για τον παρόντα εαυτό. Δεν υπάρχει κάποιος ξεκάθαρος λόγος για τον οποίο, όταν υπάρχει μία ασυνέπεια μεταξύ των παρόντων και των μελλοντικών συμφερόντων, να πρέπει τα μελλοντικά συμφέροντα να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από τα παρόντα.
Δεύτερον, ο νέος πατερναλισμός αγνοεί ότι οι βλάβες μπορούν να αποτραπούν με περισσότερους από έναν τρόπους. Η απαγόρευση συμπεριφορών στο παρόν είναι ένας τρόπος, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι και ο καλύτερος τρόπος. Ο μελλοντικός εαυτός ενδέχεται να είναι ικανός να μετριάσει τις βλάβες με χαμηλότερο κόστος από ότι άλλες μέθοδοι.
Τρίτον, ο νέος πατερναλισμός αγνοεί την πιθανότητα εσωτερικών συμφωνιών και ιδιωτικών λύσεων. Όλοι μας αντιμετωπίζουμε προβλήματα αυτοελέγχου κατά καιρούς. Αλλά παράλληλα βρίσκουμε τρόπους να λύσουμε, ή τουλάχιστον να περιορίσουμε αυτά τα προβλήματα. Κάνουμε συμφωνίες με τους εαυτούς μας. Ανταμοίβουμε τους εαυτούς μας για την καλή συμπεριφορά ενώ τους τιμωρούμε για την κακή. Δίνουμε υποσχέσεις και παίρνουμε αποφάσεις, και τα ανακοινώνουμε αυτά στους φίλους μας και τις οικογένειες μας. Δεσμευόμαστε να αλλάξουμε την ίδια μας την συμπεριφορά. Οι θεωρητικοί των εσωτερικοτήτων αναφέρονται σε αυτές τις συμπεριφορές για να επισημάνουν ότι το πρόβλημα των εσωτερικοτήτων υφίσταται. Αλλά στην πραγματικότητα είναι απόδειξη ότι το πρόβλημα των εσωτερικοτήτων επιλύεται, τουλάχιστον έως κάποιο βαθμό.
Οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, επομένως δεν θα πρέπει να περιμένουμε από τις πράξεις των πραγματικών ανθρώπων να μοιάζουν με αυτές κάποιων πλήρως λογικών και συνεπέστατων όντων. Λάθη θα γίνουν, τα προβλήματα αυτοελέγχου θα παραμείνουν. Αλλά οι πατερναλιστικές μέθοδοι δε θα τα λύσουν αποτελεσματικότερα από τις προσωπικές μεθόδους. Αυτό που πραγματικά διακυβεύεται είναι το πως τα προβλήματα αυτοελέγχου θα προσεγγιστούν – μέσω από ιδιωτικά, εθελοντικά μέσα ή μέσω της κυβερνητικής δύναμης.
Οι νέοι πατερναλιστές θα ήθελαν να πιστεύουμε ότι η καλοκάγαθη κυβέρνηση μπορεί – μέσα από φόρους, επιδοτήσεις, απαγορεύσεις στην διαθεσιμότητα προϊόντων κτλ – να μας κάνει πιο χαρούμενους σύμφωνα με τις δικές μας προτιμήσεις. Αλλά ακόμα και αν θυσιάσουμε την ελευθερία επιλογής για το καλό μας, οι προτάσεις των πατερναλιστών απλά δεν συμβαδίζουν. Οι δημόσιοι λειτουργοί δεν έχουν την απαραίτητη πληροφόρηση και τα κίνητρα ώστε να σμηλεύσουν πατερναλιστικές πολιτικές που θα βοηθήσουν τους ανθρώπους που έχουν απόλυτη ανάγκη, ενώ παράλληλα δεν θα βλάψουν αυτούς που δεν έχουν ανάγκη ή αυτούς που έχουν άλλου είδους ανάγκη. Τα άτομα από την άλλη πλευρά έχουν κάθε λόγο να καταλάβουν τις δικές τους ανάγκες και να βρουν κατάλληλους τρόπους για να επιλύσουν τα δικά τους προβλήματα.
