Έγκλημα και τιμωρία
Οκτ 5th, 2006 | Τάκης Μίχας| Κατηγορία: Επιστήμες | Email This Post | Print This Post |Του Τάκη Μίχα
Το κυρίαρχο υπόδειγμα της ευρύτερης ποινικής κοσμοαντίληψης εμπεριέχει δύο αρχές:
Πρώτον, ότι η ποινή που επιβάλλεται σε έναν εγκληματία θα πρέπει να είναι ανάλογη με το χαρακτήρα του εγκλήματος και όχι με την πιθανότητα ότι ο εγκληματίας θα επαναλάβει την πράξη του στο μέλλον. Με άλλα λόγια, η ποινή «κοιτάει προς τα πίσω» και όχι στο μέλλον.
Δεύτερον, ότι τα αίτια των περισσότερων εγκλημάτων είναι «κοινωνικά». Δηλαδή, οι λόγοι που κάνουν κάποιον βίαιο εγκληματία δεν θα πρέπει να αναζητηθούν σε εγγενή στοιχεία της προσωπικότητάς του αλλά στις κοινωνικές εμπειρίες του. Διαλυμένες οικογένειες, κακομεταχείριση στην παιδική τους ηλικία, οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση κ.λπ. είναι οι κυριότεροι παράγοντες που οδηγούν το άτομο στην παραβατική συμπεριφορά.
Ομως, όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Ρος σε άρθρο του στην αγγλική πολιτική επιθεώρηση «Prospect», πρόσφατες έρευνες έχουν αρχίσει να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αρχές του ορθόδοξου υποδείγματος.
Ετσι, π.χ., πολλές έρευνες δείχνουν ότι τα περισσότερα και πιο βίαια εγκλήματα σε μια κοινωνία γίνονται συνήθως από την ίδια ομάδα ατόμων -ένα 5% του πληθυσμού. Πρόκειται για άτομα τα οποία αρχίζουν την παραβατική συμπεριφορά τους πριν από την εφηβεία και τη συνεχίζουν μετά. Αυτό δείχνει ότι πιθανόν να υπάρχει κάποιο εγγενές στοιχείο στην προσωπικότητα ορισμένων ατόμων που τα προδιαθέτει ευνοϊκά προς το έγκλημα και τη βία.
Ενα άλλο πρόβλημα με τις θεωρίες που αναζητούν τις ρίζες της εγκληματικής συμπεριφοράς στις κοινωνικές εμπειρίες του παραβάτη είναι ότι όλα τα άτομα που ανατρέφονται σε ανάλογες επιβαρυντικές συνθήκες δεν γίνονται κατ’ ανάγκη εγκληματίες. Εύλογο λοιπόν το ερώτημα, γιατί ορισμένοι άνθρωποι που ανατράφηκαν σε ένα άσχημο περιβάλλον γίνονται βίαιοι εγκληματίες ενώ άλλοι που ανατράφηκαν σε ανάλογο περιβάλλον δεν γίνονται;
Αλλες μελέτες δείχνουν επίσης ότι η παραβατική συμπεριφορά οφείλεται εν μέρει και σε γενετικούς παράγοντες. Οι ομοζυγώτες, που μοιράζονται τα ίδια γονίδια, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιδεικνύουν αμφότεροι παραβατική συμπεριφορά απ’ ό,τι οι ετεροζυγώτες που δεν έχουν τα ίδια γονίδια. Επίσης, τα παιδιά εγκληματιών ακόμα και αν υιοθετηθούν από κανονικές οικογένειες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να διαπράξουν βίαια εγκλήματα απ’ ό,τι παιδιά που προέρχονται από γονείς με λευκό ποινικό μητρώο.
Αυτές οι έρευνες οδηγούν σε μια νέα στροφη στην εξέταση της προσωπικότητας ως καθοριστικού παράγοντα της εγκληματικής συμπεριφοράς. Αυτή η στροφή δεν αναιρεί τα ευρήματα της παραδοσιακής άποψης σχετικά με τη σχέση των κοινωνικών παραγόντων και του εγκλήματος αλλά την εμπλουτίζει. Είναι πράγματι γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των εγκληματιών προέρχεται από ένα εξαθλιωμένο οικονομικά και κοινωνικά οικογενειακό περιβάλλον και ότι οι περισσότεροι εγκληματίες έχουν υποστεί κακομεταχείριση στην παιδική τους ηλικία. Ομως αυτοί οι παράγοντες από μόνοι τους δεν επαρκούν. Οπως γράφει η καθηγήτρια Ψυχολογίας Τέρι Μόφιτ, «Παρά το γεγονός ότι η κακομεταχείριση στην παιδική ηλικία αυξάνει κατά 50% τις πιθανότητες να διαπράξει κανείς εγκλήματα αργότερα, εν τούτοις όλοι όσοι έχουν υποστεί κακομεταχείριση δεν διαπράττουν εγκλήματα».
