- e-rooster.gr - http://e-rooster.gr -

Ο ρόλος του κράτους και της αγοράς στην προστασία του περιβάλλοντος

του Γεωργίου Κ. Μπήτρου1 [1]

1. Εισαγωγή

Για λόγους που θα γίνουν προφανείς στην συνέχεια της εισήγησής μου θεωρώ σκόπιμο να αρχίσω με την παράθεση και τεκμηρίωση τριών προτάσεων οι οποίες έχουν βαθιές ρίζες στα οικονομικά της ευημερίας και μπορούν να βοηθήσουν στις προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διαμόρφωση μιας φιλελεύθερης περιβαλλοντικής πολιτικής.

Πρόταση 1: Όλες οι διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης δημιουργούν εξωτερικότητες [2] με την έννοια ότι οι πολίτες που επιδίδονται σ’ αυτές είτε δεν καρπούνται όλα τα οφέλη είτε δεν επιβαρύνονται με όλο το κόστος που προκαλούν. Προς απόδειξη, έστω ότι κάποιος έρχεται στο γειτονικό οικόπεδο και χτίζει μια κατοικία η οποία αναβαθμίζει τη γειτονιά. Τότε η αξία του σπιτιού μας θα αυξηθεί και θα προκληθεί μια θετική εξωτερικότητα γιατί ο ιδιοκτήτης της νέας κατοικίας δεν έχει κανένα τρόπο να μας αναγκάσει να τον αποζημιώσουμε. Αντιθέτως, αν ανοικοδομήσει μια λέσχη διασκέδασης η αξία του σπιτιού μας θα μειωθεί, οπότε θα προκληθεί μια αρνητική εξωτερικότητα γιατί η λειτουργία της λέσχης θα μας δημιουργήσει μια ζημιά για την οποία δεν υπάρχει τρόπος να αποζημιωθούμε.

Πρόταση 2: Οι θετικές εξωτερικότητες ανεβάζουν το κόστος της παραγωγής και μειώνουν την ζητούμενη και παραγόμενη ποσότητα, ενώ οι αρνητικές εξωτερικότητες χαμηλώνουν το κόστος της παραγωγής και μεγαλώνουν την ζητούμενη και παραγόμενη ποσότητα. Ας δούμε το αληθές της με αναφορά σε δύο κλασσικά παραδείγματα.

Το πρώτο απ’ αυτά αναφέρεται ως παράδειγμα του Νομπελίστα καθηγητή [3] James Meade [4] και έχει ως εξής. Ένας μελισσοκόμος και ένας καλλιεργητής μήλων έχουν τους αγρούς τους δίπλα-δίπλα. Έτσι, την άνοιξη που ανθίζουν οι μηλιές, οι μέλισσες περνούν το φράκτη που χωρίζει τα δύο αγροκτήματα και παίρνουν τη γύρη που χρειάζονται για να συνθέσουν το μέλι τους. Κανονικά λοιπόν ο μηλοπαραγωγός θα έπρεπε να μπορεί να εισπράξει από τον μελισσοκόμο την αξία της γύρης. Αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ως εκ τούτου, το οικονομικό αποτέλεσμα είναι ότι το κόστος παραγωγής των μήλων είναι μεγαλύτερο κατά την αξία της γύρης. Αυτό τελικά σημαίνει ότι τα μήλα θα βγουν στην αγορά σε μεγαλύτερη τιμή, οπότε θα ζητηθούν και θα παραχθούν σε μικρότερες ποσότητες από τις κοινωνικά άριστες. Συνεπώς είμαστε βέβαιοι ότι το πρώτο μέρος της πρότασης ισχύει.

