Ο ρόλος του κράτους και της αγοράς στην προστασία του περιβάλλοντος
Ιούλ 29th, 2007 | Γεώργιος Μπήτρος| Κατηγορία: Οικονομικά, Περιβάλλον | Email This Post | Print This Post |του Γεωργίου Κ. Μπήτρου1
1. Εισαγωγή
Για λόγους που θα γίνουν προφανείς στην συνέχεια της εισήγησής μου θεωρώ σκόπιμο να αρχίσω με την παράθεση και τεκμηρίωση τριών προτάσεων οι οποίες έχουν βαθιές ρίζες στα οικονομικά της ευημερίας και μπορούν να βοηθήσουν στις προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διαμόρφωση μιας φιλελεύθερης περιβαλλοντικής πολιτικής.
Πρόταση 1: Όλες οι διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης δημιουργούν εξωτερικότητες με την έννοια ότι οι πολίτες που επιδίδονται σ’ αυτές είτε δεν καρπούνται όλα τα οφέλη είτε δεν επιβαρύνονται με όλο το κόστος που προκαλούν. Προς απόδειξη, έστω ότι κάποιος έρχεται στο γειτονικό οικόπεδο και χτίζει μια κατοικία η οποία αναβαθμίζει τη γειτονιά. Τότε η αξία του σπιτιού μας θα αυξηθεί και θα προκληθεί μια θετική εξωτερικότητα γιατί ο ιδιοκτήτης της νέας κατοικίας δεν έχει κανένα τρόπο να μας αναγκάσει να τον αποζημιώσουμε. Αντιθέτως, αν ανοικοδομήσει μια λέσχη διασκέδασης η αξία του σπιτιού μας θα μειωθεί, οπότε θα προκληθεί μια αρνητική εξωτερικότητα γιατί η λειτουργία της λέσχης θα μας δημιουργήσει μια ζημιά για την οποία δεν υπάρχει τρόπος να αποζημιωθούμε.
Πρόταση 2: Οι θετικές εξωτερικότητες ανεβάζουν το κόστος της παραγωγής και μειώνουν την ζητούμενη και παραγόμενη ποσότητα, ενώ οι αρνητικές εξωτερικότητες χαμηλώνουν το κόστος της παραγωγής και μεγαλώνουν την ζητούμενη και παραγόμενη ποσότητα. Ας δούμε το αληθές της με αναφορά σε δύο κλασσικά παραδείγματα.
Το πρώτο απ’ αυτά αναφέρεται ως παράδειγμα του Νομπελίστα καθηγητή James Meade και έχει ως εξής. Ένας μελισσοκόμος και ένας καλλιεργητής μήλων έχουν τους αγρούς τους δίπλα-δίπλα. Έτσι, την άνοιξη που ανθίζουν οι μηλιές, οι μέλισσες περνούν το φράκτη που χωρίζει τα δύο αγροκτήματα και παίρνουν τη γύρη που χρειάζονται για να συνθέσουν το μέλι τους. Κανονικά λοιπόν ο μηλοπαραγωγός θα έπρεπε να μπορεί να εισπράξει από τον μελισσοκόμο την αξία της γύρης. Αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ως εκ τούτου, το οικονομικό αποτέλεσμα είναι ότι το κόστος παραγωγής των μήλων είναι μεγαλύτερο κατά την αξία της γύρης. Αυτό τελικά σημαίνει ότι τα μήλα θα βγουν στην αγορά σε μεγαλύτερη τιμή, οπότε θα ζητηθούν και θα παραχθούν σε μικρότερες ποσότητες από τις κοινωνικά άριστες. Συνεπώς είμαστε βέβαιοι ότι το πρώτο μέρος της πρότασης ισχύει.
Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο μέρος. Προς τούτο, έστω το περίφημο παράδειγμα του άλλου Νομπελίστα καθηγητή του Ronald Coase, το οποίο έχει ως εξής. Ένα εργοστάσιο το οποίο βρίσκεται ψηλά στις όχθες ενός ποταμού εκβάλλει τα απόβλητά του σ’ αυτό χωρίς καμιά επεξεργασία. Λίγο πιο χαμηλά βρίσκεται μια κοινότητα για την οποία το ποτάμι αποτελεί την μόνη πηγή απόληψης νερού για όλες τις χρήσεις. Έτσι, αφού το νερό κατεβαίνει μολυσμένο, οι πολίτες υποχρεώνονται να καλύπτουν το κόστος του καθαρισμού του. Από την περιγραφή προκύπτει ότι το κόστος παραγωγής του προϊόντος του εργοστασίου θα είναι μικρότερο κατά το κόστος καθαρισμού του νερού. Επομένως, η τιμή του θα είναι χαμηλότερη απ’ ότι θα ήταν αν το εργοστάσιο αναγκαζόταν να καθαρίζει τα απόβλητά του, με αποτέλεσμα να ζητούνται και να παράγονται μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντος σε σχέση με εκείνες που θα μεγιστοποιούσαν την κοινωνική ευημερία.
Πρόταση 3: Επειδή οι εξωτερικότητες στρεβλώνουν τις τιμές, η αγορά αποτυγχάνει να αποφέρει για την κοινωνία τα άριστα αποτελέσματα που την συνοδεύουν. Επομένως, σε όποιες δραστηριότητες παρατηρούνται εξωτερικότητες, θεμελιώνεται το ενδεχόμενο το κράτος και να πρέπει και να μπορεί να παρέμβει διορθωτικά.