Χρειάζεται, με άλλα λόγια, και η γενετική προδιάθεση για να μεταφραστούν όλ’ αυτά τα αρνητικά δεδομένα σε μια σταθερή παραβατική συμπεριφορά. Ενας από τους παράγοντες που διαφοροποιεί την προδιάθεση κάποιου να διαπράξει βίαια εγκλήματα είναι η παρουσία ενός ιδιαίτερου γονιδίου, το οποίο παράγει ένα ένζυμο που ρυθμίζει με τη σειρά του τη λειτουργία των νευρολογικών κυκλωμάτων (ΜΑΟΑ). Οπως έχουν δείξει έρευνες, η παραβατική συμπεριφορά είναι πιο διαδεδομένη στα άτομα τα οποία είχαν υποστεί κακομεταχείριση στα νιάτα τους και είχαν ταυτόχρονα αυτό το ένζυμο, απ’ ό,τι σε άτομα από τα οποία απουσίαζε ένας από τους δύο παράγοντες.
Ομως αυτές οι νέες εξελίξεις έχουν ασφαλώς και επιπτώσεις στον τρόπο της απονομής δικαιοσύνης. Αν π.χ. αποδειχθεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ ορισμένων εγγενών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας ενός ατόμου και της παραβατικής συμπεριφοράς του τότε ασφαλώς θα υπάρξουν αιτήματα ότι η ποινή δεν θα πρέπει μόνο να υπαγορεύεται από τη φύση του διαπραχθέντος ήδη εγκλήματος αλλά και από την προστασία της κοινωνίας από μελλοντικά εγκλήματα, τα οποία πολύ πιθανώς θα διαπράξει το ίδιο άτομο.
«Η νέα έμφαση που δίνεται στην αποτίμηση του ρίσκου», γράφει ο Ρος, «συνεπάγεται μια μεγάλη αλλαγή από την αρχή που προσδιόριζε την ποινή στο παρελθόν- δηλαδή ότι η τιμωρία θα πρέπει να είναι ανάλογη με τη φύση του εγκλήματος. Η νέα προσέγγιση απαιτεί από τους δικαστικούς να κάνουν ένα δραστικό βήμα: να λειτουργούν κάπως ως αναλογιστές ασφαλιστικών εταιρειών και να βασίζουν τον χρόνο τιμωρίας σε μελλοντικές πιθανότητες ότι ο ένοχος θα επαναλάβει το έγκλημα».
Η έμφαση στο μελλοντικό ρίσκο της επανάληψης μιας εγκληματικής πράξης θέτει τον εγκληματία και όχι το έγκλημα στο επίκεντρο του ποινικού συστήματος και ζητεί από εκείνους που θα αποφασίσουν την ποινή να βασίσουν την απόφασή τους στην κλινική αξιολόγηση της προσωπικότητας του εγκληματία.
Φυσικά πρόκειται για μια προσέγγιση που ενέχει και αυτή πολλούς κινδύνους παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων, όπως έδειξε με γλαφυρό τρόπο η ταινία «Minority Report».Ομως από την άλλη πλευρα είναι τελειως λαθος να αγνοει κανεις τα πορισματα της συγχρονης επιστημης επειδη πιθανως αυτά να ερχονται σε αντιθεση με τις παραδοσιακες πολιτικες φιλοσοφιες ειτε προκειται για φιλελευθερες ειτε για σοσιαλιστικες.
Ενδιαφέρον άρθρο. Πολλά τα ηθικά και κοινωνικά διλήμματα που προκύπτουν πέρα από το καθαρά επιστημονικό κομμάτι αποδοχής της θεωρίας της “κληρονομικότητας του εγκλήματος”.
Απ όσο γνωρίζω η ανάπτυξη των θεμελιωδών στοιχείων του χαρακτήρα γίνεται πολύ πριν την εφηβεία και συγκεκριμμένα στα πρώτα 2 με 4 χρόνια της ζωής.
Πέρα απ΄ αυτό όμως,ο φόβος της επιστροφής σε σύγχρονους “Καιάδες” θα πρέπει να συντροφεύει τη σκέψη μας. Η συμβολή των κοινωνικών αιτίων στην παραβατικότητα έτσι κι αλλιώς είναι δεδομένη. Η εξάλειψη των κοινικών αυτών αιτίων είναι αναμφισβήτητα υποχρέωση της πολιτικής.
