Η ΜΑΥΡΗ ΣΚΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Αυγ 28th, 2005 | | Κατηγορία: Κόσμος | Email This Post Email This Post | Print This Post Print This Post |

Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται αισθητή και απειλητική. Η αύξηση της απήχησης και της πολιτικής δύναμης των μισαλλόδοξων, ξενοφοβικών και αντιδημοκρατικών στοιχείων της είναι άλλη μια σύγχρονη απειλή για την ανεκτικότητα, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δυστυχώς, παρά την μεγάλη και τραγική εμπειρία των ευρωπαϊκών κοινωνιών με τα φασιστικά ολοκληρωτικά πειράματα, η γοητεία της ακροδεξιάς επιβιώνει και σήμερα και με την κατάλληλη ευκαιρία εκδηλώνεται. Ακόμα και αν δεν αποκτά ακόμα παντού συμπαγή ιδεολογική έκφραση, η ακροδεξιά περνάει μηνύματα και διαμορφώνει τάσεις σε πολύ ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού από όσα θα δικαιολογούσε η εκλογική της βάση.

Όταν μια κοινωνία αναπτύσσεται και ευημερεί η ακροδεξιά χάνει μεγάλο μέρος του πιθανού της ακροατηρίου. Οι καταγγελίες της δεν βρίσκουν απήχηση σε ανθρώπους όταν βλέπουν την επιτυχία και την ευημερία ως ρεαλιστικές δυνατότητες στα πλαίσια μιας δημοκρατικής ανοιχτής κοινωνίας. Το πρόβλημα ξεκινάει σε περιόδους ύφεσης και στασιμότητας, όπου η οικονομική απογοήτευση ανοίγει τα αυτιά των πολιτών στην ακροδεξιά ρητορική στην προσπάθεια αναζήτησης ενόχων για την κρίση (πολιτικοί, καπιταλιστές, ξένες εισαγωγές, μετανάστες κτλ) και εύκολων λύσεων (κρατικοποίηση, προστατευτισμός κτλ) για την έξοδο από αυτήν. Επειδή οι περιοδικές υφέσεις είναι αναπόφευκτες, η κάθε κοινωνία χρειάζεται άμυνες και αντισώματα για να διατηρήσει τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της απέναντι στην επιθετική ιδεολογική επανάκαμψη του φασισμού.

Το σημαντικότερο στοιχείο που διευκολύνει την άνοδό του, όπως έχει επισημανθεί εδώ και 60 χρόνια (1), είναι ο εκτεταμένος κρατισμός. Σε περιόδους που η οικονομία πάει καλά η καταστροφικότητα του κρατισμού κρύβεται. Όμως οι περίοδοι αυτές τείνουν να είναι οι εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας. Ο κρατισμός και η έντονη παρεμβατικότητα στην οικονομία όχι μόνο οδηγούν σε μεγαλύτερες περιόδους ύφεσης, γεγονός που καθιστά τις κοινωνίες πιο ευπρόσβλητες στον φασισμό, αλλά καταστρέφουν και τις απαραίτητες άμυνες για την αντιμετώπισή του. Όταν έρθει η ύφεση είναι σχεδόν αυτόματη η άνθιση των ακροδεξιών ιδεολογημάτων και η εμφάνιση ισχυρών τέτοιων πολιτικών σχημάτων. Τα τελευταία 10 χρόνια η μόνιμη ύφεση των ευρωπαϊκών οικονομιών έδωσε έναυσμα για την ισχυροποίηση της ακροδεξιάς επιρροής.

Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, όλως τυχαίως, φαίνεται εντονότερη στις χώρες με μεγάλη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Πριν λίγα χρόνια ο Λεπέν πέρασε στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Πέρυσι τα γερμανικά ακροδεξιά κόμματα είχαν εντυπωσιακή επιτυχία στις εκλογές των κρατιδίων: 9,2% στη Σαξονία και 6,1% στο Βρανδεμβούργο. Στο ολλανδόφωνο Βέλγιο στις τελευταίες ευρωεκλογές η ακροδεξιά πήρε 23,9%! Για να μην επεκταθούμε στην Αυστρία, στην Ιταλία, στη Δανία ή στην Ολλανδία. Ο αντισημιτισμός, μια από τις πιο σταθερές και βίαιες εκδηλώσεις της ανόδου του φασισμού (αν και από ότι φαίνεται στην έξαρση της βίας, των επιθέσεων και των βανδαλισμών κατά εβραϊκών στόχων δεν συμμετέχουν μόνο νεαροί λευκοί ακροδεξιών τάσεων όπως παλιά, αλλά αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό μουσουλμάνων από την Βόρεια Αφρική και την Άπω Ανατολή) παρουσιάζει έξαρση στο Bέλγιο, στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Oλλανδία. Αντίθετα δεν παρατηρείται στην Iρλανδία, στο Λουξεμβούργο, στην Πορτογαλία και στη Φινλανδία (2). Ακόμα πιο επικίνδυνες είναι οι ξενοφοβικές αντιλήψεις που αποκτούν όλο και μεγαλύτερη ισχύ μέσα στην κοινή γνώμη. Δεν είναι τυχαία τα ισχυρά αντιδημοκρατικά κινήματα στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στην Ιταλία, χώρες με μεγάλο σοσιαλδημοκρατικό/συντηρητικό παρελθόν.

Ο αποτελεσματικότερος φραγμός απέναντι στην άνοδο του φασισμού είναι η κοινωνία των πολιτών, όλοι δηλαδή οι εξωκρατικοί θεσμοί που αναπτύσσονται σε μια κοινωνία από τους πολίτες για τη βελτίωση της λειτουργικότητας και της συνοχής της και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Η ανάπτυξη αυτών των θεσμών είναι αντιστρόφως ανάλογη της επέμβασης του κράτους στην κοινωνία και του βαθμού ανάληψης από αυτό πατερναλιστικού ρόλου. Ο ολοκληρωτισμός εισβάλλει από την πίσω πόρτα με μια επικάλυψη δημοκρατικότητας, που φυσικά πολύ εύκολα, υποτίθεται, μπορεί μετά να απομακρυνθεί χωρίς καμία δυσκολία. Χωρίς ισχυρούς ανεξάρτητους θεσμούς που να επιτρέψουν στους πολίτες να αντισταθούν, και πολιτικά και ιδεολογικά, η κοινωνία γίνεται ευάλωτη στην αναρρίχηση της ακροδεξιάς στην εξουσία. Γι’ αυτό ήταν τόσο εύκολη η επικράτηση των ναζί στην Γερμανία και του φασισμού γενικά στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης του μεσοπολέμου. Αντίθετα σε ισχυρές κοινωνίες πολιτών, όπως στην Βρετανία ή στις ΗΠΑ, η κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών, ακόμα και στην κορύφωση της ιδεολογικής ισχύος του φασισμού, δεν έμοιαζε ποτέ σαν κάτι περισσότερο από ένα ανέκδοτο.