Ακόμη και όταν αναπνέουμε, εκβάλουμε διοξείδιο του άνθρακος το οποίο σε μεγάλες ποσότητες βλάπτει το περιβάλλον. Όμως κανένας λογικός άνθρωπος δεν διανοήθηκε μέχρι σήμερα να υποστηρίξει ότι θα πρέπει το κράτος να επιβάλλει περιορισμούς στο εάν και πότε θα αναπνέουμε

Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο μέρος. Προς τούτο, έστω το περίφημο παράδειγμα του άλλου Νομπελίστα καθηγητή [5] του Ronald Coase [6], το οποίο έχει ως εξής. Ένα εργοστάσιο το οποίο βρίσκεται ψηλά στις όχθες ενός ποταμού εκβάλλει τα απόβλητά του σ’ αυτό χωρίς καμιά επεξεργασία. Λίγο πιο χαμηλά βρίσκεται μια κοινότητα για την οποία το ποτάμι αποτελεί την μόνη πηγή απόληψης νερού για όλες τις χρήσεις. Έτσι, αφού το νερό κατεβαίνει μολυσμένο, οι πολίτες υποχρεώνονται να καλύπτουν το κόστος του καθαρισμού του. Από την περιγραφή προκύπτει ότι το κόστος παραγωγής του προϊόντος του εργοστασίου θα είναι μικρότερο κατά το κόστος καθαρισμού του νερού. Επομένως, η τιμή του θα είναι χαμηλότερη απ’ ότι θα ήταν αν το εργοστάσιο αναγκαζόταν να καθαρίζει τα απόβλητά του, με αποτέλεσμα να ζητούνται και να παράγονται μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντος σε σχέση με εκείνες που θα μεγιστοποιούσαν την κοινωνική ευημερία.

Πρόταση 3: Επειδή οι εξωτερικότητες στρεβλώνουν τις τιμές, η αγορά αποτυγχάνει να αποφέρει για την κοινωνία τα άριστα αποτελέσματα που την συνοδεύουν. Επομένως, σε όποιες δραστηριότητες παρατηρούνται εξωτερικότητες, θεμελιώνεται το ενδεχόμενο το κράτος και να πρέπει και να μπορεί να παρέμβει διορθωτικά.

Ενόψει της τελευταίας διαπίστωσης καλούμεθα να τοποθετηθούμε σε δύο βασικά ερωτήματα. Αυτά είναι, πρώτον, πότε οι εξωτερικότητες δικαιολογούν την παρέμβαση του κράτους, και, δεύτερον, κάτω από ποιες συνθήκες, αν υπάρχουν, το κράτος έχει την δυνατότητα να βελτιώσει τα δεύτερα καλύτερα αποτελέσματά της αγοράς;

2. Πότε οι εξωτερικότητες θέτουν θέμα κρατικής παρέμβασης

Σύμφωνα με την Πρόταση 1 όλες οι διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης συνοδεύονται από εξωτερικότητες. Για παράδειγμα, ακόμη και όταν αναπνέουμε, εκβάλουμε διοξείδιο του άνθρακος το οποίο σε μεγάλες ποσότητες βλάπτει το περιβάλλον. Όμως κανένας λογικός άνθρωπος δεν διανοήθηκε μέχρι σήμερα να υποστηρίξει ότι θα πρέπει το κράτος να επιβάλλει περιορισμούς στο εάν και πότε θα αναπνέουμε. Κατά συνέπεια, για να πούμε πότε μια εξωτερικότητα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους χρειάζεται να μπορούμε να προσδιορίσουμε πότε το κοινωνικό κόστος που προκαλείται ζημιώνει μόνιμα, σημαντικά και ασύμμετρα τον πολίτη η τους πολίτες που το υφίστανται. Το ερώτημα λοιπόν που αναφύεται είναι με ποιο κριτήριο να προσδιορίσουμε αυτό το όριο.

Κατά την άποψή μου, η απάντηση διαφέρει ανάλογα με την πηγή της εξωτερικότητας, αν δηλαδή προέρχεται από την παραγωγή η την κατανάλωση, και τη φύση των οικονομικών πόρων που επηρεάζονται, αν δηλαδή είναι ιδιωτικοί η κοινόχρηστοι. Ως εκ τούτου, υπάρχουν οι τέσσερις περιπτώσεις που ακολουθούν.

