Η πολιτική οικονομία των στρατιωτικών εξοπλισμών.
Αυγ 8th, 2005 | Δημήτρης Σκάλκος| Κατηγορία: Ελλάδα, Πολιτική | Email This Post | Print This Post |Το αδιέξοδο της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας μας, όπως καταγράφτηκε στην προ μηνών πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενεργοποίηση των διατάξεων περί υπερβολικού ελλείμματος των δημόσιων οικονομικών (συνέπεια της περίφημης πλέον «απογραφής»), πέραν από τους επιεικώς ατυχείς χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της καταγραφής των προμηθειών των εξοπλιστικών προγραμμάτων, συνιστά πρώτιστα αδιέξοδο της αμυντικής μας πολιτικής.
Η επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών με, πέρα από κάθε λογική, υψηλές αμυντικές δαπάνες, ουσιαστικά υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών την εξαετία 1995-2001 έφερε τη χώρα μας πρώτη ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη στιγμή που το ίδιο διάστημα καταγράφεται πτωτική τάση σε αυτά.
Χαρακτηριστικά, ο μέσος όρος της περιόδου 2001-2003 για την Ελλάδα είναι 4.4%, ο διπλάσιος από τον αντίστοιχο των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ (2.2%) και μεγαλύτερος των ΗΠΑ των νέο-συντηρητικών του Τζορτζ Μπους (3.5%).
Έτσι, παρά τη μείωση των αμυντικών δαπανών των τελευταίων ετών, προβλέπεται για το 2005 δαπάνη 5,3 δις Ευρώ για στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους, περιοριζόμαστε να επισημάνουμε πως, το παραπάνω ποσό ισοδυναμεί περίπου με την ετήσια δημόσια δαπάνη (εθνική και κοινοτική) του περίφημου Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (36,7 δις Ευρώ για την περίοδο 2000-2006), στο οποίο η κυβέρνηση έχει εναποθέσει σημαντικό μέρος των προσδοκιών της για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Μόνο η πρόσφατη έγκριση από το ΚΥΣΕΑ της αγοράς τριάντα μαχητικών αεροσκαφών F-16 Block 52+ και τριακοσίων τριάντα τριών αρμάτων μάχης τύπου Leopard, για την περίοδο 2006-2010, συνολικού κόστους 1,27 δις Ευρώ- η «αγορά της δεκαετίας» όπως την χαρακτήρισαν κάποια ΜΜΕ- αντιστοιχεί περίπου στο σύνολο της Κοινοτικής συμμετοχής του εθνικού επιχειρησιακού προγράμματος για την ανασυγκρότηση της ελληνικής υπαίθρου (ΕΠΑΑ-ΑΥ) για την περίοδο 2000-2006.
Πέρα από το προφανές εναλλακτικό κόστος της δέσμευσης υπέρογκων ποσών στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε τομείς που η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική υστέρηση (όπως οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία και παιδεία, όπου υπήρξε μάλιστα οριακή μείωση στον φετινό προϋπολογισμό), οι υψηλές αμυντικές δαπάνες συνιστούν σημαντική πηγή διαπλοκής και διαφθοράς, μέσα από την ισχυροποίηση μιας γραφειοκρατίας που διαχειρίζεται τα σχετικά κονδύλια και τις συνακόλουθες αδιαφανείς διαδικασίες που τη συνοδεύουν, και που νομιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό από τα «ευαίσθητα εθνικά θέματα» που υπεισέρχονται.
Διόλου τυχαία, οι αμυντικές προμήθειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξαιρούνται των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ανταγωνισμού.
Ακόμη χειρότερα, οι υψηλές αμυντικές δαπάνες συντελούν στη «στρατιωτικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής, με την αμυντική πολιτική να προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται οι πολιτικές επιλογές.
Ακολουθώντας τη θεωρία των «μέσων που μεταβάλλονται σε σκοπούς» οφείλουμε ίσως να αναρωτηθούμε κατά πόσο οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί υπηρετούν την εφαρμογή του προβληματικού (και σιωπηρά εγκαταλειμμένου;) «ενιαίου αμυντικού δόγματος» Ελλάδας-Κύπρου ή, αντίστροφα, η υιοθέτησή του (και η εκ νέου ενεργοποίησή του, εξ όσων ακούγονται τελευταία) δικαιολογεί τα πολυδάπανα εξοπλιστικά προγράμματα.
Εάν κάτι έδειξε η εμπειρία του Σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό, παρά την άτυχη κατάληξή του, είναι πως η απάντηση στο «δίλημμα ασφάλειας» της Ελλάδας δεν περνά υποχρεωτικά από την προβολή της στρατιωτικής ισχύος και την στρατιωτική αποτροπή.
Όπως ορθά επισήμανε ο Γιάννης Στουρνάρας σε παλαιότερο άρθρό του, (ΤΑ ΝΕΑ, 5.2.2005) οι τωρινές αμυντικές δαπάνες στη σημερινή οικονομική συγκυρία και τις δεδομένες δεσμεύσεις αποτελούν δυσβάστακτη επιλογή, η συνέχιση της οποίας θα πρέπει να μας προβληματίσει.
Το δημοσιονομικό αδιέξοδο εξ αφορμής των αμυντικών προμηθειών προσφέρει μοναδική ευκαιρία επαναξιολόγησης της αμυντικής πολιτικής και αποστρατιωτικοποίησης, όχι μόνο της εξωτερικής πολιτικής, μα και αυτής ακόμη της οικονομικής μας πολιτικής.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, η παράταση των υπερβολικών αμυντικών δαπανών δυσχεραίνει τις προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης, υπονομεύει τον εκσυγχρονισμό του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας, και αυξάνει το επίπεδο ανασφάλειας στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.
Αντίθετα, επιτρέπει στους επιτήδειους μεσάζοντες των οπλικών συστημάτων να θησαυρίζουν σε βάρος των ελλήνων φορολογουμένων, και σε μικρούς «Ναπολέοντες», άκαπνους τουρκοφάγους και λαϊκίζοντες πολιτικούς των τηλεοπτικών παραθύρων να αυξάνουν την όποια επιρροή τους.
[…] shownotes: – Παλαιός και Σύγχρονος Φιλελευθερισμός: Συνέχειες και ασυνέχειες – Φιλελευθερισμός και Κοινωνική Προστασία – mp3 – Ασκήσεις Φιλελευθερισμού – Διαφθορά και Προσοδοθηρία – ο Ν.Δήμου φυσικά δεν είναι ο γνωστός Νίκος Δήμου 🙂 […]