O Θανατηφόρος Συνδυασμός (όταν το Δίκαιο συνάντησε τα Οικονομικά)
Ιούλ 19th, 2008 | Αριστείδης Χατζής| Κατηγορία: Επιστήμες, Οικονομικά, Φιλοσοφία | Email This Post | Print This Post |Judges move slower than markets
but faster than the economics profession,
a deadly combination
Δικαστής Frank Easterbrook (1987)
Το δίκαιο και τα οικονομικά είναι δύο επιστήμες με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Η σημαντικότερη από αυτές τις διαφορές είναι το αντικείμενό τους. Τα οικονομικά είναι μια εμπειρική επιστήμη. Μελετά ατομικές συμπεριφορές αλλά και κοινωνικά φαινόμενα. Η νομική είναι μια δεοντολογική επιστήμη. Το αντικείμενό της είναι οι κανόνες δικαίου, μια σειρά από «πρέπει». Στόχος του δικαίου είναι η ρύθμιση της κοινωνικής ζωής, ενώ των οικονομικών η περιγραφή της.
Παρά τις διαφορές αυτές, μεγάλοι οικονομολόγοι, φιλόσοφοι και κοινωνικοί επιστήμονες ασχολήθηκαν στο έργο τους με τον οικονομικό ρόλο των θεσμών και ιδιαίτερα του δικαίου αλλά και με την επιρροή της οικονομίας στην εξέλιξη των θεσμών. Από τον Adam Smith μέχρι τον Karl Marx και τον Max Weber, η διαπλοκή δικαίου και οικονομίας ήταν προφανής.
Όμως παρά τις ενδιαφέρουσες και πάντα επίκαιρες ιδέες τους κανείς από αυτούς δεν μπόρεσε να προσφέρει μια πειστική θεωρία που να συνδέει τις δύο επιστήμες. Αντιμετώπιζαν την οικονομία αλλά και το δίκαιο ως κοινωνικά φαινόμενα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, χωρίς όμως να μπορέσουν να προχωρήσουν πέραν μιας (όχι πάντα τόσο πειστικής) περιγραφής.
Ταυτόχρονα η περιχαράκωση των δύο επιστημών σε θετικιστικές και φορμαλιστικές κατασκευές εμπόδισε ακόμα περισσότερο τη συνεργασία τους: για τους νεοκλασικούς οικονομολόγους οι θεσμοί αποτελούσαν μία ακόμα κατηγορία περιορισμών, εμποδίων στην οικονομική δραστηριότητα. Όσο για τους αιχμάλωτους μίας ακραίας εννοιοκρατίας νομικούς η οικονομική πραγματικότητα ήταν απλώς αδιάφορη.
Όλα άλλαξαν με την εμφάνιση της οικονομικής ανάλυσης των θεσμών ή, όπως αλλιώς ονομάζονται, με τα θεσμικά οικονομικά.
Τι είναι το Δίκαιο, τι είναι τα Οικονομικά;
Το Δίκαιο είναι ένας ειρηνικός τρόπος διευθέτησης των διαφορών — ένα μέσο για την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευημερίας. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία που να μην της είναι απαραίτητοι οι κανόνες δικαίου, δηλαδή οι κανόνες που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση. Οι κανόνες δικαίου διαφέρουν από τους άλλους κανόνες (π.χ. τους κανόνες της κοινωνικής ηθικής) στο εξής: είναι υποχρεωτικοί και επιβάλλονται με τη βία από το οργανωμένο κράτος.
Πολλοί νομικοί θα διαφωνήσουν με τον παραπάνω ορισμό, αλλά οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν πως τουλάχιστον ένας σημαντικός στόχος του δικαίου είναι η κοινωνική ευημερία. Θα συμφωνήσουν όλοι επίσης πως το δίκαιο (όποιο στόχο κι αν έχει) θα πρέπει να είναι αποτελεσματικό. Η οικονομική επιστήμη προσφέρει στο δίκαιο εκείνα τα αναλυτικά εργαλεία που του είναι απαραίτητα για να πετύχει τους σκοπούς του, ιδίως εκείνον της κοινωνικής ευημερίας.