Η άνοδος του ναζισμού διευκολύνθηκε από τον εκτεταμένο κρατισμό στη Γερμανία, όχι μόνο της εποχής του Μεσοπολέμου (ο Καγκελάριος Μπρύνινγκ είχε ήδη επιβάλει τον κρατικό έλεγχο των τιμών, των μισθών και των κερδών) αλλά και όλου σχεδόν του αιώνα που προηγήθηκε, όπου ο γερμανικός λαός είχε διαποτιστεί από την κουλτούρα του κράτους και του κρατισμού (3). Ο εκτεταμένος κρατισμός από την εποχή του Βίσμαρκ νέκρωσε τις φιλελεύθερες τάσεις της γερμανικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και τα αιτήματα για πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες. Οδήγησε στην υποταγή του ατόμου στο συλλογικό εθνικό συμφέρον, στη λατρεία της κρατικής εξουσίας και της ιδεολογίας της, στην αγιοποίηση των απολυταρχικών ηγετών και των στόχων τους, στην εξιδανίκευση της κρατικής γραφειοκρατίας και στην εξάρτηση από την κρατική πρόνοια. Το σύστημα κατέρρευσε λόγω του Α΄ΠΠ, και για να ξαναοργανωθεί είχε μεγαλύτερη σημασία για τους Γερμανούς η αποτελεσματική ηγεσία (που υπόσχονταν η αυταρχικότητα των ναζί) ενός συστήματος με το οποίο τόσες γενιές είχαν μεγαλώσει και είχαν ποτιστεί από την προπαγάνδα του, παρά ο σεβασμός των δημοκρατικών θεσμών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στο κράτος που οργάνωσαν οι ναζί εξαφανίστηκε κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις υπήρχαν μόνο στο όνομα. Δεν υπήρχε καμία ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα, ούτε καν ελεύθερη διαχείριση. Οι επιχειρηματίες υποβιβάστηκαν σε Betriebsfuhrer (ηγέτες μονάδας) και ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν την Κεντρική Υπηρεσία Διαχείρισης Παραγωγής του υπουργείου Οικονομικών (Reichsfuhrerwirthschaftsministerium). Οι δε εργάτες έχασαν το καθεστώς του ελεύθερου εργαζόμενου και ονομάστηκαν Gefolgschaft (μια λέξη που στο Μεσαίωνα συμβόλιζε την ιδιοκτησία του φεουδάρχη). Η κυβέρνηση δεν καθόριζε μόνο τις τιμές και τους τόκους, αλλά και τους μισθούς, τα ημερομίσθια, τις ποσότητες που έπρεπε να παραχθούν και τις μεθόδους παραγωγής. Κατένειμε προκαθορισμένα έσοδα σε κάθε διευθυντή μονάδας μετατρέποντάς τον ουσιαστικά σε έμμισθο δημόσιο υπάλληλο (4). Ακόμα και για μια απλή ιατρική επέμβαση χρειάζονταν την άδεια του τοπικού του τομέα του (Gaufuhrer ή Gauleiter). Η παθητικότητα με την οποία η γερμανική κοινωνία δέχτηκε αυτό το σύστημα δείχνει το πόσο καταστροφικά είχε διαποτιστεί προηγουμένως από την κουλτούρα του κρατισμού.

Οι δημοκρατίες στηρίζονται από τους ανεξάρτητους παραγωγικούς ανθρώπους που σκέφτονται ορθολογικά, καινοτομούν στην παραγωγή, δημιουργούν, αναλαμβάνουν ρίσκα, εκμεταλλεύονται ευκαιρίες, συμμετέχουν στα κοινά. Αυτοί έχουν ανάγκη τη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων, την ελαχιστοποίηση της κρατικής παρεμβατικότητας, την ύπαρξη αποτελεσματικού αντιγραφειοκρατικού αδιάφθορου κράτους, την δυνατότητα ειρηνικής αλλαγής στην κυβέρνηση, την κυριαρχία των ανεξάρτητων θεσμών, τη συμμετοχή στη διαχείριση της εξουσίας ώστε να μπορούν να θέτουν ελεύθεροι τους προσωπικούς τους στόχους, να εκμεταλλεύονται τα ταλέντα και τις δυνατότητές τους και να εξασφαλίζουν την ευημερία τους. Αυτά τα δημοκρατικά δημιουργικά στρώματα μέσα στην κοινωνία, που γεννιούνται, μεγαλώνουν και ισχυροποιούνται μέσα στην ελεύθερη αγορά προστατεύονται από τους ανεξάρτητους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών. Αντίθετα ο περιορισμός της τα αποδυναμώνει σε σχέση με όσους ισχυροποιούνται με την ισχυροποίηση του κράτους. Γι’αυτό πολύ χαρακτηριστικά ο ηγέτης του NPD δήλωνε πέρυσι: «Στόχος μας είναι η ανατροπή του φιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος» (ανέξοδα βέβαια, καθώς η έλλειψη ακριβώς του φιλελεύθερου στοιχείου στην Γερμανία του επέτρεψε να έχει τέτοια ποσοστά).

