Νιώθω πολύ άβολα γράφοντας αυτό το άρθρο. Καταρχήν γιατί πρόκειται να υποστηρίξω ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί ο πολιτικός γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου σε μία χώρα που δεν θεωρεί καν ότι έφτασε η ώρα για το σύμφωνο συμβίωσης. Επιπλέον αισθάνομαι αμήχανα καθώς δεν ξέρω πού απευθύνομαι και τι υπερασπίζομαι ζητώντας να αναγνωρίσουμε εμείς ένα δικαίωμα γι’ αυτούς.
Γιατί το δικαίωμα που διεκδικούν τα ομόφυλα ζευγάρια στην Ελλάδα δεν είναι ένα επίδομα ή μια φοροαπαλλαγή. Ζητούν να τα αντιμετωπίζει ο νόμος με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει τα ετερόφυλα ζευγάρια. Ζητούν να αναγνωρίσει τη σχέση τους το ελληνικό κράτος. Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο σημαντικό να αναγνωρίσει ένα κράτος μία προσωπική σχέση που βασίζεται στην αγάπη και στην αφοσίωση. Υπάρχουν βέβαια σημαντικές έννομες συνέπειες σ’ αυτή την αναγνώριση και πολλές από αυτές είναι και οικονομικής φύσης. Αυτές θα μπορούσαν να καλυφθούν με ένα απλό σύμφωνο συμβίωσης. Όμως αυτό, προφανώς, δεν είναι αρκετό και ο λόγος είναι απλός: καθιστά τις σχέσεις μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών σχέσεις δεύτερης κατηγορίας. Ο νόμος σηματοδοτεί στην κοινωνία το ίδιο μείγμα φιλελεύθερης αυτοϊκανοποίησης με λανθάνοντα ρατσισμό που κρύβει η φράση «έχω κι εγώ φίλους που είναι ομοφυλόφιλοι και τους εκτιμώ πολύ»: Έχουμε και στην Ελλάδα ομοφυλόφιλους και με το σύμφωνο συμβίωσης θα κάνουμε το φιλελεύθερό μας καθήκον.
Νιώθω λοιπόν άσχημα γιατί το να υπερασπίζομαι το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον πολιτικό γάμο είναι σαν να προσπαθώ να πείσω ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι «ανώμαλοι», δεν έχουν κέρατα, είναι κι αυτοί σαν κι εμάς. Έτσι αισθάνομαι όπως οι λευκοί abolitionists που για να πείσουν τους συμπολίτες τους ότι οι μαύροι έχουν ανθρώπινα δικαιώματα έπρεπε πρώτα να τους πείσουν ότι οι μαύροι είναι κι αυτοί άνθρωποι.
Ντρέπομαι λοιπόν που γράφω αυτό το άρθρο γιατί όπως και να το γράψω θα προσβάλει πρώτα απ’ όλους αυτούς που προσπαθώ να υπερασπιστώ.
Γι’ αυτό θα χρησιμοποιήσω ένα και μόνο επιχείρημα, το ίδιο που χρησιμοποίησε το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης, το πρώτο δικαστήριο που στις 18 Νοεμβρίου 2003 έκρινε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια έχουν το δικαίωμα του γάμου, ένα δικαίωμα που θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στις αρχές της ισότητας απέναντι στο νόμο και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας:
“Το να απαγορεύεις την πρόσβαση στην προστασία, τα οφέλη και τις υποχρεώσεις ενός πολιτικού γάμου σε ένα άτομο που αποφασίζει να ζήσει σε μια μονογαμική ερωτική σχέση με άτομο του ίδιου φύλου αποτελεί αυθαίρετο αποκλεισμό του από έναν από τους σημαντικότερους και πολυτιμότερους θεσμούς της κοινωνίας μας. Αυτός ο αποκλεισμός είναι ασύμβατος με τις συνταγματικές αρχές του σεβασμού στην ατομική αυτονομία και την ισότητα απέναντι στο νόμο.”
Το δικαστήριο έδωσε στο νομοθετικό σώμα της Πολιτείας της Μασαχουσέτης προθεσμία 180 ημερών να ρυθμίσει τα σχετικά με τον πολιτικό γάμο ατόμων του ίδιου φύλου. Φέτος ακολούθησε το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνια, ενώ ο πολιτικός γάμος ομοφύλων έχει ήδη αναγνωριστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά και από τα κοινοβούλια της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Νορβηγίας, της Νότιας Αφρικής και της Ισπανίας.