Για πολλούς τα οικονομικά είναι η επιστήμη που μελετά τις οικονομικές αγορές. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, πολλοί οικονομολόγοι με επικεφαλής τον Gary Becker (Nobel οικονομικών 1992) απέδειξαν τη χρησιμότητα των οικονομικών στην ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς όχι μόνο εντός αλλά και εκτός της αγοράς. Ο ίδιος ο Gary Becker έγραψε δύο σημαντικές εργασίες χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της οικονομικής επιστήμης στη μελέτη της οικογένειας και του γάμου και στη μελέτη του εγκλήματος. Στη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας ο Ronald Coase στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και ο Guido Calabresi στο Πανεπιστήμιο Yale εφάρμοσαν την οικονομική ανάλυση στη μελέτη του εμπράγματου δικαίου (ο πρώτος) και του δικαίου των αδικοπραξιών (ο δεύτερος). Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Richard Posner δημοσίευσε την πρώτη έκδοση του πρώτου έργου που αντιμετώπιζε το σύνολο σχεδόν του δικαίου με οικονομικά εργαλεία.
Γιατί τα οικονομικά;
Τα οικονομικά δεν είναι η επιστήμη που μελετά μόνο τις οικονομικές αγορές. Η κεντρική υπόθεση της οικονομικής επιστήμης είναι η ορθολογικότητα: οι άνθρωποι φέρονται ορθολογικά, θέτουν στόχους και προσπαθούν να τους πετύχουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σε κάθε περίπτωση που τα άτομα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα από εναλλακτικές δυνατότητες και υπό περιορισμούς (με κυριότερο την ανεπάρκεια), η διαδικασία επιλογής τους μπορεί να μελετηθεί από τα οικονομικά. Για την ακρίβεια, πολλοί υποστηρίζουν πως τα οικονομικά προσφέρουν τα καλύτερα δυνατά εργαλεία για τη μελέτη αυτής της διαδικασίας επιλογής. Με δυο λόγια τα οικονομικά μελετούν τις συνέπειες της ανθρώπινης ορθολογικότητας. Από αυτή την «οικονομική» προσέγγιση στα πράγματα προέρχεται η σχολή της ορθολογικής επιλογής (rational-choice theory). Σύμφωνα με τη σχολή της ορθολογικής επιλογής, ορθολογική είναι μια πράξη η οποία αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο επίτευξης του σκοπού που θέτει ένα άτομο. Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής μας λέει τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε τους στόχους που εμείς θέσαμε – και οι οποίοι εξαρτώνται από τις προτιμήσεις μας. Πέραν όμως του κανονιστικού, η θεωρία έχει κι έναν σαφώς περιγραφικό χαρακτήρα, καθώς θεωρεί ότι το άτομο δρα στις περισσότερες περιπτώσεις με βάση τη λογική του και το ίδιο αποτελεί τον καλύτερο κριτή του συμφέροντός του, το οποίο επιδιώκει με τις περισσότερες πράξεις του.
Εφόσον οι άνθρωποι φέρονται κατά κανόνα ορθολογικά, η συμπεριφορά τους είναι προβλέψιμη. Αν γνωρίζουμε τους στόχους τους, μπορούμε να προβλέψουμε τις επιλογές τους, αλλά και να τις ερμηνεύσουμε. Οι κανόνες δικαίου θυμίζουν έτσι πολύ τους περιορισμούς της οικονομικής επιστήμης. Μπορούμε όμως να τους δούμε πολύ ευρύτερα ως κίνητρα που επιχειρούν να επηρεάσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά προς μια επιθυμητή κατεύθυνση. Όμως σε έναν κόσμο όπου οι ορθολογικοί άνθρωποι προσαρμόζουν τις πράξεις τους στα κίνητρα που δημιουργούν οι κανόνες δικαίου, τα οικονομικά έχουν κάτι να πουν.