Ενόψει της τελευταίας διαπίστωσης καλούμεθα να τοποθετηθούμε σε δύο βασικά ερωτήματα. Αυτά είναι, πρώτον, πότε οι εξωτερικότητες δικαιολογούν την παρέμβαση του κράτους, και, δεύτερον, κάτω από ποιες συνθήκες, αν υπάρχουν, το κράτος έχει την δυνατότητα να βελτιώσει τα δεύτερα καλύτερα αποτελέσματά της αγοράς;
2. Πότε οι εξωτερικότητες θέτουν θέμα κρατικής παρέμβασης
Σύμφωνα με την Πρόταση 1 όλες οι διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης συνοδεύονται από εξωτερικότητες. Για παράδειγμα, ακόμη και όταν αναπνέουμε, εκβάλουμε διοξείδιο του άνθρακος το οποίο σε μεγάλες ποσότητες βλάπτει το περιβάλλον. Όμως κανένας λογικός άνθρωπος δεν διανοήθηκε μέχρι σήμερα να υποστηρίξει ότι θα πρέπει το κράτος να επιβάλλει περιορισμούς στο εάν και πότε θα αναπνέουμε. Κατά συνέπεια, για να πούμε πότε μια εξωτερικότητα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους χρειάζεται να μπορούμε να προσδιορίσουμε πότε το κοινωνικό κόστος που προκαλείται ζημιώνει μόνιμα, σημαντικά και ασύμμετρα τον πολίτη η τους πολίτες που το υφίστανται. Το ερώτημα λοιπόν που αναφύεται είναι με ποιο κριτήριο να προσδιορίσουμε αυτό το όριο.
Κατά την άποψή μου, η απάντηση διαφέρει ανάλογα με την πηγή της εξωτερικότητας, αν δηλαδή προέρχεται από την παραγωγή η την κατανάλωση, και τη φύση των οικονομικών πόρων που επηρεάζονται, αν δηλαδή είναι ιδιωτικοί η κοινόχρηστοι. Ως εκ τούτου, υπάρχουν οι τέσσερις περιπτώσεις που ακολουθούν.
1. Εξωτερικότητες στην κατανάλωση-επιδράσεις σε ιδιωτικούς πόρους. Οι εξωτερικότητες αυτής της μορφής είναι πρόσκαιρες, το κοινωνικό κόστος που προκαλούν είναι σχετικά μικρό, και επιπλέον συνήθως διαχέεται σύμμετρα μεταξύ των πολιτών. Γι’ αυτό, οι καταναλωτικές δραστηριότητες από τις οποίες πηγάζουν θεωρούνται ως φυσικό επακόλουθο της κοινωνικής ζωής και ασκούνται ελεύθερα από τον κάθε πολίτη μέχρι σημείου που να μην περιορίζεται η άσκηση συναφών δικαιωμάτων από τους άλλους πολίτες. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι ο γείτονας μας μπορεί να κάνει ένα πάρτι στο σπίτι του το καλοκαίρι με ανοικτά παράθυρα και να βάλλει το στερεοφωνικό του στη διαπασών. Αλλά όταν έλθει η ώρα που έχει επικρατήσει να θεωρείται ως ώρα κοινής ησυχίας, το δικαίωμα που έχουμε και οι δύο μας στην ανάπαυση του επιβάλλει να πάρει μέτρα ώστε να μην διαχέεται ο θόρυβος στο περιβάλλον. Συνεπώς, οι εν λόγω εξωτερικότητες δεν θέτουν θέμα παρέμβασης εκ μέρους του κράτους, πλην ίσως της θεσμοθέτησης ενός ωραρίου κοινής ησυχίας καθώς και ενός μηχανισμού για την τήρησή του από τους πολίτες που δυστροπούν.
2. Εξωτερικότητες στην κατανάλωση-επιδράσεις σε κοινόχρηστους πόρους. Ο συνωστισμός που παρατηρείται κατά επαναλαμβανόμενα χρονικά διαστήματα στους εθνικούς δρόμους, στις γέφυρες, στις ακτές, και γενικά σε δημόσιες εγκαταστάσεις συνιστά μια μορφή εξωτερικότητας. Το κύριο αίτιο που την προκαλεί είναι ότι δεν υπάρχει ένας μηχανισμός ο οποίος να τιμολογεί σωστά τη σχετική σπανιότητά τους κατά τις στιγμές που κορυφώνεται η ζήτηση. Προφανώς, ελλείψει ενός μηχανισμού να υπολογίζει και να επιβάλλει το σωστό τέλος, οι πολίτες αποφασίζουν στη βάση του προσωπικού τους κόστους αν θα κάνουν χρήση ή όχι. Αλλά το ιδιωτικό κόστος του καθ’ ενός δεν περιλαμβάνει και το κόστος της όχλησης που προκαλεί η δική του χρήση στους άλλους, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται συμφόρηση.
Ακολουθώντας την τεχνική της τιμολόγησης της χρήσης των πόρων κατά την αιχμή της ζήτησης (peak load pricing) η εξωτερικότητα της συμφόρησης θα μπορούσε να εξαφανιστεί. Για παράδειγμα, αν σε μια πολυσύχναστη γέφυρα εγκαθιστούσαμε ένα αυτόματο σύστημα υπολογισμού των διοδίων με βάση τον συνωστισμό που προκαλεί η δίοδος του κάθε αυτοκινήτου είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσαμε να εξαφανίσουμε την εξωτερικότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου γιατί οι πολίτες από μόνοι τους θα έβρισκαν πότε τους συμφέρει να διέλθουν. Επομένως, γι’ αυτές τις εξωτερικότητες το μόνο που χρειάζεται είναι οι αντίστοιχοι πόροι να τιμολογούνται στο κοινωνικό τους κόστος. Αυτό θα μπορούσε να γίνει είτε με την ιδιωτικοποίηση των κοινόχρηστων πόρων, είτε με την ανταγωνιστική ανάθεση της διαχείρισής τους σε ιδιώτες, είτε με την εγκατάσταση από το ίδιο το κράτος αυτόματων μηχανισμών τιμολόγησης των υπηρεσιών τους.
Στα πλαίσια των μηχανισμών αυτών θα μπορούσε ακόμη να εφαρμοστεί μια πολιτική διαφορισμού τιμών ανάλογα εάν η χρήση των κοινόχρηστων πόρων αυτής της κατηγορίας γίνεται για σκοπούς κατανάλωσης η παραγωγής. Η σκοπιμότητα μιας τέτοιας πολιτικής θα κρινόταν από την ανάγκη να μην επιβαρύνονται τα εξαγωγικά προϊόντα της χώρας με τέλη κοινόχρηστων πόρων διαμορφούμενα από τις καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών της.