Ελπίζω οι έρευνες αυτές να μην αποτελέσουν άλλοθι απέκδυσης των ευθυνών της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος.
Αν εξαιρέσει κανείς τις θεωρίες του Ποινικού Δικαίου που ανάγονται στο απώτερο παρελθόν, όλες οι νεότερες θεωρήσεις (ή όχι και τόσο “νεότερες”, αν σκεφτούμε ότι κάποιες χρονολογούνται έναν αιώνα πίσω!) περιλαμβάνουν στις λειτουργίες της ποινής, πέρα από την ανταπόδοση, τόσο τη γενική πρόληψη (αποτροπή συνολικά του πληθυσμού από την τέλεση εγκλημάτων) όσο και την ειδική πρόληψη (αποτροπή του συγκεκριμένου δράστη από τη νέα τέλεση εγκλημάτων στο μέλλον). Οπότε δεν είναι καθόλου ακριβές ότι η ποινή δεν κοιτάει προς το μέλλον!! Ίσα-ίσα, η καθαρά ανταποδοτική λειτουργία της φαίνεται να έχει υποχωρήσει.
Πέραν τούτων, η πιθανότητα στιγματισμού με βάση μια “γενετική ροπή προς το έγκλημα” φαντάζει ανατριχιαστική. Στο ποινικό δίκαιο τιμωρείσαι γι’ αυτό που κάνεις και όχι γι’ αυτό που είσαι, ούτε – φυσικά – γι’ αυτό που μπορεί να κάνεις! Η πιθανότητα υποτροπής, όσο εκφράζεται μέσα από ήδη τελεσθέν έγκλημα, ήδη μπορεί να αντικατοπτριστεί στην ποινή. Επομένως, δεν καταλαβαίνω τι το νέο κομίζει η θεωρία που εκθέσατε, πέρα από το να αφήνει περιθώρια για προληπτική κατασταλτική μεταχείριση του “δυνάμει” εγκληματία – κάτι που θα ήταν άκρως ανελεύθερο και επικίνδυνο.
Πολύ χαίρομαι που οι πολιτικοί επιστήμονες ασχολούνται και με θέματα Ποινικού Δικαίου. Καλόν θα ήταν βεβαίως προηγουμένως να έχουν διαβάσει και κανένα σοβαρό σύγγραμμα και όχι μόνο αγγλόφωνες σαχλαμάρες. Ο neTpen τα γράφει πολύ καλά και επί του παρόντος με καλύπτει. Όχι πως μας αγγίζουν βέβαια τέτοιες ταπεινές εγκληματολογικές ενασχολήσεις… 😉
Θα συμφωνήσω με τον νετπεν. Νομίζω ότι η πρώτη παράγραφος του κειμένου περιέχει ένα συλλογιστικό λάθος. Μια ποινή έχει διττό χαρακτήρα. Αποσκοπεί τόσο στην αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης όσο και στην μελλοντική αποτροπή της.
Όσον αφορά την προβλεψιμότητα της εγκληματογένεσης, δεν είναι καθόλου καινούργια ιδέα, απλά τώρα έχω την αισθηση ότι εμπλουτίζεται με τα νέα επιστημονικά δεδομένα. Ελπίζω να μην οδηγηθούμε μόνο σε ψευτοεπιστημονικές προσεγγίσεις παρασυρμένοι από τις επαναστάσεις στον τομέα της βιολογίας και της ιατρικής. Ή ιστορια κατέγραψε ήδη έναν Λομπρόζο, δεν χρειαζόμαστε και άλλους…
Αν ήταν μόνο θέμα ενζύμων η εγκληματικότητα ,θα είχε και θεραπεία. Έχει συζητηθεί πολλές φορές αν και κατά πόσον η εγκληματικότητα είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της επίδρασης του περιβάλλοντος ,οπότε ο εγκληματίας είναι ένα θύμα των περιστάσεων ή υπάρχουν άνθρωποι με περισσότερη ροπή προς το έγκλημα από άλλους.
Πιστεύω ότι είναι και τα δύο, αλλά υπάρχει και ο εξής διαχωρισμός:
-Εγκλήματα με επιθετικό χαρακτήρα: Φόνοι εν θερμώ, βιασμοί, ένοπλες ληστείες, αναίτιες επιθέσεις κλπ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με επιθετικούς ανθρώπους που συνήθως έχουν διαταραγμένες (κατά το μάλλον ή το ήτον) προσωπικότητες.