1. Εξωτερικότητες στην κατανάλωση-επιδράσεις σε ιδιωτικούς πόρους. Οι εξωτερικότητες αυτής της μορφής είναι πρόσκαιρες, το κοινωνικό κόστος που προκαλούν είναι σχετικά μικρό, και επιπλέον συνήθως διαχέεται σύμμετρα μεταξύ των πολιτών. Γι’ αυτό, οι καταναλωτικές δραστηριότητες από τις οποίες πηγάζουν θεωρούνται ως φυσικό επακόλουθο της κοινωνικής ζωής και ασκούνται ελεύθερα από τον κάθε πολίτη μέχρι σημείου που να μην περιορίζεται η άσκηση συναφών δικαιωμάτων από τους άλλους πολίτες. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι ο γείτονας μας μπορεί να κάνει ένα πάρτι στο σπίτι του το καλοκαίρι με ανοικτά παράθυρα και να βάλλει το στερεοφωνικό του στη διαπασών. Αλλά όταν έλθει η ώρα που έχει επικρατήσει να θεωρείται ως ώρα κοινής ησυχίας, το δικαίωμα που έχουμε και οι δύο μας στην ανάπαυση του επιβάλλει να πάρει μέτρα ώστε να μην διαχέεται ο θόρυβος στο περιβάλλον. Συνεπώς, οι εν λόγω εξωτερικότητες δεν θέτουν θέμα παρέμβασης εκ μέρους του κράτους, πλην ίσως της θεσμοθέτησης ενός ωραρίου κοινής ησυχίας καθώς και ενός μηχανισμού για την τήρησή του από τους πολίτες που δυστροπούν.

2. Εξωτερικότητες στην κατανάλωση-επιδράσεις σε κοινόχρηστους πόρους. Ο συνωστισμός που παρατηρείται κατά επαναλαμβανόμενα χρονικά διαστήματα στους εθνικούς δρόμους, στις γέφυρες, στις ακτές, και γενικά σε δημόσιες εγκαταστάσεις συνιστά μια μορφή εξωτερικότητας. Το κύριο αίτιο που την προκαλεί είναι ότι δεν υπάρχει ένας μηχανισμός ο οποίος να τιμολογεί σωστά τη σχετική σπανιότητά τους κατά τις στιγμές που κορυφώνεται η ζήτηση. Προφανώς, ελλείψει ενός μηχανισμού να υπολογίζει και να επιβάλλει το σωστό τέλος, οι πολίτες αποφασίζουν στη βάση του προσωπικού τους κόστους αν θα κάνουν χρήση ή όχι. Αλλά το ιδιωτικό κόστος του καθ’ ενός δεν περιλαμβάνει και το κόστος της όχλησης που προκαλεί η δική του χρήση στους άλλους, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται συμφόρηση.

Ακολουθώντας την τεχνική της τιμολόγησης της χρήσης των πόρων κατά την αιχμή της ζήτησης (peak load pricing [7]) η εξωτερικότητα της συμφόρησης θα μπορούσε να εξαφανιστεί. Για παράδειγμα, αν σε μια πολυσύχναστη γέφυρα εγκαθιστούσαμε ένα αυτόματο σύστημα υπολογισμού των διοδίων με βάση τον συνωστισμό που προκαλεί η δίοδος του κάθε αυτοκινήτου είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσαμε να εξαφανίσουμε την εξωτερικότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου γιατί οι πολίτες από μόνοι τους θα έβρισκαν πότε τους συμφέρει να διέλθουν. Επομένως, γι’ αυτές τις εξωτερικότητες το μόνο που χρειάζεται είναι οι αντίστοιχοι πόροι να τιμολογούνται στο κοινωνικό τους κόστος. Αυτό θα μπορούσε να γίνει είτε με την ιδιωτικοποίηση των κοινόχρηστων πόρων, είτε με την ανταγωνιστική ανάθεση της διαχείρισής τους σε ιδιώτες, είτε με την εγκατάσταση από το ίδιο το κράτος αυτόματων μηχανισμών τιμολόγησης των υπηρεσιών τους.

Στα πλαίσια των μηχανισμών αυτών θα μπορούσε ακόμη να εφαρμοστεί μια πολιτική διαφορισμού τιμών ανάλογα εάν η χρήση των κοινόχρηστων πόρων αυτής της κατηγορίας γίνεται για σκοπούς κατανάλωσης η παραγωγής. Η σκοπιμότητα μιας τέτοιας πολιτικής θα κρινόταν από την ανάγκη να μην επιβαρύνονται τα εξαγωγικά προϊόντα της χώρας με τέλη κοινόχρηστων πόρων διαμορφούμενα από τις καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών της.