3. Εξωτερικότητες στην παραγωγή-επιδράσεις σε ιδιωτικούς πόρους. Όταν υφίστανται, αυτές οι εξωτερικότητες είναι συνεχείς και επειδή επιδρούν σωρευτικά, ανεξάρτητα από το μέγεθος της ροής τους στην μονάδα του χρόνου, προκαλούν σημαντικές και ασύμμετρες επιδράσεις στην αξία των ιδιωτικών πόρων στους οποίους επιπίπτουν. Ένα κλασσικό παράδειγμα τέτοιας εξωτερικότητας είναι αυτό της φτωχής γυναίκας, η οποία αναγκάζεται να πλένει ρούχα για να ζήσει και που ο καπνός ενός παρακείμενου εργοστασίου της τα μαυρίζει. Το κόστος παραγωγής του εργοστασίου θα πρέπει κανονικά να συμπεριλαμβάνει την κατασκευή καπνοδόχων, την τοποθέτηση φίλτρων και γενικά το κόστος καθαρισμού των καυσαερίων από τον καπνό. Όμως, από την υπόθεση ότι το εργοστάσιο μαυρίζει τα απλωμένα ρούχα, προκύπτει ότι το κόστος του είναι χαμηλότερο κατά τη ζημιά που προκαλεί ο καπνός στη φτωχή γυναίκα. Δικαιολογεί αυτή η αρνητική εξωτερικότητα παρέμβαση εκ μέρους του κράτους και αν ναι ποιας μορφής;
Αν η αποβολή του καπνού δεν μολύνει αισθητά την ατμόσφαιρα, το κράτος θα είχε λόγους να μην παρέμβει. Για παράδειγμα, αν ο το καθάρισμα των καυσαερίων από τον καπνό απαιτούσε μια απαγορευτικά μεγάλη δαπάνη και το εργοστάσιο θα έκλεινε, τότε το κράτος δεν θα έπρεπε να παρέμβει γιατί μαζί με το εργοστάσιο θα έφευγαν από την περιοχή και οι πελάτες της φτωχής γυναίκας. Αλλά οι αρμόδιοι θα έπρεπε οπωσδήποτε να προβληματισθούν γιατί το ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς επέτρεψε την εμφάνιση αυτής της εξωτερικότητας, αφού κανονικά το εργοστάσιο και η κατοικία της φτωχής γυναίκας δεν θα έπρεπε να συνορεύουν. Επομένως, η μόνη παρέμβαση που πρέπει να κάνει το κράτος είναι να βελτιώσει τους κανονισμούς χρήσης της γης έτσι ώστε στο μέλλον να μην επιτρέπουν την εμφάνιση ιδιοκτησιακών εξωτερικοτήτων.
Όμως, αν η αποβολή του καπνού από το εργοστάσιο μολύνει αισθητά την ατμόσφαιρα και βλάπτει την υγεία των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, τότε προκύπτει θέμα κρατικής παρέμβασης το οποίο θα με απασχολήσει στην συνέχεια.
4. Εξωτερικότητες στην παραγωγή-επιδράσεις σε κοινόχρηστους πόρους. Για κοινόχρηστους πόρους όπως είναι η ατμόσφαιρα, τα δάση, τα ποτάμια, οι υδροβιότοποι, κλπ., η εξεύρεση ενός κριτηρίου για τον προσδιορισμό του ορίου και της μορφής παρέμβασης του κράτους είναι δύσκολη για πέντε τουλάχιστον λόγους. Πρώτο, γιατί το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των πόρων είναι συνήθως ασαφές. Σ’ εμάς για παράδειγμα ένα από τα αίτια που προάγουν τις σκόπιμες πυρκαγιές των δασών είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις τα δικαιώματα του κράτους στα δάση δεν βασίζονται σε καθαρούς ιδιοκτησιακούς τίτλους με αποτέλεσμα να αμφισβητούνται από ιδιώτες. Δεύτερο, γιατί το κράτος το ίδιο ως μηχανισμός παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών προκαλεί στους κοινόχρηστους πόρους σοβαρότατες εξωτερικότητες. Για παράδειγμα δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε πουθενά αλλού παρά στη ζημιά που έχουν προκαλέσει τα εργοστάσια της ΔΕΗ στην Πτολεμαϊδα και στην Μεγαλόπολη. Τρίτο, γιατί λόγω του προβλήματος του «τζαμπαζή» οι πολίτες δεν αποκαλύπτουν τι θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν υπό μορφή φόρων προκειμένου να προστατεύονται τα δάση αποτελεσματικά. Τέταρτο, γιατί οι μελλοντικές γενεές δεν είναι παρούσες και τα μυωπικά πολιτικά συστήματα δεν αντιπροσωπεύουν επαρκώς τα συμφέροντα τους. Και τέλος, πέμπτο, γιατί προς το παρόν τουλάχιστο επικρατεί περιβαλλοντικός ανταγωνισμός με την έννοια ότι τα κράτη κλείνουν τα μάτια στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος προκειμένου να επιτύχουν άλλους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους. Κατά συνέπεια, οι φιλελεύθεροι, και δη οι εξ αυτών νεο-φιλελεύθεροι, οι οποίοι κατηγορούνται ως υποστηρικτές της καταστροφικής εκμετάλλευσης των κοινόχρηστων πόρων που αναφέρθηκαν, είναι σκόπιμο να προβάλουν το κριτήριο της μηδενική ανοχής (zero tolerance) σ’ αυτές τις εξωτερικότητες και να προβάλλουν την ανάγκη για πολιτικές οι οποίες:
1. Θα αποσαφηνίζουν τα δικαιώματα του κράτους ως θεματοφύλακα των κοινόχρηστων πόρων και θα προσδιορίζουν τα όρια της άσκησής τους έτσι ώστε όλοι να γνωρίζουν από πιο σημείο και μετά «όποιος δημιουργεί εξωτερικότητες στο περιβάλλον πληρώνει» Ένα σχετικό παράδειγμα είναι αυτό του υδροφόρου ορίζοντα. Αν υποθέσουμε ότι το κράτος δίνει σε κάποιο ιδιώτη την άδεια να ανοίξει ένα πηγάδι για να αντλήσει νερό, ο νόμος που προβλέπει την χορήγηση της άδειας πρέπει ταυτόχρονα να ρυθμίζει και τις προϋποθέσεις της εκμετάλλευσης του πόρου αυτού, ώστε να μην δημιουργούνται εξωτερικότητες σε άλλους πολίτες.