Η οικονομική προσέγγιση στο δίκαιο λειτουργεί με δύο τρόπους: (α) όταν ο νομοθέτης θέλει να πετύχει κάποιους στόχους οι οικονομολόγοι προτείνουν τρόπους αποτελεσματι-κότερης επίτευξης των στόχων αυτών, (β) όταν υπάρχει ήδη το θεσμικό πλαίσιο, τα οι-κονομικά του δικαίου αναζητούν τη λογική του (δηλαδή τον στόχο τον οποίο θέλει να πετύχει) και βοηθούν τον ερμηνευτή του δικαίου στην αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων. Για τους οικονομολόγους, από την άλλη, το δίκαιο δεν αποτελεί πλέον περιο-ρισμό αλλά εργαλείο για την θεραπεία των αποτυχιών της αγοράς.
Για πολλούς αιώνες το δίκαιο αναπτύχθηκε χωρίς τη βοήθεια των οικονομικών (ή για την ακρίβεια χωρίς τη βοήθεια της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου). Αυτό σημαίνει πως το δίκαιο είναι αναποτελεσματικό και μη-ορθολογικό; Το εντυπωσιακό είναι πως όχι! Όπως απέδειξε ο Richard Posner για το αγγλοσαξονικό δίκαιο (common law), το δίκαιο τείνει να υιοθετήσει λύσεις που ένας οικονομολόγος θεωρεί οικονομικά αποτελεσματικές. Πώς είναι δυνατόν; Απλά οι νομικοί στη διάρκεια των αιώνων “δοκίμασαν” διαφορετικούς κανόνες δικαίου, καταλήγοντας σε κανόνες που είναι αποτελεσματικοί. Εάν δεν κατέληγαν σε αποτελεσματικούς κανόνες, θα τους απέρριπτε η κοινωνία αχρηστεύοντάς τους ή παραβιάζοντάς τους. Αυτή η διαδικασία «φυσικής επιλογής» των κανόνων οδήγησε (σύμφωνα με τον Paul Rubin) στον εξορθολογισμό του δικαίου και στην (οικονομική) αποτελεσματικότητα των περισσότερων κανόνων στις δυτικές κοινωνίες μέσα από μία διαδικασία δοκιμής και λάθους.
Αυτή η διαδικασία που οδήγησε, σύμφωνα με τον Richard Posner, στην «εγγενή οικονομική λογική» του αγγλοσαξονικού δικαίου, έχει τα όριά της. Πριν καταλήξουν οι κοινωνίες στους καλύτερους και πιο αποτελεσματικούς κανόνες μέσω της διαδικασίας δοκιμής και λάθους, θα πρέπει να γίνουν πολλές δοκιμές και πολλά λάθη. Τα οικονομικά προσφέρουν μεγαλύτερη ταχύτητα. Δεν είναι ανάγκη να περάσουν αιώνες ή έστω δεκαετίες για να γίνει το δίκαιο αποτελεσματικό. Επιπλέον, η οικονομική επιστήμη μπορεί να συμβάλει στην απαλλαγή του δικαίου από μεταφυσικές προκαταλήψεις καθώς του προσφέρει μία αληθινή επιστημονική θεωρία.