Η ύπαρξη μεσαίων στρωμάτων εξαρτώμενων από το κράτος είναι το έδαφος όπου ανθίζει ο φασισμός, καθώς επιζητούν μεγαλύτερο έλεγχο επί των προνομίων που εξασφαλίζει ο κρατισμός (και που αναπόφευκτα δεν μπορούν να τα μοιραστούν όλοι). Μπορεί πολλοί από αυτούς να είναι δημοκράτες, αλλά μόνο ιδεολογικά, χωρίς να ταυτίζονται τα συμφέροντά τους με μια μικρή, δημοκρατική, περιορισμένη εξουσία. Γι’αυτό και πολύ εύκολα μπορούν να περάσουν στον ολοκληρωτισμό. Οι μαρξιστές έκαναν λάθος όταν χαρακτήριζαν τον φασισμό ιδεολογία της μεσαίας τάξης γενικά (και οι μεσαίες τάξεις στην Βρετανία ή τις ΗΠΑ το απέδειξαν). Μπορεί να αποτελέσει όμως ιδεολογία των μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων που προκύπτουν από την εξάπλωση του κράτους. Το ελάχιστο, μικρό κράτος είναι σχεδόν αδύνατο να μην είναι δημοκρατικό, το διογκωμένο κράτος είναι σχεδόν αδύνατον να είναι. Ένα κράτος που μεγαλώνει σε βάρος της ανεξαρτησίας των πολιτών του, ακόμα και αν αυτό γίνεται σε συνθήκες δημοκρατίας, δεν χρειάζεται παρά μια σπίθα, μια αφορμή (πχ μια περίοδο ύφεσης, ή κάποιο μεγάλο εξωτερικό γεγονός πχ πόλεμος) για να ρίξει τα προσχήματα της δημοκρατικότητας. Και αντίστροφα, η ενίσχυση της αγοράς και της ανεξαρτησίας του ατόμου υπονομεύει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οδηγεί σε ανεξάρτητους θεσμούς και δρα ως δούρειος ίππος για την ανατροπή τους.

Όταν οι ανεξάρτητοι θεσμοί υποκαθιστούνται από κρατικούς αρχίζει η εξάρτηση από την πολιτική εξουσία. Άσχετα με το πώς εκλέγεται η εξουσία αυτή η αύξηση της ισχύος της συνιστά υποβάθμιση της δημοκρατίας και της ανεξαρτησίας των πολιτών. Δεν έχει σημασία μόνο πώς εκλέγεται μια εξουσία, αλλά και πόση εξουσία έχει και πώς την διαχειρίζεται (5). Σε μια έντονα παρεμβατική οικονομία ο πολίτης δεν στρέφεται πλέον στις ελεύθερες συναλλαγές αμοιβαίας συμφωνίας και συναίνεσης για την εξασφάλιση της επιβίωσής του αλλά στην κρατική συνδρομή, είτε άμεσα ως υπάλληλος, είτε έμμεσα αποδεχόμενος τις «προστατευτικές» ρυθμίσεις του. Η ίδια η δομή της κρατικής γραφειοκρατίας επιβάλλει ένα αντιδημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Τόσο οι σοσιαλιστικές όσο και οι συντηρητικές πολιτικές καταργούν την ατομική ελευθερία, βραχυκυκλώνουν τις πολιτικές αντιστάσεις και ανοίγουν την κερκόπορτα της οικονομικής εξάρτησης. Η οικονομική εξάρτηση όμως από το κράτος καταλήγει στην πολιτική εξάρτηση. Η δημοκρατία και οι αρχές της περιορίζονται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην εξασφάλιση της εύνοιας της εξουσίας.