——————————————————————
- Αυτό το άρθρο αρχικά εμφανίστηκε στον τόμο 19, τεύχος 2 (1999) του The Cato Journal. To άρθρο αναδημοσιεύεται στα πλαίσια της συνεργασίας του e-Rooster με το Ινστιτούτο Cato. Η μετάφραση του πρωτότυπου, για λογαριασμό του e-Rooster, έγινε από την Νικηφόρο Ατσικπάση [↩]
- Ο Glen Whitman είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της California, στο Northridge [↩]
- Αυτό είναι μία απλοποίηση, καθώς κάποιοι νέοι πατερναλιστές επίσης χρησιμοποιούν επιχειρήματα σχετικά με την έλλειψη πληροφοριών των ατόμων ή των χαμηλών δυνατοτήτων επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών. Στο παρών άρθρο αντιπαρέρχομαι αυτών των σχετιζόμενων αλλά ξεχωριστών επιχειρημάτων για να εστιάσω στο πρόβλημα της εσωτερικής σύγκρουσης και επιλογής. [↩]
- “Λέω μόνο ότι οι άνθρωποι δρουν σαν να υπάρχουν δύο διαφορετικοί εαυτοί εναλλασσόμενοι στον έλεγχο του σώματος… οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν, ή προσπαθούν να αντιμετωπίσουν, την απώλεια του ελέγχου του εαυτού τους θυμίζουν σημαντικά τους τρόπους με τους οποίους κάποιος ασκεί εξουσία σε ένα άλλο άτομο.” Thomas Schelling, “Ethics, Law, and the Exercise of Self-Command,” in Choice and Consequence: Perspectives of an Errant Economist, ed. Thomas Schelling (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1984), p. 84. [↩]
- Ronald H. Coase, “The Problem of Social Cost,” Journal of Economic Literature (October 1960). [↩]
- A. C. Pigou, The Εconomics of Welfare, 4th ed. (London: Macmillan, 1932). [↩]
- Jonathan Gruber and Botond Koszegi, “Is Addiction ‘Rational’? Theory and Evidence,” Quarterly Journal of Economics 116 (2001): 1261–94. [↩]
- Ted O’Donoghue and Matthew Rabin, “Studying Optimal Paternalism, Illustrated by a Model of Sin Taxes,” American Economic Association Papers & Proceedings 93 (2003): 186–91. [↩]
- Ted O’Donoghue and Mattew Rabin, “Optimal Sin Taxes,” unpublished manuscript, University of California at Berkeley, 2003, p. 2, n. 3. [↩]
- Colin Camerer et al., “Regulation for Conservatives: Behavioral Economics and the Case for Asymmetric Paternalism,’” University of Pennsylvania Law Review 151 (2003): 1211–54. [↩]
- Richard H. Thaler and Cass R. Sunstein, “Libertarian Paternalism,” AEA Papers and Proceedings 93 (2003): 175–79. [↩]
- Camerer et al., p. 1214. [↩]
- Ibid., p. 1221. [↩]
- Coase, p. 2. [↩]
- Για παράδειγμα Βλ., Richard H. Thaler and H. M. Shefrin, “An Economic Theory of Self-Control,” Journal of Political Economy 89 1981): 392–406. Επίσης Βλ. Jon Elster, “Weakness of the Will and the Free-Rider Problem,” Economics and Philosophy 1(1985): 231–65. [↩]
- Ran Kivetz and Itmar Simonson, “Self-Control for the Righteous: Toward a Theory of Precommitment to Indulgence” Journal of Consumer Research 29 (2002): 199–217 και Dana N. Lascu, “Consumer Guilt: Examining the Potential of a New Marketing Construct,” in Advances in Consumer Research 18 (1991): 290–95. Αυτοί οι διανοητές, μεταξύ άλλων, τεκμηριώνουν τη σημασία της ενοχής ως κίνητρο των αποφάσεων. [↩]
- Για παράδειγμα, Βλ. Tyler Cowen, “Self-Constraint versus Self-Liberation,” Ethics 101 (1993): 360–73 και George Ainslie, Breakdown of Will (New York: Cambridge University Press, 2001), p. 115. [↩]
- Βλ. Chip Heath and Jack B. Soll, “Mental Budgeting and Consumer Decisions,” Journal of Consumer Research 23 (1996): 40–52. [↩]