Αποτελεσματικότητα ή Δικαιοσύνη;
Τι είναι δικαιοσύνη; Ποια κοινωνία είναι δίκαιη; Ακόμα και εάν συμφωνήσουμε στο ερώτημα αυτό (που δεν πρόκειται), θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν έχει να κάνει με τα πάντα που σχετίζονται με το δίκαιο. Σε πολλές περιπτώσεις το δίκαιο θέτει πολύ πιο ταπεινούς στόχους από την πραγμάτωση της δικαιοσύνης, π.χ. την ομαλή κυκλοφορία στους δρόμους. Όμως σε αντίθεση με την προβληματική έννοια της δικαιοσύνης, σχεδόν όλοι συμφωνούν πλέον πως ένας κοινά αποδεκτός στόχος είναι η κοινωνική ευημερία (βλέπε για παράδειγμα την αρχή της διαφοράς στο έργο του John Rawls). Άρα πρέπει να αποτελεί έναν στόχο που πρέπει να επιδιώξει να πετύχει το δίκαιο. Πολλοί μάλιστα ισχυρίζονται πως οι άνθρωποι θεωρούν δίκαιο και ηθικό ό,τι τους φαίνεται έλλογο και αποτελεσματικό, ενώ αντιμετωπίζουν ως ανήθικο και άδικο ό,τι δεν λειτουργεί σωστά. Ο πολιτικός φιλόσοφος David Gauthier φθάνει μάλιστα να ισχυριστεί πως η ηθική προκύπτει από τις «αποτυχίες της αγοράς»! (δηλ. ανηθικότητα = αναποτελεσματικότητα). Άλλωστε έχει αποδειχθεί από κοινωνιολογικές έρευνες ότι πολλές φορές οι άνθρωποι καταλήγουν να πιστεύουν πως «δίκαιο» είναι το θετό δίκαιο (δηλαδή το δίκαιο που ισχύει και στο οποίο πρέπει να υπακούσουν).
Είναι όμως οι άνθρωποι ορθολογικοί;
Σύμφωνα με το Νομπελίστα Herbert Simon, οι άνθρωποι δεν ενεργούν και τόσο ορθολογικά όσο υποθέτει η κυρίαρχη νεοκλασική οικονομική θεωρία. Υπάρχουν περιορισμοί στη δυνατότητά τους να αντιληφθούν πλήρως τις καταστάσεις, να αναλύσουν τα δεδομένα και να θυμηθούν γεγονότα. Οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να επιτύχουν την ικανοποίηση των προτιμήσεών τους κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούν, δεδομένων αυτών των γνωστικών περιορισμών της ανθρώπινης φύσης. Η πληροφόρησή τους δεν είναι τέλεια, η σκέψη τους δεν είναι και τόσο ξεκάθαρη και πολλές φορές οι ενέργειές τους είναι ασυνεπείς. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για τέλεια ορθολογικότητα, αλλά για περιορισμένη ικανότητα ορθολογικής σκέψης (bounded rationality). Η περιορισμένη ορθολογικότητα στηρίζεται σ’ ένα κράμα εμπειρίας, πρακτικών λύσεων, παράδοσης, ενστίκτου κι εύλογων προσδοκιών και βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το άμεσο περιβάλλον του υποκειμένου.
Μπορεί ο μέσος άνθρωπος να μην είναι ο υπερ-ορθολογικός homo economicus, προσπαθεί όμως να πετύχει τους στόχους του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με όσες ικανότητες και δυνατότητες διαθέτει. Προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τα περιορισμένα του προσόντα και κάνει το καλύτερο που μπορεί. Επιπλέον, ο άνθρωπος «μαθαίνει» να φέρεται ορθολογικά! Η ορθολογικότητα είναι δηλαδή εξελικτική και ο πατερναλισμός εμποδίζει αυτή την εξέλιξη.
Έτσι, η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμη στις περισσότερες περιπτώσεις, άρα «διαχειρίσιμη» από το δίκαιο. Άλλωστε, εάν πρόκειται να κατασκευάσουμε μια κοινωνική θεωρία, ποιο από τα δύο μας φαίνεται πιο λογικό – να την βασίσουμε στην υπόθεση ότι ο άνθρωπος είναι καταρχήν ορθολογικός ή το αντίθετο;
Τα άτομα, λοιπόν, επιλέγουν πάντοτε αυτό που νομίζουν πως θα μεγιστοποιήσει την «ωφέλειά» τους, δηλ. την ευτυχία τους (utility maximization hypothesis). Γενικά δρουν με βάση το ατομικό τους συμφέρον και τη λογική. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Κάθε άνθρωπος κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα τις επιλογές του με βάση την επίτευξη μεγαλύτερης ευτυχίας. Ακόμα και στις περιπτώσεις που εμφανίζεται να δρα παράλογα, αυτό δεν είναι πάντοτε απαραίτητο, δεδομένου ότι κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει καλύτερα από τον ίδιο του τον εαυτό το συμφέρον του (στις περισσότερες περιπτώσεις τουλάχιστον).