Ο πολίτης γίνεται ευθυνόφοβος. Μεταθέτει τις υποχρεώσεις του από το δικό του επίπεδο στο επίπεδο του κράτους. Αντιμετωπίζοντάς το όμως σαν τροφό ξεπουλάει την ελευθερία του. Οι συνθήκες ελευθερίας είναι απαραίτητες για να ωριμάσει, να λειτουργήσει αυτόνομα και να μπορεί να σηκώσει το βάρος των ευθυνών της επιβίωσης και της ευημερίας του. Αντί να αισθάνεται την αυτοπεποίθηση των δικών του δυνάμεων, αισθάνεται όχι μόνο όλο και πιο ανίσχυρος απέναντι στο κράτος, αλλά και προς τους άλλους ανθρώπους. Μέσα από αυτήν την ανασφάλεια το πρότυπο του ηγέτη αποκτά απήχηση. Η γοητεία του σχεδιασμού, η προβολή κατασκευαστικών θεωριών, η εξιδανίκευση των ηγετών, οι ουτοπίες, ο ανορθολογισμός, οι αναφορές στο παρελθόν αποκτούν αξία μόνο σε ανθρώπους με έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, που χρειάζονται ασφάλεια, πυξίδες και οδηγούς. Στους ανθρώπους δηλαδή που παράγει ο κρατισμός, η παρεμβατικότητα και η γραφειοκρατία του. Αλλά όπως έλεγε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος αιώνες πριν την κόλαση του 20ου αιώνα: «όσοι δέχονται να ανταλλάξουν την θεμελιώδη ελευθερία τους για λίγη προσωρινή ασφάλεια, καταλήγουν και χωρίς ασφάλεια και χωρίς ελευθερία».

Αλλά ακόμα και όσοι επιμένουν να διαφωνούν χάνουν τα μέσα να εκφράσουν τη διαφωνία τους. Όταν οι πρόσοδοι της εργασίας τους ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος, όταν τα μέσα για να απευθυνθούν σε άλλους (τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, διαδίκτυο, εφημερίδες, τυπογραφεία, χαρτί κτλ) είναι και αυτά κάτω από την εποπτεία των κρατικών μηχανισμών τότε ο αντίλογος νεκρώνεται και το κράτος, εκτός όλων των άλλων μονοπωλίων που δημιουργεί, αποκτά και το μονοπώλιο της ιδεολογικής προβολής. Δεν είναι τυχαία η λύσσα της Κούβας, της Κίνας ή του Ιράν να ελέγξουν την χρήση του διαδικτύου. Το πόσο σημαντική είναι η ελεύθερη αγορά και η ανεξαρτησία του ατόμου από το κράτος για την προάσπιση της διαφορετικότητας φαίνεται στους διωγμούς του μακαρθισμού. Η περίοδος του μακαρθισμού είναι μια μαύρη σελίδα για την δημοκρατία στις ΗΠΑ, αυτό όμως που έκανε τους διωγμούς του αναποτελεσματικούς, τους κατήργησε στην πράξη και έβγαλε την Αμερική από τον ολισθηρό δρόμο που είχε αρχίσει να παίρνει ήταν η ελεύθερη αγορά που ήταν διατεθειμένη να δώσει δουλειά σε ιδεολογικά διωκόμενους (πχ σεναριογράφους) παρά τις κυρώσεις και παρά το γεγονός ότι οι διωκόμενοι ήταν αντίθετοι με την ύπαρξή της (6). Η αναζήτηση του κέρδους από ανεξάρτητους αδέσμευτους επιχειρηματίες και η ανάγκη τους για δημιουργικούς και ταλαντούχους ανθρώπους υπήρξαν το καταφύγιο της διαφορετικότητας από κάθε πολιτική και ιδεολογική κρατική δίωξη, πόσο μάλλον για εξάρτηση.