2. Θα μετατρέπουν τους τρόπους χρήσης των πόρων από κοινόχρηστους σε ιδιωτικούς η οιονεί ιδιωτικούς. Για παράδειγμα, η εκμίσθωση ενός ποταμού, ενός θαλάσσιου κόλπου, η ενός πάρκου για την ανάπτυξη από ιδιώτες δραστηριοτήτων αναψυχής, θα βοηθούσε σημαντικά στην προστασία τους από την μόλυνση γιατί οι εκμισθωτές θα φρόντιζαν να τα διατηρήσουν καθαρά.
3. Θα παρέχουν κίνητρα ώστε οι εξωτερικότητες να απορροφούνται στην πηγή τους.
Οι πολιτικές που υπάγονται στην τελευταία κατηγορία έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναλυτών με αποτέλεσμα να έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερα μεγάλη βιβλιογραφία Γι’ αυτό θα τελειώσω την εισήγησή μου με μια σύντομη αναφορά στην λογική στην οποία στηρίζονται.
3. Πολιτικές απορρόφησης των εξωτερικοτήτων στην πηγή τους
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια αρνητική εξωτερικότητα σε κοινόχρηστους πόρους οι αρχές θα μπορούσαν να επιβάλλουν ένα φόρο κατά μονάδα παραγομένου προϊόντος. Τότε, οι επιχειρήσεις οι οποίες δημιουργούν την εξωτερικότητα θα αναγκαζόντουσαν να μειώσουν την παραγωγή τους και να αποδεσμεύσουν οικονομικούς πόρους για άλλες χρήσεις. Η συλλογιστική, στην οποία στηρίζεται η προτεινομένη λύση, μπορεί να εξηγηθεί με τη βοήθεια του παρακάτω Διαγράμματος.
Το οριακό κόστος της επιχειρήσεως, η οποία προκαλεί την αρνητική εξωτερικότητα δίνεται, από την καμπύλη ΜC. Την ζήτηση για το προϊόν Υ που παράγει αποτυπώνει η καμπύλη DD και, τέλος, η απόκλιση μεταξύ του οριακού κόστους της επιχειρήσεως και του κοινωνικού οριακού κόστους απεικονίζεται από την καμπύλη ΜC΄. Από κοινωνικής απόψεως το άριστο επίπεδο παραγωγής είναι το Υ2 γιατί σ’ αυτό το επίπεδο η τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι αγοραστές είναι ίση με το κοινωνικό οριακό κόστος. Όμως, η αγορά θα οδηγήσει στην παραγωγή του Υ1, αφού σ΄ αυτό το επίπεδο η τιμή είναι ίση με το οριακό κόστος της επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, θα παραχθεί μια ποσότητα κατά (Υ1–Υ2) μονάδες μεγαλύτερη απ’ αυτήν που είναι κοινωνικά άριστη.
Ένας φόρος t κατά μονάδα πωλουμένου προϊόντος, όπως φαίνεται από το Διάγραμμα, θα μεταθέσει την καμπύλη ζητήσεως στη θέση DD΄. Με βάση αυτήν την καμπύλη, το επίπεδο παραγωγής στο οποίο μεγιστοποιούνται τα κέρδη της επιχειρήσεως, είναι Υ2 και συμπίπτει πράγματι με την ποσότητα, η οποία είναι αρίστη από κοινωνικής απόψεως. Αλλά στο επίπεδο αυτό παρατηρούμε ότι ο φόρος είναι ακριβώς ίσος με την αρνητική εξωτερικότητα (t=AB). Επομένως, με το φόρο η αποτελεσματική ζήτηση του Υ μειώνεται, οι αγοραστές πληρώνουν για την επιβάρυνση της εξωτερικότητας και οι πόροι που απελευθερώνονται μεταφέρονται σε άλλες χρήσεις με αποτέλεσμα την αποκατάσταση της ισορροπίας στο σημείο της μεγίστης αποτελεσματικότητος.
Με ανάλογο τρόπο αναλύεται και η θετική εξωτερικότητα. Μόνον, που αντί για φόρο, παρέχεται μια επιδότηση. Έτσι, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι με τη συγκεκριμένη πολιτική οι εξωτερικότητες εσωτερικοποιoύνται και δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλά ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν σωστό με την επιφύλαξη ότι οι αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες είναι σε θέση να διαπιστώσουν ποια ή ποιες επιχειρήσεις προκαλούν τις εξωτερικότητες, να υπολογίσουν με ακρίβεια το φόρο ή την επιδότηση που χρειάζεται και να υλοποιήσουν την πολιτική με αξιοπιστία. Τα θέματα αυτά ενέχουν δυσκολίες, οι οποίες δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες και γι’ αυτό η διατύπωση εναλλακτικών πολιτικών βρίσκεται πάντα στο κέντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος.
Μια ανάλυση, η οποία έτυχε ευρύτατης αποδοχής από τους οικονομολόγους τις τρεις τελευταίες δεκαετίες πηγάζει από την προσπάθεια να απαντηθεί το εξής ερώτημα: όταν η επιχείρηση W ζημιώνει με τις εξωτερικότητες της παραγωγής της την επιχείρηση Ζ, γιατί η τελευταία δεν παρακινεί με κάποιες παροχές την πρώτη να μειώσει την παραγωγή της; Οι αναζητήσεις του Coase, κυρίως γύρω από τις θεσμικές και νομικές συνθήκες που κάνουν δυνατή τη σύναψη ιδιωτικών συμβολαίων, οδήγησαν στην πρόταση ότι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, η αγορά από μόνη της αντιμετωπίζει αυτές τις εξωτερικότητες και δεν χρειάζεται καμιά κρατική παρέμβαση.