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως, “εντάξει, μπορεί πράγματι τα άτομα να θέτουν στόχους και να προσπαθούν να τους πετύχουν με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα, αλλά οι στόχοι τους δεν είναι ορθολογικοί! Πολλές φορές οι προτιμήσεις τους είναι άθλιες και απαράδεκτες. Είναι καλό να τους επιτρέψουμε να πετυχαίνουν τους στόχους τους;” Εδώ υπάρχουν δύο απαντήσεις: η φιλοσοφική και εκείνη της οικονομικής επιστήμης: Για έναν φιλελεύθερο, οι προτιμήσεις σου και οι επιλογές σου είναι το ίδιο σεβαστές με εκείνες των υπολοίπων. Ποιος θα σου πει ότι δεν πρέπει να προτιμάς ό,τι προτιμάς αλλά αυτό που προτιμά κάποιος άλλος; Ένα κράτος που προτιμά και επιλέγει για σένα είναι ένα κράτος «πατερναλιστικό», δηλαδή ένα αυταρχικό κράτος-πατερούλης. Οι οικονομολόγοι απαντούν πιο απλά: de gustibus non est disputandum (περί ορέξεως, ουδείς λόγος). Δεν μας ενδιαφέρει η ποιότητα των προτιμήσεων και το πώς κατέληξαν οι άνθρωποι σ’ αυτές και όχι σε άλλες. Τις προτιμήσεις τις θεωρούμε δεδομένες, άρα και τους στόχους που τα άτομα θέτουν. Αυτό που εμείς μελετάμε είναι αν τα μέσα που χρησιμοποιούν είναι ορθολογικά.
Το δίκαιο από άλλη σκοπιά
Αν λοιπόν θεωρήσουμε πως οι άνθρωποι είναι ορθολογικοί, μετά τι γίνεται; Αρχίζουμε να βλέπουμε το δίκαιο από άλλη οπτική γωνία: ex ante (εκ των προτέρων) και όχι ex post (εκ των υστέρων). Τι σημαίνει αυτό; Όταν αντιμετωπίζουμε μία περίπτωση που χρειάζεται ρύθμιση, δεν πρέπει να τη βλέπουμε μεμονωμένα και θεωρώντας πως η λύση μας θα επηρεάσει μόνο αυτήν την συγκεκριμένη περίπτωση. Θα πρέπει να σκεφτούμε πως ο κανόνας που θα θέσουμε θα επηρεάσει τα κίνητρα πολλών άλλων ανθρώπων από εκεί και πέρα στο συγκεκριμένο ζήτημα. Δηλαδή ο κανόνας δικαίου δεν θα πρέπει να αποτελεί μία λύση σε μία κατάσταση που έχει ήδη λάβει χώρα, αλλά μία προσπάθεια προληπτικής αντιμετώπισης των μελλοντικών προβλημάτων που θα προκύψουν. Θα πρέπει λοιπόν να δημιουργεί εκείνα τα κίνητρα που θα καθοδηγούν τη συμπεριφορά σε επιθυμητά αποτελέσματα. Επομένως, δεν θα πρέπει να αξιολογούμε τους κανόνες μόνο σε πρώτο επίπεδο (αυτός ο κανόνας μας φαίνεται δίκαιος και λογικός), αλλά θα πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε συνολικά με έμφαση πάντα στις συνέπειές τους.