-Εγκλήματα μη επιθετικού χαρακτήρα: Οικονομικά εγκλήματα, ηθική αυτουργία σε φόνους, λαθρεμπόριο κλπ. Εδώ συνήθως έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που δεν προέρχονται από προβληματικό περιβάλλον δεν είναι απαραίτητα βίαιοι αλλά κατά κύριο λόγο έχουν μάθει να βάζουν τον εαυτό τους πάνω από τους άλλους με οποιοδήποτε τίμημα.
Καλύτερα λοιπόν να εξετάζεται κάθε περίπτωση χωριστά.
Ναυάγιο σωστός. Άλλωστε υπάρχουν και τα εγκληματα του λευκού κολλάρου (white collar crimes)που ενώ συχνά ξεπερνούν σε σοβαρότητα και σε κοινωνικό κόστος άλλες παραβατικές πράξεις, περνούν απαρατήρητα λόγω του ότι οι δράστες είναι θεωρητικά “υπεράνω υποψίας”(κοινώς διαθέτουν ολα τα τυπικά χαρακτηριστικά του λεγόμενου “φιλήσυχου πολίτη”).
Υπάρχει, κατά την άποψή μου, μία ενδιαφέρουσα ένταση στο κείμενο, την οποία άγγιξε -αλλά δεν συνειδητοποίησε πλήρως- ο neTpen.
Θέλουμε η ποινή να είναι εν μέρει εμπροσθοβαρής -αποτροπή- και εν μέρει να κοιτάζει προς τα πίσω -ανταπόδοση. Αν εκδύσεις τελειώς την ποινή από την συνεπειοκρατική, αποτρεπτική της συνιστώσα, τότε έχει ελάχιστη κοινωνική χρησιμότητα, πέρα από την απόδοση δικαιοσύνης (η οποία είναι από μόνη της αρκετός λόγος να έχουμε ποινές). Αν την εκδύσεις από την ανταποδοτική συνιστώσα, τότε τίποτα δεν σε αποθαρρύνει από την καταδίκη αθώων, όταν κάτι τέτοιο μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην αποτροπή εγκλημάτων.
Θα ήταν κατάφωρα άδικο, θα συμφωνήσουμε όλοι, να φυλακίζονται αθώοι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή έχουν αυξημένη πιθανότητα να διαπράξουν εγκλήματα. Εντούτοις η ακραιφνώς εμπροσθοβαρής, αποτρεπτική προσέγγιση -είτε επικεντρώνεται στο άτομο, είτε στην κοινωνία ολόκληρη- επιτάσσει ακριβώς αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις. Συνεπώς το ανταποδοτικό στοιχείο είναι αναγκαία συνθήκη για την απόδοση (νομικής ή ηθικής) ποινής χωρίς τέτοια κατάφωρη αδικία.
Και τίποτα από αυτά δεν σημαίνει οτι η απόδοση αυξημένης ποινής στην περίπτωση μεγάλης πιθανότητας υποτροπής κάποιου εγκληματία είναι δίκαιη.
Με αυτήν την λογική, όποιος σφάζει την γυναίκα του και τήν κόβει κομματάκια, πρέπει να αφήνεται ελεύθερος. Μια φορά παντρεύομαι στην ζωή μου, μια φορά μού τυχαίνει αυτή η καταραμένη στρίγκλα, μια φορά δεν αντέχω άλλο και τήν σφάζω στο γόνατο την σκύλα! Τέτοια εγκλήματα γίνονται, όποτε γίνονται, μία φορά και μοναδική στην ζωή του ανθρώπου.
Αντιθέτως, όποιος π.χ. κλέβει την εφορία ή τα δημοτικά τέλη, θα πρέπει να φυλακίζεται ισοβίως!
Ενδιαφέρον το θέμα αν και η βιολογία και η γενετική επιστήμη είναι ακόμη σε βρεφικό στάδιο σε θέματα σύνδεσης της συμπεριφοράς με γονίδια, κληρονικότητα της συμπεριφορας κ.λ.π. Οι μελέτες που αναφέρθηκαν μπορούν να προσφέρουν σημαντικές ενδείξεις και δρόμους για μελλοντική έρευνα αλλά όχι αποδείξεις. Επειδή δε εμπεριέχουν και στατιστική είναι τουλάχιστον επικίνδυνο χρησιμοποιηθούν σε δικαστήριο.
Ας περιμένουμε 5-10 χρόνια -τουλάχιστον – και το ξανασυζητάμε.
Ενδιαφέρον θα έχει τότε και η πιθανή γονιδιακή θεραπεία οπότε το αποτρεπτικό τμήμα της ποινής αλλάζει τελείως …