3. Εξωτερικότητες στην παραγωγή-επιδράσεις σε ιδιωτικούς πόρους. Όταν υφίστανται, αυτές οι εξωτερικότητες είναι συνεχείς και επειδή επιδρούν σωρευτικά, ανεξάρτητα από το μέγεθος της ροής τους στην μονάδα του χρόνου, προκαλούν σημαντικές και ασύμμετρες επιδράσεις στην αξία των ιδιωτικών πόρων στους οποίους επιπίπτουν. Ένα κλασσικό παράδειγμα τέτοιας εξωτερικότητας είναι αυτό της φτωχής γυναίκας, η οποία αναγκάζεται να πλένει ρούχα για να ζήσει και που ο καπνός ενός παρακείμενου εργοστασίου της τα μαυρίζει. Το κόστος παραγωγής του εργοστασίου θα πρέπει κανονικά να συμπεριλαμβάνει την κατασκευή καπνοδόχων, την τοποθέτηση φίλτρων και γενικά το κόστος καθαρισμού των καυσαερίων από τον καπνό. Όμως, από την υπόθεση ότι το εργοστάσιο μαυρίζει τα απλωμένα ρούχα, προκύπτει ότι το κόστος του είναι χαμηλότερο κατά τη ζημιά που προκαλεί ο καπνός στη φτωχή γυναίκα. Δικαιολογεί αυτή η αρνητική εξωτερικότητα παρέμβαση εκ μέρους του κράτους και αν ναι ποιας μορφής;

Προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια αρνητική εξωτερικότητα σε κοινόχρηστους πόρους οι αρχές θα μπορούσαν να επιβάλλουν ένα φόρο κατά μονάδα παραγομένου προϊόντος

Αν η αποβολή του καπνού δεν μολύνει αισθητά την ατμόσφαιρα, το κράτος θα είχε λόγους να μην παρέμβει. Για παράδειγμα, αν ο το καθάρισμα των καυσαερίων από τον καπνό απαιτούσε μια απαγορευτικά μεγάλη δαπάνη και το εργοστάσιο θα έκλεινε, τότε το κράτος δεν θα έπρεπε να παρέμβει γιατί μαζί με το εργοστάσιο θα έφευγαν από την περιοχή και οι πελάτες της φτωχής γυναίκας. Αλλά οι αρμόδιοι θα έπρεπε οπωσδήποτε να προβληματισθούν γιατί το ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς επέτρεψε την εμφάνιση αυτής της εξωτερικότητας, αφού κανονικά το εργοστάσιο και η κατοικία της φτωχής γυναίκας δεν θα έπρεπε να συνορεύουν. Επομένως, η μόνη παρέμβαση που πρέπει να κάνει το κράτος είναι να βελτιώσει τους κανονισμούς χρήσης της γης έτσι ώστε στο μέλλον να μην επιτρέπουν την εμφάνιση ιδιοκτησιακών εξωτερικοτήτων.

Όμως, αν η αποβολή του καπνού από το εργοστάσιο μολύνει αισθητά την ατμόσφαιρα και βλάπτει την υγεία των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, τότε προκύπτει θέμα κρατικής παρέμβασης το οποίο θα με απασχολήσει στην συνέχεια.