Δηλαδή, για τους οικονομολόγους του δικαίου το δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο από μία δομή κινήτρων που υποχρεώνει τα άτομα να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους. Θα συμφωνήσουν λοιπόν με τους κοινωνιολόγους που θεωρούν το δίκαιο ένα εργαλείο κοινωνικού ελέγχου.
Ποιος όμως θα αποφασίσει ποιος είναι ο σκοπός του δικαίου; Πάντως όχι οι οικονομολόγοι. Αρμόδια είναι η πολιτική εξουσία. Ιδανικά οι στόχοι του δικαίου τίθενται από τους πολίτες μέσω των εκπροσώπων τους στο κοινοβούλιο. Όμως εδώ υπάρχουν διάφορα προβλήματα που επισημαίνουν τα οικονομικά. Όπως είδαμε, σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη και τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής, τα άτομα ξέρουν καλύτερα από κάθε άλλον ποιο είναι το συμφέρον τους. Οι εκπρόσωποί τους όμως; Δεν έχουν άλλα συμφέροντα και άλλους στόχους;
Όσο λοιπόν είναι εφικτό θα πρέπει τα άτομα να αφεθούν να αποφασίσουν μόνα τους για τις δικές τους υποθέσεις. Όταν το κράτος παρεμβαίνει στη ζωή τους, θα πρέπει να το κάνει έχοντας σαν στόχο την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας (αλλά όπως την αντιλαμβάνονται τα άτομα) και όχι υπερβατικές αρχές όπως η έννοια της δικαιοσύνης.
Ολοκληρώνοντας λοιπόν ας επαναλάβουμε ότι το δίκαιο είναι ένας ειρηνικός τρόπος διευθέτησης των διαφορών και επιχειρεί να επιτύχει μία σειρά στόχων που αποφασίζονται μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας (π.χ. καταπολέμηση του εγκλήματος), τα οικονομικά του δικαίου προτείνουν τους ενδεικνυόμενους κανόνες δικαίου (που μπορούν να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα με το μικρότερο κόστος) και μελετούν τις συνέπειες σ’ έναν κόσμο όπου οι ορθολογικοί άνθρωποι προσαρμόζουν τις πράξεις τους σ’ αυτούς τους κανόνες.
———————————————————————
Σημειώσεις:
– Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cogito (n. 8, Μάιος 2008)
– Όποιος θέλει να διαβάσει περισσότερα για τη σχέση των δύο επιστημών μπορεί να συμβουλευτεί το δίτομο έργο του Πέτρου Γέμτου, Οικονομία και Δίκαιο (Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001-2003). Η έβδομη έκδοση του βιβλίου του Richard Posner, Economic Analysis of Law (Wolters Kluwer) κυκλοφόρησε το 2007. Όποιος ενδιαφέρεται για τη σχέση ηθικής, δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας θα πρέπει να διαβάσει ο-πωσδήποτε το Fairness versus Welfare των Louis Kaplow & Steven Shavell (Harvard 2002). Η ορθόδοξη οικονομική ανάλυση του δικαίου έχει δεχθεί σκληρές κριτικές. Την καλύτερη κριτική από οικονομολόγους μπορεί να την βρει κάποιος στα κείμενα του συλλογικού τόμου Behavioral Law & Economics (επ. Cass Sunstein, Cambridge, 2000) και από φιλοσόφους στο Jeffrie G. Murphy & Jules L. Coleman, Philosophy of Law: An Introduction to Jurisprudence (Westview, rev. ed. 1990), κεφ. 5.
utility maximization hypothesis
αγαπητε κυριε Καθηγητα. Αυτη η υποθεση και αν ειναι κανονιστικη. Στην πραγματικοτητα δεν παρατηρουμε τις συναρτησεις αυτες και δεν εχουμε πειραματικα δεδομενα οτι μεγιστοποιουν οι ανθρωποι αυτην την συναρτηση, ας αφησουμε δε μια κατηγορια παραδοξων οπως αυτα του Αλαι και του Ελσμπεργκ (θα προσεθετα οτι παραδοξο ειναι και το γνωστο θεωρημα του Αροου) που δειχνουν οτι δεν ειναι και τοσο προφανες αυτο. Ηδη απο τους Κανεμαν και Τβερσκι γνωριζουμε οτι δεν ειναι πολυ κοντα η συμπεριφορα των ανθρωπων στην μεγιστοποιηση της ωφελιμοτητας.