————————————————————————————————-
- Ο Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών [↩]
παρακαλώ τους φίλους αναγνώστες να λάβουν υπόψη τους μια μικρή διόρθωση. Η πρώτη πρόταση στην τρίτη παράγραφο από το τέλος έχει ως εξή:”Ένας φόρος t κατά μονάδα πωλουμένου προϊόντος, όπως φαίνεται από το Διάγραμμα, θα μεταθέσει την καμπύλη ζητήσεως στη θέση DD΄.”
…Ένα κλασσικό παράδειγμα τέτοιας εξωτερικότητας είναι αυτό της φτωχής γυναίκας, η οποία αναγκάζεται να πλένει ρούχα για να ζήσει και που ο καπνός ενός παρακείμενου εργοστασίου της τα μαυρίζει”…”
…Δικαιολογεί αυτή η αρνητική εξωτερικότητα παρέμβαση εκ μέρους του κράτους και αν ναι ποιας μορφής;””
H απάντηση κ. καθηγητά είναι όχι, αρνητική. Διότι το κράτος είναι κατασταλτικό, δεν παίρνει χαμπάρια απο τις αναλύσεις σας. Διότι ισχυρίζεται ότι τα νερά των κυριών μολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα! Ολόκληρο το κράτος ασχολείται με τη ρύπανση των υδάτων της κυρίας και το φακέλωμα της. Πράγματι,οικονομία και κράτος επιβάλουν εξαναγκαστικό συμψηφισμό στους ανησυχούντες πολίτες!
Αν θα θέλαμε να επηρεάσουμε προς το καλύτερο την πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας πολύ περισσοτέρους παράγοντες απ’ όσους προτείνει ο κύριος Μπήτρος.
Δεν έχει καμμία τύχη αυτή η ψυχρή ανάλυση, αν προσφέρεται στην κοινή γνώμη σε περίοδο μεγάλων περιβαλλοντικών καταστροφών. Ακούεταιστον μέσο πολίτη ως τελείως εξώκοσμη.
Αν υποθέσουμε ότι η δουλεία αποδεικνύεται από την οικονομική της ευημερίας ότι υπερέχει των τρεχουσών ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Μήπως θα προτείνει κανείς να την επαναφέρουμε ; Από την στιγμή που η προστασία του περιβάλλοντος καθιερώνεται στην συνείδηση αρκετών πολιτών ως απόλυτο δικαίωμα (και η δουλεία ως κάτι απολύτως απαράδεκτο), οι αναλύσεις αυτού του τύπου είναι κατάλληλες μόνον ως ασκήσεις λογικής για φοιτητές.
Παρεμπιπτόντως, αν η αξία του σπιτιού μου αυξάνει σε συνάρτηση με τον αριθμό των γειτόνων μου, γιατί οι μονοκατοικίες είναι ακριβώτερες από τις πολυκατοκίες ; Αν ίσχυε η συγκεκριμένη υπόθεση του κυρίου Μπήτρου, πολύ λιγώτεροι εύποροι θα πήγαιναν να χτίσουν αυθαίρετες επαύλεις στις ερημιές.
Υπουργείο Περιβάλλοντος
..”Οι 19 από τις 27 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν αυτόνομο υπουργείο Περιβάλλοντος. Αυτές είναι οι: Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Φινλανδία, Σουηδία, Δανία, Λιθουανία, Λεττονία, Εσθονία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σλοβενία, Σλοβακία, Τσεχία, Πολωνία, Βέλγιο, Ουγγαρία. Η αδιανόητη συνύπαρξη της προστασίας του περιβάλλοντος με τα δημόσια έργα κάτω από την ίδια υπουργική στέγη δεν συναντάται πουθενά, ενώ το άλλο αταίριαστο ζευγάρι (περιβάλλον και γεωργία) υιοθετούν η Μ. Βρετανία, η Κύπρος και η Μάλτα.”” Elαφρου Γ. Λιαλιου Γ., “Κ”
..”Παρεμπιπτόντως, αν η αξία του σπιτιού μου αυξάνει σε συνάρτηση με τον αριθμό των γειτόνων μου, γιατί οι μονοκατοικίες είναι ακριβώτερες από τις πολυκατοικίες; Αν ίσχυε η συγκεκριμένη υπόθεση του κυρίου Μπήτρου, πολύ λιγώτεροι εύποροι θα πήγαιναν να χτίσουν αυθαίρετες επαύλεις στις ερημιές.by Γ. Ιακ. Γεωργάνας
Καί όμως φαίνεται να ισχύει η υπόθεση. Τώρα, άν κάποιοι καταλήγουν σε πολεοδομικές ερημιές, μάλλον οφείλεται στον κανόνα της σχέση απόλαυσης-κόπου, κατά τη διάρκεια της κερδοφορίας και την περίοδο της ανάλωσης της.
Eίχα την τιμή να έχω καθηγητή μου το κ. Μπήτρο στα μέσα της δεκαετίας του 80. Μέλος της ΚΝΕ και της ΠΣΚ εκείνη την περίοδο δεν εκτιμούσα τις απόψεις του νεοφιλελεύθερου καθηγητή. Χρειάστηκε αρκετό διάβασμα εκ μέρους μου, έντονος εσωτερικός προβλματισμός μέχρι να συνειδητοποιήσω ως μεταπτυχιακός φοιτητής πια στο LSE το πόσο δίκιο είχε αυτός ο άνθρωπος. Με πολύ μεγάλη χαρά βλέπω σήμερα τον κ. Μπήτρο αρθρογράφο σε ένα νεανικό δυναμικό site ιδεών, όπως είναι το e-rooster και είμαι βέβαιος, ότι θα βοηθήσει με τις γνώσεις και την εμπειρία του τόσο το site και τους αξιόλογους συντελεστές του, όσο και τη διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών γενικότερα. Επί του προκειμένου συμφωνώ με το συγγραφέα.