4. Εξωτερικότητες στην παραγωγή-επιδράσεις σε κοινόχρηστους πόρους. Για κοινόχρηστους πόρους όπως είναι η ατμόσφαιρα, τα δάση, τα ποτάμια, οι υδροβιότοποι, κλπ., η εξεύρεση ενός κριτηρίου για τον προσδιορισμό του ορίου και της μορφής παρέμβασης του κράτους είναι δύσκολη για πέντε τουλάχιστον λόγους. Πρώτο, γιατί το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των πόρων είναι συνήθως ασαφές. Σ’ εμάς για παράδειγμα ένα από τα αίτια που προάγουν τις σκόπιμες πυρκαγιές των δασών είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις τα δικαιώματα του κράτους στα δάση δεν βασίζονται σε καθαρούς ιδιοκτησιακούς τίτλους με αποτέλεσμα να αμφισβητούνται από ιδιώτες. Δεύτερο, γιατί το κράτος το ίδιο ως μηχανισμός παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών προκαλεί στους κοινόχρηστους πόρους σοβαρότατες εξωτερικότητες. Για παράδειγμα δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε πουθενά αλλού παρά στη ζημιά που έχουν προκαλέσει τα εργοστάσια της ΔΕΗ στην Πτολεμαϊδα και στην Μεγαλόπολη. Τρίτο, γιατί λόγω του προβλήματος του «τζαμπαζή» [8] οι πολίτες δεν αποκαλύπτουν τι θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν υπό μορφή φόρων προκειμένου να προστατεύονται τα δάση αποτελεσματικά. Τέταρτο, γιατί οι μελλοντικές γενεές δεν είναι παρούσες και τα μυωπικά πολιτικά συστήματα δεν αντιπροσωπεύουν επαρκώς τα συμφέροντα τους. Και τέλος, πέμπτο, γιατί προς το παρόν τουλάχιστο επικρατεί περιβαλλοντικός ανταγωνισμός με την έννοια ότι τα κράτη κλείνουν τα μάτια στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος προκειμένου να επιτύχουν άλλους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους. Κατά συνέπεια, οι φιλελεύθεροι, και δη οι εξ αυτών νεο-φιλελεύθεροι, οι οποίοι κατηγορούνται ως υποστηρικτές της καταστροφικής εκμετάλλευσης των κοινόχρηστων πόρων που αναφέρθηκαν, είναι σκόπιμο να προβάλουν το κριτήριο της μηδενική ανοχής (zero tolerance [9]) σ’ αυτές τις εξωτερικότητες και να προβάλλουν την ανάγκη για πολιτικές οι οποίες:

1. Θα αποσαφηνίζουν τα δικαιώματα του κράτους ως θεματοφύλακα των κοινόχρηστων πόρων και θα προσδιορίζουν τα όρια της άσκησής τους έτσι ώστε όλοι να γνωρίζουν από πιο σημείο και μετά «όποιος δημιουργεί εξωτερικότητες στο περιβάλλον πληρώνει» Ένα σχετικό παράδειγμα είναι αυτό του υδροφόρου ορίζοντα. Αν υποθέσουμε ότι το κράτος δίνει σε κάποιο ιδιώτη την άδεια να ανοίξει ένα πηγάδι για να αντλήσει νερό, ο νόμος που προβλέπει την χορήγηση της άδειας πρέπει ταυτόχρονα να ρυθμίζει και τις προϋποθέσεις της εκμετάλλευσης του πόρου αυτού, ώστε να μην δημιουργούνται εξωτερικότητες σε άλλους πολίτες.

2. Θα μετατρέπουν τους τρόπους χρήσης των πόρων από κοινόχρηστους σε ιδιωτικούς η οιονεί ιδιωτικούς. Για παράδειγμα, η εκμίσθωση ενός ποταμού, ενός θαλάσσιου κόλπου, η ενός πάρκου για την ανάπτυξη από ιδιώτες δραστηριοτήτων αναψυχής, θα βοηθούσε σημαντικά στην προστασία τους από την μόλυνση γιατί οι εκμισθωτές θα φρόντιζαν να τα διατηρήσουν καθαρά.

3. Θα παρέχουν κίνητρα ώστε οι εξωτερικότητες να απορροφούνται στην πηγή τους.

Οι πολιτικές που υπάγονται στην τελευταία κατηγορία έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναλυτών με αποτέλεσμα να έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερα μεγάλη βιβλιογραφία Γι’ αυτό θα τελειώσω την εισήγησή μου με μια σύντομη αναφορά στην λογική στην οποία στηρίζονται.

3. Πολιτικές απορρόφησης των εξωτερικοτήτων στην πηγή τους

Προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια αρνητική εξωτερικότητα σε κοινόχρηστους πόρους οι αρχές θα μπορούσαν να επιβάλλουν ένα φόρο κατά μονάδα παραγομένου προϊόντος. Τότε, οι επιχειρήσεις οι οποίες δημιουργούν την εξωτερικότητα θα αναγκαζόντουσαν να μειώσουν την παραγωγή τους και να αποδεσμεύσουν οικονομικούς πόρους για άλλες χρήσεις. Η συλλογιστική, στην οποία στηρίζεται η προτεινομένη λύση, μπορεί να εξηγηθεί με τη βοήθεια του παρακάτω Διαγράμματος.