Μια ιδιαιτερα καυστικη κριτικη προερχεται απο την Αυστριακη σχολη, πως δηλαδη υπαρχουν καμπυλες αδιαφοριας (ο γεωμετρικος τοπος στον οποιο η συναρτηση ωφελιμοτητας ειναι σταθερη) γιατι ετσι δεν μπορει να υπαρξει προτιμηση!
Επισης η αντιπαραβολη του χομο εκονομικους με την μεγιστοποιηση της ωφελιμοτητας ειναι λανθασμενη. Στον πυρηνα της νεοκλασσικης θεωριας ειναι η υπαρξη των συναρτησεων ωφελιμοτητας.
Αναφερετε
Αν γνωρίζουμε τους στόχους τους, μπορούμε να προβλέψουμε τις επιλογές τους, αλλά και να τις ερμηνεύσουμε
οχι οταν σε ενα στρατηγικο παιγνιο, υπαρχουν πολλες ισορροπιες η μεικτες στρατηγικες. Και παλι ορθολογικα θα δρασουν οι παικτες!
Κύριε καθηγητά,
παρατηρώ ότι στην επιχειρούμενη συσχέτιση δικαίου και οικονομικής επιστήμης μολονότι η δεύτερη διατηρεί την εμπειρικότητά της το πρώτο έχει απωλέσει τον κανονιστικό του χαρακτήρα και γίνεται πλέον αντιληπτό ως ένα κοινωνικό φαινόμενο μέσω του οποίου επιδιώκονται στόχοι όπως η κοινωνική ευημερία.
Μου φαίνεται ότι η οικονομική ανάλυση του δικαίου αφορά μόνο το νομοθέτη και όχι -τουλάχιστον άμεσα- τον νομικό επιστήμονα, ο οποίος έρχεται εκ των υστέρων να ερμηνεύσει ή και να εφαρμόσει την έννομη τάξη. Επισημαίνεται στο κείμενό σας η συμβολή της οικονομικής ανάλυσης στην εξεύρεση του σκοπού του κανόνα δικαίου.Όμως κάτι τέτοιο δεν συνιστά μια λογικά ανεπίτρεπτη λήψη του αιτουμένου καθώς προαποδέχεται αφενός τη φύση του δικαίου ως εμπειρική μόνο και αφετέρου την ένταξή του περαιτέρω στο πλαίσιο μιας ωφελιμιστικής ή έστω μιας διορθωμένης ρωλσιανής μεταθεωρητικής εκδοχής;
http://press.princeton.edu/titles/7929.html
Νομίζω ότι η διάκριση των επιστημών δικαίου και οικονομίας και η αντίστοιχη εξιδείκευση των επιστημόνων είναι δημιούργημα της εκμηχανισμένης εποχής, παρωχημένης στη Πληροφορική συγκυρία.
Η Αλήθεια βρίσκεται στη κατάργηση των διαφορών τους και στην υιοθέτεηση κοινής γλώσσας-ορολογίας-σκέψης.
Η απελθούσα Ισχύς φυσικά στο αντίθετο.
Δε θεωρείται τυχαίο αυτές οι αντιλήψεις να έχουν δυναμική σε χώρες χωρίς τη βιομηχανική ανάπτυξη, ενδεχομένως με μεγαλύτερη δυναμική στη νέα τεχνολογία, π.χ. το κόμμα του Ερντογάν ονομάζεται, Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.