gb
Κάπως πιο απλά μπορείτε να διατυπώσετε την θέση σας ; Στην Εκάλη η στέγη κοστίζει γιατί δεν μένουν εκεί πολλοί. Στην Κυψέλη είναι φθηνότερη διότι εκεί μένουν πολλοί. Πού κάνω λάθος ;
Σωστά, αυτοί (οι εύποροι), πάνε στις Εκάλες όταν δεν έχει σπίτια και είναι φθηνά, μετά έρχονται κι άλλα σπίτια και γίνονται εύποροι. Θυσιάζονται στην αρχή της ερημιάς αλλά ύστερα βγαίνουν κερδισμένοι, αρκεί να έχουν μυστική πληροφόρηση και να κουνάνε τις διασυδέσεις με ομερτά, κάτι σαν την άγρια δύση των χρυσοθήρων. Χάριν της τότε απομόνωσης κερδίζουν την υπεραξία …
υ.γ. Δεν συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα, Εκάλη με Κυψέλες αλλά εκάλη τώρα με εκάλη πριν, χτιστεί.
“”Μια ανάλυση, η οποία έτυχε ευρύτατης αποδοχής από τους οικονομολόγους τις τρεις τελευταίες δεκαετίες πηγάζει από την προσπάθεια να απαντηθεί το εξής ερώτημα: όταν η επιχείρηση W ζημιώνει με τις εξωτερικότητες της παραγωγής της την επιχείρηση Ζ, γιατί η τελευταία δεν παρακινεί με κάποιες παροχές την πρώτη να μειώσει την παραγωγή της;””
Γιατι Homo huomini lupus κ. καθηγητά.
Γιατί ο έλληνας εύχεται …”να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα”;
Γιατί είναι δίκαιο να νοιώθουμε Schadenfreude;
“Οι αναζητήσεις του Coase, κυρίως γύρω από τις θεσμικές και νομικές συνθήκες που κάνουν δυνατή τη σύναψη ιδιωτικών συμβολαίων, οδήγησαν στην πρόταση ότι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, η αγορά από μόνη της αντιμετωπίζει αυτές τις εξωτερικότητες και δεν χρειάζεται καμιά κρατική παρέμβαση.”
Μέχρι τον β’ Π.Π, αφθονούν οι αποτυχημένες και καταστροφικές θεωρίες για απαξίωση της αγοράς που καταληγουν στα Πρωτόκολλα των Σοφών, από μυστικές υπηρεσίας για να φανατίζουν τις μάζες.
Τώρα που επικρατεί η αγορά, αρμόζει να φερθούμε στο κράτος σαν δρυός πεσούσης; Οι έντιμοι νικητές της αγοράς στήνουν το κράτος όρθιο, γιατί χωρίς αυτό δεν έχει αγορά. Κάτι μας μάθαν οι αρχαίοι, που μας έμεινε. Καθώς και ο Χριστός, όταν στις εποχές του, ο οίκος εμπορίου απέκλειε τα πάντα, κοσμοθεωρίες και πολιτικές.
34 χρόνια μετά, “τα τώ θεώ τα παίρνει ο καίσαρας” Βεσπασιανός που καταστρέφει τον Ναό του Σολομώντα, φέρνει τον χρυσό στη Ρώμη και στέφεται αυτοκράτωρ, οι Εβραίοι δέ οδεύουν την οδό της διασποράς και μεταλαμπαδεύουν σε όλον το κόσμο την ιδέα του συλημένου θησαυρού του ναού.
Η παραπάνω ανάλυση δεν με κάλυψε. Καταλαβαίνω ότι ένας θεωρητικός επιστήμονας της οικονομίας έτσι θα έγραφε αλλά έχω την εντύπωση ότι αρκετά στοιχεία μείναν εκτός υπολογισμού.
Θα αναφέρω μερικά, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλα.
Ο χρόνος που χρειάζεται για να λειτουργήσει η αγορά αρκετές φορές είναι πολύ μεγαλύτερος από τον χρόνο που επιστημονικά απαιτείται για την αναστροφή ή το σταμάτημα μιας αρνητικής επίδρασης στο περιβάλλον.
Υπάρχουν αντιστρεπτές και μη αντιστρεπτές αρνητικές δραστηριότητες, επίσης η ίδια δραστηριότητα μπορεί μέχρι ενός βαθμού να παρουσιάζει αντιστρεπτά αρνητικά αποτελέσματα και από ένα σημείο και μετά τα αρνητικά αποτελέσματα να είναι μη αντιστρεπτά.
Είναι δεδομένο ότι στην οικονομία εντάσσεται κάτι που η διαθεσιμότητα του είναι μικρότερη της ζήτησης, αν προσεγγίσουμε έτσι το περιβάλλον είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να αφήνουμε κάθε παράμετρο ή πτυχή του να υποβαθμίζεται και μετά να εντάσσεται στην οικονομία για να προστατευθεί ότι έχει μείνει, (συνήθως με κατιούσα πορεία).
Όλο το πρόβλημα για την προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος εκεί είναι, είναι εγγενές του πολιτισμού μας ή ακόμα και της ζωής αν θέλετε. Ακόμα και η κρατιστική προσέγγιση δεν μπορεί να δικαιολογήσει γιατί θα πρέπει να ξοδέψει για να προστατέψει κάτι που δεν παρουσιάζει έλλειψη. Η προσέγγιση με το κριτήριο της μηδενική ανοχής (zero tolerance) δεν αποτελεί οικονομική προσέγγιση.
Το ζητούμενο είναι να προσεγγίσουμε το περιβάλλον με οικονομικούς όρους που θα δουλεύουν με αυτοματισμούς αγοράς αλλά δεν θα απαιτούν την υποβάθμιση του πρώτα.
Αυτό το πρόβλημα το προσεγγίζω μέσω της έρευνας και της τεχνολογίας που όμως απαιτούν μία προσέγγιση με βάση το precautionary principle (μου το ανέφερε αρνητικά ο Μ Σαριγιαννίδης σε άλλη συζήτηση).