- Μαθηματικά, η ασυνέπεια του χρόνου ακολουθεί μία ημιυπερβολική συνάρτηση ωφελιμότητας όπως αυτή: Ο παράγοντας έκπτωσης b, ο οποίος είναι μικρότερος του ενός, αντιστοιχεί στο βαθμό της υφιστάμενης προκατάληψης του φορέα. Από τη στιγμή που ο b δεν εφαρμόζεται στο παρόν (χρόνος t) το αντιστάθμισμα (tradeoff) μεταξύ οποιονδήποτε δύο χρονικών περιόδων θα εξαρτάται από το αν μία από αυτές τις περιόδους είναι το παρόν. Σαν αποτέλεσμα, το αντιστάθμισμα δεν είναι σταθερό και μεταβάλλεται με το χρόνο. Αν το b ισούται με 1 τότε ο φορέας είναι απόλυτα συνεπής (σταθερός). [↩]
- Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι δύο “διορθώσεις” χρησιμοποιούν την παραπάνω ημιυπερβολική συνάρτηση ωφελιμότητας. Στη μία διόρθωση θέτουμε το b ίσο με 1. Με αυτόν τον τρόπο ευνοούνται οι μελλοντικοί εαυτοί. Στην άλλη διόρθωση εφαρμόζουμε το b για κάθε χρονική περίοδο εκτός του παρόντος (πρακτικά, ελαττώνουμε το d στο db). Με αυτόν τον τρόπο ευνοείται ο παρών εαυτός. Με οποιαδήποτε από τις δύο διορθώσεις, η συμπεριφορά του ατόμου γίνεται σταθερή με το χρόνο. [↩]
- Coase, p. 41. [↩]
- Για παράδειγμα, Βλ. Boomer v. Atlantic Cement Co., 26 N.Y.2d 219, 257 N.E.2d 870; 309 N.Y.S.2d 312 (NY Court of Appeals 1970). [↩]
- Αγνοώ, χάριν απλότητας, την πιθανότητα το εργοστάσιο να πληρώσει τους κατοίκους ώστε να μετακινηθούν μακριά με στόχο την ελάττωση της φορολογικής επιβάρυνσης [↩]
- Coase, p. 15. [↩]
- George Ainslie, Picoeconomics: The Strategic Interaction of Successive Motivational States within the Person (Cambridge: Cambridge University Press, 1992). [↩]
- Ibid., p. 189. [↩]
- George Ainslie, “How Do People Choose between Local and Global Bookkeeping?” Behavioral and Brain Sciences 19 (1996): 574–75. [↩]
- Αναλογιστείτε την αντίληψη του Thomas Schelling αναφορικά με τον περιορισμένο πόλεμο, τον οποίο ο George Ainslie περιγράφει ως τη σχέση μεταξύ “διαπραγματευόμενων φορέων οι οποίο έχουν ασυμβίβαστους στόχους αλλά επίσης μοιράζονται και κάποιους άλλους κοινούς στόχους.” George Ainslie, “A Research-Based Theory of Addictive Motivation,” Law and Philosophy 19 (2000): 100. [↩]
- Βλ. Richard H. Thaler, “Mental Accounting and Consumer Choice,” Marketing Science 4 (1985): 199–214. [↩]
- Heath and Soll, p. 40. [↩]
- Klaus Wertenbroch, “Consumption Self-Control by Rationing Purchase Quantities of Virtues and Vice,” Marketing Science 77 (1998): 317–37. [↩]
- Kivetz and Simonson, “Self-Control for the Righteous.” [↩]
- Ran Kivetz and Itamar Simonson, “Earning the Right to Indulge: Effort as a Determinant of Customer Preferences toward Frequency Program Rewards,” Journal of Marketing Research 39 (2002): 155–70. [↩]
- David Glen Mick and Michelle DeMoss, “Self-Gifts: Phenomenological Insights from Four Contexts,” Journal of Consumer Research 17 (1990): 322–32; David Glen Mick, “Giving Gifts to Ourselves: A Greimassian Analysis Leading to Testable Propositions,” in Marketing and Semiotics: Selected Papers from the Copenhagen Symposium, ed. Hanne Hartvig Larsen, David Glen Mick, and Christian Alsted (Copenhagen: Hendelshojslolens, 1991), pp. 142–59; and David Glen Mick, “Self-Gifts,” in Gift Giving: A Research Anthology, ed. Cele Otnes and Richard F. Beltramini (Bowling Green, OH: Bowling Green State University 1996), pp. 99–120. [↩]
- Mick and Demoss, p. 326. [↩]
- Για παράδειγμα, Βλ. Albert Bandura and Bernard Perloff, “Relative Efficacy of Self-Monitored and Externally Imposed Reinforcement Systems,” Journal of Personality and Social Psychology 7 (1967): 111–16 και Albert Bandura and Dale H Schunk, “Cultivating Competence, Self-Efficacy, and Intrinsic Interest through Proximal Self-Motivation,” Journal of Personality and Social Psychology 41 (1981): 586–98. [↩]
- Coase, p. 15. [↩]
