Του Πάνου Ευαγγελόπουλου*
Η εισοδηματική πολιτική [1] της κυβέρνησης επιβάλλεται να ακολουθήσει με αυστηρότητα τα στενά όρια των αυξήσεων πλησίον του πληθωρισμού εξαιτίας της δημοσιονομικής δυσπραγίας της οικονομίας μας που παραστατικά αποκρυσταλλώνεται στο ύψος του δημοσίου χρέους αλλά και στο επίπεδο του δημοσιονομικού ελλείμματος. Η θαλπωρή που μπορεί να προσφέρει η πρόσφατη αύξηση του ΑΕΠ [2] στο ποσοστό του δημοσιονομικού ελλείμματος αντί να μας επαναπαύσει, θα πρέπει να συνεχίσει να μας κρατά σε εγρήγορση διότι ακόμη δεν έχουμε ανασχέσει την πλημμυρίδα των ελλειμμάτων που προέρχονται από πάμπολλες ανεξέλεγκτες πηγές της δράσης του ευρύτερου αλλά και του στενού δημόσιου τομέα.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ακόμη σ’ εκείνες τις χώρες όπου ο δημόσιος τομέας έχει ένα τεράστιο βάρος στην οικονομική ζωή και του οποίου οι αποφάσεις για την πολιτική μισθών που θα ακολουθήσει, επηρεάζουν μία σημαντικότατη μερίδα των εργαζομένων. Κάτω υπ’ αυτές τις συνθήκες, η εισοδηματική πολιτική παρότι παραγκωνισμένη στις σύγχρονες προηγμένες οικονομίες από την δεκαετία του ’80, στην χώρα μας παίζει ακόμη έναν κρίσιμο μακροοικονομικό ρόλο. Αν και το τρέχον ερώτημα είναι ο κατάλληλος χειρισμός της εισοδηματικής πολιτικής θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στις πραγματικές απώλειες των εργαζομένων, των οποίων η αιτία είναι η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων που θα καταστήσουν την μεν εισοδηματική κυβερνητική πολιτική αθόρυβο παράμετρο του συστήματος, το δε επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων του δημόσιου τομέα σαφώς βελτιωμένο.
Καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, με εξαίρεση την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ αλλά και τις προεκλογικές περιόδους, ασκείται μία περιοριστική εισοδηματική πολιτική. Στόχος της είναι όχι τόσο η συγκράτηση της συνολικής κατανάλωσης που το μεγαλύτερο μέρος της διοχετεύεται στις εισαγωγές με δυσμενείς επιπτώσεις στο εμπορικό έλλειμμα, μία εξάλλου συμβατική άποψη που αμφισβητείται από τις σύγχρονες μακροοικονομικές έρευνες, αλλά κυρίως είναι η τιθάσευση του υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος. Αυτός όμως ο στόχος είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Όσο μικρές και αν είναι οι αυξήσεις, η δημοσιονομική δαπάνη των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων θα παραμένει υψηλή που δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα για την μείωση ή και συγκράτηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αυτή η μεγάλη στρατιά των δημόσιων και δημοσιοποιημένων υπαλλήλων του ευρύτερου Ελληνικού δημόσιου τομέα υπερακοντίζει κάθε σοβαρή προσπάθεια ορθολογικής μακροοικονομικής διαχείρισης του δημοσιονομικού ελλείμματος με συμβατά μέσα. Πρέπει λοιπόν μπροστά στην διαμορφωμένη αυτή κατάσταση να ακολουθήσουμε την πολιτική των δομικών αλλαγών, των οποίων ακρογωνιαίος λίθος είναι η ριζική άρση της ασύμμετρης ανάπτυξης του δημόσιου τομέα εις βάρος του ιδιωτικού που τυγχάνει όμως να είναι ο χρηματοδότης όλων των κρατικών δραστηριοτήτων.
Ο προσδιορισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο την αντιστροφή αυτής της ασύμμετρης σχέσης, επιβάλλεται να βασισθεί σε ένα επιταχυνόμενο και ξεκάθαρο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Αν αυτή η διαδικασία γίνει με εμπνευσμένο τρόπο από τους πολιτικούς και πεισθούν συνειδητά οι εργαζόμενοι, τότε πολλαπλά οφέλη θα προκύψουν για όλους. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα ανακουφισθεί σημαντικά σε πραγματικούς όρους και η εισοδηματική πολιτική θα πάψει να είναι επίμαχη και πενιχρή και με τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν μαζί με την μείωση του συνολικού αριθμού κυρίως των δημοσιοποιημένων υπαλλήλων, το κράτος θα μπορέσει να ανεβάσει σημαντικά τις αποδοχές κυρίως προς όφελος των δημόσιων λειτουργών. Τέλος το μεγαλύτερο όφελος που θα προκύψει, θα είναι για το σύνολο της οικονομίας αφού θα ανέβει σημαντικά η παραγωγικότητα της εργασίας με την ανακατανομή των ανθρώπινων πόρων στη νέα σχέση που θα προκύψει μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Σε αντίθεση με όλα αυτά παρακολουθούμε ενώσεις δημόσιων λειτουργών να συμπεριφέρονται μαξιμαλιστικά σαν να είναι εργατικό συνδικάτο βιομηχανίας. Όμως μία εργατική απεργία ζημιώνει βραχυχρόνια τα κέρδη της επιχείρησης και μακροχρόνια τις θέσεις των εργατών. Ενώ μία απεργία διαρκείας στη παιδεία [3] ζημιώνει βραχυχρόνια την κυβέρνηση και μακροχρόνια την εκπαίδευση των νέων γενεών. Οι ασυμμετρίες που χαρακτηρίζουν την οικονομία μας δυστυχώς πλέον διαχέονται σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούμε όλοι όσοι θέτουμε τους εαυτούς μας στο στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών.
—————————————————–
*Ο Πάνος Ευαγγελόπουλος είναι διδάκτορας οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κέρδος [4]» στις 19/10/2006