Τα χαρακτηριστικά της ανοιχτής κοινωνίας θα μας δείξουν τελικά και τον δρόμο για την αντιμετώπιση της απειλής του φασισμού. Υποβαθμίζουμε την ίδια την κοινωνία μας όταν αντιδρούμε επιθετικά και κατασταλτικά απέναντι σε ιδέες, όσο απαίσιες και αν φαίνονται. Η μη ανοχή του μη-ανεκτικού είναι μια πρόταση που δεν στέκει ούτε λογικά, ούτε πολιτικά για έναν ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο. Κάθε ποινικά κολάσιμη επιθετική ενέργεια πρέπει να αντιμετωπίζεται αυστηρά και αμείλικτα μέσα στο πλαίσιο των νόμων (αντίθετα πχ με την χώρα μας όπου η υπόγεια συναλλαγή κράτους-παρακράτους εξασφαλίζει μια προκλητική ασυλία) αλλά δεν μπορεί κανένας να απαγορεύει την διάδοση πολιτικών ιδεών, τη σύσταση πολιτικών οργανώσεων (όπως κάνουν πχ αναποτελεσματικά στην Γερμανία) ή τις πολιτικές εκδηλώσεις. Όπως πχ δεν απαγορεύουμε αριστερές πολιτικές οργανώσεις να δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της νομιμότητας παρά τον διακηρυγμένο στόχο τους να ανατρέψουν το σύστημα ή δεν καταδιώκουμε όποιον είναι μουσουλμάνος για τις πράξεις κάποιων ισλαμοφασιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων. Χρησιμοποιώντας το κράτος ως κατασταλτικό μηχανισμό, ανοίγουμε την κερκόπορτα της παρεμβατικότητας και του ελέγχου του κράτους στο τι πιστεύουμε, καταργούμε την ανεξαρτησία του ατόμου και αφαιρούμε σταδιακά από τη δημοκρατία το περιεχόμενό της. Ακόμα χειρότερα υποβαθμίζεται η δημοκρατία όταν αυτόκλητοι υπερασπιστές της ελευθερίας μας έρχονται να την «υπερασπιστούν» απέναντι στο φασισμό με τα ίδια μέσα τα οποία υποτίθεται καταγγέλλουν. Qui custodiet ipsos custodes? Ποιος φυλάει τους φύλακες;

Δεν έχουμε να φοβηθούμε από ειρηνικές εκδηλώσεις ή τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή ακροδεξιών σχημάτων, εφόσον στηρίζουμε την κοινωνία μας σε γερά θεμέλια. Όταν όμως υπονομεύσουμε την ανεξαρτησία των θεμελίων με το μπαρούτι του κρατισμού και της παρεμβατικότητας, τότε ο κίνδυνος γίνεται υπαρκτός και η λύση δεν είναι περισσότερος και πιο κατασταλτικός κρατισμός! Περιθωριακές ομάδες θα υπάρχουν πάντα, αυτό όμως που αποτρέπει την μετατροπή του φασισμού (και των άλλων ολοκληρωτικών αντιλήψεων) σε κυρίαρχο ρεύμα είναι η ύπαρξη ισχυρών μεγάλων κοινωνικών ομάδων που ταυτίζουν τα συμφέροντά τους όχι με το κράτος αλλά με τον ελεύθερο ανταγωνισμό στον στίβο των σχέσεων αμοιβαίας συναίνεσης και εθελοντικής συνεργασίας, που μακροπρόθεσμα μόνο σε συνθήκες ελευθερίας και δημοκρατίας μπορεί να υπάρξει. Αυτές είναι οι δικλείδες ασφαλείας των δημοκρατικών κοινωνιών πολιτών. Ας μην καταστρέφουμε τις άμυνές μας υπονομεύοντας τις ελευθερίες μας.

Φώτης Περλικός

——————-

(1) The Road to Serfdom, F.A. Hayek

(2) Έκθεση Eυρωπαϊκού Kέντρου Έρευνας Pατσισμού και Ξενοφοβίας (EUMC) 2002-2003.

(3) Η Οικονομική της Ελευθερίας, Λ. φον Μίζες

(4) Γραφειοκρατία, Λ. φον Μίζες

(5) Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, Κ. Πόππερ

(6) Capitalism and Freedom, M. Friedman

Σχολιαστε