Ο Αριστοφάνης και οι φοροφυγάδες
Ιούλ 17th, 2010 | Δημήτρης Σκάλκος| Κατηγορία: Δημήτρης Σκάλκος | Email This Post | Print This Post |Προ ημερών είχαμε την τύχη να βρεθούμε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου για να παρακολουθήσουμε τους Ιππείς, μία από τις πρώτες σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη και εξαιρετικά επίκαιρη καθώς, καυτηριάζει τη διαφθορά των πολιτικών που με όχημα τον λαϊκισμό εκμεταλλεύονται τους επιρρεπείς σε κολακείες και παροχές πολίτες.
Επρόκειτο για μία υπέροχη παράσταση που, πέρα από τις σπουδαίες ερμηνείες των ηθοποιών, δεν υπέπεσε στις γνωστές ευκολίες επιθεωρησιακού χαρακτήρα στις οποίες μάλλον μας έχουν συνηθίσει στα τελευταία χρόνια οι μεταφορές των έργων του μεγάλου κωμωδιογράφου και μοναδικού ανατόμου των δημόσιων ηθών της Πόλης.
Ταυτόχρονα όμως, η παράσταση υπήρξε ακούσιος δημιουργός μίας παράπλευρης εμπειρίας εξόχως αποκαλυπτικής για τα δημόσια ήθη των σύγχρονων ελλήνων. Έτσι, όταν ο περίφημος Αλλαντοπώλης απευθύνει το διάγγελμά του στο λαό εξαγγέλλοντας μέτρα για την ανάκαμψη της πόλης, το κοινό της Επιδαύρου επιβραβεύει με χειροκροτήματα εκείνες τις προτάσεις που επιδοκιμάζει και προφανώς θα ήθελε να τις δει να τυγχάνουν εφαρμογής στην τωρινή διακυβέρνηση της χώρας. Και αν οι επευφημίες των θεατών ήταν μάλλον αναμενόμενες στις προτάσεις, πχ., περί φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, εντύπωση μας έκανε η ολοφάνερα παγερή υποδοχή της πρότασης περί πάταξης της φοροδιαφυγής.
Φυσικά, ο υποψιασμένος αναγνώστης δεν εντυπωσιάζεται από την παρουσία αρκετών φοροφυγάδων ανάμεσα στους θεατές της παράστασης. Γνωρίζει, μεταξύ άλλων, τη μεγάλη διάδοση της αυτό-απασχόλησης στην Ελλάδα (λόγω και των αυξημένων ευκαιριών για φοροδιαφυγή) καθώς και την (συμπτωματική;) συγκέντρωση σημαντικού μέρους των δηλούμενων εισοδημάτων κοντά στο κάθε φορά αφορολόγητο όριο. Γνωρίζει επίσης για το πλασματικό ΑΕΠ και την εκτεταμένη παραοικονομία καθώς και για την υστέρηση εσόδων από τους άμεσους φόρους σε σχέση με τον κοινοτικό μέσο όρο. Και αντιλαμβάνεται βέβαια τις συνέπειες της φοροδιαφυγής στη (δια)φθορά των πολιτικών θεσμών, στη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος, στον περιορισμό κάθε ουσιαστικής δυνατότητας εφαρμογής κοινωνικών πολιτικών (υγεία, παιδεία, απασχόληση), όπως επίσης και τις προφανείς αδικίες για τους μισθωτούς αλλά και για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα λόγω των έτσι ή αλλιώς περιορισμένων εισοδημάτων τους.
Και βέβαια η φοροδιαφυγή δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Είναι μάλιστα τόσο παλαιά όσο και η φορολόγηση και η ευρεία διάδοσή της τον καιρό του Αριστοφάνη συνιστούσε μία διαρκή απειλή για τα δημόσια έσοδα. Ωστόσο, η πολιτική και ηθική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής ήταν μάλλον διαφορετική καθώς γινόταν αντιληπτή ως αντι-κοινωνική πράξη, όπως και κάθε ενέργεια που στρεφόταν κατά του δημόσιου συμφέροντος. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Περικλής στον Επιτάφιο του, το 431 π.Χ., «αν, ωστόσο, η αυστηρότητα λείπει από την καθημερινή μας ζωή, στα δημόσια πράγματα, από εσωτερικό σεβασμό, δεν παρανομούμε. Σεβόμαστε τους άρχοντες, πειθαρχούμε στους νόμους και, μάλιστα, σε όσους έχουν γίνει για να προστατεύουν τους αδύνατους και όσους, αν και άγραφοι, είναι ντροπή να τους παραβαίνει κανείς».