- John Ameriks, Andrew Caplin, and John J. Leahy, “Wealth Accumulation and the Propensity to Plan,” Quarterly Journal of Economics 118 (2003): 1007–47. [↩]
- George Ainslie, Breakdown of Will, pp. 74–76. [↩]
- Dan Ariely and Klaus Wertenbroch, “Procrastination, Deadlines and Performance: Self-Control by Precommitment,” Psychological Science 13 (2002): 219–24. [↩]
- Richard H. Thaler and Shlomo Benartzi, “Save More Tomorrow: Using Behavioral Economics to Increase Employee Savings,” Journal of Political Economy 112 (2004): S164–S182. [↩]
- Για παράδειγμα Βλ. Roland Bénabou and Jean Tirole, “Will Power and Personal Rules,” Journal of Political Economy 112 (2004): 848–86, για ένα μοντέλο αυτοελέγχου που ενσωματώνει την ατελή αναθύμηση. [↩]
- Coase, p. 18. [↩]
Ένα ενδιαφέρον αρθράκι με το ίδιο θέμα:
Wealth and Waistlines
A new book explains how the obesity epidemic has been shaped by economics, and what we can do to reverse the trend.
By Jennifer Barrett | Newsweek Web Exclusive
Dec 28, 2007 | Updated: 1:12 p.m. ET Dec 28, 2007
Is a fatter population an inevitable consequence of an advanced economy? Health economist Eric Finkelstein, co-author of the new book “The Fattening of America” (John Wiley), thinks so. Thanks to economic advances, he argues, we spend more time on our butts—at the computer, in front of the TV, in the car—than our parents and grandparents did, and we spend less time in the kitchen making healthful meals or outdoors burning calories. And everywhere we go we’re tempted by a growing array of cheap, high-calorie, fat- and sugar-laden treats. The result: nearly two-thirds of American adults now qualify as overweight or obese. Can the same economic forces eventually help reverse the trend? Or should the government intervene? NEWSWEEK’s Jennifer Barrett spoke with Finkelstein. Excerpts:
NEWSWEEK: How exactly is the U.S. economy making Americans fat?
Eric Finkelstein: There’s a huge demand for low-cost, convenient, tasty foods, for labor saving devices that make us more productive at work and at home, and for sedentary leisuretime activities. And suppliers are responding. The net result is that we’re eating more calorie-dense food and we have lots of cool sedentary leisuretime technologies—the Internet, DVDs, videogames, the list goes on—that basically crowd out physical activity. It’s not that we have less willpower today than 30 years ago. It’s that we have more choices, so we’re making different choices that lead us to be less active and to eat more.
Worse choices?
Not from an economist’s perspective. We’re fatter, but that does not mean that we are worse off. We could do without the low-cost food or the new technology, but most Americans would prefer not to. The reason is that the costs of being thin, in terms of what they would have to forgo, have just gotten so high that people are saying “I’d rather be fat” than make the increasingly difficult sacrifices necessary to be thin.
What about the costs to our health of carrying around a lot of extra weight?
Our research suggests that, even with this knowledge, many people will still choose to be overweight. We found that overweight individuals are aware that their excess weight makes them more likely to get diabetes, cancer, and heart disease. They also predicted a life expectancy [for themselves] that was several years shorter than the predictions for the normal weight group. It appears that they know obesity is putting their health at risk, but they also know how hard it is to eat less and engage in regular exercise.