Το σημαντικότερο επιχείρημα κατά της αναγνώρισης του πολιτικού γάμου είναι καθαρά εννοιολογικό: «Δεν έχουμε αντίρρηση να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών αλλά γιατί να ονομαστεί αυτό ‘γάμος’; Ο Γάμος είναι κάτι άλλο. Για αιώνες θεωρείται γάμος η ένωση άνδρα και γυναίκας, είναι τόσο συνυφασμένο με την κοινωνική ηθική μας, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις μας που θα δημιουργήσει πολύ μεγάλες αντιδράσεις χωρίς να έχει ουσιαστική διαφορά, καθώς τα δικαιώματα μπορούν να κατοχυρωθούν πλήρως από το σύμφωνο συμβίωσης». Όμως οι έννοιες εξελίσσονται. Στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι γυναίκες δεν θεωρούνταν πολίτες με την ίδια έννοια που θεωρούνταν οι άνδρες. Μέχρι το 1983 το οικογενειακό μας δίκαιο αντιμετώπιζε τις γυναίκες με απαρχαιωμένο και οπισθοδρομικό τρόπο και μέχρι το 1974 οι αριστεροί ήταν πολίτες Β´ κατηγορίας. Είναι δυνατόν σήμερα να χρησιμοποιούμε σαν επιχείρημα ότι ο γάμος έχει μια συγκεκριμένη έννοια, αναλλοίωτη από την εποχή του Βυζαντίου;
Το επιχείρημα της κοινωνικής ηθικής είναι και αυτό σαθρό διότι τα δικαιώματα δεν εξαρτώνται από την κοινωνική συναίνεση. Πιο ισχυρό είναι το συγγενές «δημοκρατικό επιχείρημα» που σχεδόν όλοι οι Έλληνες νομικοί έσπευσαν (καλώς) να χρησιμοποιήσουν: «για το θέμα θα πρέπει να αποφασίσει η νομοθετική εξουσία». Πρόκειται για κλασική περίπτωση σύγκρουσης της δημοκρατικής με τη φιλελεύθερη αρχή. Οι περισσότεροι Έλληνες (θετικιστές) νομικοί επιλέγουν την δημοκρατική αρχή και κανείς δεν μπορεί να τους ψέξει γι’ αυτό. Όμως σε ένα κράτος δικαίου, σε μία ώριμη φιλελεύθερη συνταγματική δημοκρατία με παράδοση civil society και κοινωνίας πολιτών υπάρχουν πολλές στιγμές που τα δικαιώματα και το δυναμικά ερμηνευμένο Σύνταγμα προηγούνται οποιασδήποτε πλειοψηφίας και αυτή είναι μια τέτοια περίπτωση: το Σύνταγμά μας δεν πρέπει να ερμηνευθεί με βάση την πολιτική ιδεολογία των συντηρητικών συγγραφέων του αλλά δυναμικά με κριτήριο τις αρχές της ελευθερίας, της ισονομίας και της αυτοδιάθεσης όπως αυτές έχουν εξελιχθεί και γίνονται σήμερα δεκτές διεθνώς.
Επομένως το πώς θα αναγνωριστεί ο γάμος είναι ένα ερώτημα αλλά σίγουρα όχι από (καλοπροαίρετες) πρωτοβουλίες δημάρχων. Το ιδανικό θα ήταν να ρυθμιστεί με νόμο που θα ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων. Αυτό φαίνεται, προς το παρόν, εξαιρετικά απίθανο καθώς η πολιτική δειλία όλων των μεγάλων ελληνικών κομμάτων είναι πρωτοφανής. Οι αρχές του κράτους δικαίου θα μπορούσαν να επιβληθούν από τα δικαστήρια αλλά η αντίδραση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία.
Ένα άλλο σημαντικό επιχείρημα έχει να κάνει με τις συνέπειες της αναγνώρισης. «Θα μπορούν να υιοθετούν παιδιά;». Εδώ αναγνωρίζω ότι δεν προέχει η ελευθερία των ατόμων αλλά το συμφέρον του παιδιού. Για μένα το ζήτημα αυτό έχει αποκλειστικά επιστημονική απάντηση. Εάν δεν υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις από παιδοψυχολόγους και άλλους ειδικούς επιστήμονες που να βασίζονται στην εμπειρική έρευνα, δεν βλέπω κανένα λόγο να αποκλειστούν οι υιοθεσίες και οι άλλοι τρόποι απόκτησης παιδιού από ένα ομόφυλο ζευγάρι.
Το τελευταίο επιχείρημα έχει να κάνει με το ρόλο του νόμου που πρέπει να είναι διαπαιδαγωγικός: «Η εξομοίωση της σχέσης των ομόφυλων ζευγαριών με τις σχέσεις των ετερόφυλων δίνει ένα προβληματικό μήνυμα στην κοινωνία. Εξομοιώνει δύο είδη σχέσεων που δεν είναι ποιοτικά ισότιμες. Ο νόμος λοιπόν θα πρέπει να προστατεύει τα ομόφυλα ζευγάρια αλλά να μην τα εξομοιώνει με τα ετερόφυλα. Θα πρέπει να αναγνωρίσει το σύμφωνο αλλά όχι το γάμο στέλνοντας στην κοινωνία και στους νέους το μήνυμα ότι υπάρχει διαφορά». Ποια είναι στην πραγματικότητα η διαφορά; Στη δυνατότητα τεκνοποίησης; Όχι βέβαια! Στην κοινωνική αποδοχή; Εσείς ποιον ρωτήσατε πριν παντρευτείτε; Στην αγάπη; Μπορείς να ταξινομήσεις την αγάπη;
Για το ότι αργά ή γρήγορα το ελληνικό κράτος θα αναγνωρίσει τους γάμους μεταξύ ομοφύλων (όχι μόνο το σύμφωνο συμβίωσης) δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Το ερώτημα είναι αν θα το κάνει εφαρμόζοντας τις αρχές της ισότητας και της αυτοδιάθεσης για όλους τους πολίτες του ή θα το κάνει υποχρεωμένο από την ευρωπαϊκή νομοθεσία ή μετά από δικαστικές αποφάσεις ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Το αποτέλεσμα θα είναι βέβαια το ίδιο. Για μια ακόμα φορά όμως το ελληνικό κράτος θα έχει αποτύχει να κάνει όλους τους πολίτες του να νιώθουν αξιοπρεπείς.