Αν και ο Περικλής εκφώνησε τον Επιτάφιο σε μία δεδομένη ιστορική στιγμή και με συγκεκριμένη στόχευση, είναι προφανής η αναντιστοιχία των λόγων του αθηναίου ηγέτη με τη σημερινή κατάσταση της κατακερματισμένης ελληνικής κοινωνίας. Μία κοινωνία οι πολίτες της οποίας αρέσκονται στην ιδιώτευση χωρίς καμία αίσθηση υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος και τους συμπολίτες τους, παρά μόνο δικαιωμάτων απέναντι σε ένα «κούφιο» κράτος που ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα σε πολυάριθμες προσοδοθηρικές ομάδες που νέμονται πλούτο και πόρους, ιδιωτικούς και δημόσιους. Είναι μάλιστα τέτοια η διάδοση, ο κυνισμός και ο συμβιβασμός (και η ηθική διάβρωση, θα προσθέταμε επίσης) που δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κρατήσουν τα προσχήματα μίας έστω λεκτικής αποδοκιμασίας της φοροδιαφυγής. Κάπως έτσι (και ίσως υπερβολικά) εκλάβαμε την αντίδραση μεγάλου μέρους των θεατών της παράστασης.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί για την πολιτική υποδοχή και την αποτελεσματικότητα της πρακτικής της δημοσιοποίησης των ονομάτων των φοροφυγάδων αλλά και γενικότερα για τον τελικό περιορισμό της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, καθώς η δίωξη τους θα συνεπαγόταν την τιμωρία μεγάλου μέρους των υπόχρεων σε φορολόγηση πολιτών, σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά ασύμφορου από την άποψη του πολιτικού κόστους για τους πολιτικούς που θα αναλάμβαναν αυτή τη μάλλον αυτό-καταστροφική πρωτοβουλία.
Ο Αριστοφάνης επιχειρεί να ξεπεράσει το πρόβλημα εισάγοντας ένα κωμικό τέχνασμα. Ένα αντίπαλο δέος (τον Αγοράκριτο) απέναντι στον φαύλο κυρίαρχο πολιτικό (και τότε αντίπαλο του Περικλή, τον Κλέωνα) που τον εκτοπίζει χρησιμοποιώντας τα ίδια ανήθικα μέσα. Πρόκειται για προβληματική που συναντάμε στα Πολιτικά του Αριστοτέλη και αργότερα στον Κικέρωνα και φυσικά στον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι και αφορά την υιοθέτηση εκείνης της πολιτικής ηθικής που θα επιτρέψει την «καλή διακυβέρνηση» απέναντι στην κυριαρχία της φαυλότητας
Και με τους σύγχρονους όρους της πολιτικής διαχείρισης και σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, πώς κατορθώνεις σε περιόδους κρίσεις να πείσεις και να παρακινήσεις το πολιτικό σώμα να εγκαταλείψει παγιωμένες και συχνά προσοδοφόρες πρακτικές και να υιοθετήσει νέες στηρίζοντας επώδυνα μέτρα;
Το ζήτημα όμως δεν (πρέπει να) τίθεται μόνο με όρους πολιτικής φιλοσοφίας, πολιτικού μάνατζμεντ ή πολιτικής επικοινωνίας. Αντί της (θεμιτής) απαξίωσης της φοροδιαφυγής με αμφίβολα όμως αποτελέσματα, απαιτείται η προώθηση μίας δέσμης αντικινήτρων για τους φοροφυγάδες, με τη συνολική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του κράτους και των αγορών, κατά τρόπο που επιβραβεύει την παραγωγικότητα της εργασίας και αποτρέπει την άκοπη προσοδοθηρία. Σήμερα βρίσκεται στη διάθεσή μας ένας μεγάλος αριθμός δημόσιων πολιτικών που εφαρμόζονται επιτυχημένα στις σύγχρονες δημοκρατίες, από τις οποίες μπορούν οι κυβερνώντες να επιλέξουν εκείνες που με τις κατάλληλες προσαρμογές θα συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός διάφανου και αποτελεσματικού κράτους δικαίου στο οποίο πρακτικές όπως αυτές της φοροδιαφυγής αποτελούν περιορισμένα φαινόμενα μικρο-διαφθοράς και όχι βασικό πρόβλημα οικονομικής διακυβέρνησης.
Φυσικά οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν βρίσκονται στις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η παρακολούθηση των έργων του στις μέρες μας είναι σαφώς και πολλαπλώς χρησιμότερη από την παρακολούθηση των έργων των σύγχρονων- κυρίως τηλεοπτικών- κωμωδιογράφων που αρέσκονται να χαϊδεύουν τα αυτιά ενός κοινού εξίσου πρόθυμου να απεκδυθεί κάθε ίχνος ευθύνης για το σημερινό κατάντημα της χώρας. Άλλωστε η έννοια της ατομικής ευθύνης δεν απαντάται συχνά στο λεξιλόγιο τους και μάλλον απουσιάζει από τις καταστατικές αρχές της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας. Με άλλα λόγια, δύσκολοι καιροί (και) για τους Αριστοφάνηδες.
Δημήτρης Σκάλκος