You write that your Uncle Al, a rich, successful lawyer, made a rational decision that being overweight is in his best interest. How?
That’s right. In fact, if he spent less time at the firm and more time exercising, it is very likely he would not be nearly as rich or successful. Like many of us, he chose a career that requires him to be sedentary for 40-plus hours per week. Not to mention the high-calorie client dinners a few nights a week.
Doesn’t he worry about his health?
There was an article published in the Journal of the American Medical Association that shows that today’s obese population has better cholesterol and blood pressure values than normal-weight individuals did 30 years ago. The reason, of course, is because they are very likely today to be on statins, blood-pressure medication and other drugs that treat obesity-related diseases. Medical technologies have lowered the cost of being fat. So rational overweight people like Uncle Al might think, “Maybe I’ll live a little bit shorter and I’ll have to take some drugs, but I can eat whatever I want and I don’t have to spend my time eating healthy foods and exercising.”
Come on. Is that really so hard?
I have a fairly well-paying job, but it keeps me at the computer for about 50 hours a week. The choice for me to quit my job and get one that’s more active would mean a huge drop in pay. It’s not worth it to me. Many people are in that situation. And when you get out of work, there are all these other things to do. A lot of people just aren’t interested in carving out the time it would take to be physically active. Plus, it’s cheap and convenient to consume lots of great-tasting food. I argue that obesity is a side effect of any advanced economy. When you mechanize a society to the degree that no one has to do anything, no one’s going to do anything. Combine that with cheap, prevalent food, and the result is bound to be weight gain. We’re seeing this now all over the world, including China and India, two countries whose economies and waistlines are growing rapidly.
You put part of the blame on well-intentioned government policies. Why?
Look at how we subsidize farmers, encouraging corn and soy production over other vegetables and fruit. Corn is used for high-fructose corn syrup, and soy is used in hydrogenated fats. They have become the sweetener and fat of choice because they are so cheap. As a result, any product with lots of added sugars and fats will generally be cheaper in part because of government subsidies. Another example is the way we build communities. Many communities have zoning laws that prevent mixed-use buildings, so homes go up in one part of town and businesses in another, and you can’t get anywhere without driving your car. This really discourages pedestrian traffic. Or look at the No Child Left Behind Act. Many schools cut out PE because they need all the time they can [get] to teach the core classes. And kids are studying more, so there’s less time for sports or other activities. Like many well-intentioned policies, this act may be inadvertently making kids less active.
Should the government step in?
When it comes to adults, the answer is not so obvious. But when it comes to America’s youth, I say the answer is definitely yes, because they are unable to make rational decisions the way Uncle Al does. I would be in favor of mandatory PE with testing. No Child Left Behind should apply to physical education, too. I think that we should get the chips and cookies that are sold next to school lunches out if they are unhealthy, or price them in a way that discourages choosing them. I’d certainly remove soda from vending machines on school grounds.
Employers could adapt some of those ideas to combating obesity in the workplace.
Employers should use the types of strategies that are profit-maximizing. After all, that is what most [companies] are in business to do. I would subsidize healthy food in the cafeteria, maybe even have a fitness center. It’s a nice perk and a great way to attract young, healthy workers.
But you don’t think implementing weight-loss programs makes sense economically?
In order to be a cost-saving program, employees would have to lose enough weight, keep it off long enough and stay with the company long enough so that the reduction in health-related costs would be borne by the company. In reality, people change jobs every five years on average, so these programs are unlikely to pay off for most firms. Moreover, many of the costs of obesity occur after the age of 65, when Medicare covers the costs. Employers are likely not interested in saving these costs.
How optimistic are you that the economy that helped make Americans fat will also provide the solution?
People would prefer not to be fat; they just don’t want to go through all the effort it takes to be thin. But if someone can make it easier for them, there will be a huge demand, even at significant cost. Markets are pretty amazing. If the demand is there, and I think it is, I am certain that there will be a lot more products and services to help people get thin. The solution could be a pill or a procedure. Public health folks won’t be happy about that outcome, but Uncle Al probably will.
© 2007 Newsweek, Inc.