Το οριακό κόστος της επιχειρήσεως, η οποία προκαλεί την αρνητική εξωτερικότητα δίνεται, από την καμπύλη ΜC. Την ζήτηση για το προϊόν Υ που παράγει αποτυπώνει η καμπύλη DD και, τέλος, η απόκλιση μεταξύ του οριακού κόστους της επιχειρήσεως και του κοινωνικού οριακού κόστους απεικονίζεται από την καμπύλη ΜC΄. Από κοινωνικής απόψεως το άριστο επίπεδο παραγωγής είναι το Υ2 γιατί σ’ αυτό το επίπεδο η τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι αγοραστές είναι ίση με το κοινωνικό οριακό κόστος. Όμως, η αγορά θα οδηγήσει στην παραγωγή του Υ1, αφού σ΄ αυτό το επίπεδο η τιμή είναι ίση με το οριακό κόστος της επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, θα παραχθεί μια ποσότητα κατά (Υ1Υ2) μονάδες μεγαλύτερη απ’ αυτήν που είναι κοινωνικά άριστη.

Ένας φόρος t κατά μονάδα πωλουμένου προϊόντος, όπως φαίνεται από το Διάγραμμα, θα μεταθέσει την καμπύλη ζητήσεως στη θέση DD΄. Με βάση αυτήν την καμπύλη, το επίπεδο παραγωγής στο οποίο μεγιστοποιούνται τα κέρδη της επιχειρήσεως, είναι Υ2 και συμπίπτει πράγματι με την ποσότητα, η οποία είναι αρίστη από κοινωνικής απόψεως. Αλλά στο επίπεδο αυτό παρατηρούμε ότι ο φόρος είναι ακριβώς ίσος με την αρνητική εξωτερικότητα (t=AB). Επομένως, με το φόρο η αποτελεσματική ζήτηση του Υ μειώνεται, οι αγοραστές πληρώνουν για την επιβάρυνση της εξωτερικότητας και οι πόροι που απελευθερώνονται μεταφέρονται σε άλλες χρήσεις με αποτέλεσμα την αποκατάσταση της ισορροπίας στο σημείο της μεγίστης αποτελεσματικότητος.

κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, η αγορά από μόνη της αντιμετωπίζει αυτές τις εξωτερικότητες και δεν χρειάζεται καμιά κρατική παρέμβαση

Με ανάλογο τρόπο αναλύεται και η θετική εξωτερικότητα. Μόνον, που αντί για φόρο, παρέχεται μια επιδότηση. Έτσι, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι με τη συγκεκριμένη πολιτική οι εξωτερικότητες εσωτερικοποιoύνται και δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλά ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν σωστό με την επιφύλαξη ότι οι αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες είναι σε θέση να διαπιστώσουν ποια ή ποιες επιχειρήσεις προκαλούν τις εξωτερικότητες, να υπολογίσουν με ακρίβεια το φόρο ή την επιδότηση που χρειάζεται και να υλοποιήσουν την πολιτική με αξιοπιστία. Τα θέματα αυτά ενέχουν δυσκολίες, οι οποίες δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες και γι’ αυτό η διατύπωση εναλλακτικών πολιτικών βρίσκεται πάντα στο κέντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος.

Μια ανάλυση, η οποία έτυχε ευρύτατης αποδοχής από τους οικονομολόγους τις τρεις τελευταίες δεκαετίες πηγάζει από την προσπάθεια να απαντηθεί το εξής ερώτημα: όταν η επιχείρηση W ζημιώνει με τις εξωτερικότητες της παραγωγής της την επιχείρηση Ζ, γιατί η τελευταία δεν παρακινεί με κάποιες παροχές την πρώτη να μειώσει την παραγωγή της; Οι αναζητήσεις του Coase, κυρίως γύρω από τις θεσμικές και νομικές συνθήκες που κάνουν δυνατή τη σύναψη ιδιωτικών συμβολαίων, οδήγησαν στην πρόταση ότι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, η αγορά από μόνη της αντιμετωπίζει αυτές τις εξωτερικότητες και δεν χρειάζεται καμιά κρατική παρέμβαση.

————————————————————————————————-

  1. Ο Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών [ [10]]