Θεωρώ ότι δεν μπορείς να προστατέψεις το περιβάλλον με ευχές για να το διατηρήσουμε και φέρνω το παράδειγμα ότι κάποιος που λιμοκτονεί η οικογένεια του δεν θα πιάσει ένα σπάνιο ζώο για να το φάνε επειδή πρέπει να σωθεί; Νομίζω πως η απάντηση είναι προφανής.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να είναι οικονομικά εύρωστη η κοινωνία αλλά να μειώσουμε την κατασπατάληση των φυσικών πόρων που προκύπτει πρώτον από την άγνοια, δεύτερον αυτή που προκύπτει από την απληστία και τρίτον αυτή που προκύπτει από την οικονομική ευκαιρία ή την ανάγκη επιβίωσης του κεφαλαίου. (αναφέρομαι σε περιπτώσεις που μεγάλες κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις για λόγους επιβίωσης επιλέγουν καταστροφικές για το περιβάλλον πρακτικές ενώ επί της ουσίας το κοινωνικό σύνολο δεν κερδίζει κάτι)
Ομολογω οτι δεν μπορω να παρακολουθησω το σκεπτικο του κυριου καθηγητη ισως λογω γνωσεων. Ομως το κρατος που διαχειριζεται την μεγαλυτερη ποσοτητα εδαφους στη Χωρα μας σιγουρα πρεπει ν’αλλαξει γραμμη οσον αφορα στη διαθεση γης για αναπτυξη οικισμων
Πρεπει να γινει σωστη κατανομη και ορθος υπολογισμος με προοπτικη μακροχρονη των αναγκων της καθε περιοχης σε οξυγονο, υδρευση και συγκοινωνια… Ειναι αναγκαια νομιζω η αποκτηση σχεδιου πολεως ακομα και για περιοχες που μεχρι σημερα ειναι ακατοικητες η δεν εχουν προσβαση οδικη… Ο λογος ειναι απλος.
Αν δεν το κανουν μονες τους οι υπηρεσιες , θα το κανουν οι παρανομουντες, καιγοντας και κακοδομοντας , καθε γωνια γης που εχει απομεινει λογω ελλειψης δραστικης πολιτικης αναχαιτησης της παρανομης δομησης τα τελευταια 50 χρονια τουλαχιστον απ’οσο ζω και διαπιστωνω ειτε κοντα στην πρωτευουσα ειτε οπουδηποτε αλλου στη Χωρα…
Ας γινει επιτελους κατι σωστο για την προστασια του μελλοντος..
@Γεώργιος Ιακ. Γεωργάνας:
”Αν υποθέσουμε ότι η δουλεία αποδεικνύεται από την οικονομική της ευημερίας ότι υπερέχει των τρεχουσών ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Μήπως θα προτείνει κανείς να την επαναφέρουμε ; Από την στιγμή που … καθιερώνεται στην συνείδηση αρκετών πολιτών ως … (η δουλεία ως κάτι απολύτως απαράδεκτο)…”
Μα ακριβώς επειδή η κοινωνικές προτιμήσεις των πολιτών θεωρούν απαράδεκτη την δουλεία, δεν έχουμε δουλεία ως θεσμό σήμερα. Υποθέστε το εξής παράδειγμα: Η κοινωνία αποτελείται από 100 άτομα. Και τα 100 άτομα προτιμούν την δουλεία έναντι τις ελεύθερης εργασίας. Τότε η δουλεία θα επικρατεί διότι μεγιστοποιεί τις κοινωνικές προτιμήσεις. Το ότι στη σημερινή κοινωνία δεν παρατηρούμε δουλεία σημαίνει ότι δεν είναι επιθυμητή με βάση τα οικονομικά τις ευημερίας.
Επομένως το επιχείρημα σας αυτοαναιρείται: Αρχίζετε με την υπόθεση ότι η δουλεία μεγιστοποιεί τις κοινωνικές προτιμήσεις, και καταλήγετε στο ότι δεν είναι επιθυμητή ”διότι είναι κάτι απαράδεκτο” (με βάση τις κοινωνικές προτιμήσεις πάλι): μια λογική αντίφαση.
”Παρεμπιπτόντως, αν η αξία του σπιτιού μου αυξάνει σε συνάρτηση με τον αριθμό των γειτόνων μου, γιατί οι μονοκατοικίες είναι ακριβώτερες από τις πολυκατοκίες ; Αν ίσχυε η συγκεκριμένη υπόθεση του κυρίου Μπήτρου, πολύ λιγώτεροι εύποροι θα πήγαιναν να χτίσουν αυθαίρετες επαύλεις στις ερημιές.”
Διότι δεν έχετε κρατήσει όλες τις μεταβλητές σταθερές. Το ότι μια μονοκατοικία στην Εκάλη κοστίζει παραπάνω από ένα δυάρι στην Κυψέλη, δεν οφείλεται μονο στον τον αριθμό τον γειτόνων, φυσικά, αλλα εξαρτάται από τα τετραγωνικά μετρα, τις ανέσεις του σπιτιού, τις θέσεις parking, την ημερομηνία κτήσης, το ποσο καθαρός είναι ο δρόμος, το ποσο κίνηση έχει ο δρόμος, το ποσο πράσινο υπάρχει στην γειτονιά, την αστυνόμευση της περιοχής, την εγκληματικότητα της περιοχής, το χρονικό διάστημα που το σπίτι βρίσκεται στην αγορά πώλησης, τα σχολεια και τα δημοτικά πάρκα που υπάρχουν στην περιοχή, το δίκτυο συγκοινωνίας, το ποσο καλά εκπέμπει η τηλεόραση, κτλ. Είναι όλοι αυτοί οι παράγοντες ”ίσοι” μεταξύ Εκάλης και Κυψέλης?
Το ότι οι πλούσιοι πάνε στις ερημιές μπορεί να συσχετίζεται με χίλιους άλλους παράγοντες.
(p.x. ότι στις ερημιές είναι πιο εύκολα να κτιστούν αυθαίρετα, και ότι ένας πλούσιος παρα ένα φτωχός είναι πιο πιθανό να πάει να χτίσει ένα αυθαίρετο.)
Δεν λέω ότι η υπόθεση εργασίας του κυριου Μπήτρου είναι σωστή (ούτε και λάθος). Απλά φαντάζομαι ότι ο κύριος καθηγητής σκεφτόταν σε ρυθμούς ”ceteris paribus” την ώρα που την διατύπωνε.
ΕΛΕΟΣ! ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΣΗΚΏΝΟΥΝ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΨΗΛΑ…
“Πρόταση 2: Οι θετικές εξωτερικότητες ανεβάζουν το κόστος της παραγωγής και μειώνουν την ζητούμενη και παραγόμενη ποσότητα, ενώ οι αρνητικές εξωτερικότητες χαμηλώνουν το κόστος της παραγωγής και μεγαλώνουν την ζητούμενη και παραγόμενη ποσότητα. Ας δούμε το αληθές της με αναφορά σε δύο κλασσικά παραδείγματα.
Το πρώτο απ’ αυτά αναφέρεται ως παράδειγμα του Νομπελίστα καθηγητή James Meade και έχει ως εξής. Ένας μελισσοκόμος και ένας καλλιεργητής μήλων έχουν τους αγρούς τους δίπλα-δίπλα. Έτσι, την άνοιξη που ανθίζουν οι μηλιές, οι μέλισσες περνούν το φράκτη που χωρίζει τα δύο αγροκτήματα και παίρνουν τη γύρη που χρειάζονται για να συνθέσουν το μέλι τους. Κανονικά λοιπόν ο μηλοπαραγωγός θα έπρεπε να μπορεί να εισπράξει από τον μελισσοκόμο την αξία της γύρης. Αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ως εκ τούτου, το οικονομικό αποτέλεσμα είναι ότι το κόστος παραγωγής των μήλων είναι μεγαλύτερο κατά την αξία της γύρης. Αυτό τελικά σημαίνει ότι τα μήλα θα βγουν στην αγορά σε μεγαλύτερη τιμή, οπότε θα ζητηθούν και θα παραχθούν σε μικρότερες ποσότητες από τις κοινωνικά άριστες. Συνεπώς είμαστε βέβαιοι ότι το πρώτο μέρος της πρότασης ισχύει….”
(Αν φυσήξει και φύγει η γύρη την αξία θα πρέπει να πληρώσει ο “στρατηγός άνεμος” του αείμ… αρχηγού των ζαρντινιέρων Πολύδωρα)
“Eίχα την τιμή να έχω καθηγητή μου το κ. Μπήτρο στα μέσα της δεκαετίας του 80. Μέλος της ΚΝΕ και της ΠΣΚ εκείνη την περίοδο δεν εκτιμούσα τις απόψεις του νεοφιλελεύθερου καθηγητή. Χρειάστηκε αρκετό διάβασμα εκ μέρους μου, έντονος εσωτερικός προβλματισμός μέχρι να συνειδητοποιήσω ως μεταπτυχιακός φοιτητής πια στο LSE το πόσο δίκιο είχε αυτός ο άνθρωπος. Με πολύ μεγάλη χαρά βλέπω σήμερα τον κ. Μπήτρο αρθρογράφο σε ένα νεανικό δυναμικό site ιδεών, όπως είναι το e-rooster και είμαι βέβαιος, ότι θα βοηθήσει με τις γνώσεις και την εμπειρία του τόσο το site και τους αξιόλογους συντελεστές του, όσο και τη διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών γενικότερα. Επί του προκειμένου συμφωνώ με το συγγραφέα.”
(Άβυσος η ψυχή του ανθρώπου. Το ’80 είχε την πλειοψηφία η ΚΝΕΕΕ στην ΑΣΟΕΕ και διάλεξε τους ισχυρούς και δεν εκτιμούσε -πολιτικά βέβαια- τον καθηγητή. Όταν τα ξεπούλησαν όλα για τα κεφτεδάκια της Μαρίκας ενδυναμώθηκε η ιδέα της αγοράς μέσα του και όταν ο Μητσοτάκης χάρισε τα λεωφορεία στα όρνια της αγοράς και ένιωσε ποιά ήταν η πλεοψηφία έγινε οπαδός της!)
Οι λαμπροί αυτοί εγκέφαλοι νομίζουν ότι ένα μήλο χρειάζεται παραπάνω από έναν κόκο γύρης για να δημιουργηθεί και αν είχε παραπάνω θα άξιζε και παραπάνω. Οι άσχετοι δεν ξέρουν ότι «Εάν οι μέλισσες εξαφανίζονταν από το πρόσωπο της Γης, οι άνθρωποι θα είχαν μόνο 4 χρόνια ζωής. Χωρίς μέλισσες δεν υπάρχει επικονίαση, δεν υπάρχουν φυτά, δεν υπάρχουν ζώα, δεν υπάρχει άνθρωπος» Albert Einstein (είπε και για την ηλιθιότητα χωρίς να τους γνωρίζει!)
Εδώ να θυμίσω την αξία της θεωρίας του Μαρξ για την αξία: Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το κοινωνικά αναγκαίο ποσό της εργασίας που είναι ενσωματωμένη (verkörpert) στην παραγωγή του, επομένως και στην αναπαραγωγή του.(Επομένως και η αξία της εργατικής δύναμης του μέσου ανθρώπου για το διάστημα μιας ημέρας, ενός μήνα ή ενός χρόνου καθορίζεται από το ποσό της εργασίας που είναι ενσωματωμένη στην ποσότητα των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαία για τη διατήρηση αυτής της εργατικής δύναμης, μια μέρα, ένα μήνα ή ένα χρόνο). Ό,τι περισσεύει είναι η υπεραξία που με τη μορφή κέρδους εξασφαλίζεται συλλογικά για τους εκμεταλλευτές και καρπώνεται ο καθένας τους με βάση την “παραγωγικότητά του” ή την ισχύ των όπλων του για να μην ξεχνιόμαστε σε φανφάρες ελεύθερης αγοράς!